Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ελληνική Ιστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ελληνική Ιστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κωνσταντίνος Μάντης «Η επίμονη ανακατασκευή της μνήμης˙ η περίπτωση του ελληνικού Εμφυλίου (1944-1949)»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Gina Ritter 
 
Κωνσταντίνος Μάντης «Η επίμονη ανακατασκευή της μνήμης˙ η περίπτωση του ελληνικού Εμφυλίου (1944-1949)»
 
Εισαγωγή
    Η προσέγγιση της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας από την οπτική της πολιτισμικής ιστορίας προσφέρει μια ευρύτερη και ουσιαστικότερη θέαση, χάρη στην εγγενή δυσπιστία της απέναντι σε ομοιογενείς και μονοσήμαντες ερμηνείες. Γεγονότα και πολιτικές αντιλήψεις, άλλωστε, περνούν στο πλαίσιο της πνευματικής παραγωγής ενός τόπου όχι πάντοτε με τον καθαρό χαρακτήρα μιας απλής καταγραφής ή αναπαράστασης, αλλά με την καθοδηγούμενη από τους πολιτικούς φορείς μορφή του προπαγανδιστικού λόγου. Θέληση, άλλωστε, των πολιτικών αρχών δεν αποτελεί τόσο η παρεμπόδιση σχετικών καταγραφών όσο ο έλεγχος του τρόπου με τον οποίο αυτές θα πραγματωθούν, ώστε να εξυπηρετείται η δική τους οπτική. Η επιδίωξη αυτή εντείνεται όταν η πολιτισμική εγγραφή επιχειρεί να προσεγγίσει κρίσιμα γεγονότα, όπως είναι αυτά ενός πολέμου και ιδίως ενός εμφύλιου πολέμου, η ερμηνεία των οποίων έχει ιδιαίτερη σημασία για τον πολιτικό κόσμο (Ory, 2007: 42-50, 107-113).
     Στην περίπτωση της Ελλάδας, για παράδειγμα, ένα τέτοιο κρίσιμο γεγονός είναι ο ελληνικός Εμφύλιος, η ερμηνεία του οποίου και το πώς γίνεται αντιληπτός από τους πολίτες σχετίζεται άμεσα με τις συλλογικές ταυτότητες που έχουν διαμορφωθεί. Κάθε απόπειρα να ιδωθεί το γεγονός αυτό με πλήρη αποστασιοποίηση και αντικειμενικότητα -σε όποιο βαθμό κάτι τέτοιο είναι εφικτό- προκαλεί αντιδράσεις, εφόσον η «μνήμη» του γεγονότος αυτού ακολουθεί ένα πολιτικά ελεγχόμενο πρότυπο τόσο από τη μεριά της παράταξης των νικητών όσο και από τη μεριά των ηττημένων. Η μνήμη σε αυτή την περίπτωση εμφανίζεται ξεκάθαρα επιλεκτική, καθώς σκοπός δε μοιάζει να είναι η κατανόηση και η αποδοχή του συλλογικού αυτού τραύματος, αλλά η δικαίωση των επιμέρους πολιτικών ταυτοτήτων (Αλβανός, 2022: 19-23).
 
Ένα ανεπούλωτο πολιτισμικό τραύμα
     Η μνήμη του Εμφυλίου παραμένει υπό συνεχή διαπραγμάτευση και λαμβάνει επάλληλες νοηματοδοτήσεις αφενός διότι οι εμπλεκόμενες πολιτικές παρατάξεις επιδιώκουν να της προσδώσουν τα χαρακτηριστικά που οι ίδιες επιθυμούν και αφετέρου διότι πρόκειται για ένα εξαιρετικά τραυματικό γεγονός, η χωρίς παρωπίδες θέαση του οποίου προκαλεί όχι μόνο οδύνη, αλλά και αισθήματα ντροπής σε όλους τους εμπλεκόμενους. Θα ήταν θεμιτή μια ειλικρινής, δίχως προκαταλήψεις μελέτη των γεγονότων εκείνης της περιόδου, προκειμένου οι αντίπαλες παρατάξεις να κατανοήσουν και να αποδεχτούν το μέρος της ευθύνης που τους αναλογεί και να οδηγηθούν ακολούθως σε μια διαδικασία λυτρωτικής συγχώρεσης (Δεμερτζής, 2015: 81-105). Το θεμιτό αυτής της επιδίωξης, ωστόσο, δε συνάδει κατ’ ανάγκη με την ακολουθούμενη τακτική των «αντιμαχόμενων» παρατάξεων, οι οποίες -ακόμη και σήμερα- επιζητούν τη δικαίωση πως η δική τους δράση υπηρέτησε το εθνικά συμφέρον και υπήρξε, ως εκ τούτου, ορθή. Η τακτική αυτή όμως υπονομεύει την επίτευξη μιας αμιγώς επιστημονικής και ακηδεμόνευτης μελέτης της αμφιλεγόμενης περιόδου, ώστε να προκύψουν πορίσματα αποδεσμευμένα από ιδεολογικές προτιμήσεις και να προχωρήσει η επιθυμητή συμφιλίωση (Βάσσης, 2022: 13-33).
 
Τα χρόνια της σιωπής
     Από την οπτική της πολιτισμικής ιστορίας αποτελεί εγνωσμένη πραγματικότητα το γεγονός πως με την πάροδο του χρόνου διαφοροποιείται ο τρόπος ερμηνείας και κατανόησης τόσο των ιστορικών συμβάντων όσο και των μαρτυριών που σχετίζονται με αυτά. Υπ’ αυτή την έννοια, η πρόσληψη της ίδιας και αυτής ιστορικής περιόδου υπόκειται σε εύλογες μεταβολές καθώς απομακρυνόμαστε από αυτή, εφόσον κάθε νέα γενιά δέχεται διαφορετικές επιδράσεις και αντικρίζει τα γεγονότα από διαφορετικό πρίσμα (Ory, 2007: 41-50).
     Το τέλος του ελληνικού Εμφυλίου (29 Αυγούστου 1949) δεν αποτέλεσε αφορμή για κάποιου είδους «εορτασμό» τότε ή κάποιας επετειακής υπόμνησης στην πορεία, εφόσον ακόμη κι από τη μεριά των «νικητών» ήταν σαφές πως ό,τι είχε προηγηθεί συνιστούσε ένα σημαντικό εσωτερικό τραύμα για την ελληνική κοινωνία. Κατά τρόπο παρόμοιο, μήτε η διεξαγωγή του Εμφυλίου αποτέλεσε αντικείμενο δημόσιας συζήτησης ή έστω μνημόνευσης τα αμέσως επόμενα χρόνια. Τόσο οι νικητές όσο και οι ηττημένοι επέλεξαν τη σιωπή απέναντι στην εμφύλια αυτή αναμέτρηση, το τίμημα της οποίας ήταν εξαιρετικά υψηλό για όλους τόσο γιατί οι ανθρώπινες απώλειες ήταν πολυάριθμες όσο και λόγω των οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών συνεπειών της.
     Αν και η τήρηση της σιωπής αυτής θα μπορούσε να λάβει ποικίλες ερμηνείες -ακόμη και πολιτικές-, είναι πιθανό πως η γενιά που πρωταγωνίστησε στα γεγονότα αυτά και έζησε σε όλη της την έκταση τη βαρβαρότητα του Εμφυλίου κατανόησε καλύτερα από κάθε μεταγενέστερη την τραυματική του φύση. Η σιωπή, επομένως, συνιστούσε μια -πιθανώς- εύγλωττη αναγνώριση της ευθύνης, της ντροπής και της οδύνης για τα όσα διέπραξε η κάθε παράταξη εις βάρος της άλλης. Έτσι, τα πρώτα εκείνα χρόνια, τα όποια ιδεολογικά αφηγήματα και οι όποιες πολιτικές θέσεις δεν ήταν αρκετές για να προσφέρουν επαρκή ηθική κάλυψη στους πρωταγωνιστές των γεγονότων. Η σιωπή, άρα, έστω κι αν σε επίσημο επίπεδο αποτέλεσε επιλογή της κυρίαρχης παράταξης, σε ατομικό επίπεδο προσέφερε στους πολίτες τον αναγκαίο χρόνο για να διαχειριστούν τον ψυχικό τραυματισμό που είχαν υποστεί από τα γεγονότα αυτά (Δεμερτζής, 2015: 81-105).
 
Η αφήγηση της Δεξιάς
      Ο τρόπος με τον οποίο ο Εμφύλιος έχει περάσει στη δημόσια μνήμη αποτελεί κυρίως αποτέλεσμα αφηγήσεων -ιστορικών, λογοτεχνικών και κινηματογραφικών-, οι οποίες υπηρετούν είτε τη μία ιδεολογική τοποθέτηση είτε την άλλη. Κάθε παράταξη τροφοδοτεί επιλεκτικά τη δική της μνήμη των γεγονότων με το να δίνει έμφαση σε συγκεκριμένες πτυχές και αποσιωπώντας άλλες.
     Σε ό,τι αφορά, έτσι, τη Δεξιά οπτική, κύριες πτυχές που λαμβάνουν κρίσιμη βαρύτητα αποτελούν, μεταξύ άλλων, η επιδίωξη του ΕΛΑΣ κατά τη διάρκεια της Κατοχής να διαλύσει άλλες μικρότερες αντιστασιακές οργανώσεις, καθώς και το γεγονός πως μέλη του ΕΑΜ δεν ήταν μόνο Αριστεροί, αλλά και πολίτες άλλων πολιτικών κατευθύνσεων, οι οποίοι θέλησαν να αντισταθούν στον κατακτητή και όχι να υπηρετήσουν την κομμουνιστική ιδεολογία. Το πρώτο στοιχείο επιτρέπει στη Δεξιά αφήγηση να αποποιηθεί την ευθύνη πως η εκκίνηση των εμφύλιων εχθροπραξιών τοποθετείται κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών και πως -όπως της προσάπτουν- ήταν αποτέλεσμα πρωτοβουλίας των Δεξιών. Το δεύτερο στοιχείο κρίνεται σημαντικό για τους Δεξιούς, εφόσον λειτουργεί αποτρεπτικά στην προσπάθεια της Αριστεράς να οικειοποιηθεί εξολοκλήρου την αντιστασιακή προσπάθεια (Καλύβας, 2015: 37-56).
     Αν οι πολιτικές δυνάμεις του Κέντρου και της Δεξιάς είχαν να παρουσιάσουν μια κινητήρια επιδίωξη, η οποία να αιτιολογεί τη δράση, όπως και τις ακρότητές τους, αυτή θα ήταν η καταπολέμηση του κομμουνιστικού κινδύνου. Πολύ προτού ξεκινήσει ο Εμφύλιος Πόλεμος τα αστικά κόμματα κινούνταν υπό τον φόβο που τους είχε προκαλέσει η Ρωσική επανάσταση. Η δυνατότητα των κομμουνιστών να ανατρέψουν τις πολιτικές ισορροπίες και να καταλάβουν δια της βίας τον έλεγχο της χώρας, όπως κατά τη γνώμη των Δεξιών αυτό επιχειρήθηκε τον Δεκέμβρη του 1944, αποτελούσε ικανό φόβητρο και επαρκή αιτιολόγηση προκειμένου να δρομολογηθούν επιλογές αυτοπροστασίας, έστω κι αν αυτές σήμαιναν την άσκηση ωμής βίας. Στη σκέψη των ανθρώπων της εποχής εκείνης ο κομμουνιστικός κίνδυνος δεν ήταν κάποιος θεωρητικός κίνδυνος, αλλά μια άκρως ανησυχητική πραγματικότητα (Χατζηβασιλείου, 2011: 157-177).
 
Η αφήγηση της Αριστεράς
     Στο επιλεκτικό αφηγηματικό δημιούργημα της Αριστεράς κυριάρχησαν με την πάροδο των χρόνων ορισμένες θεμελιώδεις παραδοχές, οι οποίες αιτιολογούν και ως ένα βαθμό «καθαγιάζουν» τη δράση της. Από την οπτική της Αριστεράς η Αντίσταση κατά των δυνάμεων κατοχής ήταν έργο «αποκλειστικά» των δικών της μαχητών, οι οποίοι υπηρέτησαν τον εθνικό αυτό στόχο και δεν πρόδωσαν τη χώρα συνεργαζόμενοι με τους κατακτητές, όπως έκαναν μέλη της Δεξιάς. Αντιστοίχως, τα γεγονότα του Εμφυλίου απέκτησαν σταδιακά τον χαρακτήρα ενός «δεύτερου αντάρτικου» στρεφόμενου αυτή τη φορά όχι κατά των Γερμανών, αλλά κατά των ιμπεριαλιστικών Δυτικών δυνάμεων (Βρετανία, ΗΠΑ), οι οποίες θα έθεταν υπό τον έλεγχό τους τη χώρα διαμορφώνοντας συνθήκες μιας νέας κατοχής.
     Η μετ’ επιμονής διεκδίκηση της Αντίστασης από τη μεριά της Αριστεράς συνιστούσε μια προσπάθεια αντίκρουσης αρνητικών χαρακτηρισμών, οι οποίοι πήγαζαν από την κατηγορία της συνεργασίας με κομμουνιστικά Βαλκανικά κράτη, κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, όπως και από την υποδαύλιση της ταξικής αντίθεσης προς όφελος των δικών της επιδιώξεων πάλι στο πλαίσιο του Εμφυλίου. Η Αριστερά επιδίωξε, έτσι, να μονοπωλήσει την αμιγώς «εθνική» δράση και τη διάθεση αυτοθυσίας για την πατρίδα, προκειμένου να αποφύγει τα όσα της πρόσαπτε η αντίπαλη παράταξη σχετικά με τις αλλεπάλληλες προσπάθειές της να διασφαλίσει βιαίως την εξουσία, αλλά και τις πιθανολογούμενες προθέσεις της να θυσιάσει ακόμη και την ακεραιότητα της ελληνικής επικράτειας προκειμένου να πετύχει τον στόχο της (Δεμερτζής, 2013: 43-90).
 
Οι αποσιωπήσεις των «νικητών»
     Μία από τις ιδιαιτέρως αρνητικές πτυχές των χρόνων της Κατοχής υπήρξε η συνεργασία Ελλήνων με τους κατακτητές. Η συνεργασία αυτή έλαβε διάφορες μορφές, εφόσον πέρα από εκείνους που στελέχωσαν τις κατοχικές κυβερνήσεις, υπήρξαν ένοπλα σώματα συνεργατών, τα Τάγματα Ασφαλείας, υπήρξαν καταδότες, οικονομικοί συνεργάτες, καθώς και ιδεολογικοί συνεργάτες. Η δράση των προσώπων αυτών θεωρήθηκε από νωρίς αξιόποινη και η διαδικασία παραπομπής τους στη δικαιοσύνη αποτέλεσε προτεραιότητα για την κυβέρνηση εθνικής ενότητας που έλαβε τον έλεγχο της χώρας αμέσως μετά την απελευθέρωση από τις κατοχικές δυνάμεις. Ο εντοπισμός και η τιμωρία τους, ωστόσο, δεν έλαβαν ποτέ τη ζητούμενη έκταση. Η πόλωση του κλίματος στο εσωτερικό της χώρας, κυρίως μετά τα Δεκεμβριανά, η οποία οδήγησε σε διώξεις εις βάρος των Αριστερών αντιστασιακών επέτρεψε αφενός τη δημιουργία συνθηκών εκφοβισμού εις βάρος εκείνων που θα μπορούσαν να εμφανιστούν ως μάρτυρες κατηγορίας, κι αφετέρου είχε ως αποτέλεσμα τη σταδιακή ατόνηση του όλου ζητήματος, εφόσον ο αγώνας κατά των κομμουνιστών απέκτησε σαφώς μεγαλύτερη σημασία. Ως εκ τούτου, άτομα που είχαν μεν συνεργαστεί με τους κατακτητές, αλλά προσέφεραν ακολούθως σημαντικές υπηρεσίες στην αναμέτρηση με τους κομμουνιστές, κατόρθωσαν να διεκδικήσουν την κοινωνική τους καταξίωση στο πλαίσιο της μεταπολεμικής κοινωνίας (Δελλόπουλος, 2015: 245-263).
     Οι διώξεις κατά των Αριστερών που έλαβαν ιδιαίτερη ένταση μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας (Φεβρουάριος 1945) και αποτέλεσαν την περίοδο της «λευκής τρομοκρατίας», όπως και το γεγονός πως πολιτικοί, συνεργάτες τους, καθώς και διώκτες των κομμουνιστών αποκόμισαν σημαντικά οφέλη από τη διασπάθιση των οικονομικών πόρων του Σχεδίου Μάρσαλ, αποτελούν, επίσης, πτυχές της περιόδου του Εμφυλίου που αποσιωπώνται από την παράταξη των νικητών (Δεμερτζής, 2013: 43-90).
 
Οι αποσιωπήσεις των «ηττημένων»
     Η μεριά των ηττημένων έχει αντιστοίχως πτυχές της πορείας της που επιλέγει να αποσιωπά με τη λογική προφανώς πως δεν υπηρετούν τη δική τους κατασκευή της ιστορίας. Κατά την περίοδο της Κατοχής, για παράδειγμα, το ΕΑΜ έχοντας τον έλεγχο της ηπειρωτικής χώρας συγκρότησε στρατόπεδα συγκέντρωσης για τους αντιφρονούντες και δεν δίστασε να ασκήσει βία προκειμένου να ενισχύσει τον αριθμό των μελών του. Η ένταξη στο ΕΑΜ, άλλωστε, δεν αποτελούσε κατ’ ανάγκη αποτέλεσμα ελεύθερης επιλογής, εφόσον στις περιοχές ελέγχου του δεν δίσταζε να τιμωρεί όσους δεν ακολουθούσαν τις υποδείξεις του (Καλύβας, 2015: 37-56).
      Ενδεικτική, άλλωστε, της έντασης που είχε η «κόκκινη» βία είναι το γεγονός πως θύματά της υπήρξαν ακόμη και μέλη του ίδιου του Κομουνιστικού Κόμματος. Η ΟΠΛΑ, που είχε θεωρητικώς αρμοδιότητες περιφρούρησης και προστασίας, προχώρησε στην εκτέλεση εκατοντάδων στελεχών του Κομμουνιστικού Κόμματος όταν αυτά βρέθηκαν να διαφωνούν με επίσημες αποφάσεις του (Δεμερτζής, 2013: 43-90).
      Το ΕΑΜ επιδίωκε κατά τη διάρκεια της Κατοχής να ελέγχει πλήρως την αντιστασιακή δράση και δεν δεχόταν την ύπαρξη οργανώσεων που δρούσαν έξω από τον δικό του έλεγχο. Στο πλαίσιο αυτό μη κομμουνιστικές αντιστασιακές οργανώσεις διαλύθηκαν από τον ΕΛΑΣ, όπως συνέβη, για παράδειγμα, με το Σύνταγμα 5/42 του Ψαρρού. Παραλλήλως, ο ΕΛΑΣ είχε αναλάβει την παραδειγματική τιμωρία προσώπων που συνεργάζονταν με τις δυνάμεις του εχθρού. Έτσι, ήδη από τα χρόνια της Κατοχής μέχρι και τη Συμφωνία της Βάρκιζας χιλιάδες πολίτες φονεύθηκαν με την κατηγορία της συνεργασίας. Η δράση αυτή του ΕΛΑΣ, όπως και το κλίμα τρομοκρατίας που είχε επιβάλει το ΕΑΜ στις ορεινές περιοχές της Ελλάδας, εντάσσονταν στην επιδίωξη του ΕΑΜ να θέσει υπό τον πλήρη έλεγχό του τις περιοχές αυτές, στις οποίες και δρούσε ως «κρατική» αρχή (Αλβανός, 2022: 66-74).
     Ενδεικτική της εμμονής του Κομμουνιστικού Κόμματος να μονοπωλεί την Αντίσταση είναι και η απόφασή του το 1976 να μη συμμετάσχει σε κίνηση αγωνιστών από ιδεολογικά ετερόκλητες οργανώσεις, στόχος της οποίας ήταν να αναδειχθεί πως στην Αντίσταση συμμετείχαν επίσης Δεξιοί και Κεντρώοι. Φροντίζει, συνάμα, το Κομμουνιστικό Κόμμα να προχωρά στην ανέγερση μνημείων προς τιμή μόνο μελών του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ και του Δημοκρατικού Στρατού, ισχυριζόμενο πως η Αντίσταση έγινε μόνο από τους κομμουνιστές. Σε περίπτωση, μάλιστα, που υπάρξει ανάλογη κίνηση από μη κομμουνιστική οργάνωση για την ανέγερση κάποιου τιμητικού μνημείου, η πράξη αυτή στιγματίζεται από το ΚΚΕ ως «εορτή μίσους» (Παπαθανασόπουλος, 2018: 9-21).
 
Καθοδηγώντας τη μνήμη: Τα λογοτεχνικά περιοδικά
      Το τέλος της εμφύλιας σύρραξης δεν σήμανε τον τερματισμό της αντιπαράθεσης, η οποία μεταφέρθηκε στο ιδεολογικό πεδίο και υπηρετήθηκε κι από τις δύο πλευρές μέσω της έκδοσης περιοδικών, κυρίως λογοτεχνικών, στα οποία δημοσιεύονταν έργα -θεωρητικά, κριτικά, λογοτεχνικά- που πληρούσαν συγκεκριμένες προϋποθέσεις.
     Το περιοδικό «Ελληνική Δημιουργία» (1948-1954) είχε αμιγώς αντικομμουνιστικό χαρακτήρα, στηλίτευε τη δράση των κομμουνιστών και επέλεγε έργα που προωθούσαν τον συντηρητικό τρόπο σκέψης και τον ελληνοκεντρικό προσανατολισμό. Τη Διεύθυνση του περιοδικού είχε ο Σπύρος Μελάς, ο οποίος εξέφραζε με σαφή και έντονο τρόπο την αντίθεσή του στην κομμουνιστική ιδεολογία. Ο Μελάς κατηγορούσε τους κομμουνιστές ότι υπηρετούσαν -συνειδητά οι περισσότεροι- τα σχέδια των Σλάβων, οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν την εσωτερική αναταραχή για να προωθήσουν τον επεκτατισμό τους. Το γεγονός ότι το περιοδικό αυτό ξεκινά την έκδοσή του ενώ ο Εμφύλιος βρισκόταν ακόμη σε εξέλιξη δίνει την ευκαιρία στον Μελά να τονίσει από το πρώτο κιόλας τεύχος πως στόχος του είναι να δοθεί μια «μάχη του πνεύματος», η οποία θα στήριζε τη «μάχη των όπλων» που εκείνη την εποχή κορυφωνόταν στις ορεινές περιοχές της χώρας. Μόλις, ωστόσο, τερματίστηκε η ένοπλη αναμέτρηση, το περιοδικό «Ελληνική Δημιουργία» ανακοίνωσε πως θα ακολουθήσει την «πολιτική της λήθης», την οποία υιοθέτησαν οι πολιτικοί της παράταξης που νίκησε τον Εμφύλιο. Ως εκ τούτου, σταμάτησαν τόσο οι αναφορές στον Εμφύλιο όσο και στη δράση των κομμουνιστών, και η έμφαση δόθηκε στα ιδανικά εκείνα που υπηρετούσαν την «ανασυγκρότηση» του ελληνισμού (Μητσοπούλου, 2011: 1044-1051).
     Οι διανοούμενοι της Αριστεράς είχαν τη δυνατότητα να δημοσιεύουν τα κείμενά τους στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» (1954-1967) και ενίοτε στο περιοδικό «Νέα Εστία» (Κωτίδης, 2000: 559-561). Σημαντικό ρόλο, ωστόσο, σε ό,τι αφορά την καθοδήγηση και την ενημέρωση των μελών της Αριστεράς διαδραμάτισε το περιοδικό «Νέος Κόσμος» (1949-1974).  
     Ο «Νέος Κόσμος», κατά τον πρώτο χρόνο της κυκλοφορίας του, περιείχε μεταφρασμένα άρθρα που αφορούσαν τη δράση της Αριστεράς σε άλλες χώρες. Στη συνέχεια, ωστόσο, το περιεχόμενό του ήταν κυρίως πρωτότυπο και σχετιζόταν με το ελληνικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Το περιοδικό αυτό αποτελούσε για τους Έλληνες Αριστερούς το συνδετικό κρίκο με τον εξόριστο πολιτικό κόσμο που είχε εκτοπιστεί στις γύρω Λαϊκές Δημοκρατίες. Μέσω του «Νέου Κόσμου» δημοσιεύονταν και γνωστοποιούνταν αποφάσεις του ΚΚΕ και επιχειρούταν μια εκλαϊκευτική παρουσίαση των επιμέρους στρατηγικών του κόμματος. Απώτερος στόχος, κατά τα πρώτα τουλάχιστον χρόνια της κυκλοφορίας του, ήταν να διατηρηθεί σε εγρήγορση ο κόσμος της Αριστεράς τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στους τόπους εξορίας. Η ελπίδα, άλλωστε, πως το Κομμουνιστικό Κόμμα θα κατόρθωνε να ανασυγκροτηθεί και να επιτύχει την εγκαθίδρυση μιας «Λαϊκής Δημοκρατίας» στην Ελλάδα δεν είχε ακόμη χαθεί. Όπως, μάλιστα, εξηγούσε σε άρθρο του ο Γενικός Γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος, Νίκος Ζαχαριάδης, η ήττα της Αριστεράς οφειλόταν στην προδοτική δράση του Τίτο, καθώς και ηγετικών μελών του κόμματος (Τζιάρας, 2007: 53-73).
 
Λογοκρισία & Προπαγάνδα: Ο έλεγχος της μνήμης
     Στο πλαίσιο του Εμφυλίου οι ελληνικές κυβερνήσεις δέχτηκαν πίεση από τις ΗΠΑ προκειμένου να διατηρήσουν τη λειτουργία των κοινοβουλευτικών θεσμών, ώστε να παραμείνει εφικτή η παρουσίαση του θετικού ρόλου των ΗΠΑ ως δύναμης που δρα υπέρ της ελευθερίας. Το γεγονός αυτό, ωστόσο, δεν απέτρεψε τη λήψη σημαντικών περιοριστικών μέτρων ακόμη και με τη διαδικασία της «αυτόνομης κυβερνητικής νομοθεσίας» μέσω της έκδοσης αναγκαστικών νόμων. Έτσι, με τον αναγκαστικό νόμο 509/1947 τόσο το Κομμουνιστικό Κόμμα όσο και το ΕΑΜ κρίθηκαν παράνομα και απαγορευόταν στο εξής η δράση τους. Ο νόμος αυτός απαγόρευε επίσης την προσπάθεια διάδοσης «επιλήψιμων ιδεών» είτε προφορικά σε δημόσιες συγκεντρώσεις είτε γραπτώς μέσω εντύπων. Οι συγγραφείς των κειμένων που προωθούσαν ιδέες, οι οποίες υπηρετούσαν την κομμουνιστική ιδεολογία, όπως και οι εκδότες των κειμένων αυτών έρχονταν αντιμέτωποι με κυρώσεις που επιβάλλονταν από στρατοδικεία.
     Υπήρξαν παραλλήλως κι άλλες νομοθετικές πρωτοβουλίες προκειμένου να περιοριστεί η κυκλοφορία εφημερίδων και περιοδικών που στήριζαν το Κομμουνιστικό Κόμμα. Επρόκειτο, ειδικότερα για τα ψηφίσματα ΙΕ΄/1946, ΛΑ΄ & ΛΒ΄/1947 μέσω των οποίων επιτρεπόταν η κατάσχεση, αλλά και η απαγόρευση κυκλοφορίας εντύπων που προωθούσαν αντεθνικές και στασιαστικές ιδέες.
     Έτι περαιτέρω με την επαναφορά σε ισχύ προγενέστερου διατάγματος κατέστη εφικτός ο εκτοπισμός ατόμων που ήταν ύποπτα -κι όχι κατ’ ανάγκη ένοχα- για δράσεις που έθεταν σε κίνδυνο την ασφάλεια της χώρας. Με βάση το διάταγμα αυτό μεγάλος αριθμός πολιτών βίωσε τις εξαιρετικά ψυχοφθόρες συνθήκες διαβίωσης στους τόπους εκτοπισμού, όπου και δέχονταν σημαντική πίεση προκειμένου να απαρνηθούν τις ιδέες και τις αντιλήψεις τους. Υπήρχε, μάλιστα, η πρόβλεψη υπογραφής μιας «δήλωσης μετάνοιας» μέσω της οποίας διασφαλιζόταν η επιτυχής αναμόρφωση των υπόπτων και η επανένταξή τους στην κοινωνία (Αλιβιζάτος, 2011: 333-352).
     Η προσπάθεια ελέγχου των διακινούμενων ιδεών δεν τερματίστηκε, πάντως, όταν τελείωσε ο Εμφύλιος, διότι το ψυχροπολεμικό κλίμα της εποχής, όπως και η θέληση των κυβερνώντων να περιορίσουν τον αντίκτυπο των όσων είχαν προηγηθεί, οδήγησαν στην παράταση των μέτρων απαγόρευσης και δίωξης. Υπ’ αυτό το πνεύμα, αν και το 1952 ψηφίστηκε νέο Σύνταγμα, υπήρξε την ίδια χρονιά νομοθετική πρόβλεψη ώστε οι συντακτικές πράξεις και τα ψηφίσματα που είχαν τεθεί σε ισχύ από το 1944 και καθ’ όλη τη διάρκεια του Εμφυλίου να διατηρηθούν, έστω κι αν έρχονταν σε αντίθεση με το πνεύμα και τις αρχές του Συντάγματος του 1952 (Αλιβιζάτος, 2011: 366-374).
     Η δυνατότητα λογοκρισίας που υπήρχε στο εσωτερικό της χώρας άφηνε ανεπηρέαστο τον μηχανισμό προπαγάνδας του Κομμουνιστικού Κόμματος που είχε ήδη μεταφέρει την έδρα του στο Βουκουρέστι. Από το 1949, μετά την 6η Ολομέλεια της ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος λαμβάνεται η απόφαση για τη δημιουργία Επιτροπής Διαφώτισης, η οποία μέσω του λογοτεχνικού της τμήματος φροντίζει για την καθοδήγηση των νέων λογοτεχνών. Οι λογοτέχνες λάμβαναν οδηγίες που σχετίζονταν τόσο με τη μορφή του έργου τους όσο και με το περιεχόμενό του, το οποίο όφειλε να προωθεί πρωτίστως κοινωνικά και πολιτικά μηνύματα. Μεταξύ των επιδιώξεων της Επιτροπής Διαφώτισης ήταν η λογοτεχνική αποτύπωση των εμπειριών και των συγκρούσεων των Κομμουνιστών μαχητών τόσο κατά τον πρώτο ένοπλο αγώνα τους (Αντίσταση) όσο και κατά τον δεύτερο (Εμφύλιος). Επιθυμητή ήταν, επίσης, η λογοτεχνική αποτύπωση «πορτραίτων» των αγωνιστών του κόμματος είτε εκείνοι ήταν γνωστοί είτε ακόμη και απλοί αντάρτες. Προκειμένου, μάλιστα, να διασφαλιστεί η προώθηση του στόχου αυτού αποφασίστηκε το 1951 να ανατεθεί το σχετικό έργο σε εδραιωμένους λογοτέχνες της παράταξης.
     Η Επιτροπή Διαφώτισης ήλεγχε τα υποψήφια προς δημοσίευση έργα των νέων λογοτεχνών και παρείχε ακολούθως τις κατάλληλες παρατηρήσεις σε περίπτωση που διαπιστωνόταν κάποια παρέκκλιση από τα ιδεολογικά αξιώματα του κόμματος. Οι παρατηρήσεις που δίνονταν στους λογοτέχνες ακολουθούσαν συγκεκριμένη πάντοτε μορφή, προκειμένου να αποφευχθεί η αποθάρρυνσή τους. Προηγούνταν, κατ’ αυτό τον τρόπο, θετικά σχόλια για τις λογοτεχνικές τους δυνατότητες και ύστερα γίνονταν οι υποδείξεις που αφορούσαν είτε το περιεχόμενο είτε τη μορφή του έργου τους. Αξίζει, μάλιστα, να τονιστεί πως ό,τι επιζητούσε η Επιτροπή Διαφώτισης δεν ήταν απλώς η στήριξη και η προπαγάνδα των ιδεών του κόμματος, αλλά και η δημιουργία αξιόλογων λογοτεχνικών έργων (Πούλου, 2019: 36-50).
     Η ευαισθησία του Κομμουνιστικού Κόμματος απέναντι στο πώς παρουσιάζονταν τόσο οι ιδέες του όσο και το ίδιο το Κόμμα στα λογοτεχνικά έργα γίνεται εναργώς αντιληπτή από την αντίδρασή του το 1959 απέναντι στη συντακτική ομάδα του περιοδικού «Επιθεώρηση Τέχνης» για τη δημοσίευση του διηγήματος «Η Σιωπή» του Σοβιετικού Ντανιήλ Γκράνιν. Η συντακτική επιτροπή παραπέμφθηκε σε μια μορφή εσωτερικής δίκης υπό την εποπτεία κομματικών οργάνων της ΕΔΑ, με την κατηγορία πως το δημοσιευθέν έργο αρνούνταν το αλάνθαστο κριτήριο των στελεχών του Σοβιετικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Αποτέλεσμα της δίκης αυτής ήταν η απομάκρυνση του Δημήτρη Ραυτόπουλου από τη συντακτική επιτροπή και η επιβολή κομματικού επιτρόπου με εποπτικό ρόλο στη σχετική επιτροπή (Παπαθανασόπουλος, 2018: 153-158).  
 
Μια μνήμη χωρίς πατρότητα  
     Το ερώτημα για το ποιος ή ποιοι φέρουν την ευθύνη για τον Εμφύλιο μένει χωρίς ουσιαστική απάντηση. Αναμφίβολα η επιλογή του Ν. Ζαχαριάδη να μη μετάσχει το ΚΚΕ στις εκλογές του 1946 ήταν λανθασμένη, εφόσον ήταν βέβαιο πως το Κομμουνιστικό Κόμμα θα διασφάλιζε εκπροσώπηση στη Βουλή (Αλεβιζάτος, 2011: 333-335). Ίσως η διασφάλιση στήριξης από τη Γιουγκοσλαβία και η -πιθανή- άγνοια για τη συμφωνία μεταξύ Στάλιν και Τσόρτσιλ ή η -πιθανή- αμφιβολία για την εγκυρότητα αυτής της συμφωνίας να οδήγησαν τον Ζαχαριάδη σε μια εσφαλμένη εκτίμηση της κατάστασης. Ίσως να υπερεκτίμησε τις στρατιωτικές δυνάμεις της παράταξής του και να θεώρησε πως η βίαιη κατάληψη της εξουσίας ήταν εφικτή. Ίσως αυτή να ήταν η πρόθεση των Κομμουνιστών ήδη από τα χρόνια της Αντίστασης, όταν στρέφονταν εναντίον των άλλων οργανώσεων. Όπως διατυπώθηκε, άλλωστε, στις 14 Οκτωβρίου 1950 σε Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ, η αδυναμία του κόμματος να κερδίσει την «επανάσταση» και να λάβει την εξουσία υπήρξε αποτέλεσμα λανθασμένων πολιτικών της ηγεσίας του κόμματος (Παπαθανασόπουλος, 2018: 215-233).
     Ίσως το Κομμουνιστικό Κόμμα να παρασύρθηκε στην εμφύλια σύγκρουση λόγω της λευκής τρομοκρατίας και της προσπάθειας των αστικών κομμάτων να εξουδετερώσουν την Αριστερά. Ίσως η κατάληψη της εξουσίας να μην αποτέλεσε ποτέ μέρος των σχεδίων του ΕΑΜ (Αλβανός, 2022: 63-66).  
 
Συμπεράσματα
     Αν η απροθυμία των παρατάξεων να αναλάβουν τις ευθύνες που τους αναλογούν δεν είχε οδηγήσει την ιστορική διαπραγμάτευση του γεγονότος αυτού στο δρόμο των ατελών και προπαγανδιστικών προσεγγίσεων, η καθολική και αδιαπραγμάτευτη καταδίκη του θα ήταν δεδομένη. Καλυμμένος όμως άλλοτε υπό το πέπλο της σιωπής και φωτιζόμενος άλλοτε υπό το πρίσμα ενός υποτιθέμενου ηρωισμού επιβιώνει στη συλλογική μνήμη και συνεχίζει να ασκεί την επιρροή ενός αμφιλεγόμενου γεγονότος.
     Το εθνικά επωφελές θα ήταν να αντιμετωπιστεί ο Εμφύλιος ως μέγιστο αμοιβαίο λάθος, να απομυθοποιηθεί και να καταδικαστεί εξίσου από όλες τις κομματικές παρατάξεις. Στην πραγματικότητα, εντούτοις, παρά τις προσπάθειες για την επίτευξη της «συμφιλίωσης» και την εδραίωση μιας αμιγούς δημοκρατικής πολιτικής σκέψης, ο «μύθος» του Εμφυλίου παραμένει επίμονος.
     Η προσπάθεια του Κομμουνιστικού Κόμματος -και ευρύτερα της Αριστεράς- να αποποιηθεί τις όποιες ευθύνες για την πρόκληση του Εμφυλίου μέσω του συστηματικού υπερτονισμού της εποποιίας των Αριστερών στα χρόνια της Αντίστασης συμπαρασύρει και την αμέσως επόμενη περίοδο, εκείνη ακριβώς του Εμφύλιου Πολέμου, αποδίδοντάς της μια στρεβλή ηρωική διάσταση.
    
Βιβλιογραφία
 
Ory P., 2007: Πολιτισμική Ιστορία. Αθήνα: Ινστιτούτο του Βιβλίου – Α. Καρδαμίτσα.
 
Αλβανός Ρ., 2022. Ο ελληνικός εμφύλιος – Μνήμες σε πόλεμο και σύγχρονες πολιτικές ταυτότητες. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Επίκεντρο.
 
Αλιβιζάτος Ν., 2011. Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στη νεοελληνική ιστορία 1800-2010. Αθήνα: Εκδόσεις Πόλις.
 
Βάσσης Λ., 2022: Ανοιχτή Συζήτηση Ιοκάστη/Πατρίδα – Το Εμφύλιο και το Μετεμφύλιο άγος. Εκδόσεις Gutenberg.
 
Δελόπουλος Χ., 2015. Η νομοθεσία «περί επιβολής κυρώσεων κατά των συνεργασθέντων μετά του εχθρού»: Ενδεικτικές περιπτώσεις δικαστικού χειρισμού υποθέσεων δωσιλογισμού. Στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών, Ιστορήματα 5, Η μακρά σκιά της δεκαετίας του ’40 – Πόλεμος – Κατοχή – Αντίσταση – Εμφύλιος. Αθήνα: Εκδόσεις Αλεξάνδρεια
 
Δεμερτζής Ν. (2015). Ο ελληνικός Εμφύλιος ως πολιτισμικό τραύμα. Επιστήμη και Κοινωνία: Επιθεώρηση Πολιτικής και Ηθικής Θεωρίας, 28, 81–109. https://doi.org/10.12681/sas.821
 
Δεμερτζής Ν., 2013. Ο Εμφύλιος Πόλεμος: από τη συλλογική οδύνη στο πολιτισμικό τραύμα. Στο Δεμερτζής Ν., Πασχαλούδη Ε., Αντωνίου Γ., (επιμ.). Εμφύλιος Πολιτισμικό Τραύμα. Αθήνα: Εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
 
Καλύβας Σ. Ν. (2015). Εμφύλιος πόλεμος (1943-1949): Το τέλος των μύθων και η στροφή προς το μαζικό επίπεδο. Επιστήμη και Κοινωνία: Επιθεώρηση Πολιτικής και Ηθικής Θεωρίας, 11, 37–70. https://doi.org/10.12681/sas.916
 
Κωτίδης Α., 2000. Η μεταπολεμική νεοελληνική τέχνη. Στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τΙΣΤ΄. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών.
 
Μητσοπούλου Α., 2011. Ο αντικομμουνισμός στα λογοτεχνικά περιοδικά: η περίπτωση του περιοδικού Ελληνική Δημιουργία (1948-1954). Νέα Εστία, Έτος 85ο, Τεύχος 1845.
 
Παπαθανασόπουλος Γ., 2018. Εμφύλιες μάχες ιδεών – Ο ιδεολογικός εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα, 1946-1960. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Επίκεντρο.
 
Πούλου Ε., 2019. Η «Επιτροπή Διαφώτισης» του ΚΚΕ και η ελληνική πεζογραφία
στις Λαϊκές Δημοκρατίες (1949-1954). Διπλωματική Εργασία. Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα.
 
Τζιάρας Κ., 2007.  Ελληνικός προσφυγικός κομμουνιστικός τύπος στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Η περίπτωση του περιοδικού “Νέος Κόσμος”, 1949-1974. Πρωτεύουσα Μεταπτυχιακή Εργασία, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
 
Χατζηβασιλείου Ε., 2011. Η πρόσληψη της Αριστεράς από τους αντιπάλους της, 1949-1967: Παρατηρήσεις για τη λειτουργία του ελληνικού αντικομμουνισμού. Στο Ψαλίδας Γ., (επιμ). Γρηγόρης Φαράκος: Διαδρομές στην Ιστορία. Ιόνιο Πανεπιστήμιο/Τμήμα Ιστορίας, Κέρκυρα.

Γιώργος Δερτιλής «Η εμφυλιοπολεμική νοοτροπία και η σημερινή κρίση»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Tom Mc Nemar

Γιώργος Δερτιλής «Η εμφυλιοπολεμική νοοτροπία και η σημερινή κρίση»

Από το βιβλίο του Γ. Β. Δερτιλή «Επτά πόλεμοι, τέσσερις εμφύλιοι, επτά πτωχεύσεις 1821-2016» των Εκδόσεων Πόλις.

     Πριν ξεκινήσω το τελευταίο αυτό κεφάλαιο, οφείλω να διευκρινίσω ότι από εδώ και πέρα γράφω αποκλειστικά ως πολίτης και διόλου ως ιστορικός. Και θερμά παρακαλώ τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες να μη βιαστούν να κλείσουν το βιβλίο. Γιατί άλλωστε να απορρίψουν χωρίς σκέψη και επιείκεια την επιλογή μου να φορέσω τον σκούφο του πολίτη; Τον ίδιο σκούφο φοράει η Δημοκρατία. Γιατί να οργιστούν πρόωρα αν οι απόψεις μου είναι αντίθετες με τις δικές τους; Με τον διάλογο προχωρεί η Δημοκρατία. Αν ζυγίσουν ήρεμα τις αντίθετες απόψεις με τις δικές τους, μπορεί να καταλήξουν σε μια τρίτη άποψη, διαφορετική και πιο ολοκληρωμένη. Ας έχουν σταθερά στον νου, όμως, το τι τράβηξαν οι γονείς, οι πάπποι και οι προπάπποι τους αυτά τα διακόσια χρόνια και πόσα βάσανα θα είχαν αποφύγει αν είχε επικρατήσει ο διάλογος αντί για τον φανατισμό που τους χώρισαν σε τόσους εμφύλιους σπαραγμούς.
     Ξεκινώ, λοιπόν, με μια τελευταία ιστορική αναδρομή. Μέσα σε δύο αιώνες, όπως έλεγα, οι Έλληνες εβίωσαν επτά οικονομικές καταστροφές, επτά πολέμους και, κυρίως, τέσσερις εμφυλίους. Τέτοια αλλεπάλληλα βιώματα μπορούν να χαράξουν βαθύτατα τον ψυχισμό και τη νοοτροπία μιας κοινωνίας ολόκληρης. Για να το καταλάβουμε, αρκεί μια απλή σκέψη. Στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας δεν υπήρξαν ποτέ Έλληνες ή Ελληνίδες που να μην εβίωσαν τουλάχιστον μια φορά στη ζωή τους τη φρίκη, ή έστω την απειλή και τον φόβο του πολέμου δεν υπήρξαν ποτέ Ελληνίδες ή Έλληνες που να μην αισθάνθηκαν τη βαθιά ανασφάλεια των οικονομικών κρίσεων.
     Ωστόσο, βιώνοντας και μελετώντας τη σημερινή κρίση, είμαι βέβαιος ότι το κυριότερο και αμεσότερο αίτιό της είναι το τραύμα του πιο πρόσφατου και αγριότερου εμφυλίου πολέμου της νεοελληνικής ιστορίας. Αυτός ο εμφύλιος, τόσο διαφορετικός από τους τρεις προηγούμενους, αυτό το τραύμα που δεν λέει να κλείσει, άφησε πάνω στο δέρμα μας τη φρικίαση του πολέμου σώμα με σώμα και στην ψυχή μας μιαν ανεξίτηλη εμφυλιοπολεμική νοοτροπία.
     Σε αυτό η σημερινή κρίση διαφέρει από τις προηγούμενες: έχει πρόσφατο τον τελευταίο εμφύλιο της νεοελληνικής Ιστορίας, αλλά συνδέεται και με τους προηγούμενους. Συνδετικός κρίκος ήταν ο εμφύλιος που ξορκίσαμε με το ψευδώνυμο «Διχασμός», αυτός που κατέληξε στη δικτατορία Μεταξά και έληξε με τον θάνατο του δικτάτορα. Ο «Διχασμός», όμως, έληξε τρία μόλις χρόνια προτού ξεκινήσει ο επόμενος εμφύλιος, ο δικός μας και ύστερα, οι δυο τους συνδέθηκαν και με όλους τους προηγούμενους μέσα από τα βιώματα και τις αφηγήσεις των γονέων μας και των δικών τους γονέων, σφραγίζοντας το ιστορικό μας υποσυνείδητο με τον τρόμο μιας προαιώνιας κληρονομικότητας, σαν μια κατάρα να κατατρέχει τους ανθρώπους που έζησαν σε αυτό τον τόπο και να τους καταδικάζει σε αιώνια και αιματηρή διχόνοια.
     Γιατί άραγε ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ο «εθνικός ιστορικός» της νεότερης Ελλάδας, έφθασε να διακρίνει αυτή τη διχόνοια στους Πελοποννησιακούς Πολέμους, στην αρχαιοελληνική τραγωδία, ακόμη και στις ομηρικές διχόνοιες των Αχαιών; Γιατί έφθασε να ξορκίζει τους αναγνώστες της μεγάλης Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους να μην αποδεχθούν αυτή την καταραμένη κληρονομιά;
     Ίσως επειδή, δεκαπεντάχρονος στο Ναύπλιο το 1832, είδε τη διχόνοια να δολοφονεί τον Καποδίστρια στον σύντομο αλλά φονικό δεύτερο εμφύλιο -μόλις έξι χρόνια μετά τον πρώτο, που λίγο έλειψε να καταστρέψει την Επανάσταση του ’21. Ίσως επειδή, έξι χρονών παιδί το 1821, είχε δει με τα ίδια του τα μάτια στην Κωνσταντινούπολη τον απαγχονισμό του πατέρα του, «πρωτομάρτυρα» της Φιλικής Εταιρείας.

     Το έργο του Κ.Θ. Δημαρά «Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος. Η εποχή του – Η ζωή του – Το έργο του» (ΜΙΕΤ, 1896) είναι ένα βιογραφικό και συγγραφικό αριστούργημα. Λαμπρό παράδειγμα είναι οι λιτές αναφορές στην απίστευτη δοκιμασία που υπέστη ο Παπαρρηγόπουλος στην παιδική του ηλικία, βλέποντας τον πατέρα του απαγχονισμένο.
     Κανείς δεν θα μάθει ποτέ όλα όσα άκουσε και σκέφτηκε στα υπόλοιπα παιδικά και εφηβικά του χρόνια αυτό το «βαρύθυμον και δυσμαθές παδίον», όπως τον περιέγραψε ο «πάντοτε κακολόγος» Αλέξανδρος Ρίζος-Ραγκαβής. Διαβάζοντας όμως τον Κωνσταντίνο Θ. Δημαρά, μπορούμε εύκολα να φανταστούμε τι ώθησε τον Παπαρρηγόπουλο, ώριμο άνδρα πλέον, να γράψει την «Ιστορία» όπως την έγραψε, ξορκίζοντας τη μεταξύ των Ελλήνων διχόνοια σαν ένα είδος κατάρας και χαρακτηρίζοντας τη σχέση των σύγχρονων Ελλήνων με την ελληνική αρχαιότητα «κληρονομικό χρέος».

     Όσο για τους σύγχρονους και σημερινούς Έλληνες, έχουμε όλοι πλήρη συνείδηση της διχόνοιας που μας διχάζει στα μικρά ζητήματα και στα μεγάλα, και ας αγνοούμε τον Παπαρρηγόπουλο. Και από την εποχή που ο τελευταίος μας εμφύλιος συνδέθηκε με τον προτελευταίο που ονομάσαμε «Διχασμό», από τότε η φρίκη, ο φόβος και η ανασφάλεια συνδέθηκαν μέσα μας με όλους τους προηγούμενους εμφυλίους και με την ιστορία αιώνων.
     Ωστόσο, είτε πολεμήσαμε εμείς οι ίδιοι στον τελευταίο εμφύλιο είτε μας τον αφηγήθηκαν οι δικοί μας και τον βλέπουμε στους εφιάλτες μας, αυτά δεν είναι τα μόνα συναισθήματα που μας πλημμυρίζουν μπροστά του. Η εξοικείωσή μας με τον πόλεμο μας εξοικειώνει και με τον κίνδυνο, με τις αγριότητες, με τον θάνατο. Κυρίως μιας εξοικειώνει με το μίσος για τον εχθρό -μίσος πολλαπλό αν ο εχθρός ήταν μέχρι χθες ο πλησίον, ένας αδελφός, πατέρας ή γιος που «πρόδωσε». Αυτά είναι, λοιπόν, τα συναισθήματα που έθρεψαν την εμφυλιοπολεμική νοοτροπία των σημερινών Ελλήνων.
     Ένας εμφύλιος, ένας πόλεμος ολοκληρωτικής εξόντωσης του πλησίον μας, προϋποθέτει αμοιβαία απέχθεια και τροφοδοτεί απέραντο μίσος. Η απέχθεια μεταμορφώνει τον πλησίον μας σε άψυχο και σιχαμερό αντικείμενο και το μίσος επιβάλλει την καταστροφή του.
     Αυτά κυριαρχούν στη σκέψη των μαχητών ενός εμφυλίου, και σε τέτοιο βαθμό, ώστε γίνονται τελικά τρόπος ζωής και νοοτροπία. Κι επειδή ένας εμφύλιος ξεσκίζει στα δύο τη χώρα ολόκληρη, ύπαιθρο, πόλεις και γειτονιές, οικογένειες και φιλίες, γι’ αυτό είναι πανδημία κληρονομική. Όποιος εβίωσε το μίσος, το μεταφέρει στους απογόνους του. Ο χρόνος θα σφυρηλατήσει αυτή τη νοοτροπία και από γενιά σε γενιά θα τη μεταλλάξει σε κουλτούρα.
     Το προοίμιο της σημερινής κρίσης το έγραψαν στις πόλεις και στα βουνά της Κατοχής και του Εμφυλίου οι προπάπποι, οι πάπποι και οι γονείς όλων μας. Θα μπορούσαμε άραγε, με εργαλεία δημογραφικά και με κοινωνιολογικές μεθόδους, να είχαμε χαρτογραφήσει αυτή την κληρονομικότητα; Θα μπορούσαμε, αν το μίσος είχε αφήσει αλώβητη την επιστημονική μας περιέργεια και νηφαλιότητα. Αλλά δεν την άφησε, τα χρόνια πέρασαν, άνθρωποι πέθαναν. Η μία από τις τρεις γενιές που πέρασαν από τότε έχει σβήσει σχεδόν ολοσχερώς, η δεύτερη σβήνει και η τρίτη δεν αναρωτιέται. Είναι, λοιπόν, αργά για τέτοιες έρευνες. Αυτό σημαίνει άραγε ότι αδυνατούμε έστω και μόνο να υποθέσουμε το πώς το μίσος αναμεταδόθηκε σαν πανδημία; Βεβαίως όχι.
     Είναι άλλωστε προφανές: πέρασε μέσα από τη δεξιά και την αριστερή οικογένεια μέσα στο σχολείο του δεξιού κράτους αλλά και στον ψιθυριστό αντίλογο αριστερών δασκάλων στις νεανικές παρέες που έψαχναν στο παρελθόν για ινδάλματα, ζώντα ή νεκρά και με το σφυροκόπημα της προπαγάνδας, δεξιάς ή αριστεράς.
     Πώς άραγε πέρασαν τα κηρύγματα αυτά και οι κατηχήσεις στην κάθε οικογένεια; Πώς έγιναν υποθήκες, πίστη και, τελικά, μια διχασμένη κουλτούρα; Στην πρώτη γενιά, σε όσους γεννήθηκαν πριν από το 1950, είτε με τη συμμετοχή των μεγαλυτέρων στις μάχες είτε μέσα από τον βιωμένο τρόμο όσων ήταν ακόμη παιδιά.
     Στη δεύτερη γενιά, σε όσους γεννήθηκαν μεταξύ 1950 και 1979, τη διχασμένη κουλτούρα την ανανέωση η προπαγάνδα του αριστερού ηρωισμού και του δεξιού πατριωτισμού και η επταετία της δικτατορίας αναζωπύρωσε το μίσος.
     Η τρίτη γενιά, γεννημένη μετά το 1980, παρέλαβε τη νέα κουλτούρα μέσα στην ακραία πολωμένη διαμάχη κομμάτων και μαζικών μέσων που διεκδικούσαν την εξουσία χωρίς αίσθηση της Ιστορίας, χωρίς πολλούς ηθικούς δισταγμούς και χωρίς κανένα σεβασμό για την αλήθεια.
     Στην εκπαίδευση όλων αυτών των γενεών, σε όλες τις αντίστοιχες ιστορικές φάσεις, συνετέλεσαν δραστικά οι δάσκαλοι σε όλες τις βαθμίδες του εκπαιδευτικού συστήματος. Από τη μία πλευρά, ήταν όσοι πίστευαν στη Δεξιά, ή την έτρεμαν, ή απλώς αδιαφορούσαν. Αυτοί μετέφεραν στους μαθητές και τους φοιτητές τις απόψεις των νικητών του Εμφυλίου. Άλλοι τις μετέφεραν με λόγο γεμάτη αυστηρή καθαρεύουσα και φλογερό στόμφο, άλλοι με απλούστερο αλλά πολιτικοποιημένο διδακτισμό, άλλη με άχρωμη βαριεστημάρα.
     Στα σχολεία και στα πανεπιστήμια, εξ άλλου, αυτοί ήταν η μεγαλύτερη πλειονότητα έως την πτώση της Χούντας: οι μετεμφυλιακές κυβερνήσεις, κεντροδεξιές και δεξιές, είχαν εκκαθαρίσει το εκπαιδευτικό σύστημα (κυρίως το δημόσιο) από τα αριστερά «μιάσματα» -όσα τουλάχιστον είχαν φάκελο στην Ασφάλεια. Σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, οι αριστεροί και κεντροαριστεροί δάσκαλοι και καθηγητές ήταν λίγοι και συνεχώς λιγόστευαν έως το 1974.
     Στην πρώτη και στη δεύτερη βαθμίδα, αυτοί οι άνθρωποι ελάχιστα μπορούσαν να αντιδράσουν στον ασφυκτικό έλεγχο του κράτους, των συναδέλφων, ακόμη και των παιδιών. Σε αυτές τις βαθμίδες, η κατάσταση δεν άλλαξε πολύ ούτε μετά την πτώση της δικτατορίας. Οι καθηγητές των Γυμνασίων και των Λυκείων πολύ δύσκολα μπορούσαν να μιλήσουν «εκτός ύλης», να υπονομεύσουν το εξίσου ασφυκτικό σύστημα των διδακτικών βιβλίων και των «αδιάβλητων» εξετάσεων που επέβαλλαν την αποστήθισή τους, να ξεπεράσουν την αντίδραση των ίδιων των μαθητών και των γονέων τους που απαιτούσαν απλώς και μόνο την προπαρασκευή για τις εισαγωγικές εξετάσεις στα πανεπιστήμια.
     Στην τρίτη βαθμίδα, εξ άλλου, η συντριπτική πλειονότητα των δεξιών πανεπιστημιακών εξασφάλισαν σχεδόν ανενόχλητη την αναπαραγωγή του συστήματος στο σύνολό του μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Από το 1950 έως τότε, οι παλιοί, δεξιοί καθηγητές των πανεπιστημίων έπλασαν νέες γενιές δασκάλων και καθηγητών, οι οποίοι στελέχωσαν με τη σειρά τους τόσο τα πανεπιστήμια όσο και τις άλλες βαθμίδες της εκπαίδευσης, διαδίδοντας τον διχαστικό λόγο της Δεξιάς και στην επόμενη γενιά.
     Μετά το 1974 η κατάσταση στα πανεπιστήμια άρχισε να αλλάζει. Ορισμένοι κεντρώοι και αριστεροί που είχαν καλές θέσεις ή σπουδές στο εξωτερικό μπόρεσαν να εκλεγούν παρά τη λυσσώδη αντίδραση της παλιάς φρουράς. Η ριζοσπαστική έκρηξη των φοιτητών στα πρώτα χρόνια μετά τη δικτατορία βοήθησε πολύ αυτές τις αλλαγές. Αλλά μόνο μετά το 1985 οι αριστεροί εκλέγονται πλέον μαζικά σε πολλές ανώτερες και ανώτατες σχολές, ιδίως στα νέα επαρχιακά πανεπιστήμια που ιδρύθηκαν τότε. Σε αυτή την ευρύτερη μεταβολή συνετέλεσε και ο τρόπος εκλογής των διδασκόντων τον οποίο επέβαλε η μεταρρύθμιση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης το 1982.
     Η μεταβολή ήταν θεωρητικώς σωστή αλλά και απαραίτητη για την πολυφωνία, την ελευθερία και την ποιότητα της πανεπιστημιακής διδασκαλίας στην πράξη, όμως, προκάλεσε δύο πολύ σοβαρά προβλήματα.
     Πρώτον, με το νέο σύστημα, οι φοιτητές και οι διοικητικοί υπάλληλοι διέθεταν πάνω από το ένα τρίτο των ψήφων και οι οργανώσεις τους μπορούσαν να επηρεάζουν ή και να ελέγχουν πολλές εκλογές καθηγητών και λεκτόρων. Αυτό επέτρεψε την εκλογή αρκετών λεκτόρων και καθηγητών με προσόντα σχετικά χαμηλού επιπέδου κυρίως, όμως, επέβαλε ένα κλίμα ευνοιοκρατίας και συναλλαγής μεταξύ διδασκόντων, υποψηφίων, κομματικών φοιτητικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων.
     Δεύτερον, το νέο σύστημα διαιώνισε τις διχαστικές συνέπειες του παλαιού. Από τους νεοεκλεγόμενους, αριστερούς πανεπιστημιακούς, πολλοί δεν είχαν εγκαταλείψει την Αριστερά παρά τις σταλινικές θηριωδίες και τις εξεγέρσεις στο Ανατολικό Βερολίνο, στη Βουδαπέστη, στην Πράγα, στην Πολωνία. Είτε από καλή προαίρεση είτε από κομματική φιλοδοξία, δικτυώθηκαν μεταξύ τους για να κατακτήσουν συστηματικά τα Πανεπιστήμια. Επιπλέον, έπλασαν και αυτοί μια νέα γενιά δασκάλων και καθηγητών που στελέχωσαν με τη σειρά τους και άλλες βαθμίδες της εκπαίδευσης, διαδίδοντας και στην επόμενη γενιά τον διχαστικό λόγο – της Αριστεράς.
     Εκπαίδευση, παιδεία, κουλτούρα, πολιτισμός: είναι λέξεις που αναδύονται συχνά και αναπάντεχα μέσα σε αυτό το βιβλίο. Αυτό δεν είναι περίεργο. Για να σταματήσει η φαύλη σπείρα και για να μην ξαναξεκινήσει ποτέ, η Ελλάδα χρειάζεται κάτι πολύ σημαντικότερο από οικονομικές μεταρρυθμίσεις: παιδεία. Πρέπει να ξαναδώσει στα παιδιά της την κριτική, σφαιρική και ανθρωπιστική παιδεία που χρειάζονται για να γίνουν καλοί πολίτες και δημιουργικοί άνθρωποι. Αυτό είναι δυνατό μόνο με μια συναινετική και μακρόπνοη εκπαιδευτική πολιτική μόνο με τη στήριξη των χιλιάδων δασκάλων που λειτουργούν σαν ιεραπόστολοι και μόνο με σκληρή προσπάθεια δύο γενεών. Έτσι μόνο ο Επιτάφιος του Θουκυδίδη θα γίνει επιτέλους το θεμέλιο της αγωγής του Έλληνα πολίτη.
     Καιρός για γενικό συμπέρασμα. Δεν είναι ευχάριστο. Κάπου εκεί μετά την πτώση της δικτατορίας η Ελλάδα έχασε την τελευταία ευκαιρία να κλείσει τον Εμφύλιο με μια πραγματικά, βαθιά συμφιλίωση. Γιατί αυτό δεν ήθελε δημαγωγούς στην πολιτική απαιτούσε ηγέτες δεν ήθελε ιεροκήρυκες στα σχολεία και στα Πανεπιστήμια ήθελε δασκάλους της κριτικής σκέψης και των ιδεών του Διαφωτισμού και του Ανθρωπισμού -ιδίως σήμερα, με τη μισή ανθρωπότητα να κυνηγά και να σκοτώνει τον Διαφωτισμό και τον Ανθρωπισμό όπου ακόμη αντιστέκονται.
---
     Το 2009 η κρίση μας βρήκε με τον νου θολωμένο από την εμφυλιοπολεμική κουλτούρα. Η αντιμετώπιση της κρίσης έως τα μέσα του 2016, άσκεπτη, σπασμωδική και εντελώς ανοργάνωτη, αποκάλυψε σε ένα έκπληκτο ευρωπαϊκό και διεθνές κοινό όλες τις παθογένειες του ελληνικού οικονομικού, πολιτικού και κοινωνικού συστήματος.
     Η κρίση, όμως, αποκάλυψε επιπλέον όλα τα προβλήματα της Ευρώπης, της ευρωπαϊκής ενοποίησης και την πολυπλοκότητα, αδράνεια και ανικανότητα της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας. Η γραφειοκρατία αντέδρασε με αμηχανία και αδιαφορία. Οι κυβερνήσεις των χωρών-μελών αντέδρασαν αμυντικά, και μόνο ορισμένα ανώτερα όργανα της Ένωσης αντέδρασαν με υπευθυνότητα. Η Ευρώπη σώθηκε, έστω προσωρινώς -η Ελλάδα, όχι.
     Στην Ελλάδα, εξ άλλου, στα δεκαπέντε τελευταία χρόνια η ανανέωση της στελέχωσης όλων των ελληνικών κομμάτων ήταν συνεχής, ευρύτατη και ποιοτικώς θλιβερή. Μισός αιώνας απαιδευσίας στα σχολεία και στα πανεπιστήμια είχε διαμορφώσει μια κρίσιμη μάζα ψηφοφόρων χωρίς παιδεία και χωρίς κριτική σκέψη. Αυτοί κυρίως έστειλαν στη Βουλή τους ασήμαντους που επέλεγαν οι αρχηγοί των κομμάτων.
     Η κατάπτωση της πολιτικής και η ελεύθερη πτώση της οικονομίας οφείλεται κυρίως στην ημιμάθεια σχεδόν όλων των κομματικών και κυβερνητικών στελεχών στην άρνηση όλων να προωθήσουν οποιαδήποτε μεταρρύθμιση στην αντίδραση σε όλα, με στομφώδεις γενικολογίες και ευχολόγια στην αδυναμία όλων να μελετήσουν εις βάθος και να προτείνουν ένα τεκμηριωμένο και κοστολογημένο αναπτυξιακό πρόγραμμα και βεβαίως, στην αδιάκοπη και βίαιη αντίδραση των ακραίων ομάδων του ενός ή του άλλου κόμματος και της μίας ή της άλλης συντεχνίας ή ομάδας συμφερόντων.
     Η ημιμάθεια και ακρισία των πολιτικών τάξεων, σε συνδυασμό με την ακραία δημαγωγία όλων των κομμάτων, διαιώνιζαν τα σύνδρομα της γενικότερης κοινωνικής απαιδευσίας: την ξενοφοβία, την ευρωφοβία, την έλλειψη διαλόγου και την κλιμάκωση της βιαιότητας. Οι συνθήκες αυτές ενίσχυαν συνεχώς την ακροδεξιά και αυτές κυρίως προεβίβασαν μια καρικατούρα του ναζισμού στη θέση του τρίτου κόμματος της χώρας, ευτελίζοντας τελείως ένα κοινοβούλιο ήδη ευτελές και πριν από το 2009.
---
     Πριν από 23 χρόνια, το 1993, τελείωνα ένα βιβλίο ως εξής:

     Το τίμημα που κατέβαλε η νεοελληνική δημοκρατία για τα 150 χρόνια της ζωής της ήταν βαρύ και πολυσύνθετο. Τίμημα πολιτικό: μια δημοκρατία που κατατρώγεται από τα καρκινώματα της δημαγωγίας και του λαϊκισμού. Τίμημα οικονομικό: φόροι ατελέσφοροι ένεκα ψηφοθηρίας, διοικητικές δαπάνες υπέρογκες λόγω πατρωνίας, στρατιωτικές δαπάνες αιματηρές, χάριν σωβινιστικής πλειοδοσίας. Τίμημα πολιτισμικό: μια κοινωνία εκμαυλισμένη από τη δημαγωγική κολακεία και τη μυθοποίηση της υλικής αντιπαροχής, που βλέπει τις αξίες της να ανατρέπονται, την ιστορική της ταυτότητα να διαστρεβλώνεται και τον παραδοσιακό της πολιτισμό να χάνεται χωρίς στη θέση του να δημιουργείται νέος. Η αναστροφή της πορείας αυτής, είτε με αφύπνιση αρχίσει, είτε με κοινωνική ρήξη ή με διεθνή επιπλοκή, θα είναι μακρά και επώδυνη.

     Σήμερα, το ελληνικό κράτος προετοιμάζεται να εορτάσει δύο αιώνες ζωής και ενώ βιώνει μια κρίση που ξεκίνησε με τον τέταρτο εμφύλιο της Ιστορίας της, τίποτε δεν αποκλείει έναν νέο, πέμπτο εμφύλιο. Όπως τίποτε δεν αποκλείει τον εξωτερικό πόλεμο -είτε εξωγενή και τοπικό που θα συμπαρασύρει κι εμάς, είτε πόλεμο που θα προκαλέσουν οι γείτονές μας ή εμείς οι ίδιοι, μέσα στην εθνική μας παράκρουση. Αυτή η συνδυασμένη δυναμική οικονομικής κατάρρευσης, εμφύλιας διαμάχης, αντιπαλότητας με την Τουρκία και γεωπολιτικής αστάθειας στην περιοχή είναι θανάσιμη απειλή -για τη δημοκρατία στην Ελλάδα, για το μέλλον της Ευρώπης και για την ειρήνη. Αυτή, όμως, δεν είναι η μόνη δυνατή εξέλιξη της κρίσης που βιώνουμε. Άλλο είναι το σενάριο που είχα στον νου τελειώνοντας ένα άλλο βιβλίο, το 2013:

     Και όμως, το ιστορικό αίνιγμα θα βρει τη λύση του. Οι εμφύλιες ρήξεις είναι επί θύραις, αλλά η αφύπνιση επιτέλους άρχισε. Μπροστά μας τα παγκόσμια κύματα και τα κουπιά, οι σειρήνες και οι στρόβιλοι της τύχης. Η αναστροφή της πορείας θα υπάρξει, κι ας είναι μακρά και επώδυνη -φθάνει να θυμηθούμε τον Οδυσσέα και τον Καβάφη, και να συντρέξει τύχη αγαθή.     

CIA: Πιθανές επιπτώσεις σε περίπτωση επικράτησης των Κομμουνιστών στην Ελλάδα [1947]

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

CIA: Πιθανές επιπτώσεις σε περίπτωση επικράτησης των Κομμουνιστών στην Ελλάδα [1947]

20 October 1947

THE CURRENT SITUATION IN GREECE

1. STRATEGIC IMPORTANCE OF GREECE

Greece is the last Balkan state resisting Soviet domination. Should the USSR obtain control of Greece directly or through the satellites, the USSR would: (a) complete Its domination of the Balkans; (b) be able to extend and consolidate the position in the Aegean which control of Macedonia and Thrace would give the Soviet Union; (c) secure Salonika, historical southern terminus of the land route from the Danubian Basin; and (d) gain a strategic position in the Eastern Mediterranean, thereby outflanking Turkey and the Dardanelles, threatening the Suez, and endangering the polities of the Near East.
In recognition of these facts the Greek-Turkish aid bill was formulated. The extension of aid to Greece and Turkey was the first clear announcement to the world at large that the United States intended to help and support those countries which resisted Soviet encroachment. The continued ability of Greece to resist with US aid will therefore be closely watched by both the Eastern and Western blocs and will have an important influence on the future success of US foreign policy in Europe and the Near East.
While Greece has had many forms of government, the great majority of the Greeks have remained highly individualistic and have a strong sense of political freedom. Today among the leaders of both the Right and the Left there is a strong tendency, born of fear, towards extreme politics. Were Greece given a guarantee of national independence, the vast center elements in the country would again be able assert their democratic principles and would be able to give constructive support to the Western democracies and the United Nations.
Militarily Greece could not withstand an attack by a major power or by a combination of the Balkan satellites. Its independence and the continued security of its important strategic points can at the moment be guaranteed only by the United States.

2. PROPABLE FUTURE DEVELOPMENTS

In the over-all strategic plans for the Near East, a top priority objective of the USSR is to take control of Greece, through the Balkan satellites, the Greek Communists, or both. Should complete realization of the objective fail, Yugoslavia may attempt to detach Greek or “Aegean” Macedonia for incorporation, along with Yugoslav Macedonia, as a state in a federated Yugoslavia. Detachment of Macedonia would be accompanied by detachment of Thrace by Bulgaria.
To accomplish its ends in Greece, the USSR will continue to: (a) disseminate propaganda to discredit the Greek Government; (b) attempt to block every effort of the UN to solve the Greek problem; (c) attempt, through guerrilla sabotage and destruction, to cripple the Greek national economy and nullify the American Aid Program; and (d) furnish clandestine aid to the guerillas through the satellites. The USSR may even extend recognition to the “democratic” army and eventually to the “free” Greek government in opposition to the Athens government. The extent to which Greece can counter the tactics of the satellites and the USSR depends most immediately on the ability of the army to subdue the guerrillas. During the winter of 1946-47, the creation of a broadly representative and sincere government in Athens could have done much to stop the internecine strife; now, however, the general situation has so deteriorated and the Communists have become so determined that, although a majority coalition Populist-Liberal government has been formed (7 September 1947), a purely political solution of Greece’s troubles is not probable.
So long as the war continues, with the wholesale destruction and paralysing Year which it creates, there can be no real social and economic reconstruction. Originally, some $149 million of the $300 million appropriated by the US to aid Greece was earmarked for military purposes; it has now become necessary to transfer nine million dollars for military needs from the funds allotted to economic reconstruction.
With increased US equipment and more vigorous leadership, the army should be able to subdue the local Greek guerrillas. However, army leadership is still inadequate for the task at hand, and the guerrillas are receiving aid in men and material on an increasing scale from the satellites. Under these circumstances, the Greek Army, as presently constituted and employed, cannot accomplish its mission and the Greek people, weary, terrorized, and without effective leadership, can do little to help them- selves.
Thus, the future of Greece rests with the USSR and the US. It is not likely that the USSR and the satellites will relax their tremendous pressure on Greece, or that the American Aid Program will have sufficiently revived the morale and economy of the country by June 1948 for Greece to stand alone. If the Greek Government cooperates honestly and energetically, the Program may keep Greece afloat until that time provided the USSR and its satellites do not overtly intervene; for some time thereafter the survival of Greece as an independent country will depend on how much and what kind of aid is forthcoming from the US.

3. POLITICAL SITUATION

Chronic political instability in Greece has, since liberation, been aggravated by widespread Communist activities. Moreover, even in the face of national disaster, many politicians in Athens have refused to surrender their personal and party interests for the common good. It is doubtful whether the present government, although a coalition of the two largest parties, has the full confidence of a majority or the people. Without firm US guidance, the conflict of ideas and of personalities within the cabinet may make the government ineffectual.
While the government operates under a liberal and enlightened constitution, chaotic conditions and terror have resulted in many extreme measures and inconsistencies in the administration. Thus, while for a long time the Communist Party and press were allowed legal operation, the government has jailed or exiled hundreds of non-Communists simply because they were members of the political opposition. The seditious Communist press has now been closed down. Political injustices against the non-Communist opposition continue, though on a rapidly decreasing scale.
In 1946 the people rallied behind the Rightist Populist (Royalist) Party out of fear of the Communists. Continued blunders by the reactionaries, however, shook the people’s belief in the Rightists’ ability to cope with the Communist problem. American representatives in Greece, recognizing this situation, were from time to time able to bring about a broadening of the government. No really effective coalition has yet been formed, however. The Centrists, who normally represent the predominant political sentiment of the country, have been politically frustrated through a combination of external pressures; consequently, despite the fact that the present government is headed by a Liberal prime minister, the tenacious, perennial politicians of the Right still have a controlling voice.
Most non-Communist leaders agree that the chief task of the government is to eliminate the Communist threat, but many take violent issue over the method by which the guerrillas can be defeated and the country set on the road to economic recovery. Most politicians, realizing the vital necessity of American aid to Greece, accede to US suggestions concerning recovery; others still attempt to exploit the Situation and the American Aid Program for their own political ends.
The large majority of Greek people are democratic and pro-Anglo-American; they fear the USSR and hate the Greek Communists who have conducted a ruthless campaign of terror in the countryside. Given assurance of hope and stability through American aid, the people should eventually be able to reaffirm their democratic principles; given continued fear and hopelessness, they will succumb, however unwillingly, to the persistent pressure of the determined, militant Communists.

4. ECONOMIC SITUATION

Greece has always been a poor nation with one of the lowest standards of living in Europe. World War II, enemy occupation, and continuing guerrilla strife have further damaged Greece’s chronically precarious economy, and since liberation a bare subsistence level has been maintained only through foreign relief shipments. Natural resources and industry are under-developed, and agricultural methods are antiquated. Food and consumer goods are scarce, prices are high, the currency is inflated, unemployment is widespread, and business morale is low. Although a large-scale reconstruction of transportation and port facilities is beginning, roads and railroads continue to suffer damage from guerrilla action.
While the Greek economy is primarily agricultural, only 20 per cent of the land is arable, and the soil is suited mainly for specialty crops which are exported to pay for imports of basic foodstuffs. An infant light industry normally supplies 80 per cent of the country’s manufactured consumer’s goods but is dependent on imports for most raw materials, machinery, and fuel. Extensive mineral deposits are a valuable source of potential wealth, but mining methods are inefficient and processing facilities inadequate. A flourishing merchant marine currently contributes little to the Greek economy because of the practice of registering ships in foreign countries and investing earnings abroad. Inadequate transportation hampers internal communications and distribution or foodstuffs. The rivers of Greece are a potential power supply, but their development would require large capital investment and a considerable period of time.
Funds for military supplies and for reconstruction have been obtained from foreign sources. The American Aid Program, which has undertaken to meet needs for the period May 1947 through June 1948, depends for its success in restoring economic stability on carefully planned control of all important phases of Greek economic life and on a speedy restoration of internal military security by the Greek Army.
So far, failure of the army has not only delayed recovery but has also necessitated a transfer of money allotted for reconstruction to military needs. Furthermore, the damage to this year’s promising grain crop caused by drought and guerrilla action has also necessitated transfer of funds from reconstruction to relief.
While at the present time Greek economic survival is completely dependent on direct US aid (and is likely to continue so regardless of the Marshall Plan), it is probable that continued civil war will prevent national reconstruction within the time limit of the American Aid Program.

5. FOREIGN AFFAIRS

Greek foreign policy, beginning shortly after liberation, has of necessity been a defensive policy against the expansionism of the Balkan satellites and the USSR. With the increase of Greek internal disorders in 1946, the satellites (which have traditionally sought an outlet to the Aegean) adopted an offensive policy toward Greece. The press and radio in these countries and in the USSR repeatedly attacked the Greek Government, and finally Tito boldly announced that Yugoslavs “could not remain indifferent" to the fate of their brothers in “Aegean Macedonia.” By the end of 1946, the satellites, although following the outward forms of normal diplomatic relations with the Greek Government, were blatantly aiding the Greek insurgents materially as well as morally.
Greece has traditionally depended on Great Britain as the great sea power in the Mediterranean to maintain its independence and to bolster its economy with national loans and capital investments. With the retrenchment of the British in the Near East, however, the US has assumed major commitments in Greece. The Greeks have thereby become economically dependent on the US, to which they have long been oriented sentimentally. A violent Soviet propaganda program against US intervention in Greek affairs does not widely affect US-Greek relations, and so long as the Soviet threat exists, Greece will cooperate with and follow the lead of the US.

6. MILITARY SITUATION

The effective reconstruction of Greece depends immediately on the ability of the army to eliminate the guerrilla forces. Yet after seven months of the anti-guerrilla campaign which started in April, the guerrillas are numerically stronger than ever before and the situation has reached what might be called a deteriorating stalemate.
At the beginning of 1947 the resurgent guerrillas, by forcing the villagers to flee to large towns, by destroying villages, and by cutting lines of communications, were paralysing national recovery. An under—trained army was therefore forced to begin operations against the bands, which were receiving concrete support from the satellites in the form of men and materiel. The strategy planned by the General Staff was to clear individual areas of guerrillas and then to seal the northern border of Greece to prevent re-infiltration from the satellite countries. Tactically it was planned for field units to surround single areas, thereby preventing escape to other areas, and then to crush the trapped guerrillas. In both strategy and tactics the army has failed. Some of this failure lies with the army itself—a defensive rather than an offensive spirit, bad timing, the use of field methods in mountain warfare; but the chief causes of failure have been inadequate troops, terrain which favors highly mobile bands not committed to defend given points, and, in the border areas, the ability of the guerrillas to slip to safety in the satellite countries.
Until July 1947, the guerrillas contented themselves with evasive action, but since then there have been occasions on which they have attempted to stand and defend certain areas, probably as a test of the feasibility of protecting a “free” government should one be established on Greek soil.
The guerrillas number some 18,500. Well over half of them are forced recruits, but they are effectively held by threat of death or of reprisals to their families.  The hard core of the guerrillas, probably about 20 per cent, are determined, are effectively led by officers thoroughly familiar with the local terrain, and are encouraged, advised, and aided by the satellites. Their principle of operation is one of destruction and terror to produce the greatest amount of chaos possible.
Operating against the guerrillas is an army of 120,000, temporarily increased by 20,000 recruits inducted to permit the release of a similar number of veterans. The efficiency of the army high command is decreased by involvement in politics. The lower echelons are affected by lack of training and initiative, and by over-dispersion which prevents the marshalling of a sufficient concentrated striking force. The army initially held a temporary advantage over the guerrillas by virtue of air support. This advantage has now been greatly reduced by increasingly effective air defense on the part of the guerrillas and by pilot fatigue and low morale in the air force.
The UK’s decision to withdraw its remaining troops from Greece before the end of 1947 will have an adverse effect on Greek morale, for although the troops have not participated in the guerrilla fighting, their presence has been reassuring to the Greek Army and the government.

The military stalemate might be broken in several ways: (a) a shakeup in the General Staff -on 23 October, the Prime Minister approved certain changes  in  the General Staff  the effect of which cannot yet be determined- which, coupled with US aid in material and US advice in tactics, may enable the army to assume an effective offensive; (b) more overt aid by the satellites in the form of heavier weapons and of international brigades which at the most would defeat the army and at the least would force Greek morale and economy to a breaking point; (c) overt participation by actual satellite units which would result in defeat of the army and loss of northern Greece. The last of these possibilities is not likely at this time; the Kremlin appears satisfied with the present disruptive effort in Greece and probably does not need to risk further world censure. Most probably the destructive stalemate will continue; if so, the American Aid Program will be rendered ineffective, and no appreciable recovery will have been accomplished by June 1948, when the program expires.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...