Αρχαία
Ελληνικά: Δευτερόκλιτα επίθετα
ΔΕΥΤΕΡΟΚΛΙΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ
1. Ασυναίρετα
δευτερόκλιτα επίθετα
α) Τρικατάληκτα
με 3 γένη (σε -ος, -η, -ον και -ος, -α, -ον)
Επίθετα
σε ος, -η, -ον: ἀγαθὸς (-ή, -όν), ἁγνός, θερμός, κακός, καλός, πιστός,
σεμνός, ὑψηλός· ἀρχικός, ἠθικός, θετικός, λογικός, σωματικός,
φυσικός, ψυχικός· ἐαρινός,
νυκτερινός, χειμερινός - φίλος (φίλη, φίλον), ἴσος, κοῦφος, μέσος, ἀνθρώπινος (·ίνη, -ινον), κρίθινος, λίθινος,
ξύλινος κ.ά.- Επίσης τα ρηματικά επίθετα
σε -τός: ἁλωτὸς (-ή, τόν), βατός, γραπτός, δυνατός,
θαυμαστός κ.ά.· τα τακτικά αριθμητικά:
πρῶτος (πρώτη, πρῶτον), τρίτος, τέταρτος, πέμπτος, ἕκτος, ἕβδομος, ὄγδοος,... εἰκοστός,... ἑκατοστός,... χιλιοστός κτλ. κ.ά.
Ενικός αριθμός
ὁ
σοφός - τοῦ σοφοῦ - τῷ σοφῷ - τόν σοφόν - (ὦ) σοφέ
ἡ σοφή - τῆς σοφῆς - τῇ σοφῇ - τήν σοφήν - (ὦ) σοφή
τό σοφόν - τοῦ σοφοῦ - τῷ σοφῷ - τό σοφόν - (ὦ) σοφόν
Πληθυντικός αριθμός
οἱ σοφοί - τῶν σοφῶν - τοῖς σοφοῖς - τούς σοφούς - (ὦ) σοφοί
αἱ σοφαί - τῶν σοφῶν - ταῖς σοφαῖς - τάς σοφάς - (ὦ) σοφαί
τά σοφά - τῶν σοφῶν - τοῖς σοφοῖς - τά σοφά - (ὦ) σοφά
Συγκριτικός βαθμός:
ὁ
σοφώτερος - τοῦ σοφωτέρου - τῷ σοφωτέρῳ - τό σοφώτερον - (ὦ) σοφώτερε
οἱ σοφώτεροι - τῶν σοφωτέρων - τοῖς σοφωτέροις - τούς σοφωτέρους - (ὦ) σοφώτεροι
ἡ
σοφωτέρα - τῆς σοφωτέρας - τῇ σοφωτέρᾳ - τήν σοφωτέραν - (ὦ) σοφωτέρα
αἱ σοφώτεραι - τῶν σοφωτέρων - ταῖς σοφωτέραις - τάς σοφωτέρας - (ὦ) σοφώτεραι
τό
σοφώτερον - τοῦ σοφωτέρου - τῷ σοφωτέρῳ - τό σοφώτερον - (ὦ) σοφώτερον
τά σοφώτερα - τῶν σοφωτέρων - τοῖς σοφωτέροις - τά σοφώτερα - (ὦ) σοφώτερα
Υπερθετικός βαθμός:
ὁ
σοφώτατος - τοῦ σοφωτάτου - τῷ σοφωτάτῳ - τόν σοφώτατον - (ὦ) σοφώτατε
οἱ σοφώτατοι - τῶν σοφωτάτων - τοῖς σοφωτάτοις - τούς σοφωτάτους - (ὦ) σοφώτατοι
ἡ
σοφωτάτη - τῆς σοφωτάτης - τῇ σοφωτάτῃ - τήν σοφωτάτην - (ὦ) σοφωτάτη
αἱ σοφώταται - τῶν σοφωτάτων - ταῖς σοφωτάταις - τάς σοφωτάτας - (ὦ) σοφώταται
τό
σοφώτατον - τοῦ σοφωτάτου - τῷ σοφωτάτῳ - τό σοφώτατον - (ὦ) σοφώτατον
τά σοφώτατα - τῶν σοφωτάτων - τοῖς σοφωτάτοις - τά σοφώτατα - (ὦ) σοφώτατα
Ενικός αριθμός
ὁ ἀγαθός - τοῦ
ἀγαθοῦ - τῷ ἀγαθῷ - τόν ἀγαθόν - (ὦ) ἀγαθέ
ἡ ἀγαθή - τῆς ἀγαθῆς - τῇ ἀγαθῇ - τήν ἀγαθήν - (ὦ) ἀγαθή
τό ἀγαθόν - τοῦ ἀγαθοῦ - τῷ ἀγαθῷ - τό ἀγαθόν - (ὦ) ἀγαθόν
Πληθυντικός αριθμός
οἱ ἀγαθοί - τῶν ἀγαθῶν - τοῖς ἀγαθοῖς - τούς ἀγαθούς - (ὦ) ἀγαθοί
αἱ ἀγαθαί - τῶν ἀγαθῶν - ταῖς ἀγαθαῖς - τάς ἀγαθάς - (ὦ) ἀγαθαί
τά ἀγαθά - τῶν ἀγαθῶν - τοῖς ἀγαθοῖς - τά ἀγαθά - (ὦ) ἀγαθά
Ενικός αριθμός
ὁ κοῦφος - τοῦ
κούφου - τῷ
κούφῳ - τόν κοῦφον - (ὦ) κοῦφε
ἡ κούφη - τῆς κούφης - τῇ κούφῃ - τήν κούφην - (ὦ) κούφη
τό κοῦφον - τοῦ κούφου - τῷ κούφῳ - τό κοῦφον - (ὦ) κοῦφον
Πληθυντικός αριθμός
οἱ κοῦφοι - τῶν κούφων - τοῖς κούφοις - τούς κούφους - (ὦ) κοῦφοι
αἱ κοῦφαι - τῶν κούφων - ταῖς κούφαις - τάς κούφας - (ὦ) κοῦφαι
τά κοῦφα - τῶν κούφων - τοῖς κούφοις - τά κοῦφα - (ὦ) κοῦφα
Ενικός αριθμός
ὁ ἴσος - τοῦ
ἴσου - τῷ ἴσῳ - τόν ἴσον - (ὦ) ἴσε
ἡ ἴση - τῆς ἴσης - τῇ ἴσῃ - τήν ἴσην - (ὦ) ἴση
τό ἴσον - τοῦ ἴσου - τῷ ἴσῳ - τό ἴσον - (ὦ) ἴσον
Πληθυντικός αριθμός
οἱ ἴσοι - τῶν ἴσων - τοῖς ἴσοις - τούς ἴσους - (ὦ) ἴσοι
αἱ ἴσαι - τῶν ἴσων - ταῖς ἴσαις - τάς ἴσας - (ὦ) ἴσαι
τά ἴσα - τῶν ἴσων - τοῖς ἴσοις - τά ἴσα - (ὦ) ἴσα
Ενικός αριθμός
ὁ ἀνθρώπινος - τοῦ ἀνθρωπίνου - τῷ ἀνθρωπίνῳ - τόν ἀνθρώπινον - (ὦ) ἀνθρώπινε
ἡ ἀνθρωπίνη - τῆς ἀνθρωπίνης - τῇ ἀνθρωπίνῃ - τήν ἀνθρωπίνην - (ὦ) ἀνθρωπίνη
τό ἀνθρώπινον - τοῦ ἀνθρωπίνου - τῷ ἀνθρωπίνῳ - τό ἀνθρώπινον - (ὦ) ἀνθρώπινον
Πληθυντικός αριθμός
οἱ ἀνθρώπινοι - τῶν ἀνθρωπίνων - τοῖς ἀνθρωπίνοις - τούς ἀνθρωπίνους - (ὦ) ἀνθρώπινοι
αἱ ἀνθρώπιναι - τῶν ἀνθρωπίνων - ταῖς ἀνθρωπίναις - τάς ἀνθρωπίνας - (ὦ) ἀνθρώπιναι
τά ἀνθρώπινα - τῶν ἀνθρωπίνων - τοῖς ἀνθρωπίνοις - τά ἀνθρώπινα - (ὦ) ἀνθρώπινα
Ενικός αριθμός
ὁ
ξύλινος - τοῦ ξυλίνου - τῷ ξυλίνῳ - τόν ξύλινον - (ὦ) ξύλινε
ἡ ξυλίνη - τῆς ξυλίνης - τῇ ξυλίνῃ - τήν ξυλίνην - (ὦ) ξυλίνη
τό ξύλινον - τοῦ ξυλίνου - τῷ ξυλίνῳ - τό ξύλινον - (ὦ) ξύλινον
Πληθυντικός αριθμός
οἱ ξύλινοι - τῶν ξυλίνων - τοῖς ξυλίνοις - τούς ξυλίνους - (ὦ) ξύλινοι
αἱ ξύλιναι - τῶν ξυλίνων - ταῖς ξυλίναις - τάς ξυλίνας - (ὦ) ξύλιναι
τά ξύλινα - τῶν ξυλίνων - τοῖς ξυλίνοις - τά ξύλινα - (ὦ) ξύλινα
Ενικός αριθμός
ὁ ἁλωτός - τοῦ
ἁλωτοῦ - τῷ ἁλωτῷ - τόν ἁλωτόν - (ὦ) ἁλωτέ
ἡ ἁλωτή - τῆς ἁλωτῆς - τῇ ἁλωτῇ - τήν ἁλωτήν - (ὦ) ἁλωτή
τό ἁλωτόν - τοῦ ἁλωτοῦ - τῷ ἁλωτῷ - τό ἁλωτόν - (ὦ) ἁλωτόν
Πληθυντικός αριθμός
οἱ ἁλωτοί - τῶν ἁλωτῶν - τοῖς ἁλωτοῖς - τούς ἁλωτούς - (ὦ) ἁλωτοί
αἱ ἁλωταί - τῶν ἁλωτῶν - ταῖς ἁλωταῖς - τάς ἁλωτάς - (ὦ) ἁλωταί
τά ἁλωτά - τῶν ἁλωτῶν - τοῖς ἁλωτοῖς - τά ἁλωτά - (ὦ) ἁλωτά
Ενικός αριθμός
ὁ πρῶτος - τοῦ
πρώτου - τῷ πρώτῳ - τόν πρῶτον - (ὦ) πρῶτε
ἡ πρώτη - τῆς πρώτης - τῇ πρώτῃ - τήν πρώτην - (ὦ) πρώτη
τό πρῶτον - τοῦ πρώτου - τῷ πρώτῳ - τό πρῶτον - (ὦ) πρῶτον
Πληθυντικός αριθμός
οἱ πρῶτοι - τῶν πρώτων - τοῖς πρώτοις - τούς πρώτους - (ὦ) πρῶτοι
αἱ πρῶται - τῶν πρώτων - ταῖς πρώταις - τάς πρώτας - (ὦ) πρῶται
τά πρῶτα - τῶν πρώτων - τοῖς πρώτοις - τά πρῶτα - (ὦ) πρῶτα
Ενικός αριθμός
ὁ ὄγδοος - τοῦ
ὀγδόου - τῷ ὀγδόῳ - τόν ὄγδοον - (ὦ) ὄγδοε
ἡ ὀγδόη - τῆς ὀγδόης - τῇ ὀγδόῃ - τήν ὀγδόην - (ὦ) ὀγδόη
τό ὄγδοον - τοῦ ὀγδόου - τῷ ὀγδόῳ - τό ὄγδοον - (ὦ) ὄγδοον
Πληθυντικός αριθμός
οἱ ὄγδοοι - τῶν ὀγδόων - τοῖς ὀγδόοις - τούς ὀγδόους - (ὦ) ὄγδοοι
αἱ ὄγδοαι - τῶν ὀγδόων - ταῖς ὀγδόαις - τάς ὀγδόας - (ὦ) ὄγδοαι
τά ὄγδοα - τῶν ὀγδόων - τοῖς ὀγδόοις - τά ὄγδοα - (ὦ) ὄγδοα
Επίθετα
σε -ος, -α, -ον: ἀραιὸς (-ά, -όν), δεξιός, παλαιός, στερεός·
καθαρός, λαμπρός, μικρός, πονηρός - ἀνδρεῖος (-εία, -εῖον), ἀρχαῖος, γενναῖος, νέος, λεῖος, ὡραῖος· διψαλέος, θαρραλέος, πειναλέος - ἅγιος (-ία, -ιον), ἄξιος, βέβαιος, ἐπιτήδειος, πλούσιος, τέλειος κ.ά.-
Επίσης τα ρηματ. επίθ. σε -τέος: γραπτέος, διαβατέος, εὐεργετητέος, ὠφελητέος κ.ά.· τα απόλυτα αριθμητικά σε
πληθυντικό: διακόσιοι (-αι, -α), τριακόσιοι, τετρακόσιοι,... χίλιοι,... μύριοι
κτλ.· τα χρονικά αριθμητικά: δευτεραῖος, τριταῖος, τεταρταῖος κτλ.·τα αναλογικά αριθμητικά:
διπλάσιος (-ία, -ιον), τριπλάσιος, τετραπλάσιος κτλ., το τακτικό αριθμητ.
δεύτερος (-έρα, -ερον) κ.ά.
Ενικός αριθμός
ὁ
δίκαιος - τοῦ δικαίου - τῷ δικαίῳ - τόν δίκαιον - (ὦ) δίκαιε
ἡ δικαία - τῆς δικαίας - τῇ δικαίᾳ - τήν δικαίαν - (ὦ) δικαία
τό δίκαιον - τοῦ δικαίου - τῷ δικαίῳ - τό δίκαιον - (ὦ) δίκαιον
Πληθυντικός αριθμός
οἱ δίκαιοι - τῶν δικαίων - τοῖς δικαίοις - τούς δικαίους - (ὦ) δίκαιοι
αἱ δίκαιαι - τῶν δικαίων - ταῖς δικαίαις - τάς δικαίας - (ὦ) δίκαιαι
τά δίκαια - τῶν δικαίων - τοῖς δικαίοις - τά δίκαια - (ὦ) δίκαια
Ενικός αριθμός
ὁ ἀραιός - τοῦ
ἀραιοῦ - τῷ ἀραιῷ - τόν ἀραιόν - (ὦ) ἀραιέ
ἡ ἀραιά - τῆς ἀραιᾶς - τῇ ἀραιᾷ - τήν ἀραιάν - (ὦ) ἀραιά
τό ἀραιόν - τοῦ ἀραιοῦ - τῷ ἀραιῷ - τό ἀραιόν - (ὦ) ἀραιόν
Πληθυντικός αριθμός
οἱ ἀραιοί - τῶν ἀραιῶν - τοῖς ἀραιοῖς - τούς ἀραιούς - (ὦ) ἀραιοί
αἱ ἀραιαί - τῶν ἀραιῶν - ταῖς ἀραιαῖς - τάς ἀραιάς - (ὦ) ἀραιαί
τά ἀραιά - τῶν ἀραιῶν - τοῖς ἀραιοῖς - τά ἀραιά - (ὦ) ἀραιά
Ενικός αριθμός
ὁ ἀνδρεῖος - τοῦ ἀνδρείου - τῷ ἀνδρείῳ - τόν ἀνδρεῖον - (ὦ) ἀνδρεῖε
ἡ ἀνδρεία - τῆς ἀνδρείας - τῇ ἀνδρείᾳ - τήν ἀνδρείαν - (ὦ) ἀνδρεία
τό ἀνδρεῖον - τοῦ ἀνδρείου - τῷ ἀνδρείῳ - τό ἀνδρεῖον - (ὦ) ἀνδρεῖον
Πληθυντικός αριθμός
οἱ ἀνδρεῖοι - τῶν ἀνδρείων - τοῖς ἀνδρείοις - τούς ἀνδρείους - (ὦ) ἀνδρεῖοι
αἱ ἀνδρεῖαι - τῶν ἀνδρείων - ταῖς ἀνδρείαις - τάς ἀνδρείας - (ὦ) ἀνδρεῖαι
τά ἀνδρεῖα - τῶν ἀνδρείων - τοῖς ἀνδρείοις - τά ἀνδρεῖα - (ὦ) ἀνδρεῖα
Ενικός αριθμός
ὁ
γενναῖος - τοῦ γενναίου - τῷ γενναίῳ - τόν γενναῖον - (ὦ) γενναῖε
ἡ γενναία - τῆς γενναίας - τῇ γενναίᾳ - τήν γενναίαν - (ὦ) γενναία
τό γενναῖον - τοῦ γενναίου - τῷ γενναίῳ - τό γενναῖον - (ὦ) γενναῖον
Πληθυντικός αριθμός
οἱ γενναῖοι - τῶν γενναίων - τοῖς γενναίοις - τούς γενναίους - (ὦ) γενναῖοι
αἱ γενναῖαι - τῶν γενναίων - ταῖς γενναίαις - τάς γενναίας - (ὦ) γενναῖαι
τά γενναῖα - τῶν γενναίων - τοῖς γενναίοις - τά γενναῖα - (ὦ) γενναῖα
Ενικός αριθμός
ὁ
θαρραλέος - τοῦ θαρραλέου - τῷ θαρραλέῳ - τόν θαρραλέον - (ὦ) θαρραλέε
ἡ θαρραλέα - τῆς θαρραλέας - τῇ θαρραλέᾳ - τήν θαρραλέαν - (ὦ) θαρραλέα
τό θαρραλέον - τοῦ θαρραλέου - τῷ θαρραλέῳ - τό θαρραλέον - (ὦ) θαρραλέον
Πληθυντικός αριθμός
οἱ θαρραλέοι - τῶν θαρραλέων - τοῖς θαρραλέοις - τούς θαρραλέους - (ὦ) θαρραλέοι
αἱ θαρραλέαι - τῶν θαρραλέων - ταῖς θαρραλέαις - τάς θαρραλέας - (ὦ) θαρραλέαι
τά θαρραλέα - τῶν θαρραλέων - τοῖς θαρραλέοις - τά θαρραλέα - (ὦ) θαρραλέα
Ενικός αριθμός
ὁ ἅγιος - τοῦ
ἁγίου - τῷ ἁγίῳ - τόν ἅγιον - (ὦ) ἅγιε
ἡ ἁγία - τῆς ἁγίας - τῇ ἁγίᾳ - τήν ἁγίαν - (ὦ) ἁγία
τό ἅγιον - τοῦ ἁγίου - τῷ ἁγίῳ - τό ἅγιον - (ὦ) ἅγιον
Πληθυντικός αριθμός
οἱ ἅγιοι - τῶν ἁγίων - τοῖς ἁγίοις - τούς ἁγίους - (ὦ) ἅγιοι
αἱ ἅγιαι - τῶν ἁγίων - ταῖς ἁγίαις - τάς ἁγίας - (ὦ) ἅγιαι
τά ἅγια - τῶν ἁγίων - τοῖς ἁγίοις - τά ἅγια - (ὦ) ἅγια
Ενικός αριθμός
ὁ ἐπιτήδειος - τοῦ ἐπιτηδείου - τῷ ἐπιτηδείῳ - τόν ἐπιτήδειον - (ὦ) ἐπιτήδειε
ἡ ἐπιτηδεία - τῆς ἐπιτηδείας - τῇ ἐπιτηδείᾳ - τήν ἐπιτηδείαν - (ὦ) ἐπιτηδεία
τό ἐπιτήδειον - τοῦ ἐπιτηδείου - τῷ ἐπιτηδείῳ - τό ἐπιτήδειον - (ὦ) ἐπιτήδειον
Πληθυντικός αριθμός
οἱ ἐπιτήδειοι - τῶν ἐπιτηδείων - τοῖς ἐπιτηδείοις - τούς ἐπιτηδείους - (ὦ) ἐπιτήδειοι
αἱ ἐπιτήδειαι - τῶν ἐπιτηδείων - ταῖς ἐπιτηδείαις - τάς ἐπιτηδείας - (ὦ) ἐπιτήδειαι
τά ἐπιτήδεια - τῶν ἐπιτηδείων - τοῖς ἐπιτηδείοις - τά ἐπιτήδεια - (ὦ) ἐπιτήδεια
Ενικός αριθμός
ὁ
διαβατέος - τοῦ διαβατέου - τῷ διαβατέῳ - τόν διαβατέον - (ὦ) διαβατέε
ἡ διαβατέα - τῆς διαβατέας - τῇ διαβατέᾳ - τήν διαβατέαν - (ὦ) διαβατέα
τό διαβατέον - τοῦ διαβατέου - τῷ διαβατέῳ - τό διαβατέον - (ὦ) διαβατέον
Πληθυντικός αριθμός
οἱ διαβατέοι - τῶν διαβατέων - τοῖς διαβατέοις - τούς διαβατέους - (ὦ) διαβατέοι
αἱ διαβατέαι - τῶν διαβατέων - ταῖς διαβατέαις - τάς διαβατέας - (ὦ) διαβατέαι
τά διαβατέα - τῶν διαβατέων - τοῖς διαβατέοις - τά διαβατέα - (ὦ) διαβατέα
Πληθυντικός αριθμός
οἱ τριακόσιοι - τῶν τριακοσίων - τοῖς τριακοσίοις - τούς τριακοσίους - (ὦ) τριακόσιοι
αἱ τριακόσιαι - τῶν τριακοσίων - ταῖς τριακοσίαις - τάς τριακοσίας - (ὦ) τριακόσιαι
τά τριακόσια - τῶν τριακοσίων - τοῖς τριακοσίοις - τά τριακόσια - (ὦ) τριακόσια
Ενικός αριθμός
ὁ
τριταῖος - τοῦ τριταίου - τῷ τριταίῳ - τόν τριταῖον - (ὦ) τριταῖε
ἡ τριταία - τῆς τριταίας - τῇ τριταίᾳ - τήν τριταίαν - (ὦ) τριταία
τό τριταῖον - τοῦ τριταίου - τῷ τριταίῳ - τό τριταῖον - (ὦ) τριταῖον
Πληθυντικός αριθμός
οἱ τριταῖοι - τῶν τριταίων - τοῖς τριταίοις - τούς τριταίους - (ὦ) τριταῖοι
αἱ τριταῖαι - τῶν τριταίων - ταῖς τριταίαις - τάς τριταίας - (ὦ) τριταῖαι
τά τριταῖα - τῶν τριταίων - τοῖς τριταίοις - τά τριταῖα - (ὦ) τριταῖα
Ενικός αριθμός
ὁ
διπλάσιος - τοῦ διπλασίου - τῷ διπλασίῳ - τόν διπλάσιον - (ὦ) διπλάσιε
ἡ διπλασία - τῆς διπλασίας - τῇ διπλασίᾳ - τήν διπλασίαν - (ὦ) διπλασία
τό διπλάσιον - τοῦ διπλασίου - τῷ διπλασίῳ - τό διπλάσιον - (ὦ) διπλάσιον
Πληθυντικός αριθμός
οἱ διπλάσιοι - τῶν διπλασίων - τοῖς διπλασίοις - τούς διπλασίους - (ὦ) διπλάσιοι
αἱ διπλάσιαι - τῶν διπλασίων - ταῖς διπλασίαις - τάς διπλασίας - (ὦ) διπλάσιαι
τά διπλάσια - τῶν διπλασίων - τοῖς διπλασίοις - τά διπλάσια - (ὦ) διπλάσια
Ενικός αριθμός
ὁ
δεύτερος - τοῦ δευτέρου - τῷ δευτέρῳ - τόν δεύτερον - (ὦ) δεύτερε
ἡ δευτέρα - τῆς δευτέρας - τῇ δευτέρᾳ - τήν δευτέραν - (ὦ) δευτέρα
τό δεύτερον - τοῦ δευτέρου - τῷ δευτέρῳ - τό δεύτερον - (ὦ) δεύτερον
Πληθυντικός αριθμός
οἱ δεύτεροι - τῶν δευτέρων - τοῖς δευτέροις - τούς δευτέρους - (ὦ) δεύτεροι
αἱ δεύτεραι - τῶν δευτέρων - ταῖς δευτέραις - τάς δευτέρας - (ὦ) δεύτεραι
τά δεύτερα - τῶν δευτέρων - τοῖς δευτέροις - τά δεύτερα - (ὦ) δεύτερα
Παρατηρήσεις
Το θηλυκό των τρικατάληκτων επιθέτων σε
-ος:
1) λήγει σε -η, αν πριν από την
κατάληξη -ος του αρσενικού υπάρχει σύμφωνο εκτός από το ρ: ἀγαθός, ἀγαθή — πιστός, πιστή· λήγει σε -α, αν
πριν από την κατάλ. -ος του αρσενικού υπάρχει φωνήεν ή ρ: ἅγιος, ἁγία — γενναῖος, γενναία — φαιδρός, φαιδρὰ (εκτός από το ὄγδοος, ὀγδόη)·
2) στην ονομαστική, γεν. και κλητ. του
πληθυντικού τονίζεται όπου και όπως τονίζεται στις ίδιες πτώσεις το αρσενικό.
β)
Δικατάληκτα με τρία γένη (σε -ος, -ον)
Ενικός αριθμός
ὁ ἡ ἄγονος - τοῦ τῆς ἀγόνου - τῷ τῇ ἀγόνῳ - τὸν τὴν ἄγονον - (ὦ) ἄγονε
τό ἄγονον - τοῦ ἀγόνου - τῷ ἀγόνῳ - τό ἄγονον - (ὦ) ἄγονον
Πληθυντικός αριθμός
οἱ αἱ ἄγονοι - τῶν ἀγόνων - τοῖς ταῖς ἀγόνοις - τοὺς τὰς ἀγόνους - (ὦ) ἄγονοι
τά ἄγονα - τῶν ἀγόνων - τοῖς ἀγόνοις - τά ἄγονα - (ὦ) ἄγονα
Ενικός αριθμός
ὁ ἡ ἄκαιρος - τοῦ τῆς ἀκαίρου - τῷ τῇ ἀκαίρῳ - τὸν τὴν ἄκαιρον - (ὦ) ἄκαιρε
τό ἄκαιρον - τοῦ ἀκαίρου - τῷ ἀκαίρῳ - τό ἄκαιρον - (ὦ) ἄκαιρον
Πληθυντικός αριθμός
οἱ αἱ ἄκαιροι - τῶν ἀκαίρων - τοῖς ταῖς ἀκαίροις - τοὺς τὰς ἀκαίρους - (ὦ) ἄκαιροι
τά ἄκαιρα - τῶν ἀκαίρων - τοῖς ἀκαίροις - τά ἄκαιρα - (ὦ) ἄκαιρα
Ενικός αριθμός
ὁ ἡ ἀξιόμαχος - τοῦ τῆς ἀξιομάχου - τῷ τῇ ἀξιομάχῳ - τὸν τὴν ἀξιόμαχον - (ὦ) ἀξιόμαχε
τό ἀξιόμαχον - τοῦ ἀξιομάχου - τῷ ἀξιομάχῳ - τό ἀξιόμαχον - (ὦ) ἀξιόμαχον
Πληθυντικός αριθμός
οἱ αἱ ἀξιόμαχοι - τῶν ἀξιομάχων - τοῖς ταῖς ἀξιομάχοις - τοὺς τὰς ἀξιομάχους - (ὦ) ἀξιόμαχοι
τά ἀξιόμαχα - τῶν ἀξιομάχων - τοῖς ἀξιομάχοις - τά ἀξιόμαχα - (ὦ) ἀξιόμαχα
Ενικός αριθμός
ὁ ἡ αἴθριος - τοῦ τῆς αἰθρίου - τῷ τῇ αἰθρίῳ - τὸν τὴν αἴθριον - (ὦ) αἴθριε
τό αἴθριον - τοῦ αἰθρίου - τῷ αἰθρίῳ - τό αἴθριον - (ὦ) αἴθριον
Πληθυντικός αριθμός
οἱ αἱ αἴθριοι - τῶν αἰθρίων - τοῖς ταῖς αἰθρίοις - τοὺς τὰς αἰθρίους - (ὦ) αἴθριοι
τά αἴθρια - τῶν αἰθρίων - τοῖς αἰθρίοις - τά αἴθρια - (ὦ) αἴθρια
Ενικός αριθμός
ὁ ἡ αἰφνίδιος - τοῦ τῆς αἰφνιδίου - τῷ τῇ αἰφνιδίῳ - τὸν τὴν αἰφνίδιον - (ὦ) αἰφνίδιε
τό αἰφνίδιον - τοῦ αἰφνιδίου - τῷ αἰφνιδίῳ - τό αἰφνίδιον - (ὦ) αἰφνίδιον
Πληθυντικός αριθμός
οἱ αἱ αἰφνίδιοι - τῶν αἰφνιδίων - τοῖς ταῖς αἰφνιδίοις - τοὺς τὰς αἰφνιδίους - (ὦ) αἰφνίδιοι
τά αἰφνίδια - τῶν αἰφνιδίων - τοῖς αἰφνιδίοις - τά αἰφνίδια - (ὦ) αἰφνίδια
Ενικός αριθμός
ὁ ἡ βάρβαρος - τοῦ τῆς βαρβάρου - τῷ τῇ βαρβάρῳ - τὸν τὴν βάρβαρον - (ὦ) βάρβαρε
τό βάρβαρον - τοῦ βαρβάρου - τῷ βαρβάρῳ - τό βάρβαρον - (ὦ) βάρβαρον
Πληθυντικός αριθμός
οἱ αἱ βάρβαροι - τῶν βαρβάρων - τοῖς ταῖς βαρβάροις - τοὺς τὰς βαρβάρους - (ὦ) βάρβαροι
τά βάρβαρα - τῶν βαρβάρων - τοῖς βαρβάροις - τά βάρβαρα - (ὦ) βάρβαρα
Ενικός αριθμός
ὁ ἡ ἕωλος - τοῦ τῆς ἑώλου - τῷ τῇ ἑώλῳ - τὸν τὴν ἕωλον - (ὦ) ἕωλε
τό ἕωλον - τοῦ ἑώλου - τῷ ἑώλῳ - τό ἕωλον - (ὦ) ἕωλον
Πληθυντικός αριθμός
οἱ αἱ ἕωλοι - τῶν ἑώλων - τοῖς ταῖς ἑώλοις - τοὺς τὰς ἑώλους - (ὦ) ἕωλοι
τά ἕωλα - τῶν ἑώλων - τοῖς ἑώλοις - τά ἕωλα - (ὦ) ἕωλα
Ενικός αριθμός
ὁ ἡ ἥμερος - τοῦ τῆς ἡμέρου - τῷ τῇ ἡμέρῳ - τὸν τὴν ἥμερον - (ὦ) ἥμερε
τό ἥμερον - τοῦ ἡμέρου - τῷ ἡμέρῳ - τό ἥμερον - (ὦ) ἥμερον
Πληθυντικός αριθμός
οἱ αἱ ἥμεροι - τῶν
ἡμέρων - τοῖς ταῖς ἡμέροις - τοὺς τὰς ἡμέρους - (ὦ) ἥμεροι
τά ἥμερα - τῶν ἡμέρων - τοῖς ἡμέροις - τά ἥμερα - (ὦ) ἥμερα
Ενικός αριθμός
ὁ ἡ χέρσος - τοῦ τῆς χέρσου - τῷ τῇ χέρσῳ - τὸν τὴν χέρσον - (ὦ) χέρσε
τά χέρσα - τῶν χέρσων - τοῖς χέρσοις - τά χέρσα - (ὦ) χέρσα
Πληθυντικός αριθμός
οἱ αἱ χέρσοι - τῶν χέρσων - τοῖς ταῖς χέρσοις - τοὺς τὰς χέρσους - (ὦ) χέρσοι
τά χέρσα - τῶν χέρσων - τοῖς χέρσοις - τά χέρσα - (ὦ) χέρσα
Ενικός αριθμός
ὁ ἡ τιθασός - τοῦ τῆς τιθασοῦ - τῷ τῇ τιθασῷ - τὸν τὴν τιθασόν - (ὦ) τιθασέ
τό τιθασόν - τοῦ τιθασοῦ - τῷ τιθασῷ - τό τιθασόν - (ὦ) τιθασόν
Πληθυντικός αριθμός
οἱ αἱ τιθασοί - τῶν τιθασῶν - τοῖς ταῖς τιθασοῖς - τοὺς τὰς τιθασούς - (ὦ) τιθασοί
τά τιθασά - τῶν τιθασῶν - τοῖς τιθασοῖς - τά τιθασά - (ὦ) τιθασά
Ενικός αριθμός
ὁ ἡ ἀγωγός - τοῦ τῆς ἀγωγοῦ - τῷ τῇ ἀγωγῷ - τὸν τὴν ἀγωγόν - (ὦ)
ἀγωγέ
τό ἀγωγόν - τοῦ ἀγωγοῦ - τῷ ἀγωγῷ - τό ἀγωγόν - (ὦ) ἀγωγόν
Πληθυντικός αριθμός
οἱ αἱ ἀγωγοί - τῶν ἀγωγῶν - τοῖς ταῖς ἀγωγοῖς - τοὺς τὰς ἀγωγούς - (ὦ) ἀγωγοί
τά ἀγωγά - τῶν ἀγωγῶν - τοῖς ἀγωγοῖς - τά ἀγωγά - (ὦ) ἀγωγά
Ενικός αριθμός
ὁ ἡ τύραννος - τοῦ τῆς τυράννου - τῷ τῇ τυράννῳ - τὸν τὴν τύραννον - (ὦ) τύραννε
τό τύραννον - τοῦ τυράννου - τῷ τυράννῳ - τό τύραννον - (ὦ) τύραννον
Πληθυντικός αριθμός
οἱ αἱ τύραννοι - τῶν τυράννων - τοῖς ταῖς τυράννοις - τοὺς τὰς τυράννους - (ὦ) τύραννοι
τά τύραννα - τῶν τυράννων - τοῖς τυράννοις - τά τύραννα - (ὦ) τύραννα
Παρατηρήσεις
Από τα δευτερόκλιτα επίθετα είναι δικατάληκτα:
α) τα
περισσότερα από τα σύνθετα σε -ος: ὁ, ἡ ἄγονος, τὸ ἄγονον — ὁ, ἡ ἀθάνατος, τὸ ἀθάνατον - ὁ, ἡ ἄκαιρος, τὸ ἄκαιρον - ὁ, ἡ ἄκαρπος, τὸ ἄκαρπον - ὁ, ἡ ἀξιόμαχος, τὸ ἀξιόμαχον - ὁ, ἡ ἔνδοξος, τὸ ἔνδοξον κ.ά.
β) τα
απλά επίθετα αἴθριος, αἰφνίδιος, βάναυσος, βάρβαρος, βάσκανος,
βέβηλος, γαμήλιος, δόκιμος, ἕωλος (= παλιός), ἥμερος, ἤρεμος, ἥσυχος, κίβδηλος, λάβρος, λάλος, χέρσος,
τιθασὸς (=
εξημερωμένος, ήμερος)·
γ) μερικά
επίθετα σε -ος, που χρησιμοποιούνται (στο αρσεν. και το θηλ.) και ως ουσιαστικά:
ὁ, ἡ ἀγωγός, τὸ ἀγωγὸν (= αυτός που οδηγεί, που φέρνει) — ὁ, ἡ βοηθός, τὸ βοηθὸν (= αυτός που βοηθεί) — ὁ, ἡ τιμωρός, τὸ τιμωρὸν (= αυτός που τιμωρεί) — ὁ, ἡ τύραννος, τὸ τύραννον (= τυραννικός).
2.
Συνηρημένα δευτερόκλιτα επίθετα
Μερικά δευτερόκλιτα επίθετα, που πριν
από το χαρακτήρα τους ο έχουν άλλο ο ή ε, συναιρούνται σε όλες τις πτώσεις. Τα
επίθετα αυτά λέγονται συνηρημένα δευτερόκλιτα επίθετα. Από αυτά άλλα είναι
τρικατάληκτα (με τρία γένη) και άλλα δικατάληκτα (με τρία γένη).
α)
Τρικατάληκτα με τρία γένη
Ενικός αριθμός
ὁ
χρυσοῦς - τοῦ χρυσοῦ - τῷ χρυσῷ - τόν χρυσοῦν
ἡ χρυσῆ - τῆς χρυσῆς - τῇ χρυσῇ - τήν χρυσῆν
τό χρυσοῦν - τοῦ χρυσοῦ - τῷ χρυσῷ - τό χρυσοῦν
Πληθυντικός αριθμός
οἱ χρυσοῖ - τῶν χρυσῶν - τοῖς χρυσοῖς - τούς χρυσοῦς
αἱ χρυσαῖ - τῶν χρυσῶν - ταῖς χρυσαῖς - τάς χρυσᾶς
τά χρυσᾶ - τῶν χρυσῶν - τοῖς χρυσοῖς - τά χρυσᾶ
Ενικός αριθμός
ὁ
χαλκοῦς - τοῦ χαλκοῦ - τῷ χαλκῷ - τόν χαλκοῦν
ἡ χαλκῆ - τῆς χαλκῆς - τῇ χαλκῇ - τήν χαλκῆν
τό χαλκοῦν - τοῦ χαλκοῦ - τῷ χαλκῷ - τό χαλκοῦν
Πληθυντικός αριθμός
οἱ χαλκοῖ - τῶν χαλκῶν - τοῖς χαλκοῖς - τούς χαλκοῦς
αἱ χαλκαῖ - τῶν χαλκῶν - ταῖς χαλκαῖς - τάς χαλκᾶς
τά χαλκᾶ - τῶν χαλκῶν - τοῖς χαλκοῖς - τά χαλκᾶ
Ενικός αριθμός
ὁ ἁπλοῦς - τοῦ ἁπλοῦ - τῷ ἁπλῷ - τόν ἁπλοῦν
ἡ ἁπλῆ - τῆς ἁπλῆς - τῇ ἁπλῇ - τήν ἁπλῆν
τό ἁπλοῦν - τοῦ ἁπλοῦ - τῷ ἁπλῷ - τό ἁπλοῦν
Πληθυντικός αριθμός
οἱ ἁπλοῖ - τῶν ἁπλῶν - τοῖς ἁπλοῖς - τούς ἁπλοῦς
αἱ ἁπλαῖ - τῶν ἁπλῶν - ταῖς ἁπλαῖς - τάς ἁπλᾶς
τά ἁπλᾶ - τῶν ἁπλῶν - τοῖς ἁπλοῖς - τά ἁπλᾶ
Κατά το (χρύσεος) χρυσοῦς κλίνονται: (κυάνεος) κυανοῦς, (κυανέα) κυανῆ, (κυάνεον) κυανοῦν· λινοῦς, λινῆ, λινοῦν· φοινικοῦς, φοινικῆ, φοινικοῦν· χαλκοῦς, χαλκῆ, χαλκοῦν κ.ά.
Όμοια κλίνονται τα πολλαπλασιαστικά
αριθμητικά σε -πλοῦς, -πλῆ, -πλοῦν: (ἁπλόος)
ἁπλοῦς, (ἁπλόη) ἁπλῆ, (ἁπλόον) ἁπλοῦν (γεν. τοῦ ἁπλοῦ, τῆς ἁπλῆς, τοῦ ἁπλοῦ κτλ.)· διπλοῦς, διπλῆ, διπλοῦν· τριπλοῦς, τριπλῆ, τριπλοῦν κτλ., καθώς και τα πολλαπλοῦς, -ῆ, -οῦν· ποσαπλοῦς, -ῆ, -οῦν.
β)
Δικατάληκτα με 3 γένη (σε -ους -ουν)
Ενικός αριθμός
ὁ ἡ εὔνους - τοῦ τῆς εὔνου - τῷ τῇ εὔνῳ - τὸν τὴν εὔνουν
τό εὔνουν - τοῦ εὔνου - τῷ εὔνῳ - τό εὔνουν
Πληθυντικός αριθμός
οἱ αἱ εὖνοι - τῶν εὔνων - τοῖς ταῖς εὔνοις - τοὺς τὰς εὔνους
τά εὔνοα - τῶν εὔνων - τοῖς εὔνοις - τά εὔνοα
Ενικός αριθμός
ὁ ἡ κουφόνους - τοῦ τῆς κουφόνου - τῷ τῇ κουφόνῳ - τὸν τὴν κουφόνουν
τό κουφόνουν - τοῦ κουφόνου - τῷ κουφόνῳ - τό κουφόνουν
Πληθυντικός αριθμός
οἱ αἱ κουφόνοι - τῶν κουφόνων - τοῖς ταῖς κουφόνοις - τοὺς τὰς κουφόνους
τά κουφόνοα - τῶν κουφόνων - τοῖς κουφόνοις - τά κουφόνοα
Ενικός αριθμός
ὁ ἡ ἄπλους - τοῦ τῆς ἄπλου - τῷ τῇ ἄπλῳ - τὸν τὴν ἄπλουν
τό ἄπλουν - τοῦ ἄπλου - τῷ ἄπλῳ - τό ἄπλουν
Πληθυντικός αριθμός
οἱ αἱ ἄπλοι - τῶν ἄπλων - τοῖς ταῖς ἄπλοις - τοὺς τὰς ἄπλους
τά ἄπλοα - τῶν ἄπλων - τοῖς ἄπλοις - τά ἄπλοα
Ενικός αριθμός
ὁ ἡ εὔπλους - τοῦ τῆς εὔπλου - τῷ τῇ εὔπλῳ - τὸν τὴν εὔπλουν
τό εὔπλουν - τοῦ εὔπλου - τῷ εὔπλῳ - τό εὔπλουν
Πληθυντικός αριθμός
οἱ αἱ εὖπλοι - τῶν εὔπλων - τοῖς ταῖς εὔπλοις - τοὺς τὰς εὔπλους
τά εὔπλοα - τῶν εὔπλων - τοῖς εὔπλοις - τά εὔπλοα
Ενικός αριθμός
ὁ ἡ εὔρους - τοῦ τῆς εὔρου - τῷ τῇ εὔρῳ - τὸν τὴν εὔρουν
τό εὔρουν - τοῦ εὔρου - τῷ εὔρῳ - τό εὔρουν
Πληθυντικός αριθμός
οἱ αἱ εὖροι - τῶν εὔρων - τοῖς ταῖς εὔροις - τοὺς τὰς εὔρους
τά εὔροα - τῶν εὔρων - τοῖς εὔροις - τά εὔροα
Ενικός αριθμός
ὁ ἡ ἄχρους - τοῦ τῆς ἄχρου - τῷ τῇ ἄχρῳ - τὸν τὴν ἄχρουν
τό ἄχρουν - τοῦ ἄχρου - τῷ ἄχρῳ - τό ἄχρουν
Πληθυντικός αριθμός
οἱ αἱ ἄχροι - τῶν ἄχρων - τοῖς ταῖς ἄχροις - τοὺς τὰς ἄχρους
τά ἄχροα - τῶν ἄχρων - τοῖς ἄχροις - τά ἄχροα
Ενικός αριθμός
ὁ ἡ εὔχρους - τοῦ τῆς εὔχρου - τῷ τῇ εὔχρῳ - τὸν τὴν εὔχρουν
τό εὔχρουν - τοῦ εὔχρου - τῷ εὔχρῳ - τό εὔχρουν
Πληθυντικός αριθμός
οἱ αἱ εὖχροι - τῶν εὔχρων - τοῖς ταῖς εὔχροις - τοὺς τὰς εὔχρους
τά εὔχροα - τῶν εὔχρων - τοῖς εὔχροις - τά εὔχροα
Κατά το εὔνους κλίνονται επίθετα σύνθετα με
δεύτερο συνθετικό τις λέξεις νοῦς, πλοῦς, ῥοῦς, χροῦς· π.χ. ἄνους, δύσνους, κακόνους, κουφόνους, σύννους· ἄπλους, δύσπλους, εὔπλους· εὔρους· ἄχρους, εὔχρους κ.ά.
Παρατηρήσεις
Τα συνηρημένα δευτερόκλιτα επίθετα:
1) σχηματίζονται όπως και τα αντίστοιχα
συνηρημένα ουσιαστικά της β΄ και της α΄ κλίσης·
2) δεν
έχουν κλητική.
Στα τρικατάληκτα συνηρημένα επίθετα σε
-οῦς
όλες οι πτώσεις και των τριών γενών τονίζονται στη λήγουσα, ακόμη και όταν δεν τονίζεται κανένα
από τα φωνήεντα που συναιρούνται (αντίθετα με τον κανόνα): (χρύσεος) χρυσοῦς — (σιδήρεος) σιδηροῦς — (ἀργύρεαι) ἀργυραῖ (από αναλογία προς τις πτώσεις που
τονίζονται κανονικά στη λήγουσα).
Στα δικατάληκτα συνηρημένα επίθετα σε
-ους:
1) το οα στο τέλος του πληθ. των
ουδετέρων μένει ασυναίρετο: εὔνοα, εὔχροα·
2) η λήγουσα -οι της ονομ. του πληθ. των
αρσενικών λογαριάζεται βραχύχρονη, αν και προκύπτει από συναίρεση: εὖνοι, εὖπλοι (από αναλογία προς τα ασυναίρετα:
οἱ φαῦλοι)·
3) όλες οι πτώσεις και των τριών γενών
τονίζονται στην παραλήγουσα, ακόμη και όταν η λήγουσα προκύπτει από συναίρεση
τονισμένου φωνήεντος: τοῦ
(εὐνόου) εὔνου, τῶν (εὐνόων) εὔνων (από αναλογία προς τους τύπους που
κανονικά τονίζονται στην παραλήγουσα: εὔνοος – εὔνους, εὔνοοι – εὖνοι κτλ.).
Αττικόκλιτα
επίθετα
Μερικά επίθετα κλίνονται κατά την αττική
δεύτερη κλίση και λέγονται αττικόκλιτα. Των επιθέτων αυτών το αρσενικό και το
θηλυκό λήγει σε -ως και το ουδέτερο σε -ων.
Παρατηρήσεις
Τα αττικόκλιτα επίθετα:
1) είναι
δικατάληκτα: ὁ,
ἡ ἀγήρως, τὸ ἀγήρων — ὁ, ἡ ἀξιόχρεως, τὸ ἀξιόχρεων — ὁ, ἡ λεπτόγεως, τό λεπτόγεων (= αυτός που
έχει γη λεπτή, όχι λιπαρή) κ.ά.· τρικατάληκτο
είναι μόνο το επίθ. πλέως, πλέα, πλέων (που το θηλυκό του σχηματίζεται κατά
την α΄ κλίση)· αλλά τα σύνθετά του είναι δικατάληκτα: ὁ, ἡ ἔμπλεως, τὸ ἔμπλεων·
2) στην ονομαστ., αιτιατ. και κλητ. του
πληθυντικού του ουδετέρου έχουν κατάληξη -α κατά τα ουδέτερα της κοινής β΄
κλίσης: ἵλεα, ἀξιόχρεα (όπως: δίκαια).
Ενικός αριθμός
ὁ ἡ ἵλεως - τοῦ τῆς ἵλεω - τῷ τῇ ἵλεῳ - τὸν τὴν ἵλεων - (ὦ) ἵλεως
τό ἵλεων - τοῦ ἵλεω - τῷ ἵλεῳ - τό ἵλεων - (ὦ) ἵλεων
Πληθυντικός αριθμός
οἱ αἱ ἵλεῳ - τῶν ἵλεων - τοῖς ταῖς ἵλεῳς - τοὺς τὰς ἵλεως - (ὦ) ἵλεῳ
τά ἵλεα - τῶν ἵλεων - τοῖς ἵλεῳς - τά ἵλεα - (ὦ) ἵλεα
Ενικός αριθμός
ὁ ἡ ἀγήρως - τοῦ τῆς ἀγήρω - τῷ τῇ ἀγήρῳ - τὸν τὴν ἀγήρων - (ὦ) ἀγήρως
τό ἀγήρων - τοῦ ἀγήρω - τῷ ἀγήρῳ - τό ἀγήρων - (ὦ) ἀγήρων
Πληθυντικός αριθμός
οἱ αἱ ἀγήρῳ - τῶν ἀγήρων - τοῖς ταῖς ἀγήρῳς - τοὺς τὰς ἀγήρως - (ὦ) ἀγήρῳ
τά ἀγήρα - τῶν ἀγήρων - τοῖς ἀγήρῳς - τά ἀγήρα - (ὦ) ἀγήρα
Ενικός αριθμός
ὁ ἡ ἀξιόχρεως - τοῦ τῆς ἀξιόχρεω - τῷ τῇ ἀξιόχρεῳ - τὸν τὴν ἀξιόχρεων - (ὦ) ἀξιόχρεως
τό ἀξιόχρεων - τοῦ ἀξιόχρεω - τῷ ἀξιόχρεῳ - τό ἀξιόχρεων - (ὦ) ἀξιόχρεων
Πληθυντικός αριθμός
οἱ αἱ ἀξιόχρεῳ - τῶν ἀξιόχρεων - τοῖς ταῖς ἀξιόχρεῳς - τοὺς τὰς ἀξιόχρεως - (ὦ) ἀξιόχρεῳ
τά ἀξιόχρεα - τῶν ἀξιόχρεων - τοῖς ἀξιόχρεῳς - τά ἀξιόχρεα - (ὦ) ἀξιόχρεα
Ενικός αριθμός
ὁ
πλέως - τοῦ πλέω - τῷ πλέῳ - τόν πλέων - (ὦ) πλέως
ἡ πλέα - τῆς πλέας - τῇ πλέᾳ - τήν πλέαν - (ὦ) πλέα
τό πλέων - τοῦ πλέω - τῷ πλέῳ - τό πλέων - (ὦ) πλέων
Πληθυντικός αριθμός
οἱ πλέῳ - τῶν πλέων - τοῖς πλέῳς - τούς πλέως - (ὦ) πλέῳ
αἱ πλέαι - τῶν πλέων - ταῖς πλέαις - τάς πλέας - (ὦ) πλέαι
τά πλέα - τῶν πλέων - τοῖς πλέῳς - τά πλέα - (ὦ) πλέα
Ενικός αριθμός
ὁ ἡ ἔμπλεως - τοῦ τῆς ἔμπλεω - τῷ τῇ ἔμπλεῳ - τὸν τὴν ἔμπλεων - (ὦ) ἔμπλεως
τό ἔμπλεων - τοῦ ἔμπλεω - τῷ ἔμπλεῳ - τό ἔμπλεων - (ὦ) ἔμπλεων
Πληθυντικός αριθμός
οἱ αἱ ἔμπλεῳ - τῶν ἔμπλεων - τοῖς ταῖς ἔμπλεῳς - τοὺς τὰς ἔμπλεως - (ὦ) ἔμπλεῳ
τά ἔμπλεα - τῶν ἔμπλεων - τοῖς ἔμπλεῳς - τά ἔμπλεα - (ὦ) ἔμπλεα