Rachel Christine Nowicki
Οδυσσέας
Ελύτης «Το άξιον εστί» (Ψαλμός Ι΄)
ΚΑΤΑΠΡΟΣΩΠΟ ΜΟΥ εχλεύασαν οι νέοι Αλεξανδρείς:
ιδέστε, είπαν, ο αφελής περιηγητής του
αιώνος!
Ο αναίσθητος
που όταν όλοι εμείς θρηνούμε αυτός
αγαλλιά
και όταν όλοι πάλι αγαλλιούμε
αυτός αναίτια σκυθρωπιάζει.
Στις κραυγές μας μπροστά προσπερνά και αδιαφορεί
και τα σε μας αόρατα,
με τ’ αυτί στην πέτρα,
σοβαρός και μόνος προσέχει.
Ο χωρίς φίλον κανένα
μήτε οπαδό,
που εμπιστεύεται μόνον το σώμα του
και το μέγα μυστήριο στ’ αγκαθόφυλλα
μέσα του ήλιου αναζητεί,
αυτός είναι,
ο απόβλητος από τις αγορές του αιώνος!
Επειδή νου δεν έχει
κι από ξένα δάκρυα κέρδος δε βγάνει
και στο θάμνο που καίει την αγωνία μας
μονάχα καταδέχεται να ουρεί.
Ο αντίχριστος και ανάλγητος δαιμονιστής του αιώνος!
Που όταν όλοι εμείς πενθούμε,
αυτός ηλιοφορεί.
Και όταν όλοι σαρκάζουμε,
ιδεοφορεί.
Και όταν ειρήνη αγγέλλουμε,
μαχαιροφορεί.
Καταπρόσωπό μου οι νέοι Αλεξανδρείς
εχλεύασαν!
Ο Ψαλμός Ι΄ είναι δοσμένος σε ύφος ιδιαίτερα
προσωπικό και έντονο, με τον Ελύτη να εκφράζει το παράπονο, αν όχι την
αγανάκτησή του, για τις τόσες επικρίσεις και επιθέσεις που δέχτηκε, κυρίως στα
πρώτα χρόνια της ποιητικής του παρουσίας. Ομότεχνοι, κριτικοί και μελετητές
υποδέχτηκαν με καυστικό τρόπο τη διάθεση του δημιουργού να στρέψει την προσοχή
των αναγνωστών στην ομορφιά και τη ζωτικότητα του ελληνικού χώρου, σε μια
ιστορική περίοδο υπέρμετρα δύσκολη για τους Έλληνες. Δεν αντιλήφθηκαν ή δεν
θέλησαν να κατανοήσουν την απόπειρα παραμυθίας, τον περισπασμό, που επιδίωξε να
προσφέρει ο ποιητής, απαντώντας στον πόνο και στο σκοτάδι με μια διάθεση
ευδαιμονίας και άπλετο φως.
ΚΑΤΑΠΡΟΣΩΠΟ ΜΟΥ εχλεύασαν οι νέοι
Αλεξανδρείς:
ιδέστε, είπαν, ο αφελής περιηγητής του
αιώνος!
Νέους Αλεξανδρείς χαρακτηρίζει ο
ποιητής τους επικριτές του -τους γνώστες και τους ειδικούς επί των λογοτεχνικών
πραγμάτων, που τόσο έντονα αντέδρασαν απέναντι σε ό,τι διέφερε από τις δικές
τους πεποιθήσεις και προτιμήσεις-, παραπέμποντάς μας επί της ουσίας στο
πορτρέτο των Αλεξανδρινών, που τόσο έξοχα είχε σκιαγραφήσει ο Καβάφης σε
διάφορα ποιήματα, αλλά και στο «Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης» (κ’ οι Αλεξανδρινοί
τον πάρουν στο ψιλό / ως είναι το συνήθειό τους, οι απαίσιοι).
Αφελή περιηγητή του αιώνος
χαρακτηρίζουν εκείνοι τον ποιητή, εκλαμβάνοντας ως αφέλεια το γεγονός ότι ενώ ο
κόσμος οδηγούνταν σ’ έναν νέο παγκόσμιο πόλεμο κι όταν ακόμη είχε βιώσει τον
όλεθρο αυτού, ο Ελύτης στρεφόταν στη φύση, εξυμνούσε το κάλλος της κι
αναζητούσε τις ευδαίμονες πτυχές της ζωής. Αδυνατούν, ωστόσο, να διαπιστώσουν
εγκαίρως την ανανεωτική πνοή του δημιουργού, αλλά και την απροθυμία του να
καθρεφτίσει στην ποίησή του τον πόνο και την καταστροφή που αντικρίζει παντού
γύρω του. Οι άνθρωποι δεν είχαν σίγουρα ανάγκη να διαβάζουν για το θάνατο, τη
φτώχεια και την εξαθλίωση, τη στιγμή που αυτά συνέθεταν την καθημερινότητά
τους.
Ο αναίσθητος
που όταν όλοι εμείς θρηνούμε αυτός
αγαλλιά
και όταν όλοι πάλι αγαλλιούμε
αυτός αναίτια σκυθρωπιάζει.
Ο ποιητής διαφοροποιείται από τις
τρέχουσες και επικαιρικές ανησυχίες και ευαισθησίες των ομοτέχνων του και των
πνευματικών ανθρώπων της εποχής του, προκαλώντας την έντονη αντίδρασή τους.
Απρόθυμος να συμβιβαστεί με τη λογική ενός κοινού αισθήματος και μιας ενιαίας
οπτικής επί των πραγμάτων, χαρακτηρίζεται ως αναίσθητος, και δέχεται μαζικές
επικρίσεις από τους διανοούμενους που πιστεύουν πως πρέπει να υπάρχει μια κοινή
στάση απέναντι στις εκάστοτε συνθήκες και συγκυρίες.
Στις κραυγές μας μπροστά προσπερνά και
αδιαφορεί
και τα σε μας αόρατα,
με τ’ αυτί στην πέτρα,
σοβαρός και μόνος προσέχει.
Η διαφορετική ευαισθησία του ποιητή κι
η προσπάθειά του να αντλήσει το υλικό του, τόσο σε επίπεδο περιεχομένου όσο και
σε επίπεδο έκφρασης, από πηγές πρωτόφαντες που κατέληξαν να δώσουν στην
ελληνική ποίηση, μα και στην ελληνική γλώσσα, μια νέα δυναμική, εκλαμβάνονται
από τους συγκαιρινούς του ως αδιαφορία απέναντι στον πόνο και στα προβλήματα
της εποχής του.
Ο χωρίς φίλον κανένα
μήτε οπαδό,
που εμπιστεύεται μόνον το σώμα του
και το μέγα μυστήριο στ’ αγκαθόφυλλα
μέσα του ήλιου αναζητεί,
αυτός είναι,
ο απόβλητος από τις αγορές του αιώνος!
Ο ποιητής επικρίνεται και για το
γεγονός ότι επιλέγει τη μοναξιά και την απομόνωση∙ την απόσυρση από την ανούσια
κοινωνικότητα, προκειμένου να αφοσιωθεί στο δημιουργικό του έργο. Την ώρα που
οι άλλοι λογοτέχνες επιδιώκουν τον εύκολο έπαινο από τους κύκλους των
κοινωνικών τους συναναστροφών, ο Ελύτης αποσύρεται στον εαυτό του και θέτει ως
οδηγό τη δική του αντίληψη και αίσθηση των πραγμάτων προκειμένου να προσεγγίσει
και να κατανοήσει τον κόσμο. Αναζητεί το «μέγα μυστήριο», αναζητεί την αλήθεια
της ζωής ή έστω πτυχές αυτής της αλήθειας, στα αγκαθόφυλλα του ήλιου, στις
ακτίνες του ήλιου και στην καθαρότητά τους.
Ο ποιητής επιδιώκει την αγνότητα και
την αγαθότητα τόσο ως στοιχείο της προσωπικότητάς του και του τρόπου που
αντικρίζει τον κόσμο, όσο και στον ποιητικό του λόγο, γεγονός, εντούτοις, που
τον απομακρύνει από τη συνήθη εμπορική ευαισθησία, στην οποία έχει εθιστεί το
αναγνωστικό και αγοραστικό κοινό. Γι’ αυτό και καθίσταται απόβλητος από τις αγορές
του αιώνος -από τις αγορές της εποχής του, εφόσον διαφοροποιείται ουσιωδώς από
τις τρέχουσες τάσεις.
Ο Ελύτης, σχετικά με το θέμα της απομόνωσής
του, γράφει στα Ανοιχτά Χαρτιά: «Οι νέοι φίλοι την απόσπασή μου αυτή από το
σχήμα, την άρνησή μου να ενσαρκώνω και εξωτερικά τον τύπο του ποιητή δεν τα
βλέπανε διόλου με καλό μάτι. Θα πρέπει να ‘μουνα πολύ «μπουρζουάς» και πάντως
ψυχρός άνθρωπος για να μην πετιέμαι στη μέση μιας συγκέντρωσης, όλος φλόγα και
πάθος, για ν’ απαγγείλω στίχους. Θεέ μου, τι δύσκολο που είναι να συνεννοηθούνε
οι άνθρωποι. Αλλά ίσα-ίσα ένα νέο πνεύμα στην ποίηση θα έπρεπε κατά την γνώμη
μου να συμβαδίζει με μια νέα στάση. Κι ακριβώς επειδή δε χώνευα τους
μπουρζουάδες δεν ήθελα να τους προσφέρει γραφικότητα ο ποιητής. Α ναι, χίλιες
φορές καλύτερα ν’ απομονωθώ -κι έβλεπα το ενδεχόμενο- παρά να παθαίνω κάθε
βράδυ αλλεργία».
Επειδή νου δεν έχει
κι από ξένα δάκρυα κέρδος δε βγάνει
και στο θάμνο που καίει την αγωνία μας
μονάχα καταδέχεται να ουρεί.
Ο ποιητής μη έχοντας, όπως του
καταλογίζουν οι επικριτές του, πρακτική σκέψη, αποτυγχάνει να εκμεταλλευτεί την
εύκολη συγκίνηση, που είναι τόσο προσφιλής στο κοινό της εποχής, κι αδυνατεί
έτσι να κερδίσει χρήματα μέσα από τη δουλειά του. Αντί να κατευθύνεται προς τις
παραδοσιακές φόρμες και θεματικές, που εξαργυρώνονται επιτυχώς από άλλους ομοτέχνους
του, εκείνος περιφρονεί τις παγιωμένες επιλογές για την έκφραση των κοινών
αγωνιών και ανησυχιών, κι ακολουθεί μια δική του πορεία που τον οδηγεί μακριά
από τα λογοτεχνικώς αποδεκτά σχήματα του καιρού του.
Οι επικριτικές του εκφράζουν τη σχετική
τους αγανάκτηση με έντονο τρόπο, αφού σχολιάζουν πως ο ποιητής: ουρεί στο θάμνο
που καίει την αγωνία τους! Ο Τάσος Λιγνάδης παρατηρεί σχετικά: «Περιφρονεί την
ιησουιτική έκφραση για την «αγωνία» του ανθρώπου, που έχει καταντήσει ύφος και
προσωπείο των αναισθήτων. Η μεταφορά από την καιόμενη βάτο».
Τα λόγια του Ελύτη στα Ανοιχτά χαρτιά
είναι ιδιαιτέρως χαρακτηριστικά: «Η καταδίκη μου σε μοναξιά ήταν βέβαιη. Θα
ζούσα μονάχα από τα λάθη που θα μου ξέφευγαν. Από την άλλη όμως μπορούσα ποτέ
να μετέβαλλα τον εαυτό μου σ’ έναν ηθοποιό ξένων αισθημάτων; Τι ευτύχημα που
δεν υπήρξε η ποίηση κερδοφόρα επιχείρηση. Ποιος ξέρει, μπορεί να κινδύνευα να
λυγίσω και να γίνω ένας επιπλοποιός που φτιάχνει φριχτά έπιπλα επειδή μόνον
αυτά έχουνε πέραση στην αγορά».
Ο αντίχριστος και ανάλγητος δαιμονιστής
του αιώνος!
Που όταν όλοι εμείς πενθούμε,
αυτός ηλιοφορεί.
Και όταν όλοι σαρκάζουμε,
ιδεοφορεί.
Και όταν ειρήνη αγγέλλουμε,
μαχαιροφορεί.
Καταπρόσωπό μου οι νέοι Αλεξανδρείς
εχλεύασαν!
Ο ποιητής χαρακτηρίζεται αντίχριστος,
υπό την έννοια πως στρέφεται ενάντια σε κάθε στοιχείο της -λογοτεχνικής-
παράδοσης και ακολουθεί μια αμιγώς αντισυμβατική πορεία∙ χαρακτηρίζεται και
«ανάλγητος δαιμονιστής», άνθρωπος δηλαδή που μη δείχνοντας καμία συμπόνια,
αναζητεί επίμονα την ευδαιμονία. Πρόκειται, βέβαια, για την παρερμηνεία των
προθέσεών του -που τόσο είχε πικράνει τον ποιητή-, να δώσει έμφαση στα φωτεινά
και στα θετικά στοιχεία της ζωής και του έρωτα, την περίοδο που ο λαός
δοκιμαζόταν σκληρά.
Στο πλαίσιο αυτής της παρερμηνείας ο
ποιητής επικρίθηκε πως αδυνατεί να ταυτιστεί με τη λαϊκή τάξη και να εκφράσει
την οδύνη τους, δήθεν, διότι ο ίδιος δεν τη συμμερίστηκε ποτέ. Έτσι,
κατηγορήθηκε πως η ποίησή του στάθηκε πάντοτε αντίθετη με το λαϊκό αίσθημα και
αδιάφορη απέναντι στα κρίσιμα ζητήματα της εποχής. Έδινε, δηλαδή, ο ποιητής την
εντύπωση πως δεν μπορούσε να συμπορευτεί με τις διαθέσεις και τις πίκρες των
συγκαιρινών του, και πως προτιμούσε πάντοτε να εκφράζει την αντίθεσή του σε όσα
ένιωθε και σε όσα έπραττε ο λαός.
Κατηγορίες, βέβαια, ανυπόστατες, που
απέρρεαν από τη δυσκολία, κυρίως των διανοούμενων της εποχής, να αντιληφθούν το
τελείως καινοτόμο πνεύμα του ποιητή και την αγωνία του να προσφέρει κι εκείνος,
με το δικό του τρόπο, μια πηγή παρηγοριάς στους ανθρώπους γύρω του, δείχνοντάς
τους έναν νέο δρόμο.
«Θέλω να ‘μαι ειλικρινής, αλλιώς το
παιχνίδι δεν έχει αξία. Στα εννέα δέκατα των ποιημάτων που διάβαζα τότε με
απωθούσε κάτι που ευγενικά, θα το ονόμαζα απουσία υπηρεφάνειας και, διαφορετικά,
πτωχοπροδρομισμό, μιζέρια, μικρολογία, και, σε ύστατη ανάλυση, εύκολη
φιλοσοφία. Βέβαια η τραγωδία της Μικρασιατικής καταστροφής ήτανε πρόσφατη. Αλλά
ύστερα; Μια ήττα, εάν δένει τα χέρια σου, λύνει την ψυχή σου και τη στήνει ψηλά
να καραδοκεί την αντεκδίκηση. Ωστικές δυνάμεις κυριεύανε την ψυχή του λαού όταν
οι διανοούμενοι μοιρολογούσαν και η βαλβίδα τινάχτηκε πριν περάσουν είκοσι
χρόνια, με μια δύναμη που έκανε και τους ίδιους ν’ απορήσουν.
Τι σχέση μπορούσε να έχει η μορφή της
Τραγωδίας μ’ αυτή τη γυναικούλα που βλέπαμε; Οικτρή παρεξήγηση. Κάτω από την
τρομακτική μηχανή του Ήλιου ο άνθρωπος έμενε γυμνός αντίκρυ στο αίνιγμά του κι
από κει και πέρα -ότι ήμασταν παιχνιδάκια στα χέρια της τύχης, ότι η ζωή είναι
μερικά δευτερόλεπτα ανάμεσα σε δύο αφανισμούς, και άλλες οκτώ ή δέκα
κοινοτοπίες που αποτελούν το Ευαγγέλιο των δωρεάν φιλοσοφημένων- από κει και
πέρα ο σκεπτόμενος άνθρωπος όφειλε να πει κάτι. Αλλά δεν είχαν αντικρίσει ποτέ
τον Ήλιο αυτοί που μεγαλώσανε μέσα στις λίμνες και τα νούφαρα των φτωχών μεταφράσεων
που διαβάζανε. Και η Μικρασία βρισκότανε μακριά.» Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά.
Βιβλιογραφία:
Οδυσσέας Ελύτης, «Το άξιον εστί»,
Εκδόσεις Ίκαρος
Οδυσσέας Ελύτης, «Ανοιχτά Χαρτιά»,
Εκδόσεις Ίκαρος
Τάσος Λιγνάδης, «Το άξιον εστί του
Ελύτη», Εκδόσεις Πορεία
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου