Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Οδυσσέας Ελύτης «Τό Ἄξιον Ἐστί». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Οδυσσέας Ελύτης «Τό Ἄξιον Ἐστί». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Οδυσσέας Ελύτης «Το άξιον εστί» (Ψαλμός Ι΄)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Rachel Christine Nowicki

Οδυσσέας Ελύτης «Το άξιον εστί» (Ψαλμός Ι΄)

     ΚΑΤΑΠΡΟΣΩΠΟ ΜΟΥ εχλεύασαν οι νέοι Αλεξανδρείς:
ιδέστε, είπαν, ο αφελής περιηγητής του αιώνος!
     Ο αναίσθητος
που όταν όλοι εμείς θρηνούμε αυτός αγαλλιά
     και όταν όλοι πάλι αγαλλιούμε
αυτός αναίτια σκυθρωπιάζει.
     Στις κραυγές μας μπροστά προσπερνά και αδιαφορεί
και τα σε μας αόρατα,
     με τ’ αυτί στην πέτρα,
σοβαρός και μόνος προσέχει.
     Ο χωρίς φίλον κανένα
μήτε οπαδό,
     που εμπιστεύεται μόνον το σώμα του
και το μέγα μυστήριο στ’ αγκαθόφυλλα μέσα του ήλιου αναζητεί,
     αυτός είναι,
ο απόβλητος από τις αγορές του αιώνος!
     Επειδή νου δεν έχει
κι από ξένα δάκρυα κέρδος δε βγάνει
     και στο θάμνο που καίει την αγωνία μας
μονάχα καταδέχεται να ουρεί.
     Ο αντίχριστος και ανάλγητος δαιμονιστής του αιώνος!
Που όταν όλοι εμείς πενθούμε,
     αυτός ηλιοφορεί.
Και όταν όλοι σαρκάζουμε,
     ιδεοφορεί.
Και όταν ειρήνη αγγέλλουμε,
     μαχαιροφορεί.
Καταπρόσωπό μου οι νέοι Αλεξανδρείς εχλεύασαν!

Ο Ψαλμός Ι΄ είναι δοσμένος σε ύφος ιδιαίτερα προσωπικό και έντονο, με τον Ελύτη να εκφράζει το παράπονο, αν όχι την αγανάκτησή του, για τις τόσες επικρίσεις και επιθέσεις που δέχτηκε, κυρίως στα πρώτα χρόνια της ποιητικής του παρουσίας. Ομότεχνοι, κριτικοί και μελετητές υποδέχτηκαν με καυστικό τρόπο τη διάθεση του δημιουργού να στρέψει την προσοχή των αναγνωστών στην ομορφιά και τη ζωτικότητα του ελληνικού χώρου, σε μια ιστορική περίοδο υπέρμετρα δύσκολη για τους Έλληνες. Δεν αντιλήφθηκαν ή δεν θέλησαν να κατανοήσουν την απόπειρα παραμυθίας, τον περισπασμό, που επιδίωξε να προσφέρει ο ποιητής, απαντώντας στον πόνο και στο σκοτάδι με μια διάθεση ευδαιμονίας και άπλετο φως.

ΚΑΤΑΠΡΟΣΩΠΟ ΜΟΥ εχλεύασαν οι νέοι Αλεξανδρείς:
ιδέστε, είπαν, ο αφελής περιηγητής του αιώνος!

Νέους Αλεξανδρείς χαρακτηρίζει ο ποιητής τους επικριτές του -τους γνώστες και τους ειδικούς επί των λογοτεχνικών πραγμάτων, που τόσο έντονα αντέδρασαν απέναντι σε ό,τι διέφερε από τις δικές τους πεποιθήσεις και προτιμήσεις-, παραπέμποντάς μας επί της ουσίας στο πορτρέτο των Αλεξανδρινών, που τόσο έξοχα είχε σκιαγραφήσει ο Καβάφης σε διάφορα ποιήματα, αλλά και στο «Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης» (κ’ οι Αλεξανδρινοί τον πάρουν στο ψιλό / ως είναι το συνήθειό τους, οι απαίσιοι).
Αφελή περιηγητή του αιώνος χαρακτηρίζουν εκείνοι τον ποιητή, εκλαμβάνοντας ως αφέλεια το γεγονός ότι ενώ ο κόσμος οδηγούνταν σ’ έναν νέο παγκόσμιο πόλεμο κι όταν ακόμη είχε βιώσει τον όλεθρο αυτού, ο Ελύτης στρεφόταν στη φύση, εξυμνούσε το κάλλος της κι αναζητούσε τις ευδαίμονες πτυχές της ζωής. Αδυνατούν, ωστόσο, να διαπιστώσουν εγκαίρως την ανανεωτική πνοή του δημιουργού, αλλά και την απροθυμία του να καθρεφτίσει στην ποίησή του τον πόνο και την καταστροφή που αντικρίζει παντού γύρω του. Οι άνθρωποι δεν είχαν σίγουρα ανάγκη να διαβάζουν για το θάνατο, τη φτώχεια και την εξαθλίωση, τη στιγμή που αυτά συνέθεταν την καθημερινότητά τους.

Ο αναίσθητος
που όταν όλοι εμείς θρηνούμε αυτός αγαλλιά
     και όταν όλοι πάλι αγαλλιούμε
αυτός αναίτια σκυθρωπιάζει.

Ο ποιητής διαφοροποιείται από τις τρέχουσες και επικαιρικές ανησυχίες και ευαισθησίες των ομοτέχνων του και των πνευματικών ανθρώπων της εποχής του, προκαλώντας την έντονη αντίδρασή τους. Απρόθυμος να συμβιβαστεί με τη λογική ενός κοινού αισθήματος και μιας ενιαίας οπτικής επί των πραγμάτων, χαρακτηρίζεται ως αναίσθητος, και δέχεται μαζικές επικρίσεις από τους διανοούμενους που πιστεύουν πως πρέπει να υπάρχει μια κοινή στάση απέναντι στις εκάστοτε συνθήκες και συγκυρίες.

Στις κραυγές μας μπροστά προσπερνά και αδιαφορεί
και τα σε μας αόρατα,
     με τ’ αυτί στην πέτρα,
σοβαρός και μόνος προσέχει.

Η διαφορετική ευαισθησία του ποιητή κι η προσπάθειά του να αντλήσει το υλικό του, τόσο σε επίπεδο περιεχομένου όσο και σε επίπεδο έκφρασης, από πηγές πρωτόφαντες που κατέληξαν να δώσουν στην ελληνική ποίηση, μα και στην ελληνική γλώσσα, μια νέα δυναμική, εκλαμβάνονται από τους συγκαιρινούς του ως αδιαφορία απέναντι στον πόνο και στα προβλήματα της εποχής του.

Ο χωρίς φίλον κανένα
μήτε οπαδό,
     που εμπιστεύεται μόνον το σώμα του
και το μέγα μυστήριο στ’ αγκαθόφυλλα μέσα του ήλιου αναζητεί,
     αυτός είναι,
ο απόβλητος από τις αγορές του αιώνος!

Ο ποιητής επικρίνεται και για το γεγονός ότι επιλέγει τη μοναξιά και την απομόνωση∙ την απόσυρση από την ανούσια κοινωνικότητα, προκειμένου να αφοσιωθεί στο δημιουργικό του έργο. Την ώρα που οι άλλοι λογοτέχνες επιδιώκουν τον εύκολο έπαινο από τους κύκλους των κοινωνικών τους συναναστροφών, ο Ελύτης αποσύρεται στον εαυτό του και θέτει ως οδηγό τη δική του αντίληψη και αίσθηση των πραγμάτων προκειμένου να προσεγγίσει και να κατανοήσει τον κόσμο. Αναζητεί το «μέγα μυστήριο», αναζητεί την αλήθεια της ζωής ή έστω πτυχές αυτής της αλήθειας, στα αγκαθόφυλλα του ήλιου, στις ακτίνες του ήλιου και στην καθαρότητά τους.
Ο ποιητής επιδιώκει την αγνότητα και την αγαθότητα τόσο ως στοιχείο της προσωπικότητάς του και του τρόπου που αντικρίζει τον κόσμο, όσο και στον ποιητικό του λόγο, γεγονός, εντούτοις, που τον απομακρύνει από τη συνήθη εμπορική ευαισθησία, στην οποία έχει εθιστεί το αναγνωστικό και αγοραστικό κοινό. Γι’ αυτό και καθίσταται απόβλητος από τις αγορές του αιώνος -από τις αγορές της εποχής του, εφόσον διαφοροποιείται ουσιωδώς από τις τρέχουσες τάσεις.
Ο Ελύτης, σχετικά με το θέμα της απομόνωσής του, γράφει στα Ανοιχτά Χαρτιά: «Οι νέοι φίλοι την απόσπασή μου αυτή από το σχήμα, την άρνησή μου να ενσαρκώνω και εξωτερικά τον τύπο του ποιητή δεν τα βλέπανε διόλου με καλό μάτι. Θα πρέπει να ‘μουνα πολύ «μπουρζουάς» και πάντως ψυχρός άνθρωπος για να μην πετιέμαι στη μέση μιας συγκέντρωσης, όλος φλόγα και πάθος, για ν’ απαγγείλω στίχους. Θεέ μου, τι δύσκολο που είναι να συνεννοηθούνε οι άνθρωποι. Αλλά ίσα-ίσα ένα νέο πνεύμα στην ποίηση θα έπρεπε κατά την γνώμη μου να συμβαδίζει με μια νέα στάση. Κι ακριβώς επειδή δε χώνευα τους μπουρζουάδες δεν ήθελα να τους προσφέρει γραφικότητα ο ποιητής. Α ναι, χίλιες φορές καλύτερα ν’ απομονωθώ -κι έβλεπα το ενδεχόμενο- παρά να παθαίνω κάθε βράδυ αλλεργία».

     Επειδή νου δεν έχει
κι από ξένα δάκρυα κέρδος δε βγάνει
     και στο θάμνο που καίει την αγωνία μας
μονάχα καταδέχεται να ουρεί.

Ο ποιητής μη έχοντας, όπως του καταλογίζουν οι επικριτές του, πρακτική σκέψη, αποτυγχάνει να εκμεταλλευτεί την εύκολη συγκίνηση, που είναι τόσο προσφιλής στο κοινό της εποχής, κι αδυνατεί έτσι να κερδίσει χρήματα μέσα από τη δουλειά του. Αντί να κατευθύνεται προς τις παραδοσιακές φόρμες και θεματικές, που εξαργυρώνονται επιτυχώς από άλλους ομοτέχνους του, εκείνος περιφρονεί τις παγιωμένες επιλογές για την έκφραση των κοινών αγωνιών και ανησυχιών, κι ακολουθεί μια δική του πορεία που τον οδηγεί μακριά από τα λογοτεχνικώς αποδεκτά σχήματα του καιρού του.
Οι επικριτικές του εκφράζουν τη σχετική τους αγανάκτηση με έντονο τρόπο, αφού σχολιάζουν πως ο ποιητής: ουρεί στο θάμνο που καίει την αγωνία τους! Ο Τάσος Λιγνάδης παρατηρεί σχετικά: «Περιφρονεί την ιησουιτική έκφραση για την «αγωνία» του ανθρώπου, που έχει καταντήσει ύφος και προσωπείο των αναισθήτων. Η μεταφορά από την καιόμενη βάτο».
Τα λόγια του Ελύτη στα Ανοιχτά χαρτιά είναι ιδιαιτέρως χαρακτηριστικά: «Η καταδίκη μου σε μοναξιά ήταν βέβαιη. Θα ζούσα μονάχα από τα λάθη που θα μου ξέφευγαν. Από την άλλη όμως μπορούσα ποτέ να μετέβαλλα τον εαυτό μου σ’ έναν ηθοποιό ξένων αισθημάτων; Τι ευτύχημα που δεν υπήρξε η ποίηση κερδοφόρα επιχείρηση. Ποιος ξέρει, μπορεί να κινδύνευα να λυγίσω και να γίνω ένας επιπλοποιός που φτιάχνει φριχτά έπιπλα επειδή μόνον αυτά έχουνε πέραση στην αγορά».

Ο αντίχριστος και ανάλγητος δαιμονιστής του αιώνος!
Που όταν όλοι εμείς πενθούμε,
     αυτός ηλιοφορεί.
Και όταν όλοι σαρκάζουμε,
     ιδεοφορεί.
Και όταν ειρήνη αγγέλλουμε,
     μαχαιροφορεί.
Καταπρόσωπό μου οι νέοι Αλεξανδρείς εχλεύασαν!

Ο ποιητής χαρακτηρίζεται αντίχριστος, υπό την έννοια πως στρέφεται ενάντια σε κάθε στοιχείο της -λογοτεχνικής- παράδοσης και ακολουθεί μια αμιγώς αντισυμβατική πορεία∙ χαρακτηρίζεται και «ανάλγητος δαιμονιστής», άνθρωπος δηλαδή που μη δείχνοντας καμία συμπόνια, αναζητεί επίμονα την ευδαιμονία. Πρόκειται, βέβαια, για την παρερμηνεία των προθέσεών του -που τόσο είχε πικράνει τον ποιητή-, να δώσει έμφαση στα φωτεινά και στα θετικά στοιχεία της ζωής και του έρωτα, την περίοδο που ο λαός δοκιμαζόταν σκληρά.
Στο πλαίσιο αυτής της παρερμηνείας ο ποιητής επικρίθηκε πως αδυνατεί να ταυτιστεί με τη λαϊκή τάξη και να εκφράσει την οδύνη τους, δήθεν, διότι ο ίδιος δεν τη συμμερίστηκε ποτέ. Έτσι, κατηγορήθηκε πως η ποίησή του στάθηκε πάντοτε αντίθετη με το λαϊκό αίσθημα και αδιάφορη απέναντι στα κρίσιμα ζητήματα της εποχής. Έδινε, δηλαδή, ο ποιητής την εντύπωση πως δεν μπορούσε να συμπορευτεί με τις διαθέσεις και τις πίκρες των συγκαιρινών του, και πως προτιμούσε πάντοτε να εκφράζει την αντίθεσή του σε όσα ένιωθε και σε όσα έπραττε ο λαός.
Κατηγορίες, βέβαια, ανυπόστατες, που απέρρεαν από τη δυσκολία, κυρίως των διανοούμενων της εποχής, να αντιληφθούν το τελείως καινοτόμο πνεύμα του ποιητή και την αγωνία του να προσφέρει κι εκείνος, με το δικό του τρόπο, μια πηγή παρηγοριάς στους ανθρώπους γύρω του, δείχνοντάς τους έναν νέο δρόμο.

«Θέλω να ‘μαι ειλικρινής, αλλιώς το παιχνίδι δεν έχει αξία. Στα εννέα δέκατα των ποιημάτων που διάβαζα τότε με απωθούσε κάτι που ευγενικά, θα το ονόμαζα απουσία υπηρεφάνειας και, διαφορετικά, πτωχοπροδρομισμό, μιζέρια, μικρολογία, και, σε ύστατη ανάλυση, εύκολη φιλοσοφία. Βέβαια η τραγωδία της Μικρασιατικής καταστροφής ήτανε πρόσφατη. Αλλά ύστερα; Μια ήττα, εάν δένει τα χέρια σου, λύνει την ψυχή σου και τη στήνει ψηλά να καραδοκεί την αντεκδίκηση. Ωστικές δυνάμεις κυριεύανε την ψυχή του λαού όταν οι διανοούμενοι μοιρολογούσαν και η βαλβίδα τινάχτηκε πριν περάσουν είκοσι χρόνια, με μια δύναμη που έκανε και τους ίδιους ν’ απορήσουν.
Τι σχέση μπορούσε να έχει η μορφή της Τραγωδίας μ’ αυτή τη γυναικούλα που βλέπαμε; Οικτρή παρεξήγηση. Κάτω από την τρομακτική μηχανή του Ήλιου ο άνθρωπος έμενε γυμνός αντίκρυ στο αίνιγμά του κι από κει και πέρα -ότι ήμασταν παιχνιδάκια στα χέρια της τύχης, ότι η ζωή είναι μερικά δευτερόλεπτα ανάμεσα σε δύο αφανισμούς, και άλλες οκτώ ή δέκα κοινοτοπίες που αποτελούν το Ευαγγέλιο των δωρεάν φιλοσοφημένων- από κει και πέρα ο σκεπτόμενος άνθρωπος όφειλε να πει κάτι. Αλλά δεν είχαν αντικρίσει ποτέ τον Ήλιο αυτοί που μεγαλώσανε μέσα στις λίμνες και τα νούφαρα των φτωχών μεταφράσεων που διαβάζανε. Και η Μικρασία βρισκότανε μακριά.» Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά.

Βιβλιογραφία:
Οδυσσέας Ελύτης, «Το άξιον εστί», Εκδόσεις Ίκαρος
Οδυσσέας Ελύτης, «Ανοιχτά Χαρτιά», Εκδόσεις Ίκαρος
Τάσος Λιγνάδης, «Το άξιον εστί του Ελύτη», Εκδόσεις Πορεία


Οδυσσέας Ελύτης, Το άξιον εστί «Άσμα Γ΄» [Μόνος κυβέρνησα τη θλίψη μου]

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Οδυσσέας Ελύτης, Το άξιον εστί «Άσμα Γ΄» [Μόνος κυβέρνησα τη θλίψη μου]

Μόνος κυβέρνησα T τη θλίψη μου
Μόνος αποίκησα T τον εγκαταλειμμένο Μάιο
Μόνος εκόλπωσα T τις ευωδίες
Επάνω στον αγρό T με τις αλκυονίδες
Τάισα τα λουλούδια κίτρινο T βουκόλισα τους λόφους
Επυροβόλησα την ερημιά T με κόκκινο!
Είπα: δε θα ‘ναι η μαχαιριά T βαθύτερη από την κραυγή
Και είπα: δε θα ‘ναι το Άδικο T τιμιότερο απ’ το αίμα!
Το χέρι των σεισμών T το χέρι των λιμών
Το χέρι των εχτρών T το χέρι των δικών
Μου, εφρένιασαν εχάλασαν T ερήμαξαν αφάνισαν
Μία και δύο T και τρεις φορές
Προδόθηκα κι απόμεινα T στον κάμπο μόνος
Πάρθηκα και πατήθηκα T σαν κάστρο μόνος
Το μήνυμα που σήκωνα T τ’ άντεξα μόνος!

Μόνος απέλπισα T το θάνατο
Μόνος εδάγκωσα T μες στον Καιρό με δόντια πέτρινα
Μόνος εκίνησα T για το μακρύ
Ταξίδι σαν της σάλ T πιγγας μες στους αιθέρες!
Ήταν στη δύναμή μου η Νέμεση T το ατσάλι κι η ατιμία
Να προχωρήσω με τον κορνιαχτό T και τ’ άρματα
Είπα: με μόνο το σπαθί T του κρύου νερού θα παραβγώ
Και είπα: με μόνο το Άσπιλο T του νου μου θα χτυπήσω!
Στο πείσμα των σεισμών T στο πείσμα των λιμών
Στο πείσμα των εχτρών T στο πείσμα των δικών
Μου, ανάντισα κρατήθηκα T ψυχώθηκα κραταιώθηκα
Μία και δύο T και τρεις φορές
Θεμελίωσα τα σπίτια μου T στη μνήμη μόνος
Πήρα και στεφανώθηκα T την άλω μόνος
Το στάρι που ευαγγέλισα T το ‘δρεψα μόνος!

Ο Οδυσσέας Ελύτης στο 3ο Άσμα συνεχίζει τη θεματική της μοναξιάς που παρουσίασε στον 4οΨαλμό. Η πορεία του ποιητή είναι μοναχική, αφού απαρνείται τη συντροφικότητα που θα του διασφάλιζε η ένταξη σε συμβατικές δομές της κοινωνίας, όπως είναι ο γάμος. Αφοσιώνεται πλήρως στην ποιητική του αποστολή, πληρώνοντας ωστόσο το υψηλό τίμημα που αυτή συνεπάγεται. Χωρίς την παρουσία φίλων, χωρίς την ευεργετική στήριξη μιας συντρόφου, στέκει μόνος απέναντι στις προκλήσεις της αδιαπραγμάτευτης εναντίωσής του στο Άδικο.

Μόνος κυβέρνησα T τη θλίψη μου
Μόνος αποίκησα T τον εγκαταλειμμένο Μάιο
Μόνος εκόλπωσα T τις ευωδίες
Επάνω στον αγρό T με τις αλκυονίδες
Τάισα τα λουλούδια κίτρινο T βουκόλισα τους λόφους
Επυροβόλησα την ερημιά T με κόκκινο!

Ο ποιητής βιώνοντας την εκούσια ερημία του αντιμετωπίζει και ελέγχει μόνος του τη θλίψη που συνοδεύει τη ζωή του. Γίνεται αυτός ο μόνος άποικος μιας άνοιξης εγκαταλελειμμένης απ’ τους άλλους ανθρώπους. Μόνος υποδέχεται και ενστερνίζεται τις ευωδιές του αγρού που φέρνουν οι αλκυονίδες του χειμώνα.
Ο ποιητής, όχι μόνο δεν κάμπτεται απ’ τη θλίψη της μοναχικής του πορείας, μα καταφέρνει κιόλας να αντικρίσει την ομορφιά των πραγμάτων εκεί όπου οι άλλοι έχουν χάσει πια κάθε ελπίδα. Γίνεται, έτσι, εκείνος που λαμβάνει και υιοθετεί το μήνυμα της επερχόμενης άνοιξης/αναγέννησης και προσφέρει στα λουλούδια την αναγκαία γύρη, την πνευματική, ώστε να λάβουν για χάρη του μια νέα ανώτερη ύπαρξη.
Η εγκαταλελειμμένη φύση λαμβάνει ζωή από τον μοναχικό ποιητή, ο οποίος υμνεί και τραγουδά τους λόφους, και συνάμα προσφέρει στην ερημιά τον πόθο για ζωή, το δυναμισμό του φλεγόμενου αίματος· εκείνου που αντικρίζει τη δυναμική της αναδημιουργίας, ακόμη και σ’ εκείνα που οι άλλοι έχουν πια εγκαταλείψει.
Στην έρημη φύση ο ποιητής βρίσκει και βιώνει πληρέστερα το νόημα της δικής του αποστολής. Δεν πρόκειται ν’ αφήσει ακατάγγελτη την αδικία που βλέπει γύρω του.

Είπα: δε θα ‘ναι η μαχαιριά T βαθύτερη από την κραυγή
Και είπα: δε θα ‘ναι το Άδικο T τιμιότερο απ’ το αίμα!

Ο ποιητής αποφασίζει πως δεν θα επιτρέψει στη μαχαιριά, δεν θα επιτρέψει στο εχθρικό χτύπημα να είναι βαθύτερο απ’ την ένταση της κραυγής που θα έρθει να φανερώσει αυτό που συνέβη. Δεν θα επιτρέψει στο Άδικο να γνωρίσει τιμές και αποδοχή εις βάρος του αίματος· εις βάρος των θυμάτων επί των οποίων εδραίωσε την κυριαρχία του.  
Ο ποιητής δεν δέχεται να τιμώνται και να απολαμβάνουν οφέλη οι αδικητές, χωρίς κανείς να τολμά να φανερώνει την αλήθεια των πράξεών τους.

Το χέρι των σεισμών T το χέρι των λιμών
Το χέρι των εχτρών T το χέρι των δικών
Μου, εφρένιασαν εχάλασαν T ερήμαξαν αφάνισαν

Η εικόνα καταστροφής της χώρας δίνεται με σχήμα ασύνδετο προκειμένου να τονιστεί ο γοργός ρυθμός των γεγονότων που την έφεραν σ’ αυτό το σημείο. Το χέρι ως φορέας ενέργειας -εδώ φθοροποιού ενέργειας- λαμβάνει κυρίαρχη θέση και συνοδεύεται από τα αντίστοιχα ποιητικά αίτια: των σεισμών, των λιμών, των εχτρών, των δικών.
Οι σεισμοί -εκτεταμένες καταστροφές- και οι λιμοί -γενικευμένη έλλειψη τροφίμων- είναι έργο, όχι μόνο των εχθρών, μα και των δικών. Οι αίτιοι των δυστυχιών της χώρας δεν θα πρέπει να αναζητηθούν μόνο σε εξωτερικούς εχθρούς, αλλά και στη δράση εκείνων των Ελλήνων που έθεσαν τα ατομικά τους συμφέροντα πάνω απ’ το κοινό καλό και τη συλλογική ωφέλεια.
Η αντωνυμία «μου» τίθεται στην αρχή του στίχου, λαμβάνοντας διττή ερμηνεία, καθώς μπορεί να διαβαστεί είτε ως συμπλήρωμα της προηγούμενης φράσης, άρα «των δικών μου», αποδίδοντας έτσι το καταστροφικό έργο σε οικείους ανθρώπους του ποιητή, είτε χωριστά, οπότε λαμβάνει την έννοια πως όσα καταστροφικά ακολούθησαν έγιναν εις βάρος του ποιητή· το ποιητικό υποκείμενο, δηλαδή, υποδέχεται ως προσωπικά πλήγματα, όσα δεινά συνέβησαν στη χώρα του.
Το χέρι της καταστροφής -το χέρι των εξωτερικών και εσωτερικών εχθρών της χώρας- επέφερε την οργή της απελπισίας, την καταστροφή, το ρήμαγμα κι εν τέλει τον αφανισμό στην πολύπαθη πατρίδα του ποιητή.

Μία και δύο T και τρεις φορές
Προδόθηκα κι απόμεινα T στον κάμπο μόνος
Πάρθηκα και πατήθηκα T σαν κάστρο μόνος
Το μήνυμα που σήκωνα T τ’ άντεξα μόνος!

Οι αλλεπάλληλες προδοσίες της χώρας, που γίνονται τόσο από εξωτερικούς εχθρούς όσο και από ομοεθνείς -ακόμη και οικείους του ποιητή-, επιτείνουν την αίσθηση ερημίας του. Ο ποιητής απομένει μόνος του, έχοντας βιώσει τον πόνο των συνεχών αλώσεων της χώρας του· απομένει μόνος του, έχοντας γνωρίσει συνεχείς προδοσίες από ανθρώπους της ίδιας του της πατρίδας.
Μα αυτό δεν τον οδηγεί στην παραίτηση. Το μήνυμα που μεταφέρει, το μήνυμα της ποιητικής του αποστολής, το διατηρεί και το συνεχίζει μόνος του. Ο ποιητής δεν αφήνει την εγκατάλειψη και την προδοσία να κάμψουν την ηθική του δύναμη και την αφοσίωσή του στον πολύτιμο αγώνα του.  

Μόνος απέλπισα T το θάνατο
Μόνος εδάγκωσα T μες στον Καιρό με δόντια πέτρινα
Μόνος εκίνησα T για το μακρύ
Ταξίδι σαν της σάλ T πιγγας μες στους αιθέρες!

Μόνος του συνεχίζει το ποιητικό του έργο καταγράφοντας και αποτυπώνοντας όσα δεινά συνέβησαν, και κερδίζει τη μάχη με το θάνατο, αφού η ποίηση είναι η μόνη δυνατή ελπίδα διαχρονικής ή και αθάνατης παρουσίας. Έτσι, αντιμέτωπος με τη λήθη που επιφέρει το πέρασμα του χρόνου, ο ποιητής μάχεται με άκαμπτο πείσμα. Δαγκώνει με πέτρινα δόντια, και δεν αποδέχεται την παραίτηση απέναντι στις δυνάμεις εκείνες που αφανίζουν καθετί στο πέρασμά τους. Ο ποιητής δεν λυγίζει, λοιπόν, ούτε απέναντι στον Καιρό ούτε απέναντι στον Θάνατο.
Μόνος του, με μόνο του όπλο την ποίηση, ξεκινά το μακρινό και δύσκολο ταξίδι του πνευματικού ανθρώπου, του ποιητή· ταξίδι ανάλογης δυσκολίας μ’ εκείνο του σαλπίγματος που μεταφέρεται στους αιθέρες, γνωρίζοντας την ενδεχόμενη εξασθένισή του.   
Ο λόγος του ποιητή -το σάλπιγμα- είναι λόγος καταγγελίας, κι έρχεται ως απάντηση στη δράση των αδίκων και των εκμεταλλευτών.

Ήταν στη δύναμή μου η Νέμεση T το ατσάλι κι η ατιμία
Να προχωρήσω με τον κορνιαχτό T και τ’ άρματα
Είπα: με μόνο το σπαθί T του κρύου νερού θα παραβγώ
Και είπα: με μόνο το Άσπιλο T του νου μου θα χτυπήσω!

Στη δύναμη του ποιητή βρίσκεται η Νέμεση, η τιμωρία των ανθρώπων που στράφηκαν κατά της πατρίδας του, αλλά και κατά των αθώων και των αδύναμων. Μια τιμωρία που μπορούσε να γεννηθεί και να χρησιμοποιήσει όπλα παρόμοια μ’ εκείνα των εχθρών του· το ατσάλι και την ατιμία. Ο ποιητής μπορούσε να κινηθεί μέσα στη σκόνη του πολέμου, έχοντας κι ο ίδιος άρματα καταστροφής, μα δεν το θέλησε.
Ο ποιητής επιλέγει να πολεμήσει το Άδικο με όπλο την αγνότητα των πραγμάτων -με το σπαθί του κρύου νερού- και με μόνο αρωγό το Άσπιλο, το αμόλυντο των σκέψεών του. Ο ποιητής αντιπαραθέτει στην αδικία των εχθρών του, την αγνότητα της ψυχής και της σκέψης του. Απρόσβλητος απ’ τα στοιχεία εκείνα που διέβρωσαν και κηλίδωσαν τις συνειδήσεις και τις ενέργειες εκείνων, ο ποιητής ασκεί και χαλυβδώνει την εντιμότητα του νου του.  

Στο πείσμα των σεισμών T στο πείσμα των λιμών
Στο πείσμα των εχτρών T στο πείσμα των δικών
Μου, ανάντισα κρατήθηκα T ψυχώθηκα κραταιώθηκα

Σε πείσμα όλων των καταστροφών που κλόνισαν τη χώρα του· σε πείσμα των εχθρών, μα και των δικών του ανθρώπων -τα δεινά, άλλωστε, δεν προήλθαν μόνο από τη δράση εξωτερικών αντιπάλων, μα κι από τη διαφθορά ομοεθνών του ποιητή-, εκείνος στάθηκε δυνατός. Ο ποιητής ακολουθεί, έτσι, και παρά τις πολλαπλές δυσκολίες και τους πολλούς αντιπάλους, ανοδική πορεία· αντιστέκεται, δυναμώνει εσωτερικά και ισχυροποιείται, προκειμένου να αντεπεξέλθει σ’ αυτό τον δύσκολο αγώνα.

Μία και δύο T και τρεις φορές
Θεμελίωσα τα σπίτια μου T στη μνήμη μόνος
Πήρα και στεφανώθηκα T την άλω μόνος
Το στάρι που ευαγγέλισα T το ‘δρεψα μόνος!

Ξανά και ξανά ο ποιητής επαναφέρει και διασώζει απ’ τη λήθη όλα εκείνα που δεν θέλει να ξεχαστούν· διασώζει την ανάμνηση της αδικίας και του αθώου αίματος, παρά την αντίθετη θέληση των ισχυρών.
Θεμελιώνει τα σπίτια των ιδεών του και των γεγονότων εκείνων που θέλει να διαφυλάξει μόνος του, κι αντίστοιχα, μόνος του λαμβάνει το φωτοστέφανο που φανερώνει την εκούσια και συνειδητή του επιλογή ν’ αφιερωθεί σ’ έναν δύσκολο αγώνα προς τιμή όσων υπέφεραν, αδικήθηκαν και χάθηκαν.
Κι είναι αυτός ένας αγώνας χωρίς ανταμοιβή, γι’ αυτό κι ο ποιητής δρέπει μόνος του τους καρπούς των λόγων του (το στάρι που ευαγγέλισα). Είναι, ωστόσο, ένας αγώνας τόσο σημαντικός, ώστε ο ποιητής δεν απογοητεύεται, ούτε θεωρεί πως ματαιοπόνησε, έστω κι αν υπήρξε ο μόνος αποδέκτης των ίδιων του των λόγων.

Βιβλιογραφία:

Οδυσσέας Ελύτης, Το άξιον εστί, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία

Τάσος Λιγνάδης, Το άξιον εστί του Ελύτη, Εκδόσεις Πορεία 

Οδυσσέας Ελύτης «Το άξιον εστί» Ψαλμός Δ΄

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Mark Ashkenazi

Οδυσσέας Ελύτης «Το άξιον εστί» Ψαλμός Δ΄

Τις ημέρες μου άθροισα και δε σε βρήκα
πουθενά, ποτέ, να μου κρατείς το χέρι
στη βοή των γκρεμών και στων άστρων τον κυκεώνα μου!
Πήραν άλλοι τη Γνώση και άλλοι την Ισχύ
το σκοτάδι με κόπο χαράζοντας
και μικρές προσωπίδες, τη χαρά και τη θλίψη,
στη φθαρμένη την όψη αρμόζοντας.
Μόνος, όχι εγώ, προσωπίδες δεν άρμοσα,
τη χαρά και τη θλίψη πίσω μου έριξα,
γενναιόδωρα πίσω μου έριξα
την Ισχύ και τη Γνώση.
Τις ημέρες μου άθροισα κι έμεινα μόνος.
Είπαν άλλοι: γιατί; κι αυτός να κατοικήσει
το σπίτι με τις γλάστρες και τη λευκή μνηστή.
Άλογα τα πυρρά και τα μαύρα μου άναψαν
γινάτι γι’ άλλες, πιο λευκές Ελένες!
Γι’ άλλη, πιο μυστικήν αντρεία λαχτάρησα
κι από κει που με μπόδισαν, ο αόρατος, κάλπασα
στους αγρούς τις βροχές να γυρίσω
και το αίμα πίσω να πάρω των νεκρών μου των άθαφτων!
Είπαν άλλοι: γιατί; κι εκείνος να γνωρίσει
κι εκείνος τη ζωή μέσα στα μάτια του άλλου.
Αλλού μάτια δεν είδα, δεν αντίκρισα
παρά δάκρυα μέσα στο Κενό που αγκάλιαζα
παρά μπόρες μέσα στη γαλήνη που άντεχα.
Τις ημέρες μου άθροισα και δε σε βρήκα
και τα όπλα ζώστηκα και μόνος βγήκα
στη βοή των γκρεμών και στων άστρων τον κυκεώνα μου!

Ο ποιητής προχωρά σ’ έναν απολογισμό των χρόνων που πέρασαν και συνειδητοποιεί πως παρά την ανάγκη και την επιθυμία του, δεν είχε ποτέ τη στήριξη Εκείνου∙ δεν είχε ποτέ την καθοδήγηση και την προστασία Του στο χάος και στις κρίσιμες στιγμές της πορείας του. Η ταυτότητα, ωστόσο, του «εσύ» που γίνεται αποδέκτης των παραπόνων του ποιητικού υποκειμένου, μπορεί να αναζητηθεί και στο πρόσωπο του πάντοτε αναγκαίου συνοδοιπόρου είτε αυτός είναι ένας φίλος είτε μια σύντροφος.
Ο Ελύτης παρουσιάζει εδώ στοιχεία του βίου και της προσωπικότητάς του που ενίσχυσαν και εδραίωσαν την αφοσίωσή του στην ποιητική του αποστολή. Η απροθυμία του να εγκλωβιστεί στους περιορισμούς που θέτει η έγγαμη διαβίωση κι η απέχθειά του για την υποκρισία και την ανηθικότητα που συνιστούν προαπαιτούμενα για τον υλικό πλουτισμό και την κοινωνική καταξίωση, φανερώνουν την αδιαπραγμάτευτη πίστη του στην πνευματική και ηθική ανεξαρτησία του ατόμου. Ο ποιητής επιλέγει να ζήσει μακριά από τους συνήθεις συμβιβασμούς και τη διάβρωση των ηθικών αξιών, ορίζοντας για τον εαυτό του έναν εξαιρετικά δύσκολο αγώνα προς όφελος του κοινωνικού συνόλου.

«Τις ημέρες μου άθροισα και δε σε βρήκα
πουθενά, ποτέ, να μου κρατείς το χέρι
στη βοή των γκρεμών και στων άστρων τον κυκεώνα μου!»

Η αναφορά στην απουσία του άλλου ανθρώπου, που θα είχε τη δυνατότητα να σταθεί ως στήριγμα και ως καθοδηγητής στο πλευρό του ποιητή, τονίζει την επώδυνη ερημία του, η οποία αποτέλεσε σε μεγάλο βαθμό το κίνητρο για την ισχυροποίηση των στοιχείων εκείνων που συνέθεσαν το μοναδικό της προσωπικότητάς του. Ο ποιητής εξαναγκάζεται να κινηθεί μόνος, μα ο εξαναγκασμός αυτός του παρέχει τη δύναμη να σταθεί πέρα από συναισθηματικές εξαρτήσεις, οποιασδήποτε μορφής, που θα τον καθιστούσαν πιθανώς πιο ευάλωτο στα κελεύσματα της κοινωνίας -των άλλων ανθρώπων-, για έναν συμβιβασμό στην κανονικότητα, και κατ’ επέκταση στη μέτρια και χωρίς κορυφώσεις ύπαρξη.
Η ανασκόπηση των ημερών που πέρασαν φανερώνει πως ο άλλος άνθρωπος δεν ήταν ποτέ εκεί, για να συμπαρασταθεί στο ποιητικό υποκείμενο∙ δεν ήταν ποτέ εκεί, για να τον συγκρατήσει, όταν πλησίαζε επικίνδυνα στην άκρη του γκρεμού, με τον ίλιγγο της συναισθηματικής κατάρρευσης να ηχεί στ’ αυτιά του. Δεν ήταν ποτέ εκεί στο συναισθηματικό στροβίλισμα, στην εσωτερική του δίνη, καθώς η μια νύχτα διαδεχόταν την άλλη, κι η ψυχή του δοκιμαζόταν ολοένα και περισσότερο.
Ο άλλος άνθρωπος, που με την παρουσία του θα προσέφερε στήριξη, θα παρείχε δύναμη, και θα αποτελούσε το έναυσμα για ένα ύστατο πλεόνασμα απαντοχής, δεν ήταν εκεί, τη στιγμή που ήταν αναγκαίος. Ο άλλος άνθρωπος, που δεν θα ζητούσε εξηγήσεις, μα θα ένιωθε την κάμψη της αντοχής και του κουράγιου, και θα έδινε απλόχερα απ’ τα δικά του αποθέματα, δεν βρέθηκε «ποτέ, και πουθενά».

«Πήραν άλλοι τη Γνώση και άλλοι την Ισχύ
το σκοτάδι με κόπο χαράζοντας
και μικρές προσωπίδες, τη χαρά και τη θλίψη,
στη φθαρμένη την όψη αρμόζοντας.»

Το ποιητικό υποκείμενο γνώρισε, όχι μόνο τη μοναξιά -την απουσία του άλλου ανθρώπου-, μα είδε γύρω του τους άλλους να προοδεύουν, επιδιώκοντας και κατακτώντας με κόπο τη Γνώση αλλά και την Ισχύ. Μια πρόοδος, ωστόσο, συμβατική, καθώς η γνώση κι η δύναμη που κερδήθηκε από τους άλλους, απαίτησε και το ανάλογο τίμημα. Αναγκάστηκαν να συμβιβαστούν με την υποκρισία της κοινωνίας, προσαρμόζοντας στο πρόσωπό τους τις προσωπίδες εκείνες της ψεύτικης χαράς και της δίχως περιεχόμενο συμπόνιας για τους συνανθρώπους τους. Προσάρμοσαν στα φθαρμένα τους πρόσωπα και στις αλλοτριωμένες ψυχές τους προσωπίδες, για να καλύψουν και να αποκρύψουν πόσο ακριβά πλήρωσαν την κοινωνική παρουσία και αναγνώριση.
Άνθρωποι της καταξίωσης, οι οποίοι δε δίστασαν να θυσιάσουν τα αληθινά και τα ανθρώπινα της υπόστασής τους, μόνο και μόνο για να γίνουν αποδέκτες ενός πλούτου υλικού, που δεν θα μπορούσε όμως ποτέ να υποκαταστήσει την απώλεια της προσωπικής ακεραιότητας, της ειλικρινούς προς τους άλλους και προς τον εαυτό τους παρουσίας, της ζωής μακριά από συμβιβασμούς και υποκρισίες.

«Μόνος, όχι εγώ, προσωπίδες δεν άρμοσα,
τη χαρά και τη θλίψη πίσω μου έριξα,
γενναιόδωρα πίσω μου έριξα
την Ισχύ και τη Γνώση.»

Ο ποιητής, βέβαια, αντιστάθηκε στο δέλεαρ του υλικού πλούτου και της κοινωνικής δύναμης, αρνούμενος να ζήσει φορώντας προσωπίδες∙ αρνούμενος να ζήσει μέσα στην υποκρισία και τους συμβιβασμούς. Με γενναιοδωρία, που πήγασε απ’ τον αυτοσεβασμό και τη βαθιά εκτίμηση για την ανεξαρτησία του, αποποιήθηκε την επιστημονική αναγνώριση, τη δύναμη και τα χρήματα. Έτσι, σε αντίθεση με τους περισσότερους ανθρώπους, που θα έδιναν και θα θυσίαζαν οτιδήποτε προκειμένου να γνωρίσουν τα οφέλη της υλικής και κοινωνικής καταξίωσης, ο ποιητής επιλέγει να διατηρήσει ανέπαφη την αξιοπρέπειά του∙ επιλέγει να μη γίνει δέσμιος των πολλαπλών κοινωνικών εξαρτήσεων και του ψεύδους, για χάρη μιας υποτιθέμενης επιτυχίας.

«Τις ημέρες μου άθροισα κι έμεινα μόνος.
Είπαν άλλοι: γιατί; κι αυτός να κατοικήσει
το σπίτι με τις γλάστρες και τη λευκή μνηστή.»

Ο ποιητής απομένει μόνος, χωρίς την παρουσία του αναγκαίου συνοδοιπόρου, χωρίς το κύρος μιας ακριβά εξαγορασμένης αναγνώρισης, μα και χωρίς τους λοιπούς συμβιβασμούς της κοινωνίας. Μια θριαμβική ανεξαρτησία, η οποία όμως δεν πέρασε απαρατήρητη από τους άλλους ανθρώπους, που απορούσαν γιατί να μη μένει κι αυτός, όπως κι εκείνοι, στο σπίτι με τις γλάστρες, παντρεμένος, ακολουθώντας ως προς όλα τα κοινωνικώς αναμενόμενα.
Η σαρωτική κοινωνική ομοιομορφία, που απαιτεί και συχνά επιβάλλει μια συγκεκριμένη πορεία, βρίσκει στο πρόσωπο του ποιητή έναν αποφασισμένο αρνητή. Με την ίδια δύναμη που προσπερνά τα υλικά πλούτη, προκειμένου να διατηρήσει την ακεραιότητά του, προσπερνά και τη σύμβαση της ανέφελης έγγαμης ζωής, προκειμένου ν’ αποφύγει την καθήλωση σε μια πνευματική και ψυχική αδράνεια.
Ο Ελύτης δεν αναγνωρίζει εδώ το όφελος μιας συμβατικής συνύπαρξης, καθώς αποβλέπει σε άλλα ιδανικά. Μιαν διαφορετική προσέγγιση μας δίνει ο Εγγονόπουλος: 
«Κι’ μως, ἐὰν κόμη δν μ κατασπαράξανε λύπητα, ν πετάξουνε τς σάρκες μου στ σκυλιά, ατ δν τ χρωστάω σ’ σένα, στ μεγάλη στοργή σου κα στν γάπη σου; Τ ξέρω, μή μο τ κρύφτεις, τ ξέρω σο λέω: προσεύχεσαι γι μένα!»

«Άλογα τα πυρρά και τα μαύρα μου άναψαν
γινάτι γι’ άλλες, πιο λευκές Ελένες!»

Ο ποιητής αισθάνεται μέσα του το κάλεσμα άλλων ψυχικών αναζητήσεων και αναγκών που τον ωθούν στην αποζήτηση υψηλότερων ιδανικών. Το πείσμα του για μια πιο «λευκή Ελένη», για μια διεκδίκηση ανώτερης υφής, από το μικροαστικό ιδανικό της βολεμένης και ακύμαντης ζωής, καθιστά σαφή την εδραιωμένη στην ψυχή του αίσθηση της απόλυτης αξίας που ενέχει η ανεξαρτησία από κάθε σύμβαση και κάθε δέσμευση.
Ο συμβιβασμός σε μια κοινωνικώς αποδεκτή αποκατάσταση, θα μπορούσε ίσως να προσφέρει στο ποιητικό υποκείμενο την πρόσκαιρη δικαίωση απέναντι τους άλλους ανθρώπους, μα δεν θα άντεχε στη δοκιμασία του χρόνου∙ όχι για κάποιον που γνωρίζει και αντιλαμβάνεται την αξία της αδέσμευτης και ελεύθερης πνευματικής και ψυχικής πορείας. Το απολεσθέν μέλλον, που θα μπορούσε να είχε προκύψει –μα δεν προέκυψε- μέσα από ένα συμβατικό γάμο, θα ερχόταν σύντομα αντιμέτωπο με τη σκληρή δοκιμασία του χρόνου. Διότι, οι έξωθεν επιβεβλημένες αποφάσεις και συμπεριφορές μπορούν να διατηρηθούν μόνο για ορισμένο διάστημα, χωρίς να έρθουν στην επιφάνεια οι συγκρουσιακές συνθήκες που προκαλούνται στη συνείδηση και στη βούληση του ατόμου. Γι’ αυτό ο ποιητής επιλέγει ορθά να μην επιχειρήσει εξαρχής κάτι που αντιβαίνει στις βαθύτερες ανάγκες της ψυχής του· κάτι που ούτως ή άλλως θα κατέληγε σ’ έναν ψυχοφθόρο συμβιβασμό που θα πλήγωνε και τον ίδιο, αλλά και τη σύντροφο που θα βρισκόταν πλάι του.   

ð Άλογα τα πυρρά και τα μαύρα μου άναψαν

Ορμές και ένστικτα∙ οι πλατωνικοί ίπποι της ψυχής, το βουλητικό και το θυμοειδές. Τα επίθετα «πυρρά» και «μαύρα» από την Καινή Διαθήκη: κα  ξλθεν  λλος  ππος πυρρός, κα τ  καθημέν  π’ ατν  δόθη ατ λαβεν τν ερήνην κ τς γς κα να λλήλους σφάξουσιν, κα δόθη ατ μάχαιρα μεγάλη... κα δο ππος μλας, κα  καθμενος π᾿ ατν χων ζυγν ν τ χειρ ατο» Ιωάννου, Αποκάλυψις ΣΤ΄4-5.
[Τάσος Λιγνάδης]

ð γινάτι γι’ άλλες, πιο λευκές Ελένες!

Η τουρκική λέξη (inat) για σαρκαστική αντίθεση.
[Τάσος Λιγνάδης]

«Γι’ άλλη, πιο μυστικήν αντρεία λαχτάρησα
κι από κει που με μπόδισαν, ο αόρατος, κάλπασα
στους αγρούς τις βροχές να γυρίσω
και το αίμα πίσω να πάρω των νεκρών μου των άθαφτων!»

Ο ποιητής απέρριψε τις αξιώσεις του μικροαστικού περιβάλλοντος, κι ένιωσε μέσα του να δεσπόζει η λαχτάρα για μια πιο μυστική ανδρεία, για μια πιο ουσιαστική γενναιότητα. Αντιστάθηκε στην εξομοίωση, θέτοντας την ποιητική του αποστολή υψηλότερα από κάθε άλλη πράξη ή επιλογή. Με τη δίκαια κερδισμένη αθωότητα του ανθρώπου που δεν ξεπούλησε τον εαυτό και τα ιδανικά του, αντιμετώπισε με πείσμα και αποφασιστικότητα τα εμπόδια που του έθεσαν, θέλοντας να ανατρέψει τις μεγάλες αδικίες της κοινωνίας και των ανθρώπων.
Προσπάθησε, παρά τις ποικίλες αντιξοότητες, να επιστρέψει τις βροχές στους αγρούς, τη ζωοδόχο δύναμη του νερού, εκεί ακριβώς που υπήρχε η μεγαλύτερη ανάγκη. Προσπάθησε, συνάμα, να πάρει πίσω το αίμα των νεκρών του που έμεινα άθαφτοι∙ διακειμενική αναφορά στην Αντιγόνη του Σοφοκλή, με την οποία προφανώς υπονοούνται αδικίες που υπέστησαν άνθρωποι δικοί του, με την ευρύτερη όμως έννοια∙ συνάνθρωποί του.
Η δύσκολη αποστολή του ποιητή γίνεται πρόδηλα εμφανής σ’ αυτούς τους στίχους, καθώς ο πνευματικός δημιουργός καλείται, όχι μόνο ν’ αντισταθεί στις κοινωνικούς συμβιβασμούς, μα και να αγωνιστεί ενάντια σε κάθε λανθασμένη ή άδικη κατάσταση που αντικρίζει.

«Είπαν άλλοι: γιατί; κι εκείνος να γνωρίσει
κι εκείνος τη ζωή μέσα στα μάτια του άλλου.
Αλλού μάτια δεν είδα, δεν αντίκρισα
παρά δάκρυα μέσα στο Κενό που αγκάλιαζα
παρά μπόρες μέσα στη γαλήνη που άντεχα.»

Η αγωνιστική διάθεση του ποιητή κι οι προσπάθειές του να επανορθώσει τα κακώς κείμενα, προκαλούν εκ νέου την αντίδραση των ανθρώπων γύρω του, που τον βλέπουν να κινείται πέρα και έξω από τη δική τους καθημερινότητα. Απορούν γιατί να μη γνωρίσει κι εκείνος τη ζωή μέσα στα μάτια του άλλου ανθρώπου∙ απορούν γιατί να μην αφιερώσει κι εκείνος τη ζωή του σ’ έναν δικό του άνθρωπο, αφήνοντας κατά μέρος την καταγγελτική του διάθεση και τον αγώνα του.
Ο ποιητής, ωστόσο, στο πλαίσιο του κοινωνικού συγχρωτισμού δεν βλέπει τίποτε άλλο πέρα από την κενότητα των συνανθρώπων του. Άνθρωποι χωρίς περιεχόμενο, άνθρωποι χωρίς κάποια αξιόλογη πνευματική εμβάθυνση, που αποζητούν τη δικαίωση της ύπαρξής τους μένοντας αγκιστρωμένοι στον άλλο. Κι ο ποιητής, πράγματι, αντέχει τη φθοροποιό τριβή μέσα «στων σχέσεων και των συναναστροφών / την καθημερινήν ανοησία»∙ αντέχει τη ρηχότητα των συνανθρώπων του και προχωρά την επικοινωνία μαζί τους σ’ ένα βαθύτερο επίπεδο. Προσπερνά το ανούσιο των τετριμμένων καθημερινών συνομιλιών και διακρίνει τον πόνο και τις ψυχικές εντάσεις που κρύβουν μέσα τους. Διακρίνει τις ψυχικές μπόρες της απόγνωσης, και τις δέχεται με τη γαλήνη της αποδοχής και της συμπόνιας.  

«Τις ημέρες μου άθροισα και δε σε βρήκα
και τα όπλα ζώστηκα και μόνος βγήκα
στη βοή των γκρεμών και στων άστρων τον κυκεώνα μου!»

Ο ποιητής απομένει και προχωρά μόνος, καθώς δεν βρίσκει πουθενά τον άλλον άνθρωπο που θα μπορούσε να σταθεί ισάξια στο πλευρό του∙ δεν βρίσκει εκείνον τον άνθρωπο, ο οποίος θα ξυπνούσε μέσα του ικανό ενδιαφέρον, ώστε να του εμπνεύσει τον αναγκαίο εγωισμό και την αναγκαία επιθυμία προσήλωσης στον εαυτό του και στην προσωπική του ζωή, κι έτσι οπλίζεται και βγαίνει μόνος του στο δύσκολο αγώνα που είναι προορισμένος για έναν ποιητή. Στο δύσκολο αγώνα που είναι προορισμένος για εκείνους που αρνούνται το συμβιβασμό και τη μετριότητα.  
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...