Abril Andrade Griffith
Η θυσία του Αβραάμ, ως παράλληλο για το Αμάρτημα της μητρός μου
Σάρρα:
Όφου μυστήριο φρικτό! όφου καημός και πάθος,
όντα μου πούσι, τέκνο μου, το πως εγίνης άθος!
Όφου! με ποιαν αποκοτιά να δυνηθής να σφάξης
τέτοιο κορμί ακριμάτιστο και να μήδεν τρομάξης;
Θέλεις το να σκοτεινιαστούν τα μάτια σου, το φως σου,
και να νεκρώση το παιδί, να ξεψυχήση ομπρός σου;
Με ποιας καρδιάς απομονή ν’ ακούσης τη φωνήν του,
όντας ταράξη ωσάν αρνί ομπρός σου το κορμίν του;
Όφου παιδί τς υπακοής, που μέλλεις να στρατέψης;
‘ς ποιον τόπο σ’ εκαλέσασι να πας να ταξιδέψης;
και πότες να σε καρτερη ο κύρης κι η μητέρα;
ποιαν εβδομάδα, ποιον καιρό, ποιο μήνα, ποιαν ημέρα;
Όφου, τα φύλλα τση καρδιάς και πώς να μην τρομάσσου,
όνταν εις αλλουνού παιδιού γρικήσω τ’ όνομά σου;
Τέκνο μου, πώς να δυνηστώ την αποχώρισή σου,
πώς να γρικήσω αλλού φωνή, κι όχι την εδική σου;
Τέκνο μου, και γιατ’ ήθελες να λείψης από μένα,
εγίνης τόσα φρόνιμο παρά παιδί κιανένα;
Τάσσω σου, υγιέ μου, τον καιρό που θέλω ακόμη ζήσει,
να μην αφήσω κοπελιού γλώσσα να μου μιλήση,
μα να θωρούν τα μάτια μου πάντα τση γης τον πάτο,
και να θυμούμαι πάντοτε το σημερνό μαντάτο.
άθος: κρύα στάχτη
αποκοτιά: τόλμη, θάρρος
στρατεύγω: περπατώ, οδοιπορώ, κινώ
Η Σάρρα μαθαίνει από το σύζυγό της τον Αβραάμ, πως ο Θεός απαιτεί να του προσφερθεί ως θυσία ο γιος τους ο Ισαάκ, τον οποίο θα πρέπει ο γέροντας πατέρας του να σφάξει και κατόπιν να κάψει. Ο Ισαάκ αποτέλεσε ένα ανέλπιστο δώρο στην ηλικιωμένη Σάρρα, που με τη χάρη του Θεού αξιώθηκε να κυοφορήσει το παιδί αυτό σε πολύ προχωρημένη ηλικία, αλλά τώρα ο Ύψιστος απαιτεί τη σφαγή του απ’ το πατρικό χέρι, ως απόλυτη απόδειξη αφοσίωσης και υπακοής στο λόγο Του.
Η θεϊκή αυτή προσταγή θα προκαλέσει ανείπωτο πόνο στους ηλικιωμένους γονείς, αλλά ο Αβραάμ, μη θέλοντας να παρακούσει τον ουράνιο Πατέρα κι έχοντας συναίσθηση πως αυτό το παιδί γεννήθηκε χάρη στη θέληση του Θεού, θα πάρει μαζί του τον Ισαάκ και θα είναι έτοιμος για τη θυσία του παιδιού του, χωρίς ωστόσο να την πραγματοποιήσει, καθώς ένας άγγελος θα παρέμβει και θα διαβεβαιώσει τον Αβραάμ πως η πράξη αυτή της ύψιστης πίστης δεν είναι πια επιθυμητή. «Μεγάλη νίκη έκαμες στον πόλεμο οπού μπήκες, / να σε πλανέσουν τα φθαρτά του κόσμου δεν αφήκες.»
Η επικείμενη θυσία του Ισαάκ και η οδύνη των γονιών του για το γεγονός ότι θα συνεχίσουν να ζουν με την επίγνωση πως εκείνοι αφαίρεσαν τη ζωή του παιδιού τους, μας παραπέμπει στο αυτοβιογραφικό διήγημα του Γεώργιου Βιζυηνού «Το αμάρτημα της μητρός μου», όπου η μητέρα του αφηγητή, άθελά της πλακώνει το παιδί της και καλείται να συνεχίσει τη ζωή της με τα ασίγαστα αισθήματα ενοχής να την κατατρύχουν.
Οι γονείς και των δύο έργων έρχονται αντιμέτωποι, όχι μόνο με την απώλεια του παιδιού τους, που ούτως ή άλλως αποτελεί γεγονός αρκετά επώδυνο, ώστε να κλονίσει κάθε γονιό, αλλά συνάμα και με την τραγική επίγνωση πως οι ίδιοι αφαίρεσαν τη ζωή του παιδιού τους. Κι ενώ για τη Σάρρα και τον Αβραάμ η αδιανόητη αυτή κατάσταση θα αποφευχθεί, για τη Δεσποινιώ του αμαρτήματος, θα αποτελέσει τη σκληρή πραγματικότητα που θα πρέπει να αντιμετωπίζει καθημερινά, μέχρι το τέλος της ζωής της, χωρίς ποτέ να κατορθώσει να βρει γαλήνη και συγχώρεση.
Στα λόγια της Σάρρας παρακολουθούμε ακριβώς τη διττή διάσταση της φρικτής πραγματικότητας που καλείται να αντιμετωπίσει, αφενός δηλαδή το φόνο του Ισαάκ από τον ίδιο του τον πατέρα: «με ποιαν αποκοτιά να δυνηθής να σφάξης τέτοιο κορμί ακριμάτιστο και να μήδεν τρομάξης;» κι αφετέρου τη συνέχιση της ζωής της χωρίς το μονάκριβο γιο της «και πότες να σε καρτερη ο κύρης κι η μητέρα; ποιαν εβδομάδα, ποιον καιρό, ποιο μήνα, ποιαν ημέρα;». Ένας διπλός πόνος που φαντάζει και είναι ανυπόφερτος.
Η πορεία των δυο γυναικών παρουσιάζει, επομένως, αρκετές ομοιότητες ως προς την κατάσταση που διαγράφεται μπροστά τους, αλλά και κάποιες βασικές διαφορές στον τρόπο που πρόκειται να διαχειριστούν την απώλεια του παιδιού τους. Ενώ, δηλαδή, η Σάρρα θεωρεί αδύνατο να αντέξει τον πόνο που θα της προκληθεί αν ακούσει το όνομα του παιδιού της, σε κάποιο ξένο παιδί, η Δεσποινιώ ονομάζει και το δεύτερο κορίτσι της Αννιώ, ώστε να αισθάνεται πως η οικογένειά της είναι πλήρης: «Το ωνομάσαμεν Αννιώ, το ίδιο το όνομα που είχε το σχωρεμένο, για να μην ποφαίνεται πώς μας λείπει κανείς από το σπίτι». Η Αννιώ, βέβαια, είναι δικό της παιδί και όχι κάποιο ξένο παιδί, όπως θα συνέβαινε στην περίπτωση της Σάρρας που δεν μπορούσε να αποκτήσει άλλο δικό της.
Επίσης, ενώ η Σάρρα δίνει υπόσχεση στο γιο της να μην αφήσει, όσο καιρό ζήσει ακόμη, κανένα άλλο κοπέλι (παιδί) να της μιλήσει, η Δεσποινιώ θα προχωρήσει σε δύο υιοθεσίες ξένων κοριτσιών, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να κατευνάσει τις ενοχές της και να διεκδικήσει τη συγχώρεση από το Θεό: «Αν δεν ευρίσκετο ένας γονιός να με χαρίση το κορίτσι του, ήθελα πάρω τα βουνά να φύγω.»
Ο λόγος, βέβαια, που διακρίνουμε διαφορές στη στάση των δύο γυναικών είναι το γεγονός ότι ενώ η Δεσποινιώ αναγκάζεται πράγματι να ζήσει τη φρικτή κατάσταση της απώλειας του παιδιού της, με δική της μάλιστα υπαιτιότητα «Αλλά, τι τα θέλεις! Η αμαρτία είναι αμαρτία. Σαν το εθάψαμε το παιδί, κ’ εγυρίσαμεν από την εκκλησία, τότε άρχισε το θρήνος το μεγάλο», η Σάρρα μιλά για το πώς πρόκειται να διαχειριστεί τον πόνο της, χωρίς επί της ουσίας να χρειαστεί να βιώσει τη σκληρή αυτή πραγματικότητα.
Δε θα πρέπει, άλλωστε, να μας διαφεύγει πως η μητέρα του αμαρτήματος, μετά το πλάκωμα του παιδιού της, θα περάσει ένα διάστημα τριών ετών κατά το οποίο θα πενθεί το αδικοχαμένο της παιδί: «Τρία χρόνια επέρασαν, χωρίς να φάγω ψωμί να πάγη στην καρδιά μου.»
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου