Mark Ashkenazi
Οδυσσέας Ελύτης «Το άξιον
εστί» Ψαλμός Δ΄
Τις ημέρες μου άθροισα και δε
σε βρήκα
πουθενά, ποτέ, να μου κρατείς
το χέρι
στη βοή των γκρεμών και στων
άστρων τον κυκεώνα μου!
Πήραν άλλοι τη Γνώση και
άλλοι την Ισχύ
το σκοτάδι με κόπο χαράζοντας
και μικρές προσωπίδες, τη
χαρά και τη θλίψη,
στη φθαρμένη την όψη
αρμόζοντας.
Μόνος, όχι εγώ, προσωπίδες
δεν άρμοσα,
τη χαρά και τη θλίψη πίσω μου
έριξα,
γενναιόδωρα πίσω μου έριξα
την Ισχύ και τη Γνώση.
Τις ημέρες μου άθροισα κι
έμεινα μόνος.
Είπαν άλλοι: γιατί; κι αυτός
να κατοικήσει
το σπίτι με τις γλάστρες και
τη λευκή μνηστή.
Άλογα τα πυρρά και τα μαύρα
μου άναψαν
γινάτι γι’ άλλες, πιο λευκές
Ελένες!
Γι’ άλλη, πιο μυστικήν
αντρεία λαχτάρησα
κι από κει που με μπόδισαν, ο
αόρατος, κάλπασα
στους αγρούς τις βροχές να
γυρίσω
και το αίμα πίσω να πάρω των
νεκρών μου των άθαφτων!
Είπαν άλλοι: γιατί; κι
εκείνος να γνωρίσει
κι εκείνος τη ζωή μέσα στα
μάτια του άλλου.
Αλλού μάτια δεν είδα, δεν
αντίκρισα
παρά δάκρυα μέσα στο Κενό που
αγκάλιαζα
παρά μπόρες μέσα στη γαλήνη
που άντεχα.
Τις ημέρες μου άθροισα και δε
σε βρήκα
και τα όπλα ζώστηκα και μόνος
βγήκα
στη βοή των γκρεμών και στων
άστρων τον κυκεώνα μου!
Ο ποιητής προχωρά σ’ έναν
απολογισμό των χρόνων που πέρασαν και συνειδητοποιεί πως παρά την ανάγκη και
την επιθυμία του, δεν είχε ποτέ τη στήριξη Εκείνου∙ δεν είχε ποτέ την
καθοδήγηση και την προστασία Του στο χάος και στις κρίσιμες στιγμές της πορείας
του. Η ταυτότητα, ωστόσο, του «εσύ» που γίνεται αποδέκτης των παραπόνων του
ποιητικού υποκειμένου, μπορεί να αναζητηθεί και στο πρόσωπο του πάντοτε
αναγκαίου συνοδοιπόρου είτε αυτός είναι ένας φίλος είτε μια σύντροφος.
Ο Ελύτης παρουσιάζει εδώ
στοιχεία του βίου και της προσωπικότητάς του που ενίσχυσαν και εδραίωσαν την
αφοσίωσή του στην ποιητική του αποστολή. Η απροθυμία του να εγκλωβιστεί στους
περιορισμούς που θέτει η έγγαμη διαβίωση κι η απέχθειά του για την υποκρισία
και την ανηθικότητα που συνιστούν προαπαιτούμενα για τον υλικό πλουτισμό και
την κοινωνική καταξίωση, φανερώνουν την αδιαπραγμάτευτη πίστη του στην
πνευματική και ηθική ανεξαρτησία του ατόμου. Ο ποιητής επιλέγει να ζήσει μακριά
από τους συνήθεις συμβιβασμούς και τη διάβρωση των ηθικών αξιών, ορίζοντας για
τον εαυτό του έναν εξαιρετικά δύσκολο αγώνα προς όφελος του κοινωνικού συνόλου.
«Τις ημέρες μου άθροισα και
δε σε βρήκα
πουθενά, ποτέ, να μου κρατείς
το χέρι
στη βοή των γκρεμών και στων
άστρων τον κυκεώνα μου!»
Η αναφορά στην απουσία του
άλλου ανθρώπου, που θα είχε τη δυνατότητα να σταθεί ως στήριγμα και ως
καθοδηγητής στο πλευρό του ποιητή, τονίζει την επώδυνη ερημία του, η οποία
αποτέλεσε σε μεγάλο βαθμό το κίνητρο για την ισχυροποίηση των στοιχείων εκείνων
που συνέθεσαν το μοναδικό της προσωπικότητάς του. Ο ποιητής εξαναγκάζεται να κινηθεί
μόνος, μα ο εξαναγκασμός αυτός του παρέχει τη δύναμη να σταθεί πέρα από
συναισθηματικές εξαρτήσεις, οποιασδήποτε μορφής, που θα τον καθιστούσαν
πιθανώς πιο ευάλωτο στα κελεύσματα της κοινωνίας -των άλλων ανθρώπων-, για έναν
συμβιβασμό στην κανονικότητα, και κατ’ επέκταση στη μέτρια και χωρίς κορυφώσεις
ύπαρξη.
Η ανασκόπηση των ημερών που
πέρασαν φανερώνει πως ο άλλος άνθρωπος δεν ήταν ποτέ εκεί, για να συμπαρασταθεί
στο ποιητικό υποκείμενο∙ δεν ήταν ποτέ εκεί, για να τον συγκρατήσει, όταν
πλησίαζε επικίνδυνα στην άκρη του γκρεμού, με τον ίλιγγο της συναισθηματικής
κατάρρευσης να ηχεί στ’ αυτιά του. Δεν ήταν ποτέ εκεί στο συναισθηματικό
στροβίλισμα, στην εσωτερική του δίνη, καθώς η μια νύχτα διαδεχόταν την άλλη, κι
η ψυχή του δοκιμαζόταν ολοένα και περισσότερο.
Ο άλλος άνθρωπος, που με την
παρουσία του θα προσέφερε στήριξη, θα παρείχε δύναμη, και θα αποτελούσε το
έναυσμα για ένα ύστατο πλεόνασμα απαντοχής, δεν ήταν εκεί, τη στιγμή που ήταν
αναγκαίος. Ο άλλος άνθρωπος, που δεν θα ζητούσε εξηγήσεις, μα θα ένιωθε την
κάμψη της αντοχής και του κουράγιου, και θα έδινε απλόχερα απ’ τα δικά του
αποθέματα, δεν βρέθηκε «ποτέ, και πουθενά».
«Πήραν άλλοι τη Γνώση και
άλλοι την Ισχύ
το σκοτάδι με κόπο χαράζοντας
και μικρές προσωπίδες, τη
χαρά και τη θλίψη,
στη φθαρμένη την όψη
αρμόζοντας.»
Το ποιητικό υποκείμενο
γνώρισε, όχι μόνο τη μοναξιά -την απουσία του άλλου ανθρώπου-, μα είδε γύρω του τους
άλλους να προοδεύουν, επιδιώκοντας και κατακτώντας με κόπο τη Γνώση αλλά και
την Ισχύ. Μια πρόοδος, ωστόσο, συμβατική, καθώς η γνώση κι η δύναμη που
κερδήθηκε από τους άλλους, απαίτησε και το ανάλογο τίμημα. Αναγκάστηκαν να
συμβιβαστούν με την υποκρισία της κοινωνίας, προσαρμόζοντας στο πρόσωπό τους
τις προσωπίδες εκείνες της ψεύτικης χαράς και της δίχως περιεχόμενο συμπόνιας
για τους συνανθρώπους τους. Προσάρμοσαν στα φθαρμένα τους πρόσωπα και στις
αλλοτριωμένες ψυχές τους προσωπίδες, για να καλύψουν και να αποκρύψουν πόσο
ακριβά πλήρωσαν την κοινωνική παρουσία και αναγνώριση.
Άνθρωποι της καταξίωσης, οι
οποίοι δε δίστασαν να θυσιάσουν τα αληθινά και τα ανθρώπινα της υπόστασής τους,
μόνο και μόνο για να γίνουν αποδέκτες ενός πλούτου υλικού, που δεν θα μπορούσε
όμως ποτέ να υποκαταστήσει την απώλεια της προσωπικής ακεραιότητας, της
ειλικρινούς προς τους άλλους και προς τον εαυτό τους παρουσίας, της ζωής μακριά
από συμβιβασμούς και υποκρισίες.
«Μόνος, όχι εγώ, προσωπίδες
δεν άρμοσα,
τη χαρά και τη θλίψη πίσω μου
έριξα,
γενναιόδωρα πίσω μου έριξα
την Ισχύ και τη Γνώση.»
Ο ποιητής, βέβαια,
αντιστάθηκε στο δέλεαρ του υλικού πλούτου και της κοινωνικής δύναμης,
αρνούμενος να ζήσει φορώντας προσωπίδες∙ αρνούμενος να ζήσει μέσα στην
υποκρισία και τους συμβιβασμούς. Με
γενναιοδωρία, που πήγασε απ’ τον αυτοσεβασμό και τη βαθιά εκτίμηση για την
ανεξαρτησία του, αποποιήθηκε την επιστημονική αναγνώριση, τη δύναμη και τα
χρήματα. Έτσι, σε αντίθεση με τους περισσότερους ανθρώπους, που θα έδιναν και
θα θυσίαζαν οτιδήποτε προκειμένου να γνωρίσουν τα οφέλη της υλικής και
κοινωνικής καταξίωσης, ο ποιητής επιλέγει να διατηρήσει ανέπαφη την αξιοπρέπειά
του∙ επιλέγει να μη γίνει δέσμιος των πολλαπλών κοινωνικών εξαρτήσεων και του
ψεύδους, για χάρη μιας υποτιθέμενης επιτυχίας.
«Τις ημέρες μου άθροισα κι
έμεινα μόνος.
Είπαν άλλοι: γιατί; κι αυτός
να κατοικήσει
το σπίτι με τις γλάστρες και
τη λευκή μνηστή.»
Ο ποιητής απομένει μόνος,
χωρίς την παρουσία του αναγκαίου συνοδοιπόρου, χωρίς το κύρος μιας ακριβά εξαγορασμένης
αναγνώρισης, μα και χωρίς τους λοιπούς συμβιβασμούς της κοινωνίας. Μια
θριαμβική ανεξαρτησία, η οποία όμως δεν πέρασε απαρατήρητη από τους άλλους
ανθρώπους, που απορούσαν γιατί να μη μένει κι αυτός, όπως κι εκείνοι, στο σπίτι
με τις γλάστρες, παντρεμένος, ακολουθώντας ως προς όλα τα κοινωνικώς
αναμενόμενα.
Η σαρωτική κοινωνική
ομοιομορφία, που απαιτεί και συχνά επιβάλλει μια συγκεκριμένη πορεία, βρίσκει
στο πρόσωπο του ποιητή έναν αποφασισμένο αρνητή. Με την ίδια δύναμη που
προσπερνά τα υλικά πλούτη, προκειμένου να διατηρήσει την ακεραιότητά του,
προσπερνά και τη σύμβαση της ανέφελης έγγαμης ζωής, προκειμένου ν’ αποφύγει την
καθήλωση σε μια πνευματική και ψυχική αδράνεια.
Ο Ελύτης δεν αναγνωρίζει εδώ
το όφελος μιας συμβατικής συνύπαρξης, καθώς αποβλέπει σε άλλα ιδανικά. Μιαν
διαφορετική προσέγγιση μας δίνει ο Εγγονόπουλος:
«Κι’ ὅμως, ἐὰν ἀκόμη δὲν μὲ κατασπαράξανε ἀλύπητα, νὰ πετάξουνε τὶς σάρκες μου στὰ σκυλιά, αὐτὸ δὲν τὸ χρωστάω σ’ ἐσένα, στὴ μεγάλη στοργή σου καὶ στὴν ἀγάπη σου; Τὸ ξέρω, μή μοῦ τὸ κρύφτεις, τὸ ξέρω σοῦ λέω: προσεύχεσαι γιὰ μένα!»
«Άλογα τα πυρρά και τα μαύρα
μου άναψαν
γινάτι γι’ άλλες, πιο λευκές
Ελένες!»
Ο ποιητής αισθάνεται μέσα του
το κάλεσμα άλλων ψυχικών αναζητήσεων και αναγκών που τον ωθούν στην αποζήτηση
υψηλότερων ιδανικών. Το πείσμα του για μια πιο «λευκή Ελένη», για μια διεκδίκηση
ανώτερης υφής, από το μικροαστικό ιδανικό της βολεμένης και ακύμαντης ζωής,
καθιστά σαφή την εδραιωμένη στην ψυχή του αίσθηση της απόλυτης αξίας που ενέχει
η ανεξαρτησία από κάθε σύμβαση και κάθε δέσμευση.
Ο συμβιβασμός σε μια
κοινωνικώς αποδεκτή αποκατάσταση, θα μπορούσε ίσως να προσφέρει στο ποιητικό
υποκείμενο την πρόσκαιρη δικαίωση απέναντι τους άλλους ανθρώπους, μα δεν θα
άντεχε στη δοκιμασία του χρόνου∙ όχι για κάποιον που γνωρίζει και
αντιλαμβάνεται την αξία της αδέσμευτης και ελεύθερης πνευματικής και ψυχικής
πορείας. Το απολεσθέν μέλλον, που θα μπορούσε να είχε προκύψει –μα δεν
προέκυψε- μέσα από ένα συμβατικό γάμο, θα ερχόταν σύντομα αντιμέτωπο με τη
σκληρή δοκιμασία του χρόνου. Διότι, οι έξωθεν επιβεβλημένες αποφάσεις και
συμπεριφορές μπορούν να διατηρηθούν μόνο για ορισμένο διάστημα, χωρίς να έρθουν
στην επιφάνεια οι συγκρουσιακές συνθήκες που προκαλούνται στη συνείδηση και στη
βούληση του ατόμου. Γι’ αυτό ο ποιητής επιλέγει ορθά να μην επιχειρήσει εξαρχής
κάτι που αντιβαίνει στις βαθύτερες ανάγκες της ψυχής του· κάτι που ούτως ή
άλλως θα κατέληγε σ’ έναν ψυχοφθόρο συμβιβασμό που θα πλήγωνε και τον ίδιο,
αλλά και τη σύντροφο που θα βρισκόταν πλάι του.
ð Άλογα τα πυρρά και τα μαύρα
μου άναψαν
Ορμές και ένστικτα∙ οι
πλατωνικοί ίπποι της ψυχής, το βουλητικό και το θυμοειδές. Τα επίθετα «πυρρά»
και «μαύρα» από την Καινή Διαθήκη: καὶ ἐξῆλθεν ἄλλος ἵππος πυρρός, καὶ τῷ καθημένῳ ἐπ’ αὐτὸν ἐδόθη αὐτῷ λαβεῖν τὴν εἰρήνην ἐκ τῆς γῆς καὶ ἵνα ἀλλήλους σφάξουσιν, καὶ ἐδόθη αὐτῷ μάχαιρα μεγάλη... καὶ ἰδοὺ ἵππος μέλας, καὶ ὁ καθήμενος ἐπ᾿ αὐτὸν ἔχων ζυγὸν ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ» Ιωάννου, Αποκάλυψις ΣΤ΄4-5.
[Τάσος Λιγνάδης]
ð γινάτι γι’ άλλες, πιο λευκές
Ελένες!
Η τουρκική λέξη (inat) για
σαρκαστική αντίθεση.
[Τάσος Λιγνάδης]
«Γι’ άλλη, πιο μυστικήν
αντρεία λαχτάρησα
κι από κει που με μπόδισαν, ο
αόρατος, κάλπασα
στους αγρούς τις βροχές να
γυρίσω
και το αίμα πίσω να πάρω των
νεκρών μου των άθαφτων!»
Ο ποιητής απέρριψε τις
αξιώσεις του μικροαστικού περιβάλλοντος, κι ένιωσε μέσα του να δεσπόζει η λαχτάρα για
μια πιο μυστική ανδρεία, για μια πιο ουσιαστική γενναιότητα. Αντιστάθηκε στην
εξομοίωση, θέτοντας την ποιητική του αποστολή υψηλότερα από κάθε άλλη πράξη ή
επιλογή. Με τη δίκαια κερδισμένη αθωότητα του ανθρώπου που δεν ξεπούλησε τον
εαυτό και τα ιδανικά του, αντιμετώπισε με πείσμα και αποφασιστικότητα τα
εμπόδια που του έθεσαν, θέλοντας να ανατρέψει τις μεγάλες αδικίες της κοινωνίας
και των ανθρώπων.
Προσπάθησε, παρά τις ποικίλες
αντιξοότητες, να επιστρέψει τις βροχές στους αγρούς, τη ζωοδόχο δύναμη του
νερού, εκεί ακριβώς που υπήρχε η μεγαλύτερη ανάγκη. Προσπάθησε, συνάμα, να
πάρει πίσω το αίμα των νεκρών του που έμεινα άθαφτοι∙ διακειμενική αναφορά στην
Αντιγόνη του Σοφοκλή, με την οποία προφανώς υπονοούνται αδικίες που υπέστησαν
άνθρωποι δικοί του, με την ευρύτερη όμως έννοια∙ συνάνθρωποί του.
Η δύσκολη αποστολή του ποιητή
γίνεται πρόδηλα εμφανής σ’ αυτούς τους στίχους, καθώς ο πνευματικός δημιουργός
καλείται, όχι μόνο ν’ αντισταθεί στις κοινωνικούς συμβιβασμούς, μα και να
αγωνιστεί ενάντια σε κάθε λανθασμένη ή άδικη κατάσταση που αντικρίζει.
«Είπαν άλλοι: γιατί; κι
εκείνος να γνωρίσει
κι εκείνος τη ζωή μέσα στα
μάτια του άλλου.
Αλλού μάτια δεν είδα, δεν
αντίκρισα
παρά δάκρυα μέσα στο Κενό που
αγκάλιαζα
παρά μπόρες μέσα στη γαλήνη
που άντεχα.»
Η αγωνιστική διάθεση του
ποιητή κι οι προσπάθειές του να επανορθώσει τα κακώς κείμενα, προκαλούν εκ νέου
την αντίδραση των ανθρώπων γύρω του, που τον βλέπουν να κινείται πέρα και έξω από τη δική τους
καθημερινότητα. Απορούν γιατί να μη γνωρίσει κι εκείνος τη ζωή μέσα στα μάτια
του άλλου ανθρώπου∙ απορούν γιατί να μην αφιερώσει κι εκείνος τη ζωή του σ’
έναν δικό του άνθρωπο, αφήνοντας κατά μέρος την καταγγελτική του διάθεση και
τον αγώνα του.
Ο ποιητής, ωστόσο, στο πλαίσιο
του κοινωνικού συγχρωτισμού δεν βλέπει τίποτε άλλο πέρα από την κενότητα των
συνανθρώπων του. Άνθρωποι χωρίς περιεχόμενο, άνθρωποι χωρίς κάποια αξιόλογη
πνευματική εμβάθυνση, που αποζητούν τη δικαίωση της ύπαρξής τους μένοντας
αγκιστρωμένοι στον άλλο. Κι ο ποιητής, πράγματι, αντέχει τη φθοροποιό τριβή
μέσα «στων σχέσεων και των συναναστροφών / την καθημερινήν ανοησία»∙ αντέχει τη
ρηχότητα των συνανθρώπων του και προχωρά την επικοινωνία μαζί τους σ’ ένα
βαθύτερο επίπεδο. Προσπερνά το ανούσιο των τετριμμένων καθημερινών συνομιλιών
και διακρίνει τον πόνο και τις ψυχικές εντάσεις που κρύβουν μέσα τους.
Διακρίνει τις ψυχικές μπόρες της απόγνωσης, και τις δέχεται με τη γαλήνη της
αποδοχής και της συμπόνιας.
«Τις ημέρες μου άθροισα και
δε σε βρήκα
και τα όπλα ζώστηκα και μόνος
βγήκα
στη βοή των γκρεμών και στων
άστρων τον κυκεώνα μου!»
Ο ποιητής απομένει και
προχωρά μόνος, καθώς δεν βρίσκει πουθενά τον άλλον άνθρωπο που θα μπορούσε να
σταθεί ισάξια στο πλευρό του∙ δεν βρίσκει εκείνον τον άνθρωπο, ο οποίος θα ξυπνούσε μέσα του
ικανό ενδιαφέρον, ώστε να του εμπνεύσει τον αναγκαίο εγωισμό και την αναγκαία
επιθυμία προσήλωσης στον εαυτό του και στην προσωπική του ζωή, κι έτσι
οπλίζεται και βγαίνει μόνος του στο δύσκολο αγώνα που είναι προορισμένος για
έναν ποιητή. Στο δύσκολο αγώνα που είναι προορισμένος για εκείνους που
αρνούνται το συμβιβασμό και τη μετριότητα.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου