Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Κωνσταντίνος Καβάφης «Η Δυσαρέσκεια του Σελευκίδου»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Alfred Sethel

Κωνσταντίνος Καβάφης «Η Δυσαρέσκεια του Σελευκίδου»

Δυσαρεστήθηκεν ο Σελευκίδης
Δημήτριος να μάθει που στην Ιταλία
έφθασεν ένας Πτολεμαίος σε τέτοιο χάλι.
Με τρεις ή τέσσαρες δούλους μονάχα·
πτωχοντυμένος και πεζός. Έτσι μια ειρωνία
θα καταντήσουν πια, και παίγνιο μες στην Pώμη
τα γένη των. Που κατά βάθος έγιναν
σαν ένα είδος υπηρέται των Pωμαίων
το ξέρει ο Σελευκίδης, που αυτοί τους δίδουν
κι αυτοί τους παίρνουνε τους θρόνους των
αυθαίρετα, ως επιθυμούν, το ξέρει.
Αλλά τουλάχιστον στο παρουσιαστικό των
ας διατηρούν κάποια μεγαλοπρέπεια·
να μη ξεχνούν που είναι βασιλείς ακόμη,
που λέγονται (αλλοίμονον!) ακόμη βασιλείς.

Γι’ αυτό συγχίσθηκεν ο Σελευκίδης
Δημήτριος· κι αμέσως πρόσφερε στον Πτολεμαίο
ενδύματα ολοπόρφυρα, διάδημα λαμπρό,
βαρύτιμα διαμαντικά, πολλούς
θεράποντας και συνοδούς, τα πιο ακριβά του άλογα,
για να παρουσιασθεί στην Pώμη καθώς πρέπει,
σαν Aλεξανδρινός Γραικός μονάρχης.


Aλλ’ ο Λαγίδης, που ήλθε για την επαιτεία,
ήξερε την δουλειά του και τ’ αρνήθηκε όλα·
διόλου δεν του χρειάζονταν αυτές η πολυτέλειες.
Παληοντυμένος, ταπεινός μπήκε στην Pώμη,
και κόνεψε σ’ ενός μικρού τεχνίτου σπίτι.
Κ’ έπειτα παρουσιάσθηκε σαν κακομοίρης
και σαν πτωχάνθρωπος στην Σύγκλητο,
έτσι με πιο αποτέλεσμα να ζητιανέψει.

Ιστορικό πλαίσιο:

Σελευκίδης Δημήτριος: Πρόκειται για τον γιο του Σελεύκου Δ΄, Δημήτριο (που με την επωνυμία «Σωτήρ» ανέβηκε αργότερα το 162 π.Χ. στον θρόνο της Συρίας), όμηρο στην Ρώμη ως το 162 π.Χ. [Δημητρίου Σωτήρος (162-150 π.Χ.)
Ο νεαρός (25 τότε ετών) γιος του Σελεύκου Δ΄, Δημήτριος, που ήταν όμηρος στη Ρώμη, ύστερα από συναρπαστική περιπέτεια διέφυγε, πιθανόν με την ανοχή των ανωτέρων ρωμαϊκών κύκλων, όπως των Σκιπιώνων, και ήλθε στην Τρίπολι της Συρίας. Εκεί στέφθηκε βασιλιάς, συνάθροισε μισθοφόρους και μαζί τους μπήκε στην Αντιόχεια, όπου με την επιδοκιμασία του πλήθους φόνευσε τον Αντίοχο Ε΄  (11 ετών) και τον επίτροπό του Λυσία.
Ο Δημήτριος είχε βρεθεί στη Ρώμη αντικαθιστώντας στην ομηρεία τον θείο του Αντίοχο Δ΄, ο οποίος είχε παραδοθεί ως όμηρος στους Ρωμαίους το 188 π.Χ., με βάση τη Συνθήκη της Απάμειας, που ακολούθησε τη Μάχη της Μαγνησίας και έθεσε τέλος στον πόλεμο του Αντιόχου Γ΄ με τους Ρωμαίους.
Ο Δημήτριος Α΄ μόλις έγινε βασιλιάς επιδίωξε να ανορθώσει και να αποκαταστήσει το κύρος του κράτους του μεταξύ των συγχρόνων του ελληνιστικών ηγεμόνων. Στο εσωτερικό όμως αντιμετώπιζε οξύτατο αναβρασμό, που έλαβε απειλητική τροπή μετά την αποτυχία της εξωτερικής πολιτικής του στην Καππαδοκία.
Η γενική δυσαρέσκεια εναντίον του Δημητρίου ώθησε τους βασιλείς Άτταλο Β΄ της Περγάμου, Αριαράθη Ε΄ της Καππαδοκίας και Πτολεμαίο ΣΤ΄ Φιλομήτορα -από τον οποίο είχε πρόσφατα επιχειρήσει να αποσπάσει την Κύπρο δωροδοκώντας τον στρατηγό της νήσου Αρχία- να τον ανατρέψουν. Ο τρόπος ήταν απλός και εφαρμόσθηκε συχνά στην ελληνιστική εποχή. Οι βασιλείς αυτοί γνωρίζοντας ότι με την αγαθή εντύπωση που είχε αφήσει χάρη στη μεγαλοψυχία και στη γενναιοφροσύνη του ο Αντίοχος Δ΄ ο Επιφανής (175-164 π.Χ.) ήταν δυνατόν να στηρίξουν τις διεκδικήσεις οποιουδήποτε άμεσου απογόνου του στο θρόνο, προέβαλαν κάποιο ασήμαντο πρόσωπο, τον Βάλα, που έμοιαζε στον Αντίοχο και ισχυριζόταν ότι ήταν γιος του, ως νόμιμο διάδοχο του θρόνου. Την πρωτοβουλία την είχε ο Άτταλος Β΄. Έπρεπε όμως για μια τέτοια σπουδαία υπόθεση να εξασφαλισθεί η έγκριση των Ρωμαίων που είχαν ήδη αναγνωρίσει τον Δημήτριο. Την υπόθεση ανέλαβε ο Ηρακλείδης, ο αδερφός του Τιμάρχου (ο Μιλήσιος Τίμαρχος ήταν ο γενικός διοικητής των περιοχών που βρίσκονταν ανατολικά της Μεσοποταμίας, τον οποίο νίκησε σε μάχη και δολοφόνησε ο Δημήτριος Α΄, λαμβάνοντας έτσι την επωνυμία Σωτήρας από τους Βαβυλωνίους).
Ο Ηρακλείδης πήγε στη Ρώμη έχοντας μαζί του την κόρη του Αντιόχου Δ΄ Λαοδίκη και τον Βάλα (που δεν αποκλείεται να ήταν πραγματικά νόθος γιος του Αντιόχου Δ΄). Με την καθοδήγηση του Ηρακλείδη ο Βάλας ζήτησε από τους Ρωμαίους να θυμηθούν τη φιλία και συμμαχία που είχαν συνάψει με τον πατέρα του Αντίοχο Δ΄ και να τον βοηθήσουν να πάρει τον πατρικό του θρόνο ή τουλάχιστον να μην παρεμβάλουν εμπόδια στον ίδιο και σ’ αυτούς που θα ήθελαν να τον βοηθήσουν.
Μόλις εξασφάλισε την υποστήριξη της Συγκλήτου ο Ηρακλείδης άρχισε να συγκεντρώνει μισθοφόρους για να θέσει σε εφαρμογή του σχέδιό του. Ο Βάλας, που μετονομάστηκε Αλέξανδρος (για να θυμίζει το όνομα του Μεγάλου Αλεξάνδρου), παραδόθηκε στον επαναστάτη δυνάστη Ζηνοφάνη της Κιλικίας, που προσφέρθηκε να τον αποκαταστήσει στον «πατρικό» του θρόνο. [Εύνοια του Αλεξάνδρου Βάλα
Λίγο αργότερα η σύγκρουση των δύο αντιπάλων σε σφοδρή μάχη εκ παρατάξεως είχε ως αποτέλεσμα την ήττα και τον ηρωικό θάνατο του Δημητρίου (χειμώνας του 151/150 π.Χ.).

Πτολεμαίος: Πρόκειται για τον Πτολεμαίο ΣΤ΄ Φιλομήτορα, που διωγμένος από τον συμβασιλέα αδερφό του Πτολεμαίο Η΄ Ευεργέτη, πήγε, το 164 π.Χ., στην Ιταλία να εκλιπαρήσει (επιτυχώς) την βοήθεια των Ρωμαίων για την παλινόρθωσή του στον θρόνο της Αιγύπτου. [Πρέσβεις από την Αλεξάνδρεια
Ο Πτολεμαίος ο ΣΤ΄ είχε την εξουσία στην Αίγυπτο από το 180 π.Χ., ενώ από το 169 π.Χ. και για πέντε χρόνια τα δύο αδέρφια μοιράζονται από κοινού την εξουσία.
Το 164 π.Χ. ο Πτολεμαίος ΣΤ΄ εκδιώκεται από την εξουσία από τον αδερφό του Πτολεμαίο Η΄ και καταφεύγει στη Ρώμη, όπου παρουσιάζεται ρακένδυτος στη Σύγκλητο. Η Ρώμη αποφασίζει να μοιράσει την εξουσία της Αιγύπτου στα δύο αδέλφια, παραχωρώντας στον Πτολεμαίο ΣΤ΄ την Αλεξάνδρεια και την Κύπρο, ενώ στον μικρότερο, στον Πτολεμαίο Η΄, την Κυρηναϊκή. Αυτή είναι η δυναμικότερη επέμβαση της Ρώμης στη μακρόχρονη διαμάχη μεταξύ των δύο Πτολεμαίων, καθώς στην πορεία παρόλο που οι Ρωμαίοι θα λάβουν αποφάσεις ευνοϊκές για τον Πτολεμαίο Η΄, δεν θα θελήσουν να χρησιμοποιήσουν το στρατό τους για να επιβάλουν τη θέλησή τους.
Ο Πτολεμαίος ΣΤ΄ ο Φιλομήτωρ υπήρξε ένας από τους δικαιότερους και ευγενικότερους βασιλιάδες της Αιγύπτου, με μεγάλο σεβασμό για τους πολίτες του. Ακόμη κι όταν, το 154 π.Χ. νικά τον αδερφό του στην Κύπρο, αντί να τον τιμωρήσει για την πολύχρονη αμφισβήτηση της εξουσίας του, τον συγχώρησε και μάλιστα δέχτηκε να συνάψει μαζί του συμφωνία ειρήνης.
Ο Πτολεμαίος Η΄ ο Φύσκων (ο κοιλαράς) ήταν ένας από τους σκληρότερους βασιλιάδες, έτοιμος πάντοτε να πνίξει στο αίμα το λαό του, στην υποψία και μόνο ότι σχεδιάζουν κάποια αντίδραση εναντίον του. Ο Κακεργέτης, όπως τον ονόμαζαν ειρωνικά, πήρε ολοκληρωτικά την εξουσία της Αιγύπτου το 145 π.Χ. μετά το θάνατο του αδερφού του Πτολεμαίου ΣΤ΄, ενώ, παράλληλα, παντρεύτηκε τη χήρα του Πτολεμαίου ΣΤ΄, και αδερφή τους, Κλεοπάτρα Β΄ και δολοφόνησε τον ανιψιό του. Στη συνέχεια παντρεύτηκε και τη μια από τις δύο κόρες της Κλεοπάτρας Β’ την Κλεοπάτρα Γ΄, που ήταν παράλληλα και ανιψιά του. Όταν η Κλεοπάτρα Β΄ το 131 π.Χ. ξεκίνησε επανάσταση εναντίον του συζύγου και αδερφού της, εκείνος σκότωσε το γιό τους Πτολεμαίο Μεμφίτη, που ήταν τότε δεκατεσσάρων ετών, τον τεμάχισε και της έστειλε τα κομμάτια του σα δώρο γενεθλίων. Η Κλεοπάτρα Β΄ παρόλα αυτά το 124 π.Χ. επέστρεψε στον Πτολεμαίο Η΄ κι έμεινε κοντά του μέχρι το θάνατό του το 116 π.Χ. [Ας φρόντιζαν

Το ποίημα

«Δυσαρεστήθηκεν ο Σελευκίδης
Δημήτριος να μάθει που στην Ιταλία
έφθασεν ένας Πτολεμαίος σε τέτοιο χάλι.
Με τρεις ή τέσσαρες δούλους μονάχα·
πτωχοντυμένος και πεζός. Έτσι μια ειρωνία
θα καταντήσουν πια, και παίγνιο μες στην Pώμη
τα γένη των.»

Ο Δημήτριος Α΄ μαθαίνοντας πως ο Πτολεμαίος ΣΤ΄ είχε έρθει στη Ρώμη με φτωχική αμφίεση και χωρίς πολυμελή συνοδεία, δυσαρεστήθηκε, καθώς θεώρησε πως η στάση αυτή του Πτολεμαίου εξέθετε, όχι μόνο τη βασιλική οικογένεια των Πτολεμαίων, αλλά και όλους τους επιγόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο Δημήτριος, αν και όμηρος των Ρωμαίων και κατ’ επέκταση πιόνι στα χέρια τους, αφού τον χρησιμοποιούσαν για να εκβιάζουν τις πολιτικές επιλογές του Αντίοχου Δ΄, θεωρούσε πως όλοι οι επίγονοι, όλοι οι Έλληνες βασιλείς, συνεχιστές των ένδοξων Μακεδόνων βασιλέων, όφειλαν να διατηρούν, έστω και κατ’ επίφαση, την αξιοπρέπειά τους. Το να εμφανίζεται στη Ρώμη ένας Έλληνας βασιλιάς ρακένδυτος, ελεεινός, και με εμφανή την πρόθεση να εκλιπαρήσει τους ισχυρούς της εποχής, αποτελούσε απαράδεκτη ταπείνωση για όλα τα ελληνιστικά βασίλεια.
Ο Πτολεμαίος είτε είχε πραγματική δύναμη είτε όχι, θα έπρεπε, κατά την άποψη του Δημήτριου, να σεβαστεί τη θέση του και να παρουσιαστεί στους Ρωμαίους με τη μεγαλοπρέπεια εκείνη που αντιστοιχεί σ’ έναν επίγονο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ήταν, το δίχως άλλο, αναξιοπρεπές να επιτρέπει με τη φτωχική του παρουσία τα χλευαστικά σχόλια των Ρωμαίων, και να επικυρώνει με τον πλέον σαφή τρόπο την υπεροχή που εκείνοι είχαν αποκτήσει έναντι των ελληνιστικών βασιλείων.
Η αγανάκτηση του Δημήτριου αποκτά, μάλιστα, ακόμη μεγαλύτερη σημασία, αν ληφθεί υπόψη ο διαρκής ανταγωνισμός ανάμεσα στο βασίλειο των Σελευκιδών και το βασίλειο των Πτολεμαίων. Ο Δημήτριος, όχι μόνο δεν χαίρεται με την ταπείνωση του εν δυνάμει αντιπάλου του -οι δύο βασιλείς θα έρθουν σε σύγκρουση λίγα χρόνια μετά-, αλλά δυσαρεστείται και προθυμοποιείται να τον βοηθήσει, ώστε η παρουσίασή του στη Σύγκλητο να έχει την αναγκαία μεγαλοπρέπεια. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει με λαμπρή σαφήνεια την ομόνοια που ενέπνεε στη σκέψη του Δημήτριου η επίγνωση της κοινής καταγωγής. Στο πρόσωπο του Πτολεμαίου δεν βλέπει έναν αντίπαλο, αλλά έναν ομοεθνή του, που έρχεται και ταπεινώνεται στα μάτια του κοινού τους εχθρού.  

«Που κατά βάθος έγιναν
σαν ένα είδος υπηρέται των Pωμαίων
το ξέρει ο Σελευκίδης, που αυτοί τους δίδουν
κι αυτοί τους παίρνουνε τους θρόνους των
αυθαίρετα, ως επιθυμούν, το ξέρει.»

Ο Δημήτριος γνωρίζει πολύ καλά τη δύναμη που έχουν αποκτήσει οι Ρωμαίοι -όμηρός τους ο ίδιος άλλωστε. Γνωρίζει πως έχουν επιβάλει τη θέλησή τους, νικώντας ένα προς ένα τα ελληνιστικά βασίλεια, και πως μπορούν πλέον να ελέγχουν πλήρως τη διάδοχη κατάσταση σε αυτά. Ωστόσο, δεν αποδέχεται για κανένα λόγο τη δουλοπρέπεια και τον ξεπεσμό του Πτολεμαίου.
Η απουσία αξιοπρέπειας οδηγεί στην περιφρόνηση και στον εξευτελισμό· οδηγεί στην άνευ όρων υποταγή. Κι αυτό ο Δημήτριος δεν πρόκειται να το δεχτεί.

«Αλλά τουλάχιστον στο παρουσιαστικό των
ας διατηρούν κάποια μεγαλοπρέπεια·
να μη ξεχνούν που είναι βασιλείς ακόμη,
που λέγονται (αλλοίμονον!) ακόμη βασιλείς.»

Παρά την αναμφισβήτητη υπεροχή των Ρωμαίων και παρά το γεγονός πως κανένας από τους επιγόνους δεν μπορεί να σταθεί στο θρόνο, χωρίς τη δική τους έγκριση, ο Δημήτριος δεν συναινεί στην υιοθέτηση μιας δουλοπρεπούς συμπεριφοράς. Θεωρεί πως οι Έλληνες βασιλείς οφείλουν και πρέπει να διατηρούν την αγέρωχη και μεγαλοπρεπή τους στάση, έστω κι αν αυτή περιορίζεται μόνο στην εξωτερική τους εμφάνιση, έστω κι αν περιορίζεται μόνο στους τύπους. Εκείνο, άλλωστε, που υποδηλώνει η διατήρηση της αξιοπρέπειάς τους είναι κατά πολύ σημαντικότερο από μια επιφανειακή μεγαλοπρέπεια. Υποδηλώνει την άρνησή τους να αποδεχτούν το τετελεσμένο της υποταγής τους.
Είναι και λέγονται ακόμη βασιλείς, κι αυτό σημαίνει πως ακόμη κι αν επί του παρόντος οφείλουν να λογοδοτούν στους Ρωμαίους, αυτό δεν επισφραγίζει μια εσαεί συνέχιση αυτής της κατάστασης. Η διατήρηση της μεγαλοπρέπειας, οπότε, δεν συνιστά μια κενόδοξη στάση πληγωμένης ματαιοδοξίας και περηφάνιας κάποιου που αρνείται να κατανοήσει τα νέα δεδομένα, αλλά μια υπόμνηση στους τώρα πανίσχυρους Ρωμαίους πως τίποτε δεν μπορεί να θεωρηθεί μόνιμο και τετελεσμένο. Αναγνωρίζει, επομένως, ο Δημήτριος την παρούσα υπεροχή των Ρωμαίων, αλλά αφήνει να εννοηθεί πως σε βάθος χρόνου θα είναι πάντοτε διατεθειμένος να παλέψει για την αποτίναξη αυτής της υποτέλειας.   
Ο τίτλος του βασιλέα δεν αποτελεί κενό γράμμα για τον Δημήτριο, όπως παράλληλα η υπερίσχυση των Ρωμαίων δεν αποτελεί μιαν αδιασάλευτη και μη αναστρέψιμη κατάσταση. Ο Δημήτριος δεν διατηρεί άρα την αξιοπρέπειά του για τους τύπους· ο Δημήτριος έχει το ήθος ενός αγωνιστή, που ξέρει πως κάθε μη αρεστή και μη αποδεκτή κατάσταση μπορεί να ανατραπεί ή τουλάχιστον μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση, ανεξάρτητα από την έκβαση αυτής της αμφισβήτησης.

