Tom Mc Nemar
Γιώργος Δερτιλής «Η εμφυλιοπολεμική
νοοτροπία και η σημερινή κρίση»
Από το βιβλίο του Γ. Β. Δερτιλή «Επτά
πόλεμοι, τέσσερις εμφύλιοι, επτά πτωχεύσεις 1821-2016» των Εκδόσεων Πόλις.
Πριν ξεκινήσω το τελευταίο αυτό κεφάλαιο, οφείλω να διευκρινίσω ότι από
εδώ και πέρα γράφω αποκλειστικά ως πολίτης και διόλου ως ιστορικός. Και θερμά
παρακαλώ τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες να μη βιαστούν να κλείσουν το
βιβλίο. Γιατί άλλωστε να απορρίψουν χωρίς σκέψη και επιείκεια την επιλογή μου
να φορέσω τον σκούφο του πολίτη; Τον ίδιο σκούφο φοράει η Δημοκρατία. Γιατί να
οργιστούν πρόωρα αν οι απόψεις μου είναι αντίθετες με τις δικές τους; Με τον
διάλογο προχωρεί η Δημοκρατία. Αν ζυγίσουν ήρεμα τις αντίθετες απόψεις με τις δικές
τους, μπορεί να καταλήξουν σε μια τρίτη άποψη, διαφορετική και πιο
ολοκληρωμένη. Ας έχουν σταθερά στον νου, όμως, το τι τράβηξαν οι γονείς, οι
πάπποι και οι προπάπποι τους αυτά τα διακόσια χρόνια και πόσα βάσανα θα είχαν
αποφύγει αν είχε επικρατήσει ο διάλογος αντί για τον φανατισμό που τους χώρισαν
σε τόσους εμφύλιους σπαραγμούς.
Ξεκινώ, λοιπόν, με μια τελευταία ιστορική αναδρομή. Μέσα σε δύο αιώνες, όπως
έλεγα, οι Έλληνες εβίωσαν επτά οικονομικές καταστροφές, επτά πολέμους και,
κυρίως, τέσσερις εμφυλίους. Τέτοια αλλεπάλληλα βιώματα μπορούν να χαράξουν
βαθύτατα τον ψυχισμό και τη νοοτροπία μιας κοινωνίας ολόκληρης. Για να το
καταλάβουμε, αρκεί μια απλή σκέψη. Στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας δεν
υπήρξαν ποτέ Έλληνες ή Ελληνίδες που να μην εβίωσαν τουλάχιστον μια φορά στη
ζωή τους τη φρίκη, ή έστω την απειλή και τον φόβο του πολέμου⸱ δεν υπήρξαν ποτέ Ελληνίδες ή Έλληνες
που να μην αισθάνθηκαν τη βαθιά ανασφάλεια των οικονομικών κρίσεων.
Ωστόσο, βιώνοντας και μελετώντας τη σημερινή κρίση, είμαι βέβαιος ότι το
κυριότερο και αμεσότερο αίτιό της είναι το τραύμα του πιο πρόσφατου και
αγριότερου εμφυλίου πολέμου της νεοελληνικής ιστορίας. Αυτός ο εμφύλιος, τόσο
διαφορετικός από τους τρεις προηγούμενους, αυτό το τραύμα που δεν λέει να
κλείσει, άφησε πάνω στο δέρμα μας τη φρικίαση του πολέμου σώμα με σώμα και στην
ψυχή μας μιαν ανεξίτηλη εμφυλιοπολεμική νοοτροπία.
Σε αυτό η σημερινή κρίση διαφέρει από τις προηγούμενες: έχει πρόσφατο
τον τελευταίο εμφύλιο της νεοελληνικής Ιστορίας, αλλά συνδέεται και με τους προηγούμενους.
Συνδετικός κρίκος ήταν ο εμφύλιος που ξορκίσαμε με το ψευδώνυμο «Διχασμός», αυτός
που κατέληξε στη δικτατορία Μεταξά και έληξε με τον θάνατο του δικτάτορα. Ο «Διχασμός»,
όμως, έληξε τρία μόλις χρόνια προτού ξεκινήσει ο επόμενος εμφύλιος, ο δικός μας⸱ και ύστερα, οι δυο τους συνδέθηκαν και
με όλους τους προηγούμενους μέσα από τα βιώματα και τις αφηγήσεις των γονέων μας
και των δικών τους γονέων, σφραγίζοντας το ιστορικό μας υποσυνείδητο με τον τρόμο
μιας προαιώνιας κληρονομικότητας, σαν μια κατάρα να κατατρέχει τους ανθρώπους
που έζησαν σε αυτό τον τόπο και να τους καταδικάζει σε αιώνια και αιματηρή
διχόνοια.
Γιατί άραγε ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ο «εθνικός ιστορικός» της νεότερης
Ελλάδας, έφθασε να διακρίνει αυτή τη διχόνοια στους Πελοποννησιακούς Πολέμους,
στην αρχαιοελληνική τραγωδία, ακόμη και στις ομηρικές διχόνοιες των Αχαιών;
Γιατί έφθασε να ξορκίζει τους αναγνώστες της μεγάλης Ιστορίας του Ελληνικού
Έθνους να μην αποδεχθούν αυτή την καταραμένη κληρονομιά;
Ίσως επειδή, δεκαπεντάχρονος στο Ναύπλιο το 1832, είδε τη διχόνοια να
δολοφονεί τον Καποδίστρια στον σύντομο αλλά φονικό δεύτερο εμφύλιο -μόλις έξι
χρόνια μετά τον πρώτο, που λίγο έλειψε να καταστρέψει την Επανάσταση του ’21.
Ίσως επειδή, έξι χρονών παιδί το 1821, είχε δει με τα ίδια του τα μάτια στην
Κωνσταντινούπολη τον απαγχονισμό του πατέρα του, «πρωτομάρτυρα» της Φιλικής
Εταιρείας.
Το έργο του Κ.Θ. Δημαρά «Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος. Η εποχή του –
Η ζωή του – Το έργο του» (ΜΙΕΤ, 1896) είναι ένα βιογραφικό και συγγραφικό
αριστούργημα. Λαμπρό παράδειγμα είναι οι λιτές αναφορές στην απίστευτη
δοκιμασία που υπέστη ο Παπαρρηγόπουλος στην παιδική του ηλικία, βλέποντας τον
πατέρα του απαγχονισμένο.
Κανείς δεν θα μάθει ποτέ όλα όσα άκουσε και σκέφτηκε στα υπόλοιπα παιδικά
και εφηβικά του χρόνια αυτό το «βαρύθυμον και δυσμαθές παδίον», όπως τον
περιέγραψε ο «πάντοτε κακολόγος» Αλέξανδρος Ρίζος-Ραγκαβής. Διαβάζοντας όμως τον
Κωνσταντίνο Θ. Δημαρά, μπορούμε εύκολα να φανταστούμε τι ώθησε τον
Παπαρρηγόπουλο, ώριμο άνδρα πλέον, να γράψει την «Ιστορία» όπως την έγραψε, ξορκίζοντας
τη μεταξύ των Ελλήνων διχόνοια σαν ένα είδος κατάρας και χαρακτηρίζοντας τη
σχέση των σύγχρονων Ελλήνων με την ελληνική αρχαιότητα «κληρονομικό χρέος».
Όσο για τους σύγχρονους και σημερινούς Έλληνες, έχουμε όλοι πλήρη
συνείδηση της διχόνοιας που μας διχάζει στα μικρά ζητήματα και στα μεγάλα, και ας
αγνοούμε τον Παπαρρηγόπουλο. Και από την εποχή που ο τελευταίος μας εμφύλιος
συνδέθηκε με τον προτελευταίο που ονομάσαμε «Διχασμό», από τότε η φρίκη, ο
φόβος και η ανασφάλεια συνδέθηκαν μέσα μας με όλους τους προηγούμενους
εμφυλίους και με την ιστορία αιώνων.
Ωστόσο, είτε πολεμήσαμε εμείς οι ίδιοι στον τελευταίο εμφύλιο είτε μας τον
αφηγήθηκαν οι δικοί μας και τον βλέπουμε στους εφιάλτες μας, αυτά δεν είναι τα
μόνα συναισθήματα που μας πλημμυρίζουν μπροστά του. Η εξοικείωσή μας με τον
πόλεμο μας εξοικειώνει και με τον κίνδυνο, με τις αγριότητες, με τον θάνατο.
Κυρίως μιας εξοικειώνει με το μίσος για τον εχθρό -μίσος πολλαπλό αν ο εχθρός
ήταν μέχρι χθες ο πλησίον, ένας αδελφός, πατέρας ή γιος που «πρόδωσε». Αυτά
είναι, λοιπόν, τα συναισθήματα που έθρεψαν την εμφυλιοπολεμική νοοτροπία των
σημερινών Ελλήνων.
Ένας εμφύλιος, ένας πόλεμος ολοκληρωτικής εξόντωσης του πλησίον μας,
προϋποθέτει αμοιβαία απέχθεια και τροφοδοτεί απέραντο μίσος. Η απέχθεια
μεταμορφώνει τον πλησίον μας σε άψυχο και σιχαμερό αντικείμενο⸱ και το μίσος επιβάλλει την καταστροφή
του.
Αυτά κυριαρχούν στη σκέψη των μαχητών ενός εμφυλίου, και σε τέτοιο
βαθμό, ώστε γίνονται τελικά τρόπος ζωής και νοοτροπία. Κι επειδή ένας εμφύλιος
ξεσκίζει στα δύο τη χώρα ολόκληρη, ύπαιθρο, πόλεις και γειτονιές, οικογένειες
και φιλίες, γι’ αυτό είναι πανδημία κληρονομική. Όποιος εβίωσε το μίσος, το
μεταφέρει στους απογόνους του. Ο χρόνος θα σφυρηλατήσει αυτή τη νοοτροπία και
από γενιά σε γενιά θα τη μεταλλάξει σε κουλτούρα.
Το προοίμιο της σημερινής κρίσης το έγραψαν στις πόλεις και στα βουνά της
Κατοχής και του Εμφυλίου οι προπάπποι, οι πάπποι και οι γονείς όλων μας. Θα
μπορούσαμε άραγε, με εργαλεία δημογραφικά και με κοινωνιολογικές μεθόδους, να
είχαμε χαρτογραφήσει αυτή την κληρονομικότητα; Θα μπορούσαμε, αν το μίσος είχε
αφήσει αλώβητη την επιστημονική μας περιέργεια και νηφαλιότητα. Αλλά δεν την
άφησε, τα χρόνια πέρασαν, άνθρωποι πέθαναν. Η μία από τις τρεις γενιές που
πέρασαν από τότε έχει σβήσει σχεδόν ολοσχερώς, η δεύτερη σβήνει και η τρίτη δεν
αναρωτιέται. Είναι, λοιπόν, αργά για τέτοιες έρευνες. Αυτό σημαίνει άραγε ότι
αδυνατούμε έστω και μόνο να υποθέσουμε το πώς το μίσος αναμεταδόθηκε σαν πανδημία;
Βεβαίως όχι.
Είναι άλλωστε προφανές: πέρασε μέσα από τη δεξιά και την αριστερή οικογένεια⸱ μέσα στο σχολείο του δεξιού κράτους
αλλά και στον ψιθυριστό αντίλογο αριστερών δασκάλων⸱ στις νεανικές παρέες που έψαχναν στο
παρελθόν για ινδάλματα, ζώντα ή νεκρά⸱ και με το σφυροκόπημα της προπαγάνδας,
δεξιάς ή αριστεράς.
Πώς άραγε πέρασαν τα κηρύγματα αυτά και οι κατηχήσεις στην κάθε
οικογένεια; Πώς έγιναν υποθήκες, πίστη και, τελικά, μια διχασμένη κουλτούρα;
Στην πρώτη γενιά, σε όσους γεννήθηκαν πριν από το 1950, είτε με τη συμμετοχή
των μεγαλυτέρων στις μάχες είτε μέσα από τον βιωμένο τρόμο όσων ήταν ακόμη
παιδιά.
Στη δεύτερη γενιά, σε όσους γεννήθηκαν μεταξύ 1950 και 1979, τη
διχασμένη κουλτούρα την ανανέωση η προπαγάνδα του αριστερού ηρωισμού και του
δεξιού πατριωτισμού⸱
και η επταετία της δικτατορίας αναζωπύρωσε το μίσος.
Η τρίτη γενιά, γεννημένη μετά το 1980, παρέλαβε τη νέα κουλτούρα μέσα
στην ακραία πολωμένη διαμάχη κομμάτων και μαζικών μέσων που διεκδικούσαν την
εξουσία χωρίς αίσθηση της Ιστορίας, χωρίς πολλούς ηθικούς δισταγμούς και χωρίς
κανένα σεβασμό για την αλήθεια.
Στην εκπαίδευση όλων αυτών των γενεών, σε όλες τις αντίστοιχες ιστορικές
φάσεις, συνετέλεσαν δραστικά οι δάσκαλοι σε όλες τις βαθμίδες του εκπαιδευτικού
συστήματος. Από τη μία πλευρά, ήταν όσοι πίστευαν στη Δεξιά, ή την έτρεμαν, ή
απλώς αδιαφορούσαν. Αυτοί μετέφεραν στους μαθητές και τους φοιτητές τις απόψεις
των νικητών του Εμφυλίου. Άλλοι τις μετέφεραν με λόγο γεμάτη αυστηρή
καθαρεύουσα και φλογερό στόμφο, άλλοι με απλούστερο αλλά πολιτικοποιημένο
διδακτισμό, άλλη με άχρωμη βαριεστημάρα.
Στα σχολεία και στα πανεπιστήμια, εξ άλλου, αυτοί ήταν η μεγαλύτερη
πλειονότητα έως την πτώση της Χούντας: οι μετεμφυλιακές κυβερνήσεις,
κεντροδεξιές και δεξιές, είχαν εκκαθαρίσει το εκπαιδευτικό σύστημα (κυρίως το
δημόσιο) από τα αριστερά «μιάσματα» -όσα τουλάχιστον είχαν φάκελο στην Ασφάλεια.
Σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, οι αριστεροί και κεντροαριστεροί δάσκαλοι
και καθηγητές ήταν λίγοι και συνεχώς λιγόστευαν έως το 1974.
Στην πρώτη και στη δεύτερη βαθμίδα, αυτοί οι άνθρωποι ελάχιστα μπορούσαν
να αντιδράσουν στον ασφυκτικό έλεγχο του κράτους, των συναδέλφων, ακόμη και των
παιδιών. Σε αυτές τις βαθμίδες, η κατάσταση δεν άλλαξε πολύ ούτε μετά την πτώση
της δικτατορίας. Οι καθηγητές των Γυμνασίων και των Λυκείων πολύ δύσκολα
μπορούσαν να μιλήσουν «εκτός ύλης», να υπονομεύσουν το εξίσου ασφυκτικό σύστημα
των διδακτικών βιβλίων και των «αδιάβλητων» εξετάσεων που επέβαλλαν την
αποστήθισή τους, να ξεπεράσουν την αντίδραση των ίδιων των μαθητών και των
γονέων τους που απαιτούσαν απλώς και μόνο την προπαρασκευή για τις εισαγωγικές
εξετάσεις στα πανεπιστήμια.
Στην τρίτη βαθμίδα, εξ άλλου, η συντριπτική πλειονότητα των δεξιών πανεπιστημιακών
εξασφάλισαν σχεδόν ανενόχλητη την αναπαραγωγή του συστήματος στο σύνολό του
μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Από το 1950 έως τότε, οι παλιοί, δεξιοί
καθηγητές των πανεπιστημίων έπλασαν νέες γενιές δασκάλων και καθηγητών, οι
οποίοι στελέχωσαν με τη σειρά τους τόσο τα πανεπιστήμια όσο και τις άλλες βαθμίδες
της εκπαίδευσης, διαδίδοντας τον διχαστικό λόγο της Δεξιάς και στην επόμενη
γενιά.
