Πανελλήνιες 2014: Απαντήσεις στη Λογοτεχνία Κατεύθυνσης | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Πανελλήνιες 2014: Απαντήσεις στη Λογοτεχνία Κατεύθυνσης

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Sophie Anderson

Πανελλήνιες 2014: Απαντήσεις στη Λογοτεχνία Κατεύθυνσης

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ
Γ΄ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΚΑΙ Δ΄ ΤΑΞΗΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ
ΤΕΤΑΡΤΗ 4 IOYNIOY 2014 - ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ:
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

ΚΕΙΜΕΝΟ
Γεώργιος Βιζυηνός ΤΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΜΟΥ
(απόσπασμα)

Α οκονομικαί μας δυσχέρειαι κορυφώθησαν, ταν πλθεν νομβρία
ες τήν χώραν καί νέβησαν α τιμαί τν τροφίμων. λλ’ μήτηρ, ντί ν’ πελπισθ περί τς διατροφς μν ατν, πηύξησε τόν ριθμόν μας δι’ νός ξένου κορασίου, τό ποον μετά μακράς προσπαθείας κατώρθωσε νά υοθετήσ.
Τό γεγονός τοτο μετέβαλε τό μονότονον καί αστηρόν το οκογενειακο μν βίου, καί εσήγαγεν κ νέου ρκετήν ζωηρότητα.
δη ατή υοθέτησις γένετο πανηγυρική. μήτηρ μου φόρεσε διά πρώτην φοράν τά «γιορτερά» της καί μς δήγησεν ες τήν κκλησίαν καθαρούς καί κτενισμένους, ς άν πρόκειτο νά μεταλάβωμεν. Μετά τό τέλος τς λειτουργίας, στάθημεν λοι πρό τς εκόνος το Χριστο, καί ατο, ν μέσ το περιεσττος λαο, νώπιον τν φυσικν ατο γονέων, παρέλαβεν μήτηρ μου τό θετόν ατς θυγάτριον κ τν χειρν το ερέως, φο πρτον πεσχέθη ες πήκοον πάντων, τι θέλει γαπήσει καί ναθρέψει ατό, ς άν το σάρξ κ τς σαρκός καί στον κ τν στν της.
εσοδός του ες τόν οκόν μας γένετο οχ ττον πιβλητική καί τρόπον τινά ν θριάμβ. πρωτόγερος το χωρίου καί μήτηρ μου προηγήθησαν μετά το κορασίου, πειτα ρχόμεθα μες. Ο συγγενες μας καί ο συγγενες τς νέας δελφς μς κολούθησαν μέχρι τς αλείου μν θύρας. ξωθεν ατς πρωτόγερος σήκωσε τό κοράσιον ψηλά ες τάς χεράς του καί τό δειξεν πί τινας στιγμάς ες τούς παρισταμένους. πειτα ρώτησε μεγαλοφώνως·
—Ποιός πό σς εναι δικός συγγενής γονιός το παιδιο τούτου
περισσότερον πό τήν ∆εσποινιώ τήν Μηχαλιέσσα κι πό τούς δικούς της;
πατήρ το κορασίου τον χρός καί βλεπε περίλυπος μπρός του. σύζυγός του κλαιεν κουμβημένη ες τόν μόν του. μήτηρ μου τρεμεν κ το φόβου μήπως κουσθ καμμία φωνή—γώ!—καί ματαιώσ τήν ετυχίαν της. λλά κανείς δέν πεκρίθη.
Τότε ο γονες το παιδίου σπάσθησαν ατό διά τελευταίαν φοράν καί νεχώρησαν μετά τν συγγενν των. ν ο δικοί μας μετά το πρωτογέρου εσλθον καί ξενίσθησαν παρ’ μν.
πό τς στιγμς ταύτης μήτηρ μας ρχισε νά πιδαψιλεύ ες τήν θετήν μας δελφήν τόσας περιποιήσεις, σων σως δέν ξιώθημεν μες ες τήν λικίαν της καί ες καιρούς πολύ ετυχεστέρους. ν δέ μετ’ λίγον χρόνον γώ μέν πλανώμην νοσταλγν ν τ ξέν, ο δέ λλοι μου δελφο ταλαιπωροντο κακοκοιμώμενοι ες τά ργαστήρια τν «μαστόρων», τό ξένον κοράσιον βασίλευεν ες τόν οκόν μας, ς άν τον δικός του.
Ο μικροί τν δελφν μου μισθοί θά ξήρκουν πρός νακούφισιν τς μητρός, φ’ καί τ δίδοντο. λλ’ κείνη, ντί νά τούς δαπαν πρός νάπαυσίν της, προίκιζε δι’ ατν τήν θετήν της θυγατέρα καί ξηκολούθει ργαζομένη πρός διατροφήν της. γώ λειπον μακράν, πολύ μακράν, καί πί πολλά τη γνόουν τί συνέβαινεν ες τόν οκόν μας. Πρίν δέ κατορθώσω νά πιστρέψω, τό ξένον κοράσιον ηξήθη, νετράφη, προικίσθη καί πανδρεύθη, ς άν τον ληθς μέλος τς οκογενείας μας.
γάμος ατς, στις φαίνεται πίτηδες πεσπεύθη, πρξεν ληθής «χαρά» τν δελφν μου. Ο δυστυχες νέπνευσαν, παλλαγέντες πό τό πρόσθετον φορτίον. Καί εχον δίκαιον. ∆ιότι κόρη κείνη, κτός τι ποτέ δέν σθάνθη πρός ατούς δελφικήν τινα στοργήν, πί τέλους πεδείχθη χάριστος πρός τήν γυνακα, τις περιεποιήθη τήν ζωήν ατς μέ τοσαύτην φιλοστοργίαν, σην λίγα γνήσια τέκνα γνώρισαν.
Εχον λόγους λοιπόν ο δελφοί μου νά εναι εχαριστημένοι καί εχον λόγους νά πιστεύσουν, τι καί μήτηρ ρκετά διδάχθη κ το παθήματος κείνου.
λλ’ ποία πρξεν κπληξίς των, ταν, λίγας μετά τούς γάμους μέρας, τήν εδον νά ρχεται ες τήν οκίαν, σφίγγουσα τρυφερς ες τήν γκάλην της ν δεύτερον κοράσιον, ταύτην τήν φοράν ν σπαργάνοις!
—Τό κακότυχο! νεφώνει μήτηρ μου, κύπτουσα συμπαθητικς πί τς μορφς το νηπίου, δέν τό φθανε πώς γεννήθη κοιλιάρφανο, μόν’ πέθανε καί μάνα του καί τό φηκε μέσ’ στή στράτα! Καί, εχαριστημένη τρόπον τινά κ τς τυχος ταύτης συμπτώσεως, πεδείκνυε τό λάφυρόν της θριαμβευτικς πρός τούς νεούς κ τς κπλήξεως δελφούς μου. [...]
θετή μου δελφή τον κόμη μικρά, καχεκτική, κακοσχηματισμένη, κακόγνωμος, καί πρό πάντων δύσνους, τόσον δύσνους, στε εθύς ξ ρχς μ’ νέπνευσεν ντιπάθειαν.
—∆ός το πίσου τό Κατερινιώ, λεγον μίαν μέραν ες τήν μητέρα μου. ∆ός το πίσου, ν μ’ γαπς. Ατήν τήν φοράν σέ τό λέγω μέ τά σωστά μου! γώ θά σε φέρω μίαν λλην δελφήν πό τήν Πόλι. να εμορφο κορίτσι, να ξυπνο, πού νά στολίσ μίαν μέρα τό σπίτι μας.
πειτα περιέγραψα μέ τά ζωηρότερα χρώματα ποον θά το τό ρφανόν, τό ποον μελλον νά τς φέρω, καί πόσον πολύ θά τό γάπων.
ταν ψωσα τά βλέμματά μου πρός ατήν, εδον μετ’ κπλήξεώς μου, τι τά δάκρυά της ρρεον σιγαλά καί μεγάλα πί τν χρν ατς παρειν, ν ο ταπεινωμένοι της φθαλμοί ξέφραζον μίαν περίγραπτον θλψιν!
! επε μετ’ πελπιστικς κφράσεως. νόμισα τι σύ θά γαπήσς τό Κατερινιώ περισσότερον πό τούς λλους, λλά, πατήθηκα! κενοι δέν θέλουν διόλου δελφήν, καί σύ θέλεις μίαν λλην! Καί τί φταίγει τό φτωχό, σάν γινεν πως τό πλασεν Θεός. ν εχες μίαν δελφήν σχημην καί μέ λίγον νον, θά τήν βγαζες δι’ ατό μέσα στούς δρόμους, γιά νά πάρς μιάν λλην, εμορφην καί γνωστικήν.
χι, μητέρα! Βέβαια όχι! πήντησα γώ. Μά κείνη θά το παιδί σου, καθώς καί γώ. ν ατή δέν σο εναι τίποτε. Μς εναι λως διόλου ξένη.
χι! νεφώνησεν μήτηρ μου μετά λυγμν, χι! ∆έν εναι ξένο τό παιδί! Εναι δικό μου! Τό πρα τριν μηνν πό πάνω πό τό λείψανο τς μάνας του· καί σάκις κλαιγε, το βαζα τό βυζί μου στό στόμα του, γιά νά το πλανέσω· καί τό τύλιξα μέσ’ στά σπάργανά σας, καί τό κοίμησα μεσ’ στήν κούνια σας. Εναι δικό μου τό παιδί, καί εναι δελφή σας!

________________

ανομβρία: έλλειψη βροχής, ξηρασία.
γιορτερά: γιορτινά.
περιεστώτος: [περιίσταμαι: περικυκλώνω, περιστοιχίζω (οι περιεστώτες: οι θεατές, οι ακροατές)].
εις επήκοον: σε απόσταση ακοής.
πρωτόγερος: ο πρώτος γέρος, αυτός που τιμούν περισσότερο σε μια κοινότητα.
Δεσποινιώ την Μηχαλιέσσα: πρόκειται για τη μητέρα του Βιζυηνού Δεσποινιώ (το όνομα του πατέρα του ήταν Μιχαήλος από το οποίο
βγαίνει το «Μηχαλιέσσα», δηλ. η σύζυγος του Μιχαήλου).
ξενίζω: φιλοξενώ.
επιδαψιλεύω: παρέχω με αφθονία.
ενεός: εμβρόντητος, άναυδος.
δύσνους: αυτός που δύσκολα καταλαβαίνει.
παρειά (η): μάγουλο.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

Α1. Το έργο του Γ. Βιζυηνού χαρακτηρίζεται, μεταξύ των άλλων, και για τη θεατρικότητά του. Να αναφέρετε τρία παραδείγματα, μέσα από το απόσπασμα που σας δίνεται, τα οποία επιβεβαιώνουν τον παραπάνω χαρακτηρισμό.
Μονάδες 15

Στοιχεία θεατρικότητας σ’ ένα κείμενο είναι, μεταξύ άλλων, ο διάλογος, η παρουσίαση των κινήσεων που κάνουν τα πρόσωπα, σαν να παρέχονται από το συγγραφέα σκηνοθετικές οδηγίες, αλλά και η εναλλαγή του χώρου όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα της ιστορίας.

Διάλογος:
 —χι, μητέρα! Βέβαια όχι! πήντησα γώ. Μά κείνη θά το παιδί σου, καθώς καί γώ. ν ατή δέν σο εναι τίποτε. Μς εναι λως διόλου ξένη.  —χι! νεφώνησεν μήτηρ μου μετά λυγμν, χι! ∆έν εναι ξένο τό παιδί! Εναι δικό μου!

Κινήσεις προσώπων:
Τό κακότυχο! νεφώνει μήτηρ μου, κύπτουσα συμπαθητικς πί τς μορφς το νηπίου...

Εναλλαγή χώρου:
δη ατή υοθέτησις γένετο πανηγυρική. μήτηρ μου φόρεσε διά πρώτην φοράν τά «γιορτερά» της καί μς δήγησεν ες τήν κκλησίαν καθαρούς καί κτενισμένους, ς άν πρόκειτο νά μεταλάβωμεν
...
εσοδός του ες τόν οκόν μας γένετο οχ ττον πιβλητική καί τρόπον τινά ν θριάμβ. πρωτόγερος το χωρίου καί μήτηρ μου προηγήθησαν μετά το κορασίου, πειτα ρχόμεθα μες. Ο συγγενες μας καί ο συγγενες τς νέας δελφς μς κολούθησαν μέχρι τς αλείου μν θύρας.

Παρατηρούμε, επίσης, πως στο κείμενο έχουμε την παρουσίαση αρκετών προσώπων, πέραν των πρωταγωνιστικών, όπως ακριβώς θα γινόταν σε μια θεατρική παράσταση.
πατήρ το κορασίου τον χρός καί βλεπε περίλυπος μπρός του. σύζυγός του κλαιεν κουμβημένη ες τόν μόν του.

Ενώ, καίριο στοιχείο θεατρικότητας είναι και η παρουσίαση διακριτών σκηνών στο πλαίσιο της αφήγησης, όπως είναι για παράδειγμα η σκηνή της υιοθεσίας. 

Β1. Σύμφωνα με τον Κ. Μητσάκη: «Η θέση και η ιδεολογία του Βιζυηνού απέναντι στο γλωσσικό πρόβλημα και γενικότερα το πρόβλημα της νεοελληνικής πνευματικής ζωής είναι ξεκαθαρισμένη. Θερμός υπέρμαχος της δημοτικής, στην πράξη όμως ένας μετριοπαθής καθαρευουσιάνος...».
Να σχολιάσετε την άποψη αυτή (μονάδες 10) και να γράψετε, μέσα από το απόσπασμα που σας δόθηκε, ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για καθεμία από τις δύο παραπάνω γλωσσικές επιλογές του Γ. Βιζυηνού. (μονάδες 10)
Μονάδες 20

Η επίδραση που του ασκεί η Κωνσταντινούπολη και η Φαναριώτικη παιδεία είναι εμφανής στην επιλογή της βασικής αφηγηματικής του γλώσσας, την καθαρεύουσα. Ο Βιζυηνός θα εντάξει βέβαια στα διαλογικά μέρη του κειμένου τη δημοτική, αλλά θα παραμείνει πιστός στην καθιερωμένη γλώσσα της αφήγησης, φροντίζοντας πάντως να αποφύγει τους αρχαϊσμούς που δημιουργούν ψυχρότητα και δίνοντάς μας μια πιο προσιτή μορφή της καθαρεύουσας. Ο Βιζυηνός δεν κάνει την παράτολμη κίνηση να γράψει όλο του το διήγημα στη δημοτική, αλλά φροντίζει ώστε η καθαρεύουσά του να είναι όσο πιο εύληπτη και κατανοητή γίνεται, καθώς το γλωσσικό αισθητήριο του συγγραφέα τον φέρνει κοντά στη λαϊκή έκφραση και διατύπωση. Παρά το μεγάλο σεβασμό που έχει ο συγγραφέας για τη δημοτική γλώσσα, δεν μπορεί ωστόσο να παραγνωρίσει το γεγονός πως η κύρια αφηγηματική γλώσσα της εποχής του είναι η καθαρεύουσα. Έτσι, μη θέλοντας να απομακρυνθεί πλήρως από την κυρίαρχη γλωσσική τάση, επιλέγει έναν γόνιμο συνδυασμό των δύο γλωσσικών μορφών, δίνοντας τα διαλογικά τμήματα του κειμένου του σε γνήσια λαϊκή έκφραση.
Η χρήση της καθαρεύουσας είναι εμφανής στα αφηγηματικά μέρη του κειμένου: «ταν ψωσα τά βλέμματά μου πρός ατήν, εδον μετ’ κπλήξεώς μου, τι τά δάκρυά της ρρεον σιγαλά καί μεγάλα πί τν χρν ατς παρειν...»
Στο συγκεκριμένο διήγημα μπορούμε, συνάμα, να διακρίνουμε τη χρήση της απλής δημοτικής γλώσσας στα διαλογικά μέρη, την οποία μάλιστα ο συγγραφέας εμπλουτίζει με στοιχεία του βορειοελλαδίτικου ιδιώματος, μεταφέροντας έτσι τη γνήσια γλωσσική αίσθηση της γενέτειράς του. Η γλώσσα άλλωστε του διηγήματος γίνεται ακόμη πιο ενδιαφέρουσα λόγω της διάθεσης του συγγραφέα να συνδυάσει την καθαρότητα της δημοτικής γλώσσας με την απλότητα των ηρώων του, που κινούνται πάντοτε γύρω από βασικές καθημερινές θεματικές.
Η χρήση της δημοτικής είναι εμφανής στα διαλογικά μέρη του κειμένου: «∆έν εναι ξένο τό παιδί! Εναι δικό μου! Τό πρα τριν μηνν πό πάνω πό τό λείψανο τς μάνας του· καί σάκις κλαιγε, το βαζα τό βυζί μου στό στόμα του, γιά νά το πλανέσω· καί τό τύλιξα μέσ’ στά σπάργανά σας, καί τό κοίμησα μεσ’ στήν κούνια σας. Εναι δικό μου τό παιδί, καί εναι δελφή σας!»

Β2.α. «Πρίν δέ κατορθώσω νά πιστρέψω, τό ξένον κοράσιον ηξήθη, νετράφη, προικίσθη καί πανδρεύθη, ς άν τον ληθς μέλος τς οκογενείας μας.»
Ο Γ. Βιζυηνός στο παραπάνω χωρίο χρησιμοποιεί σύνοψη χρόνου. Να δικαιολογήσετε την επιλογή αυτή του συγγραφέα. (μονάδες 10)

Με τέσσερα ρήματα ο αφηγητής καλύπτει όλη την πορεία του κοριτσιού μέχρι το γάμο της, παρέχοντάς μας ένα εντυπωσιακό δείγμα συνοπτικής αφηγηματικής απόδοσης, αλλά και υποδεικνύοντας ότι κατά τη διάρκεια αυτών των γεγονότων ο ίδιος απουσίαζε.
Ο συγγραφέας έχοντας επιλέξει εξαρχής να δώσει στην αφήγησή του την αίσθηση της προσωπικής μαρτυρίας, δεν θέλει να παρουσιάσει εκτενώς γεγονότα για τα οποία δεν έχει ο ίδιος προσωπική εμπειρία. Έτσι, προκειμένου να μην υπάρξει κάποιο αφηγηματικό κενό που θα δημιουργούσε δυσκολίες στην παρακολούθηση της εξέλιξης των γεγονότων, καταγράφει τα βασικά γεγονότα που συνέβησαν κατά την απουσία του, τα δίνει όμως με τρόπο συνοπτικό, καθώς η ήδη κυρίαρχη εσωτερική εστίαση της αφήγησης δεν θα επέτρεπε μια εκτενέστερη παρουσίασή τους. Ας σημειωθεί, άλλωστε, ότι τα γεγονότα που αφορούν τη ζωή του υιοθετημένου κοριτσιού δεν έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα σε σχέση με την εξέλιξη της κύριας ιστορίας. 

 β. «Τό πρα τριν μηνν πό πάνω πό τό λείψανο τς μάνας του· καί σάκις κλαιγε, το βαζα τό βυζί μου στό στόμα του, γιά νά το πλανέσω· καί τό τύλιξα μέσ’ στά σπάργανά σας, καί τό κοίμησα μεσ’ στήν κούνια σας.»
Τι επιτυγχάνει ο συγγραφέας με τη χρήση της αναδρομικής αφήγησης στο συγκεκριμένο χωρίο; (μονάδες 10)
Μονάδες 20

Η μητέρα στο πλαίσιο της δικής της αφήγησης επιθυμεί να αιτιολογήσει την αφοσίωσή και την αγάπη που αισθάνεται για το υιοθετημένο της κορίτσι. Για το λόγο αυτό ανατρέχει στο πρώτο διάστημα της ζωής του παιδιού, θέλοντας να τονίσει την προσήλωση με την οποία το φρόντισε και το ανέθρεψε. Με την ίδια, λοιπόν, αγάπη που θα έδειχνε σ’ ένα δικό της παιδί, φρόντισε και το υιοθετημένο.
Η αναδρομή αυτή μας περνά σ’ ένα προγενέστερο σημείο της αφήγησης κατά το οποίο ο Γιωργής απουσίαζε, και άρα δεν έχει μια ξεκάθαρη εικόνα για το τι συνέβαινε στο σπίτι της οικογένειάς του. Εφόσον, λοιπόν, ο Γιωργής δεν ήταν εκεί, για να έχει άμεση γνώση της προσήλωσης που επέδειξε από την αρχή η μητέρα στο υιοθετημένο κορίτσι, με την αναδρομή αυτή φωτίζεται μια σημαντική πτυχή της ιστορίας, καθώς γίνεται σαφές πως η μητέρα δεν αντιμετώπισε ποτέ το υιοθετημένο παιδί ως ξένο∙ αντιθέτως το πήρε κοντά της από την πρώτη στιγμή σαν να ήταν δικό της.

Γ1. Να σχολιάσετε σε ένα κείμενο 150-170 λέξεων το απόσπασμα που
ακολουθεί: « πατήρ το κορασίου τον χρός καί βλεπε περίλυπος μπρός του. σύζυγός του κλαιεν κουμβημένη ες τόν μόν του. μήτηρ μου τρεμεν κ το φόβου μήπως κουσθ καμμία φωνή—γώ!—καί ματαιώσ τήν ετυχίαν της. λλά κανείς δέν πεκρίθη.»
Μονάδες 25

Το κρισιμότερο σημείο της υιοθεσίας είναι αυτό κατά το οποίο ο πρωτόγερος προσφέρει μια τελευταία ευκαιρία σε όποιον από τους συγγενείς του παιδιού θέλει να διεκδικήσει το παιδί. Η αγωνία της μητέρας είναι εύλογη, καθώς έστω και την τελευταία στιγμή κάποιος θα μπορούσε να ζητήσει το μικρό παιδί και να της στερήσει έτσι τη διαφαινόμενη ευτυχία. Εμφανής εδώ η αντίθεση ανάμεσα στον πόνο των γονιών και της ευτυχίας που αισθάνεται η μητέρα, αποβλέποντας βέβαια ολόψυχα στη δυνατότητα να εξιλεωθεί για το αμάρτημά της. Η ψυχολογική ένταση των γονιών του παιδιού , οι οποίοι για κάποιο λόγο -ίσως οικονομικό- αναγκάζονται να το αποχωριστούν, δίνεται εμφατικά μέσα από την περιγραφή των αντιδράσεών τους, καθώς μέσω της αντίθεσης με την προσμονή και την αγωνία της μητέρας καθίσταται σαφέστερη η ειρωνική σχεδόν αντιπαράθεση των δύο καταστάσεων. Από τη μία οι γονείς που δεν μπορούν πια να κρατήσουν το ίδιο τους το παιδί, κι από την άλλη η μητέρα του αφηγητή, η οποία αποζητά αυτό το ξένο παιδί σαν σωτηρία και σαν δώρο Θεού.
[Λέξεις: 169]

Δ1. Να συγκρίνετε, ως προς το περιεχόμενο, το απόσπασμα που σας  δόθηκε από «Το αμάρτημα της μητρός μου» του Γ. Βιζυηνού με το παρακάτω απόσπασμα από το έργο του Ιω. Κονδυλάκη «Οι Άθλιοι των Αθηνών», αναφέροντας (μονάδες 5) και σχολιάζοντας (μονάδες 15) τρεις ομοιότητες και δύο διαφορές μεταξύ των δύο κειμένων.
Μονάδες 20

Ιω. Κονδυλάκη
ΟΙ ΑΘΛΙΟΙ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ
(απόσπασμα)

[...] Τάσος [ο λούστρος] ξλθε περιχαρς κ τς κρύπτης του. φο τν γλύτωσε τώρα Θες εχε δι τ μέλλον. Κα ν τ εγνωμοσύν του, μέγαιρα το φάνη ς γλυκυτέρα γραα, ληθιν «κυρολα» σεβαστή. Κα ατ δ κιτρίνη Σταματίνα ποία ξλθε τν στιγμν κείνην ες τν αλήν, το φάνη καλλιμορφοτέρα τν γυναικν.
γραα εχε πλησιάσει κα παρετήρει τ νήπιον, τ ποον καταπτοηθέν, φαίνεται, π τ μεδούσειον βλέμμα της, λούφαξεν ντς τν σπαργάνων του.
«π κανένα σπίτι σο τδωκαν, βρέ;» ρώτησε τ λοστρο.
«χι, κυρολα, σοπα, τρριξαν χθς τν νύκτα μέσα ’ς τν κάσσα πο κοιμόμουνα, τν ρα τς βροχς.»
γραα καμε μορφασμόν. Καλέ, φαίνετο π τ ροχά του. Θ το παιδ καμμις φτωχς πο δν εχε τί ν τ κάμ κα τ πέταξε.
«Κορίτσι ενε γόρι;» ρώτησεν πειτα.
«Κορίτσι. Τ λνε Τασολα. Μς ’ς τ φασκιά του χει να χαρτ πο τ λέει.»
«Κα τί θ τ κάμς τώρα;» επεν Σταματίνα. «Στ Βρεφοκομεο θ τ πς:»
Τάσος σκέφθη π μικρόν, πειτα επε:
«ν εχα τ μάννα μου δ, θ τς τ πήγαινα κα θ δούλευα ν τ ναθρέψωμε. Τ λυπομαι τ κακόμοιρο!»
Σταματίνα ντήλλαξε βλέμμα μ τν μητέρα της.
«Α, δν μς τφίνεις μς ν τναθρέψωμεν; φο τ λυπσαι, δν πρέπει ν τ πς ’ς τ Βρεφοκομεο, που θ τφήσουν νποθάν π τν πενα κι’ π τν κακοπέρασι. φησε ν τ δώσω γ σ μι παραμάννα πο βύζαξε κα τ δικό μου τώρα ’ς τ στερα πο κόπηκε τ γάλα μου. Ενε μι πολ καλ γυνακα πο θ τχ σν παιδί της. λλά πρέπει.... ν τν πλερώνς.»
«Κα πόσο θέλει;» επεν Τάσος.
«Πόσο μπορες ν δίδς σύ;»
λοστρος σκέφθη πί τινας στιγμάς. πειτα επε:
«γώ βγάζω κα μιάμιση δραχμ τν μέρα κα δύο καμμι φορά, σν μο δώσουν κα κάμω θελήματα. Μ ς τώρα μο τπαιρνε μάστορης κα μδερνε σν δν το πήγαινα μιάμιση δραχμ κάθε βράδυ.»
«Κα τώρα;»
«Τώρα το φυγα κ’ εδατε πς μ κυνηγ ν μ πιάσ. ν μ γραπώσ, θ μ σακατέψ ’ς τ ξύλο. Πέρσι ταν πρωτορθα π τν πατρίδα, μδειρε μι βραδυ τόσο πολύ, πο μ’ πγαν ’ς τ νοσοκομεο.»
«Α», επεν μάγισσα, «ν μς δίδς μι σφάντζικα τν μέρα, κα πάλι λίγο ενε, γιατ τ παιδ θέλει λάτρα μεγάλη, λλ εσαι φτωχό παιδί... Θ κάμωμε κμες να μυστήριο.»
«Καλά, κυρολα», επεν Τάσος ποφασιστικς, «κάθε βράδυ θ σς φέρνω μι σφάντζικα. Θ δουλέψω μ λη μου τν ρεξι ν ζήσ κι’ ατό, τ δυστυχισμένο, κγώ. γ μ’ να ξεροκόμματο ψωμ ζ
«χε τν εχή μου, παιδί μου, πο ’σαι ψυχοπονετικό. φο κοιμόσουν δίπλα στν γία Ερήνη, χωρς λλο, τ παιδ σο τστειλε χάρι της κα πρέπει ν κάμς τ ξοδά του ν ζήσ κα ν μεγαλώσ. Θ κάμς μεγάλο μυστήριο, παιδάκι μου», επεν γραα, κα μ τν τρέμουσαν κα πλήρη ρυτίδων χερά της θώπευσε τν λιοκα παρειν το λούστρου.
σφάντζικα: παλαιό αυστριακό νόμισμα

Στα δύο αυτά κείμενα εξετάζεται το θέμα της ανάγκης να βρεθεί μια οικογένεια ή το πρόσωπο εκείνο που θα φροντίσει ένα παιδί, του οποίου οι βιολογικοί γονείς δεν είναι σε θέση να το κρατήσουν κοντά τους. Στο κείμενο του Κονδυλάκη, βέβαια, η ιστορία αφορά ένα μόνο κορίτσι, ενώ στο διήγημα του Βιζυηνού έχουμε αναφορά σε δύο κορίτσια, εκ των οποίων το δεύτερο απομένει ορφανό. Ο Κονδυλάκης, μάλιστα, παρουσιάζει έναν άνδρα, τον Τάσο, να αναλαμβάνει τυχαία την πρωτοβουλία για τη φροντίδα του παιδιού που εγκαταλείφθηκε, ενώ ο Βιζυηνός δίνει αυτό το ρόλο σε μια γυναίκα, στη μητέρα του αφηγητή, η οποία δείχνει έντονο και επίμονο ενδιαφέρον για την υιοθεσία των κοριτσιών. Προσέχουμε, επίσης, πως σε αντίθεση με την ιστορία του Βιζυηνού, όπου η μόνη επιλογή για ένα παιδί που έμενε ορφανό ή το άφηναν οι γονείς του, ήταν να βρεθεί κάποια οικογένεια να το υιοθετήσει, στο κείμενο του Κονδυλάκη, που διαδραματίζεται στην Αθήνα, υπήρχε και η επιλογή του Βρεφοκομείου.  

Ομοιότητα & διαφορά
Η βασική ομοιότητα, επομένως, η οποία όμως εμφανίζει και τη βασική διαφοροποίηση των δύο ιστοριών, είναι πως οι βιολογικοί γονείς του παιδιού αναγκάζονται να το αποχωριστούν. Στο κείμενο του Βιζυηνού, ο αποχωρισμός αυτός -στην πρώτη υιοθεσία- γίνεται με τρόπο επίσημο, ακολουθώντας το εθιμοτυπικό της υιοθεσίας, ενώ στο κείμενο του Κονδυλάκη το παιδί εγκαταλείπεται από τη μητέρα του.
Στο Αμάρτημα της μητρός μου οι γονείς συναινούν ενώπιον όλης της τοπικής κοινωνίας στο να δοθεί το παιδί τους σε μιαν άλλη οικογένεια: « πατήρ το κορασίου τον χρός καί βλεπε περίλυπος μπρός του. σύζυγός του κλαιεν κουμβημένη ες τόν μόν του.» Ενώ, στο Οι Άθλιοι των Αθηνών, το εγκαταλείπουν κρυφά τη νύχτα: «χι, κυρολα, σοπα, τρριξαν χθς τν νύκτα μέσα ’ς τν κάσσα πο κοιμόμουνα, τν ρα τς βροχς.»
Προκύπτει, έτσι, μέσα από αυτή τη διαφοροποίηση κι ένα στοιχείο για τις κοινωνίες όπου διαδραματίζονται οι ιστορίες. Στο μικρό χωριό που εκτυλίσσεται η ιστορία του Βιζυηνού θα ήταν αδιανόητη μια τέτοια πράξη σκληρότητας από τους γονείς, ενώ στην απρόσωπη Αθήνα, του Κονδυλάκη, η εγκατάλειψη του παιδιού κρύβεται από την ανωνυμία, και από την προφανή αδυναμία να βρεθούν ύστερα οι βιολογικοί γονείς.
Εντούτοις, η ανάγκη των γονιών, στο Αμάρτημα της μητρός μου, να δώσουν το παιδί τους για υιοθεσία, παρά τον πόνο που αισθάνονται φανερώνει την οικονομική -προφανώς- αδυναμία τους να το αναθρέψουν. Γεγονός το οποίο συνιστά ομοιότητα με το κείμενο του Κονδυλάκη, όπου είναι προφανές πως η μητέρα του κοριτσιού το εγκαταλείπει γιατί δεν έχει χρήματα να το μεγαλώσει: «Καλέ, φαίνετο π τ ροχά του. Θ το παιδ καμμις φτωχς πο δν εχε τί ν τ κάμ κα τ πέταξε.» Στις δύσκολες συνθήκες, άρα, εκείνων των εποχών, ένας βασικός λόγος για να εξωθηθεί μια μητέρα να εγκαταλείψει το ίδιο της το παιδί, ήταν φυσικά η έλλειψη χρημάτων.

Ομοιότητα
Μια ακόμη ομοιότητα, που ίσως έχει την ιδιαίτερη σημασία της, είναι το φύλλο του παιδιού. Τόσο στο Αμάρτημα της μητρός μου, όσο και στους Άθλιους των Αθηνών, το παιδί που εγκαταλείπεται είναι κορίτσι, στοιχείο που μας παραπέμπει πιθανώς στην παλαιότερη κοινωνική τάση να θεωρείται το θηλυκό παιδί ως βάρος για την οικογένεια.

Ομοιότητα & διαφορά
Η σκέψη του Τάσου πως, αν είχε κοντά τη μητέρα του, θα της το έδινε να το μεγαλώσει εκείνη με τη δική του βοήθεια: «ν εχα τ μάννα μου δ, θ τς τ πήγαινα κα θ δούλευα ν τ ναθρέψωμε», όπως κι η τελική του δέσμευση να δίνει μέρος των χρημάτων του για την ανατροφή του παιδιού, μας παραπέμπει στο γεγονός πως -έστω και άθελά τους- οι αδελφοί του αφηγητή, προσέφεραν στη μητέρα τους τα χρήματα που έβγαζαν∙ χρήματα που χρησιμοποιούνταν για την προίκα του υιοθετημένου κοριτσιού: «Ο μικροί τν δελφν μου μισθοί θά ξήρκουν πρός νακούφισιν τς μητρός, φ’ καί τ δίδοντο. λλ’ κείνη, ντί νά τούς δαπαν πρός νάπαυσίν της, προίκιζε δι’ ατν τήν θετήν της θυγατέρα...».
Ο Τάσος, ο οποίος οικειοθελώς αναλαμβάνει την υποχρέωση να δίνει χρήματα από το υστέρημά του για να μεγαλώσει το ξένο κορίτσι, έρχεται σε αντίθεση με την απροθυμία των αδελφών του αφηγητή «Ο δυστυχες νέπνευσαν, παλλαγέντες πό τό πρόσθετον φορτίον». Βέβαια, κατά το διάστημα της πρώτης υιοθεσίας, προσφέρουν τη χρηματική τους στήριξη στη μητέρα τους, πράττοντας επί της ουσίας ό,τι σκοπεύει να κάμει κι ο Τάσος.

Ομοιότητα
Η ιστορία του Τάσου, που εργάζεται ως λούστρος, αλλά αναγκάζεται να δίνει τα χρήματά του στο μάστορα, που τον έχει υπό την προστασία του: «γώ βγάζω κα μιάμιση δραχμ τν μέρα κα δύο καμμι φορά, σν μο δώσουν κα κάμω θελήματα. Μ ς τώρα μο τπαιρνε μάστορης κα μδερνε σν δν το πήγαινα μιάμιση δραχμ κάθε βράδυ.», μας παραπέμπει στην εξάρτηση που έχουν τα αδέρφια του αφηγητή του Αμαρτήματος απέναντι στα δικά τους αφεντικά: ο δέ λλοι μου δελφο ταλαιπωροντο κακοκοιμώμενοι ες τά ργαστήρια τν «μαστόρων». Το σημείο αυτό μας παρέχει μια εικόνα για το πώς εξελίσσονταν οι επαγγελματικές σχέσεις της εποχής, όπου οι νέοι ήταν αναγκασμένοι να περάσουν ένα μεγάλο διάστημα μαθητείας κοντά στους μάστορες, υπομένοντας τη δεσποτεία των πρεσβύτερων τεχνιτών.

Διαφορά
Καίρια διαφορά ανάμεσα στα δύο κείμενα είναι πως ενώ η μητέρα στο Αμάρτημα διεκδικεί και λαμβάνει με μεγάλη χαρά τα κορίτσια που υιοθετεί, στο κείμενο του Κονδυλάκη η γριά μητέρα κι η κόρης της η Σταματίνα αποφασίζουν να δεχτούν το κορίτσι, χωρίς να έχουν εξαρχής τέτοια πρόθεση. Το δικό τους κίνητρο είναι περισσότερο τα χρήματα που πιθανώς να λαμβάνουν από τον Τάσο, καθώς κι η ανησυχία τους -αν θεωρηθεί ειλικρινής- για την τύχη του μωρού, έτσι και καταλήξει στο Βρεφοκομείο: « Τάσος σκέφθη π μικρόν, πειτα επε: «ν εχα τ μάννα μου δ, θ τς τ πήγαινα κα θ δούλευα ν τ ναθρέψωμε. Τ λυπομαι τ κακόμοιρο!»
Σταματίνα ντήλλαξε βλέμμα μ τν μητέρα της.
«Α, δν μς τφίνεις μς ν τναθρέψωμεν; φο τ λυπσαι, δν πρέπει ν τ πς ’ς τ Βρεφοκομεο, που θ τφήσουν νποθάν π τν πενα κι’ π τν κακοπέρασι...» / «φο κοιμόσουν δίπλα στν γία Ερήνη, χωρς λλο, τ παιδ σο τστειλε χάρι της κα πρέπει ν κάμς τ ξοδά του ν ζήσ κα ν μεγαλώσ. Θ κάμς μεγάλο μυστήριο, παιδάκι μου.»

Η μητέρα του Γιωργή επιδιώκει να υιοθετήσει τα ξένα κορίτσια -έχοντας βέβαια τα ατομικά της κίνητρα-, χωρίς να λαμβάνει υπόψη της τα έξοδα που θα απαιτηθούν για την ανατροφή του παιδιού. Για εκείνη το βασικό είναι να έχει κοντά της τα υιοθετημένα παιδιά, κι ας χρειαστεί να εργαστεί σκληρά για να τα μεγαλώσει. Αντιθέτως, οι δύο γυναίκες στο κείμενο του Κονδυλάκη, που βρίσκονται συμπτωματικά αντιμέτωπες με το ενδεχόμενο να λάβουν υπό την προστασία τους ένα ξένο παιδί, δίνουν ιδιαίτερη σημασία στα χρήματα που θα χρειαστούν για να το φροντίσουν.   

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...