Sefedin
Stafa
Xhevahir Spahiu «Η λέξη»
Η λέξη
Είπαν στη λέξη: τώρα είσαι ελεύθερη!
Μα η λέξη ήταν ανήμπορη να τους πει:
είν’ αργά,
αφού δεν ειπώθηκα
την ώρα που έπρεπε
τι να την κάνω πια τη λευτεριά.
Δεν έχω πια φτερά,
δεν έχω ουρανό.
Είμαι όνειρο χωρίς ζωή,
ζωή δίχως όνειρο.
Είπαν στη λέξη: είσαι ελεύθερη.
Δύσκολο -είπε- να πιστέψεις κάτι τέτοιο.
Εφόσον έχεις φάει τις δικές σου
συλλαβές,
εφόσον έχεις μείνει σαν κούτσουρο,
κι η λευτεριά ακόμα είναι μία απ’ τις
φυλακές.
Ζει η λευτεριά – είπαν στη λέξη.
Κι είπε αυτή: Δεν είμαι Κωνσταντής
που και νεκρός ακόμα μπορεί να
ταξιδέψει.
Είπαν στη λέξη:
- Εσύ ‘σαι η λευτεριά!
Και το πίστεψε η λέξη.
Κι άνοιξε το στόμα
μα αντί για φθόγγους
πετάχτηκε αίμα.
[Τρελή εποχή (Kohё e krisur, 1991)
Το ποίημα έχει αντληθεί από τη συλλογή
«Αίμος, Ανθολογία Βαλκανικής Ποίησης» Αθήνα 2007, Οι φίλοι του περιοδικού
«ΑΝΤΙ».
Στην έξοχη αυτή σύνθεση του Αλβανού
ποιητή Xhevahir Spahiu προβάλλει με ιδιαίτερη παραστατικότητα η αξία της
έγκαιρης διεκδίκησης -κάθε δικαιώματος ή επιθυμίας- μέσα από
έναν ιδιαίτερα ευρηματικό διάλογο με τη «λέξη»∙ με τον πρωταρχικό δηλαδή φορέα
έκφρασης. Η λέξη που δεν εκφέρεται τη στιγμή που πρέπει, καθίσταται εκ των
υστέρων μάταιη και ανούσια, αφού η κατάλληλη στιγμή για εκείνη έχει παρέλθει
ανεπιστρεπτί.
Βέβαια, η λέξη ως βασική μονάδα κάθε
εκφερόμενης σκέψης, υποκαθιστά εδώ σε μεταφορικό επίπεδο κάθε πιθανή διατύπωση
μιας ανάγκης, μιας
διαμαρτυρίας ή μιας διεκδίκησης, διευρύνοντας έτσι απεριόριστα την εφαρμογή
αυτής της διαπίστωσης. Έτσι, αν το ποίημα ιδωθεί στην κοινωνική του διάσταση,
λειτουργεί ως κάλεσμα προς τους πολίτες για την άμεση και δίχως περιττές
καθυστερήσεις έκφραση των σκέψεων και των αιτημάτων τους. Οποιοδήποτε δικαίωμα
δεν διεκδικηθεί ακριβώς τη στιγμή που πρέπει, κινδυνεύει να βρει την πλήρη και
ανέκκλητη ματαίωσή του.
«Είπαν στη λέξη: τώρα είσαι ελεύθερη!
Μα η λέξη ήταν ανήμπορη να τους πει:
είν’ αργά,
αφού δεν ειπώθηκα
την ώρα που έπρεπε
τι να την κάνω πια τη λευτεριά.»
Ο συμβολικός διάλογος με τη λέξη που
δεν ειπώθηκε ξεκινά εκ των υστέρων, όταν δηλαδή έχει πια παγιωθεί η κατάσταση, που θα μπορούσε
ενδεχομένως να είχε αποτραπεί, αν η λέξη είχε διατυπωθεί εγκαίρως.
Η προτροπή προς τη λέξη, πως τώρα είναι
ελεύθερη να ακουστεί, μένει αρχικά χωρίς ανταπόκριση, καθώς η λέξη έχει πλήρη
επίγνωση πως είναι πια αργά για εκείνη. Γνωρίζει πως η ελευθερία που τώρα της
προσφέρεται, είναι δίχως νόημα, αφού δεν ειπώθηκε τότε που έπρεπε να ειπωθεί.
Ξέρει πόσο κενή και αδιάφορη θα ακουστεί πλέον, αφού όλα έχουν πια τελειώσει,
κι όσα η ίδια πρεσβεύει έχουν μείνει ανεκπλήρωτα.
«Δεν έχω πια φτερά,
δεν έχω ουρανό.
Είμαι όνειρο χωρίς ζωή,
ζωή δίχως όνειρο.»
Μια καθυστερημένη διατύπωση της λέξης,
και συνεκδοχικά της διεκδίκησης ή του συλλογισμού που εκείνη πρεσβεύει, δεν
έχει ουσιαστικά νόημα.
Όπως χαρακτηριστικά σχολιάζεται μέσα από τις σκέψεις που αποδίδονται στην
ανείπωτη λέξη, τώρα πια δεν έχει φτερά, τώρα πια δεν υπάρχει ο κατάλληλος για
εκείνη ουρανός. Είναι πλέον σαν ένα όνειρο που δεν πρόκειται να υλοποιηθεί ποτέ
ή ακόμη χειρότερα είναι σαν μια ζωή που της έχουν στερήσει το δικαίωμα στο
όνειρο.
Το μήνυμα του ποιήματος γίνεται
σαφέστερο, αν στη θέση της ανείπωτης λέξης τοποθετήσουμε έναν λαό που του έχουν στερήσει για καιρό το
δικαίωμα να εκφράζει τις επιθυμίες και τις ανάγκες του, κι έχουν παγιώσει
-δίχως τη συγκατάθεσή του- μιαν ανεπιθύμητη κατάσταση. Σ’ αυτόν το λαό, αν εκ
των υστέρων κι αφού τον έχουν φέρει προ τετελεσμένων γεγονότων, του δώσουν
κατόπιν την ευκαιρία να μιλήσει, είναι σαφές πως θα του έχουν στερήσει το
σημαντικότερο∙ το δικαίωμα δηλαδή να παρέμβει έγκαιρα, προτού καταλυθούν όλα.
«Είπαν στη λέξη: είσαι ελεύθερη.
Δύσκολο -είπε- να πιστέψεις κάτι τέτοιο.
Εφόσον έχεις φάει τις δικές σου
συλλαβές,
εφόσον έχεις μείνει σαν κούτσουρο,
κι η λευτεριά ακόμα είναι μία απ’ τις
φυλακές.»
Η εκ των υστέρων ελευθερία έκφρασης,
δεν είναι παρά ένας άθλιος εμπαιγμός, αφού η ελευθερία παρέχεται μόνο όταν
είναι πια βέβαιο πως δεν μπορεί να αλλάξει τίποτε απ’ όσα αποφασίστηκαν και επιβλήθηκαν. Η ανείπωτη λέξη -οι δέσμιοι πολίτες-
δεν μπορεί να θεωρήσει την με μεγάλη καθυστέρηση δοσμένη ελευθερία ως
πραγματικό προνόμιο, αφού στο μεσοδιάστημα κι όσο εμποδιζόταν να εκφραστεί
υπέφερε κι ήρθε αντιμέτωπη με τον ίδιο της τον εαυτό.
Περιορισμένη από την έξωθεν
επιβεβλημένη λογοκρισία η ανείπωτη λέξη φθείρεται, αμφισβητεί την αξία της, κατατρώει τις σάρκες της -τις
συλλαβές της-, μέχρι που απομένει πια ένα δίχως ζωή κούτσουρο∙ μέχρι που χάνει
πλήρως τη ζωτικότητα και τη δυναμική που είχε κάποτε. Έτσι, η εκ των υστέρων
ελευθερία που της δίνεται μοιάζει με μιαν ακόμη μορφή φυλακής, αφού τώρα που
της ζητείται να ειπωθεί έχει απολέσει πια το σθένος και την αξία της, κι είναι
σαν να την παγιδεύουν με το πόσο παράταιρη, εξασθενισμένη και άκαιρη θα ακουστεί.
Αντιστοίχως, ένας λαός που
περιορίζεται, καταπιέζεται και χάνει κάθε δικαίωμά του, βιώνει μια δίχως προηγούμενο
αυτοκαταστροφική τάση, αφού ο ένας πολίτης στρέφεται κατά του άλλου, η μια
κοινωνική ομάδα κατά της άλλης, αφήνοντας επί της ουσίας ελεύθερο το πεδίο
στους καταπιεστές να συνεχίσουν το ολέθριο έργο τους. Κι αν κατόπιν, αφού οι
καταπιεστές έχουν πια ολοκληρώσει την καταστρατήγηση κάθε κοινωνικού δικαίου,
προσφέρουν στους πολίτες τη δυνατότητα να μιλήσουν, αυτοί οι πολίτες δεν θα
είναι πια όπως πριν∙ θα είναι αλλοτριωμένοι, χωρίς συνοχή, και με το ηθικό τους
δραστικά υπονομευμένο.
«Ζει η λευτεριά – είπαν στη λέξη.
Κι είπε αυτή: Δεν είμαι Κωνσταντής
που και νεκρός ακόμα μπορεί να
ταξιδέψει.»
Η λέξη που εμποδίστηκε να ειπωθεί, όταν
έπρεπε, γνωρίζει πως πλέον δεν έχει θέση στον κόσμο∙ γνωρίζει πως έχει επί της ουσίας
πεθάνει. Κι αν ο Κωνσταντής -από το γνωστό δημοτικό τραγούδι- είχε τη
δυνατότητα να παραβεί τους φυσικούς νόμους με τη νεκρανάστασή του, αυτό δεν
μπορεί να ισχύσει για εκείνα που έμειναν ανείπωτα, όταν ήταν η ώρα τους να
ακουστούν. Τώρα που η ίδια η πραγματικότητα έχει ξεπεράσει κι έχει καταστήσει
ανεδαφική την ανείπωτη λέξη, δεν έχει κανένα νόημα η ύπαρξή της.
«Είπαν στη λέξη:
- Εσύ ‘σαι η λευτεριά!
Και το πίστεψε η λέξη.
Κι άνοιξε το στόμα
μα αντί για φθόγγους
πετάχτηκε αίμα.»
Η ανείπωτη λέξη, αν και αντιλαμβάνεται
τον εμπαιγμό της δήθεν ελευθερίας που της προσφέρουν∙ αν και γνωρίζει πως είναι πια πολύ
αργά για εκείνη να ειπωθεί, πιστεύει στο τέλος τις παραπλανητικές προτροπές
«εκείνων», και αποφασίζει να αρθρωθεί. Το αποτέλεσμα, βέβαια, είναι μάλλον
αναμενόμενο. Αντί για φθόγγους, πετάγεται αίμα, αφού η λέξη αυτή είναι πια
νεκρή.
Το αίμα της νεκρής λέξης, έρχεται να
υποδηλώσει το «σφαγιασμό» όλων εκείνων των κοινωνικών δικαιωμάτων, που με
χαρακτηριστική ευκολία πραγματοποιούν οι κυβερνώντες και οι ισχυροί. Οι πολίτες
που δεν αποφασίζουν να διεκδικήσουν έγκαιρα και με δυναμισμό τα δικαιώματά
τους, έρχονται σύντομα αντιμέτωποι με παγιωμένες καταστάσεις δραστικού
περιορισμού όσων κάποτε θεωρούνταν αυτονόητα κοινωνικά αγαθά. Αν η λέξη δεν ειπωθεί τη στιγμή που
πρέπει, αν το δικαίωμα δεν διεκδικηθεί τότε που πρέπει, μετά είναι πια αργά.
Μετά το μόνο που μένει να κυλήσει είναι αίμα.
Ο ΤΖΕΒΑΧΙΡ ΣΠΑΧΙΟΥ (1945) ανήκει στη
γενιά των ποιητών που εμφανίστηκαν και αναγνωρίστηκαν αμέσως μετά τη γενιά του
’60. Είναι δημιουργός που στάθηκε πιστός στην ποίηση, χωρίς να καλλιεργήσει
κανένα άλλο λογοτεχνικό είδος. Προτιμά τη σύντομη και πυκνή αλλά πλούσια σε
κοινωνικές ιδέες και δυναμικούς ρυθμούς ποίηση. Στο έργο του, μέσα από θέματα
της ιστορίας και της επικαιρότητας, επιχειρεί να συνθέσει ένα επιβλητικό
μωσαϊκό της αλβανικής ζωής. Ο τολμηρός λόγος του τον έθετε συχνά σε δυσμένεια την
εποχή που η ποίηση υφίστατο περιορισμούς. Από τις καλύτερες ποιητικές του
συλλογές είναι: Τρελή εποχή (Kohё e krisur, 1991) και Κόλαση-Παράδεισος (Ferrparajsa, 1994).
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου