Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παράλληλο κείμενο για το Αμάρτημα της μητρός μου του Βιζυηνού. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παράλληλο κείμενο για το Αμάρτημα της μητρός μου του Βιζυηνού. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Γιάννης Ρίτσος «Το τραγούδι της αδελφής μου», ως παράλληλο για το Αμάρτημα της μητρός μου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Abril Andrade Griffith

 

Γιάννης Ρίτσος «Το τραγούδι της αδελφής μου», ως παράλληλο για το Αμάρτημα της μητρός μου


 

Όμως εγώ,

αδελφή μου, αγρυπνώ

μετρώντας τους παλμούς

και την ανάσα σου.

Στυλώνομαι, πύργος νυχτός,

Μες την ακατανόητη βοή

των διασταυρουμένων κεραυνών

κι αγγίζω αδίστακτος τα ξίφη.

Οι αψίδες του φωτός κατέρρευσαν

κάτω απ’ τα βλέφαρα σου.

Τίποτ’ άλλο δε ζει

έξω απ’ τον πένθιμο κύκλο

που χαράζουν στην πλάση τα μάτια σου.

...
Θυμάσαι;

Σούχε χαρίσει κάποτε η μητέρα

ένα ρόδινο φόρεμα

και μια μικρή ρόδινη ομπρέλα.

Ανέβαινες την ανθισμένη πλαγιά

το εαρινό πρωινό

ανάλαφρη και διάφανη

- ένα ρόδινο νέφος φωτός.

Κοιτούσες τον ουρανό

σαν κάτι από ψηλά να σε καλούσε.

Μόνο οι θλιμμένες πλεξίδες

των μαύρων μαλλιών σου

βάραιναν τη λεπτή σου ράχη.

Φοβόμουν

μήπως μιαν ώρα χαθείς

όμοια με ρόδινο φως

μέσα στη δύση.

Μάζευα τότε

όστρακα στιλπνά

και πολύχρωμα βότσαλα

απ’ τ’ ακρογιάλι του νησιού μας

για να δω τα μάτια σου

να χαμογελούν

και να μαγέψω την καρδιά σου

που διαλυόταν αθόρυβα

στη θλίψη του κόσμου.

Μα δεν ήξερες να γελάς.

Έκανα φτερά τα δάκρυά σου

κ’ έφευγα μακριά για να σου φέρω

τη γύρη του αιθέρα

να ραντίσω τη σιωπή σου.

Όμως δεν ήξερες να δέχεσαι.

Χάριζες.

Μόνο χάριζες.

Όλα τα δώρα σου

τα μοίρασες

κ’ έμειναν άδειες

οι παλάμες σου.

 

[απόσπασμα]

 

Ἄλλην ἀδελφὴν δὲν εἴχομεν παρὰ μόνον τὴν Ἀννιὼ. Ἤτον ἡ χαϊδεμμένη τῆς μικρᾶς ἡμῶν οἰκογενείας καὶ τὴν ἠγαπῶμεν ὅλοι. Ἄλλ' ἀπ' ὅλους περισσότερον τὴν ἠγάπα ἡ μήτηρ μας. Εἰς τὴν τράπεζαν τὴν ἐκάθιζε πάντοτε πλησίον της καὶ ἀπὸ ὅ,τι εἴχομεν ἔδιδε τὸ καλλίτερον εἰς ἐκείνην. Καὶ ἐνῷ ἡμὰς μᾶς ἐνέδυε χρησιμοποιοῦσα τὰ φορέματα τοῦ μακαρίτου πατρός μας, διὰ τὴν Ἀννιὼ ἠγόραζε συνήθως νέα. Ὡς καὶ εἰς τὰ γράμματα δὲν τὴν ἐβίαζεν. Ἄν ἤθελεν, ἐπήγαινεν εἰς τὸ σχολεῖον, ἂν δὲν ἤθελεν, ἔμενεν εἰς τὴν οἰκίαν. Πρᾶγμα τὸ ὁποῖον εἰς ἡμᾶς διὰ κανένα λόγον δὲν θὰ ἐπετρέπετο.
Ἐξαιρέσεις τοιαῦται ἔπρεπε, φυσικῷ τῷ λόγῳ, νὰ γεννήσουν ζηλοτυπίας βλαβερὰς μεταξὺ παιδίων, μάλιστα μικρῶν, ὅπως ἤμεθα καὶ ἐγὼ καὶ οἱ ἄλλοι δύο μου ἀδελφοί, καθ' ἥν ἐποχὴν συνέβαινον ταῦτα. Ἀλλ' ἡμεῖς ἐγνωρίζομεν, ὅτι ἡ ἐνδόμυχος τῆς μητρὸς ἡμῶν στοργὴ διετέλει ἀδέκαστος καὶ ἵση πρὸς ὅλα της τὰ τέκνα. Ἥμεθα βέβαιοι, ὅτι αἱ ἐξαιρέσεις ἐκείναι δὲν ἤσαν παρὰ μόνον ἐξωτερικαὶ ἐκδηλώσεις φειστικωτέρας τινὸς εὐνοίας πρὸς τὸ μόνον τοῦ οἴκου μας κοράσιον. Καὶ ὄχι μόνον ἀνειχόμεθα τὰς πρὸς αὐτὴν περιποιήσεις ἀγογγύστως, ἀλλὰ καὶ συνετελοῦμεν πρὸς αὔξησιν αὐτῶν, ὅσον ἠδυνάμεθα. 

Διότι ἡ Ἀννιώ, ἐκτὸς ὅτι ἦτον ἡ μόνη μας ἀδελφὴ, ἦτο κατὰ δυστυχίαν ἀνέκαθεν καχεκτικὴ καὶ φιλάσθενος. Ἀκόμη καὶ αὐτὸς ὁ ὑστερότοκος τοῦ οἴκου, ὁ ὁποίος, ὡς κοιλιάρφανος, ἐδικαιοῦτο νὰ καρποῦται πλέον παντὸς ἄλλου τὰς μητρικὰς θωπείας, παρεχώρει τὰ δικαιώματά του εἰς τὴν ἀδελφὴν τόσῳ μᾷλλον ἀσμένως, καθόσον ἡ Ἀννιὼ οὔτε φιλόπρωτος οὔτε ὑπεροπτικὴ ἐγίνετο διὰ τοῦτο.

Ἀπ' ἐναντίας ἤτο πολὺ προσηνὴς πρὸς ἠμὰς καὶ μας ἠγάπα ὄλους μετὰ περιπαθείας. Και -πράγμα περίεργον- ἡ πρὸς ἡμὰς τρυφερότης τοῦ κορασίου, ἀντὶ νὰ ἐλαττούται προϊούσης τῆς ἀσθενείας του, ἀπεναντίας ηὔξανεν. Ἐνθυμοῦμαι τοὺς μαύρους καὶ μεγάλους αὐτῆς ὀφθαλμοὺς, καὶ τὰ καμαρωτὰ καὶ σμιγμένα της ὀφρύδια, τὰ ὁποῖα ἐφαίνοντο τόσῳ μᾶλλον μελανότερα, ὅσῳ ὠχρότερον ἐγίνετο τὸ πρόσωπον της. Πρόσωπον ἐκ φύσεως ρεμβῶδες καὶ μελαγχολικόν, ἐπὶ τοῦ ὁποίου τότε μόνον ἐπεχύνετο γλυκειά τις ἰλαρότης, ὅταν μᾶς ἔβλεπεν ὅλους συνηγμένους πλησίον της. Συνήθως ἐφύλαττεν ὑπὸ τὸ προσκεφάλαιόν της τοὺς καρπούς, οὕς αἱ γειτόνισσαι τῇ ἔφερον ὡς ἀρρωστικόν, καὶ τοὺς ἐμοίραζεν εἰς ἡμᾶς, ἐπανελθόντας ἐκ τοῦ σχολείου. Ἀλλὰ τὸ ἔκαμνε πάντοτε κρυφὰ. Διότι ἡ μήτηρ μας ἐθύμωνε, καὶ δὲν ἔστεργε νὰ καταβροχθίζωμεν ἡμεῖς ὅ,τι ἐπεθύμει νὰ εἴχε γευθῇ κἂν ἡ ἀσθενής της κόρη.

 

Ο Γιάννης Ρίτσος πικραμένος από την ψυχική ασθένεια της αδερφής του συνθέτει το συγκλονιστικό Τραγούδι της αδελφής μου, για να εκφράσει την αγάπη του και τον πόνο που αισθάνεται, για την επικίνδυνη περιπέτεια της υγείας της.

Μένει πλάι της, μετρώντας τους παλμούς και την αναπνοή της, ξενυχτά ακλόνητος μπροστά στις ακατάληπτες εντάσεις που βιώνει η αδερφή του, πρόθυμος να δώσει για εκείνη τις δύσκολες μάχες της, αλλά το φως των ματιών της -το φως που σηματοδοτεί την αντίληψη- έχει σβήσει. Κι όμως, ο ποιητής μένει εκεί, αδιαφορώντας για οτιδήποτε άλλο βρίσκεται πέρα απ’ το δικό της οπτικό πεδίο, πέρα απ’ τη δική της πένθιμη ματιά.

Ο ποιητής, πλάι της, θυμάται στιγμές από τα παιδικά τους χρόνια που έδειχναν την ευαισθησία της ψυχής της και προμήνυαν τις δύσκολες στιγμές του παρόντος. Θυμάται, ένα ανοιξιάτικο πρωινό, την αδερφή του να ανεβαίνει μιαν ανθισμένη πλαγιά με το καινούριο της ρόδινο φόρεμα και τη ρόδινη ομπρέλα της, λουσμένη στο φως σαν ένα ρόδινο σύννεφο, κι εκείνος να τη βλέπει να κοιτάζει προς τον ουρανό, σαν κάτι να την καλούσε από ψηλά, και να νιώθει μέσα του το φόβο πως κάποια στιγμή θα τη χάσει στο φως της δύσης.

Πήγαινε τότε και της μάζευε γυαλιστερά κοχύλια και πολύχρωμες πέτρες απ’ το ακρογιάλι, για να τη δει να χαμογελά, για να διασώσει την καρδιά της που χανόταν στη θλίψη του κόσμου. Μα εκείνη δεν ήξερε να γελά.

Έκανε τότε τα δάκρυά της φτερά -ποιητική εικόνα-, και πήγαινε να μαζέψει τη γύρη του ουρανού για να γλυκάνει τη σιωπή της. Μα εκείνη δεν ήξερε να δέχεται δώρα, ήξερε μόνο να χαρίζει. Προσέφερε σ’ όλους τα δώρα της ψυχής της, την αγάπη και την ψυχική της ομορφιά, μέχρι που έμεινε με τα χέρια αδειανά.

Το εξαιρετικό αυτό τραγούδι συνεχίζει, αποκαλύπτοντας την ακατάλυτη αγάπη του ποιητή για την αδερφή του, την οποία αντικρίζει ως μέρος του εαυτού του, ως αναπόσπαστο τμήμα της ψυχής του.

Την ασθένεια της αδερφής του παρουσιάζει και ο Γεώργιος Βιζυηνός στο διήγημά του «Το αμάρτημα της μητρός μου», όπου σε αντίθεση με την ενήλικη ματιά του Γιάννη Ρίτσου, παρατηρούμε τα γεγονότα ιδωμένα από την παιδική συνείδηση του αφηγητή. Κι ενώ βρίσκουμε κι εδώ εκφράσεις αγάπης, αλλά και την προσπάθεια του μικρού αφηγητή να συμπαρασταθεί στην αδερφή του, έχουμε παράλληλα και νύξεις για τη στάση της μητέρας του, που μοιάζει να ξεχνά τα υπόλοιπα παιδιά της καθώς έρχεται αντιμέτωπη με το θανάσιμο κίνδυνο του κοριτσιού της.

Ο μικρός αφηγητής κοντά στη θλίψη της αδερφής του και στις αρετές του χαρακτήρα της, κοντά στην αξιοθαύμαστη υπομονή της και στην αμέριστη αγάπη που έδειχνε στα αδέρφια της, βλέπει και τις ιδιαίτερες φροντίδες της μητέρας του, αφήνοντας τη ζήλεια και την αίσθηση παραμέλησης να θολώνει τη ματιά του απέναντι στις κρίσιμες στιγμές που περνούσε η αδερφή του.

Σε μια παράλληλη μελέτη των δύο κοριτσιών, μπορούμε να επισημάνουμε τη θλίψη που τις διακρίνει, μολονότι η φύση της ασθένειάς τους είναι διαφορετική, αλλά και τη γενναιοδωρία που τις χαρακτηρίζει. Ενδεικτική είναι η μεταφορική διατύπωση του ποιητή για την τάση της αδερφής του να χαρίζει όλα της τα δώρα, και η κυριολεκτική περιγραφή του αφηγητή για τη συνήθεια της αδερφής του να προσφέρει στα αδέρφια της τους καρπούς που της έφερναν ως «αρρωστικό».

Μπορούμε, επίσης, να επισημάνουμε πως σε αντίθεση με την αδερφή του ποιητή που παραμένει θλιμμένη, παρά τις προσπάθειες του αδερφού της να διασκεδάσει τη μελαγχολία της, η αδερφή του αφηγητή αισθάνεται χαρά κάθε φορά που βλέπει τα αδέρφια της να μαζεύονται γύρω της. 

 

 

«Φάουστ» του Γκαίτε ως παράλληλο για το Αμάρτημα της μητρός μου



Η θυσία του Αβραάμ, ως παράλληλο για το Αμάρτημα της μητρός μου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Abril Andrade Griffith

Η θυσία του Αβραάμ, ως παράλληλο για το Αμάρτημα της μητρός μου

Σάρρα:
Όφου μυστήριο φρικτό! όφου καημός και πάθος,
όντα μου πούσι, τέκνο μου, το πως εγίνης άθος!
Όφου! με ποιαν αποκοτιά να δυνηθής να σφάξης
τέτοιο κορμί ακριμάτιστο και να μήδεν τρομάξης;
Θέλεις το να σκοτεινιαστούν τα μάτια σου, το φως σου,
και να νεκρώση το παιδί, να ξεψυχήση ομπρός σου;
Με ποιας καρδιάς απομονή ν’ ακούσης τη φωνήν του,
όντας ταράξη ωσάν αρνί ομπρός σου το κορμίν του;
Όφου παιδί τς υπακοής, που μέλλεις να στρατέψης;
‘ς ποιον τόπο σ’ εκαλέσασι να πας να ταξιδέψης;
και πότες να σε καρτερη ο κύρης κι η μητέρα;
ποιαν εβδομάδα, ποιον καιρό, ποιο μήνα, ποιαν ημέρα;
Όφου, τα φύλλα τση καρδιάς και πώς να μην τρομάσσου,
όνταν εις αλλουνού παιδιού γρικήσω τ’ όνομά σου;
Τέκνο μου, πώς να δυνηστώ την αποχώρισή σου,
πώς να γρικήσω αλλού φωνή, κι όχι την εδική σου;
Τέκνο μου, και γιατ’ ήθελες να λείψης από μένα,
εγίνης τόσα φρόνιμο παρά παιδί κιανένα;
Τάσσω σου, υγιέ μου, τον καιρό που θέλω ακόμη ζήσει,
να μην αφήσω κοπελιού γλώσσα να μου μιλήση,
μα να θωρούν τα μάτια μου πάντα τση γης τον πάτο,
και να θυμούμαι πάντοτε το σημερνό μαντάτο.

«Φάουστ» του Γκαίτε ως παράλληλο για το Αμάρτημα της μητρός μου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Briton Riviere 

«Φάουστ» του Γκαίτε ως παράλληλο για το Αμάρτημα της μητρός μου

Μαργαρίτα:
«Τώρα και γω έχω κάπως την ανάπαψή μου:
είναι στρατιώτης ο αδερφός μου κι η μικρή μου
η αδερφούλα πεθαμένη.
Ω, πέρασα μ’ αυτή ζωή βασανισμένη
μα όλα τα βάσανα ξανά θα προτιμούσα,
ναι, τόσο τη μικρή την αγαπούσα.»
Φάουστ:
«Άγγελος πες, αν έμοιαζε με σε.»
Μαργαρίτα:
«Την έθρεψα και πόσο με αγαπούσε!
Μετά απ’ το θάνατο μας ήρθε του πατέρα.
Είχαμε αποφασίσει τη μητέρα,
τόση είχε αδυναμία, που θέλησε καιρό
ως να το πάρει απάνω της και πάλι.
Ε που λοιπόν, μήτε στο νου να βάλει
να το βυζάξει μόνη το άμοιρο μωρό.
Την έθρεψα έτσι τη μικρούλα μοναχή μου
με γάλα και νερό έγινε δική μου.
Στα χέρια, στη δική μου αγκάλη,
γελούσε, χόρευε, έγινε μεγάλη.»
Φάουστ:
«Τις αγνότερες θα ‘νιωσες χαρές.»
Μαργαρίτα:
«Είχα όμως κι ώρες δύσκολες πολλές.
Την κούνια του μωρού τη νύχτα την τραβούσα
πλάι μου ότι έκανε αυτό ν’ αναδευτεί
ευθύς ξυπνούσα.
Πότε έπρεπε να του ‘δινα να πιει
και πότε στο πλευρό μου να το πάρω,
κι αν δε σώπαινε, ορθή να σηκωθώ
στην κάμαρα μ’ αυτό να σουλατσάρω.
Και το πρωί πάλι στη σκάφη να βρεθώ
στην αγορά ύστερα, φαγί για τη μητέρα,
κι έτσι τα ίδια πάντα, κάθε μέρα.
Ω ναι, κύριε μου, όχι περίφημη ζωή
μόνο πως είναι πιο νόστιμα ύπνος και φαί.»  

(Μετάφραση: Κωνσταντίνος Χατζόπουλος)

Καθώς ο Φάουστ επιχειρεί να πλανέψει τη Μαργαρίτα, μαθαίνουμε κάποια στοιχεία για τη ζωή της κοπέλας. Μετά το θάνατο του πατέρα της γεννιέται η μικρή της αδερφή, την οποία αναλαμβάνει η Μαργαρίτα να φροντίσει, γιατί η μητέρα της έχει καταρρεύσει από τον πόνο που της προκάλεσε η απώλεια του άντρα της.
Η αδερφική αγάπη και ο παραγκωνισμός των αναγκών της Μαργαρίτας προς όφελος της μικρής της αδερφής, μας παραπέμπουν σε θεματικές που συναντάμε και στο Αμάρτημα της μητρός μου του Γεώργιου Βιζυηνού.

Οι ομοιότητες ανάμεσα στα δύο κείμενα:
-          Η μικρή αδερφή των κεντρικών ηρώων που παρά τις φροντίδες και την αγάπη που απολαμβάνει, πεθαίνει τελικά σε πολύ νεαρή ηλικία.
-          Η αγάπη που δείχνουν τα μεγαλύτερα αδέρφια και η διάθεσή τους να προσφέρουν ό,τι μπορούν στη μικρή τους αδερφής, θέτοντας τον εαυτό τους σε δεύτερη μοίρα. Η Μαργαρίτα δουλεύει σκληρά για να φροντίσει την αδερφή και τη μητέρα της, όπως και ο Γιωργής εμφανίζεται πρόθυμος να κάνει καθετί για να βοηθήσει τη μητέρα του και την αδερφή του, έστω κι αν στερείται την προσοχή και την αγάπη της μητέρας του.
-          Ο πόνος της μητέρας για το χαμό του άντρα της, που την αναγκάζει να παραμελήσει τη φροντίδα των παιδιών της, περνώντας αρκετό καιρό ανήμπορη να συνέλθει από το πένθος της.
-          Η γέννηση ενός παιδιού μετά το θάνατο του πατέρα. Στον Φάουστ έχουμε τη γέννηση της μικρότερης αδερφής, ενώ στο Αμάρτημα της μητρός μου, τη γέννηση του μικρότερου αδερφού.
-          Η σκέψη που εκφράζει η Μαργαρίτα ότι η μικρή της αδερφή έγινε δικό της παιδί, εφόσον εκείνη την τάιζε και ξενυχτούσε πλάι της για να τη φροντίζει, είναι παρόμοια με τη θέση που διατυπώνει η μητέρα στο Αμάρτημα, πως το υιοθετημένο της κορίτσι είναι δικό της παιδί: «Δεν εἶναι ξένο τὸ παιδὶ! Εἶναι δικό μου! τὸ ἐπῆρα τριῶν μηνῶν ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὸ λείψανο τῆς μάνας του· καὶ ὁσάκις ἔκλαιγε, τοῦ ἔβαζα τὸ βυζί μου στὸ στόμα του, γιὰ νὰ τὸ πλανέσω καὶ τὸ ἐτύλιξα μὲσ’ στὰ σπάργανά σας, καὶ τὸ ἐκοίμησα μὲσ’ στὴν κούνια σας. Εἶναι δικό μου τὸ παιδί, καὶ εἶναι ἀδελφή σας!»

Οι διαφορές ανάμεσα στα δύο κείμενα:
-          Η Μαργαρίτα εκφράζει με ειλικρίνεια τα συναισθήματά της για τη μικρή της αδερφή, λέγοντας πως όλα τα βάσανα που πέρασε για να τη φροντίσει και να τη μεγαλώσει είναι διατεθειμένη να τα περάσει ξανά. Ενώ, στο Αμάρτημα της μητρός μου, ο Γιωργής δηλώνει βέβαια πως αγαπούσε πάρα πολύ την αδερφή του, αλλά στην πραγματικότητα ζήλευε που η μητέρα τους αφιέρωνε όλη της την προσοχή σ’ εκείνη.
-          Στο Αμάρτημα της μητρός μου, δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στο θάνατο του μικρού παιδιού και στις υπέρμετρες προσπάθειες της μητέρας να το σώσει από την ασθένειά του. Ενώ στον Φάουστ ο θάνατος του κοριτσιού αναφέρεται απλώς, χωρίς να δίνονται περισσότερα στοιχεία για το πώς προέκυψε.
-          Στο Αμάρτημα της μητρός μου, κυριαρχεί η μορφή της μητέρας και οι πολλαπλές της προσπάθειες να σώσει το παιδί της, ενώ στον Φάουστ η προσοχή στρέφεται στη Μαργαρίτα και στα βάσανα που πέρασε εκείνη, όσο καιρό είχε αναλάβει τη φροντίδα όλης της οικογένειας. 

Νικηφόρος Βρεττάκος «Δυο μητέρες νομίζουν πως είναι μόνες στον κόσμο» ως παράλληλο για το Αμάρτημα της μητρός μου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Pablo Picasso

Νικηφόρος Βρεττάκος «Δυο μητέρες νομίζουν πως είναι μόνες στον κόσμο» ως παράλληλο για το Αμάρτημα της μητρός μου

Ο γιος της σκοτώθηκε πριν έξι μήνες
Τώρα κάθε πρωί που ανοίγει την πόρτα της,
είναι ένα πένθος. Νομίζεις πως βλέπεις,
έξω από χρόνο και χώρο: το πένθος.

Το βράδυ, το ίδιο:
Σπρώχνει την πόρτα
σα να σωριάζεται. Μπαίνει τρεκλίζοντας
ανάβει το φως. Η μαύρη της μπόλια
είναι λυμένη. Οι άκρες της κρέμονται
ως κάτου στο πάτωμα. Στον τοίχο, αντίκρυ της
η εικόνα ταράζεται. Η Παναγία τη βλέπει,
τρέμουν τα χέρια της, θα της φύγει θαρρείς,
θα της πέσει το βρέφος της.

Τα χείλη της σφίγγονται, η κόκκινη
μαντίλα της παίζει. Θέλει να την
βοηθήσει, αλλά – το σπίτι είναι έρημο.
Δεν έχει σε ποιον ν’ αφήσει σ’ αυτόν
τον κόσμο για μια στιγμή το παιδί της.

Πώς καταγράφεται το πένθος στα δύο κείμενα και ποια είναι η συμμετοχή του θεϊκού στοιχείου;


Η μητέρα στο ποίημα του Νικηφόρου Βρεττάκου μετά το θάνατο του γιου της αφήνεται σε μια κατάσταση απόλυτης παραίτησης, όπου ο πόνος κυριαρχεί και διατρέχει κάθε στιγμή στη ζωής της. Κάθε τι γύρω της χρωματίζεται πλέον από την αμετάκλητη συνειδητοποίηση του θανάτου του παιδιού της και το πένθος κατακλύζει τόσο το χώρο γύρω της όσο και το χρόνο. Κάθε σημείο του σπιτιού της, κάθε σημείο στους χώρους που κινείται είναι μια υπενθύμιση του κενού που άφησε πίσω του ο νεκρός της γιος. Όπου κι αν βρεθεί η μητέρα δε αντικρίζει τίποτε άλλο παρά ίχνη της απουσίας του παιδιού της. Κάθε μέρος που συνήθιζε να βλέπει το παιδί της, μοιάζει τώρα άδειο και θλιβερό, όπως και κάθε στιγμή της ημέρας όπου μέχρι πρότινος συνήθιζε να φροντίζει το παιδί της, αποτελεί μια επώδυνη υπενθύμιση της συμφοράς.
Η μητέρα είτε κινείται στο άδειο σπίτι της, είτε βλέπει τις ώρες να περνούν ξέρει πως τώρα πια δεν έχει τίποτε να κάνει για το παιδί της, καθώς αυτό δεν υπάρχει πια.
Το πένθος της μητέρας βρίσκεται πλέον κυρίαρχο παντού και κάθε στιγμή, καθιστώντας τη ζωή της ένα αδιάκοπο μαρτύριο, μιας και δεν υπάρχει ελπίδα να δει ξανά το παιδί της ή να πάψει να πονά για το χαμό του.
Ο ποιητής, θέλοντας να τονίσει τον πόνο της μητέρας, μας δείχνει τον αντίκτυπο που έχει το πένθος της σε μια άλλη μητέρα, στη μητέρα του Χριστού, που τόσο καλά γνωρίζει τον πόνο της απώλειας, τον πόνο που μια μητέρα νιώθει όταν της παίρνουν το παιδί της. Η Παναγία βλέποντας τον πόνο της μητέρας, θέλει να τη βοηθήσει, θέλει να της δείξει πόσο καλά γνωρίζει την έντασή του, μα δεν μπορεί να κάνει κάτι. Η Παναγία δεν έχει σε ποιον να αφήσει για λίγο το παιδί της, δεν βρίσκει κανέναν γύρω της να του εμπιστευτεί το πολύτιμο παιδί της, κι αναγκάζεται έτσι να κοιτάζει με ταραχή το σπαραγμό της μητέρας.
Ο Βρεττάκος παρουσιάζει με συγκλονιστικό τρόπο τη σαρωτική επίδραση που έχει στη ζωή μιας μητέρας η απώλεια του παιδιού της. Η μητέρα αυτή, βιώνει τον πιο δυνατό πόνο που μπορεί να βιώσει ένας άνθρωπος και συγκινεί με τη θλίψη της κάθε έναν από εμάς αλλά και την ίδια την Παναγία, που κάποτε γνώρισε κι εκείνη τον ίδιο πόνο.
Μια ανάλογη εμπειρία βρίσκουμε καταγεγραμμένη στο Αμάρτημα της μητρός μου, στο οποίο όμως η μητέρα καθίσταται πολλαπλά τραγικότερη, υπό την έννοια πως θρηνεί για το χαμό δύο παιδιών, από τα οποία το πρώτο δεν σκοτώθηκε από κάποιον άλλον, από κάποιον άγνωστο, αλλά από την ίδια. Η Δεσποινιώ πλακώνει άθελά της το μωρός της και περνά κατόπιν μια ολόκληρη ζωή πόνου κι ενοχών, προσπαθώντας μάταια να εξιλεωθεί για το ασύλληπτο αμάρτημά της. Η Δεσποινιώ δεν έχει απλώς να αντέξει τον πόνο για το χαμό των παιδιών της, έχει παράλληλα να υπομείνει τις ασίγαστες ενοχές που της προκαλεί η επίγνωση πως είναι η αυτουργός του εγκλήματος που σφράγισε τη ζωή της.
Οι ενοχές που αντιμετωπίζει η μητέρα του αμαρτήματος είναι τόσο έντονες ώστε την κάνουν να πιστεύει πως ο Θεός θέλει να την τιμωρήσει, γι’ αυτό κι όταν αρρωσταίνει το δεύτερο κορίτσι της και είναι πια προφανές ότι δεν θα επιζήσει, η μητέρα θεωρεί πως ο Θεός μετάνιωσε που της έστειλε κι άλλο κορίτσι και τώρα της το παίρνει πίσω ως τιμωρία για την εγκληματική της πράξη.
Ενώ, δηλαδή, η μητέρα στο ποίημα του Βρεττάκου έχει την αμέριστη συμπαράσταση του θεϊκού στοιχείου στον πόνο που βιώνει για την απώλεια του παιδιού της, η μητέρα στο αμάρτημα, αισθάνεται πως έχει να αντιμετωπίσει όχι μόνο τον πόνο και τις ενοχές της αλλά και την οργή του Θεού, καθώς η ίδια τερμάτισε τη ζωή του παιδιού της.

Δημήτριος Βικέλας «Λουκής Λάρας» ως παράλληλο για το Αμάρτημα της μητρός μου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Elise Palmigiani

Δημήτριος Βικέλας «Λουκής Λάρας» ως παράλληλο για το Αμάρτημα της μητρός μου

Αλλά, μόλις εισέβην εις την κεντρικήν της αγοράς οδόν, ακούω κραυγάς εκ νέου και αλαλαγμούς, και, πριν έτι λάβω τον καιρόν να αποσυρθώ ή να προφυλαχθώ, ευρίσκομαι εντός σμήνους Τούρκων, τρεχόντων με τα ξίφη εις τας χείρας γυμνά. Πώς δεν με κατεπάτησαν, πώς δεν μ’ εφόνευσαν δεν δύναμαι και τώρα εισέτι να εννοήσω!
Το ρεύμα με παρέσυρεν. Έτρεχα κ’ εγώ μετ’ αυτών. Ήρπαζα εδώ κ’ εκεί λακτίσματα και γρονθοκοπήματα, αλλ’ έτρεχα κατάτρομος, μη γνωρίζων ούτε που πηγαίνω, ούτε τι θ’ απογίνω, αλλ’ ουδέ σκεπτόμενος περί τούτου. Ήτο ως όνειρον φρικτόν! Εγνώριζα κάλλιστα τας οδούς της Σμύρνης, αλλ’ οποίας οδούς διηρχόμην δεν έβλεπα, ουδέ τώρα ενθυμούμαι.
Ενθυμούμαι μόνον ότι εις μιαν του δρόμου στροφήν είδα του χανίου μας την θύραν αντικρύ μου και την ανεγνώρισα. Ήτο ημίκλειστος. Δεν γνωρίζω πώς ευρέθην εντός του χανίου, εις το δωμάτιόν μου, πλησίον του πατρός μου. Όλα ταύτα έμεινα συγκεχυμένα εις την μνήμην μου.
Ενθυμούμαι ότι ευρέθην κείμενος επί του στρώματος, ύπτιος, ασθμαίνων∙ και άνωθέν μου, κλίνων την κεφαλήν, ο πατήρ μου μ’ ερράντιζε με ύδωρ ψυχρόν.
Ενθυμούμαι ότι ησθάνθην βάρος επί του στήθους πολύ, και τότε μόνον συλλογισθείς τον σάκκον έφερα την χείρα εις τον κόλπον μου και τον εσήκωσα από το στήθος.
Ενθυμούμαι το μειδίαμα του πατρός μου, ότε τω παρέδωκα τον σάκκον. Το μειδίαμα εκείνο το υπέλαβα ως έκφρασιν ευχαριστήσεως δια των χρημάτων την διάσωσιν. Αλλ’ αφού απέκτησα και εγώ τέκνα, τότε μόνον ενόησα την αληθή του σημασίαν.
- Τι με μέλλει τώρα περί χρημάτων; Δια σε, υιέ μου, με μέλλει!
Ιδού του πρακτικού εκείνου μειδιάματος η έννοια. Με ηγάπα ο πατήρ μου, με ηγάπα περιπαθώς. Ποτέ δεν μου το απέδειξε δι’ εκχύσεων ή επιδείξεων τρυφερότητος. Μόνον αφού απέθανε και δεν τον είχα πλησίον μου και ανεπόλουν τας περιπετείας και τα ελάχιστα περιστατικά της πολυετούς συμβιώσεώς μας, τότε μόνον ενόησα και εξετίμησα ακριβώς τον βαθμόν της προς εμέ στοργής του. Διατί τούτο; Άρα γε διότι απαιτείται να απολέσωμεν τι δια να αισθανθώμεν την αξίαν του όλην; Ή μη διότι αι συμφοραί και τα δεινοπαθήματα μου ήνοιξαν βραδύτερον τον νουν και μου επλάτυναν την καρδίαν;

Το αμάρτημα της μητρός μου
Ἦτο καθ' ἣν ἐποχὴν ἡ μήτηρ μας εἰργάζετο διὰ νὰ θρέψῃ τὴν πρώτην μας θετὴν ἀδελφὴν καθὼς καὶ ἡμᾶς. Ἐγὼ τὴν συνώδευον κατὰ τὰς διακοπὰς τῶν μαθημάτων, παίζων παρ' αὐτῇ, ἐνῶ ἐκείνη ἔσκαπτεν ἢ ἐξεβοτάνιζεν. Μίαν ἡμέραν διακόψαντες τὴν ἐργασίαν ἐπεστρέφομεν ἀπὸ τοὺς ἀγροὺς φεύγοντες τὸν ἀφόρητον καύσωνα, ὑφ' οὗ ὁλίγον ἔλειψε νὰ λιποθυμήσῃ ἡ μήτηρ μου. Καθ' ὁδὸν κατελήφθημεν ὑπὸ ραγδαιοτάτης βροχῆς, ἐξ ἐκείνων, αἵτινες συμβαίνουσι παρ' ἡμῖν συνήθως, μετὰ προηγηθείσαν ὑπερβολικὴν ζέστην ἢ λαύραν, καθὼς τὴν ὀνομάζουν οἱ συντοπίται μου. Δὲν ἤμεθα πλέον πολὺ μακρὰν τοῦ χωρίου, ἀλλ' ἔπρεπε νὰ διαβῶμεν ἕνα χείμαρρον, ὅστις πλημμυρήσας ἐκατέβαινεν ὁρμητικώτατος. Ἡ μήτηρ μου ἠθέλησε νὰ μὲ σηκώσῃ εἰς τὸν ὦμον της. Ἀλλ' ἐγὼ ἀπεποιήθην.
- Εἶσαι ἀδύνατη ἀπὸ τὴ λιποθυμία, τῇ εἶπον. Θὰ μὲ ρίψῃς μὲσ' στὸν ποταμό.
Καὶ ἐσήκωσα τὰ φορέματά μου καὶ εἰσῆλθον δρομαῖος εἰς τὸ ρεῦμα, πρὶν ἐκείνη προφθάσῃ νὰ μὲ κρατήσῃ. Εἶχον ἐμπιστευθῇ εἰς τὰς δυνάμεις μου πλέον ἢ ὅτι ἔπρεπε. Διότι πρὶν σκεφθῶ νὰ ὑποχωρήσω, τὰ γόνατά μου ἐλύγισαν, οἱ πόδες μου ἔχασαν τὸ στήριγμα των, καὶ, ἀνατραπείς, παρεσύρθην ὑπὸ τοῦ χειμάρρου ὡς κέλυφος καρύου.
Μία σπαρακτικὴ κραυγὴ φρίκης εἶναι πᾶν ὅ,τι ἐνθυμοῦμαι ἐκ τῶν μετὰ ταῦτα. Ἦτον ἡ φωνὴ τῆς μητρός μου, ἥτις ἐρρίφθη εἰς τὰ ρεύματα διὰ νὰ μὲ σώσῃ.
Πῶς δὲν ἔγεινα αἰτία νὰ πνιγῇ καὶ ἐκείνη μετ' ἐμοῦ, εἶναι θαύμα. Διότι ὁ χείμαρρος ἐκεῖνος ἔχει κακὴν φήμην παρ' ἡμῖν. Καὶ ὅταν λέγουν περί τινος “τὸν ἐπῆρε τὸ ποτάμι”, ἐννοοῦν ὅτι ἐπνίγη εἰς αὐτὸν τοῦτον τὸν χείμαρρον.
Καὶ ὅμως ἡ μήτηρ λιγόθυμος καθὼς ἦτο, κατάκοπος, βεβαρημένη ἀπὸ ἐπαρχιακὰ φορέματα, ἰκανὰ νὰ πνίξουν καὶ τὸν δεξιώτερον κολυμβητήν, δὲν ἐδίστασε νὰ ἐκθέσῃ τὴν ζωὴν αὐτῆς εἰς κίνδυνον. Ἐπρόκειτο νὰ μὲ σώσῃ, καὶ ἂς ἤμην ἐκεῖνο της τὸ τέκνον, τὸ ὁποῖον προσέφερεν ἄλλοτε εἰς τὸν θεὸν ὡς ἀντάλλαγμα ἀντὶ τῆς θυγατρός της.

Σύγκριση των δύο κειμένων

Ο Λουκής βρίσκεται ξαφνικά εκτεθειμένος στην πορεία εξαγριωμένων Τούρκων, οι οποίοι με το ξέσπασμα της ελληνικής επανάστασης, επιχειρούν να εκφράσουν την οργή τους κατά των χριστιανών. Ο νεαρός έντρομος τρέχει στα στενά της Σμύρνης μέχρι που κατορθώνει να φτάσει ασφαλής στο σπίτι του. Εκεί, μόλις συνέρχεται, παραδίδει στον πατέρα του τα χρήματα που είχε εισπράξει από το χάνι των Εβραίων. Η αντίδραση του πατέρα του είναι ένα χαμόγελο, που εκείνη τη στιγμή εκλαμβάνεται από τον Λουκή ως έκφραση ευχαρίστησης για τη διάσωση των χρημάτων.
Όταν αρκετά χρόνια αργότερα ο Λουκής γίνει κι ο ίδιος πατέρας, θα αντιληφθεί πως το χαμόγελο του πατέρα του δεν ήταν παρά η έκφραση της ανακούφισης και της χαράς που το παιδί του είχε σωθεί από την επιδρομή των Τούρκων. Ο Λουκής θα συνειδητοποιήσει, επομένως, πως η έλλειψη διαχύσεων από την πλευρά του πατέρα του δε σήμαινε ταυτόχρονα κι έλλειψη αγάπης, αποτελούσε απλώς τον ιδιαίτερο τρόπο συμπεριφοράς του πατέρα του.
Η παρερμηνεία αυτή θα είχε προφανώς αποφευχθεί αν ο πατέρας του Λουκή φρόντιζε να εκφράζει με πιο σαφή τρόπο την αγάπη που είχε για το παιδί του, αλλά εκείνα τα χρόνια δεν ήταν συνηθισμένο οι πατεράδες να είναι ιδιαίτερα διαχυτικοί προς τα παιδιά τους. Θεωρούσαν πως αν εργάζονταν σκληρά για τη συντήρηση της οικογένειάς τους, αυτό θα αποτελούσε μια έμπρακτη απόδειξη της αγάπης τους, χωρίς να χρειαστεί να εκφράσουν λεκτικά τα συναισθήματα αυτά. Δεν είναι απίθανο, άλλωστε, ο πατέρας του Λουκή να είχε βιώσει ως παιδί αντίστοιχες εμπειρίες με τον δικό του πατέρα και να θεωρούσε τώρα πως κι ο ίδιος όφειλε να διατηρεί μια παρόμοια στάση.
Η αμφιβολία που μπορεί να έχει ένα παιδί για τα συναισθήματα των γονιών του είναι ιδιαίτερα έκδηλη και στο Αμάρτημα της μητρός μου, όπου ο Γιωργής βλέποντας τη μητέρα του να αφοσιώνεται πλήρως στη φροντίδα της Αννιώς, έχει αρχίσει να θεωρεί πως η μητέρα του δεν ενδιαφέρεται για τον ίδιο και τα αδέρφια του. Όταν, μάλιστα, ο Γιωργής ακούσει την προσευχή της μητέρας του, όταν την ακούσει να ζητά από το Θεό να της χαρίσει την Αννιώ παίρνοντας στη θέση της εκείνον, τότε θα είναι πλέον βέβαιος πως η μητέρα του δεν τον αγαπά.
Θα χρειαστεί ένα έντονο επεισόδιο, κατά το οποίο η μητέρα θα διακινδυνεύσει τη ζωή της για να τον σώσει από τα ορμητικά νερά του χειμάρρου, ώστε να μπορέσει ο Γιωργής να συνειδητοποιήσει πως η μητέρα του τον αγαπά πραγματικά και πως δεν είναι -κι ούτε υπήρξε ποτέ- διατεθειμένη να τον χάσει. Θα χρειαστεί να μάθει όλη την αλήθεια για το παρελθόν της μητέρας του ώστε να κατανοήσει την ιδιαίτερη ψυχολογία της και να αντιληφθεί σε τι επίπεδο πόνου και απελπισίας βρισκόταν για να ζητήσει από το Θεό κάτι που ποτέ δεν εννοούσε πραγματικά.
Τόσο ο Λουκής όσο και ο Γιωργής θα χρειαστεί να ζήσουν αρκετές εμπειρίες και να γνωρίσουν καλύτερα τη ζωή, για να μπορέσουν να κατανοήσουν και να αποδεχτούν τη στάση των γονιών τους. Μόνο όταν θα είναι σε θέση να γνωρίζουν τις ειδικές συνθήκες που διαμόρφωσαν τη στάση των γονιών τους θα μπορέσουν να καταλάβουν πως οι αγάπη του πατέρα και της μητέρας υπάρχει πανίσχυρη, ακόμη κι όταν δεν εκφράζεται με λόγια, ακόμα κι όταν δεν εκδηλώνεται με το χάδι και την τρυφερή αγκαλιά.

Νίκος Καζαντζάκης «Αναφορά στον Γκρέκο» ως παράλληλο για το Αμάρτημα της μητρός μου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Steve Goad

Νίκος Καζαντζάκης «Αναφορά στον Γκρέκο» ως παράλληλο για το Αμάρτημα της μητρός μου

Μονάχα μια φορά θυμούμαι τη μητέρα μου να λάμπει παράξενα το μάτι της, να γελάει και να χαίρεται, σαν όταν θα ’ταν ανύπαντρη ή αρραβωνιασμένη. Πρωτομαγιά, είχαμε πάει σ’ ένα χωριό, στη Φόδελε, γεμάτο νερά και περβόλια πορτοκαλιές, να κάμει ο πατέρας μου μια βάφτιση. Οπόταν, άξαφνα, σφοδρή νεροποντή ξέσπασε, γίνηκε ο ουρανός νερό κι άδειασε απάνω στη γης, κι αυτή κακάριζε, άνοιγε και δέχουνταν τ’ αρσενικά νερά βαθιά στον κόρφο της. Είχαν μαζευτεί οι προύχοντες του χωριού, με τις γυναίκες τους και τις κόρες, στο μεγάλον οντά του κουμπάρου, η βροχή κι οι αστραπές έμπαιναν από τις χαραμάδες της πόρτας και των παραθυριών, ο αέρας μύριζε πορτοκάλι και χώμα. Και μπαινόβγαιναν τα τραταρίσματα, τα κρασιά, τα ρακιά κι οι μεζέδες, πήρε να βραδιάζει, άναψαν τα λυχνάρια, οι άντρες ήρθαν στο κέφι, οι γυναίκες οι χαμοβλεπούσες σήκωσαν τα μάτια κι άρχισαν να κακαρίζουν σαν τις πέρδικες∙ κι όξω από το σπίτι μούγκριζε ακόμα ο Θεός, πλήθαιναν οι βροντές, τα στενά δρομάκια του χωριού είχαν γίνει ποτάμια, κατρακυλούσαν οι πέτρες και χαχάριζαν, είχε γίνει ο Θεός νεροποντή κι αγκάλιαζε, πότιζε, κάρπιζε τη γης.
Κι ο κύρης στράφηκε στη μάνα μου, πρώτη φορά είδα να την κοιτάζει με τρυφεράδα, κι η φωνή του πρώτη φορά είχε γλυκάνει:
— Μαργή, της είπε, τραγούδηξε.
Της έδινε την άδεια, μπροστά σε τόσους άντρες, να τραγουδήσει∙ κι εγώ σηκώθηκα ανταρεμένος∙ δεν ξέρω γιατί, είχα θυμώσει∙ έκαμα να τρέξω στη μάνα μου, σα να ’θελα να την προστατέψω∙ μα ο κύρης με άγγιξε με το δάχτυλό του στον ώμο και με κάθισε κάτω. Κι η μάνα μου φάνηκε αγνώριστη, γυάλιζε το πρόσωπό της, σα να το αγκάλιαζαν όλες οι βροχές κι οι αστραπές, σήκωσε το λαιμό, και θυμούμαι τα μακριά κορακάτα μαλλιά της λύθηκαν ξαφνικά, της σκέπασαν τις πλάτες και κατέβηκαν ώς τα γοφιά της. Κι άρχισε ... τι φωνή ήταν εκείνη, βαθιά, γλυκιά, λίγο βραχνή, όλο πάθος∙ μεσόκλεισε τα μάτια της κατά τον κύρη και τραγούδησε μια μαντινάδα. Δε θα την ξεχάσω ποτέ τη μαντινάδα αυτή∙ τότε δεν κατάλαβα γιατί την είπε, για ποιον την είπε∙ αργότερα, σα μεγάλωσα, κατάλαβα. Τραγουδούσε με τη γλυκιά, γεμάτη συγκρατημένο πάθος φωνή της και κοίταζε τον πατέρα:
Θαμάζουμαι όταν περπατείς πώς δεν ανθούν οι ρούγες
και πώς δε γίνεσαι αϊτός με τις χρυσές φτερούγες!
Γύρισα πέρα τα μάτια, να μη βλέπω τον κύρη, να μη βλέπω τη μάνα, πήγα στο παραθύρι κι ακούμπησα το κούτελό μου στο τζάμι κι έβλεπα τη βροχή να πέφτει και να τρώει τα χώματα.

Σύγκριση των δύο κειμένων
Τα γεγονότα που περιγράφει ο Γεώργιος Βιζυηνός στο Αμάρτημα της μητρός μου και αφορούν τη νύχτα του γάμου, συνέβησαν πιθανότατα το 1847, ενώ τα γεγονότα που αναφέρει ο Νίκος Καζαντζάκης σχετικά με το τραγούδι της μητέρας του θα πρέπει να συνέβησαν κάποια στιγμή μετά το 1890, υπό την έννοια ότι ο Καζαντζάκης γεννήθηκε το 1883. Παρατηρούμε, δηλαδή, ότι τα δύο αυτά περιστατικά, οι δύο αυτές γιορτινές περιστάσεις, απέχουν μεταξύ τους σχεδόν 50 χρόνια κι εντούτοις η θέση της γυναίκας μοιάζει να είναι ακριβώς η ίδια.
Από την Κρήτη μέχρι τη Θράκη, η γυναίκα όφειλε να κινείται στη σκιά του συζύγου της και να σέβεται την επιθυμία της κοινωνίας που ήθελε τη γυναίκα υποταγμένη στην αντρική παρουσία. Οι γυναίκες βρίσκονταν αρχικά υπό τον απόλυτο έλεγχο του πατέρα τους, αλλά και της μητέρας τους, η οποία είχε την ευθύνη να διαμορφώσει ανάλογα το χαρακτήρα τους, και στη συνέχεια περνούσαν στον έλεγχο του συζύγου τους, στον οποίο η κοινωνία αναγνώριζε πλήρη εξουσία στα μέλη της οικογένειάς του.
Από τη διήγηση της μητέρας του Βιζυηνού μαθαίνουμε πως η μητέρα της δεν την άφησε ποτέ να χαρεί όσο βρισκόταν υπό τη δική της ευθύνη, στοιχείο που υποδηλώνει την αυστηρή αγωγή που δέχονταν οι κοπέλες από τα παιδικά τους χρόνια, ώστε να είναι έτοιμες όταν παντρευτούν να τεθούν υπό την έλεγχο του συζύγου τους. Οι γυναίκες της εποχής εκείνης βρίσκονταν από μικρή ηλικία σε ένα διαρκή περιορισμό και έναν αυστηρό έλεγχο της συμπεριφοράς στους, καθώς έπρεπε να προφυλάξουν το όνομά τους. Κάθε γυναίκα όφειλε να ζει σύμφωνα με τις κοινωνικές επιταγές και το κυριότερο να υπερασπίζεται την τιμή της με το να είναι εργατική, σεμνή και αφοσιωμένη μητέρα και σύζυγος. Εφόσον, οι γυναίκες τότε δεν είχαν την ευκαιρία της επαγγελματικής καταξίωσης, έπρεπε να διαφυλάττουν την καλή τους φήμη ως προς τις οικογενειακές τους υποχρεώσεις.
Πέραν, πάντως, από την καθολική τότε συνήθεια να θέτουν τη γυναίκα υπό τον έλεγχο του συζύγου, κάθε γυναίκα βίωνε την προσωπική της εμπειρία στα πλαίσια του γάμου, ανάλογα με την προσωπικότητα του συζύγου της. Ήταν, δηλαδή, θέμα τύχης το αν ο άντρας θα ήταν καλοπροαίρετος και θα έδειχνε σεβασμό στη γυναίκα του ή αν θα ήταν αυταρχικός και σκληρός, αντιμετωπίζοντας τη γυναίκα του με άσχημο τρόπο. Διαβάζοντας, για παράδειγμα, το Αμάρτημα της μητρός μου, σχηματίζουμε την εντύπωση πως ο πατέρας του αφηγητή υπήρξε πάντοτε ευγενικός και προστατευτικός απέναντι στη γυναίκα του. Η στάση του κατά τη διάρκεια του γλεντιού, αλλά και κατόπιν στην κρίσιμη στιγμή του αμαρτήματος, δείχνει με σαφήνεια την αγάπη που υπήρχε μεταξύ τους. Ο πατέρας φροντίζει να προφυλάξει τη γυναίκα του από τη σκληρή αντιμετώπιση των κατοίκων του χωριού αν μάθαιναν ότι είχε πλακώσει το παιδί της και της μιλά άσχημα μόνο και μόνο για να την κάνει να σταματήσει το θρήνο που θα πρόδιδε το μυστικό της. Από την άλλη, διαβάζοντας την αφήγηση του Καζαντζάκη κατανοούμε πως ο πατέρας του ήταν συνήθως αυστηρός απέναντι στη γυναίκα του καθώς μόνο κατά τη διάρκεια του γλεντιού της μιλά με γλυκύτητα και την κοιτάζει για πρώτη φορά με τρυφερότητα. Στοιχείο, όμως, που δεν υποδηλώνει κάτι αρνητικό για το γάμο τους, εφόσον όπως γίνεται σαφές από τη μαντινάδα που τραγουδά η μητέρα του αφηγητή, εκείνη αγαπά και θαυμάζει τον άντρα της.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η διαφορά στην παρουσίαση των δύο ζευγαριών στα δύο κείμενα, διαφορά που οφείλεται βέβαια κατά κύριο λόγο στην ιδιοσυγκρασία των συγγραφέων. Ο Βιζυηνός μας δίνει τα στοιχεία που εκφράζουν την αλληλοεκτίμηση, την τρυφερότητα και την αγάπη ανάμεσα στους γονείς του, ενώ ο Καζαντζάκης, που είναι πιο πιστός στην πραγματική φύση των ανθρώπων, δε διστάζει να αποδώσει τον ερωτισμό που εξέπεμπε η μητέρα του και την ένταση του πάθους που υπήρχε ανάμεσα σε εκείνη και τον άντρα της.

Ανδρέας Καρκαβίτσας «Ο ζητιάνος», παράλληλο για το Αμάρτημα της μητρός μου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Krista May

Ανδρέας Καρκαβίτσας «Ο ζητιάνος», παράλληλο για το Αμάρτημα της μητρός μου

[Η Κρουστάλλω που είναι έγκυος θέλει οπωσδήποτε να κάνει αγόρι, γιατί πιστεύει πως ένα αρσενικό παιδί θα είναι εγγύηση για το μέλλον, το δικό της και των κοριτσιών της, σε περίπτωση που κάτι συμβεί στον άντρα της. Με την ελπίδα πως θα μπορέσει να τη βοηθήσει στρέφεται στον Τζιριτόκωστα, το δαιμόνιο ζητιάνο, ο οποίος αφού διαβάζοντας το νεφρό ενός αρνιού της αποκαλύπτει ότι το παιδί που κυοφορεί είναι κορίτσι, της δίνει ένα εκτρωτικό βοτάνι, με την παραπλανητική υπόσχεση πως παίρνοντάς το θα αλλάξει το φύλο του παιδιού. Η Κρουστάλλω νομίζοντας πως το βοτάνι θα της χαρίσει το πολυπόθητο αγόρι, αγνοεί τις προειδοποιήσεις του ζητιάνου και ξεπερνά κατά πολύ τη ενδεδειγμένη δοσολογία. Το βοτάνι αρχίζει να της προκαλεί παραισθήσεις και αφόρητους πόνους, ωθώντας τελικά την Κρουστάλλω στην αυτοκτονία.]

«...
-Να μου ειπής μονάχα τί Οξαποδώς είν’ αυτός πώχω στην κοιλιά μου!
-Τι λόγια λές, μωρή θεοσκοτωμένη! εφώναξεν η γριά Σταμάτω τραβώντας τα μάγουλά της με φρίκη. Τί κακομενιτεύεις την κοιλιά σου π’ ανάθεμά σε, φόνισσα!...
Και πλησιάζοντας καταφοβισμένη, ανοιγόκλεισε δυό-τρεις φορές τη δεξιά της παλάμη επάνω στην κοιλιά της κόρης της. Την εσταύρωσεν έτσι κι εμάκρυνε κάθε κακό λόγο είτε πάθημα από μέσα της. Ήξευρεν η πολυκάτεχη γριά, πώς οι έγκυες πρέπει και από μάτι κακό και από λόγο να είνε προφυλαγμένες. Γιατί πολλές φορές και ο κακός λόγος και το μάτι το κακό πιάνουν στ’ αληθινά και βλέπεις και γεννούν αντί παιδιών παραλλάγματα φριχτά∙ ζούδια είτε πετούμενα, ψάρια είτε και αυτόν τον Οξαποδώ οι γυναίκες. Αλλά και η Κρουστάλλω, λες κι ενόησε τον κακό λόγο που είπεν, εκιτρίνισεν αμέσως κι επεριμαζεύθηκε, κοιτάζοντας δεξιά και αριστερά και πίσω της με μάτια φοβισμένα.
-Αν δεν τρελλάθηκα, θα τρελλαθώ χωρίς άλλο∙ εψιθύρισε σφίγγοντας με τα δυο χέρια το μέτωπό της.
...
-Άει στο διάβολο, τύχη τζαναμπέτα!... βρυχήθηκε τότε ακράτητη η Κρουστάλλω.
Κι έπεσε στην αγκαλιά της μάννας της λιμνωμένη από τα δάκρυα.
-Καλέ, μην κάννης έτσι, χριστιανή μου! είπεν ο Τζιριτόκωστας γελώντας κάτω από τα δασά μουστάκια του. Μην κάννης έτσι και διορθώνεται το κακό. Σου δίνω γιατρικό∙ μην κάννης έτσι!...
-Έχεις γιατρικό να τ’ αλλάξω; ερώτησεν εκείνη αναπηδώντας και κοιτάζοντάς τον με κόκκινα μάτια.
-Έχω και να τ’ αλλάξης και να το ρίξης ακόμα∙ είπεν ο Τζιριτόκωστας.
-Να το ρίξω, όχι∙ είπε ξαναπέφτοντας στην απελπισία της η χωριάτισσα. Ο Θεός να γλυτώνη! Είνε κρίμα μεγάλο!... Σαν τόδωκε ο Θεός, δεν μπορώ να το διώξω. Κι εσταυροκοπήθηκε καταφοβισμένη και ζητώντας έλεος. Αν είνε να τ’ αλλάξω ναι∙ σου δίνω ό,τι θες. Εγώ κι ο άντρας μου να γένουμε σκλάβοι σου...
... Ήξευρε πολύ καλά αυτός την επικίνδυνη ενέργεια της σκόνης, που έδινε τώρα, για ν’ αλλάξη δήθεν το είδος του εμβρύου μέσα στη μήτρα της χωριάτισσας. Δεν ήταν τίποτ’ άλλο παρά σκόνη εκτρωτική. Συχνά την είχε πουλήση αντί μεγάλης αμοιβής σε κορίτσα κρυφογκάστρωτα κατά το μακρύ ζητιανικό του στάδιο. Πολλών άνομες σπορές ετίναξεν ασώματες έξω από τις μήτρες∙ αλλά και πολλά σώματα έστειλε πάρωρα στον τάφο. Το ήξευραν∙ αλλά και τί να κάμη; Ημπορούσε ν’ αρνηθή την υπερεσία του, αφού την εζητούσαν και μάλιστα με τόση πληρωμή!
...
Η σκόνη, που της έδωκε, ήθελε προσοχή. Αληθινά επήρε τα μέτρα του. Αν ακολουθούσε πιστά τις παραγγελίες του, δεν θα ήταν τίποτε. Η χωριάτισσα είχε γερό σώμα∙ λίγο αίμα και λίγα κοψίματα και ούτε ήταν, ούτ’ εφάνηκε πλέον! Αλλ’ αν η Κρουστάλλω, με την αποστροφή που είχε στα θηλυκά, εβιαζόταν να φθάση το ποθητόν της! Αν έπαιρνε για γοργότερη ενέργεια και για τελειότερη μεταλλαγή και τις τρεις σκόνες μαζί! Και το χειρότερο, αν δεν είχε την υπομονή να περιμένη έως την ημέρα που της ώρισεν, αλλ’ άρχιζεν αύριο, είτε και απόψε, τότε τι θα εγινόταν;
...
Μόλις όμως έφθασαν στην πόρτα, φριχτό θέαμα τους ανάγκασε να πισωδρομήσουν. Ανάμεσα στο σπίτι, στη θέση που εκρεμόταν πριν η μαλάθα* του ψωμιού, η Κρουστάλλω του Μαγουλά η γυναίκα, εκρεμόταν άψυχη με το σχοινί στο λαιμό. Οι σκόνες του Τζιριτόκωστα, παρμένες ασυλλόγιστα, ωδήγησαν τη χωριάτισσα στο φριχτό τέλος της. Η Κρουστάλλω, έπειτ’ από την ανάκρισην έφυγεν απαρατήρητη κι εκλείσθηκε πάλι στο σπίτι της. Της βρίζας η ενέργεια εγινόταν από στιγμή σε στιγμή ισχυρότερη∙ τα συμπτώματα έρχονταν πλέον φοβερά και ακράτητα. Οι σπίθες κατάντησαν αμέτρητες και κουραστικές εμπρός στα μάτια της. Το σπίτι ολόκληρο έμοιαζε πύρινο καμίνι, ερεθισμένο από χίλια φυσερά. Η βουή των αυτιών της αγριώτερη και πλέον ενοχλητική κι επίμονη κατέβαινε στις αισθήσεις της. Οι πόνοι του κορμιού, των σκελών και του κεφαλιού τα τριβελίσματα, του δερμάτου η φαγούρα, την έφερναν σε απελπισία. Τρελλή έτρεχεν εδώ κι εκεί, εδερνόταν με τα χέρια της ζερβόδεξα, εκινούσε τα ράθυμα πόδια της∙ αλλά δεν ημπορούσε ν’ απαλλαγή από τα τόσα δεινά. Κι έξαφνα, σε στιγμή μανίας και απελπισίας μεγάλης, εκατέβασε τη μαλάθα, έκαμε βρόχο το σχοινί, το επέρασε στον λαιμό κι επαραδόθηκε τυφλή στον θάνατο.
-Χα!... έβγαλεν μόνον από τον στενό λάρυγγά της.
Και ο απαίσιος ήχος δεν είχεν καμμία διαφορά με τον άλλον εκείνον, που έβγαλεν όταν επήρε τις σκόνες του ζητιάνου. Είχε την ίδια έκφραση της απολαύσεως και της χαράς.»

*μαλάθα: η καλάθα, πλεκτό κάνιστρο (καλάθι) με σκέπασμα (για οικιακή χρήση).

Πώς διαφοροποιείται η συμπεριφορά της Κρουστάλλως από τη συμπεριφορά της μητέρας του Αμαρτήματος της μητρός μου;

Η Κρουστάλλω από τη στιγμή που μαθαίνει πως -σύμφωνα, τουλάχιστον, με την πρόβλεψη του ζητιάνου- θα αποκτήσει και πάλι κορίτσι, απελπίζεται καθώς ο μεγάλος της πόθος είναι να αποκτήσει επιτέλους ένα αρσενικό παιδί. Η Κρουστάλλω δεν επιθυμεί βέβαια να ρίξει το παιδί που κυοφορεί, αλλά θέλει με κάθε τρόπο να διασφαλίσει ότι το παιδί αυτό θα είναι αγόρι, γι’ αυτό και πείθεται στην παράδοξη υπόσχεση του Τζιριτόκωστα ότι μπορεί, έστω και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης να αλλάξει το φύλο του παιδιού.
Η μητέρα αυτή θα έπρεπε κανονικά να καταλάβει πως τα λόγια του ζητιάνου δεν είναι παρά κούφιες υποσχέσεις, χωρίς αντίκρισμα, αλλά η μεγάλη της επιθυμία την τυφλώνει και την ωθεί σε μια πράξη που στρέφεται κατά του παιδιού της και τελικά κατά του ίδιου της του εαυτού.
Παρόλο που ως μητέρα θα όφειλε να αποδεχτεί το παιδί της, ανεξάρτητα από το φύλο του, η Κρουστάλλω δεν το θέλει κορίτσι και είναι γι’ αυτό όχι μόνο πρόθυμη να πάρει τη βρίζα -το βοτάνι που της έδωσε ο ζητιάνος- αλλά αποφασισμένη να καταναλώσει πολύ μεγαλύτερη δόση από αυτή που της συνέστησε ο Τζιριτόκωστας, ώστε να έχει στα σίγουρα το αποτέλεσμα που ποθεί.
Αν η Κρουστάλλω είχε ακολουθήσει τις οδηγίες του ζητιάνου ο οργανισμός της θα είχε αντιμετωπίσει την επενέργεια του βοτανιού, χωρίς σημαντικές επιπλοκές, αλλά ενθουσιασμένη από την προοπτική να αποκτήσει αγόρι, η κοπέλα αυξάνει τη δοσολογία, βιώνοντας απρόσμενα έντονες παρενέργειες από τη δράση του βοτανιού. Τόσο έντονες, μάλιστα, που μη αντέχοντας πια τον πόνο και τις παραισθήσεις η κοπέλα τερματίζει τη ζωή της και μαζί τη ζωή του παιδιού που με τόσο πάθος θέλησε να αλλάξει το φύλο του.
Ο αφηγητής μας τονίζει πως όταν η Κρουστάλλω έπαιρνε την εκτρωτική σκόνη, τη σκόνη που νόμιζε ότι θα άλλαζε το κορίτσι και θα το έκανε αγόρι, αισθανόταν απόλαυση και χαρά, καθώς εκείνο που την απασχολούσε, περισσότερο από την υγεία του βρέφους, ήταν το φύλο του. Η έντονη αποστροφή που αισθάνεται η Κρουστάλλω για το κορίτσια και ο μεγάλος της πόθος να αποκτήσει αγόρι, θα υποσκάψουν την κρίση της και θα την οδηγήσουν σε μια πράξη που στρέφεται κατά του παιδιού της. Η πράξη αυτή, το αμάρτημα αυτής της μητέρας που δεν ήθελε το παιδί της, θα έχει ολέθριες συνέπειες τόσο για την ίδια όσο και για το παιδί της.
Η Κρουστάλλω δεν έχει συνειδητά την επιθυμία να τερματίσει την κύηση, δε θέλει να σκοτώσει το παιδί της, αλλά το γεγονός ότι εμπιστεύεται έναν ζητιάνο που για να κερδίσει χρήματα είναι ικανός να υποσχεθεί οτιδήποτε, αποτελεί μιαν ασυγχώρητη απουσία λογικής σκέψης, που θα αποβεί μοιραία για την ηρωίδα.
Το στοιχείο, επομένως, που διαφοροποιεί την Κρουστάλλω από τη μητέρα του αφηγητή στο Αμάρτημα της μητρός μου, είναι η ύπαρξη πρόθεσης από την πλευρά της Κρουστάλλως, το γεγονός, δηλαδή, ότι η πράξη της γίνεται συνειδητά. Η μητέρα στο Αμάρτημα της μητρός μου σκοτώνει το παιδί της χωρίς να έχει καμία τέτοια πρόθεσή, χωρίς ποτέ να περάσει από το μυαλό της η σκέψη ότι παίρνοντας το μωρό στο κρεβάτι της υπάρχει κίνδυνος να το πλακώσει, ενώ η Κρουστάλλω όχι μόνο έχει την πρόθεση να αλλάξει το φύλο του παιδιού της -κάτι που θα έπρεπε να αντιληφθεί πως δεν είναι εφικτό-, αλλά πολύ περισσότερο είναι αποφασισμένη να το πετύχει.
Η Δεσποινιώ του Αμαρτήματος επιφέρει το θάνατο του παιδιού της απρομελέτητα και αβούλητα, γεγονός που σημαίνει ότι η πράξη της είναι ατύχημα και όχι έγκλημα, εφόσον για να υπάρξει έγκλημα θα πρέπει να υπάρχει και πρόθεση. Αντιθέτως, η πράξη της Κρουστάλλως, η προσπάθεια να αλλάξει το φύλο του παιδιού παίρνοντας το βοτάνι, εμπεριέχει στοιχεία εγκληματικής συμπεριφοράς, εφόσον η μητέρα αυτή έχει την ανάλογη πρόθεση κι επιπροσθέτως έχει εκφράσει την απέχθειά της για τα κορίτσια.
Το γεγονός ότι η εκτρωτική σκόνη δεν επέφερε απλώς την αποβολή του εμβρύου, αλλά δημιούργησε έντονες παρενέργειες που οδήγησαν την Κρουστάλλω στην αυτοκτονία, αποτελεί αφηγηματικά την τιμωρία της γυναίκας αυτής που με τόση ένταση θέλησε να αποφύγει τη γέννηση ενός ακόμη κοριτσιού.

Η «Μήδεια» του Ευριπίδη ως παράλληλο για το Αμάρτημα της μητρός μου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
John William Waterhouse 

Η «Μήδεια» του Ευριπίδη ως παράλληλο για το Αμάρτημα της μητρός μου
Στίχοι: 1236-1249
Μήδεια
φίλαι͵ δέδοκται τοὔργον ὡς τάχιστά μοι
παῖδας κτανούσῃ τῆσδ΄ ἀφορμᾶσθαι χθονός͵
καὶ μὴ σχολὴν ἄγουσαν ἐκδοῦναι τέκνα
ἄλλῃ φονεῦσαι δυσμενεστέρᾳ χερί.
πάντως σφ΄ ἀνάγκη κατθανεῖν· ἐπεὶ δὲ χρή͵
ἡμεῖς κτενοῦμεν͵ οἵπερ ἐξεφύσαμεν.
ἀλλ΄ εἶ΄ ὁπλίζου͵ καρδία. τί μέλλομεν
τὰ δεινὰ κἀναγκαῖα μὴ πράσσειν κακά;
ἄγ΄͵ ὦ τάλαινα χεὶρ ἐμή͵ λαβὲ ξίφος͵
λάβ΄͵ ἕρπε πρὸς βαλβῖδα λυπηρὰν βίου͵
καὶ μὴ κακισθῇς μηδ΄ ἀναμνησθῇς τέκνων͵
ὡς φίλταθ΄͵ ὡς ἔτικτες· ἀλλὰ τήνδε γε
λαθοῦ βραχεῖαν ἡμέραν παίδων σέθεν͵
κἄπειτα θρήνει· καὶ γὰρ εἰ κτενεῖς σφ΄͵ ὅμως
φίλοι γ΄ ἔφυσαν—δυστυχὴς δ΄ ἐγὼ γυνή.

Καλές μου, αποφασίστηκε: πρέπει το γρηγορότερο να τα σκοτώσω τα παιδιά κι από τη χώρα αυτή να φύγω∙ δεν πρέπει να καθυστερώ, δεν πρέπει να τ’ αφήσω σε ξένο χέρι εχθρικό, αυτό να τα φονεύσει. Πρέπει οπωσδήποτε να σκοτωθούν∙ κι αφού έτσι πρέπει, θα τα σκοτώσω εγώ, εγώ που τα ‘κανα. Εμπρός καρδιά μου, λάβε θάρρος∙ το κακό που ‘ναι φρικτό μα αφεύγατο γιατί να αργοπορούμε; Εμπρός δόλιο μου χέρι, πάρε το σπαθί, πάρ’ το και σύρσου στης ζωής το θλιβερό ξεκίνημα∙ και μη δειλιάσεις, στο νου μη βάλεις τα παιδιά, καθόλου μη σκεφτείς το πόσο τα λατρεύεις, το πώς τα γέννησες, μα ξέχνα τα παιδιά σου σήμερα, μονάχα σήμερα, κι ύστερα αρχίνισε το θρήνο∙ μπορεί να τα σκοτώνεις, όμως τ’ αγάπησες. Αχ πόσο είμαι δυστυχής!
[Μετάφραση: Νίκος Νικολίτσης]

Η Μήδεια έχοντας βοηθήσει με κάθε τρόπο τον Ιάσονα να αποκτήσει το Χρυσόμαλλο δέρας, βρίσκεται αντιμέτωπη με την προδοσία και την εγκατάλειψη, όταν ο άντρας που αγαπά αποφασίζει να παντρευτεί την κόρη του βασιλιά της Κορίνθου.
Η Μήδεια αποφασίζει να εκδικηθεί τον Ιάσονα και λαμβάνοντας από το βασιλιά της Κορίνθου, Κρέοντα, αναβολή μιας ημέρας προτού η εξορία της τεθεί σε ισχύ, βάζει σε εφαρμογή το σχέδιό της. Στέλνει τα παιδιά της με πλούσια δώρα στην κόρη του βασιλιά, την Κρέουσα, δώρα ποτισμένα με δηλητήριο, που είναι προορισμένα να επιφέρουν φρικτό θάνατο στην αντίζηλό της.
Το σχέδιο της Μήδειας έχει διπλή επιτυχία, καθώς δεν πεθαίνει μόνο η Κρέουσα, αλλά παίρνει στο θάνατο μαζί της και τον πατέρα της Κρέοντα.
Τώρα πια η Μήδεια γνωρίζει πως τα παιδιά της, που μετέφεραν τα φονικά δώρα, πρέπει να πεθάνουν προτού πέσουν στα χέρια των εχθρών της. Την εκδίκηση που ίσως θελήσουν να πάρουν εις βάρος της οι εχθροί της, θα τους τη στερήσει η Μήδεια, σκοτώνοντας η ίδια τα παιδιά της.
Η σφαγή των παιδιών της είναι, βέβαια, ήδη αποφασισμένη από την ηρωίδα, καθώς θέλει να εκδικηθεί με το σκληρότερο τρόπο τον άντρα που την πήρε μακριά από τη χώρα της, μόνο και μόνο για να την εγκαταλείψει για μια άλλη γυναίκα. Ο Ιάσονας που δε δίστασε να την εκμεταλλευτεί για να αποκτήσει ό,τι ήθελε, πρέπει να πληρώσει. Η Μήδεια θα σκοτώσει τη μέλλουσα γυναίκα του και θα σφάξει και τα παιδιά του, ώστε να μην του αφήσει καμία παρηγοριά.
Η Μήδεια γνωρίζει πως σκοτώνοντας τα παιδιά της επιφέρει και στον εαυτό της ένα ισχυρότατο πλήγμα, αλλά ο πόνος της προδοσίας θολώνει την κρίση της. Δεν είναι διατεθειμένη να αφήσει τους εχθρούς της να γελούν εις βάρος της. Θα φέρει τον όλεθρο, θα καταστρέψει τα πάντα, προκειμένου να στερήσει και την παραμικρή χαρά από τον άντρα που τόλμησε να την πληγώσει.
Η Μήδεια – γυναίκα υπερισχύει και αναγκάζει τη Μήδεια – μητέρα να λησμονήσει το πόσο αγαπά τα παιδιά της, γιατί αυτή η θυσία είναι επιβεβλημένη αν πραγματικά θέλει να προκαλέσει το μεγαλύτερο δυνατό πόνο στον Ιάσονα.
Μια μητέρα που σκοτώνει τα ίδια της τα παιδιά είναι ένα από τα πλέον αποτρόπαια εγκλήματα, που το πλήρες μέγεθός του δεν μπορεί να γίνει κατανοητό παρά μόνο από μια γυναίκα που έχει παιδιά. Κανείς άλλος δεν μπορεί να αισθανθεί και να κατανοήσει το βάθος και την ένταση του πόνο που προκαλείται σε μια γυναίκα που φτάνει στο σημείο να σκοτώσει τα παιδιά που έφερε στον κόσμο.
Τον πόνο αυτόν τον έχει γνωρίσει, άθελά της, μια άλλη ηρωίδα της λογοτεχνίας μας, η μητέρα από το Αμάρτημα της μητρός μου, η οποία εξηγώντας στο γιο της γιατί δεν βρίσκει παρηγοριά ούτε στα λόγια του ίδιου του Πατριάρχη, του λέει: «Τί νὰ σὲ πῶ, παιδί μου! ἀπήντησε τότε σύννους καθὼς ἦτον, ὁ Πατριάρχης εἶναι σοφὸς καὶ ἅγιος ἄνθρωπος. Γνωρίζει ὅλαις ταῖς βουλαῖς καὶ τὰ θελήματα τοῦ Θεοῦ, καὶ συγχωρνᾶ ταῖς ἀμαρτίαις ὅλου τοῦ κόσμου. Μά, τί νὰ σὲ πῶ! Εἶναι καλόγερος. Δεν ἔκαμε παιδιὰ, γιὰ νὰ μπορῇ νὰ γνωρίσῃ, τί πρᾶγμα εἶναι τὸ νὰ σκοτώσῃ κανεὶς τὸ ἴδιο τὸ παιδί του!»
Η μητέρα που, χωρίς να το θέλει, πλακώνει στον ύπνο της το παιδί της, θα περάσει μια ολόκληρη ζωή προσπαθώντας να βρει παρηγοριά και εξιλέωση για το αμάρτημά της, χωρίς όμως να μπορέσει ποτέ να το καταφέρει. Οι ενοχές κι ο ασίγαστος πόνος που της προκαλεί η επίγνωση ότι σκότωσε το ίδιο της το παιδί θα την τυραννούν αδιάκοπα, καθώς τίποτε δεν μπορεί επί της ουσίας να παρηγορήσει μια γυναίκα που προκάλεσε το θάνατο του παιδιού της.
Η Μήδεια, από την άλλη, παρόλο που γνωρίζει πως η πράξη της θα σκοτώσει κάθε τι ανθρώπινο μέσα της και θα την καταδικάσει σε μια ζωή γεμάτη πόνο, κατορθώνει να βρει μια λογική στον παραλογισμό που την έχει συνεπάρει και θεωρεί πως η πράξη της είναι δικαιολογημένη, καθώς ο πόνος αυτός θα χτυπήσει εξίσου δυνατός και τον άντρα που την πρόδωσε.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Η Φαρμακολύτρια», παράλληλο για το Αμάρτημα της μητρός μου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Η Φαρμακολύτρια», παράλληλο για το Αμάρτημα της μητρός μου

Ἡ Ἁγία Ἀναστασία ἡ Φαρμακολύτρια εἶν’ ἐκείνη, ἥτις χαλνᾷ τά μάγια, ἤτοι λύει πᾶσαν γοητείαν καί μεθοδείαν πονηράν ὑπ’ ἐχθρῶν γινομένην. Εἰς ἐμέ, παρευρεθέντα κατά τύχην ἐκεῖ, τό πρᾶγμα ἐφαίνετο παράξενον, ὅσον ἤθελε φανῆ εἰς μαθητήν τῆς γ΄ τάξεως ἐπαρχιακοῦ γυμνασίου, δραπετεύσαντα ἅμα τῇ ἐνάρξει τῶν μαθημάτων, εἰς τό μέσον τοῦ ἔτους. Ἀλλ’ ἡ ἐξαδέλφη μου Μαχούλα ἤξευρε τί ἔκαμνεν.
Ἕνα υἱόν, μονάκριβον, τόν εἶχε. Καί εἶχε τέσσαρας κόρας μικράς, τῶν ὁποίων ἡ μεγαλυτέρα ἦτον ἤδη δεκαέξ χρόνων. Καί ὁ υἱός της, πρωτότοκος, ἤγγιζεν ἤδη τό εἰκοστόν ἔτος. Καί ἤδη ἔχανε τόν νοῦν του κ’ ἐζητοῦσε νά νυμφευθῇ.
Τοῦ εἶχαν κάμει μάγια, αἱ γυναῖκες, ἀπό τόν Πέρα Μαχαλᾶν. Καί τοῦ εἶχαν σηκώσει τά μυαλά του. Ποῖος ἠξεύρει τί μαγγανείας τοῦ ἔκαμαν, καί τί τοῦ ἔδωκαν νά πίῃ. Ἐγνώριζαν ἐκεῖναι ἀπό μαγείας...
Κι ἀγάπησε μίαν κόρην, ἥτις ἦτον μεγαλυτέρα ἀπ’ αὐτόν στά χρόνια, καί ἤθελε νά τήν λάβῃ σύζυγον.
«Ἤ θά τήν πάρω, μάνα, ἤ θά σκοτωθῶ». Τό εἶχε πάρει κατάκαρδα. Ἦτον «ἐρωτοχτυπημένος». Τώρα, τί νά κάμῃ ἡ ἐξαδέλφη μου Μαχούλα; Ν’ ἀφήσῃ τόν υἱόν της νά ἐμβῇ στά βάσανα, τόσον νέος, κι αὐτή νά ἔχῃ τέσσαρας κόρας ἀνυπάνδρους, νά τάς καμαρώνῃ; Καί ποιός γονιός τό δέχεται αὐτό;
Λοιπόν ἔπεσε στά θεωτικά πράγματα. Ἔκαμε λειτουργίας πολλάς, καί ἁγιασμούς, καί παρακλήσεις. Ἐπῆρε τά ροῦχα τοῦ γυιοῦ της, καί τά ἔβαλε νά λειτουργηθοῦν ὑπό τήν Ἁγίαν Τράπεζαν. Ἐπαίδευσε τόν ἑαυτόν της μέ πολλάς νηστείας, ἀγρυπνίας, καί γονυκλισίας.
Τελευταῖον προσέφυγεν εἰς τήν χάριν τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Φαρμακολυτρίας. Αὕτη εἶχε παρά Θεοῦ τό χάρισμα νά διαλύῃ τάς μαγείας καί γοητείας. Ἐπῆγε, τήν ἐλειτούργησεν, ἔζωσε τόν ναόν της ἑπτά φοράς (τελοῦσα μόνη της ἰδιαιτέραν λειτουργίαν περιπαθῆ ἐκ μητρικῆς στοργῆς) μέ κηρίον ἑκατονταόργυιον, τό ὁποῖον ἡ ἰδία εἶχε παρασκευάσει μέ τάς χεῖράς της, καί παρεκάλει τήν Ἁγίαν νά χαλάσῃ τά μάγια, νά ἔλθῃ στόν νοῦν του ὁ υἱός της, ὁ ἐρωτοχτυπημένος καί ποτισμένος ἀπό κακάς μαγγανείας, καί νά μή χάνῃ τά μυαλά του ἄδικα...
(Α. Παπαδιαμάντης, Η Φαρμακολύτρια. Απάνθισμα διηγημάτων Α. Παπαδιαμάντη, Ανθολόγηση: Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλο, Εκδόσεις Δόμος [Αθήνα, 2001], σσ. 356-357.)

Να σχολιάσετε ως προς το περιεχόμενο το παρακάτω απόσπασμα από τη «Φαρμακολύτρια» του Α. Παπαδιαμάντη συγκρίνοντάς το με το κείμενο του Γ. Βιζυηνού.

Η Μαχούλα, η γυναίκα που πρωταγωνιστεί στο διήγημα «Η Φαρμακολύτρια» του Παπαδιαμάντη, έχει τέσσερις κόρες κι ένα γιο, τον οποίο έχει πλανέψει μια μεγαλύτερή του γυναίκα. Το γεγονός ότι ο γιος της, που είναι μόλις είκοσι χρονών, θέλει με κάθε τρόπο να παντρευτεί μια γυναίκα μεγαλύτερο από αυτόν, τη στιγμή μάλιστα που οι αδερφές του είναι ακόμη ανύπαντρες, η Μαχούλα δεν μπορεί να το δεχτεί ως κάτι το λογικό, γι’ αυτό και το αποδίδει στη χρήση μαγείας.
Η Μαχούλα είναι πεπεισμένη ότι οι γυναίκες του Πέρα Μαχαλά έχουν πάρει τα μυαλά του γιου της με μάγια και είναι αποφασισμένη να τα λύσει. Για το λόγο αυτό προσφεύγει στην Αγία Αναστασία, η οποία πιστεύεται ότι λύνει τα μάγια που έχουν γίνει με κακές προθέσεις από εχθρικά πρόσωπα. Η μητέρα του παιδιού λειτουργεί την εκκλησία που είναι αφιερωμένη στην Αγία και ύστερα την κυκλώνει εφτά φορές με ένα κερί που είχε η ίδια φτιάξει, τελώντας μια λειτουργία με ιδιαίτερη ένταση, καθώς η μητρική της αγάπη τη φόρτιζε συναισθηματικά, παρακαλώντας την Αγία Αναστασία να λύσει τα μάγια που έχουν παρασύρει το γιο της.
Η μητέρα του διηγήματος αυτού, παρά το γεγονός ότι ο γιος της είναι ήδη είκοσι χρονών και άρα ικανός να παίρνει τις αποφάσεις που αφορούν τη ζωή του, θεωρώντας πως το παιδί της βρίσκεται υπό την επίδραση κάποιας εξωλογικής δύναμης, θα κάνει ό,τι περνά από το χέρι της για να βοηθήσει το γιο της να βρει ξανά τη λογική του.
Η Μαχούλα θεωρεί πως είναι αδύνατον ένα άντρας είκοσι χρονών να θέλει να παντρευτεί μια μεγαλύτερη γυναίκα, χωρίς να τον έχουν επηρεάσει με κάποιο τρόπο, γι’ αυτό και καταλήγει στο συμπέρασμα πως η γυναίκα που επιχειρεί να της πάρει το γιο, του έχει κάνει μάγια. Η απλοϊκή αυτή σκέψη της Μαχούλας, που δεν μπορεί να αποδεχτεί το ενδεχόμενο ο γιος της να έχει πραγματικά αγαπήσει τη γυναίκα που θέλει να παντρευτεί, μας παραπέμπει στο Αμάρτημα της μητρός μου, όπου ο Βιζυηνός μας εξηγεί πως αντιμετώπιζαν τότε τις ασθένειες. Αν μια αρρώστια παραταθεί για πολύ καιρό χωρίς να θεραπευτεί ή χωρίς να επιφέρει το θάνατο του ασθενούς, τότε χαρακτηρίζεται ως «εξωτικόν» και αποδίδεται στην παρουσία του κακού. Η Μαχούλα θεωρεί πως η μόνη λογική εξήγηση για τη συμπεριφορά του γιου της είναι να του έχουν κάνει μάγια, όπως ακριβώς παλιότερα πίστευαν πως μια παρατεταμένη ασθένεια, δεν μπορεί παρά να είναι προϊόν της κακόβουλης παρουσίας κάποιας αρνητικής δύναμης. Οτιδήποτε, δηλαδή, απομακρύνεται από τον διαδεδομένο τρόπο σκέψης και οτιδήποτε δεν μπορεί να εξηγηθεί, αποδίδεται σε εξωλογικές δυνάμεις και αντιμετωπίζεται με τη βοήθεια του Θεού.
Πέρα, πάντως, από το γεγονός ότι η Μαχούλα βρίσκει μια υπερφυσική εξήγηση για τα συναισθήματα του γιου της, εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι πως οι πράξεις της υπαγορεύονται από τη μεγάλη αγάπη που αισθάνεται για το παιδί της. Όπως η μητέρα του Αμαρτήματος, θα κάνει κάθε τι για να σώσει το παιδί της, έτσι και η Μαχούλα, θεωρώντας πως πασχίζει για τη σωτηρία του παιδιού της, θα καταφύγει σε κάθε δυνατή λύση. Η προσφυγή, μάλιστα, στη δύναμη της χριστιανικής πίστης, είναι κοινή και για τις δύο μητέρες, οι οποίες προσφέροντας κεριά που έχουν φτιάξει με τα ίδια τους τα χέρια, ζητούν τη συνδρομή των Αγίων για τη σωτηρία των παιδιών τους.
Ενδιαφέρουσα είναι και στα δύο κείμενα η συνύπαρξη της χριστιανικής πίστης με δυνάμεις που βρίσκονται πέρα από τη δύναμη του καλού που εκπροσωπεί η θρησκεία μας. Στη σκέψη των ανθρώπων η δύναμη του Θεού γίνεται αισθητή σ’ έναν κόσμο που κατατρύχεται από τις δυνάμεις του κακού, γι’ αυτό και δεν είχαν καμία δυσκολία στο να πιστέψουν την ύπαρξη, αλλά και τη μεγάλη δύναμη, της μαγείας καθώς και άλλων εκφάνσεων του κακού.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Η Φόνισσα», παράλληλο για το Αμάρτημα της μητρός μου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Paul Bond

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Η Φόνισσα», παράλληλο για το Αμάρτημα της μητρός μου

«Ω, πόσα αγόρια, και αρχοντόπουλα μάλιστα, αρπάζονται άωρα. Ακόμη και τ' αρχοντοκόριτσα ευκολώτερον αποθνήσκουν –αν και τόσον σπάνια μεταξύ του φύλου– παρ' όσον τα απειράριθμα θηλυκά της φτωχολογιάς. Τα κορίτσια της τάξεως ταύτης είναι τα μόνα εφτάψυχα! Φαίνονται ως να πληθύνωνται επίτηδες, διά να κολάζουν τους γονείς των, απ' αυτόν τον κόσμον ήδη. Α! όσον το συλλογίζεται κανείς, «ψηλώνει ο νους του»! ...
Την στιγμήν εκείνην, άρχισε το θυγάτριον να βήχη και να κλαυθμυρίζη. Η γραία αφού είχε συλλογισθή όλα τ' ανωτέρω, όσον και αν είχεν εξαφθή από τα κύματα των αναμνήσεων, ησθάνθη αίφνης ζάλην, από τον σάλον οιονεί και την ναυτίαν της ζωής της και άρχισε να ναρκώνεται, κ' ενύσταζεν ακρατήτως.
Το μικρόν κοράσιον έβηχε κ' έκλαιε κ' εθορύβει «ως να ήτον μεγάλος άνθρωπος». Η μάμμη του εσκίρτησεν, εστράφη, κ' έχανε πάλιν τον ύπνον της.
Η λεχώνα εκοιμάτο βαθέως, και ούτε ήκουσε τον βήχα και τα κλαύματα.
Η γραία ήνοιξε βλοσυρά όμματα, κ' έκαμε χειρονομίαν ανυπομονησίας και απειλής.
— Ε! θα σκάσης; είπε.
Της Φραγκογιαννούς άρχισε πράγματι «να ψηλώνη ο νους της». Είχε «παραλογίσει» επί τέλους. Επόμενον ήτο, διότι είχεν εξαρθή εις ανώτερα ζητήματα. Έκλινεν επί του λίκνου. Έχωσε τους δύο μακρούς, σκληρούς δακτύλους μέσα εις το στόμα του μικρού, διά να «το σκάση».
Ήξευρον ότι δεν ήτο τόσον συνήθεια «να σκάζουν» τα πολύ μικρά παιδία. Αλλ' είχε «παραλογίσει» πλέον. Δεν ενόει καλά τί έκαμνε, και δεν ωμολόγει εις εαυτήν τι ήθελε να κάμη.
Και παρέτεινε το σκάσιμον επί μακρόν• είτα εξάγουσα τους δακτύλους της από το μικρόν του οποίου είχε κοπή η αναπνοή, έδραξεν έξωθεν τον λαιμόν του βρέφους, και τον έσφιγξεν επ' ολίγα δευτερόλεπτα.
Αυτό ήτο όλον.»

Το αμάρτημα της μητρός μου
«Σαν ἐξεχορέψαμε κ' ἐκείνο τὸ χορὸ, ἐπήραμε τὴ στράτα.
Ὁ γαμβρὸς ἔστειλε τὰ παιχνίδια καὶ μας ἐξεπροβόδησαν ὡς τὸ μισὸ τὸ δρόμο. Μὰ εἴχαμε ἀκόμη πολὺ ὡς τὸ σπίτι. Γιατὶ ὁ γάμος ἔγινε 'στὸν Καρσιμαχαλᾶ. Ὁ δοῦλος ἐπήγαινε 'μπροστὰ μὲ τὸ φανάρι. Ὁ πατέρας σου ἐσήκωνε τὸ παιδί, καὶ 'βαστοῦσε καὶ 'μένα ἀπὸ τὸ χέρι.
- Κουράσθης, βλέπω, γυναίκα!
- Ναὶ, Μιχαλιό. Κουράσθηκα.
- Ἄιντε βὰλ' ἀκόμα κομμάτι δύναμι, ὡς ποῦ νὰ φθάσουμε στὸ σπίτι, θὰ στρώσω τὰ στρώματα μοναχός μου. Ἐμετάνοιωσα ποῦ σ' ἔβαλα κ' ἐχόρεψες τόσο πολύ.
- Δὲν πειράζει, ἄνδρα, τοῦ εἶπα. Τὸ ἔκαμα γιὰ τὸ χατῆρι σου. Αὔριο ξεκουράζουμαι πάλι.
Ἔτσι ἤρθαμε στὸ σπίτι. Ἐγὼ ἐφάσκιωσα κ' ἐβύζαξα τὸ παιδὶ κ' ἐκεῖνος ἔστρωσε. Ὁ Χρηστάκης ἐκοιμᾶτο μαζὶ μὲ τὴν Βενετειά, ποὺ τὴν ἀφῆκα νὰ τὸν φυλάγῃ. Σε 'λίγο ἐπλαγιάσαμε καὶ 'μεῖς. Ἐκεῖ, μέσα στὸν ὕπνο μου, μ' ἐφάνηκε πῶς ἔκλαψε τὸ παιδί. τὸ καϋμένο! εἶπα, δὲν ἔφαγε σήμερα χορταστικά. Καὶ ἀκούμβησα στὴν κούνια του νὰ τὸ βυζάξω. Μὰ ἤμουν πολὺ κουρασμένη καὶ δὲν 'μποροῦσα νὰ κρατηθῶ. Τὸ ἔβγαλα λοιπὸν, καὶ τὸ ἔβαλα κοντά μου, μὲσ' στὸ στρῶμα, καὶ τοῦ ἔδωσα τὴ ρόγα στὸ στόμα του. Ἐκεῖ μὲ 'ξαναπῆρεν ὁ ὕπνος.
Δὲν ἠξεύρω πόσην ὥρα ἤθελεν ὡς τὸ πουρνό. Μὰ 'σὰν ἔνοιωσα νὰ χαράζῃ - ἂς τὸ βάλω, εἶπα, τὸ παιδὶ στὸν τόπο του.
Μὰ 'κεῖ ποὺ πῆγα νὰ τὸ σηκώσω, τί νὰ διῶ! τὸ παιδὶ δὲν ἐσάλευε!
Ἐξύπνησα τὸν πατέρα σου• τὸ 'ξεφασκιώσαμε, τὸ 'ζεστάναμε, τοῦ ἐτρίψαμε τὸ μυτούδι του, τίποτε! - ἦταν ἀπεθαμένο!»

Στην αριστουργηματική νουβέλα του Παπαδιαμάντη «Η Φόνισσα», η ηρωίδα, η Φραγκογιαννού, είναι μια ηλικιωμένη γυναίκα που έχοντας περάσει όλη της τη ζωή να υπηρετεί τους ανθρώπους της οικογένειάς της, έχει αρχίσει να θεωρεί πως η μοίρα των γυναικών είναι να περνούν τη ζωή τους μέσα στα βάσανα και τις ταλαιπωρίες. Η ίδια από μικρό παιδί υπηρετούσε τους γονείς της, μετά τέθηκε στην υπηρεσία του άντρα της, των παιδιών της ύστερα και τώρα φροντίζει τα εγγόνια της. Η Φραγκογιαννού σκέφτεται πλέον πως για τα φτωχά κορίτσια που είναι καταδικασμένα να δουλεύουν διαρκώς για τους άλλους, η μόνη λύτρωση είναι ο θάνατος.
Στο συγκεκριμένο απόσπασμα η Φραγκογιαννού θα τελέσει το πρώτο της έγκλημα, πνίγοντας το εγγόνι της. Ο Παπαδιαμάντης θα προετοιμάσει με ιδιαίτερη προσοχή τη στιγμή που η ηρωίδα του θα φτάσει στο σημείο να σκοτώσει το πρώτο κορίτσι, το ίδιο της το εγγόνι, παρουσιάζοντάς μας τη διαδρομή της Φραγκογιαννούς και τις συνεχείς ταλαιπωρίες που την έχουν κάνει πια να πιστεύει πως τέτοια ζωή δυστυχίας δεν την αξίζει καμία γυναίκα.
Η Φραγκογιαννού έχοντας θυμηθεί σταδιακά όλα όσα έχει περάσει στη ζωή της, χάνει σταδιακά τον έλεγχο των πράξεών της, αρχίζει «να ψηλώνει ο νους της» κι όταν το μωρό που είναι άρρωστο αρχίσει να βήχει και να κλαίει, η γυναίκα αυτή δε θα είναι πλέον σε κατάσταση να σκεφτεί λογικά. Το κλάμα του μωρού ξεκινά όταν η ηρωίδα μετά από μια δύσκολη νύχτα αγρύπνιας, έχει επιτέλους παραδοθεί στον ύπνο. Η Φραγκογιαννού θέλει να αφεθεί στον ύπνο της, αλλά το κλάμα του μωρού επιμένει, προκαλώντας αγανάκτηση στην ηρωίδα, η οποία θέλοντας να το κάνει να σταματήσει το ανυπόφορο κλάμα του, βάζει τα δάχτυλά της στο στόμα του για να το «σκάσει», όπως έκαναν τότε σε μεγαλύτερα παιδιά για να διακόψουν το κλάμα τους.
Η Φραγκογιαννού, όμως, δε θα αρκεστεί στο σταμάτημα του κλάματος, καθώς μη θέλοντας να το παραδεχτεί ούτε στον ίδιο της τον εαυτό, είναι αποφασισμένη να προχωρήσει πολύ περισσότερο. Πιάνει το λαιμό του μωρού και το σφίγγει για λίγο, όσο δηλαδή χρειάστηκε για να πνίξει το μικρό κορίτσι, προσφέροντάς του έτσι μια διαφυγή από τα αμέτρητα βάσανα που το περιμένουν.
Η ηρωίδα φτάνει στο έγκλημα επηρεασμένη από τις πικρές αναμνήσεις του παρελθόντος, αλλά κι από τη μειωμένη συνείδηση στην οποία βρέθηκε, καθώς το μωρό την ανάγκασε να σηκωθεί ενώ εκείνη νύσταζε «ακρατήτως». Η πράξη της Φραγκογιαννούς είναι σαφώς εγκληματική, αλλά ο συγγραφέας φροντίζει να μας δώσει όλες τις ειδικές εκείνες συνθήκες που ώθησαν την ηρωίδα να κάνει κάτι τόσο αποτρόπαιο.
Η μέριμνα του συγγραφέα να παρουσιάσει τις συνθήκες που οδήγησαν την ηρωίδα του στο έγκλημα, μας παραπέμπει σ’ ένα εξίσου εξαιρετικό κείμενο, το Αμάρτημα της μητρός μου, στο οποίο ο συγγραφέας επίσης φροντίζει να δώσει την ευκαιρία στην ηρωίδα του να εξηγήσει τις συνθήκες υπό τις οποίες διέπραξε το αμάρτημά της.
Η μητέρα του αμαρτήματος εξηγεί πως μετά από ένα γλέντι στο οποίο ήπιε και χόρεψε πολύ, ήταν τόσο κουρασμένη που δεν μπορούσε να παραμείνει άλλο ξύπνια, γι’ αυτό και δεν είχε το κουράγιο να θηλάσει το μωρό της στην κούνια του. Η μητέρα, χωρίς βέβαια να έχει καμία εγκληματική πρόθεση, θα πάρει το μωρό στο κρεβάτι της, θα το βάλει στο στήθος της κι αμέσως θα αποκοιμηθεί.
Το πλάκωμα του μωρού ήταν ένα ατύχημα, το οποίο επειδή θα μπορούσε ίσως να έχει αποτραπεί, καθίσταται για τη μητέρα ένα τραγικό αμάρτημα για το οποίο θα υποφέρει μια ζωή.
Το πνίξιμο του μωρού από τη Φραγκογιαννού ήταν ένα σχεδόν σκόπιμο έγκλημα, το οποίο τελέστηκε βέβαια από την ηρωίδα σε μια κατάσταση περιορισμένης διαύγειας, αλλά καθίσταται εν τέλει ένα αποτρόπαιο έγκλημα, καθώς η ηρωίδα στη συνέχεια θα επαναλάβει τη φονική της πράξη.
Παρόλο που και οι δύο γυναίκες θα τερματίσουν τη ζωή ενός παιδιού μετά από μια κουραστική νύχτα, όπου η ανάγκη να κοιμηθούν επηρεάζει αποφασιστικά την ικανότητά τους να σκεφτούν λογικά. Η μητέρα θα πλακώσει το μωρό την ώρα που κοιμάται, χωρίς να έχει καμία επίγνωση του αμαρτήματός της, ενώ η Φόνισσα θα πνίξει το εγγόνι της ούσα ξύπνια, έστω κι αν λίγο πριν είχε πέσει σε βαθύ ύπνο ύστερα από μια νύχτα επίπονων αναμνήσεων και σκοτεινών συλλογισμών.

Γιώργος Ιωάννου «Το Μέντιουμ», παράλληλο για το Αμάρτημα της μητρός μου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Νίκος Εγγονόπουλος

Γιώργος Ιωάννου «Το Μέντιουμ», παράλληλο για το Αμάρτημα της μητρός μου

«Άρχισαν να γυρίζουν στις γειτονιές, στα επιταγμένα σχολεία και στα υπόγεια κι όπου έβρισκαν πρώην φαντάρους να τους ρωτούν. Έπιαναν φιλίες με αγνώστους, ανακάλυψαν ένα σωρό γνωστούς, αλλά για το παιδί τους δεν μπόρεσαν να μάθουν τίποτε το βέβαιο. Δεν ξέραμε πώς να τους συμμαζέψουμε και πώς να τους δώσουμε να καταλάβουν την αλήθεια.
Σηκώνονταν τα πρωινά και πήγαιναν για πληροφορίες έξω απ’ τους φούρνους, όπου οι χθεσινοί πολεμιστές με απλωμένο χέρι ζητιάνευαν. Φυσικά, πήγε άδικα κι αυτός ο κόπος τους. Οι κρητικοί όχι μόνο για το γιο τους δεν ήξεραν, αλλά ούτε καν για τα μακεδονικά οχυρά....
Ο καιρός περνούσε, τα πράγματα άρχισαν να πηγαίνουν κάπως καλύτερα, μα ο καημός του παιδιού ολοένα και τους κυρίευε. Δεν εννοούσαν να το αποφασίσουν.
Άλλωστε, φήμες και διαδόσεις, μηνύματα που κατάφθαναν ξαφνικά από ανθρώπους που τους είχαν όλοι για χαμένους, φούντωναν κάθε τόσο τις ελπίδες τους...
Πρώτα το ‘ριξαν στα αγιωτικά. Έκαμναν παρακλήσεις, ευχέλαια, ακόμα και λειτουργίες σε ξωκλήσια. Έφερναν απ’ το χωριό κάτι αφράτα και μοσκοβολιστά πρόσφορα, που τα έκλαιγε η καρδιά μας, και τα πήγαιναν στην Παναγία Δεξιά, μη παραλείποντας να ρίχνουν στο ειδικό κουτί της εκκλησίας ένα χαρτάκι με το ίδιο πάντα αίτημα: «Παναγία μου, να γυρίσει γρήγορα και γερό το παιδί μας».
Σιγά σιγά, χωρίς ν’ αφήσουν τ’ αγιωτικά, ξανοίχτηκαν στις χαρτούδες και τις φλυτζανούδες. Κάθε φορά που κατέβαιναν, πήγαιναν τουλάχιστο σε μιά απ’ αυτές. Οι μαγίστρες απ’ τα πολλά που τους έλεγαν πετούσαν ποτέ ποτέ και κάτι το πετυχημένο, οπότε η καρδιά των δικών μας αναγάλλιαζε απ’ την ελπίδα πως θα μάθουν.»

Το αμάρτημα της μητρός μου



«Ἐπὶ πολλὰ ἔτη ὄχι μόνον βοήθειαν, ἀλλ' οὐδὲ μίαν ἐπιστολὴν κατώρθωσα νὰ τῇ στείλω. Ἐπὶ πολλὰ ἔτη παρεμόνευεν εἰς τοὺς δρόμους, ἐρωτῶσα τοὺς διαβάτας μὴ μὲ εἶδον πουθενὰ.
Πότε τῇ ἔλεγον, ὅτι ἐδυστύχησα ἐν Κωνσταντινουπόλει καὶ ἐτούρκευσα.
- Νὰ φᾶνε τὴ γλῶσσα τους ποὺ τὤβγαλαν! - Ἀπεκρίνετο ἡ μήτηρ μου. Αὐτὸς ποῦ λένε, δὲν 'μπορεῖ νὰ ἦτον τὸ παιδί μου! - Ἀλλὰ μετ' ὀλίγον ἐκλείετο περίτρομος εἰς τὸ εἰκονοστάσιόν μας, καὶ προσηύχετο δακρυρροοῦσα πρὸς τὸν Θεόν, διὰ νὰ μὲ φωτίσῃ νὰ ἐπανέλθω εἰς τὴν πίστιν τῶν πατέρων μου.
Πότε τῇ ἔλεγον, ὅτι ἐναυάγησα εἰς τὰς ἀκτὰς τῆς Κύπρου, καὶ ἐπαιτῶ ρακένδυτος εἰς τοὺς δρόμους.
- Φωτιὰ νὰ τοὺς κάψῃ, ἀπεκρίνετο ἐκείνη. Τὸ λὲν ἀπὸ τη ζούλια τους. Τὸ παιδί μου θενάκανε κατάστασι καὶ πά' στὸν Ἅγιο Τάφο.
Ἀλλὰ μετ' ὀλίγον ἐξήρχετο εἰς τοὺς δρόμους, ἐξετάζουσα τοὺς διαβατικοὺς ἐπαίτας, καὶ μετέβαινεν ὅπου ἠκούετο κανεὶς καραβοτσακισμένος μὲ τὴν θλιβερὰν ἐλπίδα ν' ἀνακαλύψῃ ἐν αὐτῷ τὸ ἴδιον της τέκνον, μὲ τὴν πρόθεσιν νὰ δώσῃ εἰς αὐτὸν τὰ στερήματά της, ὅπως τὰ εὕρω ἐγὼ εἰς τὰ ξένα ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν ἄλλων.»

Στο διήγημα του Ιωάννου «Το Μέντιουμ» μια συγγενική οικογένεια του αφηγητή αναζητά το γιο τους, το Νίκο, που έχοντας συμμετάσχει στις εχθροπραξίες του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, αγνοείται και κανείς δε γνωρίζει τι του έχει συμβεί.
Η οικογένεια του αφηγητή υποψιάζεται πως ο Νίκος δε ζει πια, αλλά οι γονείς του δε σκέφτονται καν αυτό το ενδεχόμενο και για πολλά χρόνια συνεχίζουν με αγωνία να αναζητούν το παιδί τους.
Οι γονείς του Νίκου ρωτούν οποιονδήποτε φαντάρο συναντούν που έχει επιστρέψει από το πεδίο της μάχης, ρωτούν οποιονδήποτε ενδέχεται να γνωρίζει κάτι για το παιδί τους και δε σταματούν την αναζήτησή του, παρά το γεγονός ότι κανείς δε φαίνεται να γνωρίζει κάτι γι’ αυτόν. Στρέφουν τις ελπίδες τους στην Παναγία και φροντίζουν πάντοτε να προσφέρουν στην εκκλησία χρήματα και πρόσφορα, με την ελπίδα ότι η δύναμη της Παναγίας θα τους φανερώσει το παιδί τους. Ενώ, παράλληλα, βλέποντας ότι ο Νίκος δεν επιστρέφει, αρχίζουν να απευθύνονται σε χαρτορίχτρες και καφετζούδες, με την ελπίδα πως ίσως εκείνες μπορέσουν να τους πουν κάτι για την τύχη του παιδιού τους.
Η εναγώνια αναζήτηση των γονιών του Νίκου μας παραπέμπει στις διαρκείς προσπάθειες της μητέρας στο Αμάρτημα της μητρός μου, να μάθει νέα για το παιδί της, καθώς δε γνώριζε ούτε που βρίσκεται ούτε αν είναι καλά στην υγεία του. Η μητέρα ρωτά τους περαστικούς με αγωνία και αναστατώνεται κάθε φορά που κάποιος της λέει κάτι άσχημο για το παιδί της. Όπως οι γονείς στο Μέντιουμ αρνούνται να αποδεχτούν το ενδεχόμενο το παιδί τους να μη ζει πια, έτσι και η μητέρα δε θέλει να πιστέψει πως το παιδί της μπορεί να έχει πάθει κάτι κακό.
Η μητέρα στρέφεται στην εκκλησία και προσεύχεται για την υγεία του παιδιού της, ενώ σε μια προσπάθεια να συμπαρασταθεί ενεργότερα στο παιδί της, προσφέρει τη βοήθειά της σ’ όποιον τη χρειάζεται, με την ελπίδα πως αν το παιδί της έχει ανάγκη θα βρεθεί κάποιος εκεί στα ξένα να του την προσφέρει.
Ενδιαφέρουσα, μάλιστα, είναι η παραλληλία ανάμεσα στη στάση των γονιών του Νίκου με τη συμπεριφορά της μητέρας όταν ήταν άρρωστη η Αννιώ. Όπως οι γονείς στο Μέντιουμ στρέφονται στη θρησκεία κι από εκεί στη βοήθεια που τους υπόσχονται οι χαρτορίχτρες και η καφετζούδες, έτσι και η μητέρα είχε στραφεί στην εκκλησία και κατόπιν, μέσα στην απελπισία της, είχε δοκιμάσει τα χαϊμαλιά και τα σαλαβάτια των μαγισσών.
Οι αντιδράσεις, βέβαια, τόσο της μητέρας όσο και των γονιών του Νίκου είναι απολύτως δικαιολογημένες και αναμενόμενες, καθώς οι γονείς είναι πάντοτε διατεθειμένοι να κάνουν οτιδήποτε για το παιδί τους, ειδικά αν πιστεύουν πως βρίσκεται σε κίνδυνο.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...