Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Η Φόνισσα», παράλληλο για το Αμάρτημα της μητρός μου
«Ω, πόσα αγόρια, και αρχοντόπουλα μάλιστα, αρπάζονται άωρα. Ακόμη και τ' αρχοντοκόριτσα ευκολώτερον αποθνήσκουν –αν και τόσον σπάνια μεταξύ του φύλου– παρ' όσον τα απειράριθμα θηλυκά της φτωχολογιάς. Τα κορίτσια της τάξεως ταύτης είναι τα μόνα εφτάψυχα! Φαίνονται ως να πληθύνωνται επίτηδες, διά να κολάζουν τους γονείς των, απ' αυτόν τον κόσμον ήδη. Α! όσον το συλλογίζεται κανείς, «ψηλώνει ο νους του»! ...
Την στιγμήν εκείνην, άρχισε το θυγάτριον να βήχη και να κλαυθμυρίζη. Η γραία αφού είχε συλλογισθή όλα τ' ανωτέρω, όσον και αν είχεν εξαφθή από τα κύματα των αναμνήσεων, ησθάνθη αίφνης ζάλην, από τον σάλον οιονεί και την ναυτίαν της ζωής της και άρχισε να ναρκώνεται, κ' ενύσταζεν ακρατήτως.
Το μικρόν κοράσιον έβηχε κ' έκλαιε κ' εθορύβει «ως να ήτον μεγάλος άνθρωπος». Η μάμμη του εσκίρτησεν, εστράφη, κ' έχανε πάλιν τον ύπνον της.
Η λεχώνα εκοιμάτο βαθέως, και ούτε ήκουσε τον βήχα και τα κλαύματα.
Η γραία ήνοιξε βλοσυρά όμματα, κ' έκαμε χειρονομίαν ανυπομονησίας και απειλής.
— Ε! θα σκάσης; είπε.
Της Φραγκογιαννούς άρχισε πράγματι «να ψηλώνη ο νους της». Είχε «παραλογίσει» επί τέλους. Επόμενον ήτο, διότι είχεν εξαρθή εις ανώτερα ζητήματα. Έκλινεν επί του λίκνου. Έχωσε τους δύο μακρούς, σκληρούς δακτύλους μέσα εις το στόμα του μικρού, διά να «το σκάση».
Ήξευρον ότι δεν ήτο τόσον συνήθεια «να σκάζουν» τα πολύ μικρά παιδία. Αλλ' είχε «παραλογίσει» πλέον. Δεν ενόει καλά τί έκαμνε, και δεν ωμολόγει εις εαυτήν τι ήθελε να κάμη.
Και παρέτεινε το σκάσιμον επί μακρόν• είτα εξάγουσα τους δακτύλους της από το μικρόν του οποίου είχε κοπή η αναπνοή, έδραξεν έξωθεν τον λαιμόν του βρέφους, και τον έσφιγξεν επ' ολίγα δευτερόλεπτα.
Αυτό ήτο όλον.»
Το αμάρτημα της μητρός μου
«Σαν ἐξεχορέψαμε κ' ἐκείνο τὸ χορὸ, ἐπήραμε τὴ στράτα.
Ὁ γαμβρὸς ἔστειλε τὰ παιχνίδια καὶ μας ἐξεπροβόδησαν ὡς τὸ μισὸ τὸ δρόμο. Μὰ εἴχαμε ἀκόμη πολὺ ὡς τὸ σπίτι. Γιατὶ ὁ γάμος ἔγινε 'στὸν Καρσιμαχαλᾶ. Ὁ δοῦλος ἐπήγαινε 'μπροστὰ μὲ τὸ φανάρι. Ὁ πατέρας σου ἐσήκωνε τὸ παιδί, καὶ 'βαστοῦσε καὶ 'μένα ἀπὸ τὸ χέρι.
- Κουράσθης, βλέπω, γυναίκα!
- Ναὶ, Μιχαλιό. Κουράσθηκα.
- Ἄιντε βὰλ' ἀκόμα κομμάτι δύναμι, ὡς ποῦ νὰ φθάσουμε στὸ σπίτι, θὰ στρώσω τὰ στρώματα μοναχός μου. Ἐμετάνοιωσα ποῦ σ' ἔβαλα κ' ἐχόρεψες τόσο πολύ.
- Δὲν πειράζει, ἄνδρα, τοῦ εἶπα. Τὸ ἔκαμα γιὰ τὸ χατῆρι σου. Αὔριο ξεκουράζουμαι πάλι.
Ἔτσι ἤρθαμε στὸ σπίτι. Ἐγὼ ἐφάσκιωσα κ' ἐβύζαξα τὸ παιδὶ κ' ἐκεῖνος ἔστρωσε. Ὁ Χρηστάκης ἐκοιμᾶτο μαζὶ μὲ τὴν Βενετειά, ποὺ τὴν ἀφῆκα νὰ τὸν φυλάγῃ. Σε 'λίγο ἐπλαγιάσαμε καὶ 'μεῖς. Ἐκεῖ, μέσα στὸν ὕπνο μου, μ' ἐφάνηκε πῶς ἔκλαψε τὸ παιδί. τὸ καϋμένο! εἶπα, δὲν ἔφαγε σήμερα χορταστικά. Καὶ ἀκούμβησα στὴν κούνια του νὰ τὸ βυζάξω. Μὰ ἤμουν πολὺ κουρασμένη καὶ δὲν 'μποροῦσα νὰ κρατηθῶ. Τὸ ἔβγαλα λοιπὸν, καὶ τὸ ἔβαλα κοντά μου, μὲσ' στὸ στρῶμα, καὶ τοῦ ἔδωσα τὴ ρόγα στὸ στόμα του. Ἐκεῖ μὲ 'ξαναπῆρεν ὁ ὕπνος.
Δὲν ἠξεύρω πόσην ὥρα ἤθελεν ὡς τὸ πουρνό. Μὰ 'σὰν ἔνοιωσα νὰ χαράζῃ - ἂς τὸ βάλω, εἶπα, τὸ παιδὶ στὸν τόπο του.
Μὰ 'κεῖ ποὺ πῆγα νὰ τὸ σηκώσω, τί νὰ διῶ! τὸ παιδὶ δὲν ἐσάλευε!
Ἐξύπνησα τὸν πατέρα σου• τὸ 'ξεφασκιώσαμε, τὸ 'ζεστάναμε, τοῦ ἐτρίψαμε τὸ μυτούδι του, τίποτε! - ἦταν ἀπεθαμένο!»
Στην αριστουργηματική νουβέλα του Παπαδιαμάντη «Η Φόνισσα», η ηρωίδα, η Φραγκογιαννού, είναι μια ηλικιωμένη γυναίκα που έχοντας περάσει όλη της τη ζωή να υπηρετεί τους ανθρώπους της οικογένειάς της, έχει αρχίσει να θεωρεί πως η μοίρα των γυναικών είναι να περνούν τη ζωή τους μέσα στα βάσανα και τις ταλαιπωρίες. Η ίδια από μικρό παιδί υπηρετούσε τους γονείς της, μετά τέθηκε στην υπηρεσία του άντρα της, των παιδιών της ύστερα και τώρα φροντίζει τα εγγόνια της. Η Φραγκογιαννού σκέφτεται πλέον πως για τα φτωχά κορίτσια που είναι καταδικασμένα να δουλεύουν διαρκώς για τους άλλους, η μόνη λύτρωση είναι ο θάνατος.
Στο συγκεκριμένο απόσπασμα η Φραγκογιαννού θα τελέσει το πρώτο της έγκλημα, πνίγοντας το εγγόνι της. Ο Παπαδιαμάντης θα προετοιμάσει με ιδιαίτερη προσοχή τη στιγμή που η ηρωίδα του θα φτάσει στο σημείο να σκοτώσει το πρώτο κορίτσι, το ίδιο της το εγγόνι, παρουσιάζοντάς μας τη διαδρομή της Φραγκογιαννούς και τις συνεχείς ταλαιπωρίες που την έχουν κάνει πια να πιστεύει πως τέτοια ζωή δυστυχίας δεν την αξίζει καμία γυναίκα.
Η Φραγκογιαννού έχοντας θυμηθεί σταδιακά όλα όσα έχει περάσει στη ζωή της, χάνει σταδιακά τον έλεγχο των πράξεών της, αρχίζει «να ψηλώνει ο νους της» κι όταν το μωρό που είναι άρρωστο αρχίσει να βήχει και να κλαίει, η γυναίκα αυτή δε θα είναι πλέον σε κατάσταση να σκεφτεί λογικά. Το κλάμα του μωρού ξεκινά όταν η ηρωίδα μετά από μια δύσκολη νύχτα αγρύπνιας, έχει επιτέλους παραδοθεί στον ύπνο. Η Φραγκογιαννού θέλει να αφεθεί στον ύπνο της, αλλά το κλάμα του μωρού επιμένει, προκαλώντας αγανάκτηση στην ηρωίδα, η οποία θέλοντας να το κάνει να σταματήσει το ανυπόφορο κλάμα του, βάζει τα δάχτυλά της στο στόμα του για να το «σκάσει», όπως έκαναν τότε σε μεγαλύτερα παιδιά για να διακόψουν το κλάμα τους.
Η Φραγκογιαννού, όμως, δε θα αρκεστεί στο σταμάτημα του κλάματος, καθώς μη θέλοντας να το παραδεχτεί ούτε στον ίδιο της τον εαυτό, είναι αποφασισμένη να προχωρήσει πολύ περισσότερο. Πιάνει το λαιμό του μωρού και το σφίγγει για λίγο, όσο δηλαδή χρειάστηκε για να πνίξει το μικρό κορίτσι, προσφέροντάς του έτσι μια διαφυγή από τα αμέτρητα βάσανα που το περιμένουν.
Η ηρωίδα φτάνει στο έγκλημα επηρεασμένη από τις πικρές αναμνήσεις του παρελθόντος, αλλά κι από τη μειωμένη συνείδηση στην οποία βρέθηκε, καθώς το μωρό την ανάγκασε να σηκωθεί ενώ εκείνη νύσταζε «ακρατήτως». Η πράξη της Φραγκογιαννούς είναι σαφώς εγκληματική, αλλά ο συγγραφέας φροντίζει να μας δώσει όλες τις ειδικές εκείνες συνθήκες που ώθησαν την ηρωίδα να κάνει κάτι τόσο αποτρόπαιο.
Η μέριμνα του συγγραφέα να παρουσιάσει τις συνθήκες που οδήγησαν την ηρωίδα του στο έγκλημα, μας παραπέμπει σ’ ένα εξίσου εξαιρετικό κείμενο, το Αμάρτημα της μητρός μου, στο οποίο ο συγγραφέας επίσης φροντίζει να δώσει την ευκαιρία στην ηρωίδα του να εξηγήσει τις συνθήκες υπό τις οποίες διέπραξε το αμάρτημά της.
Η μητέρα του αμαρτήματος εξηγεί πως μετά από ένα γλέντι στο οποίο ήπιε και χόρεψε πολύ, ήταν τόσο κουρασμένη που δεν μπορούσε να παραμείνει άλλο ξύπνια, γι’ αυτό και δεν είχε το κουράγιο να θηλάσει το μωρό της στην κούνια του. Η μητέρα, χωρίς βέβαια να έχει καμία εγκληματική πρόθεση, θα πάρει το μωρό στο κρεβάτι της, θα το βάλει στο στήθος της κι αμέσως θα αποκοιμηθεί.
Το πλάκωμα του μωρού ήταν ένα ατύχημα, το οποίο επειδή θα μπορούσε ίσως να έχει αποτραπεί, καθίσταται για τη μητέρα ένα τραγικό αμάρτημα για το οποίο θα υποφέρει μια ζωή.
Το πνίξιμο του μωρού από τη Φραγκογιαννού ήταν ένα σχεδόν σκόπιμο έγκλημα, το οποίο τελέστηκε βέβαια από την ηρωίδα σε μια κατάσταση περιορισμένης διαύγειας, αλλά καθίσταται εν τέλει ένα αποτρόπαιο έγκλημα, καθώς η ηρωίδα στη συνέχεια θα επαναλάβει τη φονική της πράξη.
Παρόλο που και οι δύο γυναίκες θα τερματίσουν τη ζωή ενός παιδιού μετά από μια κουραστική νύχτα, όπου η ανάγκη να κοιμηθούν επηρεάζει αποφασιστικά την ικανότητά τους να σκεφτούν λογικά. Η μητέρα θα πλακώσει το μωρό την ώρα που κοιμάται, χωρίς να έχει καμία επίγνωση του αμαρτήματός της, ενώ η Φόνισσα θα πνίξει το εγγόνι της ούσα ξύπνια, έστω κι αν λίγο πριν είχε πέσει σε βαθύ ύπνο ύστερα από μια νύχτα επίπονων αναμνήσεων και σκοτεινών συλλογισμών.
«Ω, πόσα αγόρια, και αρχοντόπουλα μάλιστα, αρπάζονται άωρα. Ακόμη και τ' αρχοντοκόριτσα ευκολώτερον αποθνήσκουν –αν και τόσον σπάνια μεταξύ του φύλου– παρ' όσον τα απειράριθμα θηλυκά της φτωχολογιάς. Τα κορίτσια της τάξεως ταύτης είναι τα μόνα εφτάψυχα! Φαίνονται ως να πληθύνωνται επίτηδες, διά να κολάζουν τους γονείς των, απ' αυτόν τον κόσμον ήδη. Α! όσον το συλλογίζεται κανείς, «ψηλώνει ο νους του»! ...
Την στιγμήν εκείνην, άρχισε το θυγάτριον να βήχη και να κλαυθμυρίζη. Η γραία αφού είχε συλλογισθή όλα τ' ανωτέρω, όσον και αν είχεν εξαφθή από τα κύματα των αναμνήσεων, ησθάνθη αίφνης ζάλην, από τον σάλον οιονεί και την ναυτίαν της ζωής της και άρχισε να ναρκώνεται, κ' ενύσταζεν ακρατήτως.
Το μικρόν κοράσιον έβηχε κ' έκλαιε κ' εθορύβει «ως να ήτον μεγάλος άνθρωπος». Η μάμμη του εσκίρτησεν, εστράφη, κ' έχανε πάλιν τον ύπνον της.
Η λεχώνα εκοιμάτο βαθέως, και ούτε ήκουσε τον βήχα και τα κλαύματα.
Η γραία ήνοιξε βλοσυρά όμματα, κ' έκαμε χειρονομίαν ανυπομονησίας και απειλής.
— Ε! θα σκάσης; είπε.
Της Φραγκογιαννούς άρχισε πράγματι «να ψηλώνη ο νους της». Είχε «παραλογίσει» επί τέλους. Επόμενον ήτο, διότι είχεν εξαρθή εις ανώτερα ζητήματα. Έκλινεν επί του λίκνου. Έχωσε τους δύο μακρούς, σκληρούς δακτύλους μέσα εις το στόμα του μικρού, διά να «το σκάση».
Ήξευρον ότι δεν ήτο τόσον συνήθεια «να σκάζουν» τα πολύ μικρά παιδία. Αλλ' είχε «παραλογίσει» πλέον. Δεν ενόει καλά τί έκαμνε, και δεν ωμολόγει εις εαυτήν τι ήθελε να κάμη.
Και παρέτεινε το σκάσιμον επί μακρόν• είτα εξάγουσα τους δακτύλους της από το μικρόν του οποίου είχε κοπή η αναπνοή, έδραξεν έξωθεν τον λαιμόν του βρέφους, και τον έσφιγξεν επ' ολίγα δευτερόλεπτα.
Αυτό ήτο όλον.»
Το αμάρτημα της μητρός μου
«Σαν ἐξεχορέψαμε κ' ἐκείνο τὸ χορὸ, ἐπήραμε τὴ στράτα.
Ὁ γαμβρὸς ἔστειλε τὰ παιχνίδια καὶ μας ἐξεπροβόδησαν ὡς τὸ μισὸ τὸ δρόμο. Μὰ εἴχαμε ἀκόμη πολὺ ὡς τὸ σπίτι. Γιατὶ ὁ γάμος ἔγινε 'στὸν Καρσιμαχαλᾶ. Ὁ δοῦλος ἐπήγαινε 'μπροστὰ μὲ τὸ φανάρι. Ὁ πατέρας σου ἐσήκωνε τὸ παιδί, καὶ 'βαστοῦσε καὶ 'μένα ἀπὸ τὸ χέρι.
- Κουράσθης, βλέπω, γυναίκα!
- Ναὶ, Μιχαλιό. Κουράσθηκα.
- Ἄιντε βὰλ' ἀκόμα κομμάτι δύναμι, ὡς ποῦ νὰ φθάσουμε στὸ σπίτι, θὰ στρώσω τὰ στρώματα μοναχός μου. Ἐμετάνοιωσα ποῦ σ' ἔβαλα κ' ἐχόρεψες τόσο πολύ.
- Δὲν πειράζει, ἄνδρα, τοῦ εἶπα. Τὸ ἔκαμα γιὰ τὸ χατῆρι σου. Αὔριο ξεκουράζουμαι πάλι.
Ἔτσι ἤρθαμε στὸ σπίτι. Ἐγὼ ἐφάσκιωσα κ' ἐβύζαξα τὸ παιδὶ κ' ἐκεῖνος ἔστρωσε. Ὁ Χρηστάκης ἐκοιμᾶτο μαζὶ μὲ τὴν Βενετειά, ποὺ τὴν ἀφῆκα νὰ τὸν φυλάγῃ. Σε 'λίγο ἐπλαγιάσαμε καὶ 'μεῖς. Ἐκεῖ, μέσα στὸν ὕπνο μου, μ' ἐφάνηκε πῶς ἔκλαψε τὸ παιδί. τὸ καϋμένο! εἶπα, δὲν ἔφαγε σήμερα χορταστικά. Καὶ ἀκούμβησα στὴν κούνια του νὰ τὸ βυζάξω. Μὰ ἤμουν πολὺ κουρασμένη καὶ δὲν 'μποροῦσα νὰ κρατηθῶ. Τὸ ἔβγαλα λοιπὸν, καὶ τὸ ἔβαλα κοντά μου, μὲσ' στὸ στρῶμα, καὶ τοῦ ἔδωσα τὴ ρόγα στὸ στόμα του. Ἐκεῖ μὲ 'ξαναπῆρεν ὁ ὕπνος.
Δὲν ἠξεύρω πόσην ὥρα ἤθελεν ὡς τὸ πουρνό. Μὰ 'σὰν ἔνοιωσα νὰ χαράζῃ - ἂς τὸ βάλω, εἶπα, τὸ παιδὶ στὸν τόπο του.
Μὰ 'κεῖ ποὺ πῆγα νὰ τὸ σηκώσω, τί νὰ διῶ! τὸ παιδὶ δὲν ἐσάλευε!
Ἐξύπνησα τὸν πατέρα σου• τὸ 'ξεφασκιώσαμε, τὸ 'ζεστάναμε, τοῦ ἐτρίψαμε τὸ μυτούδι του, τίποτε! - ἦταν ἀπεθαμένο!»
Στην αριστουργηματική νουβέλα του Παπαδιαμάντη «Η Φόνισσα», η ηρωίδα, η Φραγκογιαννού, είναι μια ηλικιωμένη γυναίκα που έχοντας περάσει όλη της τη ζωή να υπηρετεί τους ανθρώπους της οικογένειάς της, έχει αρχίσει να θεωρεί πως η μοίρα των γυναικών είναι να περνούν τη ζωή τους μέσα στα βάσανα και τις ταλαιπωρίες. Η ίδια από μικρό παιδί υπηρετούσε τους γονείς της, μετά τέθηκε στην υπηρεσία του άντρα της, των παιδιών της ύστερα και τώρα φροντίζει τα εγγόνια της. Η Φραγκογιαννού σκέφτεται πλέον πως για τα φτωχά κορίτσια που είναι καταδικασμένα να δουλεύουν διαρκώς για τους άλλους, η μόνη λύτρωση είναι ο θάνατος.
Στο συγκεκριμένο απόσπασμα η Φραγκογιαννού θα τελέσει το πρώτο της έγκλημα, πνίγοντας το εγγόνι της. Ο Παπαδιαμάντης θα προετοιμάσει με ιδιαίτερη προσοχή τη στιγμή που η ηρωίδα του θα φτάσει στο σημείο να σκοτώσει το πρώτο κορίτσι, το ίδιο της το εγγόνι, παρουσιάζοντάς μας τη διαδρομή της Φραγκογιαννούς και τις συνεχείς ταλαιπωρίες που την έχουν κάνει πια να πιστεύει πως τέτοια ζωή δυστυχίας δεν την αξίζει καμία γυναίκα.
Η Φραγκογιαννού έχοντας θυμηθεί σταδιακά όλα όσα έχει περάσει στη ζωή της, χάνει σταδιακά τον έλεγχο των πράξεών της, αρχίζει «να ψηλώνει ο νους της» κι όταν το μωρό που είναι άρρωστο αρχίσει να βήχει και να κλαίει, η γυναίκα αυτή δε θα είναι πλέον σε κατάσταση να σκεφτεί λογικά. Το κλάμα του μωρού ξεκινά όταν η ηρωίδα μετά από μια δύσκολη νύχτα αγρύπνιας, έχει επιτέλους παραδοθεί στον ύπνο. Η Φραγκογιαννού θέλει να αφεθεί στον ύπνο της, αλλά το κλάμα του μωρού επιμένει, προκαλώντας αγανάκτηση στην ηρωίδα, η οποία θέλοντας να το κάνει να σταματήσει το ανυπόφορο κλάμα του, βάζει τα δάχτυλά της στο στόμα του για να το «σκάσει», όπως έκαναν τότε σε μεγαλύτερα παιδιά για να διακόψουν το κλάμα τους.
Η Φραγκογιαννού, όμως, δε θα αρκεστεί στο σταμάτημα του κλάματος, καθώς μη θέλοντας να το παραδεχτεί ούτε στον ίδιο της τον εαυτό, είναι αποφασισμένη να προχωρήσει πολύ περισσότερο. Πιάνει το λαιμό του μωρού και το σφίγγει για λίγο, όσο δηλαδή χρειάστηκε για να πνίξει το μικρό κορίτσι, προσφέροντάς του έτσι μια διαφυγή από τα αμέτρητα βάσανα που το περιμένουν.
Η ηρωίδα φτάνει στο έγκλημα επηρεασμένη από τις πικρές αναμνήσεις του παρελθόντος, αλλά κι από τη μειωμένη συνείδηση στην οποία βρέθηκε, καθώς το μωρό την ανάγκασε να σηκωθεί ενώ εκείνη νύσταζε «ακρατήτως». Η πράξη της Φραγκογιαννούς είναι σαφώς εγκληματική, αλλά ο συγγραφέας φροντίζει να μας δώσει όλες τις ειδικές εκείνες συνθήκες που ώθησαν την ηρωίδα να κάνει κάτι τόσο αποτρόπαιο.
Η μέριμνα του συγγραφέα να παρουσιάσει τις συνθήκες που οδήγησαν την ηρωίδα του στο έγκλημα, μας παραπέμπει σ’ ένα εξίσου εξαιρετικό κείμενο, το Αμάρτημα της μητρός μου, στο οποίο ο συγγραφέας επίσης φροντίζει να δώσει την ευκαιρία στην ηρωίδα του να εξηγήσει τις συνθήκες υπό τις οποίες διέπραξε το αμάρτημά της.
Η μητέρα του αμαρτήματος εξηγεί πως μετά από ένα γλέντι στο οποίο ήπιε και χόρεψε πολύ, ήταν τόσο κουρασμένη που δεν μπορούσε να παραμείνει άλλο ξύπνια, γι’ αυτό και δεν είχε το κουράγιο να θηλάσει το μωρό της στην κούνια του. Η μητέρα, χωρίς βέβαια να έχει καμία εγκληματική πρόθεση, θα πάρει το μωρό στο κρεβάτι της, θα το βάλει στο στήθος της κι αμέσως θα αποκοιμηθεί.
Το πλάκωμα του μωρού ήταν ένα ατύχημα, το οποίο επειδή θα μπορούσε ίσως να έχει αποτραπεί, καθίσταται για τη μητέρα ένα τραγικό αμάρτημα για το οποίο θα υποφέρει μια ζωή.
Το πνίξιμο του μωρού από τη Φραγκογιαννού ήταν ένα σχεδόν σκόπιμο έγκλημα, το οποίο τελέστηκε βέβαια από την ηρωίδα σε μια κατάσταση περιορισμένης διαύγειας, αλλά καθίσταται εν τέλει ένα αποτρόπαιο έγκλημα, καθώς η ηρωίδα στη συνέχεια θα επαναλάβει τη φονική της πράξη.
Παρόλο που και οι δύο γυναίκες θα τερματίσουν τη ζωή ενός παιδιού μετά από μια κουραστική νύχτα, όπου η ανάγκη να κοιμηθούν επηρεάζει αποφασιστικά την ικανότητά τους να σκεφτούν λογικά. Η μητέρα θα πλακώσει το μωρό την ώρα που κοιμάται, χωρίς να έχει καμία επίγνωση του αμαρτήματός της, ενώ η Φόνισσα θα πνίξει το εγγόνι της ούσα ξύπνια, έστω κι αν λίγο πριν είχε πέσει σε βαθύ ύπνο ύστερα από μια νύχτα επίπονων αναμνήσεων και σκοτεινών συλλογισμών.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου