Αρχαία
ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πέτομαι»
Ενεστώτας
Οριστική
πέτομαι, πέτῃ ή πέτει, πέτεται, πετόμεθα,
πέτεσθε, πέτονται
Υποτακτική
πέτωμαι,
πέτῃ, πέτηται,
πετώμεθα, πέτησθε, πέτωνται
Ευκτική
πετοίμην,
πέτοιο, πέτοιτο, πετοίμεθα, πέτοισθε, πέτοιντο
Προστακτική
---,
πέτου, πετέσθω, ---, πέτεσθε, πετέσθων ή πετέσθωσαν
Απαρέμφατο
πέτεσθαι
Μετοχή
πετόμενος
πετομένη
πετόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐπετόμην, ἐπέτου, ἐπέτετο, ἐπετόμεθα, ἐπέτεσθε, ἐπέτοντο
Παθητικός
Μέλλοντας
Οριστική
πτήσομαι, πτήσῃ ή πτήσει, πτήσεται, πτησόμεθα,
πτήσεσθε, πτήσονται
Ευκτική
πτησοίμην,
πτήσοιο, πτήσοιτο, πτησοίμεθα, πτήσοισθε, πτήσοιντο
Απαρέμφατο
πτήσεσθαι
Μετοχή
πτησόμενος
πτησομένη
πτησόμενον
Αόριστος
Β΄
Οριστική
ἐπτόμην, ἔπτου, ἔπτετο, ἐπτόμεθα, ἔπτεσθε, ἔπτοντο
Υποτακτική
---,
---, πήται, ---, ---, ----
Ευκτική
---,
---, πτῆτο, ---,
---, ---
Προστακτική
---
Απαρέμφατο
πτέσθαι
Μετοχή
πτόμενος,
πτομένη, πτόμενον
Παθητικός
Αόριστος
Οριστική
ἐπετάσθην, ἐπετάσθης, ἐπετάσθη, ἐπετάσθημεν, ἐπετάσθητε, ἐπετάσθησαν
Υποτακτική
πετασθῶ, πετασθῇς, πετασθῇ, πετασθῶμεν, πετασθῆτε, πετασθῶσι(ν)
Ευκτική
πετασθείην,
πετασθείης, πετασθείη, πετασθείημεν ή πετασθεῖμεν, πετασθείητε ή πετασθεῖτε, πετασθείησαν ή πετασθεῖεν
Προστακτική
---,
πετάσθητι, πετασθήτω, ---, πετάσθητε, πετασθέντων ή πετασθήτωσαν
Απαρέμφατο
πετασθῆναι
Μετοχή
πετασθείς
πετασθεῖσα
πετασθέν
Αρχαία
ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «καταλεύω»
(καταλεύω
= λιθοβολώ)
Ενεστώτας
Οριστική
καταλεύω, καταλεύεις,
καταλεύει, καταλεύομεν, καταλεύετε, καταλεύουσι(ν)
Υποτακτική
καταλεύω,
καταλεύῃς, καταλεύῃ, καταλεύωμεν, καταλεύητε,
καταλεύωσι(ν)
Ευκτική
καταλεύοιμι,
καταλεύοις, καταλεύοι, καταλεύοιμεν, καταλεύοιτε, καταλεύοιεν
Προστακτική
---,
κατάλευε, καταλευέτω, ---, καταλεύετε, καταλευόντων (ή καταλευέτωσαν)
Απαρέμφατο
καταλεύειν
Μετοχή
καταλεύων,
καταλεύουσα, καταλεῦον
Παρατατικός
Οριστική
κατέλευον, κατέλευες,
κατέλευε, κατελεύομεν, κατελεύετε, κατέλευον
Αόριστος
Οριστική
κατέλευσα, κατέλευσας,
κατέλευσε(ν), κατελεύσαμεν, κατελεύσατε, κατέλευσαν
Υποτακτική
καταλεύσω,
καταλεύσῃς, καταλεύσῃ, καταλεύσωμεν, καταλεύσητε,
καταλεύσωσι(ν)
Ευκτική
καταλεύσαιμι,
καταλεύσαις ή καταλεύσειας, καταλεύσαι ή καταλεύσειε(ν), καταλεύσαιμεν, καταλεύσαιτε,
καταλεύσαιεν ή καταλεύσειαν
Προστακτική
---,
κατάλευσον, καταλευσάτω, ---, καταλεύσατε, καταλευσάντων (ή καταλευσάτωσαν)
Απαρέμφατο
καταλεῦσαι
Μετοχή
καταλεύσας,
καταλεύσασα, καταλεῦσαν
Παθητικός
Μέλλοντας
Οριστική
καταλευσθήσομαι, καταλευσθήσῃ ή καταλευσθήσει, καταλευσθήσεται,
καταλευσθησόμεθα, καταλευσθήσεσθε, καταλευσθήσονται
Ευκτική
καταλευσθησοίμην,
καταλευσθήσοιο, καταλευσθήσοιτο, καταλευσθησοίμεθα, καταλευσθήσοισθε, καταλευσθήσοιντο
Απαρέμφατο
καταλευσθήσεσθαι
Μετοχή
καταλευσθησόμενος
καταλευσθησομένη
καταλευσθησόμενον
Παθητικός
Αόριστος
Οριστική
κατελεύσθην, κατελεύσθης,
κατελεύσθη, κατελεύσθημεν, κατελεύσθητε, κατελεύσθησαν
Υποτακτική
καταλευσθῶ, καταλευσθῇς, καταλευσθῇ, καταλευσθῶμεν, καταλευσθῆτε, καταλευσθῶσι(ν)
Ευκτική
καταλευσθείην,
καταλευσθείης, καταλευσθείη, καταλευσθείημεν ή καταλευσθεῖμεν, καταλευσθείητε ή καταλευσθεῖτε, καταλευσθείησαν ή καταλευσθεῖεν
Προστακτική
---,
καταλεύσθητι, καταλευσθήτω, ---, καταλεύσθητε, καταλευσθέντων ή καταλευσθήτωσαν
Απαρέμφατο
καταλευσθῆναι
Μετοχή
καταλευσθείς
καταλευσθεῖσα
καταλευσθέν
Αρχαία
ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «νεωτερίζω»
νεωτερίζω:
κάνω μεταρρυθμίσεις, καινοτομώ, στασιάζω
Ενεργητική
Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
νεωτερίζω, νεωτερίζεις,
νεωτερίζει, νεωτερίζομεν, νεωτερίζετε, νεωτερίζουσι(ν)
Υποτακτική
νεωτερίζω,
νεωτερίζῃς, νεωτερίζῃ, νεωτερίζωμεν, νεωτερίζητε,
νεωτερίζωσι(ν)
Ευκτική
νεωτερίζοιμι,
νεωτερίζοις, νεωτερίζοι, νεωτερίζοιμεν, νεωτερίζοιτε, νεωτερίζοιεν
Προστακτική
---,
νεωτέριζε, νεωτεριζέτω, ---, νεωτερίζετε, νεωτεριζόντων (ή νεωτεριζέτωσαν)
Απαρέμφατο
νεωτερίζειν
Μετοχή
νεωτερίζων,
νεωτερίζουσα, νεωτερίζον
Παρατατικός
Οριστική
ἐνεωτέριζον, ἐνεωτέριζες, ἐνεωτέριζε, ἐνεωτερίζομεν, ἐνεωτερίζετε, ἐνεωτέριζον
Μέλλοντας
Οριστική
νεωτεριῶ, νεωτεριεῖς, νεωτεριεῖ, νεωτεριοῦμεν, νεωτεριεῖτε, νεωτεριοῦσι(ν)
Ευκτική
νεωτεριοῖμι, νεωτεριοῖς, νεωτεριοῖ, ή νεωτεριοίην, νεωτεριοίης,
νεωτεριοίη, νεωτεριοῖμεν,
νεωτεριοῖτε,
νεωτεριοῖεν
Απαρέμφατο
νεωτεριεῖν
Μετοχή
νεωτεριῶν, νεωτεριοῦσα, νεωτεριοῦν
Αόριστος
Οριστική
ἐνεωτέρισα, ἐνεωτέρισας, ἐνεωτέρισε(ν), ἐνεωτερίσαμεν, ἐνεωτερίσατε, ἐνεωτέρισαν
Υποτακτική
νεωτερίσω,
νεωτερίσῃς, νεωτερίσῃ, νεωτερίσωμεν, νεωτερίσητε,
νεωτερίσωσι(ν)
Ευκτική
νεωτερίσαιμι,
νεωτερίσαις ή νεωτερίσειας, νεωτερίσαι ή νεωτερίσειε(ν), νεωτερίσαιμεν, νεωτερίσαιτε,
νεωτερίσαιεν ή νεωτερίσειαν
Προστακτική
---,
νεωτέρισον, νεωτερισάτω, ---, νεωτερίσατε, νεωτερισάντων (ή νεωτερισάτωσαν)
Απαρέμφατο
νεωτερίσαι
Μετοχή
νεωτερίσας,
νεωτερίσασα, νεωτερίσαν
Μέση
Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
νεωτερίζομαι, νεωτερίζῃ ή νεωτερίζει, νεωτερίζεται,
νεωτεριζόμεθα, νεωτερίζεσθε, νεωτερίζονται
Υποτακτική
νεωτερίζωμαι,
νεωτερίζῃ, νεωτερίζηται,
νεωτεριζώμεθα, νεωτερίζησθε, νεωτερίζωνται
Ευκτική
νεωτεριζοίμην,
νεωτερίζοιο, νεωτερίζοιτο, νεωτεριζοίμεθα, νεωτερίζοισθε, νεωτερίζοιντο
Προστακτική
---,
νεωτερίζου, νεωτεριζέσθω, ---, νεωτερίζεσθε, νεωτεριζέσθων ή νεωτεριζέσθωσαν
Απαρέμφατο
νεωτερίζεσθαι
Μετοχή
νεωτεριζόμενος
νεωτεριζομένη
νεωτεριζόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐνεωτεριζόμην, ἐνεωτερίζου, ἐνεωτερίζετο, ἐνεωτεριζόμεθα, ἐνεωτερίζεσθε, ἐνεωτερίζοντο
Παθητικός
Αόριστος
Οριστική
ἐνεωτερίσθην, ἐνεωτερίσθης, ἐνεωτερίσθη, ἐνεωτερίσθημεν, ἐνεωτερίσθητε, ἐνεωτερίσθησαν
Υποτακτική
νεωτερισθῶ, νεωτερισθῇς, νεωτερισθῇ, νεωτερισθῶμεν, νεωτερισθῆτε, νεωτερισθῶσι(ν)
Ευκτική
νεωτερισθείην,
νεωτερισθείης, νεωτερισθείη, νεωτερισθείημεν ή νεωτερισθεῖμεν, νεωτερισθείητε ή νεωτερισθεῖτε, νεωτερισθείησαν ή νεωτερισθεῖεν
Προστακτική
---,
νεωτερίσθητι, νεωτερισθήτω, ---, νεωτερίσθητε, νεωτερισθέντων ή νεωτερισθήτωσαν
Απαρέμφατο
νεωτερισθῆναι
Μετοχή
νεωτερισθείς
νεωτερισθεῖσα
νεωτερισθέν
Αρχαία
ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «λυσιτελέω-ῶ»
λυσιτελῶ = ωφελώ
Ενεστώτας
Οριστική
λυσιτελῶ, λυσιτελεῖς, λυσιτελεῖ, λυσιτελοῦμεν, λυσιτελεῖτε, λυσιτελοῦσι(ν)
Υποτακτική
λυσιτελῶ, λυσιτελῇς, λυσιτελῇ, λυσιτελῶμεν, λυσιτελῆτε, λυσιτελῶσι(ν)
Ευκτική
λυσιτελοῖμι, λυσιτελοῖς, λυσιτελοῖ, ή λυσιτελοίην, λυσιτελοίης,
λυσιτελοίη, λυσιτελοῖμεν,
λυσιτελοῖτε, λυσιτελοῖεν
Προστακτική
---,
λυσιτέλει, λυσιτελείτω, ---, λυσιτελεῖτε, λυσιτελούντων
(ή λυσιτελείτωσαν)
Απαρέμφατο
λυσιτελεῖν
Μετοχή
λυσιτελῶν, λυσιτελοῦσα, λυσιτελοῦν
Παρατατικός
Οριστική
ἐλυσιτέλουν, ἐλυσιτέλεις, ἐλυσιτέλει, ἐλυσιτελοῦμεν, ἐλυσιτελεῖτε, ἐλυσιτέλουν
Μέλλοντας
Οριστική
λυσιτελήσω, λυσιτελήσεις,
λυσιτελήσει, λυσιτελήσομεν, λυσιτελήσετε, λυσιτελήσουσι(ν)
Ευκτική
λυσιτελήσοιμι,
λυσιτελήσοις, λυσιτελήσοι, λυσιτελήσοιμεν, λυσιτελήσοιτε, λυσιτελήσοιεν
Απαρέμφατο
λυσιτελήσειν
Μετοχή
λυσιτελήσων,
λυσιτελήσουσα, λυσιτελῆσον
Αόριστος
Οριστική
ἐλυσιτέλησα, ἐλυσιτέλησας, ἐλυσιτέλησε(ν), ἐλυσιτελήσαμεν, ἐλυσιτελήσατε, ἐλυσιτέλησαν
Υποτακτική
λυσιτελήσω,
λυσιτελήσῃς, λυσιτελήσῃ, λυσιτελήσωμεν, λυσιτελήσητε,
λυσιτελήσωσι(ν)
Ευκτική
λυσιτελήσαιμι,
λυσιτελήσαις ή λυσιτελήσειας, λυσιτελήσαι ή λυσιτελήσειε(ν), λυσιτελήσαιμεν, λυσιτελήσαιτε,
λυσιτελήσαιεν ή λυσιτελήσειαν
Προστακτική
---,
λυσιτέλησον, λυσιτελησάτω, ---, λυσιτελήσατε, λυσιτελησάντων (ή λυσιτελησάτωσαν)
Απαρέμφατο
λυσιτελῆσαι
Μετοχή
λυσιτελήσας,
λυσιτελήσασα, λυσιτελῆσαν
Αρχαία
ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «θραύω»
θραύω
= σπάω, συντρίβω
Ενεργητική
Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
θραύω, θραύεις,
θραύει, θραύομεν, θραύετε, θραύουσι(ν)
Υποτακτική
θραύω,
θραύῃς, θραύῃ, θραύωμεν, θραύητε, θραύωσι(ν)
Ευκτική
θραύοιμι,
θραύοις, θραύοι, θραύοιμεν, θραύοιτε, θραύοιεν
Προστακτική
---,
θραῦε, θραυέτω,
---, θραύετε, θραυόντων (ή θραυέτωσαν)
Απαρέμφατο
θραύειν
Μετοχή
θραύων,
θραύουσα, θραῦον
Αόριστος
Οριστική
ἔθραυσα, ἔθραυσας, ἔθραυσε(ν), ἐθραύσαμεν, ἐθραύσατε, ἔθραυσαν
Υποτακτική
θραύσω,
θραύσῃς, θραύσῃ, θραύσωμεν, θραύσητε, θραύσωσι(ν)
Ευκτική
θραύσαιμι,
θραύσαις ή θραύσειας, θραύσαι ή θραύσειε(ν), θραύσαιμεν, θραύσαιτε, θραύσαιεν ή
θραύσειαν
Προστακτική
---,
θραῦσον,
θραυσάτω, ---, θραύσατε, θραυσάντων (ή θραυσάτωσαν)
Απαρέμφατο
θραῦσαι
Μετοχή
θραύσας,
θραύσασα, θραῦσαν
Μέση
Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
θραύομαι, θραύῃ ή θραύει, θραύεται, θραυόμεθα,
θραύεσθε, θραύονται
Υποτακτική
θραύωμαι,
θραύῃ, θραύηται,
θραυώμεθα, θραύησθε, θραύωνται
Ευκτική
θραυοίμην,
θραύοιο, θραύοιτο, θραυοίμεθα, θραύοισθε, θραύοιντο
Προστακτική
---,
θραύου, θραυέσθω, ---, θραύεσθε, θραυέσθων ή θραυέσθωσαν
Απαρέμφατο
θραύεσθαι
Μετοχή
θραυόμενος
θραυομένη
θραυόμενον
Παθητικός
Αόριστος
Οριστική
ἐθραύσθην, ἐθραύσθης, ἐθραύσθη, ἐθραύσθημεν, ἐθραύσθητε, ἐθραύσθησαν
Υποτακτική
θραυσθῶ, θραυσθῇς, θραυσθῇ, θραυσθῶμεν, θραυσθῆτε, θραυσθῶσι(ν)
Ευκτική
θραυσθείην,
θραυσθείης, θραυσθείη, θραυσθείημεν ή θραυσθεῖμεν, θραυσθείητε ή θραυσθεῖτε, θραυσθείησαν ή θραυσθεῖεν
Προστακτική
---,
θραύσθητι, θραυσθήτω, ---, θραύσθητε, θραυσθέντων ή θραυσθήτωσαν
Απαρέμφατο
θραυσθῆναι
Μετοχή
θραυσθείς
θραυσθεῖσα
θραυσθέν
Παρακείμενος
Οριστική
τέθραυσμαι, τέθραυσαι,
τέθραυσται, τεθραύσμεθα, τέθραυσθε, τεθραυσμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
τεθραυσμένος- τεθραυσμένη- τεθραυσμένον ὦ
τεθραυσμένος-
τεθραυσμένη- τεθραυσμένον ᾖς
τεθραυσμένος-
τεθραυσμένη- τεθραυσμένον ᾖ
τεθραυσμένοι-
τεθραυσμέναι- τεθραυσμένα ὦμεν
τεθραυσμένοι-
τεθραυσμέναι- τεθραυσμένα ἦτε
τεθραυσμένοι-
τεθραυσμέναι- τεθραυσμένα ὦσι
Ευκτική
τεθραυσμένος-
τεθραυσμένη- τεθραυσμένον εἴην
τεθραυσμένος-
τεθραυσμένη- τεθραυσμένον εἴης
τεθραυσμένος-
τεθραυσμένη- τεθραυσμένον εἴη
τεθραυσμένοι-
τεθραυσμέναι- τεθραυσμένα εἴημεν
(εἶμεν)
τεθραυσμένοι-
τεθραυσμέναι- τεθραυσμένα εἴητε
(εἶτε)
τεθραυσμένοι-
τεθραυσμέναι- τεθραυσμένα εἴησαν
(εἶεν)
Προστακτική
---,
τέθραυσο, τεθραύσθω, --- τέθραυσθε, τεθραύσθων ή τεθραύσθωσαν
Απαρέμφατο
τεθραῦσθαι
Μετοχή
τεθραυσμένος,
τεθραυσμένη,
τεθραυσμένον
Αρχαία
ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἁρπάζω»
Το α
του ρήματος είναι βραχύχρονο
Ενεργητική
Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ἁρπάζω, ἁρπάζεις, ἁρπάζει, ἁρπάζομεν, ἁρπάζετε, ἁρπάζουσι(ν)
Υποτακτική
ἁρπάζω, ἁρπάζῃς, ἁρπάζῃ, ἁρπάζωμεν, ἁρπάζητε, ἁρπάζωσι(ν)
Ευκτική
ἁρπάζοιμι, ἁρπάζοις, ἁρπάζοι, ἁρπάζοιμεν, ἁρπάζοιτε, ἁρπάζοιεν
Προστακτική
---,
ἅρπαζε,
ἁρπαζέτω,
---, ἁρπάζετε,
ἁρπαζόντων
(ή ἁρπαζέτωσαν)
Απαρέμφατο
ἁρπάζειν
Μετοχή
ἁρπάζων, ἁρπάζουσα, ἁρπάζον
Παρατατικός
Οριστική
ἥρπαζον, ἥρπαζες, ἥρπαζε, ἡρπάζομεν, ἡρπάζετε, ἥρπαζον
Μέλλοντας
Οριστική
ἁρπάσομαι, ἁρπάσῃ ή ἁρπάσει, ἁρπάσεται, ἁρπασόμεθα, ἁρπάσεσθε, ἁρπάσονται
Ευκτική
ἁρπασοίμην, ἁρπάσοιο, ἁρπάσοιτο, ἁρπασοίμεθα, ἁρπάσοισθε, ἁρπάσοιντο
Απαρέμφατο
ἁρπάσεσθαι
Μετοχή
ἁρπασόμενος
ἁρπασομένη
ἁρπασόμενον
Αόριστος
Οριστική
ἥρπασα, ἥρπασας, ἥρπασε(ν), ἡρπάσαμεν, ἡρπάσατε, ἥρπασαν
Υποτακτική
ἁρπάσω, ἁρπάσῃς, ἁρπάσῃ, ἁρπάσωμεν, ἁρπάσητε, ἁρπάσωσι(ν)
Ευκτική
ἁρπάσαιμι, ἁρπάσαις ή ἁρπάσειας, ἁρπάσαι ή ἁρπάσειε(ν), ἁρπάσαιμεν, ἁρπάσαιτε, ἁρπάσαιεν ή ἁρπάσειαν
Προστακτική
---,
ἅρπασον,
ἁρπασάτω,
---, ἁρπάσατε,
ἁρπασάντων
(ή ἁρπασάτωσαν)
Απαρέμφατο
ἁρπάσαι
Μετοχή
ἁρπάσας, ἁρπάσασα, ἁρπάσαν
Παρακείμενος
Οριστική
ἥρπακα, ἥρπακας, ἥρπακε, ἡρπάκαμεν, ἡρπάκατε, ἡρπάκασι(ν)
Υποτακτική
ἡρπακώς- ἡρπακυῖα- ἡρπακός ὦ
ἡρπακώς- ἡρπακυῖα- ἡρπακός ᾖς
ἡρπακώς- ἡρπακυῖα- ἡρπακός ᾖ
ἡρπακότες- ἡρπακυῖαι- ἡρπακότα ὦμεν
ἡρπακότες- ἡρπακυῖαι- ἡρπακότα ἦτε
ἡρπακότες- ἡρπακυῖαι- ἡρπακότα ὦσι
Ευκτική
ἡρπακώς- ἡρπακυῖα- ἡρπακός εἴην
ἡρπακώς- ἡρπακυῖα- ἡρπακός εἴης
ἡρπακώς- ἡρπακυῖα- ἡρπακός εἴη
ἡρπακότες- ἡρπακυῖαι- ἡρπακότα εἴημεν (εἶμεν)
ἡρπακότες- ἡρπακυῖαι- ἡρπακότα εἴητε (εἶτε)
ἡρπακότες- ἡρπακυῖαι- ἡρπακότα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---
ἡρπακώς- ἡρπακυῖα- ἡρπακός ἴσθι
ἡρπακώς- ἡρπακυῖα- ἡρπακός ἔστω
---
ἡρπακότες- ἡρπακυῖαι- ἡρπακότα ἔστε
ἡρπακότες- ἡρπακυῖαι- ἡρπακότα ἔστων
Απαρέμφατο
ἡρπακέναι
Μετοχή
ἡρπακώς- ἡρπακυῖα- ἡρπακός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἡρπάκειν, ἡρπάκεις, ἡρπάκει, ἡρπάκεμεν, ἡρπάκετε, ἡρπάκεσαν
Μέση
Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ἁρπάζομαι, ἁρπάζῃ ή ἁρπάζει, ἁρπάζεται, ἁρπαζόμεθα, ἁρπάζεσθε, ἁρπάζονται
Υποτακτική
ἁρπάζωμαι, ἁρπάζῃ, ἁρπάζηται, ἁρπαζώμεθα, ἁρπάζησθε, ἁρπάζωνται
Ευκτική
ἁρπαζοίμην, ἁρπάζοιο, ἁρπάζοιτο, ἁρπαζοίμεθα, ἁρπάζοισθε, ἁρπάζοιντο
Προστακτική
---,
ἁρπάζου,
ἁρπαζέσθω,
---, ἁρπάζεσθε,
ἁρπαζέσθων
ή ἁρπαζέσθωσαν
Απαρέμφατο
ἁρπάζεσθαι
Μετοχή
ἁρπαζόμενος
ἁρπαζομένη
ἁρπαζόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἡρπαζόμην, ἡρπάζου, ἡρπάζετο, ἡρπαζόμεθα, ἡρπάζεσθε, ἡρπάζοντο
Παθητικός
Μέλλοντας Α΄
Οριστική
ἁρπασθήσομαι, ἁρπασθήσῃ ή ἁρπασθήσει, ἁρπασθήσεται, ἁρπασθησόμεθα, ἁρπασθήσεσθε, ἁρπασθήσονται
Ευκτική
ἁρπασθησοίμην, ἁρπασθήσοιο, ἁρπασθήσοιτο, ἁρπασθησοίμεθα, ἁρπασθήσοισθε, ἁρπασθήσοιντο
Απαρέμφατο
ἁρπασθήσεσθαι
Μετοχή
ἁρπασθησόμενος
ἁρπασθησομένη
ἁρπασθησόμενον
Παθητικός
Μέλλοντας Β΄
Οριστική
ἁρπαγήσομαι, ἁρπαγήσῃ ή ἁρπαγήσει, ἁρπαγήσεται, ἁρπαγησόμεθα, ἁρπαγήσεσθε, ἁρπαγήσονται
Ευκτική
ἁρπαγησοίμην, ἁρπαγήσοιο, ἁρπαγήσοιτο, ἁρπαγησοίμεθα, ἁρπαγήσοισθε, ἁρπαγήσοιντο
Απαρέμφατο
ἁρπαγήσεσθαι
Μετοχή
ἁρπαγησόμενος, ἁρπαγησομένη, ἁρπαγησόμενον
Αόριστος
Οριστική
ἡρπασάμην, ἡρπάσω, ἡρπάσατο, ἡρπασάμεθα, ἡρπάσασθε, ἡρπάσαντο
Υποτακτική
ἁρπάσωμαι, ἁρπάσῃ, ἁρπάσηται, ἁρπασώμεθα, ἁρπάσησθε, ἁρπάσωνται
Ευκτική
ἁρπασαίμην, ἁρπάσαιο, ἁρπάσαιτο, ἁρπασαίμεθα, ἁρπάσαισθε, ἁρπάσαιντο
Προστακτική
---,
ἅρπασαι,
ἁρπασάσθω,
---, ἁρπάσασθε,
ἁρπασάσθων
ή ἁρπασάσθωσαν
Απαρέμφατο
ἁρπάσασθαι
Μετοχή
ἁρπασάμενος
ἁρπασαμένη
ἁρπασάμενον
Παθητικός
Αόριστος Α΄
Οριστική
ἡρπάσθην, ἡρπάσθης, ἡρπάσθη, ἡρπάσθημεν, ἡρπάσθητε, ἡρπάσθησαν
Υποτακτική
ἁρπασθῶ, ἁρπασθῇς, ἁρπασθῇ, ἁρπασθῶμεν, ἁρπασθῆτε, ἁρπασθῶσι(ν)
Ευκτική
ἁρπασθείην, ἁρπασθείης, ἁρπασθείη, ἁρπασθείημεν ή ἁρπασθεῖμεν, ἁρπασθείητε ή ἁρπασθεῖτε, ἁρπασθείησαν ή ἁρπασθεῖεν
Προστακτική
---,
ἁρπάσθητι,
ἁρπασθήτω,
---, ἁρπάσθητε,
ἁρπασθέντων
ή ἁρπασθήτωσαν
Απαρέμφατο
ἁρπασθῆναι
Μετοχή
ἁρπασθείς
ἁρπασθεῖσα
ἁρπασθέν
Παθητικός
Αόριστος Β΄
Οριστική
ἡρπάγην, ἡρπάγης, ἡρπάγη, ἡρπάγημεν, ἡρπάγητε, ἡρπάγησαν
Υποτακτική
ἁρπαγῶ, ἁρπαγῇς, ἁρπαγῇ, ἁρπαγῶμεν, ἁρπαγῆτε, ἁρπαγῶσι(ν)
Ευκτική
ἁρπαγείην, ἁρπαγείης, ἁρπαγείη, ἁρπαγείημεν ή ἁρπαγεῖμεν, ἁρπαγείητε ή ἁρπαγεῖτε, ἁρπαγείησαν ή ἁρπαγεῖεν
Προστακτική
---,
ἁρπάγηθι,
ἁρπαγήτω,
---, ἁρπάγητε,
ἁρπαγέντων
ή ἁρπαγήτωσαν
Απαρέμφατο
ἁρπαγῆναι
Μετοχή
ἁρπαγείς
ἁρπαγεῖσα
ἁρπαγέν
Παρακείμενος
Οριστική
ἥρπασμαι, ἥρπασαι, ἥρπασται, ἡρπάσμεθα, ἥρπασθε, ἡρπασμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
ἡρπασμένος- ἡρπασμένη- ἡρπασμένον ὦ
ἡρπασμένος- ἡρπασμένη- ἡρπασμένον ᾖς
ἡρπασμένος- ἡρπασμένη- ἡρπασμένον ᾖ
ἡρπασμένοι- ἡρπασμέναι- ἡρπασμένα ὦμεν
ἡρπασμένοι- ἡρπασμέναι- ἡρπασμένα ἦτε
ἡρπασμένοι- ἡρπασμέναι- ἡρπασμένα ὦσι
Ευκτική
ἡρπασμένος- ἡρπασμένη- ἡρπασμένον εἴην
ἡρπασμένος- ἡρπασμένη- ἡρπασμένον εἴης
ἡρπασμένος- ἡρπασμένη- ἡρπασμένον εἴη
ἡρπασμένοι- ἡρπασμέναι- ἡρπασμένα εἴημεν (εἶμεν)
ἡρπασμένοι- ἡρπασμέναι- ἡρπασμένα εἴητε (εἶτε)
ἡρπασμένοι- ἡρπασμέναι- ἡρπασμένα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---,
ἥρπασο,
ἡρπάσθω,
--- ἥρπασθε,
ἡρπάσθων
ή ἡρπάσθωσαν
Απαρέμφατο
ἡρπάσθαι
Μετοχή
ἡρπασμένος,
ἡρπασμένη,
ἡρπασμένον
Υπερσυντέλικος
ἡρπάσμην, ἥρπασο, ἥρπαστο, ἡρπάσμεθα, ἥρπασθε, ἡρπασμένοι ἦσαν