Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Κωνσταντίνος Καβάφης «Ο Βασιλεύς Δημήτριος»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
David Forman

Κωνσταντίνος Καβάφης «Ο Βασιλεύς Δημήτριος»

Ώσπερ ου βασιλεύς, αλλ’ υποκριτής, μεταμ-
φιέννυται χλαμύδα φαιάν αντί της τραγικής
        εκείνης, και διαλαθών υπεχώρησεν.

                Πλούταρχος, Βίος Δημητρίου

Σαν τον παραίτησαν οι Μακεδόνες
κι απέδειξαν πως προτιμούν τον Πύρρο
ο βασιλεύς Δημήτριος (μεγάλην
είχε ψυχή) καθόλου — έτσι είπαν —
δεν φέρθηκε σαν βασιλεύς. Επήγε
κ’ έβγαλε τα χρυσά φορέματά του,
και τα ποδήματά του πέταξε
τα ολοπόρφυρα. Με ρούχ’ απλά
ντύθηκε γρήγορα και ξέφυγε.
Κάμνοντας όμοια σαν ηθοποιός
που όταν η παράστασις τελειώσει,
αλλάζει φορεσιά κι απέρχεται.

Στο ιστοριογενές αυτό ποίημα ο Κωνσταντίνος Καβάφης επιλέγει ένα στιγμιότυπο από τον πολυτάραχο βίο του βασιλιά της Μακεδονίας Δημήτριου Α΄ του Πολιορκητή (337 – 283 π.Χ.). Ο Δημήτριος Α΄ κατόρθωσε να ανακηρυχτεί βασιλιάς από τη στρατιωτική συνέλευση των Μακεδόνων το 294 π.Χ., αφού πρώτα έβαλε να σκοτώσουν τον Αλέξανδρο, γιο και διάδοχο του Κασσάνδρου βασιλιά της Μακεδονίας που πέθανε το καλοκαίρι του 298 π.Χ. Ο Δημήτριος Α΄ ο Πολιορκητής παρέμεινε στο θρόνο της Μακεδονίας για έξι χρόνια, μέχρι που οι Μακεδόνες στρατιώτες τον εγκατέλειψαν το 288 π.Χ., βαριεστημένοι να πολεμούν για να αυξαίνουν την επικράτειά του, και αυτομόλησαν στο αντίπαλο στρατόπεδο, του Ηπειρώτη βασιλιά Πύρρου. Στα 288 π.Χ. τοποθετείται και το επεισόδιο που επιλέγει να παρουσιάσει ο Καβάφης.

Αντίγονος ο Μονόφθαλμος

Η περιπετειώδης πορεία, ωστόσο, του Δημήτριου ξεκινά αρκετά χρόνια πριν, όταν ως στρατηγός στην υπηρεσία του πατέρα του Αντίγονου είχε την ευκαιρία να επιδείξει τις εξαίρετες ικανότητές του. 
Μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου (323 π.Χ.) ξεκίνησε μια σκληρή διαμάχη ανάμεσα στους στρατηγούς του για τη διαδοχή∙ διαμάχη που έλαβε σύντομα τη μορφή ενός πολυετούς πολέμου και οδήγησε στην οριστική διάσπαση της αυτοκρατορίας του πρόωρα χαμένου στρατηλάτη. Μεταξύ των κύριων διεκδικητών ήταν ο Αντίγονος (πατέρας του Δημήτριου Α΄), ο Πτολεμαίος, ο Λυσίμαχος, ο Κάσσανδρος, οι οποίοι και έλαβαν υπό την ευθύνη τους τμήματα των κτήσεων του Αλέξανδρου.
Ο Αντίγονος, που επιδίωκε τη διατήρηση της ενότητας στην αυτοκρατορία και θεωρούσε τον εαυτό του συνεχιστή του Αλέξανδρου, έλαβε αρχικά την Παμφυλία, τη Λυκία και τη μεγάλη Φρυγία. Στη συνέχεια, όμως, σύμφωνα με τη νέα διευθέτηση ανάμεσα στους διαδόχους, που έγινε το 321 π.Χ. στη Συρία, ο Αντίγονος ορίστηκε ως επιμελητής των βασιλέων, και ήρθε έτσι στην κορυφή ολόκληρου του αχανούς κράτους.   
Με βάση αυτή τη «στρατηγία της Ασίας», ο Αντίγονος διεκδίκησε μάταια το 315 π.Χ. τον τίτλο του αντιβασιλέα. Ενώ, σε νέα συνθήκη ειρήνης που έγινε το 311 π.Χ. ανάμεσα στον Αντίγονο, τον Πτολεμαίο, το Λυσίμαχο και τον Κάσσανδρο, του αναγνωρίστηκε εκ νέου μόνο το δικαίωμα να ασκεί ένα είδος υψηλής εποπτείας στην Ασία.
Ο Αντίγονος, αν και προχωρημένης ήδη ηλικίας, ήταν εξαιρετικά φιλόδοξος και με τη βοήθεια του γιου του, Δημήτριου, συνέχισε ακάθεκτος τις πολεμικές συγκρούσεις με τους άλλους διαδόχους, θέτοντας ως απώτερο στόχο του ακόμη και τον έλεγχο του ελληνικού χώρου. Το 315 π.Χ., χρονιά που ίδρυσε στο Αιγαίο το «Κοινό των Νησιωτών», με θρησκευτικό κέντρο τη Δήλο, το κράτος του περιλάμβανε εδάφη από τον Ελλήσποντο μέχρι τον Ευφράτη, κι ήταν το σημαντικότερο από τα διάδοχα. Έτσι, μετά από ένα διάστημα συνεχούς εξοπλισμού, το 307 π.Χ. ο Αντίγονος μαζί με τον Δημήτριο ξεκίνησαν επιθέσεις παράλληλα κατά του Πτολεμαίου, που ήλεγχε την Αίγυπτο, και του Κασσάνδρου, που ήλεγχε την Ελλάδα. Πρώτος στόχος υπήρξε η Αθήνα.
Όταν ο στόλος του Δημητρίου Πολιορκητή παραβίασε την είσοδο στον λιμένα του Πειραιά, οι Αθηναίοι προσχώρησαν απροκάλυπτα στην παράταξή του. Ο μέχρι τότε άρχοντας της πόλης, Δημήτριος ο Φαληρέας, εξορίστηκε στη Θήβα, ενώ οι δύο νέοι ηγεμόνες, ο Αντίγονος και ο γιος του Δημήτριος Α΄, λατρεύτηκαν ως «θεοί σωτήρες».
Το δεύτερο χτύπημα του Αντίγονου κατευθύνθηκε προς το Σατράπη της Αιγύπτου Πτολεμαίο. Στη μεγάλη ναυμαχία που έγινε στην Κυπριακή Σαλαμίνα ο Δημήτριος απέσπασε απ’ αυτόν μιαν αποφασιστική νίκη (306 π.Χ.). Από τότε και επί δύο δεκαετίες, η κυριαρχία στο Αιγαίο και στην ανατολική Μεσόγειο ανήκει απεριόριστα στον Αντίγονο και στον «βασιλέα της θάλασσας» Δημήτριο. Ο Αντίγονος θεωρούσε πια τον εαυτό του διάδοχο του Αλέξανδρου και κτήτορα ολόκληρης της παλιάς αυτοκρατορίας.
Ο αγώνας ενάντια στον Πτολεμαίο θα συνεχιστεί και την επόμενη χρονιά με μιαν επίθεση κατά της Ρόδου. Εκεί ο Δημήτριος χρησιμοποιώντας τα πιο μοντέρνα για την εποχή πολιορκητικά μέσα -μεταξύ τούτων υπήρχε και μια «λέπολις» με εννέα ορόφους και ανάλογους καταπέλτες- καταπόνησε επί έναν ολόκληρο χρόνο τα τείχη της πόλεως, χωρίς όμως να κατορθώσει να την εκπορθήσει.

Παρά την ήττα αυτή ο Αντίγονος γεύτηκε μια προσωρινή νίκη, καθώς το 302 π.Χ. ανανεώθηκε η πανελλήνια συμμαχία της Κορίνθου, όπου όλες οι ελληνικές πολιτείες (εκτός από την Σπάρτη, τη Μεσσηνία και τη Θεσσαλία) έστειλαν τους αντιπροσώπους τους, και εξέλεξαν ως «ηγεμόνες» τον Αντίγονο και τον Δημήτριο.
Εντούτοις, μια αποφασιστική σύγκρουση ανάμεσα στους διαδόχους δόθηκε το καλοκαίρι του 301 π.Χ. κοντά στα Σύνναδα, στην Ιψό. Εκεί ο Αντίγονος και ο Δημήτριος γνώρισαν μια συντριπτική ήττα. Ο Αντίγονος, μάλιστα, που ήταν τότε 80 χρονών σκοτώθηκε.

Δημήτριος Α΄ ο Πολιορκητής

Η δύναμη του Δημητρίου μετά την Ιψό (301 π.Χ.) στηριζόταν βασικά στις παράλιες πόλεις της Ιωνίας, της Καρίας και της Φοινίκης. Η Κύπρος επίσης, τα νησιά του Αιγαίου και ορισμένες θέσεις στην Ελλάδα, όπως τα Μέγαρα και η Κόρινθος ανήκαν σ’ αυτόν.

