Fossati Gaspard
Κωνσταντίνος
Καβάφης «Πάρθεν»
Αυτές τες μέρες διάβαζα δημοτικά
τραγούδια,
για τ’ άθλα των κλεφτών και τους
πολέμους,
πράγματα συμπαθητικά· δικά μας,
Γραικικά.
Διάβαζα και τα πένθιμα για τον χαμό της
Πόλης
«Πήραν την Πόλη, πήραν την· πήραν την
Σαλονίκη».
Και την Φωνή που εκεί που οι δυο
εψέλναν,
«ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης»,
ακούσθηκε κ’ είπε να πάψουν πια
«πάψτε παπάδες τα χαρτιά και κλείστε τα
βαγγέλια»
πήραν την Πόλη, πήραν την· πήραν την
Σαλονίκη.
Όμως απ’ τ’ άλλα πιο πολύ με άγγιξε το
άσμα
το Τραπεζούντιον με την παράξενή του
γλώσσα
και με την λύπη των Γραικών των
μακρινών εκείνων
που ίσως όλο πίστευαν που θα σωθούμε
ακόμη.
Μα αλίμονον μοιραίον πουλί «απαί την
Πόλην έρται»
με στο «φτερούλν’ αθε χαρτίν
περιγραμμένον
κι ουδέ στην άμπελον κονεύ’ μηδέ στο
περιβόλι
επήγεν και εκόνεψεν στου κυπαρίσ’ την
ρίζαν».
Οι αρχιερείς δεν δύνανται (ή δεν
θέλουν) να διαβάσουν
«Χέρας υιός Γιανίκας έν» αυτός το
παίρνει το χαρτί,
και το διαβάζει κι ολοφύρεται.
«Σίτ’ αναγνώθ’ σίτ’ ανακλαίγ’ σίτ’
ανακρούγ’ την κάρδιαν.
Ν’ αοιλλή εμάς, να βάι εμάς, η Pωμανία
πάρθεν.»
[Μάρτιος 1921]
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης συνθέτει το «Πάρθεν»
-που ανήκει στα Κρυμμένα ποιήματά του- αντλώντας την έμπνευσή του από δημοτικά
τραγούδια∙ στοιχείο που το καθιστά ξεχωριστό, αφού οι συνήθεις πηγές έμπνευσής
του για ανάλογα ποιήματα ιστορικού περιεχομένου προέρχονται από ιστορικά
αναγνώσματα ή άλλα κείμενα πολύ παλαιότερων περιόδων. Το ενδιαφέρον, πάντως,
του Καβάφη για τα δημοτικά αυτά ποιήματα μπορεί να αιτιολογηθεί αφενός με βάση
την καταγωγή του από την Κωνσταντινούπολη και, άρα, την εύλογη συγκίνηση που
του προκαλούν αναφορές στην άλωση της Πόλης, κι αφετέρου λόγω της προφανούς
αγάπης του ποιητή για κάθε έκφανση του ελληνικού λόγου. Η «παράξενη» ποντιακή
διάλεκτος μιλά στην ψυχή του Καβάφη, που τόσο εκτιμούσε τον εκτός των ελληνικών
συνόρων ελληνισμό.
[Πάρθεν:
γ΄ ενικό παθητικού αορίστου του ποντιακού ρήματος επαίρω = επάρθηκε, αλώθηκε
(εάλω).]
Αυτές τες μέρες διάβαζα δημοτικά
τραγούδια,
για τ’ άθλα των κλεφτών και τους
πολέμους,
πράγματα συμπαθητικά∙ δικά μας,
Γραικικά.
Το ποίημα ξεκινά με μια αναφορά του
ποιητή στον εαυτό του -αυτοαναφορικότητα- και στην πρόσφατη ενασχόλησή του με
τα δημοτικά τραγούδια, εξηγώντας κατ’ αυτό τον τρόπο τη γένεση του ποιήματός
του. Τα δημοτικά τραγούδια που διαβάζει ο Καβάφης είναι κυρίως κλέφτικα και
ιστορικά∙ εκείνα, δηλαδή, που αντιστοιχούν περισσότερο στα ενδιαφέροντά του.
Ο ποιητής χαρακτηρίζει τα κατορθώματα
των κλεφτών και τις πολεμικές περιπέτειες των Ελλήνων που καταγράφονται στα
δημοτικά αυτά τραγούδια, πράγματα «συμπαθητικά», προκειμένου να τονίσει την
ιδιαίτερη συγκίνηση που του προκαλούν, κι ακόμη περισσότερο τα χαρακτηρίζει
πράγματα «δικά μας», «Γραικικά», καθιστώντας σαφή τον συγκινησιακό αντίκτυπο
που έχουν οι σχετικές αναφορές σε όλους τους Έλληνες, είτε πρόκειται γι’ αυτούς
που βρίσκονται στον κυρίως ελληνικό χώρο, είτε σ’ αυτούς που, όπως ο ίδιος ο
ποιητής, βρίσκονται σε περιοχές του ευρύτερου ελληνισμού. Τα δραματικά βιώματα
των Ελλήνων που προέκυψαν από τις αναμετρήσεις τους με τους Οθωμανούς και οι
μεγάλες απώλειες, όπως ήταν αυτή της Κωνσταντινούπολης, αποτελούν αναπόσπαστο
κομμάτι της ελληνικής ταυτότητας.
Ο Καβάφης, μάλιστα, επιλέγει να
χρησιμοποιήσει τον όρο «Γραικικά», αντί για το πλησιέστερο στην καβαφική γλώσσα
«Ελληνικά», θέλοντας να φανερώσει το πόσο ταυτίζεται ως Έλληνας με τη δημοτική
παράδοση, αλλά και με την οδυνηρή περίοδο που ξεκίνησε για το ελληνικό έθνος
ύστερα από την άλωση της Πόλης. Ο ποιητής που ανατρέχει συνήθως στην
αλεξανδρινή περίοδο για να αντλήσει την έμπνευσή του∙ ο ποιητής που δείχνει να
νοσταλγεί περισσότερο τις ένδοξες στιγμές του γεωγραφικά εξαπλωμένου ελληνισμού
των χρόνων της ύστερης αρχαιότητας, εκφράζει εδώ τη βαθιά συγκίνηση που του
προκαλούν ο λαϊκός, δημοτικός λόγος και τα γεγονότα που σημάδεψαν τα πιο
σκοτεινά χρόνια του ελληνισμού.
Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί πως ο όρος
«Γραικοί» που άρχισε να χρησιμοποιείται κυρίως στην προεπαναστατική Ελλάδα,
ήταν γνωστός ήδη από την αρχαιότητα και αναφέρεται ως ονομασία των Ελλήνων κι
από τον Αριστοτέλη στο έργο του Μετεωρολογικά (I, 352α).
Ο αυτοαναφορικός τρόπος με τον οποίο ο
Καβάφης ξεκινά το «Πάρθεν» μας παραπέμπει στο ποίημά του «Καισαρίων», όπου
επιλέγει έναν παρόμοιο τρόπο εκκίνησης, φανερώνοντας παράλληλα την πηγή της
ποιητικής του έμπνευσης: «Εν μέρει για να εξακριβώσω μια εποχή, / εν μέρει και
την ώρα να περάσω, / την νύχτα χθες πήρα μια συλλογή / επιγραφών των Πτολεμαίων
να διαβάσω».
Ο Γ. Π. Σαββίδης γράφει τα ακόλουθα για
τους εισαγωγικούς στίχους του ποιήματος: «Μολονότι η μελέτη δημοτικών
τραγουδιών από τον Κ. μαρτυρείται ήδη στα 1914, ο ποιητής πιθανώς εδώ
αναφέρεται στην ειδική απασχόλησή του με την σύνταξη μαθητικής ανθολογίας για
τον Εκπαιδευτικό Όμιλο της Αιγύπτου. Η απασχόληση αυτή μπορεί να χρονολογηθεί
μεταξύ Αυγούστου 1919 και Σεπτεμβρίου 1920.»
Διάβαζα και τα πένθιμα για τον χαμό της
Πόλης
«Πήραν την Πόλη, πήραν την∙ πήραν την
Σαλονίκη».
Και την Φωνή που εκεί που οι δυο
εψέλναν,
«ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης»,
ακούσθηκε κ’ είπε να πάψουν πια
«πάψτε παπάδες τα χαρτιά και κλείστε τα
βαγγέλια»
πήραν την Πόλη, πήραν την∙ πήραν την
Σαλονίκη.
Πέρα από τα κλέφτικα ποιήματα, ο
Καβάφης διαβάζει και τα πένθιμα εκείνα για τον χαμό της Πόλης, που εύλογα του
προκαλούν μεγάλη συγκίνηση, εφόσον η άλωση της Κωνσταντινούπολης σήμανε το
τέλος μιας λαμπρής πορείας για το ελληνικό έθνος. Ο ποιητής, μάλιστα, νιώθει σε
τέτοιο βαθμό τη δύναμη του δημοτικού λόγου να περνά στους αναγνώστες του συγκίνηση
και ρίγος για τα δραματικά γεγονότα που καταγράφει, ώστε προχωρά στην αυτούσια
παράθεση εκτενών αποσπασμάτων από τα δημοτικά αυτά τραγούδια. Πρόκειται για τις
εκτενέστερες παραθέσεις κειμένων που συναντάμε στην καβαφική ποίηση.
Η άλωση της Θεσσαλονίκης (Μάρτης 1430)
και κυρίως η άλωση της Κωνσταντινούπολης (Τρίτη, 29 Μαΐου 1453) αποτέλεσαν
γεγονότα με τρομερές συνέπειες για τον ελληνισμό, αφού σήμαναν με τον πλέον
απόλυτο τρόπο το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και το ξεκίνημα μιας
δυσβάσταχτης για τους Έλληνες υποδούλωσης στους Οθωμανούς. Μια οδυνηρή
πραγματικότητα που αποδίδεται στο δημοτικό τραγούδι για την Άλωση, που
παραθέτει ο Καβάφης, με το επιτακτικό κάλεσμα προς τους παπάδες να κλείσουν τα
χαρτιά που διαβάζουν, να κλείσουν τα ευαγγέλια, και να πάψουν τις ψαλμωδίες,
αφού τώρα πια όλα είναι μάταια∙ αφού τώρα πια οι Τούρκοι πήραν την
Κωνσταντινούπολη. Οι προσευχές και οι ικεσίες δεν έχουν τίποτε να προσφέρουν∙ ο
χαμός της Πόλης συντελέστηκε κι είναι οριστικός.
Ο Γ. Π. Σαββίδης επισημαίνει σχετικά με
την πηγή των δημοτικών τραγουδιών: «Λόγια πηγή του ποιήματος είναι η συλλογή
του Αρνόλδου Passow, Τραγούδια
Ρωμαίικα – Popularia carmina
Graeciae recentioris, Λιψία 1860, αρ. cxciv και
cxcv, και ιδίως ο αρ. cxcviii. Ο Κ., αντιγράφοντας τους στίχους που
τον ενδιέφεραν να ενσωματώσει, αλλοίωσε κάπως το πρωτότυπο, ορθογραφικά μα και
συντακτικά – με μια απροσδόκητη μετρική συνέπεια, όπως παρατήρησεν ο Peter Mackridge: 15 απαί: απέ // 16 με στο φτερούλιν:
και στ’ άλλο το φτερούλν’ // 18 κυπαρίσ’: κυπαρέσσ’ // 23 αοιλλή: αοιλλοί.»
Όμως απ’ τ’ άλλα πιο πολύ με άγγιξε το
άσμα
το Τραπεζούντιον με την παράξενή του
γλώσσα
και με την λύπη των Γραικών των μακρινών
εκείνων
που ίσως όλο πίστευαν που θα σωθούμε
ακόμη.
Ο Καβάφης σχολιάζει πως, αν και τον
συγκίνησαν όλα τα σχετικά με την Άλωση τραγούδια, εκείνο που τον άγγιξε
περισσότερο ήταν αυτό που προέρχεται από την Τραπεζούντα, με την «παράξενη»
γλώσσα του, που εκφράζει τη λύπη των Γραικών από τα μακρινά μέρη του Εύξεινου
Πόντου. Ο Καβάφης αναγνωρίζει στο ποντιακό άσμα τόσο τη θλίψη των εκεί Ελλήνων
για το χαμό της Πόλης, όσο και την κρυφή ελπίδα τους πως ίσως υπάρχει ακόμη η
δυνατότητα να αντιστραφεί η κατάσταση και οι Έλληνες να σωθούν απ’ την φονική
επέλαση των Οθωμανών.
Ο Καβάφης, που μελετά και θαυμάζει τις
ποικίλες εκφάνσεις του ελληνικού λόγου σε όλη του τη μακραίωνη ιστορική πορεία,
δεν μπορεί παρά να εκτιμήσει και να θαυμάσει την ηχητική και λεκτική ποιότητα
της ποντιακής διαλέκτου. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, αφού στα άσματα του
ποντιακού λαού εκφράζεται με τρόπο απερίφραστο η αναγνώριση της κοινής
ελληνικής ταυτότητας και ο πόνος για την απώλεια των μεγάλων κέντρων του
ελληνισμού. Οι Έλληνες του Πόντου θρηνούν για την άλωση της Πόλης με την ίδια
οδύνη που αισθάνονται κι οι Έλληνες του κυρίως ελληνικού χώρου∙ κάτι που
φανερώνει πως η ελληνική συνείδηση και η αγάπη για τον ελληνισμό δεν
καθορίζεται με τοπικούς προσδιορισμούς.
Ό,τι διαφοροποιεί, ίσως, τους Έλληνες
του Πόντου είναι πως εκείνοι διατηρούν, όπως το διαπιστώνει ο ποιητής, την
ελπίδα πως υπάρχει ακόμη η δυνατότητα να διασωθούν οι Έλληνες και να γλιτώσουν
από την μανία των Τούρκων. Μια μάταιη ελπίδα που αν συνδυαστεί με την εποχή σύνθεσης
του ποιήματος (1921), του προσδίδει μια επιπλέον ιστορική διάσταση, εφόσον το
συνδέει με τα τραγικά γεγονότα της πραγματοποιούμενης εκείνα τα χρόνια
γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου από τους Νεότουρκους. Ο Καβάφης επιλέγει
-πιθανώς- το θρηνητικό ποντιακό άσμα, όχι τόσο για να αναφερθεί στην άλωση της
Πόλης, αλλά για να στηλιτεύσει έμμεσα τους εκτοπισμούς των Ελλήνων από την
περιοχή του Πόντου, και για να δηλώσει τον πόνο του για τις μαζικές σφαγές των
εκεί Ελλήνων.
Μα αλίμονον μοιραίον πουλί «απαί την
Πόλην έρται»
με στο «φτερούλν’ αθε χαρτίν
περιγραμμένον
κι ουδέ στην άμπελον κονεύ’ μηδέ στο
περιβόλι
επήγεν και εκόνεψεν στου κυπαρίσ’ την
ρίζαν».
Οι αρχιερείς δεν δύνανται (ή δεν
θέλουν) να διαβάσουν
«Χέρας υιός Γιανίκας έν» αυτός το
παίρνει το χαρτί,
και το διαβάζει κι ολοφύρεται.
«Σίτ’ αναγνώθ’ σίτ’ ανακλαίγ’ σίτ’
ανακρούγ’ την κάρδιαν.
Ν’ αοιλλή εμάς, να βάι εμάς, η Pωμανία
πάρθεν.»
Τα νέα για την άλωση της
Κωνσταντινούπολης φτάνουν στην Τραπεζούντα μ’ ένα μοιραίο πουλί, το οποίο έχει
στη μια του φτερούγα ένα γράμμα∙ ένα χαρτί γραμμένο. Ένα μοιραίο πουλί που δεν
σταματά το ταξίδι του μήτε σε κάποιο αμπέλι, μήτε στο περιβόλι, αλλά στη ρίζα
ενός κυπαρισσιού, δημιουργώντας έτσι δυσοίωνες συσχετίσεις σχετικά με την
είδηση που έχει φέρει. Οι αρχιερείς της πόλης δεν μπορούν ή καλύτερα δεν θέλουν
να διαβάσουν το μήνυμα που έχει μόλις φτάσει, φοβούμενοι προφανώς πως πρόκειται
για κάτι το πολύ δυσάρεστο. Ο γιος μιας χήρας είναι τελικά αυτός που θα πάρει
το χαρτί στα χέρια του και θ’ αρχίσει να θρηνεί μόλις το διαβάσει.
Αμέσως, εκεί στη ρίζα του κυπαρισσιού
το διαβάζει και κλαίει∙ αμέσως το διαβάζει και συνταράσσεται η καρδιά του. Αλί
σ’ εμάς, αναφωνεί, ο νέος, αλίμονο σ’ εμάς, η Ρωμανία αλώθηκε.
Ας σημειωθεί πως με τη λέξη Ρωμανία
δηλώνεται η Πόλη και κατ’ επέκταση η ανατολική Χριστιανοσύνη.
Με το ποίημα αυτό και με τις επιλογές
από τα δημοτικά μας τραγούδια, ο Αλεξανδρινός ποιητής έρχεται να δηλώσει πως η
οδύνη για την απώλεια της Πόλης υπήρξε κοινή και παρόμοιας έντασης για όλους
τους Έλληνες, όπου κι αν βρίσκονταν αυτοί. Από την Αίγυπτο μέχρι τον Πόντο κι
από την κυρίως Ελλάδα μέχρι το πιο απομακρυσμένο σημείο του ελληνισμού, όλοι
ένιωσαν τη σημασία αυτού του γεγονότος κι όλοι κατάλαβαν σε πόσο επώδυνη
δοκιμασία θα έμπαινε ο ήδη πολλαπλά δοκιμασμένος ελληνισμός.
Τα
δημοτικά τραγούδια που αξιοποίησε ο Καβάφης από τη συλλογή του Passow:
CXCIV
ΑΛΩΣΙΣ
ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ
Πήραν την πόλι, πήραν την, πήραν τη
Σαλονίκη,
Πήραν και την αγιά Σοφιά, το μέγα
μοναστήρι,
Πούχε τρακόσια σήμαντρα κ’ εξήντα δυό
καμπάναις∙
Κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και
διάκος.
Σιμά ναβγούν τα άγια κι’ ο βασιλιάς του
κόσμου,
Φωνή τους ήρτ’ εξ ουρανού αγγέλων απ’
το στόμα∙
«Αφήτ’ αυτή την ψαλμωδιά, να χαμηλώσουν
τ’ άγια∙
Και στείλτε λόγο στην Φραγκιά, νάρτουνε
να τα πιάσουν,
Να πάρουν τον χρυσό σταυρό και τ’ άγιο
το βαγγέλιο,
Και την αγία τράπεζα, να μην την
αμολύνουν.» -
Σαν τ’ άκουσεν η Δέσποινα, δακρύζουν η
εικόνες∙
«Σώπασε κυρά Δέσποινα, μην κλαίγης, μη
δακρύζης∙
Πάλε με χρόνους, με καιρούς, πάλε δικά
σας είναι.»
CXCV
Η
ΑΛΩΣΙΣ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ
Σημαίν’ ο Θιός, σημαίν’ η γη, σημαίνουν
τα πουράνια,
Σημαίνει κ’ η αγιά Σοφιά, το μέγα
μοναστήρι,
Με τετρακόσια σήμαντρα, μ’ εξήντα δυό
καμπάναις,
Πώχει τριακόσιαις καλογριαίς και
χίλιους καλογέρους∙
Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο
πατριάρχης∙
Φωνή τους ήρτ’ από το Θιό κι’ απ’ την
αγγέλου κρίσι∙
«Πάψτε παπάδες τα χαρτιά και κλείστε τα
βαγγέλια∙
Πήραν την Πόλι, πήρανε, πήραν την
Σαλονίκη,
Πήραν και την αγιά Σοφιά, το μέγα
μοναστήρι,
Πήραν παιδιά ‘π’ το δάσκαλο, κοράσι’
απ’ το γκεργκέφι,
Πήρανε μανάδες με παιδιά, κυράδες με
τους άντρες.» -
CXCVIII
ΤΡΑΠΕΖΟΥΣ
Την πόλιν όταν έκτιζεν ο Ζάπι
Κωνσταντίνων,
Είχεν πορτάρους δίκλοπους κι’ αφέντας
φοβετσάρους,
Είχεν και σκύλον μάρμαρον, που εδούνεν
τα κλειδία.
...
Κ’ έναν πουλίν, καλόν πουλίν κι’ απέ
την πόλιν έρται,
Και τ’ έναν το φτερούλν’ αθε στ’ αίμαν
έτον βαμμένον,
Και στ’ άλλο το φτερούλν’ αθε χαρτίν
περιγραμμένον,
Κι’ ουδέ στην άμπελον κόνευ’ μηδέ στο
περιβόλι,
Επήγεν και εκόνεψεν στου κυπαρρέσ’ την
ρίζαν.
Έρχονται χίλιοι πατριάρχ’ και μύριοι
δεσποτάδες,
Κανείς ατό πάλ’ κι’ αναγνώθ’, κανείς
ξάν κι’ αναγνώθει.
Χέρας υιός Γιανίκας έν’, ατός ατ’
αναγνώθει.
Σίτ’ αναγνώθ’, σίτ’ ανακλαίγ’, σίτ’
ανακρούγ’ τήν κάρδιαν∙
Ν’ αοιλλοί εμάς, νά βάι εμάς, η Ρωμανία
πάρθεν,
Επάρθαν τά προπύλαια καί τά
βασιλοσκάμνια,
Επάρθαν καί αι εκκλησιαίς κι’ όλα τα
μοναστήρια,
Επάρθεν και Αγεσοφιά, το μέγαν
μοναστήριν∙
Είχεν σαράντα καλογέρ’ς κ’ εξηνταπέντε
διάκους∙
Είχεν δώδεκα σήμαντρα, δεκαοχτώ
καμπάνας∙
Είχεν και την εγάπην μου στ’ έναν καφές
κρυμμένην.
Τον κόσμον εδιαπάτεσα, την γην τροχόν
εποίκα,
Κι’ αμόν εσέν το κοράσιον στην
οικουμένην ‘κ εύρα∙
Τ’ ομμάτια σ’ κόφνε τόν πασάν, τ’
οφρύδια στον βεζύρην,
Κι’ ατό τό ματοχόσιαμαν σκοτόν’ εμέν
κι’ άλλ’ έναν.
Το
ζήτημα του Πόντου
Πριν ακόμη υπογραφεί η ανακωχή στο
Μούδρο, Πόντιοι πρόσφυγες στον Καύκασο και στην Ευρώπη άρχισαν να οργανώνονται
και να συντονίζουν τις ενέργειές τους για την προβολή και προώθηση των εθνικών
τους διεκδικήσεων.
Το Φεβρουάριο του 1918, σε ένα πρώτο
συνέδριό τους στη Μασσαλία, όπου πρωτοστάτησε ο Μ. Κωνσταντινίδης, καθώς και σε
ένα δεύτερο στο Βατούμ, τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου, οι αντιπρόσωποι των
διαφόρων ποντιακών οργανώσεων εξέφραζαν το εθνικό τους αίτημα για τη δημιουργία
ανεξάρτητου Ποντιακού κράτους. Λίγους μήνες αργότερα, πάλι στη Μασσαλία,
εξετάστηκε για πρώτη φορά η προοπτική ιδρύσεως ενός Ποντοαρμενικού κράτους
(Νοέμβριος 1918) και εκλέχτηκε πενταμελής επιτροπή που, με την υποστήριξη όπως
ήλπιζε της ελληνικής διπλωματικής αντιπροσωπείας, θα προωθούσε τις ποντιακές
διεκδικήσεις στο Συνέδριο της Ειρήνης. Οι απόψεις όμως του Βενιζέλου σχετικά με
το ποντιακό ζήτημα, που σχηματίστηκαν με βάση τις εκθέσεις του ειδικού
στρατιωτικού εκπροσώπου του στον Πόντο συνταγματάρχη Καθενιώτη, όπως ο Έλληνας
πρωθυπουργός τις εξέφρασε και σε δηλώσεις του προς τον τύπο τον Ιανουάριο του
1919, έτειναν προς τη λύση συνεργασίας του ελληνικού και αρμενικού στοιχείου σε
ένα αρμενικό κράτος. Σ’ αυτή τη λύση προσανατολίζονταν και Ελληνοαρμενικοί
κύκλοι στην Κωνσταντινούπολη, συγκεκριμένα το Αρμενικό Πατριαρχείο, το
Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και το Ελληνικό Συμβούλιο. Αντίθετα τα αιτήματα
των Ποντίων για ανεξάρτητο κράτος και ακόμη περισσότερο για ένωση με την Ελλάδα
κρίνονταν από το Βενιζέλο τουλάχιστον ως ουτοπικά. Οι δηλώσεις του Έλληνα
πρωθυπουργού προκάλεσαν θύελλα αντιδράσεων των ποντιακών οργανώσεων, που με
διαβήματά τους προς τους αντιπροσώπους των Δυνάμεων στο Παρίσι επέμεναν στην
ένωση του Πόντου με την Ελλάδα.
Στις 22 Ιανουαρίου/4 Φεβρουαρίου,
αναπτύσσοντας ο Βενιζέλος στο Ανώτατο Συμβούλιο τις ελληνικές διεκδικήσεις,
εξέφρασε την αντίθεσή του για τη δημιουργία Ποντιακής Δημοκρατίας και
υποστήριξε την ένταξη της Τραπεζούντας στο Αρμενικό κράτος. Η υποχωρητικότητα
του Έλληνα πρωθυπουργού σε αίτημα, που είχε ελάχιστες πιθανότητες να γίνει
δεκτό, αποσκοπούσε στην αποτελεσματικότερη προβολή των υπόλοιπων εθνικών
διεκδικήσεων. Όπως ήταν φυσικό όμως προκάλεσε και πάλι αντιδράσεις των Ποντίων,
που στην Κωνσταντινούπολη εκδηλώθηκαν με την υποβολή υπομνημάτων προς τους
αρμοστές των Δυνάμεων, στα οποία επαναλάμβαναν το αίτημα της ενώσεως με την
Ελλάδα ή τουλάχιστον της δημιουργίας «Ελληνικής Δημοκρατίας του Πόντου».
Εξάλλου, ένα νέο ποντιακό συμβούλιο στο Βατούμ ζήτησε από την ελληνική
κυβέρνηση να στείλει στρατεύματα για να καταλάβει τον Πόντο (τέλη Φεβρουαρίου
1919).
Η συμμετοχή της Ελλάδος στην εκστρατεία
της Ουκρανίας ανάγκασε το Βενιζέλο να αναθεωρήσει κάπως την ποντιακή του
πολιτική: χιλιάδες Έλληνες της νότιας Ρωσίας, που διώκονταν από το νέο ρωσικό
καθεστώς, κατέφευγαν στον Πόντο, ενισχύοντας αριθμητικά τον ελληνικό πληθυσμό
της περιοχής.
Από τον Απρίλιο του 1919 η εκπροσώπηση
των ποντιακών διεκδικήσεων ανατίθεται στο μητροπολίτη Χρύσανθο, που πείθεται να
υιοθετήσει τη συμβιβαστική άποψη του Βενιζέλου για ομοσπονδιακό Αρμενικό
κράτος, όπου θα ίσχυε για τους Έλληνες καθεστώς αυτονομίας. Στις επαφές του με
τους ιθύνοντες του Συνεδρίου ο μητροπολίτης συνάντησε ευνοϊκή αποδοχή των
απόψεών του. Ο Ουίλσον, ο Κλεμανσώ και ο Ταρντιέ έδειξαν διατεθειμένοι να
υποστηρίξουν τις προτάσεις του, που αντίθετα προκάλεσαν την αντίδραση τόσο των
Αρμενίων όσο και των Ελλήνων του Πόντου.
Την 1/4 Μαΐου 1919 οι εκπρόσωποι των
Ποντίων στο Παρίσι με υπόμνημά τους στη Συνδιάσκεψη επιμένουν στη δημιουργία
ανεξάρτητης Ποντιακής δημοκρατίας κάτω από την ελληνική προστασία ή με εντολή (mandat) των ΗΠΑ. Αλλά τα αλλεπάλληλα
αντιφατικά διαβήματα των ενδιαφερομένων μερών εξάντλησαν την υπομονή των
Συνέδρων και είχαν αρνητικές επιπτώσεις στην ποντιακή υπόθεση. Ο Βρετανός
αρμόδιος Forbes
Adam, που μελέτησε τις προτάσεις
του Χρύσανθου, αποφάνθηκε ότι η δημιουργία αυτόνομου κράτους στον Πόντο θα
εγκαινίαζε νέα σειρά ποντιακών αξιώσεων για ένωση με την Ελλάδα και επικίνδυνο
προηγούμενο για ανάλογες διεκδικήσεις των υπολοίπων μειονοτήτων της Αρμενίας.
Από τον Απρίλιο του 1919 οι Πόντιοι
προσανατολίζονται στη δημιουργία εθνικού στρατού για την απόκτηση της
ανεξαρτησίας τους. Παράλληλα ο Χρύσανθος, επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη
το Σεπτέμβριο του 1919, συζητεί με Τούρκους ιθύνοντες και αντιπροσώπους του
Κεμάλ την προοπτική αυτονομίας του Πόντου με ισοπολιτεία Τούρκων και Ελλήνων
υπό την κηδεμονία της Κοινωνίας των Εθνών.
Τελικά όμως προκρίθηκε η λύση Ποντοαρμενικής
ομοσπονδίας και τον Ιανουάριο του 1920 υπογράφηκε σχετική συμφωνία από το
μητροπολίτη Χρύσανθο και τον πρόεδρο της Αρμενικής Δημοκρατίας Χατισιάν.
Συμφωνήθηκε ακόμη στρατιωτική συνεργασία Ελλάδος και Αρμενίας για την προστασία
του Πόντου από τουρκικά στρατεύματα. Η άρνηση των Άγγλων να επιτρέψουν την
εφαρμογή του στρατιωτικού μέρους της συμφωνίας και τη συγκρότηση εθνικών
ποντιακών ταγμάτων συνετέλεσε στην ήττα των Αρμενίων στο Ερζερούμ, στη
συνθηκολόγησή τους με τον Κεμάλ (Δεκέμβριος 1920) και στην εγκατάλειψη του
ποντιακού πληθυσμού στο έλεος των τουρκικών στρατευμάτων.
[Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος
ΙΕ, Εκδοτική Αθηνών]