Μετά το 1974 η κατάσταση στα πανεπιστήμια άρχισε να αλλάζει. Ορισμένοι
κεντρώοι και αριστεροί που είχαν καλές θέσεις ή σπουδές στο εξωτερικό μπόρεσαν
να εκλεγούν παρά τη λυσσώδη αντίδραση της παλιάς φρουράς. Η ριζοσπαστική έκρηξη
των φοιτητών στα πρώτα χρόνια μετά τη δικτατορία βοήθησε πολύ αυτές τις αλλαγές.
Αλλά μόνο μετά το 1985 οι αριστεροί εκλέγονται πλέον μαζικά σε πολλές ανώτερες
και ανώτατες σχολές, ιδίως στα νέα επαρχιακά πανεπιστήμια που ιδρύθηκαν τότε.
Σε αυτή την ευρύτερη μεταβολή συνετέλεσε και ο τρόπος εκλογής των διδασκόντων τον
οποίο επέβαλε η μεταρρύθμιση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης το 1982.
Η μεταβολή ήταν θεωρητικώς σωστή αλλά και απαραίτητη για την πολυφωνία,
την ελευθερία και την ποιότητα της πανεπιστημιακής διδασκαλίας⸱ στην πράξη, όμως, προκάλεσε δύο πολύ
σοβαρά προβλήματα.
Πρώτον, με το νέο σύστημα, οι φοιτητές και οι διοικητικοί υπάλληλοι
διέθεταν πάνω από το ένα τρίτο των ψήφων και οι οργανώσεις τους μπορούσαν να επηρεάζουν
ή και να ελέγχουν πολλές εκλογές καθηγητών και λεκτόρων. Αυτό επέτρεψε την
εκλογή αρκετών λεκτόρων και καθηγητών με προσόντα σχετικά χαμηλού επιπέδου⸱ κυρίως, όμως, επέβαλε ένα κλίμα
ευνοιοκρατίας και συναλλαγής μεταξύ διδασκόντων, υποψηφίων, κομματικών φοιτητικών
και συνδικαλιστικών οργανώσεων.
Δεύτερον, το νέο σύστημα διαιώνισε τις διχαστικές συνέπειες του παλαιού.
Από τους νεοεκλεγόμενους, αριστερούς πανεπιστημιακούς, πολλοί δεν είχαν
εγκαταλείψει την Αριστερά παρά τις σταλινικές θηριωδίες και τις εξεγέρσεις στο
Ανατολικό Βερολίνο, στη Βουδαπέστη, στην Πράγα, στην Πολωνία. Είτε από καλή
προαίρεση είτε από κομματική φιλοδοξία, δικτυώθηκαν μεταξύ τους για να
κατακτήσουν συστηματικά τα Πανεπιστήμια. Επιπλέον, έπλασαν και αυτοί μια νέα
γενιά δασκάλων και καθηγητών που στελέχωσαν με τη σειρά τους και άλλες βαθμίδες
της εκπαίδευσης, διαδίδοντας και στην επόμενη γενιά τον διχαστικό λόγο – της Αριστεράς.
Εκπαίδευση, παιδεία, κουλτούρα, πολιτισμός: είναι λέξεις που αναδύονται
συχνά και αναπάντεχα μέσα σε αυτό το βιβλίο. Αυτό δεν είναι περίεργο. Για να
σταματήσει η φαύλη σπείρα και για να μην ξαναξεκινήσει ποτέ, η Ελλάδα
χρειάζεται κάτι πολύ σημαντικότερο από οικονομικές μεταρρυθμίσεις: παιδεία.
Πρέπει να ξαναδώσει στα παιδιά της την κριτική, σφαιρική και ανθρωπιστική
παιδεία που χρειάζονται για να γίνουν καλοί πολίτες και δημιουργικοί άνθρωποι. Αυτό
είναι δυνατό μόνο με μια συναινετική και μακρόπνοη εκπαιδευτική πολιτική⸱ μόνο με τη στήριξη των χιλιάδων δασκάλων
που λειτουργούν σαν ιεραπόστολοι⸱ και μόνο με σκληρή προσπάθεια δύο γενεών.
Έτσι μόνο ο Επιτάφιος του Θουκυδίδη θα γίνει επιτέλους το θεμέλιο της αγωγής
του Έλληνα πολίτη.
Καιρός για γενικό συμπέρασμα. Δεν είναι
ευχάριστο. Κάπου εκεί μετά την πτώση της δικτατορίας η Ελλάδα έχασε την τελευταία
ευκαιρία να κλείσει τον Εμφύλιο με μια πραγματικά, βαθιά συμφιλίωση. Γιατί αυτό
δεν ήθελε δημαγωγούς στην πολιτική⸱ απαιτούσε ηγέτες⸱ δεν ήθελε ιεροκήρυκες στα σχολεία και
στα Πανεπιστήμια⸱
ήθελε δασκάλους της κριτικής σκέψης και των ιδεών του Διαφωτισμού και του
Ανθρωπισμού -ιδίως σήμερα, με τη μισή ανθρωπότητα να κυνηγά και να σκοτώνει τον
Διαφωτισμό και τον Ανθρωπισμό όπου ακόμη αντιστέκονται.
---
Το 2009 η κρίση μας βρήκε με τον νου θολωμένο από την εμφυλιοπολεμική
κουλτούρα. Η αντιμετώπιση της κρίσης έως τα μέσα του 2016, άσκεπτη, σπασμωδική
και εντελώς ανοργάνωτη, αποκάλυψε σε ένα έκπληκτο ευρωπαϊκό και διεθνές κοινό όλες
τις παθογένειες του ελληνικού οικονομικού, πολιτικού και κοινωνικού συστήματος.
Η κρίση, όμως, αποκάλυψε επιπλέον όλα τα προβλήματα της Ευρώπης, της ευρωπαϊκής
ενοποίησης και την πολυπλοκότητα, αδράνεια και ανικανότητα της ευρωπαϊκής
γραφειοκρατίας. Η γραφειοκρατία αντέδρασε με αμηχανία και αδιαφορία. Οι
κυβερνήσεις των χωρών-μελών αντέδρασαν αμυντικά, και μόνο ορισμένα ανώτερα
όργανα της Ένωσης αντέδρασαν με υπευθυνότητα. Η Ευρώπη σώθηκε, έστω προσωρινώς
-η Ελλάδα, όχι.
Στην Ελλάδα, εξ άλλου, στα δεκαπέντε τελευταία χρόνια η ανανέωση της στελέχωσης
όλων των ελληνικών κομμάτων ήταν συνεχής, ευρύτατη και ποιοτικώς θλιβερή. Μισός
αιώνας απαιδευσίας στα σχολεία και στα πανεπιστήμια είχε διαμορφώσει μια
κρίσιμη μάζα ψηφοφόρων χωρίς παιδεία και χωρίς κριτική σκέψη. Αυτοί κυρίως
έστειλαν στη Βουλή τους ασήμαντους που επέλεγαν οι αρχηγοί των κομμάτων.
Η κατάπτωση της πολιτικής και η ελεύθερη πτώση της οικονομίας οφείλεται
κυρίως στην ημιμάθεια σχεδόν όλων των κομματικών και κυβερνητικών στελεχών⸱ στην άρνηση όλων να προωθήσουν
οποιαδήποτε μεταρρύθμιση⸱
στην αντίδραση σε όλα, με στομφώδεις γενικολογίες και ευχολόγια⸱ στην αδυναμία όλων να μελετήσουν εις
βάθος και να προτείνουν ένα τεκμηριωμένο και κοστολογημένο αναπτυξιακό πρόγραμμα⸱ και βεβαίως, στην αδιάκοπη και βίαιη
αντίδραση των ακραίων ομάδων του ενός ή του άλλου κόμματος και της μίας ή της άλλης
συντεχνίας ή ομάδας συμφερόντων.
Η ημιμάθεια και ακρισία των πολιτικών τάξεων, σε συνδυασμό με την ακραία
δημαγωγία όλων των κομμάτων, διαιώνιζαν τα σύνδρομα της γενικότερης κοινωνικής
απαιδευσίας: την ξενοφοβία, την ευρωφοβία, την έλλειψη διαλόγου και την κλιμάκωση
της βιαιότητας. Οι συνθήκες αυτές ενίσχυαν συνεχώς την ακροδεξιά⸱ και αυτές κυρίως προεβίβασαν μια
καρικατούρα του ναζισμού στη θέση του τρίτου κόμματος της χώρας, ευτελίζοντας
τελείως ένα κοινοβούλιο ήδη ευτελές και πριν από το 2009.
---
Πριν από 23 χρόνια, το 1993, τελείωνα ένα βιβλίο ως εξής:
Το τίμημα που κατέβαλε η νεοελληνική δημοκρατία για τα 150 χρόνια της
ζωής της ήταν βαρύ και πολυσύνθετο. Τίμημα πολιτικό: μια δημοκρατία που
κατατρώγεται από τα καρκινώματα της δημαγωγίας και του λαϊκισμού. Τίμημα
οικονομικό: φόροι ατελέσφοροι ένεκα ψηφοθηρίας, διοικητικές δαπάνες υπέρογκες
λόγω πατρωνίας, στρατιωτικές δαπάνες αιματηρές, χάριν σωβινιστικής πλειοδοσίας.
Τίμημα πολιτισμικό: μια κοινωνία εκμαυλισμένη από τη δημαγωγική κολακεία και τη
μυθοποίηση της υλικής αντιπαροχής, που βλέπει τις αξίες της να ανατρέπονται,
την ιστορική της ταυτότητα να διαστρεβλώνεται και τον παραδοσιακό της πολιτισμό
να χάνεται χωρίς στη θέση του να δημιουργείται νέος. Η αναστροφή της πορείας αυτής,
είτε με αφύπνιση αρχίσει, είτε με κοινωνική ρήξη ή με διεθνή επιπλοκή, θα είναι
μακρά και επώδυνη.
Σήμερα, το ελληνικό κράτος προετοιμάζεται να εορτάσει δύο αιώνες ζωής⸱ και ενώ βιώνει μια κρίση που ξεκίνησε
με τον τέταρτο εμφύλιο της Ιστορίας της, τίποτε δεν αποκλείει έναν νέο, πέμπτο
εμφύλιο. Όπως τίποτε δεν αποκλείει τον εξωτερικό πόλεμο -είτε εξωγενή και
τοπικό που θα συμπαρασύρει κι εμάς, είτε πόλεμο που θα προκαλέσουν οι γείτονές μας
ή εμείς οι ίδιοι, μέσα στην εθνική μας παράκρουση. Αυτή η συνδυασμένη δυναμική
οικονομικής κατάρρευσης, εμφύλιας διαμάχης, αντιπαλότητας με την Τουρκία και
γεωπολιτικής αστάθειας στην περιοχή είναι θανάσιμη απειλή -για τη δημοκρατία στην
Ελλάδα, για το μέλλον της Ευρώπης και για την ειρήνη. Αυτή, όμως, δεν είναι η
μόνη δυνατή εξέλιξη της κρίσης που βιώνουμε. Άλλο είναι το σενάριο που είχα
στον νου τελειώνοντας ένα άλλο βιβλίο, το 2013:
Και όμως, το ιστορικό αίνιγμα θα βρει τη λύση του. Οι εμφύλιες ρήξεις
είναι επί θύραις, αλλά η αφύπνιση επιτέλους άρχισε. Μπροστά μας τα παγκόσμια
κύματα και τα κουπιά, οι σειρήνες και οι στρόβιλοι της τύχης. Η αναστροφή της πορείας
θα υπάρξει, κι ας είναι μακρά και επώδυνη -φθάνει να θυμηθούμε τον Οδυσσέα και
τον Καβάφη, και να συντρέξει τύχη αγαθή.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου