Gina Ritter
Κωνσταντίνος Μάντης «Η επίμονη ανακατασκευή της μνήμης˙ η περίπτωση του ελληνικού Εμφυλίου (1944-1949)»
Εισαγωγή
Η προσέγγιση της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας από την οπτική της πολιτισμικής ιστορίας προσφέρει μια ευρύτερη και ουσιαστικότερη θέαση, χάρη στην εγγενή δυσπιστία της απέναντι σε ομοιογενείς και μονοσήμαντες ερμηνείες. Γεγονότα και πολιτικές αντιλήψεις, άλλωστε, περνούν στο πλαίσιο της πνευματικής παραγωγής ενός τόπου όχι πάντοτε με τον καθαρό χαρακτήρα μιας απλής καταγραφής ή αναπαράστασης, αλλά με την καθοδηγούμενη από τους πολιτικούς φορείς μορφή του προπαγανδιστικού λόγου. Θέληση, άλλωστε, των πολιτικών αρχών δεν αποτελεί τόσο η παρεμπόδιση σχετικών καταγραφών όσο ο έλεγχος του τρόπου με τον οποίο αυτές θα πραγματωθούν, ώστε να εξυπηρετείται η δική τους οπτική. Η επιδίωξη αυτή εντείνεται όταν η πολιτισμική εγγραφή επιχειρεί να προσεγγίσει κρίσιμα γεγονότα, όπως είναι αυτά ενός πολέμου και ιδίως ενός εμφύλιου πολέμου, η ερμηνεία των οποίων έχει ιδιαίτερη σημασία για τον πολιτικό κόσμο (Ory, 2007: 42-50, 107-113).
Στην περίπτωση της Ελλάδας, για
παράδειγμα, ένα τέτοιο κρίσιμο γεγονός είναι ο ελληνικός Εμφύλιος, η ερμηνεία
του οποίου και το πώς γίνεται αντιληπτός από τους πολίτες σχετίζεται άμεσα με
τις συλλογικές ταυτότητες που έχουν διαμορφωθεί. Κάθε απόπειρα να ιδωθεί το
γεγονός αυτό με πλήρη αποστασιοποίηση και αντικειμενικότητα -σε όποιο βαθμό
κάτι τέτοιο είναι εφικτό- προκαλεί αντιδράσεις, εφόσον η «μνήμη» του γεγονότος
αυτού ακολουθεί ένα πολιτικά ελεγχόμενο πρότυπο τόσο από τη μεριά της παράταξης
των νικητών όσο και από τη μεριά των ηττημένων. Η μνήμη σε αυτή την περίπτωση
εμφανίζεται ξεκάθαρα επιλεκτική, καθώς σκοπός δε μοιάζει να είναι η κατανόηση
και η αποδοχή του συλλογικού αυτού τραύματος, αλλά η δικαίωση των επιμέρους
πολιτικών ταυτοτήτων (Αλβανός, 2022: 19-23).
Ένα ανεπούλωτο πολιτισμικό τραύμα
Η μνήμη του Εμφυλίου παραμένει υπό συνεχή διαπραγμάτευση και λαμβάνει επάλληλες νοηματοδοτήσεις αφενός διότι οι εμπλεκόμενες πολιτικές παρατάξεις επιδιώκουν να της προσδώσουν τα χαρακτηριστικά που οι ίδιες επιθυμούν και αφετέρου διότι πρόκειται για ένα εξαιρετικά τραυματικό γεγονός, η χωρίς παρωπίδες θέαση του οποίου προκαλεί όχι μόνο οδύνη, αλλά και αισθήματα ντροπής σε όλους τους εμπλεκόμενους. Θα ήταν θεμιτή μια ειλικρινής, δίχως προκαταλήψεις μελέτη των γεγονότων εκείνης της περιόδου, προκειμένου οι αντίπαλες παρατάξεις να κατανοήσουν και να αποδεχτούν το μέρος της ευθύνης που τους αναλογεί και να οδηγηθούν ακολούθως σε μια διαδικασία λυτρωτικής συγχώρεσης (Δεμερτζής, 2015: 81-105). Το θεμιτό αυτής της επιδίωξης, ωστόσο, δε συνάδει κατ’ ανάγκη με την ακολουθούμενη τακτική των «αντιμαχόμενων» παρατάξεων, οι οποίες -ακόμη και σήμερα- επιζητούν τη δικαίωση πως η δική τους δράση υπηρέτησε το εθνικά συμφέρον και υπήρξε, ως εκ τούτου, ορθή. Η τακτική αυτή όμως υπονομεύει την επίτευξη μιας αμιγώς επιστημονικής και ακηδεμόνευτης μελέτης της αμφιλεγόμενης περιόδου, ώστε να προκύψουν πορίσματα αποδεσμευμένα από ιδεολογικές προτιμήσεις και να προχωρήσει η επιθυμητή συμφιλίωση (Βάσσης, 2022: 13-33).
Τα χρόνια της σιωπής
Από την οπτική της πολιτισμικής ιστορίας αποτελεί εγνωσμένη πραγματικότητα το γεγονός πως με την πάροδο του χρόνου διαφοροποιείται ο τρόπος ερμηνείας και κατανόησης τόσο των ιστορικών συμβάντων όσο και των μαρτυριών που σχετίζονται με αυτά. Υπ’ αυτή την έννοια, η πρόσληψη της ίδιας και αυτής ιστορικής περιόδου υπόκειται σε εύλογες μεταβολές καθώς απομακρυνόμαστε από αυτή, εφόσον κάθε νέα γενιά δέχεται διαφορετικές επιδράσεις και αντικρίζει τα γεγονότα από διαφορετικό πρίσμα (Ory, 2007: 41-50).
Το τέλος του ελληνικού Εμφυλίου (29
Αυγούστου 1949) δεν αποτέλεσε αφορμή για κάποιου είδους «εορτασμό» τότε ή
κάποιας επετειακής υπόμνησης στην πορεία, εφόσον ακόμη κι από τη μεριά των «νικητών»
ήταν σαφές πως ό,τι είχε προηγηθεί συνιστούσε ένα σημαντικό εσωτερικό τραύμα
για την ελληνική κοινωνία. Κατά τρόπο παρόμοιο, μήτε η διεξαγωγή του Εμφυλίου
αποτέλεσε αντικείμενο δημόσιας συζήτησης ή έστω μνημόνευσης τα αμέσως επόμενα
χρόνια. Τόσο οι νικητές όσο και οι ηττημένοι επέλεξαν τη σιωπή απέναντι στην
εμφύλια αυτή αναμέτρηση, το τίμημα της οποίας ήταν εξαιρετικά υψηλό για όλους
τόσο γιατί οι ανθρώπινες απώλειες ήταν πολυάριθμες όσο και λόγω των
οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών συνεπειών της.
Αν και η τήρηση της σιωπής αυτής θα μπορούσε να λάβει ποικίλες ερμηνείες -ακόμη και πολιτικές-, είναι πιθανό πως η γενιά που πρωταγωνίστησε στα γεγονότα αυτά και έζησε σε όλη της την έκταση τη βαρβαρότητα του Εμφυλίου κατανόησε καλύτερα από κάθε μεταγενέστερη την τραυματική του φύση. Η σιωπή, επομένως, συνιστούσε μια -πιθανώς- εύγλωττη αναγνώριση της ευθύνης, της ντροπής και της οδύνης για τα όσα διέπραξε η κάθε παράταξη εις βάρος της άλλης. Έτσι, τα πρώτα εκείνα χρόνια, τα όποια ιδεολογικά αφηγήματα και οι όποιες πολιτικές θέσεις δεν ήταν αρκετές για να προσφέρουν επαρκή ηθική κάλυψη στους πρωταγωνιστές των γεγονότων. Η σιωπή, άρα, έστω κι αν σε επίσημο επίπεδο αποτέλεσε επιλογή της κυρίαρχης παράταξης, σε ατομικό επίπεδο προσέφερε στους πολίτες τον αναγκαίο χρόνο για να διαχειριστούν τον ψυχικό τραυματισμό που είχαν υποστεί από τα γεγονότα αυτά (Δεμερτζής, 2015: 81-105).
Η αφήγηση της Δεξιάς
Ο τρόπος με τον οποίο ο Εμφύλιος έχει περάσει στη δημόσια μνήμη αποτελεί κυρίως αποτέλεσμα αφηγήσεων -ιστορικών, λογοτεχνικών και κινηματογραφικών-, οι οποίες υπηρετούν είτε τη μία ιδεολογική τοποθέτηση είτε την άλλη. Κάθε παράταξη τροφοδοτεί επιλεκτικά τη δική της μνήμη των γεγονότων με το να δίνει έμφαση σε συγκεκριμένες πτυχές και αποσιωπώντας άλλες.
Σε ό,τι αφορά, έτσι, τη Δεξιά οπτική, κύριες πτυχές που λαμβάνουν κρίσιμη βαρύτητα αποτελούν, μεταξύ άλλων, η επιδίωξη του ΕΛΑΣ κατά τη διάρκεια της Κατοχής να διαλύσει άλλες μικρότερες αντιστασιακές οργανώσεις, καθώς και το γεγονός πως μέλη του ΕΑΜ δεν ήταν μόνο Αριστεροί, αλλά και πολίτες άλλων πολιτικών κατευθύνσεων, οι οποίοι θέλησαν να αντισταθούν στον κατακτητή και όχι να υπηρετήσουν την κομμουνιστική ιδεολογία. Το πρώτο στοιχείο επιτρέπει στη Δεξιά αφήγηση να αποποιηθεί την ευθύνη πως η εκκίνηση των εμφύλιων εχθροπραξιών τοποθετείται κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών και πως -όπως της προσάπτουν- ήταν αποτέλεσμα πρωτοβουλίας των Δεξιών. Το δεύτερο στοιχείο κρίνεται σημαντικό για τους Δεξιούς, εφόσον λειτουργεί αποτρεπτικά στην προσπάθεια της Αριστεράς να οικειοποιηθεί εξολοκλήρου την αντιστασιακή προσπάθεια (Καλύβας, 2015: 37-56).
Αν οι πολιτικές δυνάμεις του Κέντρου και της Δεξιάς είχαν να παρουσιάσουν μια κινητήρια επιδίωξη, η οποία να αιτιολογεί τη δράση, όπως και τις ακρότητές τους, αυτή θα ήταν η καταπολέμηση του κομμουνιστικού κινδύνου. Πολύ προτού ξεκινήσει ο Εμφύλιος Πόλεμος τα αστικά κόμματα κινούνταν υπό τον φόβο που τους είχε προκαλέσει η Ρωσική επανάσταση. Η δυνατότητα των κομμουνιστών να ανατρέψουν τις πολιτικές ισορροπίες και να καταλάβουν δια της βίας τον έλεγχο της χώρας, όπως κατά τη γνώμη των Δεξιών αυτό επιχειρήθηκε τον Δεκέμβρη του 1944, αποτελούσε ικανό φόβητρο και επαρκή αιτιολόγηση προκειμένου να δρομολογηθούν επιλογές αυτοπροστασίας, έστω κι αν αυτές σήμαιναν την άσκηση ωμής βίας. Στη σκέψη των ανθρώπων της εποχής εκείνης ο κομμουνιστικός κίνδυνος δεν ήταν κάποιος θεωρητικός κίνδυνος, αλλά μια άκρως ανησυχητική πραγματικότητα (Χατζηβασιλείου, 2011: 157-177).
Η αφήγηση της Αριστεράς
Στο επιλεκτικό αφηγηματικό δημιούργημα της Αριστεράς κυριάρχησαν με την πάροδο των χρόνων ορισμένες θεμελιώδεις παραδοχές, οι οποίες αιτιολογούν και ως ένα βαθμό «καθαγιάζουν» τη δράση της. Από την οπτική της Αριστεράς η Αντίσταση κατά των δυνάμεων κατοχής ήταν έργο «αποκλειστικά» των δικών της μαχητών, οι οποίοι υπηρέτησαν τον εθνικό αυτό στόχο και δεν πρόδωσαν τη χώρα συνεργαζόμενοι με τους κατακτητές, όπως έκαναν μέλη της Δεξιάς. Αντιστοίχως, τα γεγονότα του Εμφυλίου απέκτησαν σταδιακά τον χαρακτήρα ενός «δεύτερου αντάρτικου» στρεφόμενου αυτή τη φορά όχι κατά των Γερμανών, αλλά κατά των ιμπεριαλιστικών Δυτικών δυνάμεων (Βρετανία, ΗΠΑ), οι οποίες θα έθεταν υπό τον έλεγχό τους τη χώρα διαμορφώνοντας συνθήκες μιας νέας κατοχής.
Η μετ’ επιμονής διεκδίκηση της Αντίστασης από τη μεριά της Αριστεράς συνιστούσε μια προσπάθεια αντίκρουσης αρνητικών χαρακτηρισμών, οι οποίοι πήγαζαν από την κατηγορία της συνεργασίας με κομμουνιστικά Βαλκανικά κράτη, κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, όπως και από την υποδαύλιση της ταξικής αντίθεσης προς όφελος των δικών της επιδιώξεων πάλι στο πλαίσιο του Εμφυλίου. Η Αριστερά επιδίωξε, έτσι, να μονοπωλήσει την αμιγώς «εθνική» δράση και τη διάθεση αυτοθυσίας για την πατρίδα, προκειμένου να αποφύγει τα όσα της πρόσαπτε η αντίπαλη παράταξη σχετικά με τις αλλεπάλληλες προσπάθειές της να διασφαλίσει βιαίως την εξουσία, αλλά και τις πιθανολογούμενες προθέσεις της να θυσιάσει ακόμη και την ακεραιότητα της ελληνικής επικράτειας προκειμένου να πετύχει τον στόχο της (Δεμερτζής, 2013: 43-90).
Οι αποσιωπήσεις των «νικητών»
Μία από τις ιδιαιτέρως αρνητικές πτυχές των χρόνων της Κατοχής υπήρξε η συνεργασία Ελλήνων με τους κατακτητές. Η συνεργασία αυτή έλαβε διάφορες μορφές, εφόσον πέρα από εκείνους που στελέχωσαν τις κατοχικές κυβερνήσεις, υπήρξαν ένοπλα σώματα συνεργατών, τα Τάγματα Ασφαλείας, υπήρξαν καταδότες, οικονομικοί συνεργάτες, καθώς και ιδεολογικοί συνεργάτες. Η δράση των προσώπων αυτών θεωρήθηκε από νωρίς αξιόποινη και η διαδικασία παραπομπής τους στη δικαιοσύνη αποτέλεσε προτεραιότητα για την κυβέρνηση εθνικής ενότητας που έλαβε τον έλεγχο της χώρας αμέσως μετά την απελευθέρωση από τις κατοχικές δυνάμεις. Ο εντοπισμός και η τιμωρία τους, ωστόσο, δεν έλαβαν ποτέ τη ζητούμενη έκταση. Η πόλωση του κλίματος στο εσωτερικό της χώρας, κυρίως μετά τα Δεκεμβριανά, η οποία οδήγησε σε διώξεις εις βάρος των Αριστερών αντιστασιακών επέτρεψε αφενός τη δημιουργία συνθηκών εκφοβισμού εις βάρος εκείνων που θα μπορούσαν να εμφανιστούν ως μάρτυρες κατηγορίας, κι αφετέρου είχε ως αποτέλεσμα τη σταδιακή ατόνηση του όλου ζητήματος, εφόσον ο αγώνας κατά των κομμουνιστών απέκτησε σαφώς μεγαλύτερη σημασία. Ως εκ τούτου, άτομα που είχαν μεν συνεργαστεί με τους κατακτητές, αλλά προσέφεραν ακολούθως σημαντικές υπηρεσίες στην αναμέτρηση με τους κομμουνιστές, κατόρθωσαν να διεκδικήσουν την κοινωνική τους καταξίωση στο πλαίσιο της μεταπολεμικής κοινωνίας (Δελλόπουλος, 2015: 245-263).
Οι διώξεις κατά των Αριστερών που έλαβαν ιδιαίτερη ένταση μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας (Φεβρουάριος 1945) και αποτέλεσαν την περίοδο της «λευκής τρομοκρατίας», όπως και το γεγονός πως πολιτικοί, συνεργάτες τους, καθώς και διώκτες των κομμουνιστών αποκόμισαν σημαντικά οφέλη από τη διασπάθιση των οικονομικών πόρων του Σχεδίου Μάρσαλ, αποτελούν, επίσης, πτυχές της περιόδου του Εμφυλίου που αποσιωπώνται από την παράταξη των νικητών (Δεμερτζής, 2013: 43-90).
Οι αποσιωπήσεις των «ηττημένων»
Η μεριά των ηττημένων έχει αντιστοίχως πτυχές της πορείας της που επιλέγει να αποσιωπά με τη λογική προφανώς πως δεν υπηρετούν τη δική τους κατασκευή της ιστορίας. Κατά την περίοδο της Κατοχής, για παράδειγμα, το ΕΑΜ έχοντας τον έλεγχο της ηπειρωτικής χώρας συγκρότησε στρατόπεδα συγκέντρωσης για τους αντιφρονούντες και δεν δίστασε να ασκήσει βία προκειμένου να ενισχύσει τον αριθμό των μελών του. Η ένταξη στο ΕΑΜ, άλλωστε, δεν αποτελούσε κατ’ ανάγκη αποτέλεσμα ελεύθερης επιλογής, εφόσον στις περιοχές ελέγχου του δεν δίσταζε να τιμωρεί όσους δεν ακολουθούσαν τις υποδείξεις του (Καλύβας, 2015: 37-56).
Ενδεικτική, άλλωστε, της έντασης που είχε η «κόκκινη» βία είναι το γεγονός πως θύματά της υπήρξαν ακόμη και μέλη του ίδιου του Κομουνιστικού Κόμματος. Η ΟΠΛΑ, που είχε θεωρητικώς αρμοδιότητες περιφρούρησης και προστασίας, προχώρησε στην εκτέλεση εκατοντάδων στελεχών του Κομμουνιστικού Κόμματος όταν αυτά βρέθηκαν να διαφωνούν με επίσημες αποφάσεις του (Δεμερτζής, 2013: 43-90).
Το ΕΑΜ επιδίωκε κατά τη διάρκεια της Κατοχής να ελέγχει πλήρως την αντιστασιακή δράση και δεν δεχόταν την ύπαρξη οργανώσεων που δρούσαν έξω από τον δικό του έλεγχο. Στο πλαίσιο αυτό μη κομμουνιστικές αντιστασιακές οργανώσεις διαλύθηκαν από τον ΕΛΑΣ, όπως συνέβη, για παράδειγμα, με το Σύνταγμα 5/42 του Ψαρρού. Παραλλήλως, ο ΕΛΑΣ είχε αναλάβει την παραδειγματική τιμωρία προσώπων που συνεργάζονταν με τις δυνάμεις του εχθρού. Έτσι, ήδη από τα χρόνια της Κατοχής μέχρι και τη Συμφωνία της Βάρκιζας χιλιάδες πολίτες φονεύθηκαν με την κατηγορία της συνεργασίας. Η δράση αυτή του ΕΛΑΣ, όπως και το κλίμα τρομοκρατίας που είχε επιβάλει το ΕΑΜ στις ορεινές περιοχές της Ελλάδας, εντάσσονταν στην επιδίωξη του ΕΑΜ να θέσει υπό τον πλήρη έλεγχό του τις περιοχές αυτές, στις οποίες και δρούσε ως «κρατική» αρχή (Αλβανός, 2022: 66-74).
Ενδεικτική της εμμονής του Κομμουνιστικού Κόμματος να μονοπωλεί την Αντίσταση είναι και η απόφασή του το 1976 να μη συμμετάσχει σε κίνηση αγωνιστών από ιδεολογικά ετερόκλητες οργανώσεις, στόχος της οποίας ήταν να αναδειχθεί πως στην Αντίσταση συμμετείχαν επίσης Δεξιοί και Κεντρώοι. Φροντίζει, συνάμα, το Κομμουνιστικό Κόμμα να προχωρά στην ανέγερση μνημείων προς τιμή μόνο μελών του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ και του Δημοκρατικού Στρατού, ισχυριζόμενο πως η Αντίσταση έγινε μόνο από τους κομμουνιστές. Σε περίπτωση, μάλιστα, που υπάρξει ανάλογη κίνηση από μη κομμουνιστική οργάνωση για την ανέγερση κάποιου τιμητικού μνημείου, η πράξη αυτή στιγματίζεται από το ΚΚΕ ως «εορτή μίσους» (Παπαθανασόπουλος, 2018: 9-21).
Καθοδηγώντας τη μνήμη: Τα λογοτεχνικά περιοδικά
Το τέλος της εμφύλιας σύρραξης δεν σήμανε τον τερματισμό της αντιπαράθεσης, η οποία μεταφέρθηκε στο ιδεολογικό πεδίο και υπηρετήθηκε κι από τις δύο πλευρές μέσω της έκδοσης περιοδικών, κυρίως λογοτεχνικών, στα οποία δημοσιεύονταν έργα -θεωρητικά, κριτικά, λογοτεχνικά- που πληρούσαν συγκεκριμένες προϋποθέσεις.
Το περιοδικό «Ελληνική Δημιουργία» (1948-1954) είχε αμιγώς αντικομμουνιστικό χαρακτήρα, στηλίτευε τη δράση των κομμουνιστών και επέλεγε έργα που προωθούσαν τον συντηρητικό τρόπο σκέψης και τον ελληνοκεντρικό προσανατολισμό. Τη Διεύθυνση του περιοδικού είχε ο Σπύρος Μελάς, ο οποίος εξέφραζε με σαφή και έντονο τρόπο την αντίθεσή του στην κομμουνιστική ιδεολογία. Ο Μελάς κατηγορούσε τους κομμουνιστές ότι υπηρετούσαν -συνειδητά οι περισσότεροι- τα σχέδια των Σλάβων, οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν την εσωτερική αναταραχή για να προωθήσουν τον επεκτατισμό τους. Το γεγονός ότι το περιοδικό αυτό ξεκινά την έκδοσή του ενώ ο Εμφύλιος βρισκόταν ακόμη σε εξέλιξη δίνει την ευκαιρία στον Μελά να τονίσει από το πρώτο κιόλας τεύχος πως στόχος του είναι να δοθεί μια «μάχη του πνεύματος», η οποία θα στήριζε τη «μάχη των όπλων» που εκείνη την εποχή κορυφωνόταν στις ορεινές περιοχές της χώρας. Μόλις, ωστόσο, τερματίστηκε η ένοπλη αναμέτρηση, το περιοδικό «Ελληνική Δημιουργία» ανακοίνωσε πως θα ακολουθήσει την «πολιτική της λήθης», την οποία υιοθέτησαν οι πολιτικοί της παράταξης που νίκησε τον Εμφύλιο. Ως εκ τούτου, σταμάτησαν τόσο οι αναφορές στον Εμφύλιο όσο και στη δράση των κομμουνιστών, και η έμφαση δόθηκε στα ιδανικά εκείνα που υπηρετούσαν την «ανασυγκρότηση» του ελληνισμού (Μητσοπούλου, 2011: 1044-1051).
Οι διανοούμενοι της Αριστεράς είχαν τη δυνατότητα να δημοσιεύουν τα κείμενά τους στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» (1954-1967) και ενίοτε στο περιοδικό «Νέα Εστία» (Κωτίδης, 2000: 559-561). Σημαντικό ρόλο, ωστόσο, σε ό,τι αφορά την καθοδήγηση και την ενημέρωση των μελών της Αριστεράς διαδραμάτισε το περιοδικό «Νέος Κόσμος» (1949-1974).
Ο «Νέος Κόσμος», κατά τον πρώτο χρόνο της κυκλοφορίας του, περιείχε μεταφρασμένα άρθρα που αφορούσαν τη δράση της Αριστεράς σε άλλες χώρες. Στη συνέχεια, ωστόσο, το περιεχόμενό του ήταν κυρίως πρωτότυπο και σχετιζόταν με το ελληνικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Το περιοδικό αυτό αποτελούσε για τους Έλληνες Αριστερούς το συνδετικό κρίκο με τον εξόριστο πολιτικό κόσμο που είχε εκτοπιστεί στις γύρω Λαϊκές Δημοκρατίες. Μέσω του «Νέου Κόσμου» δημοσιεύονταν και γνωστοποιούνταν αποφάσεις του ΚΚΕ και επιχειρούταν μια εκλαϊκευτική παρουσίαση των επιμέρους στρατηγικών του κόμματος. Απώτερος στόχος, κατά τα πρώτα τουλάχιστον χρόνια της κυκλοφορίας του, ήταν να διατηρηθεί σε εγρήγορση ο κόσμος της Αριστεράς τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στους τόπους εξορίας. Η ελπίδα, άλλωστε, πως το Κομμουνιστικό Κόμμα θα κατόρθωνε να ανασυγκροτηθεί και να επιτύχει την εγκαθίδρυση μιας «Λαϊκής Δημοκρατίας» στην Ελλάδα δεν είχε ακόμη χαθεί. Όπως, μάλιστα, εξηγούσε σε άρθρο του ο Γενικός Γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος, Νίκος Ζαχαριάδης, η ήττα της Αριστεράς οφειλόταν στην προδοτική δράση του Τίτο, καθώς και ηγετικών μελών του κόμματος (Τζιάρας, 2007: 53-73).
Λογοκρισία & Προπαγάνδα: Ο έλεγχος
της μνήμης
Στο πλαίσιο του Εμφυλίου οι ελληνικές κυβερνήσεις δέχτηκαν πίεση από τις ΗΠΑ προκειμένου να διατηρήσουν τη λειτουργία των κοινοβουλευτικών θεσμών, ώστε να παραμείνει εφικτή η παρουσίαση του θετικού ρόλου των ΗΠΑ ως δύναμης που δρα υπέρ της ελευθερίας. Το γεγονός αυτό, ωστόσο, δεν απέτρεψε τη λήψη σημαντικών περιοριστικών μέτρων ακόμη και με τη διαδικασία της «αυτόνομης κυβερνητικής νομοθεσίας» μέσω της έκδοσης αναγκαστικών νόμων. Έτσι, με τον αναγκαστικό νόμο 509/1947 τόσο το Κομμουνιστικό Κόμμα όσο και το ΕΑΜ κρίθηκαν παράνομα και απαγορευόταν στο εξής η δράση τους. Ο νόμος αυτός απαγόρευε επίσης την προσπάθεια διάδοσης «επιλήψιμων ιδεών» είτε προφορικά σε δημόσιες συγκεντρώσεις είτε γραπτώς μέσω εντύπων. Οι συγγραφείς των κειμένων που προωθούσαν ιδέες, οι οποίες υπηρετούσαν την κομμουνιστική ιδεολογία, όπως και οι εκδότες των κειμένων αυτών έρχονταν αντιμέτωποι με κυρώσεις που επιβάλλονταν από στρατοδικεία.
Υπήρξαν παραλλήλως κι άλλες νομοθετικές πρωτοβουλίες προκειμένου να περιοριστεί η κυκλοφορία εφημερίδων και περιοδικών που στήριζαν το Κομμουνιστικό Κόμμα. Επρόκειτο, ειδικότερα για τα ψηφίσματα ΙΕ΄/1946, ΛΑ΄ & ΛΒ΄/1947 μέσω των οποίων επιτρεπόταν η κατάσχεση, αλλά και η απαγόρευση κυκλοφορίας εντύπων που προωθούσαν αντεθνικές και στασιαστικές ιδέες.
Έτι περαιτέρω με την επαναφορά σε ισχύ προγενέστερου διατάγματος κατέστη εφικτός ο εκτοπισμός ατόμων που ήταν ύποπτα -κι όχι κατ’ ανάγκη ένοχα- για δράσεις που έθεταν σε κίνδυνο την ασφάλεια της χώρας. Με βάση το διάταγμα αυτό μεγάλος αριθμός πολιτών βίωσε τις εξαιρετικά ψυχοφθόρες συνθήκες διαβίωσης στους τόπους εκτοπισμού, όπου και δέχονταν σημαντική πίεση προκειμένου να απαρνηθούν τις ιδέες και τις αντιλήψεις τους. Υπήρχε, μάλιστα, η πρόβλεψη υπογραφής μιας «δήλωσης μετάνοιας» μέσω της οποίας διασφαλιζόταν η επιτυχής αναμόρφωση των υπόπτων και η επανένταξή τους στην κοινωνία (Αλιβιζάτος, 2011: 333-352).
Η προσπάθεια ελέγχου των διακινούμενων ιδεών δεν τερματίστηκε, πάντως, όταν τελείωσε ο Εμφύλιος, διότι το ψυχροπολεμικό κλίμα της εποχής, όπως και η θέληση των κυβερνώντων να περιορίσουν τον αντίκτυπο των όσων είχαν προηγηθεί, οδήγησαν στην παράταση των μέτρων απαγόρευσης και δίωξης. Υπ’ αυτό το πνεύμα, αν και το 1952 ψηφίστηκε νέο Σύνταγμα, υπήρξε την ίδια χρονιά νομοθετική πρόβλεψη ώστε οι συντακτικές πράξεις και τα ψηφίσματα που είχαν τεθεί σε ισχύ από το 1944 και καθ’ όλη τη διάρκεια του Εμφυλίου να διατηρηθούν, έστω κι αν έρχονταν σε αντίθεση με το πνεύμα και τις αρχές του Συντάγματος του 1952 (Αλιβιζάτος, 2011: 366-374).
Η δυνατότητα λογοκρισίας που υπήρχε στο εσωτερικό της χώρας άφηνε ανεπηρέαστο τον μηχανισμό προπαγάνδας του Κομμουνιστικού Κόμματος που είχε ήδη μεταφέρει την έδρα του στο Βουκουρέστι. Από το 1949, μετά την 6η Ολομέλεια της ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος λαμβάνεται η απόφαση για τη δημιουργία Επιτροπής Διαφώτισης, η οποία μέσω του λογοτεχνικού της τμήματος φροντίζει για την καθοδήγηση των νέων λογοτεχνών. Οι λογοτέχνες λάμβαναν οδηγίες που σχετίζονταν τόσο με τη μορφή του έργου τους όσο και με το περιεχόμενό του, το οποίο όφειλε να προωθεί πρωτίστως κοινωνικά και πολιτικά μηνύματα. Μεταξύ των επιδιώξεων της Επιτροπής Διαφώτισης ήταν η λογοτεχνική αποτύπωση των εμπειριών και των συγκρούσεων των Κομμουνιστών μαχητών τόσο κατά τον πρώτο ένοπλο αγώνα τους (Αντίσταση) όσο και κατά τον δεύτερο (Εμφύλιος). Επιθυμητή ήταν, επίσης, η λογοτεχνική αποτύπωση «πορτραίτων» των αγωνιστών του κόμματος είτε εκείνοι ήταν γνωστοί είτε ακόμη και απλοί αντάρτες. Προκειμένου, μάλιστα, να διασφαλιστεί η προώθηση του στόχου αυτού αποφασίστηκε το 1951 να ανατεθεί το σχετικό έργο σε εδραιωμένους λογοτέχνες της παράταξης.
Η Επιτροπή Διαφώτισης ήλεγχε τα υποψήφια προς δημοσίευση έργα των νέων λογοτεχνών και παρείχε ακολούθως τις κατάλληλες παρατηρήσεις σε περίπτωση που διαπιστωνόταν κάποια παρέκκλιση από τα ιδεολογικά αξιώματα του κόμματος. Οι παρατηρήσεις που δίνονταν στους λογοτέχνες ακολουθούσαν συγκεκριμένη πάντοτε μορφή, προκειμένου να αποφευχθεί η αποθάρρυνσή τους. Προηγούνταν, κατ’ αυτό τον τρόπο, θετικά σχόλια για τις λογοτεχνικές τους δυνατότητες και ύστερα γίνονταν οι υποδείξεις που αφορούσαν είτε το περιεχόμενο είτε τη μορφή του έργου τους. Αξίζει, μάλιστα, να τονιστεί πως ό,τι επιζητούσε η Επιτροπή Διαφώτισης δεν ήταν απλώς η στήριξη και η προπαγάνδα των ιδεών του κόμματος, αλλά και η δημιουργία αξιόλογων λογοτεχνικών έργων (Πούλου, 2019: 36-50).
Η ευαισθησία του Κομμουνιστικού Κόμματος απέναντι στο πώς παρουσιάζονταν τόσο οι ιδέες του όσο και το ίδιο το Κόμμα στα λογοτεχνικά έργα γίνεται εναργώς αντιληπτή από την αντίδρασή του το 1959 απέναντι στη συντακτική ομάδα του περιοδικού «Επιθεώρηση Τέχνης» για τη δημοσίευση του διηγήματος «Η Σιωπή» του Σοβιετικού Ντανιήλ Γκράνιν. Η συντακτική επιτροπή παραπέμφθηκε σε μια μορφή εσωτερικής δίκης υπό την εποπτεία κομματικών οργάνων της ΕΔΑ, με την κατηγορία πως το δημοσιευθέν έργο αρνούνταν το αλάνθαστο κριτήριο των στελεχών του Σοβιετικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Αποτέλεσμα της δίκης αυτής ήταν η απομάκρυνση του Δημήτρη Ραυτόπουλου από τη συντακτική επιτροπή και η επιβολή κομματικού επιτρόπου με εποπτικό ρόλο στη σχετική επιτροπή (Παπαθανασόπουλος, 2018: 153-158).
Μια μνήμη χωρίς πατρότητα
Το ερώτημα για το ποιος ή ποιοι φέρουν την ευθύνη για τον Εμφύλιο μένει χωρίς ουσιαστική απάντηση. Αναμφίβολα η επιλογή του Ν. Ζαχαριάδη να μη μετάσχει το ΚΚΕ στις εκλογές του 1946 ήταν λανθασμένη, εφόσον ήταν βέβαιο πως το Κομμουνιστικό Κόμμα θα διασφάλιζε εκπροσώπηση στη Βουλή (Αλεβιζάτος, 2011: 333-335). Ίσως η διασφάλιση στήριξης από τη Γιουγκοσλαβία και η -πιθανή- άγνοια για τη συμφωνία μεταξύ Στάλιν και Τσόρτσιλ ή η -πιθανή- αμφιβολία για την εγκυρότητα αυτής της συμφωνίας να οδήγησαν τον Ζαχαριάδη σε μια εσφαλμένη εκτίμηση της κατάστασης. Ίσως να υπερεκτίμησε τις στρατιωτικές δυνάμεις της παράταξής του και να θεώρησε πως η βίαιη κατάληψη της εξουσίας ήταν εφικτή. Ίσως αυτή να ήταν η πρόθεση των Κομμουνιστών ήδη από τα χρόνια της Αντίστασης, όταν στρέφονταν εναντίον των άλλων οργανώσεων. Όπως διατυπώθηκε, άλλωστε, στις 14 Οκτωβρίου 1950 σε Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ, η αδυναμία του κόμματος να κερδίσει την «επανάσταση» και να λάβει την εξουσία υπήρξε αποτέλεσμα λανθασμένων πολιτικών της ηγεσίας του κόμματος (Παπαθανασόπουλος, 2018: 215-233).
Ίσως το Κομμουνιστικό Κόμμα να παρασύρθηκε στην εμφύλια σύγκρουση λόγω της λευκής τρομοκρατίας και της προσπάθειας των αστικών κομμάτων να εξουδετερώσουν την Αριστερά. Ίσως η κατάληψη της εξουσίας να μην αποτέλεσε ποτέ μέρος των σχεδίων του ΕΑΜ (Αλβανός, 2022: 63-66).
Συμπεράσματα
Αν η απροθυμία των παρατάξεων να αναλάβουν τις ευθύνες που τους αναλογούν δεν είχε οδηγήσει την ιστορική διαπραγμάτευση του γεγονότος αυτού στο δρόμο των ατελών και προπαγανδιστικών προσεγγίσεων, η καθολική και αδιαπραγμάτευτη καταδίκη του θα ήταν δεδομένη. Καλυμμένος όμως άλλοτε υπό το πέπλο της σιωπής και φωτιζόμενος άλλοτε υπό το πρίσμα ενός υποτιθέμενου ηρωισμού επιβιώνει στη συλλογική μνήμη και συνεχίζει να ασκεί την επιρροή ενός αμφιλεγόμενου γεγονότος.
Το εθνικά επωφελές θα ήταν να αντιμετωπιστεί ο Εμφύλιος ως μέγιστο αμοιβαίο λάθος, να απομυθοποιηθεί και να καταδικαστεί εξίσου από όλες τις κομματικές παρατάξεις. Στην πραγματικότητα, εντούτοις, παρά τις προσπάθειες για την επίτευξη της «συμφιλίωσης» και την εδραίωση μιας αμιγούς δημοκρατικής πολιτικής σκέψης, ο «μύθος» του Εμφυλίου παραμένει επίμονος.
Η προσπάθεια του Κομμουνιστικού Κόμματος -και ευρύτερα της Αριστεράς- να αποποιηθεί τις όποιες ευθύνες για την πρόκληση του Εμφυλίου μέσω του συστηματικού υπερτονισμού της εποποιίας των Αριστερών στα χρόνια της Αντίστασης συμπαρασύρει και την αμέσως επόμενη περίοδο, εκείνη ακριβώς του Εμφύλιου Πολέμου, αποδίδοντάς της μια στρεβλή ηρωική διάσταση.
Βιβλιογραφία
Ory
P., 2007: Πολιτισμική Ιστορία. Αθήνα: Ινστιτούτο του Βιβλίου – Α. Καρδαμίτσα.
Αλβανός Ρ.,
2022. Ο ελληνικός εμφύλιος – Μνήμες σε πόλεμο και σύγχρονες πολιτικές
ταυτότητες. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Επίκεντρο.
Αλιβιζάτος
Ν., 2011. Το Σύνταγμα και οι εχθροί του
στη νεοελληνική ιστορία 1800-2010. Αθήνα: Εκδόσεις Πόλις.
Βάσσης Λ., 2022: Ανοιχτή Συζήτηση Ιοκάστη/Πατρίδα – Το Εμφύλιο και το Μετεμφύλιο άγος. Εκδόσεις Gutenberg.
Δελόπουλος
Χ., 2015. Η νομοθεσία «περί επιβολής κυρώσεων κατά των συνεργασθέντων μετά του
εχθρού»: Ενδεικτικές περιπτώσεις δικαστικού χειρισμού υποθέσεων δωσιλογισμού.
Στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών, Ιστορήματα 5, Η μακρά σκιά της δεκαετίας του ’40 – Πόλεμος
– Κατοχή – Αντίσταση – Εμφύλιος. Αθήνα: Εκδόσεις Αλεξάνδρεια
Δεμερτζής
Ν. (2015). Ο ελληνικός Εμφύλιος ως
πολιτισμικό τραύμα. Επιστήμη και Κοινωνία: Επιθεώρηση Πολιτικής και Ηθικής
Θεωρίας, 28, 81–109. https://doi.org/10.12681/sas.821
Δεμερτζής
Ν., 2013. Ο Εμφύλιος Πόλεμος: από τη συλλογική οδύνη στο πολιτισμικό τραύμα. Στο
Δεμερτζής Ν., Πασχαλούδη Ε., Αντωνίου Γ., (επιμ.). Εμφύλιος Πολιτισμικό Τραύμα. Αθήνα: Εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
Καλύβας Σ.
Ν. (2015). Εμφύλιος πόλεμος (1943-1949):
Το τέλος των μύθων και η στροφή προς το μαζικό επίπεδο. Επιστήμη και
Κοινωνία: Επιθεώρηση Πολιτικής και Ηθικής Θεωρίας, 11, 37–70. https://doi.org/10.12681/sas.916
Κωτίδης Α.,
2000. Η μεταπολεμική νεοελληνική τέχνη. Στο Ιστορία
του Ελληνικού Έθνους, τΙΣΤ΄. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών.
Μητσοπούλου
Α., 2011. Ο αντικομμουνισμός στα
λογοτεχνικά περιοδικά: η περίπτωση του περιοδικού Ελληνική Δημιουργία
(1948-1954). Νέα Εστία, Έτος 85ο, Τεύχος 1845.
Παπαθανασόπουλος
Γ., 2018. Εμφύλιες μάχες ιδεών – Ο
ιδεολογικός εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα, 1946-1960. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις
Επίκεντρο.
Πούλου Ε.,
2019. Η «Επιτροπή Διαφώτισης» του ΚΚΕ και
η ελληνική πεζογραφία
στις Λαϊκές Δημοκρατίες (1949-1954). Διπλωματική Εργασία. Πάντειο
Πανεπιστήμιο, Αθήνα.
Τζιάρας Κ.,
2007. Ελληνικός προσφυγικός κομμουνιστικός τύπος στις χώρες της Ανατολικής
Ευρώπης. Η περίπτωση του περιοδικού “Νέος Κόσμος”, 1949-1974. Πρωτεύουσα
Μεταπτυχιακή Εργασία, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Χατζηβασιλείου
Ε., 2011. Η πρόσληψη της Αριστεράς από τους αντιπάλους της, 1949-1967:
Παρατηρήσεις για τη λειτουργία του ελληνικού αντικομμουνισμού. Στο Ψαλίδας Γ.,
(επιμ). Γρηγόρης Φαράκος: Διαδρομές στην
Ιστορία. Ιόνιο Πανεπιστήμιο/Τμήμα Ιστορίας, Κέρκυρα.
Κωνσταντίνος Μάντης «Η επίμονη ανακατασκευή της μνήμης˙ η περίπτωση του ελληνικού Εμφυλίου (1944-1949)»
Η προσέγγιση της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας από την οπτική της πολιτισμικής ιστορίας προσφέρει μια ευρύτερη και ουσιαστικότερη θέαση, χάρη στην εγγενή δυσπιστία της απέναντι σε ομοιογενείς και μονοσήμαντες ερμηνείες. Γεγονότα και πολιτικές αντιλήψεις, άλλωστε, περνούν στο πλαίσιο της πνευματικής παραγωγής ενός τόπου όχι πάντοτε με τον καθαρό χαρακτήρα μιας απλής καταγραφής ή αναπαράστασης, αλλά με την καθοδηγούμενη από τους πολιτικούς φορείς μορφή του προπαγανδιστικού λόγου. Θέληση, άλλωστε, των πολιτικών αρχών δεν αποτελεί τόσο η παρεμπόδιση σχετικών καταγραφών όσο ο έλεγχος του τρόπου με τον οποίο αυτές θα πραγματωθούν, ώστε να εξυπηρετείται η δική τους οπτική. Η επιδίωξη αυτή εντείνεται όταν η πολιτισμική εγγραφή επιχειρεί να προσεγγίσει κρίσιμα γεγονότα, όπως είναι αυτά ενός πολέμου και ιδίως ενός εμφύλιου πολέμου, η ερμηνεία των οποίων έχει ιδιαίτερη σημασία για τον πολιτικό κόσμο (Ory, 2007: 42-50, 107-113).
Η μνήμη του Εμφυλίου παραμένει υπό συνεχή διαπραγμάτευση και λαμβάνει επάλληλες νοηματοδοτήσεις αφενός διότι οι εμπλεκόμενες πολιτικές παρατάξεις επιδιώκουν να της προσδώσουν τα χαρακτηριστικά που οι ίδιες επιθυμούν και αφετέρου διότι πρόκειται για ένα εξαιρετικά τραυματικό γεγονός, η χωρίς παρωπίδες θέαση του οποίου προκαλεί όχι μόνο οδύνη, αλλά και αισθήματα ντροπής σε όλους τους εμπλεκόμενους. Θα ήταν θεμιτή μια ειλικρινής, δίχως προκαταλήψεις μελέτη των γεγονότων εκείνης της περιόδου, προκειμένου οι αντίπαλες παρατάξεις να κατανοήσουν και να αποδεχτούν το μέρος της ευθύνης που τους αναλογεί και να οδηγηθούν ακολούθως σε μια διαδικασία λυτρωτικής συγχώρεσης (Δεμερτζής, 2015: 81-105). Το θεμιτό αυτής της επιδίωξης, ωστόσο, δε συνάδει κατ’ ανάγκη με την ακολουθούμενη τακτική των «αντιμαχόμενων» παρατάξεων, οι οποίες -ακόμη και σήμερα- επιζητούν τη δικαίωση πως η δική τους δράση υπηρέτησε το εθνικά συμφέρον και υπήρξε, ως εκ τούτου, ορθή. Η τακτική αυτή όμως υπονομεύει την επίτευξη μιας αμιγώς επιστημονικής και ακηδεμόνευτης μελέτης της αμφιλεγόμενης περιόδου, ώστε να προκύψουν πορίσματα αποδεσμευμένα από ιδεολογικές προτιμήσεις και να προχωρήσει η επιθυμητή συμφιλίωση (Βάσσης, 2022: 13-33).
Από την οπτική της πολιτισμικής ιστορίας αποτελεί εγνωσμένη πραγματικότητα το γεγονός πως με την πάροδο του χρόνου διαφοροποιείται ο τρόπος ερμηνείας και κατανόησης τόσο των ιστορικών συμβάντων όσο και των μαρτυριών που σχετίζονται με αυτά. Υπ’ αυτή την έννοια, η πρόσληψη της ίδιας και αυτής ιστορικής περιόδου υπόκειται σε εύλογες μεταβολές καθώς απομακρυνόμαστε από αυτή, εφόσον κάθε νέα γενιά δέχεται διαφορετικές επιδράσεις και αντικρίζει τα γεγονότα από διαφορετικό πρίσμα (Ory, 2007: 41-50).
Αν και η τήρηση της σιωπής αυτής θα μπορούσε να λάβει ποικίλες ερμηνείες -ακόμη και πολιτικές-, είναι πιθανό πως η γενιά που πρωταγωνίστησε στα γεγονότα αυτά και έζησε σε όλη της την έκταση τη βαρβαρότητα του Εμφυλίου κατανόησε καλύτερα από κάθε μεταγενέστερη την τραυματική του φύση. Η σιωπή, επομένως, συνιστούσε μια -πιθανώς- εύγλωττη αναγνώριση της ευθύνης, της ντροπής και της οδύνης για τα όσα διέπραξε η κάθε παράταξη εις βάρος της άλλης. Έτσι, τα πρώτα εκείνα χρόνια, τα όποια ιδεολογικά αφηγήματα και οι όποιες πολιτικές θέσεις δεν ήταν αρκετές για να προσφέρουν επαρκή ηθική κάλυψη στους πρωταγωνιστές των γεγονότων. Η σιωπή, άρα, έστω κι αν σε επίσημο επίπεδο αποτέλεσε επιλογή της κυρίαρχης παράταξης, σε ατομικό επίπεδο προσέφερε στους πολίτες τον αναγκαίο χρόνο για να διαχειριστούν τον ψυχικό τραυματισμό που είχαν υποστεί από τα γεγονότα αυτά (Δεμερτζής, 2015: 81-105).
Ο τρόπος με τον οποίο ο Εμφύλιος έχει περάσει στη δημόσια μνήμη αποτελεί κυρίως αποτέλεσμα αφηγήσεων -ιστορικών, λογοτεχνικών και κινηματογραφικών-, οι οποίες υπηρετούν είτε τη μία ιδεολογική τοποθέτηση είτε την άλλη. Κάθε παράταξη τροφοδοτεί επιλεκτικά τη δική της μνήμη των γεγονότων με το να δίνει έμφαση σε συγκεκριμένες πτυχές και αποσιωπώντας άλλες.
Σε ό,τι αφορά, έτσι, τη Δεξιά οπτική, κύριες πτυχές που λαμβάνουν κρίσιμη βαρύτητα αποτελούν, μεταξύ άλλων, η επιδίωξη του ΕΛΑΣ κατά τη διάρκεια της Κατοχής να διαλύσει άλλες μικρότερες αντιστασιακές οργανώσεις, καθώς και το γεγονός πως μέλη του ΕΑΜ δεν ήταν μόνο Αριστεροί, αλλά και πολίτες άλλων πολιτικών κατευθύνσεων, οι οποίοι θέλησαν να αντισταθούν στον κατακτητή και όχι να υπηρετήσουν την κομμουνιστική ιδεολογία. Το πρώτο στοιχείο επιτρέπει στη Δεξιά αφήγηση να αποποιηθεί την ευθύνη πως η εκκίνηση των εμφύλιων εχθροπραξιών τοποθετείται κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών και πως -όπως της προσάπτουν- ήταν αποτέλεσμα πρωτοβουλίας των Δεξιών. Το δεύτερο στοιχείο κρίνεται σημαντικό για τους Δεξιούς, εφόσον λειτουργεί αποτρεπτικά στην προσπάθεια της Αριστεράς να οικειοποιηθεί εξολοκλήρου την αντιστασιακή προσπάθεια (Καλύβας, 2015: 37-56).
Αν οι πολιτικές δυνάμεις του Κέντρου και της Δεξιάς είχαν να παρουσιάσουν μια κινητήρια επιδίωξη, η οποία να αιτιολογεί τη δράση, όπως και τις ακρότητές τους, αυτή θα ήταν η καταπολέμηση του κομμουνιστικού κινδύνου. Πολύ προτού ξεκινήσει ο Εμφύλιος Πόλεμος τα αστικά κόμματα κινούνταν υπό τον φόβο που τους είχε προκαλέσει η Ρωσική επανάσταση. Η δυνατότητα των κομμουνιστών να ανατρέψουν τις πολιτικές ισορροπίες και να καταλάβουν δια της βίας τον έλεγχο της χώρας, όπως κατά τη γνώμη των Δεξιών αυτό επιχειρήθηκε τον Δεκέμβρη του 1944, αποτελούσε ικανό φόβητρο και επαρκή αιτιολόγηση προκειμένου να δρομολογηθούν επιλογές αυτοπροστασίας, έστω κι αν αυτές σήμαιναν την άσκηση ωμής βίας. Στη σκέψη των ανθρώπων της εποχής εκείνης ο κομμουνιστικός κίνδυνος δεν ήταν κάποιος θεωρητικός κίνδυνος, αλλά μια άκρως ανησυχητική πραγματικότητα (Χατζηβασιλείου, 2011: 157-177).
Στο επιλεκτικό αφηγηματικό δημιούργημα της Αριστεράς κυριάρχησαν με την πάροδο των χρόνων ορισμένες θεμελιώδεις παραδοχές, οι οποίες αιτιολογούν και ως ένα βαθμό «καθαγιάζουν» τη δράση της. Από την οπτική της Αριστεράς η Αντίσταση κατά των δυνάμεων κατοχής ήταν έργο «αποκλειστικά» των δικών της μαχητών, οι οποίοι υπηρέτησαν τον εθνικό αυτό στόχο και δεν πρόδωσαν τη χώρα συνεργαζόμενοι με τους κατακτητές, όπως έκαναν μέλη της Δεξιάς. Αντιστοίχως, τα γεγονότα του Εμφυλίου απέκτησαν σταδιακά τον χαρακτήρα ενός «δεύτερου αντάρτικου» στρεφόμενου αυτή τη φορά όχι κατά των Γερμανών, αλλά κατά των ιμπεριαλιστικών Δυτικών δυνάμεων (Βρετανία, ΗΠΑ), οι οποίες θα έθεταν υπό τον έλεγχό τους τη χώρα διαμορφώνοντας συνθήκες μιας νέας κατοχής.
Η μετ’ επιμονής διεκδίκηση της Αντίστασης από τη μεριά της Αριστεράς συνιστούσε μια προσπάθεια αντίκρουσης αρνητικών χαρακτηρισμών, οι οποίοι πήγαζαν από την κατηγορία της συνεργασίας με κομμουνιστικά Βαλκανικά κράτη, κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, όπως και από την υποδαύλιση της ταξικής αντίθεσης προς όφελος των δικών της επιδιώξεων πάλι στο πλαίσιο του Εμφυλίου. Η Αριστερά επιδίωξε, έτσι, να μονοπωλήσει την αμιγώς «εθνική» δράση και τη διάθεση αυτοθυσίας για την πατρίδα, προκειμένου να αποφύγει τα όσα της πρόσαπτε η αντίπαλη παράταξη σχετικά με τις αλλεπάλληλες προσπάθειές της να διασφαλίσει βιαίως την εξουσία, αλλά και τις πιθανολογούμενες προθέσεις της να θυσιάσει ακόμη και την ακεραιότητα της ελληνικής επικράτειας προκειμένου να πετύχει τον στόχο της (Δεμερτζής, 2013: 43-90).
Μία από τις ιδιαιτέρως αρνητικές πτυχές των χρόνων της Κατοχής υπήρξε η συνεργασία Ελλήνων με τους κατακτητές. Η συνεργασία αυτή έλαβε διάφορες μορφές, εφόσον πέρα από εκείνους που στελέχωσαν τις κατοχικές κυβερνήσεις, υπήρξαν ένοπλα σώματα συνεργατών, τα Τάγματα Ασφαλείας, υπήρξαν καταδότες, οικονομικοί συνεργάτες, καθώς και ιδεολογικοί συνεργάτες. Η δράση των προσώπων αυτών θεωρήθηκε από νωρίς αξιόποινη και η διαδικασία παραπομπής τους στη δικαιοσύνη αποτέλεσε προτεραιότητα για την κυβέρνηση εθνικής ενότητας που έλαβε τον έλεγχο της χώρας αμέσως μετά την απελευθέρωση από τις κατοχικές δυνάμεις. Ο εντοπισμός και η τιμωρία τους, ωστόσο, δεν έλαβαν ποτέ τη ζητούμενη έκταση. Η πόλωση του κλίματος στο εσωτερικό της χώρας, κυρίως μετά τα Δεκεμβριανά, η οποία οδήγησε σε διώξεις εις βάρος των Αριστερών αντιστασιακών επέτρεψε αφενός τη δημιουργία συνθηκών εκφοβισμού εις βάρος εκείνων που θα μπορούσαν να εμφανιστούν ως μάρτυρες κατηγορίας, κι αφετέρου είχε ως αποτέλεσμα τη σταδιακή ατόνηση του όλου ζητήματος, εφόσον ο αγώνας κατά των κομμουνιστών απέκτησε σαφώς μεγαλύτερη σημασία. Ως εκ τούτου, άτομα που είχαν μεν συνεργαστεί με τους κατακτητές, αλλά προσέφεραν ακολούθως σημαντικές υπηρεσίες στην αναμέτρηση με τους κομμουνιστές, κατόρθωσαν να διεκδικήσουν την κοινωνική τους καταξίωση στο πλαίσιο της μεταπολεμικής κοινωνίας (Δελλόπουλος, 2015: 245-263).
Οι διώξεις κατά των Αριστερών που έλαβαν ιδιαίτερη ένταση μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας (Φεβρουάριος 1945) και αποτέλεσαν την περίοδο της «λευκής τρομοκρατίας», όπως και το γεγονός πως πολιτικοί, συνεργάτες τους, καθώς και διώκτες των κομμουνιστών αποκόμισαν σημαντικά οφέλη από τη διασπάθιση των οικονομικών πόρων του Σχεδίου Μάρσαλ, αποτελούν, επίσης, πτυχές της περιόδου του Εμφυλίου που αποσιωπώνται από την παράταξη των νικητών (Δεμερτζής, 2013: 43-90).
Η μεριά των ηττημένων έχει αντιστοίχως πτυχές της πορείας της που επιλέγει να αποσιωπά με τη λογική προφανώς πως δεν υπηρετούν τη δική τους κατασκευή της ιστορίας. Κατά την περίοδο της Κατοχής, για παράδειγμα, το ΕΑΜ έχοντας τον έλεγχο της ηπειρωτικής χώρας συγκρότησε στρατόπεδα συγκέντρωσης για τους αντιφρονούντες και δεν δίστασε να ασκήσει βία προκειμένου να ενισχύσει τον αριθμό των μελών του. Η ένταξη στο ΕΑΜ, άλλωστε, δεν αποτελούσε κατ’ ανάγκη αποτέλεσμα ελεύθερης επιλογής, εφόσον στις περιοχές ελέγχου του δεν δίσταζε να τιμωρεί όσους δεν ακολουθούσαν τις υποδείξεις του (Καλύβας, 2015: 37-56).
Ενδεικτική, άλλωστε, της έντασης που είχε η «κόκκινη» βία είναι το γεγονός πως θύματά της υπήρξαν ακόμη και μέλη του ίδιου του Κομουνιστικού Κόμματος. Η ΟΠΛΑ, που είχε θεωρητικώς αρμοδιότητες περιφρούρησης και προστασίας, προχώρησε στην εκτέλεση εκατοντάδων στελεχών του Κομμουνιστικού Κόμματος όταν αυτά βρέθηκαν να διαφωνούν με επίσημες αποφάσεις του (Δεμερτζής, 2013: 43-90).
Το ΕΑΜ επιδίωκε κατά τη διάρκεια της Κατοχής να ελέγχει πλήρως την αντιστασιακή δράση και δεν δεχόταν την ύπαρξη οργανώσεων που δρούσαν έξω από τον δικό του έλεγχο. Στο πλαίσιο αυτό μη κομμουνιστικές αντιστασιακές οργανώσεις διαλύθηκαν από τον ΕΛΑΣ, όπως συνέβη, για παράδειγμα, με το Σύνταγμα 5/42 του Ψαρρού. Παραλλήλως, ο ΕΛΑΣ είχε αναλάβει την παραδειγματική τιμωρία προσώπων που συνεργάζονταν με τις δυνάμεις του εχθρού. Έτσι, ήδη από τα χρόνια της Κατοχής μέχρι και τη Συμφωνία της Βάρκιζας χιλιάδες πολίτες φονεύθηκαν με την κατηγορία της συνεργασίας. Η δράση αυτή του ΕΛΑΣ, όπως και το κλίμα τρομοκρατίας που είχε επιβάλει το ΕΑΜ στις ορεινές περιοχές της Ελλάδας, εντάσσονταν στην επιδίωξη του ΕΑΜ να θέσει υπό τον πλήρη έλεγχό του τις περιοχές αυτές, στις οποίες και δρούσε ως «κρατική» αρχή (Αλβανός, 2022: 66-74).
Ενδεικτική της εμμονής του Κομμουνιστικού Κόμματος να μονοπωλεί την Αντίσταση είναι και η απόφασή του το 1976 να μη συμμετάσχει σε κίνηση αγωνιστών από ιδεολογικά ετερόκλητες οργανώσεις, στόχος της οποίας ήταν να αναδειχθεί πως στην Αντίσταση συμμετείχαν επίσης Δεξιοί και Κεντρώοι. Φροντίζει, συνάμα, το Κομμουνιστικό Κόμμα να προχωρά στην ανέγερση μνημείων προς τιμή μόνο μελών του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ και του Δημοκρατικού Στρατού, ισχυριζόμενο πως η Αντίσταση έγινε μόνο από τους κομμουνιστές. Σε περίπτωση, μάλιστα, που υπάρξει ανάλογη κίνηση από μη κομμουνιστική οργάνωση για την ανέγερση κάποιου τιμητικού μνημείου, η πράξη αυτή στιγματίζεται από το ΚΚΕ ως «εορτή μίσους» (Παπαθανασόπουλος, 2018: 9-21).
Το τέλος της εμφύλιας σύρραξης δεν σήμανε τον τερματισμό της αντιπαράθεσης, η οποία μεταφέρθηκε στο ιδεολογικό πεδίο και υπηρετήθηκε κι από τις δύο πλευρές μέσω της έκδοσης περιοδικών, κυρίως λογοτεχνικών, στα οποία δημοσιεύονταν έργα -θεωρητικά, κριτικά, λογοτεχνικά- που πληρούσαν συγκεκριμένες προϋποθέσεις.
Το περιοδικό «Ελληνική Δημιουργία» (1948-1954) είχε αμιγώς αντικομμουνιστικό χαρακτήρα, στηλίτευε τη δράση των κομμουνιστών και επέλεγε έργα που προωθούσαν τον συντηρητικό τρόπο σκέψης και τον ελληνοκεντρικό προσανατολισμό. Τη Διεύθυνση του περιοδικού είχε ο Σπύρος Μελάς, ο οποίος εξέφραζε με σαφή και έντονο τρόπο την αντίθεσή του στην κομμουνιστική ιδεολογία. Ο Μελάς κατηγορούσε τους κομμουνιστές ότι υπηρετούσαν -συνειδητά οι περισσότεροι- τα σχέδια των Σλάβων, οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν την εσωτερική αναταραχή για να προωθήσουν τον επεκτατισμό τους. Το γεγονός ότι το περιοδικό αυτό ξεκινά την έκδοσή του ενώ ο Εμφύλιος βρισκόταν ακόμη σε εξέλιξη δίνει την ευκαιρία στον Μελά να τονίσει από το πρώτο κιόλας τεύχος πως στόχος του είναι να δοθεί μια «μάχη του πνεύματος», η οποία θα στήριζε τη «μάχη των όπλων» που εκείνη την εποχή κορυφωνόταν στις ορεινές περιοχές της χώρας. Μόλις, ωστόσο, τερματίστηκε η ένοπλη αναμέτρηση, το περιοδικό «Ελληνική Δημιουργία» ανακοίνωσε πως θα ακολουθήσει την «πολιτική της λήθης», την οποία υιοθέτησαν οι πολιτικοί της παράταξης που νίκησε τον Εμφύλιο. Ως εκ τούτου, σταμάτησαν τόσο οι αναφορές στον Εμφύλιο όσο και στη δράση των κομμουνιστών, και η έμφαση δόθηκε στα ιδανικά εκείνα που υπηρετούσαν την «ανασυγκρότηση» του ελληνισμού (Μητσοπούλου, 2011: 1044-1051).
Οι διανοούμενοι της Αριστεράς είχαν τη δυνατότητα να δημοσιεύουν τα κείμενά τους στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» (1954-1967) και ενίοτε στο περιοδικό «Νέα Εστία» (Κωτίδης, 2000: 559-561). Σημαντικό ρόλο, ωστόσο, σε ό,τι αφορά την καθοδήγηση και την ενημέρωση των μελών της Αριστεράς διαδραμάτισε το περιοδικό «Νέος Κόσμος» (1949-1974).
Ο «Νέος Κόσμος», κατά τον πρώτο χρόνο της κυκλοφορίας του, περιείχε μεταφρασμένα άρθρα που αφορούσαν τη δράση της Αριστεράς σε άλλες χώρες. Στη συνέχεια, ωστόσο, το περιεχόμενό του ήταν κυρίως πρωτότυπο και σχετιζόταν με το ελληνικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Το περιοδικό αυτό αποτελούσε για τους Έλληνες Αριστερούς το συνδετικό κρίκο με τον εξόριστο πολιτικό κόσμο που είχε εκτοπιστεί στις γύρω Λαϊκές Δημοκρατίες. Μέσω του «Νέου Κόσμου» δημοσιεύονταν και γνωστοποιούνταν αποφάσεις του ΚΚΕ και επιχειρούταν μια εκλαϊκευτική παρουσίαση των επιμέρους στρατηγικών του κόμματος. Απώτερος στόχος, κατά τα πρώτα τουλάχιστον χρόνια της κυκλοφορίας του, ήταν να διατηρηθεί σε εγρήγορση ο κόσμος της Αριστεράς τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στους τόπους εξορίας. Η ελπίδα, άλλωστε, πως το Κομμουνιστικό Κόμμα θα κατόρθωνε να ανασυγκροτηθεί και να επιτύχει την εγκαθίδρυση μιας «Λαϊκής Δημοκρατίας» στην Ελλάδα δεν είχε ακόμη χαθεί. Όπως, μάλιστα, εξηγούσε σε άρθρο του ο Γενικός Γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος, Νίκος Ζαχαριάδης, η ήττα της Αριστεράς οφειλόταν στην προδοτική δράση του Τίτο, καθώς και ηγετικών μελών του κόμματος (Τζιάρας, 2007: 53-73).
Στο πλαίσιο του Εμφυλίου οι ελληνικές κυβερνήσεις δέχτηκαν πίεση από τις ΗΠΑ προκειμένου να διατηρήσουν τη λειτουργία των κοινοβουλευτικών θεσμών, ώστε να παραμείνει εφικτή η παρουσίαση του θετικού ρόλου των ΗΠΑ ως δύναμης που δρα υπέρ της ελευθερίας. Το γεγονός αυτό, ωστόσο, δεν απέτρεψε τη λήψη σημαντικών περιοριστικών μέτρων ακόμη και με τη διαδικασία της «αυτόνομης κυβερνητικής νομοθεσίας» μέσω της έκδοσης αναγκαστικών νόμων. Έτσι, με τον αναγκαστικό νόμο 509/1947 τόσο το Κομμουνιστικό Κόμμα όσο και το ΕΑΜ κρίθηκαν παράνομα και απαγορευόταν στο εξής η δράση τους. Ο νόμος αυτός απαγόρευε επίσης την προσπάθεια διάδοσης «επιλήψιμων ιδεών» είτε προφορικά σε δημόσιες συγκεντρώσεις είτε γραπτώς μέσω εντύπων. Οι συγγραφείς των κειμένων που προωθούσαν ιδέες, οι οποίες υπηρετούσαν την κομμουνιστική ιδεολογία, όπως και οι εκδότες των κειμένων αυτών έρχονταν αντιμέτωποι με κυρώσεις που επιβάλλονταν από στρατοδικεία.
Υπήρξαν παραλλήλως κι άλλες νομοθετικές πρωτοβουλίες προκειμένου να περιοριστεί η κυκλοφορία εφημερίδων και περιοδικών που στήριζαν το Κομμουνιστικό Κόμμα. Επρόκειτο, ειδικότερα για τα ψηφίσματα ΙΕ΄/1946, ΛΑ΄ & ΛΒ΄/1947 μέσω των οποίων επιτρεπόταν η κατάσχεση, αλλά και η απαγόρευση κυκλοφορίας εντύπων που προωθούσαν αντεθνικές και στασιαστικές ιδέες.
Έτι περαιτέρω με την επαναφορά σε ισχύ προγενέστερου διατάγματος κατέστη εφικτός ο εκτοπισμός ατόμων που ήταν ύποπτα -κι όχι κατ’ ανάγκη ένοχα- για δράσεις που έθεταν σε κίνδυνο την ασφάλεια της χώρας. Με βάση το διάταγμα αυτό μεγάλος αριθμός πολιτών βίωσε τις εξαιρετικά ψυχοφθόρες συνθήκες διαβίωσης στους τόπους εκτοπισμού, όπου και δέχονταν σημαντική πίεση προκειμένου να απαρνηθούν τις ιδέες και τις αντιλήψεις τους. Υπήρχε, μάλιστα, η πρόβλεψη υπογραφής μιας «δήλωσης μετάνοιας» μέσω της οποίας διασφαλιζόταν η επιτυχής αναμόρφωση των υπόπτων και η επανένταξή τους στην κοινωνία (Αλιβιζάτος, 2011: 333-352).
Η προσπάθεια ελέγχου των διακινούμενων ιδεών δεν τερματίστηκε, πάντως, όταν τελείωσε ο Εμφύλιος, διότι το ψυχροπολεμικό κλίμα της εποχής, όπως και η θέληση των κυβερνώντων να περιορίσουν τον αντίκτυπο των όσων είχαν προηγηθεί, οδήγησαν στην παράταση των μέτρων απαγόρευσης και δίωξης. Υπ’ αυτό το πνεύμα, αν και το 1952 ψηφίστηκε νέο Σύνταγμα, υπήρξε την ίδια χρονιά νομοθετική πρόβλεψη ώστε οι συντακτικές πράξεις και τα ψηφίσματα που είχαν τεθεί σε ισχύ από το 1944 και καθ’ όλη τη διάρκεια του Εμφυλίου να διατηρηθούν, έστω κι αν έρχονταν σε αντίθεση με το πνεύμα και τις αρχές του Συντάγματος του 1952 (Αλιβιζάτος, 2011: 366-374).
Η δυνατότητα λογοκρισίας που υπήρχε στο εσωτερικό της χώρας άφηνε ανεπηρέαστο τον μηχανισμό προπαγάνδας του Κομμουνιστικού Κόμματος που είχε ήδη μεταφέρει την έδρα του στο Βουκουρέστι. Από το 1949, μετά την 6η Ολομέλεια της ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος λαμβάνεται η απόφαση για τη δημιουργία Επιτροπής Διαφώτισης, η οποία μέσω του λογοτεχνικού της τμήματος φροντίζει για την καθοδήγηση των νέων λογοτεχνών. Οι λογοτέχνες λάμβαναν οδηγίες που σχετίζονταν τόσο με τη μορφή του έργου τους όσο και με το περιεχόμενό του, το οποίο όφειλε να προωθεί πρωτίστως κοινωνικά και πολιτικά μηνύματα. Μεταξύ των επιδιώξεων της Επιτροπής Διαφώτισης ήταν η λογοτεχνική αποτύπωση των εμπειριών και των συγκρούσεων των Κομμουνιστών μαχητών τόσο κατά τον πρώτο ένοπλο αγώνα τους (Αντίσταση) όσο και κατά τον δεύτερο (Εμφύλιος). Επιθυμητή ήταν, επίσης, η λογοτεχνική αποτύπωση «πορτραίτων» των αγωνιστών του κόμματος είτε εκείνοι ήταν γνωστοί είτε ακόμη και απλοί αντάρτες. Προκειμένου, μάλιστα, να διασφαλιστεί η προώθηση του στόχου αυτού αποφασίστηκε το 1951 να ανατεθεί το σχετικό έργο σε εδραιωμένους λογοτέχνες της παράταξης.
Η Επιτροπή Διαφώτισης ήλεγχε τα υποψήφια προς δημοσίευση έργα των νέων λογοτεχνών και παρείχε ακολούθως τις κατάλληλες παρατηρήσεις σε περίπτωση που διαπιστωνόταν κάποια παρέκκλιση από τα ιδεολογικά αξιώματα του κόμματος. Οι παρατηρήσεις που δίνονταν στους λογοτέχνες ακολουθούσαν συγκεκριμένη πάντοτε μορφή, προκειμένου να αποφευχθεί η αποθάρρυνσή τους. Προηγούνταν, κατ’ αυτό τον τρόπο, θετικά σχόλια για τις λογοτεχνικές τους δυνατότητες και ύστερα γίνονταν οι υποδείξεις που αφορούσαν είτε το περιεχόμενο είτε τη μορφή του έργου τους. Αξίζει, μάλιστα, να τονιστεί πως ό,τι επιζητούσε η Επιτροπή Διαφώτισης δεν ήταν απλώς η στήριξη και η προπαγάνδα των ιδεών του κόμματος, αλλά και η δημιουργία αξιόλογων λογοτεχνικών έργων (Πούλου, 2019: 36-50).
Η ευαισθησία του Κομμουνιστικού Κόμματος απέναντι στο πώς παρουσιάζονταν τόσο οι ιδέες του όσο και το ίδιο το Κόμμα στα λογοτεχνικά έργα γίνεται εναργώς αντιληπτή από την αντίδρασή του το 1959 απέναντι στη συντακτική ομάδα του περιοδικού «Επιθεώρηση Τέχνης» για τη δημοσίευση του διηγήματος «Η Σιωπή» του Σοβιετικού Ντανιήλ Γκράνιν. Η συντακτική επιτροπή παραπέμφθηκε σε μια μορφή εσωτερικής δίκης υπό την εποπτεία κομματικών οργάνων της ΕΔΑ, με την κατηγορία πως το δημοσιευθέν έργο αρνούνταν το αλάνθαστο κριτήριο των στελεχών του Σοβιετικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Αποτέλεσμα της δίκης αυτής ήταν η απομάκρυνση του Δημήτρη Ραυτόπουλου από τη συντακτική επιτροπή και η επιβολή κομματικού επιτρόπου με εποπτικό ρόλο στη σχετική επιτροπή (Παπαθανασόπουλος, 2018: 153-158).
Το ερώτημα για το ποιος ή ποιοι φέρουν την ευθύνη για τον Εμφύλιο μένει χωρίς ουσιαστική απάντηση. Αναμφίβολα η επιλογή του Ν. Ζαχαριάδη να μη μετάσχει το ΚΚΕ στις εκλογές του 1946 ήταν λανθασμένη, εφόσον ήταν βέβαιο πως το Κομμουνιστικό Κόμμα θα διασφάλιζε εκπροσώπηση στη Βουλή (Αλεβιζάτος, 2011: 333-335). Ίσως η διασφάλιση στήριξης από τη Γιουγκοσλαβία και η -πιθανή- άγνοια για τη συμφωνία μεταξύ Στάλιν και Τσόρτσιλ ή η -πιθανή- αμφιβολία για την εγκυρότητα αυτής της συμφωνίας να οδήγησαν τον Ζαχαριάδη σε μια εσφαλμένη εκτίμηση της κατάστασης. Ίσως να υπερεκτίμησε τις στρατιωτικές δυνάμεις της παράταξής του και να θεώρησε πως η βίαιη κατάληψη της εξουσίας ήταν εφικτή. Ίσως αυτή να ήταν η πρόθεση των Κομμουνιστών ήδη από τα χρόνια της Αντίστασης, όταν στρέφονταν εναντίον των άλλων οργανώσεων. Όπως διατυπώθηκε, άλλωστε, στις 14 Οκτωβρίου 1950 σε Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ, η αδυναμία του κόμματος να κερδίσει την «επανάσταση» και να λάβει την εξουσία υπήρξε αποτέλεσμα λανθασμένων πολιτικών της ηγεσίας του κόμματος (Παπαθανασόπουλος, 2018: 215-233).
Ίσως το Κομμουνιστικό Κόμμα να παρασύρθηκε στην εμφύλια σύγκρουση λόγω της λευκής τρομοκρατίας και της προσπάθειας των αστικών κομμάτων να εξουδετερώσουν την Αριστερά. Ίσως η κατάληψη της εξουσίας να μην αποτέλεσε ποτέ μέρος των σχεδίων του ΕΑΜ (Αλβανός, 2022: 63-66).
Αν η απροθυμία των παρατάξεων να αναλάβουν τις ευθύνες που τους αναλογούν δεν είχε οδηγήσει την ιστορική διαπραγμάτευση του γεγονότος αυτού στο δρόμο των ατελών και προπαγανδιστικών προσεγγίσεων, η καθολική και αδιαπραγμάτευτη καταδίκη του θα ήταν δεδομένη. Καλυμμένος όμως άλλοτε υπό το πέπλο της σιωπής και φωτιζόμενος άλλοτε υπό το πρίσμα ενός υποτιθέμενου ηρωισμού επιβιώνει στη συλλογική μνήμη και συνεχίζει να ασκεί την επιρροή ενός αμφιλεγόμενου γεγονότος.
Το εθνικά επωφελές θα ήταν να αντιμετωπιστεί ο Εμφύλιος ως μέγιστο αμοιβαίο λάθος, να απομυθοποιηθεί και να καταδικαστεί εξίσου από όλες τις κομματικές παρατάξεις. Στην πραγματικότητα, εντούτοις, παρά τις προσπάθειες για την επίτευξη της «συμφιλίωσης» και την εδραίωση μιας αμιγούς δημοκρατικής πολιτικής σκέψης, ο «μύθος» του Εμφυλίου παραμένει επίμονος.
Η προσπάθεια του Κομμουνιστικού Κόμματος -και ευρύτερα της Αριστεράς- να αποποιηθεί τις όποιες ευθύνες για την πρόκληση του Εμφυλίου μέσω του συστηματικού υπερτονισμού της εποποιίας των Αριστερών στα χρόνια της Αντίστασης συμπαρασύρει και την αμέσως επόμενη περίοδο, εκείνη ακριβώς του Εμφύλιου Πολέμου, αποδίδοντάς της μια στρεβλή ηρωική διάσταση.
Βιβλιογραφία
Βάσσης Λ., 2022: Ανοιχτή Συζήτηση Ιοκάστη/Πατρίδα – Το Εμφύλιο και το Μετεμφύλιο άγος. Εκδόσεις Gutenberg.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου