Νικηφόρος Βρεττάκος «Δυο μητέρες νομίζουν πως είναι μόνες στον κόσμο» ως παράλληλο για το Αμάρτημα της μητρός μου | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νικηφόρος Βρεττάκος «Δυο μητέρες νομίζουν πως είναι μόνες στον κόσμο» ως παράλληλο για το Αμάρτημα της μητρός μου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Pablo Picasso

Νικηφόρος Βρεττάκος «Δυο μητέρες νομίζουν πως είναι μόνες στον κόσμο» ως παράλληλο για το Αμάρτημα της μητρός μου

Ο γιος της σκοτώθηκε πριν έξι μήνες
Τώρα κάθε πρωί που ανοίγει την πόρτα της,
είναι ένα πένθος. Νομίζεις πως βλέπεις,
έξω από χρόνο και χώρο: το πένθος.

Το βράδυ, το ίδιο:
Σπρώχνει την πόρτα
σα να σωριάζεται. Μπαίνει τρεκλίζοντας
ανάβει το φως. Η μαύρη της μπόλια
είναι λυμένη. Οι άκρες της κρέμονται
ως κάτου στο πάτωμα. Στον τοίχο, αντίκρυ της
η εικόνα ταράζεται. Η Παναγία τη βλέπει,
τρέμουν τα χέρια της, θα της φύγει θαρρείς,
θα της πέσει το βρέφος της.

Τα χείλη της σφίγγονται, η κόκκινη
μαντίλα της παίζει. Θέλει να την
βοηθήσει, αλλά – το σπίτι είναι έρημο.
Δεν έχει σε ποιον ν’ αφήσει σ’ αυτόν
τον κόσμο για μια στιγμή το παιδί της.

Πώς καταγράφεται το πένθος στα δύο κείμενα και ποια είναι η συμμετοχή του θεϊκού στοιχείου;


Η μητέρα στο ποίημα του Νικηφόρου Βρεττάκου μετά το θάνατο του γιου της αφήνεται σε μια κατάσταση απόλυτης παραίτησης, όπου ο πόνος κυριαρχεί και διατρέχει κάθε στιγμή στη ζωής της. Κάθε τι γύρω της χρωματίζεται πλέον από την αμετάκλητη συνειδητοποίηση του θανάτου του παιδιού της και το πένθος κατακλύζει τόσο το χώρο γύρω της όσο και το χρόνο. Κάθε σημείο του σπιτιού της, κάθε σημείο στους χώρους που κινείται είναι μια υπενθύμιση του κενού που άφησε πίσω του ο νεκρός της γιος. Όπου κι αν βρεθεί η μητέρα δε αντικρίζει τίποτε άλλο παρά ίχνη της απουσίας του παιδιού της. Κάθε μέρος που συνήθιζε να βλέπει το παιδί της, μοιάζει τώρα άδειο και θλιβερό, όπως και κάθε στιγμή της ημέρας όπου μέχρι πρότινος συνήθιζε να φροντίζει το παιδί της, αποτελεί μια επώδυνη υπενθύμιση της συμφοράς.
Η μητέρα είτε κινείται στο άδειο σπίτι της, είτε βλέπει τις ώρες να περνούν ξέρει πως τώρα πια δεν έχει τίποτε να κάνει για το παιδί της, καθώς αυτό δεν υπάρχει πια.
Το πένθος της μητέρας βρίσκεται πλέον κυρίαρχο παντού και κάθε στιγμή, καθιστώντας τη ζωή της ένα αδιάκοπο μαρτύριο, μιας και δεν υπάρχει ελπίδα να δει ξανά το παιδί της ή να πάψει να πονά για το χαμό του.
Ο ποιητής, θέλοντας να τονίσει τον πόνο της μητέρας, μας δείχνει τον αντίκτυπο που έχει το πένθος της σε μια άλλη μητέρα, στη μητέρα του Χριστού, που τόσο καλά γνωρίζει τον πόνο της απώλειας, τον πόνο που μια μητέρα νιώθει όταν της παίρνουν το παιδί της. Η Παναγία βλέποντας τον πόνο της μητέρας, θέλει να τη βοηθήσει, θέλει να της δείξει πόσο καλά γνωρίζει την έντασή του, μα δεν μπορεί να κάνει κάτι. Η Παναγία δεν έχει σε ποιον να αφήσει για λίγο το παιδί της, δεν βρίσκει κανέναν γύρω της να του εμπιστευτεί το πολύτιμο παιδί της, κι αναγκάζεται έτσι να κοιτάζει με ταραχή το σπαραγμό της μητέρας.
Ο Βρεττάκος παρουσιάζει με συγκλονιστικό τρόπο τη σαρωτική επίδραση που έχει στη ζωή μιας μητέρας η απώλεια του παιδιού της. Η μητέρα αυτή, βιώνει τον πιο δυνατό πόνο που μπορεί να βιώσει ένας άνθρωπος και συγκινεί με τη θλίψη της κάθε έναν από εμάς αλλά και την ίδια την Παναγία, που κάποτε γνώρισε κι εκείνη τον ίδιο πόνο.
Μια ανάλογη εμπειρία βρίσκουμε καταγεγραμμένη στο Αμάρτημα της μητρός μου, στο οποίο όμως η μητέρα καθίσταται πολλαπλά τραγικότερη, υπό την έννοια πως θρηνεί για το χαμό δύο παιδιών, από τα οποία το πρώτο δεν σκοτώθηκε από κάποιον άλλον, από κάποιον άγνωστο, αλλά από την ίδια. Η Δεσποινιώ πλακώνει άθελά της το μωρός της και περνά κατόπιν μια ολόκληρη ζωή πόνου κι ενοχών, προσπαθώντας μάταια να εξιλεωθεί για το ασύλληπτο αμάρτημά της. Η Δεσποινιώ δεν έχει απλώς να αντέξει τον πόνο για το χαμό των παιδιών της, έχει παράλληλα να υπομείνει τις ασίγαστες ενοχές που της προκαλεί η επίγνωση πως είναι η αυτουργός του εγκλήματος που σφράγισε τη ζωή της.
Οι ενοχές που αντιμετωπίζει η μητέρα του αμαρτήματος είναι τόσο έντονες ώστε την κάνουν να πιστεύει πως ο Θεός θέλει να την τιμωρήσει, γι’ αυτό κι όταν αρρωσταίνει το δεύτερο κορίτσι της και είναι πια προφανές ότι δεν θα επιζήσει, η μητέρα θεωρεί πως ο Θεός μετάνιωσε που της έστειλε κι άλλο κορίτσι και τώρα της το παίρνει πίσω ως τιμωρία για την εγκληματική της πράξη.
Ενώ, δηλαδή, η μητέρα στο ποίημα του Βρεττάκου έχει την αμέριστη συμπαράσταση του θεϊκού στοιχείου στον πόνο που βιώνει για την απώλεια του παιδιού της, η μητέρα στο αμάρτημα, αισθάνεται πως έχει να αντιμετωπίσει όχι μόνο τον πόνο και τις ενοχές της αλλά και την οργή του Θεού, καθώς η ίδια τερμάτισε τη ζωή του παιδιού της.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...