Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἀγείρω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἀγείρω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Greg Olsen 

 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «γείρω»
 
(γείρω = συναθροίζω, συγκεντρώνω)
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
γείρω, γείρεις, γείρει, γείρομεν, γείρετε, γείρουσι(ν)
Υποτακτική
γείρω, γείρς, γείρ, γείρωμεν, γείρητε, γείρωσι(ν)
Ευκτική
γείροιμι, γείροις, γείροι, γείροιμεν, γείροιτε, γείροιεν
Προστακτική
---, γειρε, γειρέτω, ---, γείρετε, γειρόντων (ή γειρέτωσαν)
Απαρέμφατο
γείρειν
Μετοχή
γείρων, γείρουσα, γερον
 
Παρατατικός
Οριστική
γειρον, γηρες, γηρε, γήρομεν, γήρετε, γειρον
 
Μέλλοντας
Οριστική
γερ, γερες, γερε, γερομεν, γερετε, γεροσι(ν)
Ευκτική
γερομι, γερος, γερο, ή γεροίην, γεροίης, γεροίη, γερομεν, γεροτε, γεροεν
Απαρέμφατο
γερεν
Μετοχή
γερν, γεροσα, γερον
 
Αόριστος
Οριστική
γειρα, γειρας, γειρε(ν), γείραμεν, γείρατε, γειραν
Υποτακτική
γείρω, γείρς, γείρ, γείρωμεν, γείρητε, γείρωσι(ν)
Ευκτική
γείραιμι, γείραις ή γείρειας, γείραι ή γείρειε(ν), γείραιμεν, γείραιτε, γείραιεν ή γείρειαν
Προστακτική
---, γειρον, γειράτω, ---, γείρατε, γειράντων (ή γειράτωσαν)
Απαρέμφατο
γεραι
Μετοχή
γείρας, γείρασα, γεραν
 
Παρακείμενος
Οριστική
γήγερκα, γήγερκας, γήγερκε, γηγέρκαμεν, γηγέρκατε, γηγέρκασι(ν)
 
Υποτακτική
γηγερκώς- γηγερκυα- γηγερκός
γηγερκώς- γηγερκυα- γηγερκός ς
γηγερκώς- γηγερκυα- γηγερκός
γηγερκότες- γηγερκυαι- γηγερκότα μεν
γηγερκότες- γηγερκυαι- γηγερκότα τε
γηγερκότες- γηγερκυαι- γηγερκότα σι
 
Ευκτική
γηγερκώς- γηγερκυα- γηγερκός εην
γηγερκώς- γηγερκυα- γηγερκός εης
γηγερκώς- γηγερκυα- γηγερκός εη
γηγερκότες- γηγερκυαι- γηγερκότα εημεν (εμεν)
γηγερκότες- γηγερκυαι- γηγερκότα εητε (ετε)
γηγερκότες- γηγερκυαι- γηγερκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
γηγερκώς- γηγερκυα- γηγερκός σθι
γηγερκώς- γηγερκυα- γηγερκός στω
---
γηγερκότες- γηγερκυαι- γηγερκότα στε
γηγερκότες- γηγερκυαι- γηγερκότα στων
 
Απαρέμφατο
γηγερκέναι
Μετοχή
γηγερκώς- γηγερκυα- γηγερκός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
γηγέρκειν, γηγέρκεις, γηγέρκει, γηγέρκεμεν, γηγέρκετε, γηγέρκεσαν
 
Μέση Φωνή
Από τους χρόνους της Μέσης Φωνής βρίσκονταν σε κανονική χρήση ο Ενεστώτας και ο Παρατατικός, οι υπόλοιποι χρόνοι είναι μεταγενέστεροι. 
 
Ενεστώτας
Οριστική
γείρομαι, γείρ/γείρει, γείρεται, γειρόμεθα, γείρεσθε, γείρονται
Υποτακτική
γείρωμαι, γείρ, γείρηται, γειρώμεθα, γείρησθε, γείρωνται
Ευκτική
γειροίμην, γείροιο, γείροιτο, γειροίμεθα, γείροισθε, γείροιντο
Προστακτική
---, γείρου, γειρέσθω, ---, γείρεσθε, γειρέσθων ή γειρέσθωσαν
Απαρέμφατο
γείρεσθαι
Μετοχή
γειρόμενος
γειρομένη
γειρόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
γειρόμην, γείρου, γείρετο, γειρόμεθα, γείρεσθε, γείροντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
γερομαι, γερ/γερε, γερεται, γερομεθα, γερεσθε, γερονται
Ευκτική
γεροίμην, γεροο, γεροτο, γεροίμεθα, γεροσθε, γεροντο
Απαρέμφατο
γερεσθαι
Μετοχή
γερούμενος
γερουμένη
γερούμενον
 
Αόριστος
Οριστική
γειράμην, γείρω, γείρατο, γειράμεθα, γείρασθε, γείραντο
Υποτακτική
γείρωμαι, γείρ, γείρηται, γειρώμεθα, γείρησθε, γείρωνται
Ευκτική
γειραίμην, γείραιο, γείραιτο, γειραίμεθα, γείραισθε, γείραιντο
Προστακτική
---, γειραι, γειράσθω, ----, γείρασθε, γειράσθων ή γειράσθωσαν
Απαρέμφατο
γείρασθαι
Μετοχή
γειράμενος, γειραμένη, γειράμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
γέρθην, γέρθης, γέρθη, γέρθημεν, γέρθητε, γέρθησαν
Υποτακτική
γερθ, γερθς, γερθ, γερθμεν, γερθτε, γερθσι(ν)
Ευκτική
γερθείην, γερθείης, γερθείη, γερθείημεν ή γερθεμεν, γερθείητε ή γερθετε, γερθείησαν ή γερθεεν
Προστακτική
---, γέρθητι, γερθήτω, ---, γέρθητε, γερθέντων ή γερθήτωσαν
Απαρέμφατο
γερθναι
Μετοχή
γερθείς
γερθεσα
γερθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
γήγερμαι, γήγερσαι, γήγερται, γηγέρμεθα, γήγερθε, γηγερμένοι εσί(ν)
 
Υποτακτική
γηγερμένος- γηγερμένη-γηγερμένον
γηγερμένος- γηγερμένη-γηγερμένον ς
γηγερμένος- γηγερμένη-γηγερμένον
γηγερμένοι- γηγερμέναι-γηγερμένα μεν
γηγερμένοι- γηγερμέναι-γηγερμένα τε
γηγερμένοι- γηγερμέναι-γηγερμένα σι
 
Ευκτική
γηγερμένος- γηγερμένη-γηγερμένον εην
γηγερμένος- γηγερμένη-γηγερμένον εης
γηγερμένος- γηγερμένη-γηγερμένον εη
γηγερμένοι- γηγερμέναι-γηγερμένα εημεν (εμεν)
γηγερμένοι- γηγερμέναι-γηγερμένα εητε (ετε)
γηγερμένοι- γηγερμέναι-γηγερμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, γήγερσο, γηγέρθω, --- γήγερθε, γηγέρθων ή γηγέρθωσαν
 
Απαρέμφατο
γηγέρθαι
Μετοχή
γηγερμένος,
γηγερμένη,
γηγερμένον
 
Υπερσυντέλικος
γηγέρμην, γήγερσο, γήγερτο, γηγέρμεθα, γήγερθε, γηγερμένοι σαν

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...