Ο θάνατος του Κασσάνδρου το 298 π.Χ. έστρεψε εκ νέου τις φιλοδοξίες του Δημήτριου προς την κατάκτηση της Ελλάδας. Έτσι, το 296 π.Χ. πραγματοποιεί μια πρώτη ανεπιτυχή επίθεση στην Αθήνα και στη συνέχεια, παρά τον αποκλεισμό της πόλης από ξηρά και θάλασσα, έρχεται αντιμέτωπος με μια μέχρις εσχάτων αντίσταση των Αθηναίων. Μόλις το 294 π.Χ. κατόρθωσε να λάβει τον έλεγχο της πόλης και να εγκαταστήσει τις φρουρές του στο λόφο του Μουσείου και στον Πειραιά.
Την ίδια χρονιά, άλλωστε, του δίνεται μια εξαιρετική ευκαιρία να παρέμβει αποφασιστικά στο βασίλειο της Μακεδονίας, καθώς ο θάνατος του Κασσάνδρου είχε δημιουργήσει μια έντονη διένεξη ανάμεσα στους κληρονόμους του, Αντίπατρο και Αλέξανδρο. Ο Αλέξανδρος ζητά τη βοήθεια του Δημήτριου, κι εκείνος με αδίστακτη σκληρότητα δίνει εντολή για τη δολοφονία του Αλέξανδρου, και παίρνει για τον εαυτό του την εξουσία.
Ως κύριος της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας, μεγάλων τμημάτων επίσης της κεντρικής Ελλάδας και της Πελοποννήσου, ως ηγεμών τέλος της ομοσπονδίας των Νησιωτών, ο Δημήτριος, κατά την εποχή εκείνη, ήταν ο πιο κραταιός άνδρας της Ευρώπης μετά τον ηγεμόνα της Σικελίας Αγαθοκλή. Το γεγονός ότι ο Δημήτριος δεν μπόρεσε να εκμεταλλευθεί τα σημαντικά πλεονεκτήματά του πρέπει να αποδοθεί βασικά στην ασθενή του πολιτική διορατικότητα. Η υπερβολική του αυτοπεποίθηση και η αδυναμία του να εμμείνει στα σχέδια που συνελάμβανε κάθε φορά ήταν τα σκοτεινά σημεία στον χαρακτήρα του κατά τα άλλα μεγάλου αυτού Διαδόχου, που ήταν σπουδαίος στρατηγός.
Με την καθυπόταξη της Βοιωτίας (292 π.Χ.) η δύναμή του έφτασε στο αποκορύφωμά της. Ενώ, με την κατάληψη της Κέρκυρας (291 π.Χ.) μπήκε στον κύκλο των βλέψεών του Δημήτριου και η Δύση.
Οι εξοπλισμοί, ωστόσο, των επόμενων χρόνων δεν είχαν στόχο τους τη Δύση, αλλά την Ανατολή. Μέσα στην ψυχή του Δημήτριου εξακολουθούσε πάντα να υπάρχει το όνειρο της ανασύνθεσης της αυτοκρατορίας του Αλέξανδρου. Ενώ όμως ετοιμαζόταν, δέχθηκε την αιφνιδιαστική επίθεση των αντιπάλων του: από τα ανατολικά και τα δυτικά τον κτύπησε πρώτος ο Λυσίμαχος, ύστερα και ο Πύρρος στη Μακεδονία. Γρήγορα η επαναστατική κατά του ασυμπαθούς Δημήτριου κίνηση διαδόθηκε στη χώρα, η εξουσία του κατέρρευσε, ο Πύρρος και ο Λυσίμαχος μοιράσθηκαν τον τόπο (καλοκαίρι του 287 π.Χ.).
Παρά ταύτα ο Πολιορκητής δεν έχασε την ελπίδα για μια συντριπτική νίκη στο ασιατικό έδαφος. Η εξουσία του Λυσίμαχου δεν ήταν πολύ συμπαθής και οι ηγεμόνες της Βιθυνίας και της ποντικής Καππαδοκίας δεν ήταν διόλου φίλοι μαζί του. Οι επιτυχίες του Δημήτριου στη Μ. Ασία όμως δεν είχαν μεγάλη διάρκεια. Το 286 π.Χ. εγκαταλελειμμένος από τους οπαδούς του συνελήφθη από τον Σέλευκο.
Ο Δημήτριος πέθανε το 283 π.Χ. κοντά στην Απάμεια του Ορόντη, κατά τη διάρκεια της βασιλικής του αιχμαλωσίας.
Το γεγονός ότι αυτός κατόρθωσε να συγκλονίσει τον κόσμο επί δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια μετά την πτώση του βασιλιά Αντίγονου και του κράτους του (301 π.Χ.) οφείλεται αναμφίβολα στην ανεξάντλητη ελαστικότητα του αεικίνητου νου του, ο οποίος δεν λύγιζε ποτέ, ούτε ακόμη και μπροστά στις πιο μεγάλες δυσκολίες, που κατά κανόνα τις δημιουργούσε ο ίδιος.

[Τα ιστορικά στοιχεία έχουν αντληθεί από το βιβλίο «Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδος» του Χέρμαν Μπένγκστον, Εκδόσεις «ΜΕΛΙΣΣΑ»]

Το ποίημα

Ώσπερ ου βασιλεύς, αλλ’ υποκριτής, μεταμφιέννυται χλαμύδα φαιάν αντί της τραγικής εκείνης, και διαλαθών υπεχώρησεν. [Όχι σαν βασιλιάς, αλλά σαν ηθοποιός, άλλαξε την βασιλική του φορεσιά με μια σκούρα χλαμύδα, και έφυγε κρυφά.] Πλούταρχος, Βίος Δημητρίου

Ο Καβάφης χρησιμοποιεί ως επιγραφή του ποιήματος ένα χωρίο του Πλουτάρχου, υποδηλώνοντας έτσι την πηγή που του προσέφερε το ερέθισμα για τη δική του σύνθεση.

Σαν τον παραίτησαν οι Μακεδόνες
κι απέδειξαν πως προτιμούν τον Πύρρο
ο βασιλεύς Δημήτριος (μεγάλην
είχε ψυχή) καθόλου — έτσι είπαν —
δεν φέρθηκε σαν βασιλεύς. Επήγε
κ’ έβγαλε τα χρυσά φορέματά του,
και τα ποδήματά του πέταξε
τα ολοπόρφυρα. Με ρούχ’ απλά
ντύθηκε γρήγορα και ξέφυγε.
Κάμνοντας όμοια σαν ηθοποιός
που όταν η παράστασις τελειώσει,
αλλάζει φορεσιά κι απέρχεται.

Το επεισόδιο που λειτουργεί ως νοηματικός πυρήνας του ποιήματος αναφέρεται στη στάση του Δημήτριου Α΄, όταν κατά τη συντονισμένη επίθεση που δέχτηκε το 288 π.Χ., είδε τους Μακεδόνες να τον εγκαταλείπουν και να παίρνουν το μέρος του αντιπάλου του. Ο ένδοξος Δημήτριος αντί να σταθεί -ίσως- στο ύψος των περιστάσεων και να υπομείνει τη μοίρα του με αξιοπρέπεια, επιλέγει να μεταμφιεστεί και να αποδράσει, επιδιώκοντας προφανώς την εύρεση μιας νέας καλύτερης ευκαιρίας για να αντιμετωπίσει τους αντιπάλους του.

Η παρομοίωσή του με ηθοποιό από τον Πλούταρχο -παρομοίωση που την αξιοποιεί κι ο Καβάφης- υποδηλώνει προφανώς πως η στάση του Δημήτριου δεν θεωρήθηκε διόλου αντάξια ενός βασιλιά∙ ενός βασιλιά που δεν ορρωδεί μπροστά στους κινδύνους και μένει ακλόνητος στη θέση του. Δημιουργείται έτσι η εντύπωση πως η βασιλική ιδιότητα και η αξιοπρέπεια είναι επαλλάσσουσες έννοιες και όχι αλληλένδετα στοιχεία. Τη εντύπωση αυτή ενισχύει ως ένα βαθμό η λεπτομερής αναφορά του Καβάφη στον τρόπο με τον οποίο ο Δημήτριος έβγαλε τα «βασιλικά» ενδύματα και τα «ολοπόρφυρα» ποδήματα, στο γεγονός ότι ξέφυγε φορώντας «απλά» ρούχα, αλλά και στην υποτιμητική σύγκρισή του μ’ έναν ηθοποιό που μόλις τελειώσει η παράσταση αλλάζει ρούχα και αποχωρεί από το θέατρο.
Σε δευτερεύων επίπεδο γίνεται αντιληπτό πως η χρήση τόσων επιθέτων από τον Καβάφη έχει ως σκοπό να δώσει έμφαση σε αυτή τη διαδικασία απέκδυσης της βασιλικής ιδιότητας∙ απέκδυση που τονίζεται ακόμη περισσότερο μέσα από την παραστατική και έκδηλα προφανή παρομοίωση με τη συνήθεια ενός ηθοποιού να αποστασιοποιείται πλήρως από το ρόλο του μετά το τέλος της παράστασης. Προκαλείται με αυτό τον τρόπο το εύλογο ερώτημα για το αν μπορεί η βασιλική ιδιότητα και οι απορρέουσες από αυτήν υποχρεώσεις να εξισωθούν μ’ έναν θεατρικό ρόλο που μπορεί εύκολα ο ηθοποιός να αποποιηθεί αλλάζοντας απλά και μόνο τη φορεσιά του. Είναι, επομένως, κατακριτέα η στάση του Δημήτριου, που τόσο εύκολα απομακρύνεται από την εξαιρετικά δύσκολη θέση που βρίσκεται ως βασιλιάς, ή όχι;
Ο Καβάφης, που τόσο επίμονα υποστηρίζει πως κάθε άνθρωπος θα πρέπει να δέχεται με αξιοπρέπεια και αυτοσεβασμό τις μεγάλες απώλειες στη ζωή του, όπως αυτό γίνεται εμφανές στο «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον», διατηρεί εδώ μια ισόρροπα αμφίσημη στάση. Αν και αφιερώνει μεγάλο μέρος του ποιήματος για να παρουσιάσει την αναξιοπρεπή στάση του Δημήτριου και την αβασάνιστη ευκολία με την οποία απεκδύθηκε το βασιλικό του ρόλο, φροντίζει ωστόσο με δύο καίρια τοποθετημένα παρενθετικά σχόλια να επισημάνει αφενός τη γενναιότητα του Δημήτριου (μεγάλην είχε ψυχή), κι αφετέρου τη δική του αποστασιοποίηση από την άποψη πως η στάση του ήταν αταίριαστη για έναν βασιλιά — έτσι είπαν —.
Ο Καβάφης μοιάζει να μην υιοθετεί απόλυτα την επιτιμητική προσέγγιση του Πλουτάρχου, έστω κι αν χρησιμοποιεί την παρομοίωση του Δημήτριου με ηθοποιό. Ενδεχομένως υπό άλλες συνθήκες και για κάποιο άλλο πολιτικό πρόσωπο, ο Καβάφης να δεχόταν κατηγορηματικά το απαράδεκτο μιας τέτοιας δόλιας αποχώρησης από το πεδίο μιας πολεμικής αναμέτρησης. Εντούτοις, ο Δημήτριος αποτελεί μια ξεχωριστή προσωπικότητα, που κερδίζει έστω και τον έμμεσα δηλούμενο θαυμασμό του ποιητή. Η επίνοια του Δημήτριου, το ακαταπόνητο του χαρακτήρα του, ο θριαμβικός τρόπος με τον οποίο επανέκαμπτε ακόμη και μετά από συντριπτικές ήττες, καθώς και το σύνολο της εντυπωσιακής του πορείας, τον καθιστούσαν, αν όχι αξιοθαύμαστο, τουλάχιστον άξιο σεβασμού.
Ο Δημήτριος σαφώς επιλέγει να μην αναγνωρίσει την ήττα του από τη συνδυαστική επίθεση του Πύρρου και του Λυσίμαχου∙ σαφώς επιλέγει να εγκαταλείψει το πεδίο της σύγκρουσης μ’ έναν τρόπο που δεν είναι καθόλου τιμητικός για έναν βασιλιά, αλλά το κάμει αυτό έχοντας κατά νου όχι ν’ αποσυρθεί ντροπιασμένος, μα να επανέλθει για μιαν ακόμη φορά μ’ ένα νέο σχέδιο δράσης. Ο Δημήτριος ξεφεύγει ύπουλα από τους εχθρούς του -με τρόπο μάλιστα που είχε χρησιμοποιήσει άλλοτε για να ξεφύγει κι από μια απ’ τις περιβόητες ερωτικές του ατασθαλίες-, όχι γιατί είναι δειλός και αποζητά τη σωτηρία στη φυγή, αλλά γιατί δεν είναι ποτέ πρόθυμος να υποταχτεί και να αποδεχτεί πως έχει ηττηθεί. Για τον Δημήτριο δεν υπήρχαν επί τις ουσίας οριστικές ήττες, υπήρχαν μόνο καταστάσεις που χρειάζονταν τον κατάλληλο ελιγμό, ώστε να του δοθεί μιαν ακόμη ευκαιρία να επανακάμψει.
Ο Καβάφης, αν και έχει δηλώσει με σαφήνεια τη θέση του για την ενδεδειγμένη στάση των ανθρώπων μπροστά στην απώλεια και την ήττα: «Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος, / αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που φεύγει.», επιτρέπει εδώ μια σκόπιμα έμμεση παραδοχή πως για κάποιους ανθρώπους το τέλος μιας κατάστασης δεν επέρχεται, όταν οι άλλοι θεωρούν πως έχει επέλθει. Υπάρχουν κι εκείνοι οι επίμονοι αγωνιστές που κατορθώνουν κάποτε -όχι συχνά- να ανατρέψουν κάθε ενάντια πιθανότητα και να σημειώσουν μιαν απρόσμενη νίκη. Σκέψη, ωστόσο, που υπονομεύεται στην προκειμένη περίπτωση από το γεγονός πως μετά από αυτή την ήττα -και παρά την προσπάθειά του- ο Δημήτριος δεν κατόρθωσε να επανέλθει στο προσκήνιο. 

Γρηγόριος Ξενόπουλος «Τα θηλυκά του Μουζά» (Τράπεζα Θεμάτων Α΄ Λυκείου)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Ludwig Knaus

Γρηγόριος Ξενόπουλος «Τα θηλυκά του Μουζά» (Τράπεζα Θεμάτων Α΄ Λυκείου)

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ (1867-1951)

Τα θηλυκά του Μουζά (απόσπασμα)

Το πρώτο σχέδιο του Παύλου Μουζά, τότε που παντρεύτηκε -τον Απρίλη του 1871- ήταν να κάμει ένα παιδί αρσενικό και... να κλείσει τη φάμπρικα. Έπειτα όμως συλλογίστηκε: «Καλά· κι αν τύχει και το χάσω, όταν η γυναίκα μου δε θα μπορεί να μου κάνει άλλο;». Ο φόβος αυτός εύλογος, μα την αλήθεια, τροποποίησε το πρώτο σχέδιο. Δυο γιους θα ‘κανε, δυο και θα σταματούσε έτσι για κάθε ενδεχόμενο. Η περιουσία, δόξα σοι ο Θεός, ήταν αρκετή για να μοιραστεί σε δυο. Έπειτα οι γιοι θα ‘παιρναν και προίκες...
 Το πρώτο παιδί που του έκαμε η Στέλλα, ήταν θηλυκό. Ένας κοπέλαρος που τρόμαζε και την μαμμή την ίδια.
 Του ξυνοφάνηκε του Μουζά —δεν μπορούμε να πούμε— του ξυνοφάνηκε πολύ...
Γρήγορα όμως παρηγορήθηκε. Κι είπε γενναία: «Δεν πειράζει! Το δεύτερο και το τρίτο θα ‘ναι σερνικά!».
 Μα και το δεύτερο —ύστερ’ από δεκατρείς μήνες— ήταν θηλυκό! Κι εύρωστο, γερό, μεγαλόσωμο, σαν το πρώτο. Ούτε πως θα πέθαινε δεν μπορούσε να ‘χει την ελπίδα ο πατέρας!
 Το πράγμα ήταν τώρα σοβαρό. Καταντούσε πρόβλημα μεγάλο! Τι να κάμει ο Μουζάς; Να πάρει την απόφασή του, να δεχθεί την καταδίκη του, να σταματήσει στα δυο θηλυκά, να κλείσει τη φάμπρικα; Ή να δοκιμάσει και το τρίτο;
 Διάβολε, γιατί όχι; Επιτέλους μπορεί κι ο Θεός να τον λυπόταν.... Για την εκκλησία πάλι θα πεις; Ας διορθωθεί κι η εκκλησία, να τελειώσει κι αυτό το ζήτημα! Σπουδαίο, βλέπεις!...
 Κι ο Μουζάς — χωρίς βέβαια να δώσει λογαριασμό σε κανένα — έκραξε μαστόρους, ξέσυρε τα κεραμίδια της εκκλησούλας, την έβαψε απόξω, τη σιγύρισε από μέσα και τη λειτούργησε τρεις φορές κατά σειρά. Χαλάλι του το έξοδο, αν ήταν να του στείλει μ’ αυτό ο Θεός το γιο και τη σωτηρία! Κι η φάμπρικα ξανάνοιξε. Ή του ύψους τώρα ή του βάθους!... Μα ωχ, δυστυχία του!
 Ούτε η μαμμή δεν κοτούσε —αν και συνηθισμένη σε τέτοιες φουρτούνες— να μπει στο μετζάο που περίμενε με αγωνία ο Μουζάς και να του δώσει τέτοια είδηση. Μα θα ‘ταν κάτι φοβερό! Δειλά-δειλά η κακομοίρα παρουσιάστηκε στην πόρτα.
- Ε! της φωνάζ’ ευθύς ο πατέρας. Σερνικό;
- «Όχι», του έγνεψε η μαμμή.
- Θηλυκό πάλι; την ξαναρώτησε, χαμηλώνοντας τη φωνή και σουφρώνοντας το μέτωπο.
- «Όχι!», του έγνεψε πάλι.
- Αμή τι διάολο, έκαμε; θύμωσε ο Μουζάς, Σερνικοθήλυκο;
- Δύο... αφέντη μου!... δυο θηλυκά!
- Δύο;!
- Ναίσκε... δίδυμα, μία χαρά και τα δύο!...
 Όρμισε να την πνίξει. Την έβρισε που δεν τα ‘πνιξε τα βρωμοθήλυκα. Δεν επάτησε στην κάμαρα να τα ιδεί για μέρες. Σιχάθηκε και τ’ άλλα δυο. Εμίσησε και τη γυναίκα του, την αγαπημένη του Στέλλα. Μετάνιωνε που δεν επήρε μια άσχημη πλούσια που του προξένευαν τότες και που, παντρεμένη τώρα, είχε κάνει δυο αρσενικά στην αράδα. 
«Καλά να πάθω», είπε, «αφού ήθελα την όμορφη». Τα ‘βαλε με το Θεό, τον πλεονέχτη κι άφησε πάλι την εκκλησία στην τύχη της. Κοντολογίς. Ο Παύλος ο Μουζάς, με το εκατομμύριο και παραπάνω τώρα έγινε ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος του τόπου.
 Μα για φαντασθείτε το, εκεί που περίμενε δυο γιους, να κάμει τέσσερες θυγατέρες!... Πάει τώρα! Και το μοίρασμα της περιουσίας σε ξένους και το ξεκλήρισμα αναπόφευκτο. Γιατί βέβαια που δε θα ‘κανε κι άλλη δοκιμή. Μωρέ να χαλούσε ο κόσμος!... Αλλά πόσες φορές λογαριάζει κανείς χωρίς τον ξενοδόχο!....
 Εκείνο τον καιρό - τρεις μήνες ύστερ’ από τη γέννα των δίδυμων - η Στέλλα του Μουζά έτυχε να γνωρίσει μια γυναίκα του λαού, λίγο γιάτρισσα, λίγο μάισσα και λίγο πλύστρα στ’ Αργάσι. Αγουστίναινα τη λέγανε αυτή την αλλόκοτη γυναίκα. Είχε πάει στο σπίτι του Μουζά, συστημένη, να πάρει να τους πλύνει ρούχα. Και μαθαίνοντας από τη δούλα το σεκλέτι της κυράς, της μήνυσε πως αν ήθελε, αυτή ήξερε να την κάνει να γεννήσει αρσενικό. Σίγουρα πράματα, όχι λόγια του αέρα. Ένα μικρό τιποτένιο «μαγικό» θα της έκανε και θα της έδινε να πάρει έν’ αθώο γιατρικό. Τίποτ’ άλλο. Και δεν ήθελε παρά πέντε κολονάτα — πολλά ήτανε; — που μάλιστα δε θα της τα δίνανε μπροστά, παρ’ αφού θα γεννιόταν το πολυπόθητο.
 Η Στέλλα, για γούστο, για να γελάσουν, τα είπ’ όλ’ αύτά του άντρός της. Και — θα το πιστέψετε; — Ο Μουζάς ο προληπτικός σκανδαλίστηκε.
Καμιά φορά... αυτές οι γυναίκες... ξέρει κανείς τι να πει;... Μυστήρια! ... Και γελώντας είπε
- Ο Θεός δε μας έκανε τίποτε. Ας ιδούμε τώρα μη μας κάμει ο διάολος!
 Έτσι εξουσιοδότησε τη γυναίκα του να κάμει όπως θα την οδηγούσε η Αγουστίναινα. Κι η φάμπρικα ξενάνοιξε. Μα ούτε ο διάολος - αλίμονο - δεν έκαμε περισσότερ’ από το Θεό. Κι η τετάρτη γέννα της Στέλλας ήταν σαν τις άλλες. Τέσσερα κι ένα; Πέντε, τα βρωμοθήλυκα - πέντε σωστά.
- Πού είναι τη!... ξεφώνιζε για μέρες ο Μουζάς. Πού είναι εφτούνη η Αγουστίναινα... να της μετρήσω τα πέντε κολονάτα! Μα δε θα ‘ρθεί; Μα δεν θα την ιδώ;
 Επιτέλους η Αγουστίναινα πήγ’ ένα πρωί, φορτωμένη το σακί με τα ρούχα που ‘χε πάρει λίγο πριν τη γέννα. Ο Μουζάς ήταν εκεί και την είδε, την έστρωσε στις βρισιές, της έψαλε όσα σέρνει η σκούπα.
 Στο ύστερο, φρενιασμένος, άρπαξε το σακί και της το ‘φερε στο κεφάλι. Και της είπε να μην ξαναπατήσει στο σπίτι του, να μην την ξαναϊδεί στα μάτια του την πίξα την δίξα, τη μάισα του διαόλου, γιατί θα τη σκότωνε.

 (Ανθολογία Νεοελληνικού διηγήματος, τ. Β΄, Αναγέννηση-Φιλολογική)

κοτούσε: τολμούσε
μετζάο και μεντζάδο: ημιώροφος
σεκλέτι: στενοχώρια, καημός
κολονάτα: ισπανικά αργυρά νομίσματα

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

α1. Να αναφέρετε τα ονόματα των δύο (2) συζύγων σε αυτό το κείμενο. (6 μονάδες)

Ο άντρας ονομάζεται Παύλος Μουζάς κι η γυναίκα του Στέλλα Μουζά.

α2. Να επισημάνετε το γραμματικό πρόσωπο, το οποίο κυριαρχεί στα αφηγηματικά μέρη του κειμένου (6 μονάδες) και να αναφέρετε δύο (2) παραδείγματα. (8 μονάδες)

Το κυρίαρχο γραμματικό πρόσωπο της αφήγησης είναι το γ΄ ενικό. Στοιχείο που γίνεται εμφανές ήδη από την εισαγωγική περίοδο του αποσπάσματος: «Το πρώτο σχέδιο του Παύλου Μουζά, τότε που παντρεύτηκε -τον Απρίλη του 1871- ήταν να κάμει ένα παιδί αρσενικό και... να κλείσει τη φάμπρικα.» Το γ΄ πρόσωπο, άλλωστε, διατηρείται μέχρι το κλείσιμο του αποσπάσματος: «Και της είπε να μην ξαναπατήσει στο σπίτι του, να μην την ξαναϊδεί στα μάτια του την πίξα την δίξα, τη μάισα του διαόλου, γιατί θα τη σκότωνε

α3. Τι προσδίδει στο κείμενο, κατά τη γνώμη σας, η επιλογή αυτού του γραμματικού προσώπου; (5 μονάδες)

Το γ΄ πρόσωπο προσδίδει στην αφήγηση την αίσθηση της αντικειμενικότητας, καθώς ο αφηγητής παρουσιάζεται αποστασιοποιημένος από τα διαδραματιζόμενα, στα οποία δε μοιάζει να συμμετέχει ως δρών πρόσωπο. Συνάμα, η επιλογή αυτού του προσώπου δημιουργεί την εντύπωση πως ο αφηγητής είναι παντογνώστης, αφού δεν ταυτίζεται μ’ ένα συγκεκριμένο πρόσωπο της ιστορίας, και μοιάζει να έχει πλήρη εποπτεία όσων συμβαίνουν.

β1. Μα ωχ, δυστυχία του!..... όμορφη.: Να βρείτε τρία (3) ρήματα με τα οποία αποτυπώνονται τα συναισθήματα του πατέρα σε αυτό το απόσπασμα (6 μονάδες) και να τα σχολιάσετε. (9 μονάδες)

θύμωσε ο Μουζάς: Ο ήρωας ενώ περιμένει με αγωνία να μάθει το φύλο του νεογέννητου παιδιού, θυμώνει με τη μαμή όταν εκείνη του ανακοινώνει πως το παιδί δεν είναι αρσενικό, αλλά ούτε και θηλυκό! Ο Μουζάς αισθάνεται ξαφνικά σαν να τον κοροϊδεύει, αφού με την απάντησή της ματαιώνει αφενός την προσδοκία του ν’ αποκτήσει γιο, μα συνάμα, σαν να παίζει με την αγωνία του, δεν του δίνει μια ξεκάθαρη απάντηση στο ερώτημά του.

Σιχάθηκε και τ’ άλλα δυο: Η αγανάκτηση του ήρωα, όταν μαθαίνει πως απέκτησε άλλα δύο κορίτσια, είναι τέτοια, ώστε φτάνει στο σημείο να σιχαθεί ακόμη και τα δύο πρώτα του θηλυκά παιδιά. Το ρήμα αυτό εκφράζει ένα πολύ έντονο συναίσθημα, το οποίο μπορεί να γίνει κατανοητό μόνο αν ληφθεί υπόψη πόσο πολύ ήθελε ο ήρωας ν’ αποκτήσει γιο.  

Εμίσησε και τη γυναίκα του, την αγαπημένη του Στέλλα: Ο Μουζάς, τρομερά απογοητευμένος από τη γέννηση των δίδυμων κοριτσιών, θεωρεί υπεύθυνη τη γυναίκα του, η οποία δεν έχει κατορθώσει να του κάνει ένα γιο. Το μίσος που αισθάνεται γι’ αυτή, έστω κι αν στην πραγματικότητα την αγαπά, προκύπτει από τη ματαίωση της προσδοκίας του. Αισθάνεται πως η Στέλλα του στερεί εκείνο που θέλει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στη ζωή του.

β2. Σε ποιο κοινωνικό στερεότυπο μπορούμε να εντάξουμε τη συμπεριφορά του Μουζά; (6 μονάδες) Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας με αναφορές στο κείμενο. (4 μονάδες)

Ο Παύλος Μουζάς διατηρεί την παλαιότερη αντίληψη που ήθελε το γιο να αποτελεί το συνεχιστή του πατρικού έργου και ονόματος. Έτσι, όταν αποφασίζει ν’ αποκτήσει παιδί, αποβλέπει σ’ έναν αρσενικό απόγονο, στον οποίο και θα κληροδοτούσε την περιουσία του: «Το πρώτο σχέδιο του Παύλου Μουζά, τότε που παντρεύτηκε -τον Απρίλη του 1871- ήταν να κάμει ένα παιδί αρσενικό». Ο Μουζάς επί της ουσίας δεν γίνεται πατέρας από αγάπη για τα παιδιά, αλλά γιατί θεωρεί καθήκον του να δώσει συνέχεια στην οικογενειακή του γραμμή, κάτι που επιτυγχάνεται -κατά την άποψή του- μόνο με την απόκτηση γιου. Είναι, μάλιστα, τόσο πεπεισμένος για την ανάγκη ύπαρξης ενός αρσενικού απογόνου, ώστε με πολύ ψυχρό τρόπο υπολογίζει ακόμη και την περίπτωση που πεθάνει κάποια στιγμή ο πρώτος του γιος, και καταλήγει έτσι στη σκέψη πως είναι καλύτερο να αποκτήσει δύο γιους για να είναι απόλυτα διασφαλισμένος. «Καλά∙ κι αν τύχει και το χάσω, όταν η γυναίκα μου δε θα μπορεί να μου κάνει άλλο;».
Ο Μουζάς περιφρονεί πλήρως τα κορίτσια, τα οποία όχι μόνο δεν μπορούν να δώσουν συνέχεια στο οικογενειακό όνομα, αλλά θα του κοστίσουν κιόλας ακριβά, αφού θα πρέπει να τα προικίσει: «Την έβρισε που δεν τα ‘πνιξε τα βρωμοθήλυκα. Δεν επάτησε στην κάμαρα να τα ιδεί για μέρες. Σιχάθηκε και τ’ άλλα δυο». Τα κορίτσια αποτελούσαν για τον Μουζά καταστροφή, καθώς η περιουσία του θα κατέληγε σε «ξένα» χέρια, και η οικογένειά του θα ξεκληριζόταν μάταια: «Πάει τώρα! Και το μοίρασμα της περιουσίας σε ξένους και το ξεκλήρισμα αναπόφευκτο».
Παράλληλα, εντοπίζουμε στον τρόπο σκέψης του Μουζά ακόμη και μια ωφελιμιστική αντιμετώπιση της θρησκείας. Ο ήρωας εμφανίζεται να θεωρεί πως αν επισκευάσει την εκκλησία της πόλης του, θα πρέπει ο Θεός να του ανταποδώσει τη «χάρη», με το να του στείλει τον πολυπόθητο γιο. Διαπιστώνουμε, έτσι, πως ο ήρωας αντικρίζει τη σχέση του με το Θεό ως σχέση συναλλαγής από την οποία μπορεί να αποκομίσει εκείνο που επιθυμεί, αρκεί να προσφέρει το κατάλληλο αντάλλαγμα: «Επιτέλους μπορεί κι ο Θεός να τον λυπόταν.... Για την εκκλησία πάλι θα πεις; Ας διορθωθεί κι η εκκλησία, να τελειώσει κι αυτό το ζήτημα!»
Άλλωστε, όταν ο Μουζάς βλέπει πως ο Θεός δεν προτίθεται να ικανοποιήσει το αίτημά του, δε διστάζει να στραφεί στα βοτάνια της «μάγισσας» Αυγουστίναινας, έστω κι αν θεωρεί πως έτσι πηγαίνει με το μέρος του διαβόλου. Εμφανείς εδώ οι δεισιδαιμονίες κι οι προλήψεις που κυριαρχούν στη σκέψη του ήρωα: «Ο Μουζάς ο προληπτικός σκανδαλίστηκε. Καμιά φορά... αυτές οι γυναίκες... ξέρει κανείς τι να πει;... Μυστήρια! ... Και γελώντας είπε - Ο Θεός δε μας έκανε τίποτε. Ας ιδούμε τώρα μη μας κάμει ο διάολος!»

Ο Μουζάς, επομένως, ενέχει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που συνέθεταν το προφίλ των ανθρώπων της εποχής του. Είναι φαλλοκράτης και υποτιμά άρα τις γυναίκες που δεν τις θεωρεί ισότιμες με τους άντρες. Έχει μια λανθασμένη θέαση της χριστιανικής πίστης, αφού πιστεύει πως μπορεί να επηρεάσει τη θέληση του Θεού προσφέροντάς του ανταλλάγματα. Ενώ, συνάμα, εμφανίζεται εύπιστος σε δεισιδαιμονικές αντιλήψεις, όπως είναι αυτή για την ύπαρξη μαγισσών, που μπορούν με βοτάνια να καθορίσουν το φύλο του παιδιού. 


Xhevahir Spahiu «Η λέξη»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Sefedin Stafa

Xhevahir Spahiu «Η λέξη»

Η λέξη

Είπαν στη λέξη: τώρα είσαι ελεύθερη!
Μα η λέξη ήταν ανήμπορη να τους πει: είν’ αργά,
αφού δεν ειπώθηκα
την ώρα που έπρεπε
τι να την κάνω πια τη λευτεριά.
Δεν έχω πια φτερά,
δεν έχω ουρανό.
Είμαι όνειρο χωρίς ζωή,
ζωή δίχως όνειρο.
Είπαν στη λέξη: είσαι ελεύθερη.
Δύσκολο -είπε- να πιστέψεις κάτι τέτοιο.
Εφόσον έχεις φάει τις δικές σου συλλαβές,
εφόσον έχεις μείνει σαν κούτσουρο,
κι η λευτεριά ακόμα είναι μία απ’ τις φυλακές.
Ζει η λευτεριά – είπαν στη λέξη.
Κι είπε αυτή: Δεν είμαι Κωνσταντής
που και νεκρός ακόμα μπορεί να ταξιδέψει.
Είπαν στη λέξη:
- Εσύ ‘σαι η λευτεριά!
Και το πίστεψε η λέξη.
Κι άνοιξε το στόμα
μα αντί για φθόγγους
          πετάχτηκε αίμα.

[Τρελή εποχή (Kohё e krisur, 1991)

Το ποίημα έχει αντληθεί από τη συλλογή «Αίμος, Ανθολογία Βαλκανικής Ποίησης» Αθήνα 2007, Οι φίλοι του περιοδικού «ΑΝΤΙ».   

Στην έξοχη αυτή σύνθεση του Αλβανού ποιητή Xhevahir Spahiu προβάλλει με ιδιαίτερη παραστατικότητα η αξία της έγκαιρης διεκδίκησης -κάθε δικαιώματος ή επιθυμίας- μέσα από έναν ιδιαίτερα ευρηματικό διάλογο με τη «λέξη»∙ με τον πρωταρχικό δηλαδή φορέα έκφρασης. Η λέξη που δεν εκφέρεται τη στιγμή που πρέπει, καθίσταται εκ των υστέρων μάταιη και ανούσια, αφού η κατάλληλη στιγμή για εκείνη έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί.
Βέβαια, η λέξη ως βασική μονάδα κάθε εκφερόμενης σκέψης, υποκαθιστά εδώ σε μεταφορικό επίπεδο κάθε πιθανή διατύπωση μιας ανάγκης, μιας διαμαρτυρίας ή μιας διεκδίκησης, διευρύνοντας έτσι απεριόριστα την εφαρμογή αυτής της διαπίστωσης. Έτσι, αν το ποίημα ιδωθεί στην κοινωνική του διάσταση, λειτουργεί ως κάλεσμα προς τους πολίτες για την άμεση και δίχως περιττές καθυστερήσεις έκφραση των σκέψεων και των αιτημάτων τους. Οποιοδήποτε δικαίωμα δεν διεκδικηθεί ακριβώς τη στιγμή που πρέπει, κινδυνεύει να βρει την πλήρη και ανέκκλητη ματαίωσή του.  

«Είπαν στη λέξη: τώρα είσαι ελεύθερη!
Μα η λέξη ήταν ανήμπορη να τους πει: είν’ αργά,
αφού δεν ειπώθηκα
την ώρα που έπρεπε
τι να την κάνω πια τη λευτεριά.»

Ο συμβολικός διάλογος με τη λέξη που δεν ειπώθηκε ξεκινά εκ των υστέρων, όταν δηλαδή έχει πια παγιωθεί η κατάσταση, που θα μπορούσε ενδεχομένως να είχε αποτραπεί, αν η λέξη είχε διατυπωθεί εγκαίρως.  
Η προτροπή προς τη λέξη, πως τώρα είναι ελεύθερη να ακουστεί, μένει αρχικά χωρίς ανταπόκριση, καθώς η λέξη έχει πλήρη επίγνωση πως είναι πια αργά για εκείνη. Γνωρίζει πως η ελευθερία που τώρα της προσφέρεται, είναι δίχως νόημα, αφού δεν ειπώθηκε τότε που έπρεπε να ειπωθεί. Ξέρει πόσο κενή και αδιάφορη θα ακουστεί πλέον, αφού όλα έχουν πια τελειώσει, κι όσα η ίδια πρεσβεύει έχουν μείνει ανεκπλήρωτα.   

«Δεν έχω πια φτερά,
δεν έχω ουρανό.
Είμαι όνειρο χωρίς ζωή,
ζωή δίχως όνειρο.»

Μια καθυστερημένη διατύπωση της λέξης, και συνεκδοχικά της διεκδίκησης ή του συλλογισμού που εκείνη πρεσβεύει, δεν έχει ουσιαστικά νόημα. Όπως χαρακτηριστικά σχολιάζεται μέσα από τις σκέψεις που αποδίδονται στην ανείπωτη λέξη, τώρα πια δεν έχει φτερά, τώρα πια δεν υπάρχει ο κατάλληλος για εκείνη ουρανός. Είναι πλέον σαν ένα όνειρο που δεν πρόκειται να υλοποιηθεί ποτέ ή ακόμη χειρότερα είναι σαν μια ζωή που της έχουν στερήσει το δικαίωμα στο όνειρο.
Το μήνυμα του ποιήματος γίνεται σαφέστερο, αν στη θέση της ανείπωτης λέξης τοποθετήσουμε έναν λαό που του έχουν στερήσει για καιρό το δικαίωμα να εκφράζει τις επιθυμίες και τις ανάγκες του, κι έχουν παγιώσει -δίχως τη συγκατάθεσή του- μιαν ανεπιθύμητη κατάσταση. Σ’ αυτόν το λαό, αν εκ των υστέρων κι αφού τον έχουν φέρει προ τετελεσμένων γεγονότων, του δώσουν κατόπιν την ευκαιρία να μιλήσει, είναι σαφές πως θα του έχουν στερήσει το σημαντικότερο∙ το δικαίωμα δηλαδή να παρέμβει έγκαιρα, προτού καταλυθούν όλα.

«Είπαν στη λέξη: είσαι ελεύθερη.
Δύσκολο -είπε- να πιστέψεις κάτι τέτοιο.
Εφόσον έχεις φάει τις δικές σου συλλαβές,
εφόσον έχεις μείνει σαν κούτσουρο,
κι η λευτεριά ακόμα είναι μία απ’ τις φυλακές.»

Η εκ των υστέρων ελευθερία έκφρασης, δεν είναι παρά ένας άθλιος εμπαιγμός, αφού η ελευθερία παρέχεται μόνο όταν είναι πια βέβαιο πως δεν μπορεί να αλλάξει τίποτε απ’ όσα αποφασίστηκαν και επιβλήθηκαν. Η ανείπωτη λέξη -οι δέσμιοι πολίτες- δεν μπορεί να θεωρήσει την με μεγάλη καθυστέρηση δοσμένη ελευθερία ως πραγματικό προνόμιο, αφού στο μεσοδιάστημα κι όσο εμποδιζόταν να εκφραστεί υπέφερε κι ήρθε αντιμέτωπη με τον ίδιο της τον εαυτό.
Περιορισμένη από την έξωθεν επιβεβλημένη λογοκρισία η ανείπωτη λέξη φθείρεται, αμφισβητεί την αξία της, κατατρώει τις σάρκες της -τις συλλαβές της-, μέχρι που απομένει πια ένα δίχως ζωή κούτσουρο∙ μέχρι που χάνει πλήρως τη ζωτικότητα και τη δυναμική που είχε κάποτε. Έτσι, η εκ των υστέρων ελευθερία που της δίνεται μοιάζει με μιαν ακόμη μορφή φυλακής, αφού τώρα που της ζητείται να ειπωθεί έχει απολέσει πια το σθένος και την αξία της, κι είναι σαν να την παγιδεύουν με το πόσο παράταιρη, εξασθενισμένη και άκαιρη θα ακουστεί.
Αντιστοίχως, ένας λαός που περιορίζεται, καταπιέζεται και χάνει κάθε δικαίωμά του, βιώνει μια δίχως προηγούμενο αυτοκαταστροφική τάση, αφού ο ένας πολίτης στρέφεται κατά του άλλου, η μια κοινωνική ομάδα κατά της άλλης, αφήνοντας επί της ουσίας ελεύθερο το πεδίο στους καταπιεστές να συνεχίσουν το ολέθριο έργο τους. Κι αν κατόπιν, αφού οι καταπιεστές έχουν πια ολοκληρώσει την καταστρατήγηση κάθε κοινωνικού δικαίου, προσφέρουν στους πολίτες τη δυνατότητα να μιλήσουν, αυτοί οι πολίτες δεν θα είναι πια όπως πριν∙ θα είναι αλλοτριωμένοι, χωρίς συνοχή, και με το ηθικό τους δραστικά υπονομευμένο.

«Ζει η λευτεριά – είπαν στη λέξη.
Κι είπε αυτή: Δεν είμαι Κωνσταντής
που και νεκρός ακόμα μπορεί να ταξιδέψει.»

Η λέξη που εμποδίστηκε να ειπωθεί, όταν έπρεπε, γνωρίζει πως πλέον δεν έχει θέση στον κόσμο∙ γνωρίζει πως έχει επί της ουσίας πεθάνει. Κι αν ο Κωνσταντής -από το γνωστό δημοτικό τραγούδι- είχε τη δυνατότητα να παραβεί τους φυσικούς νόμους με τη νεκρανάστασή του, αυτό δεν μπορεί να ισχύσει για εκείνα που έμειναν ανείπωτα, όταν ήταν η ώρα τους να ακουστούν. Τώρα που η ίδια η πραγματικότητα έχει ξεπεράσει κι έχει καταστήσει ανεδαφική την ανείπωτη λέξη, δεν έχει κανένα νόημα η ύπαρξή της.    

«Είπαν στη λέξη:
- Εσύ ‘σαι η λευτεριά!
Και το πίστεψε η λέξη.
Κι άνοιξε το στόμα
μα αντί για φθόγγους
          πετάχτηκε αίμα.»

Η ανείπωτη λέξη, αν και αντιλαμβάνεται τον εμπαιγμό της δήθεν ελευθερίας που της προσφέρουν∙ αν και γνωρίζει πως είναι πια πολύ αργά για εκείνη να ειπωθεί, πιστεύει στο τέλος τις παραπλανητικές προτροπές «εκείνων», και αποφασίζει να αρθρωθεί. Το αποτέλεσμα, βέβαια, είναι μάλλον αναμενόμενο. Αντί για φθόγγους, πετάγεται αίμα, αφού η λέξη αυτή είναι πια νεκρή.
Το αίμα της νεκρής λέξης, έρχεται να υποδηλώσει το «σφαγιασμό» όλων εκείνων των κοινωνικών δικαιωμάτων, που με χαρακτηριστική ευκολία πραγματοποιούν οι κυβερνώντες και οι ισχυροί. Οι πολίτες που δεν αποφασίζουν να διεκδικήσουν έγκαιρα και με δυναμισμό τα δικαιώματά τους, έρχονται σύντομα αντιμέτωποι με παγιωμένες καταστάσεις δραστικού περιορισμού όσων κάποτε θεωρούνταν αυτονόητα κοινωνικά αγαθά. Αν η λέξη δεν ειπωθεί τη στιγμή που πρέπει, αν το δικαίωμα δεν διεκδικηθεί τότε που πρέπει, μετά είναι πια αργά. Μετά το μόνο που μένει να κυλήσει είναι αίμα.

Ο ΤΖΕΒΑΧΙΡ ΣΠΑΧΙΟΥ (1945) ανήκει στη γενιά των ποιητών που εμφανίστηκαν και αναγνωρίστηκαν αμέσως μετά τη γενιά του ’60. Είναι δημιουργός που στάθηκε πιστός στην ποίηση, χωρίς να καλλιεργήσει κανένα άλλο λογοτεχνικό είδος. Προτιμά τη σύντομη και πυκνή αλλά πλούσια σε κοινωνικές ιδέες και δυναμικούς ρυθμούς ποίηση. Στο έργο του, μέσα από θέματα της ιστορίας και της επικαιρότητας, επιχειρεί να συνθέσει ένα επιβλητικό μωσαϊκό της αλβανικής ζωής. Ο τολμηρός λόγος του τον έθετε συχνά σε δυσμένεια την εποχή που η ποίηση υφίστατο περιορισμούς. Από τις καλύτερες ποιητικές του συλλογές είναι: Τρελή εποχή (Kohё e krisur, 1991) και Κόλαση-Παράδεισος (Ferrparajsa, 1994). 


Οδυσσέας Ελύτης «Το άξιον εστί» Ψαλμός Δ΄

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Mark Ashkenazi

Οδυσσέας Ελύτης «Το άξιον εστί» Ψαλμός Δ΄

Τις ημέρες μου άθροισα και δε σε βρήκα
πουθενά, ποτέ, να μου κρατείς το χέρι
στη βοή των γκρεμών και στων άστρων τον κυκεώνα μου!
Πήραν άλλοι τη Γνώση και άλλοι την Ισχύ
το σκοτάδι με κόπο χαράζοντας
και μικρές προσωπίδες, τη χαρά και τη θλίψη,
στη φθαρμένη την όψη αρμόζοντας.
Μόνος, όχι εγώ, προσωπίδες δεν άρμοσα,
τη χαρά και τη θλίψη πίσω μου έριξα,
γενναιόδωρα πίσω μου έριξα
την Ισχύ και τη Γνώση.
Τις ημέρες μου άθροισα κι έμεινα μόνος.
Είπαν άλλοι: γιατί; κι αυτός να κατοικήσει
το σπίτι με τις γλάστρες και τη λευκή μνηστή.
Άλογα τα πυρρά και τα μαύρα μου άναψαν
γινάτι γι’ άλλες, πιο λευκές Ελένες!
Γι’ άλλη, πιο μυστικήν αντρεία λαχτάρησα
κι από κει που με μπόδισαν, ο αόρατος, κάλπασα
στους αγρούς τις βροχές να γυρίσω
και το αίμα πίσω να πάρω των νεκρών μου των άθαφτων!
Είπαν άλλοι: γιατί; κι εκείνος να γνωρίσει
κι εκείνος τη ζωή μέσα στα μάτια του άλλου.
Αλλού μάτια δεν είδα, δεν αντίκρισα
παρά δάκρυα μέσα στο Κενό που αγκάλιαζα
παρά μπόρες μέσα στη γαλήνη που άντεχα.
Τις ημέρες μου άθροισα και δε σε βρήκα
και τα όπλα ζώστηκα και μόνος βγήκα
στη βοή των γκρεμών και στων άστρων τον κυκεώνα μου!

Ο ποιητής προχωρά σ’ έναν απολογισμό των χρόνων που πέρασαν και συνειδητοποιεί πως παρά την ανάγκη και την επιθυμία του, δεν είχε ποτέ τη στήριξη Εκείνου∙ δεν είχε ποτέ την καθοδήγηση και την προστασία Του στο χάος και στις κρίσιμες στιγμές της πορείας του. Η ταυτότητα, ωστόσο, του «εσύ» που γίνεται αποδέκτης των παραπόνων του ποιητικού υποκειμένου, μπορεί να αναζητηθεί και στο πρόσωπο του πάντοτε αναγκαίου συνοδοιπόρου είτε αυτός είναι ένας φίλος είτε μια σύντροφος.
Ο Ελύτης παρουσιάζει εδώ στοιχεία του βίου και της προσωπικότητάς του που ενίσχυσαν και εδραίωσαν την αφοσίωσή του στην ποιητική του αποστολή. Η απροθυμία του να εγκλωβιστεί στους περιορισμούς που θέτει η έγγαμη διαβίωση κι η απέχθειά του για την υποκρισία και την ανηθικότητα που συνιστούν προαπαιτούμενα για τον υλικό πλουτισμό και την κοινωνική καταξίωση, φανερώνουν την αδιαπραγμάτευτη πίστη του στην πνευματική και ηθική ανεξαρτησία του ατόμου. Ο ποιητής επιλέγει να ζήσει μακριά από τους συνήθεις συμβιβασμούς και τη διάβρωση των ηθικών αξιών, ορίζοντας για τον εαυτό του έναν εξαιρετικά δύσκολο αγώνα προς όφελος του κοινωνικού συνόλου.

«Τις ημέρες μου άθροισα και δε σε βρήκα
πουθενά, ποτέ, να μου κρατείς το χέρι
στη βοή των γκρεμών και στων άστρων τον κυκεώνα μου!»

Η αναφορά στην απουσία του άλλου ανθρώπου, που θα είχε τη δυνατότητα να σταθεί ως στήριγμα και ως καθοδηγητής στο πλευρό του ποιητή, τονίζει την επώδυνη ερημία του, η οποία αποτέλεσε σε μεγάλο βαθμό το κίνητρο για την ισχυροποίηση των στοιχείων εκείνων που συνέθεσαν το μοναδικό της προσωπικότητάς του. Ο ποιητής εξαναγκάζεται να κινηθεί μόνος, μα ο εξαναγκασμός αυτός του παρέχει τη δύναμη να σταθεί πέρα από συναισθηματικές εξαρτήσεις, οποιασδήποτε μορφής, που θα τον καθιστούσαν πιθανώς πιο ευάλωτο στα κελεύσματα της κοινωνίας -των άλλων ανθρώπων-, για έναν συμβιβασμό στην κανονικότητα, και κατ’ επέκταση στη μέτρια και χωρίς κορυφώσεις ύπαρξη.
Η ανασκόπηση των ημερών που πέρασαν φανερώνει πως ο άλλος άνθρωπος δεν ήταν ποτέ εκεί, για να συμπαρασταθεί στο ποιητικό υποκείμενο∙ δεν ήταν ποτέ εκεί, για να τον συγκρατήσει, όταν πλησίαζε επικίνδυνα στην άκρη του γκρεμού, με τον ίλιγγο της συναισθηματικής κατάρρευσης να ηχεί στ’ αυτιά του. Δεν ήταν ποτέ εκεί στο συναισθηματικό στροβίλισμα, στην εσωτερική του δίνη, καθώς η μια νύχτα διαδεχόταν την άλλη, κι η ψυχή του δοκιμαζόταν ολοένα και περισσότερο.
Ο άλλος άνθρωπος, που με την παρουσία του θα προσέφερε στήριξη, θα παρείχε δύναμη, και θα αποτελούσε το έναυσμα για ένα ύστατο πλεόνασμα απαντοχής, δεν ήταν εκεί, τη στιγμή που ήταν αναγκαίος. Ο άλλος άνθρωπος, που δεν θα ζητούσε εξηγήσεις, μα θα ένιωθε την κάμψη της αντοχής και του κουράγιου, και θα έδινε απλόχερα απ’ τα δικά του αποθέματα, δεν βρέθηκε «ποτέ, και πουθενά».

«Πήραν άλλοι τη Γνώση και άλλοι την Ισχύ
το σκοτάδι με κόπο χαράζοντας
και μικρές προσωπίδες, τη χαρά και τη θλίψη,
στη φθαρμένη την όψη αρμόζοντας.»

Το ποιητικό υποκείμενο γνώρισε, όχι μόνο τη μοναξιά -την απουσία του άλλου ανθρώπου-, μα είδε γύρω του τους άλλους να προοδεύουν, επιδιώκοντας και κατακτώντας με κόπο τη Γνώση αλλά και την Ισχύ. Μια πρόοδος, ωστόσο, συμβατική, καθώς η γνώση κι η δύναμη που κερδήθηκε από τους άλλους, απαίτησε και το ανάλογο τίμημα. Αναγκάστηκαν να συμβιβαστούν με την υποκρισία της κοινωνίας, προσαρμόζοντας στο πρόσωπό τους τις προσωπίδες εκείνες της ψεύτικης χαράς και της δίχως περιεχόμενο συμπόνιας για τους συνανθρώπους τους. Προσάρμοσαν στα φθαρμένα τους πρόσωπα και στις αλλοτριωμένες ψυχές τους προσωπίδες, για να καλύψουν και να αποκρύψουν πόσο ακριβά πλήρωσαν την κοινωνική παρουσία και αναγνώριση.
Άνθρωποι της καταξίωσης, οι οποίοι δε δίστασαν να θυσιάσουν τα αληθινά και τα ανθρώπινα της υπόστασής τους, μόνο και μόνο για να γίνουν αποδέκτες ενός πλούτου υλικού, που δεν θα μπορούσε όμως ποτέ να υποκαταστήσει την απώλεια της προσωπικής ακεραιότητας, της ειλικρινούς προς τους άλλους και προς τον εαυτό τους παρουσίας, της ζωής μακριά από συμβιβασμούς και υποκρισίες.

«Μόνος, όχι εγώ, προσωπίδες δεν άρμοσα,
τη χαρά και τη θλίψη πίσω μου έριξα,
γενναιόδωρα πίσω μου έριξα
την Ισχύ και τη Γνώση.»

Ο ποιητής, βέβαια, αντιστάθηκε στο δέλεαρ του υλικού πλούτου και της κοινωνικής δύναμης, αρνούμενος να ζήσει φορώντας προσωπίδες∙ αρνούμενος να ζήσει μέσα στην υποκρισία και τους συμβιβασμούς. Με γενναιοδωρία, που πήγασε απ’ τον αυτοσεβασμό και τη βαθιά εκτίμηση για την ανεξαρτησία του, αποποιήθηκε την επιστημονική αναγνώριση, τη δύναμη και τα χρήματα. Έτσι, σε αντίθεση με τους περισσότερους ανθρώπους, που θα έδιναν και θα θυσίαζαν οτιδήποτε προκειμένου να γνωρίσουν τα οφέλη της υλικής και κοινωνικής καταξίωσης, ο ποιητής επιλέγει να διατηρήσει ανέπαφη την αξιοπρέπειά του∙ επιλέγει να μη γίνει δέσμιος των πολλαπλών κοινωνικών εξαρτήσεων και του ψεύδους, για χάρη μιας υποτιθέμενης επιτυχίας.

«Τις ημέρες μου άθροισα κι έμεινα μόνος.
Είπαν άλλοι: γιατί; κι αυτός να κατοικήσει
το σπίτι με τις γλάστρες και τη λευκή μνηστή.»

Ο ποιητής απομένει μόνος, χωρίς την παρουσία του αναγκαίου συνοδοιπόρου, χωρίς το κύρος μιας ακριβά εξαγορασμένης αναγνώρισης, μα και χωρίς τους λοιπούς συμβιβασμούς της κοινωνίας. Μια θριαμβική ανεξαρτησία, η οποία όμως δεν πέρασε απαρατήρητη από τους άλλους ανθρώπους, που απορούσαν γιατί να μη μένει κι αυτός, όπως κι εκείνοι, στο σπίτι με τις γλάστρες, παντρεμένος, ακολουθώντας ως προς όλα τα κοινωνικώς αναμενόμενα.
Η σαρωτική κοινωνική ομοιομορφία, που απαιτεί και συχνά επιβάλλει μια συγκεκριμένη πορεία, βρίσκει στο πρόσωπο του ποιητή έναν αποφασισμένο αρνητή. Με την ίδια δύναμη που προσπερνά τα υλικά πλούτη, προκειμένου να διατηρήσει την ακεραιότητά του, προσπερνά και τη σύμβαση της ανέφελης έγγαμης ζωής, προκειμένου ν’ αποφύγει την καθήλωση σε μια πνευματική και ψυχική αδράνεια.
Ο Ελύτης δεν αναγνωρίζει εδώ το όφελος μιας συμβατικής συνύπαρξης, καθώς αποβλέπει σε άλλα ιδανικά. Μιαν διαφορετική προσέγγιση μας δίνει ο Εγγονόπουλος: 
«Κι’ μως, ἐὰν κόμη δν μ κατασπαράξανε λύπητα, ν πετάξουνε τς σάρκες μου στ σκυλιά, ατ δν τ χρωστάω σ’ σένα, στ μεγάλη στοργή σου κα στν γάπη σου; Τ ξέρω, μή μο τ κρύφτεις, τ ξέρω σο λέω: προσεύχεσαι γι μένα!»

«Άλογα τα πυρρά και τα μαύρα μου άναψαν
γινάτι γι’ άλλες, πιο λευκές Ελένες!»

Ο ποιητής αισθάνεται μέσα του το κάλεσμα άλλων ψυχικών αναζητήσεων και αναγκών που τον ωθούν στην αποζήτηση υψηλότερων ιδανικών. Το πείσμα του για μια πιο «λευκή Ελένη», για μια διεκδίκηση ανώτερης υφής, από το μικροαστικό ιδανικό της βολεμένης και ακύμαντης ζωής, καθιστά σαφή την εδραιωμένη στην ψυχή του αίσθηση της απόλυτης αξίας που ενέχει η ανεξαρτησία από κάθε σύμβαση και κάθε δέσμευση.
Ο συμβιβασμός σε μια κοινωνικώς αποδεκτή αποκατάσταση, θα μπορούσε ίσως να προσφέρει στο ποιητικό υποκείμενο την πρόσκαιρη δικαίωση απέναντι τους άλλους ανθρώπους, μα δεν θα άντεχε στη δοκιμασία του χρόνου∙ όχι για κάποιον που γνωρίζει και αντιλαμβάνεται την αξία της αδέσμευτης και ελεύθερης πνευματικής και ψυχικής πορείας. Το απολεσθέν μέλλον, που θα μπορούσε να είχε προκύψει –μα δεν προέκυψε- μέσα από ένα συμβατικό γάμο, θα ερχόταν σύντομα αντιμέτωπο με τη σκληρή δοκιμασία του χρόνου. Διότι, οι έξωθεν επιβεβλημένες αποφάσεις και συμπεριφορές μπορούν να διατηρηθούν μόνο για ορισμένο διάστημα, χωρίς να έρθουν στην επιφάνεια οι συγκρουσιακές συνθήκες που προκαλούνται στη συνείδηση και στη βούληση του ατόμου. Γι’ αυτό ο ποιητής επιλέγει ορθά να μην επιχειρήσει εξαρχής κάτι που αντιβαίνει στις βαθύτερες ανάγκες της ψυχής του· κάτι που ούτως ή άλλως θα κατέληγε σ’ έναν ψυχοφθόρο συμβιβασμό που θα πλήγωνε και τον ίδιο, αλλά και τη σύντροφο που θα βρισκόταν πλάι του.   

ð Άλογα τα πυρρά και τα μαύρα μου άναψαν

Ορμές και ένστικτα∙ οι πλατωνικοί ίπποι της ψυχής, το βουλητικό και το θυμοειδές. Τα επίθετα «πυρρά» και «μαύρα» από την Καινή Διαθήκη: κα  ξλθεν  λλος  ππος πυρρός, κα τ  καθημέν  π’ ατν  δόθη ατ λαβεν τν ερήνην κ τς γς κα να λλήλους σφάξουσιν, κα δόθη ατ μάχαιρα μεγάλη... κα δο ππος μλας, κα  καθμενος π᾿ ατν χων ζυγν ν τ χειρ ατο» Ιωάννου, Αποκάλυψις ΣΤ΄4-5.
[Τάσος Λιγνάδης]

ð γινάτι γι’ άλλες, πιο λευκές Ελένες!

Η τουρκική λέξη (inat) για σαρκαστική αντίθεση.
[Τάσος Λιγνάδης]

«Γι’ άλλη, πιο μυστικήν αντρεία λαχτάρησα
κι από κει που με μπόδισαν, ο αόρατος, κάλπασα
στους αγρούς τις βροχές να γυρίσω
και το αίμα πίσω να πάρω των νεκρών μου των άθαφτων!»

Ο ποιητής απέρριψε τις αξιώσεις του μικροαστικού περιβάλλοντος, κι ένιωσε μέσα του να δεσπόζει η λαχτάρα για μια πιο μυστική ανδρεία, για μια πιο ουσιαστική γενναιότητα. Αντιστάθηκε στην εξομοίωση, θέτοντας την ποιητική του αποστολή υψηλότερα από κάθε άλλη πράξη ή επιλογή. Με τη δίκαια κερδισμένη αθωότητα του ανθρώπου που δεν ξεπούλησε τον εαυτό και τα ιδανικά του, αντιμετώπισε με πείσμα και αποφασιστικότητα τα εμπόδια που του έθεσαν, θέλοντας να ανατρέψει τις μεγάλες αδικίες της κοινωνίας και των ανθρώπων.
Προσπάθησε, παρά τις ποικίλες αντιξοότητες, να επιστρέψει τις βροχές στους αγρούς, τη ζωοδόχο δύναμη του νερού, εκεί ακριβώς που υπήρχε η μεγαλύτερη ανάγκη. Προσπάθησε, συνάμα, να πάρει πίσω το αίμα των νεκρών του που έμεινα άθαφτοι∙ διακειμενική αναφορά στην Αντιγόνη του Σοφοκλή, με την οποία προφανώς υπονοούνται αδικίες που υπέστησαν άνθρωποι δικοί του, με την ευρύτερη όμως έννοια∙ συνάνθρωποί του.
Η δύσκολη αποστολή του ποιητή γίνεται πρόδηλα εμφανής σ’ αυτούς τους στίχους, καθώς ο πνευματικός δημιουργός καλείται, όχι μόνο ν’ αντισταθεί στις κοινωνικούς συμβιβασμούς, μα και να αγωνιστεί ενάντια σε κάθε λανθασμένη ή άδικη κατάσταση που αντικρίζει.

«Είπαν άλλοι: γιατί; κι εκείνος να γνωρίσει
κι εκείνος τη ζωή μέσα στα μάτια του άλλου.
Αλλού μάτια δεν είδα, δεν αντίκρισα
παρά δάκρυα μέσα στο Κενό που αγκάλιαζα
παρά μπόρες μέσα στη γαλήνη που άντεχα.»

Η αγωνιστική διάθεση του ποιητή κι οι προσπάθειές του να επανορθώσει τα κακώς κείμενα, προκαλούν εκ νέου την αντίδραση των ανθρώπων γύρω του, που τον βλέπουν να κινείται πέρα και έξω από τη δική τους καθημερινότητα. Απορούν γιατί να μη γνωρίσει κι εκείνος τη ζωή μέσα στα μάτια του άλλου ανθρώπου∙ απορούν γιατί να μην αφιερώσει κι εκείνος τη ζωή του σ’ έναν δικό του άνθρωπο, αφήνοντας κατά μέρος την καταγγελτική του διάθεση και τον αγώνα του.
Ο ποιητής, ωστόσο, στο πλαίσιο του κοινωνικού συγχρωτισμού δεν βλέπει τίποτε άλλο πέρα από την κενότητα των συνανθρώπων του. Άνθρωποι χωρίς περιεχόμενο, άνθρωποι χωρίς κάποια αξιόλογη πνευματική εμβάθυνση, που αποζητούν τη δικαίωση της ύπαρξής τους μένοντας αγκιστρωμένοι στον άλλο. Κι ο ποιητής, πράγματι, αντέχει τη φθοροποιό τριβή μέσα «στων σχέσεων και των συναναστροφών / την καθημερινήν ανοησία»∙ αντέχει τη ρηχότητα των συνανθρώπων του και προχωρά την επικοινωνία μαζί τους σ’ ένα βαθύτερο επίπεδο. Προσπερνά το ανούσιο των τετριμμένων καθημερινών συνομιλιών και διακρίνει τον πόνο και τις ψυχικές εντάσεις που κρύβουν μέσα τους. Διακρίνει τις ψυχικές μπόρες της απόγνωσης, και τις δέχεται με τη γαλήνη της αποδοχής και της συμπόνιας.  

«Τις ημέρες μου άθροισα και δε σε βρήκα
και τα όπλα ζώστηκα και μόνος βγήκα
στη βοή των γκρεμών και στων άστρων τον κυκεώνα μου!»

Ο ποιητής απομένει και προχωρά μόνος, καθώς δεν βρίσκει πουθενά τον άλλον άνθρωπο που θα μπορούσε να σταθεί ισάξια στο πλευρό του∙ δεν βρίσκει εκείνον τον άνθρωπο, ο οποίος θα ξυπνούσε μέσα του ικανό ενδιαφέρον, ώστε να του εμπνεύσει τον αναγκαίο εγωισμό και την αναγκαία επιθυμία προσήλωσης στον εαυτό του και στην προσωπική του ζωή, κι έτσι οπλίζεται και βγαίνει μόνος του στο δύσκολο αγώνα που είναι προορισμένος για έναν ποιητή. Στο δύσκολο αγώνα που είναι προορισμένος για εκείνους που αρνούνται το συμβιβασμό και τη μετριότητα.  
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...