«Γι’ αυτό συγχίσθηκεν ο Σελευκίδης
Δημήτριος· κι αμέσως πρόσφερε στον Πτολεμαίο
ενδύματα ολοπόρφυρα, διάδημα λαμπρό,
βαρύτιμα διαμαντικά, πολλούς
θεράποντας και συνοδούς, τα πιο ακριβά του άλογα,
για να παρουσιασθεί στην Pώμη καθώς πρέπει,
σαν Aλεξανδρινός Γραικός μονάρχης.»

Εύλογα, λοιπόν, ο Δημήτριος αντιδρά στη δουλοπρέπεια και στον ξεπεσμό του Πτολεμαίου, και σπεύδει να του προσφέρει όλα όσα χρειάζεται για να παρουσιαστεί στη Ρώμη «καθώς πρέπει», και το κυριότερο σαν Αλεξανδρινός Έλληνας μονάρχης. Εμφανής εδώ η επιθυμία του Καβάφη να υπενθυμίσει την ελληνικότητα των επιγόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Ένας Γραικός μονάρχης δεν μπορεί να παρουσιαστεί στη Σύγκλητο σαν φτωχός επαίτης, δεν μπορεί να ξευτιλίσει έτσι τον εαυτό του και τους άλλους Έλληνες βασιλείς, δεν μπορεί να αναγνωρίσει με τόσο σαφή τρόπο την υποταγή του στη θέληση των Ρωμαίων. Η διαφορά ήθους ανάμεσα στον Δημήτριο και τον Πτολεμαίο προφανής· ο ένας αξιοπρεπής, με μαχητική διάθεση, που υπομένει, αλλά δεν αποδέχεται πλήρως την εξουσία των Ρωμαίων, κι ο άλλος απόλυτα υποταγμένος και αναξιοπρεπής, έρχεται να παρακαλέσει, σαν ξεπεσμένος ζητιάνος, για τον θρόνο του βασιλείου του.

«Aλλ’ ο Λαγίδης, που ήλθε για την επαιτεία,
ήξερε την δουλειά του και τ’ αρνήθηκε όλα·
διόλου δεν του χρειάζονταν αυτές η πολυτέλειες.
Παληοντυμένος, ταπεινός μπήκε στην Pώμη,
και κόνεψε σ’ ενός μικρού τεχνίτου σπίτι.
Κ’ έπειτα παρουσιάσθηκε σαν κακομοίρης
και σαν πτωχάνθρωπος στην Σύγκλητο,
έτσι με πιο αποτέλεσμα να ζητιανέψει.»

Η έξοχη θεατρικότητα των ποιημάτων του Καβάφη υπηρετεί άριστα εδώ την πρόθεση του ποιητή να παραστήσει τον ξεπεσμό και τη δουλικότητα του Πτολεμαίου. Ταπεινός, φτωχοντυμένος, σαν κακομοίρης, παρουσιάζεται στη Σύγκλητο, για να ζητιανέψει πιο αποτελεσματικά. Σε αντίθεση με τον Δημήτριο, που με τη στάση του δεν επιτρέπει ποτέ στους Ρωμαίους να τον δουν ως υποταγμένο υποχείριό τους (κι αυτό θα του στοιχίσει αργότερα και το θρόνο και τη ζωή του), ο Πτολεμαίος επιζητά, όχι μόνο τον οίκτο των Ρωμαίων, αλλά πολύ περισσότερο να διασφαλίσει πως εκείνοι δεν θα τον αντιμετωπίσουν ως πιθανό αμφισβητία της υπεροχής τους.
Ο Πτολεμαίος ταπεινώνεται κυρίως για να περάσει με πλήρη σαφήνεια στους Ρωμαίους το μήνυμα πως είναι έτοιμος να δεχτεί τη βοήθειά τους, έχοντας αποδεχτεί απόλυτα την υπεροχή τους. Εκείνο που ενδιαφέρει τον Πτολεμαίο είναι να μην υπάρχει καμία υπόνοια πως τώρα ή αργότερα υπάρχει περίπτωση να θέσει σε αμφισβήτηση την εξουσία τους. Έτσι, δέχεται να παρουσιαστεί σε αυτούς πλήρως εξαθλιωμένος, ώστε εκείνοι να αναγνωρίσουν στην ένδειά του την πλήρη του υποταγή.

Ο Πτολεμαίος το μόνο που θέλει είναι να διασφαλίσει την επανόρθωσή του στο θρόνο της Αιγύπτου, και προκειμένου να το πετύχει αυτό είναι πρόθυμος να απολέσει κάθε ίχνος αξιοπρέπειας και αυτοσεβασμού. Ο Πτολεμαίος δεν είναι μαχητής, δεν είναι διατεθειμένος να αντιταχθεί στους Ρωμαίους, δεν ενδιαφέρεται για το μέλλον και την ανεξαρτησία της χώρας του. Το μόνο που επιθυμεί είναι να εξυπηρετήσει τα προσωπικά του συμφέροντα και την προσωπική του ανάδειξη. 

Έκθεση Γ΄ Λυκείου «Το δίκαιο της πυγμής» (ασκήσεις σχολικού)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Johan Swanepoel

Έκθεση Γ΄ Λυκείου «Το δίκαιο της πυγμής» (ασκήσεις σχολικού)

Το δίκαιο της πυγμής είναι μια πανάρχαιη θεωρία, που πρεσβεύει ότι η βία είναι «νόμος της φύσης». Σύμφωνα με το νόμο αυτό είναι φυσικό ο ικανότερος να επιβάλλει με τη βία το δικό του δίκαιο στον ασθενέστερο. Όπως είναι γνωστό, αυτό κατά το Θουκυδίδη υποστήριξαν και οι Αθηναίοι στον περίφημο διάλογο τους με τους Μηλίους:
«Κι’ εμείς οι Αθηναίοι γνωρίζουμε όπως και σεις ότι κατά τον ανθρώπινο νόμο τα δίκαια κρίνονται μόνο από ίσους, ενώ τα δυνατά τα πράττουν οι ισχυροί και τα παραδέχονται οι ασθενείς [...] Και οι θεοί, όπως πιστεύουν οι άνθρωποι, και αναμφισβήτητα και οι άνθρωποι αναγκάζονται πάντοτε από φυσική ορμή να εξουσιάζουν εκείνους από τους οποίους υπερτερούν.» (Ε 89, 105).

Διαβάστε προσεκτικά το παρακάτω απόσπασμα από ένα δοκίμιο του Ε. Παπανούτσου με τον τίτλο «Το δίκαιο της πυγμής», στο οποίο ο συγγραφέας ασκεί κριτική στη συγκεκριμένη θεωρία και ανασκευάζει το επιχείρημα στο οποίο βασίζεται.

Το δίκαιο της πυγμής

[...] Η δύναμη αλλά και η αδυναμία της θεωρίας του «δικαίου της πυγμής» είναι το επιχείρημά της ότι η βία που επιβάλλει τον ισχυρό και εξοντώνει τον αδύνατο δεν είναι μόνο γεγονός αλλά και αξία· και βέβαιη αξία, επειδή το γεγονός είναι αναμφισβήτητο. Εάν οι οπαδοί της μας έλεγαν απλώς:
Τα πράγματα είναι αυτά που είναι: θηρίο και ο άνθρωπος ζει, όπως και τα άλλα θηρία, με τα δόντια του. Μην προσπαθήσετε να τον αλλάξετε, ματαιοπονείτε· με τη φύση δεν τα βάζει κανείς, εκείνη θα ειπεί πάντοτε την τελευταία λέξη, μπορεί να μη μας έπειθαν, αλλά ίσως θα μας έβρισκαν πρόθυμους να σκύψομε μελαγχολικά το κεφάλι και να σωπάσομε. Μας λένε όμως κάτι περισσότερο· ότι:
Αυτό που γίνεται, να επιβάλλει δηλαδή ο άνθρωπος με τη γροθιά τη θέληση και το συμφέρον του, αξίζει και πρέπει να γίνεται, γιατί έτσι μόνο θα προοδέψει και αυτός και ο κόσμος, και τούτο ακριβώς γεννάει μέσα μας πολλές και σοβαρές αμφιβολίες. Όχι ανησυχίες ηθικές, αλλά αμφιβολίες θεωρητικές. Τις πρώτες θα μπορούσαν να τις παραβλέψουν, τις δεύτερες όμως είναι υποχρεωμένοι να τις εξετάσουν. Αναφέρω εδώ τις σπουδαιότερες.
Από αυτό που «γίνεται», και μάλιστα από αυτό που «γίνεται ως τώρα», δεν είναι λογικά επιτρεπτό να συμπεράνεις με βεβαιότητα ότι τούτο «θα γίνεται και στο μέλλον», και πολύ λιγότερο ότι τούτο «αξίζει και πρέπει να γίνεται». Αν ο άνθρωπος φέρθηκε ως τώρα με αγριότητα και απερισκεψία όπως όλα τα θηρία, και όταν καταλαβαίνει ότι έχει την υπεροχή, λύνει τις διαφορές του με τη βία, το γεγονός αυτό δεν σου δίνει το λογικό δικαίωμα να περιμένεις ότι θα επαναλαμβάνεται επ’ άπειρον και πολύ λιγότερο ότι τούτο «θα γίνεται και στο μέλλον», και πολύ λιγότερο να υποστηρίζεις ότι πρέπει να επαναλαμβάνεται. Γιατί τίποτα δεν εμποδίζει να αλλάξει αύριο και στο σημείο τούτο η ροή της ιστορίας (φαινόμενο όχι τόσο σπάνιο όσο νομίζεται) είτε από τη συνδρομή διάφορων απρόβλεπτων περιστάσεων, είτε με την πρωτοβουλία του ίδιου του ανθρώπου, που αφού έχει τις καταβολές του λογικού, μπορεί κάποτε να λογικευτεί και ν’ αποφασίσει να αξιοποιεί με άλλους συμφερότερους και ευπρεπέστερους τρόπους την περίσσεια των σωματικών και των πνευματικών του δυνάμεων, όχι με τον εξευτελισμό και τη σφαγή των ομοίων του. Και εάν όμως αποκλείσω και τα δύο αυτά ενδεχόμενα, πάλι θα δυσκολευτώ να πεισθώ ότι το φυσικό καθεστώς μπορεί να αποτελέσει δεοντολογικό κανόνα. Το κήρυγμα «κατά φύσιν ζην» ή «επιστροφή στη Φύση» δεν είναι αποτελεσματικό, ούτε πάντοτε φρόνιμο. Όχι μόνο γιατί ο άνθρωπος με την κοινωνική οργάνωση και την πνευματική του εξέλιξη απομακρύνθηκε οριστικά και ανέκκλητα από τη «φυσική κατάσταση» και δεν εξαρτάται από την θέληση του να ξαναγυρίσει σ’ αυτήν αλλά και για έναν άλλο σπουδαιότερο λόγο. Το «φυσικό» δεν είναι κατ’ ανάγκη και «αξιόπρακτο». Οι πολιτισμένοι άνθρωποι έμαθαν (με τον ιδρώτα και το αίμα τους) να μην ταυτίζουν τις δύο έννοιες ούτε κατά το πλάτος ούτε κατά το βάθος τους. Τα «αξιόπρακτα», όπως λέμε στη γλώσσα της φιλοσοφίας, υπερβαίνουν τα «φυσικά». Βρίσκονται σε άλλο επίπεδο, προσδιορίζονται με άλλου είδους γνωρίσματα, μετριούνται με άλλα μέτρα. Επομένως δεν συναντώνται πάντοτε με τα «φυσικά», ούτε συμπίπτουν μ’ αυτά.
Γι’ αυτό η συνείδηση μας σκανδαλίζεται, όταν ο αντίδικος αναιρεί ή σαρκάζει την προσήλωσή μας σε μιαν αξία, π.χ. στον ηθικό κανόνα «ε ναγκαον εη δικεσθαι δικεν, λοίμην ν δικεσθαι δικεν» με το επιχείρημα ότι τούτο δεν είναι «φυσικό». Την αμφισβήτηση την αισθανόμαστε σαν προσβολή στην «ανθρωπιά» μας. Βέβαια δεν είναι «φυσικό», την ώρα που αναγκάζομαι ή ν’ αδικήσω ή να αδικηθώ, εγώ να προτιμήσω να αδικηθώ παρά να αδικήσω· είμαι όμως περήφανος σαν άνθρωπος, τιμώ την «ανθρωπιά» στο πρόσωπο μου, όταν υπερβαίνω την φυσική ίσως τάση να βλάψω τον όμοιό μου για ν’ αποφύγω την βιαιότητα του και δέχομαι τα πλήγματα χωρίς να τα ανταποδίνω. Εάν υποχωρήσω στις παρορμήσεις του ενστίκτου και επιτεθώ, το «ζώο» μέσα μου θα νικήσει, εγώ όμως σαν άνθρωπος με φρόνημα ηθικό θα νικηθώ. Και αυτή τη νίκη του «φυσικού», που με ταπεινώνει, δεν τη θέλω [...]

Ε. Π. Παπανούτσος, «Το δίκαιο της πυγμής», εκδόσεις Δωδώνη, (1975) , Αθήνα 1989

- Στο παραπάνω απόσπασμα, παρατηρούμε ότι το επιχείρημα στο οποίο βασίζεται η θεωρία το δικαίου της πυγμής είναι ένας παραγωγικός συλλογισμός, που μπορεί να αναλυθεί ως εξής:

Προκείμενες κρίσεις:
1.  Η βία που επιβάλλει τον ισχυρό και εξοντώνει τον αδύνατο δεν είναι μόνο γεγονός αλλά και αξία.
2. Το γεγονός αυτό είναι αναμφισβήτητο.
Συμπέρασμα: Άρα και η βία που επιβάλλει τον ισχυρό και εξοντώνει τον αδύνατο έχει αναμφισβήτητη αξία.

Ασκήσεις:

1. Στο απόσπασμα που διαβάσατε ο συγγραφέας αξιολογεί το παραπάνω επιχείρημα και επισημαίνει την αδυναμία του. Συγκεκριμένα αμφισβητεί την αλήθεια της πρώτης προκείμενης κρίσης και αμφιβάλλει, επομένως, αν μπορεί να μας οδηγήσει σε ασφαλές συμπέρασμα. Να αναδιατυπώσετε με δικά σας λόγια τα επιχειρήματα με τα οποία ο συγγραφέας θέτει υπό αμφισβήτηση την πρώτη προκείμενη κρίση.

Ο συγγραφέας αμφισβητεί την πρώτη προκείμενη αξιοποιώντας, όχι τις ηθικές ενστάσεις που αυτή εγείρει, αλλά τις θεωρητικές. Έτσι, τα επιχειρήματά του δεν αφορούν την ηθική πτυχή του ζητήματος, η οποία θα μπορούσε να παραβλεφθεί εύκολα από τους υποστηρικτές μιας τέτοιας άποψης, αλλά τη θεωρητική πτυχή, η οποία βασίζεται σε συλλογισμούς της λογικής.
Το πρώτο επιχείρημα, λοιπόν, του συγγραφέα έγκειται στο γεγονός πως δεν είναι λογικό ή αναγκαίο να συμπεραίνει κανείς πως ό,τι συμβαίνει τώρα ή ό,τι συνέβαινε μέχρι τώρα, θα συνεχίσει να συμβαίνει και στο μέλλον· κι επιπλέον ότι αξίζει να συνεχίσει να συμβαίνει.
Το ότι ο άνθρωπος, επομένως, έχει φερθεί μέχρι τώρα με αγριότητα, χρησιμοποιώντας τη βία για την επίλυση των διαφορών του, δεν χρειάζεται απαραίτητα να συνεχιστεί επ’ άπειρον. Σκέψη που ενισχύεται με ένα ακόμη επιχείρημα: τίποτε δεν εμποδίζει το να αλλάξει η ροή της ιστορίας, κι αυτό μπορεί να προκύψει είτε λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων, είτε με πρωτοβουλία του ίδιου του ανθρώπου, ο οποίος ενδεχομένως -κι αφού χρησιμοποιήσει τη λογική του- να αντιληφθεί το αναποτελεσματικό και το ασύμφορο της βίας, επιλέγοντας τελικά την αξιοποίηση του περισσεύματος της δύναμής του με άλλους ορθότερους τρόπους.
Άλλωστε, ακόμη κι αν τα δύο αυτά ενδεχόμενα αποκλειστούν, ο συγγραφέας θεωρεί πως ό,τι συνιστά κατάσταση της φύσης, δεν χρειάζεται κατ’ ανάγκη να εκλαμβάνεται κι ως δεοντολογικός κανόνας. Η σκέψη αυτή, πως ό,τι δηλαδή είναι φυσικό δεν είναι απαραίτητα και αξιόπρακτο, αποτελεί το τρίτο επιχείρημα του συγγραφέα. Ο άνθρωπος με το πέρασμα στη κοινωνική οργάνωση και με τη σημαντική πνευματική του εξέλιξη έχει πια απομακρυνθεί από τη φυσική κατάσταση και δεν έχει κανένα λόγο να επιδιώκει την επιστροφή σε συμπεριφορές που, αν και αποδεκτές από τη φύση, δεν έχουν θέση σε μια οργανωμένη κοινωνία.
Ο συγγραφέας, μάλιστα, επικαλείται την ιστορική πορεία των ανθρώπων από την οποία έχει προκύψει κατά τρόπο επώδυνο, κι είναι πια σαφές, πως ό,τι είναι φυσικό δεν ταυτίζεται αναγκαία με το αξιόπρακτο. Η υπεροχή του ισχυρότερου, ως εκ τούτου, κι η βίαιη συμπεριφορά, αντιστοίχως, αν και βρίσκουν εφαρμογή στη φύση, δεν μπορούν, και δεν πρέπει, να θεωρηθούν ως λογικές επιλογές σε μια κοινωνία, όπου η ηθική κι ο σεβασμός του συνανθρώπου οφείλουν να έχουν κυρίαρχη θέση.  

[Τα επιχειρήµατα µε τα οποία ο συγγραφέας θέτει υπό αµφισβήτηση την πρώτη προκείµενη κρίση µπορούν να συνοψισθούν ως εξής: Τα όσα συµβαίνουν στην ανθρώπινη ζωή και ιστορία δεν έχουν απόλυτο χαρακτήρα· µπορούν να ανατραπούν. Άλλωστε πάντα υπάρχουν και εξαιρέσεις, ώστε δεν είναι εύκολο να αποφανθεί κανείς για το τι θα ισχύει, ως φυσικό, στο µέλλον. Επιπλέον, υπάρχουν οι πολιτιστικές αρχές και ο ηθικός νόµος που επιβάλλουν το σεβασµό σε κάποιες αξίες. Οι άνθρωποι έµαθαν να µην ταυτίζουν το φυσικό µε το αξιόπρακτο, να θεωρούν µάλιστα ότι το αξιόπρακτο υπερβαίνει το φυσικό.]

2. Συζητήστε την άποψη του συγγραφέα (παρ. 4) ότι, αν είναι αναγκαίο να επιλέξουμε ανάμεσα στο να αδικήσουμε ή να αδικηθούμε, η «φυσική μας τάση» είναι να προτιμήσουμε το πρώτο, αλλά επιλέγοντας το δεύτερο «τιμούμε την ανθρωπιά μας».

Ο συγγραφέας επισημαίνει ορθώς πως όταν ένας άνθρωπος βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση, γιατί πιθανώς είναι ισχυρότερος (είτε βιολογικά είτε οικονομικά είτε άλλως), κι έρχεται αντιμέτωπος με το ενδεχόμενο να αδικηθεί από κάποιον άλλο -υποδεέστερο-, είναι λογικό, και φυσικό, να προτιμήσει να αμυνθεί με τρόπο επιθετικό, αδικώντας δηλαδή πρώτα εκείνος. Εφόσον έχει τη δυνατότητα να αποφύγει κάποιο χτύπημα, κι εφόσον μπορεί να είναι εκείνος που θα επιφέρει το αποφασιστικό πλήγμα στον αντίπαλό του, είναι απολύτως φυσικό να ακολουθήσει το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Ωστόσο, αυτή η φυσική τάση, αυτό το βίαιο ένστικτο, δεν συνιστά πάντοτε την ορθότερη επιλογή.
Είναι σαφές πως ο συγγραφέας δεν αναφέρεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τίθεται σε κίνδυνο η ζωή του ανθρώπου, οπότε η αυτοάμυνα αποτελεί μονόδρομο, αλλά στις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές εκείνες περιπτώσεις, όπου το άτομο επιλέγει συνειδητά να αδικήσει κάποιον, για να εξυπηρετήσει το προσωπικό του συμφέρον. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, λοιπόν, η επιλογή να αδικηθούμε, και άρα να προσφέρουμε το προβάδισμα σ’ έναν συνάνθρωπό μας, που προφανώς έχει μεγαλύτερη ανάγκη, λειτουργεί ως επιβεβαίωση της ανθρωπιάς μας.
Αν οι άνθρωποι ακολουθούσαν πάντοτε τη φυσική τους τάση να επιδιώκουν το προσωπικό τους συμφέρον και τη συνεχή επιβεβαίωση της υπεροχής τους έναντι των ασθενέστερων, η κοινωνία θα εισερχόταν σε μια κατάσταση αδιάκοπης πάλης και ανταγωνισμού. Ωστόσο, η επίγνωση της αδυναμίας που διακρίνει αρκετούς συνανθρώπους μας· η επίγνωση των δυσκολιών που βιώνουν σε διάφορους τομείς της ζωής τους, και ιδίως στον οικονομικό, μας υποδεικνύει την ανάγκη παραμερισμού της εγωιστικής θέασης των πραγμάτων και μας ωθεί σε μια αλληλέγγυα συμπεριφορά.
Είναι, άλλωστε, προφανές πως το να ακολουθούν οι άνθρωποι τις ορμέφυτες τάσεις και τα φυσικά τους ένστικτα, όταν πια δεν τίθεται θέμα για την προσωπική τους επιβίωση, αλλά πρόκειται απλώς για την απόκτηση επιπλέον πλούτου κι επιμέρους προνομίων, συνιστά μια αναίτια εγωκεντρική στάση. Μια αναποτελεσματική στάση που ωθεί στη δημιουργία και διατήρηση επιβλαβών ανισοτήτων ανάμεσα στους πολίτες. Μια απορριπτέα στάση, που εύλογα, δεν τιμά και δεν ωφελεί την οργανωμένη κοινωνία.
Κάθε άνθρωπος, επομένως, καλείται να συνειδητοποιήσει και να αποδεχτεί πως το να παραμερίζει κάποτε το προσωπικό του συμφέρον προς όφελος ενός συνανθρώπου του που βρίσκεται σε πιο δυσμενή θέση, αποτελεί μια αναγκαία και πολύτιμη πράξη αλτρουισμού. Η αναγνώριση της αξίας του συνανθρώπου έχει -και πρέπει να έχει- μεγαλύτερη βαρύτητα από τη συνεχή προσπάθεια ικανοποίησης των προσωπικών επιθυμιών, οι οποίες τείνουν, το δίχως άλλο, να είναι ακόρεστες.

3. Στις σελίδες για διάλογο ανάμεσα στους νέους, που άνοιξε γνωστό περιοδικό, εμφανίστηκαν, μεταξύ άλλων, και οι απόψεις που παρατίθενται πιο κάτω.
Αποφασίζετε να ασκήσετε κριτική σε μια από τις απόψεις αυτές με ένα κείμενο σας 150-200 λέξεων. Προσπαθήστε: α) να επισημάνετε τα αδύνατα σημεία των επιχειρημάτων στα οποία στηρίζεται η κάθε άποψη, και β) να προβάλετε τα κατάλληλα αντεπιχειρήματα. Στην κριτική σας μπορείτε να λάβετε υπόψη τις παρατηρήσεις του Ε. Π. Παπανούτσου πρώτον ότι πρέπει να ελέγχουμε αν μια ιδιότητα/συμπεριφορά απορρέει πράγματι από τη φύση (ένστικτο) του ανθρώπου ή οφείλεται σε κοινωνικούς παράγοντες και δεύτερον ότι «το φυσικό δεν είναι αναγκαστικά και αξιόπρακτο».

Απόψεις στις οποίες θα ασκηθεί κριτική:

- Ο άντρας έχει από τη φύση του ηγετικές ικανότητες, τις οποίες δε διαθέτει η γυναίκα, όπως φαίνεται από αναρίθμητα ιστορικά παραδείγματα. Δικαιολογημένα, επομένως, και στην εποχή μας οι άντρες κατέχουν ηγετικές θέσεις σε διάφορους τομείς όπως π.χ. στην πολιτική, την επιστήμη, την εργασία κτλ.

Το γεγονός ότι οι άντρες συνεχίζουν ακόμη και σήμερα να διεκδικούν και να λαμβάνουν ηγετικές θέσεις σε σημαντικούς τομείς του κοινωνικού, οικονομικού και πολιτικού βίου, δεν μπορεί σαφώς να στηριχτεί σε ιστορικές αναφορές. Εφόσον οι γυναίκες για πάρα πολλά χρόνια γνώρισαν την καταπίεση και τον αυστηρό κοινωνικό αποκλεισμό, είναι εύλογο πως η παρουσία τους στα μεγάλα ιστορικά γεγονότα είναι ισχνή. Δεν μπορεί, επομένως, η παρούσα κατάσταση να αιτιολογείται με βάση τις προγενέστερες περιόδους, κατά τις οποίες οι γυναίκες δεν είχαν ούτε την ευκαιρία, αλλά ούτε και τη δυνατότητα να λάβουν ενεργό ρόλο στα κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα.
Αντιθέτως, η σημερινή αδυναμία των γυναικών να σημειώσουν την παρουσία εκείνη που ανταποκρίνεται στις πραγματικές τους δυνατότητες και στην πραγματική τους αξία, θα πρέπει να γίνει αντιληπτή ως απόρροια του παλαιότερου κοινωνικού τους αποκλεισμού, και κατ’ επέκταση της συνεχιζόμενης προκατάληψης εις βάρος τους. Είναι, άλλωστε, προφανές πως, παρά τις νομοθετικές ρυθμίσεις που διασφάλισαν την εξίσωση των δύο φύλων, παρατηρείται σε πολλές περιπτώσεις η διατήρηση της παλαιότερης νοοτροπίας που ήθελε τις γυναίκες να βρίσκονται σε υποδεέστερη θέση έναντι των ανδρών. Έτσι, ακόμη και στη σύγχρονη εποχή, οι γυναίκες δεν λαμβάνουν τις επαγγελματικές ευκαιρίες που τους αναλογούν.
Τόσο στον επιχειρηματικό κόσμο, όσο και στην πολιτική, οι γυναίκες αντιμετωπίζονται με αδιάκοπη δυσπιστία, καθώς επιβαρύνονται με πολλά από τα προγενέστερα αρνητικά στερεότυπα. Είναι, έτσι, σύνηθες να βρίσκονται αποκλεισμένες από σημαντικές θέσεις ευθύνης, όχι γιατί δεν έχουν τις αναγκαίες ικανότητες προκειμένου να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις της εκάστοτε θέσης, αλλά γιατί δεν τους παρέχεται καν η ευκαιρία να αποδείξουν την αξία τους. Ενώ, ακόμη και στις περιπτώσεις που κάποιες γυναίκες κατορθώσουν να ξεπεράσουν τους φραγμούς αυτούς και σημειώσουν σημαντικές επιτεύξεις, αντιμετωπίζονται συχνά ως μεμονωμένες περιπτώσεις, οι οποίες δεν φαίνεται να επαρκούν, ώστε να αρθεί η γενικότερη αμφισβήτηση απέναντι στο γυναικείο φύλο.   

- Ορισμένοι μαθητές είναι από τη φύση τους ικανότεροι στα μαθήματα από άλλους. Πρέπει, λοιπόν, να τους δοθεί η δυνατότητα να προοδεύουν απρόσκοπτα με ταχύτερους και πιο εντατικούς ρυθμούς διδασκαλίας από ό,τι οι υπόλοιποι μαθητές. Γι’ αυτό το λόγο είναι σκόπιμο να εφαρμοστεί το σύστημα των επιπέδων διδασκαλίας, σύμφωνα με το οποίο οι ικανότεροι μαθητές θα διαχωριστούν από τους λιγότερο ικανούς και θα παρακολουθούν μαθήματα ανωτέρου επιπέδου.

Η πρόταση για την εφαρμογή ενός συστήματος επιπέδων διδασκαλίας και άρα ο διαχωρισμός των ικανότερων μαθητών από τους λιγότερο ικανούς, θα μπορούσε να εκληφθεί θετικά, αν στόχος της διδασκαλίας ήταν αποκλειστικά η επιδίωξη βαθμολογικών επιδόσεων. Ωστόσο, στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής διαδικασίας βασικότερος στόχος είναι εκείνος της συνολικής αγωγής του ατόμου· της παροχής, δηλαδή, στον μαθητή, όχι μόνο γνώσεων, αλλά και εμπειριών συνεργασίας και κοινωνικής συνύπαρξης, που θα του επιτρέψουν να προετοιμαστεί κατάλληλα για τη μετέπειτα ομαλή παρουσία του στον κοινωνικό βίο.
Υπ’ αυτή την έννοια, ένας πιθανός διαχωρισμός των μαθητών με βάση τις βαθμολογικές τους επιδόσεις, θα παραγνώριζε το εύλογο γεγονός πως κάθε μαθητής έχει τη δική του ξεχωριστή αξία, η οποία τίθεται σαφώς πέρα από βαθμολογικές ή άλλες αξιολογήσεις. Άρα, ένας τέτοιος διαχωρισμός, θα στερούσε από τους μαθητές τη δυνατότητα να συγχρωτιστούν με άτομα, που ακόμη κι αν δεν βρίσκονται σε αντίστοιχο επίπεδο σχολικών επιδόσεων, έχουν εντούτοις πλήθος άλλων αρετών, όπως είναι πιθανώς οι κοινωνικές δεξιότητες, η δημιουργικότητα και η γόνιμη αντίδραση σε πιέσεις πνευματικής εξομοίωσης. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, θα τους στερούσε την ευκαιρία να συνυπάρξουν και να συνεργαστούν με άτομα από διαφορετικά κοινωνικοοικονομικά περιβάλλοντα, που προφανώς έχουν μια διαφορετική εμπειρία, και άρα μια διαφορετική αντίληψη της κοινωνικής πραγματικότητας.
Ας μη λησμονούμε, άλλωστε, πως οι σχολικές επιδόσεις αποτελούν συχνά ένα καθρέφτισμα των ιδιαίτερων συνθηκών που αντιμετωπίζει ο μαθητής στο οικογενειακό και στο ευρύτερο κοινωνικό του περιβάλλον. Ένας μαθητής, επομένως, που δεν έχει την οικονομική δυνατότητα μιας επιπλέον εκπαιδευτικής βοήθειας, όπως είναι για παράδειγμα τα φροντιστηριακά μαθήματα, είναι πιθανό να υστερεί στις σχολικές του επιδόσεις, χωρίς αυτό να συνιστά φανέρωμα των πραγματικών του δυνατοτήτων. Ο ίδιος μαθητής, αν είχε την απαραίτητη στήριξη, θα μπορούσε πιθανότατα να σημειώνει υψηλότερες επιδόσεις. Προκύπτει, άρα, η ανησυχητική διαπίστωση, πως ένας ενδεχόμενος διαχωρισμός των μαθητών με βάση τις βαθμολογικές τους επιδόσεις, θα είναι επί της ουσίας ένας διαχωρισμός κοινωνικής ή καλύτερα οικονομικής υφής.

Επιπλέον, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη πως ένας τέτοιος διαχωρισμός, ενώ θα έδινε μια περαιτέρω ώθηση στις επιδόσεις των ήδη ικανών μαθητών, θα συνιστούσε  πλήγμα για την πορεία των λιγότερο ικανών μαθητών. Η ποιότητα του παρεχόμενου μαθήματος θα σημείωνε αναπόφευκτα κάμψη, εφόσον θα απουσίαζαν πλέον οι μαθητές εκείνοι που είχαν τη δυνατότητα να αξιοποιούν πληρέστερα τα εκπαιδευτικά ερεθίσματα. Ενώ, συνάμα, σε ψυχολογικό επίπεδο, οι μαθητές που θα είχαν ενταχθεί στα λιγότερο αποδοτικά τμήματα, θα βίωναν μια ακόμη κοινωνική διάκριση, αφού θα θεωρούσαν την εκεί ένταξή τους ως στιγματισμό της αδυναμίας τους να αντεπεξέλθουν στις σχολικές απαιτήσεις. Μιας αδυναμίας που πολύ πιθανώς συνιστά γέννημα της προϋπάρχουσας οικονομικής τους δυσπραγίας.  

Έκθεση Β΄ Λυκείου: Ο δημοσιογραφικός λόγος στην ελληνική γλώσσα

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Μαντέϊκα Αρκαδίας 

Έκθεση Β΄ Λυκείου: Ο δημοσιογραφικός λόγος στην ελληνική γλώσσα

Ο δημοσιογραφικός λόγος, δημόσιος και εφήμερος, προσδιορίζεται από ιδιαίτερους επικοινωνιακούς παράγοντες και ιδιαίτερες κοινωνικές προϋποθέσεις. Όμως, θα πρέπει εξαρχής να τονιστεί ότι με τον όρο «δημοσιογραφικός λόγος» δηλώνεται όχι μόνο η γλωσσική μορφή που χρησιμοποιείται στη δημοσιογραφία αλλά και τα νοήματα που παράγονται μέσω της κατανάλωσης του δημοσιογραφικού προϊόντος (ανάγνωση, ακρόαση), καθώς και τα κοινωνικά συμφραζόμενα που παράγουν αυτά τα νοήματα. Ειδικά, ο σύγχρονος ελληνικός δημοσιογραφικός λόγος κάνει έντονη την παρουσία του με πολλές και ποικίλες μορφές μέσω ποικίλων μέσων, με αποτέλεσμα να είναι σήμερα ποσοτικά ο κυρίαρχος δημόσιος λόγος, που επιτελεί έναν μεγάλο αριθμό λειτουργιών, διαμορφώνει συνειδήσεις αλλά και είδη και υποείδη λόγου. Αποτελεί στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα τον χώρο μέσα στον οποίο γεννιέται, μεγαλώνει, παράγει και «καταναλώνει» ελληνικό λόγο ένα πλήθος ανθρώπων. Θεωρείται το κομβικό σημείο στο οποίο συναντιούνται, διαστρεβλώνονται, αλλά και αποκαλύπτονται πολλές φορές το ψέμα και η αλήθεια, η οξύτητα και η μετριοπάθεια, η υπερβολή και η νηφαλιότητα, η ελαφρότητα και η σοβαρότητα, ο πυκνός και ο χαλαρός λόγος. Είναι σε τελευταία ανάλυση ένα απαραίτητο κομμάτι της ελληνικής γλώσσας.
Τα τελευταία χρόνια αποτέλεσε τον φορέα μέσω του οποίου πέρασαν στη νέα ελληνική γλώσσα επιστημονικοί, καλλιτεχνικοί, οικονομικοί και άλλοι όροι, άγνωστοι μέχρι τότε, και λεξιλόγιο με το οποίο επενδύθηκαν και εκφράστηκαν νέες ανθρώπινες δραστηριότητες. Εκφράσεις άγνωστες έγιναν κατανοητές σε πλατιές μάζες του λαού, δημιουργήθηκαν νέα μορφοσυντακτικά σχήματα, εμπλουτίστηκε ο νεοελληνικός λόγος με νέα υφολογικά σχήματα και με νέους τρόπους γραφής.
Στον ελληνικό δημοσιογραφικό λόγο τα στοιχεία με τα οποία πραγματώνεται ο προφορικός λόγος είναι η χρήση λέξεων του καθημερινού προφορικού λόγου (π.χ. χρήση του ρήματος κάνω), η χρήση (ή υπόδειξη στον έντυπο Τύπο) της επιτόνισης, οι ελλείψεις, οι επαναλήψεις, οι στερεότυπες εκφράσεις του προφορικού λόγου (π.χ. «σκότωσε την ώρα του»). Επίσης, χαρακτηριστικά του αποτελούν το οικείο ύφος, τα γεμίσματα (π.χ. λοιπόν, βασικά), οι ανακολουθίες, η χωρίς αιτία αλλαγή προσώπου κατά την εκφορά του λόγου, η αναφορά σε πράγματα και αντικείμενα που είναι παρόντα κατά την εκφορά του λόγου. Ακόμη, στον προφορικό λόγο συνηθίζονται η καθυστερημένη συμπλήρωση ή διόρθωση, η παρέκβαση, η απότομη αλλαγή από τον πλάγιο στον ευθύ λόγο, η έλλειψη αυστηρής κειμενικής δομής κ.ά. Αντίθετα, τα κύρια στοιχεία που συγκροτούν τον γραπτό λόγο είναι η αυστηρή κειμενική δομή, η αυστηρή σύνταξη, το λόγιο λεξιλόγιο, τα συμπυκνωμένα νοήματα, τα σημεία στίξης κ.ά. Στο πλαίσιο αυτό από τον δημοσιογραφικό λόγο έχουν δημιουργηθεί νέα υποείδη λόγου ή έχει ενσωματώσει άλλα, στα οποία η προφορικότητα και η γραπτότητα διαπλέκονται άλλοτε σε μικρό και άλλοτε σε μεγάλο βαθμό. Άλλωστε, ο ανταγωνισμός του έντυπου Τύπου με τον ηλεκτρονικό έχει επιφέρει τα τελευταία χρόνια στον πρώτο ορισμένες αλλαγές όσον αφορά στη μορφή του δημοσιογραφικού λόγου.
Επιπλέον, ο ειδησεογραφικός λόγος χαρακτηρίζεται από λόγο λιτό με υψηλό βαθμό πληροφοριακού φορτίου, χωρίς όμως να περιέχει λεπτομέρειες, οι οποίες άλλωστε δεν ενδιαφέρουν τον μέσο δέκτη. Χρησιμοποιείται αυστηρή σύνταξη, χωρίς ελλείψεις, κυριαρχεί η τριτοπρόσωπη παθητική σύνταξη, η οποία προσδίδει στο κείμενο μια απόσταση του συντάκτη από τα περιγραφόμενα γεγονότα και μια ουδετερότητα. Συχνά χρησιμοποιούνται στερεότυπες εκφράσεις (κλισέ), οι οποίες επανέρχονται σε πολλές ειδήσεις. Στο λεξιλόγιο προσιδιάζει κατά κανόνα το λεξιλόγιο του γραπτού λόγου. Γενικά, το ειδησεογραφικό κείμενο είναι ένα αντιπροσωπευτικό κείμενο γραπτού λόγου.
Οπωσδήποτε, ο δημοσιογραφικός λόγος είναι δημόσιος λόγος με την έννοια ότι τον ενδιαφέρουν τα σημαντικά και είναι πληροφοριακός. Συχνά παρουσιάζεται ιδεολογικά φορτισμένος. Άλλοτε είναι πειθαναγκαστικός, σπάνια επιστημονικός και πιο σπάνια λογοτεχνικός. Επίσης, αποφεύγει την πολυσημία, είναι ακριβολόγος, σαφής, σύντομος, ενώ υπακούει στους κανόνες της κοινωνικά αποδεκτής μορφής της γλώσσας. Η δομή του δημοσιογραφικού κειμένου είναι προσανατολισμένη προς την αποτελεσματική πρόσληψή του από τον δέκτη. Τέλος, η πρόσφατη ιστορία της ελληνικής γλώσσας και η έντονη πολιτικοποίηση και κομματικοποίηση αρκετών μέσων μαζικής ενημέρωσης έχουν ως αποτέλεσμα την προσφορά πολλών γλωσσικών επιλογών, τις οποίες εκμεταλλεύεται ο δημοσιογραφικός λόγος σε ελληνική γλώσσα, για να προσδώσει ορισμένα υπόρρητα νοήματα.

Σ. Χατζησαββίδης (2001). Ο δημοσιογραφικός λόγος σε ελληνική γλώσσα: ρητές γλωσσικές επιλογές και υπόρρητες αναφορές. Μέντορας, Ειδικό Τεύχος 4, 214-221 (διασκευή).

υπόρρητα: νοήματα που δεν είναι φανερά

ΘΕΜΑΤΑ

Α. Να αποδώσετε περιληπτικά το κείμενο (80-100 λέξεις). (μονάδες 20)

Με τον όρο δημοσιογραφικός λόγος δεν δηλώνεται μόνο η γλωσσική μορφή, αλλά και τα νοήματα που παράγονται μέσω αυτού. Πρόκειται, άλλωστε για τον κυρίαρχο δημόσιο λόγο, αφού εκφέρεται μέσω ποικίλων μέσων, και επηρεάζει άρα μεγάλη μερίδα των πολιτών. Με το δημοσιογραφικό λόγο, μάλιστα, εμπλουτίστηκε η γλώσσα με την εισαγωγή νέων όρων, καθώς και την αξιοποίηση νέων τρόπων έκφρασης. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τον προφορικό δημοσιογραφικό λόγο μπορούν να επισημανθούν πολλά στοιχεία προφορικότητας που τον φέρνουν σε αντίθεση με την αυστηρότητα και τη συμπύκνωση του αντίστοιχου γραπτού λόγου. Ενώ, συνάμα, ο ειδησεογραφικός λόγος χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό πληροφοριακού φορτίου, αποστασιοποίηση του γράφοντος, αλλά και ουδετερότητα. Τέλος, ο δημοσιογραφικός λόγος, αν και κάποτε είναι ιδεολογικά φορτισμένος, διατηρεί ωστόσο τη ακριβολογία και τη λιτότητα, με απώτερο στόχο την πληρέστερη κατανόησή του.  

Β1. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, πώς ο δημοσιογραφικός λόγος εμπλούτισε τον νεοελληνικό λόγο; (60 – 80 λέξεις). (μονάδες 10)

Χάρη στο δημοσιογραφικό λόγο η νέα ελληνική γλώσσα εμπλουτίστηκε με πλήθος επιστημονικών, καλλιτεχνικών, οικονομικών και άλλων όρων, που μέχρι πρότινος ήταν άγνωστοι. Ενώ, παράλληλα, διεύρυνε το λεξιλόγιο της νέας ελληνικής, ώστε να είναι σε θέση να εκφράζει καινοφανείς ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο δημοσιογραφικός λόγος κατέστησε επιπλέον κατανοητές σε μεγάλη μερίδα των πολιτών εκφράσεις που δεν τους ήταν γνωστές και συνάμα πλούτισε τη γλώσσα με νέα μορφοσυντακτικά και υφολογικά σχήματα, καθώς και με νέους τρόπους γραφής.

Β2.α. Να επισημάνετε δύο από τις διαρθρωτικές λέξεις με τις οποίες εξασφαλίζεται η συνοχή στην τελευταία παράγραφο (Οπωσδήποτε, ο δημοσιογραφικός… υπόρρητα νοήματα) του κειμένου. (μονάδες 2)

- Επίσης
- Τέλος

Β2.β. Να δηλώσετε ποια σχέση συνοχής εκφράζει η καθεμιά από αυτές. (μονάδες 3)

Επίσης: Με το επίρρημα αυτό ο αρθρογράφος συμπληρώνει κάποια επιπλέον στοιχεία συναφή με όσα έχει ήδη αναφέρει προηγουμένως.

Τέλος: Ως κειμενικό επίρρημα η λέξη αυτή οδηγεί σε μία κατάληξη· σ’ ένα τελευταίο συμπέρασμα.

Γ1. Να συντάξετε μία παράγραφο 50-60 λέξεων χρησιμοποιώντας τις λέξεις του κειμένου με έντονη γραφή: λόγος, δημοσιογραφία, διαμορφώνει, επιστημονικοί, γραφής. (Μπορείτε να διαφοροποιήσετε τον γραμματικό τύπο, δηλαδή την πτώση, τον αριθμό, το γένος, το πρόσωπο κ.λπ.). (μονάδες 10)

Ο λόγος της δημοσιογραφίας, τόσο ο γραπτός όσο και ο προφορικός, επηρεάζει και διαμορφώνει τους τρόπους συλλογικής έκφρασης, καθώς εμπλουτίζει συνεχώς με νέες λέξεις, αλλά και με νέες συντακτικές μορφές τη γλώσσα. Ιδιαίτερα αισθητή γίνεται αυτή η επίδραση στον τρόπο γραφής των νεότερων, αλλά και στη διεύρυνση του λεξιλογίου, όπου πολλοί νέοι όροι, ιδίως επιστημονικοί, προστίθενται συνεχώς, προκειμένου να είναι εφικτή η απόδοση των εξελίξεων στους τομείς της επιστήμης. 

Γ2α. Στην πρώτη παράγραφο (Ο δημοσιογραφικός … γλώσσας) του κειμένου είναι σε εισαγωγικά οι εξής λέξεις/φράσεις: «δημοσιογραφικός λόγος» και «καταναλώνει». Να αιτιολογήσετε τη χρήση των εισαγωγικών στην κάθε λέξη/φράση. (μονάδες2)

- Η φράση δημοσιογραφικός λόγος τίθεται σε εισαγωγικά διότι ο αρθρογράφος θέλει να επισημάνει πως αναφέρεται σε αυτόν ως σύνθετη έννοια, αφού δεν αποτελείται μόνο από την γλωσσική μορφή που λαμβάνει κατά καιρούς, αλλά και από τα νοήματα που αυτός παράγει, καθώς κι από τα κοινωνικά συμφραζόμενα που παράγονται μέσω αυτών των νοημάτων. Αποτελεί, άρα, έναν όρο που δεν έχει μόνο την εύλογη διάσταση, αυτή δηλαδή της γλωσσικής μορφής.

- Η λέξη καταναλώνει τίθεται σε εισαγωγικά καθώς ο αρθρογράφος θέλει να καταστήσει σαφές πως τη χρησιμοποιεί μεταφορικά.

Γ2β. Να γράψετε μία περίοδο λόγου 20-30 λέξεων στην οποία να χρησιμοποιήσετε την υπογραμμισμένη λέξη: καταναλώνει μεταφορικά - συνυποδηλωτικά. (μονάδες3)

- Οι νέοι έρχονται από νωρίς σε επαφή με τα τεχνάσματα των διαφημιστών και καταναλώνουν εν αγνοία τους πολλές από τις τεχνικές δελεασμού και εγκλωβισμού των ασύνειδων λειτουργιών του νου τους.

Β1. Ποια είναι, σύμφωνα με τον συγγραφέα, τα χαρακτηριστικά του ελληνικού δημοσιογραφικού προφορικού λόγου; (60 – 80 λέξεις).  (μονάδες 10)

Ο δημοσιογραφικός προφορικός λόγος αξιοποιεί λέξεις του καθημερινού προφορικού λόγου, όπως και αντίστοιχες στερεότυπες εκφράσεις. Χρησιμοποιεί την επιτόνιση, τις επαναλήψεις, αλλά και την ελλειπτικότητα. Επίσης, καταφεύγει στο οικείο ύφος, στα γεμίσματα, στις ανακολουθίες, στην συχνά αναίτια αλλαγή προσώπου, αλλά και στην αναφορά προσώπων ή πραγμάτων που είναι παρόντα τη στιγμή που εκφέρεται ο λόγος. Τέλος, χαρακτηριστικά του αποτελούν η καθυστερημένη συμπλήρωση ή διόρθωση, οι παρεκβάσεις, η απότομη αλλαγή από τον πλάγιο στον ευθύ λόγο, καθώς και η έλλειψη αυστηρής κειμενικής δομής.

Β2.α. Να επισημάνετε με ποια διαρθρωτική λέξη επιτυγχάνεται η συνοχή ανάμεσα στην τρίτη (Στον ελληνικό … λόγου) και στην τέταρτη (Επιπλέον, ο ειδησεογραφικός… λόγου) παράγραφο του κειμένου. (μονάδες 2)

- Επιπλέον

Β2.β. Ποια σχέση συνοχής εκφράζει η συγκεκριμένη διαρθρωτική λέξη; (μονάδες 3)

- Με το επίρρημα επιπλέον ο αρθρογράφος συμπληρώνει και προσθέτει επιμέρους πληροφορίες που σχετίζονται άμεσα με όσα έχουν ήδη προηγηθεί.

Γ1. Να γράψετε μία πρόταση για καθεμιά από τις λέξεις του κειμένου με έντονη γραφή, λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία τους στο κείμενο: ποικίλες, συνειδήσεις, όροι, συγκροτούν, προσδίδει. (Μπορείτε να διαφοροποιήσετε τους γραμματικούς τύπους ως προς την πτώση, τον αριθμό, το γένος, το πρόσωπο κ.λπ.).
(μονάδες 10)

- Για το θέμα αυτό έχουν εκφραστεί ποικίλες γνώμες.
- Η πολιτική συνείδηση κάθε ανθρώπου συνιστά μια καίρια έκφανση της προσωπικότητάς του.
- Η έκφραση «το κατά κεφαλήν εισόδημα» είναι όρος της οικονομίας.
- Αυτοί οι πέντε συγκροτούν μια υπολογίσιμη αντιπολιτευτική ομάδα στο εσωτερικό του κόμματος.
- Η αναφορά σε σπουδαίους στοχαστές προσέδιδε κύρος στα λόγια του.

Γ2.«… τα νοήματα που παράγονται μέσω της κατανάλωσης του δημοσιογραφικού προϊόντος…»

Γ2.α. Να δηλώσετε αν η χρήση της γλώσσας στην παραπάνω πρόταση είναι κυριολεκτική/δηλωτική ή μεταφορική/συνυποδηλωτική. (μονάδες 2)

- Η χρήση της γλώσσας είναι μεταφορική.

Γ2.β. Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας. (μονάδες 3)

Στην πρόταση αυτή τα δημοσιογραφικά κείμενα και οι λόγοι των δημοσιογράφων παρουσιάζονται ως «αναλώσιμο» προϊόν το οποίο καταναλώνεται από τους πολίτες. Εντούτοις, η προσέγγιση αυτή είναι μεταφορική, εφόσον ο δημοσιογραφικός λόγος δεν συνιστά προϊόν προς κατανάλωση, αλλά πνευματικό δημιούργημα ή αποτέλεσμα έρευνας προς μελέτη, που αποσκοπεί στην ενημέρωση και κάποτε στην αφύπνιση του πολίτη – αναγνώστη.

Β1. Ποια επιχειρήματα επιστρατεύει ο συγγραφέας, για να υποστηρίξει την άποψη πως ο δημοσιογραφικός λόγος αποτελεί ένα απαραίτητο κομμάτι της ελληνικής γλώσσας; (60 – 80 λέξεις).  (μονάδες 10)

Το στοιχείο εκείνο που καθιστά το δημοσιογραφικό λόγο απαραίτητο κομμάτι της ελληνικής γλώσσας, σύμφωνα με το συγγραφέα, δεν είναι τόσο ή μόνο η γλωσσική του μορφή, όσο το γεγονός ότι μέσω αυτού παράγονται σημαντικά νοήματα. Ο δημοσιογραφικός λόγος, άρα, δεν διαμορφώνει μόνο διάφορα είδη και υποείδη γραπτού και προφορικού λόγου, αλλά συνιστά συνάμα τον κυρίαρχο δημόσιο λόγο, αφού εκφέρεται μέσω ποικίλων μέσων, και είναι έτσι υπεύθυνος για μια ευρύτατη επίδραση στη συνείδηση των πολιτών. Στο πλαίσιο του δημοσιογραφικού λόγου συναντώνται και αλληλεπιδρούν η αλήθεια με το ψέμα, η υπερβολή με τη μετριοπάθεια, αλλά και ο πυκνός με το χαλαρό λόγο.

Β2.α. Με ποιους τρόπους αναπτύσσεται η τρίτη παράγραφος (Στον ελληνικό … δημοσιογραφικού λόγου) του κειμένου. (μονάδες 2)

- Παραδείγματα
- Σύγκριση & αντίθεση

Β2.β. Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας. (μονάδες 3)

Η ανάπτυξη της παραγράφου με παραδείγματα γίνεται αντιληπτή από τη συνεχή χρήση παραδειγμάτων, τα οποία μάλιστα εντάσσονται σε παρενθέσεις και εισάγονται με την ενδεικτική συντομογραφία π.χ.
Η ανάπτυξη της παραγράφου με σύγκριση και αντίθεση γίνεται εμφανής με τη χρήση του επιρρήματος αντίθετα, με το οποίο και εισάγεται η συγκριτική αντίθεση του γραπτού λόγου με τον προφορικό.

Γ1. Να γράψετε μία παράγραφο 50-60 λέξεων, στην οποία να χρησιμοποιήσετε τις φράσεις: πληροφοριακού φορτίου, ειδησεογραφικό κείμενο. (μονάδες 10)

Οι γοργοί ρυθμοί της σύγχρονης ζωής καθιστούν συχνά δύσκολη την συνεπή παρακολούθηση των πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων. Έτσι, τα ειδησεογραφικά κείμενα καλούνται να περιέχουν υψηλό πληροφοριακό φορτίο, ώστε ο αναγνώστης να λαμβάνει ικανό αριθμό πληροφοριών σε σύντομο χρονικό διάστημα, χωρίς να χρειάζεται να διαβάσει ένα μακροσκελές κείμενο. Είναι, ωστόσο, εύλογο πως η πλήρης και σωστή ενημέρωση απαιτεί την αφιέρωση του αναγκαίου χρόνου για τη διασταύρωση και την επιβεβαίωση των σχετικών πληροφοριών.

Γ2. «Αποτελεί στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα τον χώρο μέσα στον οποίο γεννιέται, μεγαλώνει, παράγει και «καταναλώνει» ελληνικό λόγο ένα πλήθος ανθρώπων»

Γ2.α. Η λέξη γεννιέται χρησιμοποιείται δηλωτικά - κυριολεκτικά ή μεταφορικά - συνυποδηλωτικά; Να αιτιολογήσετε την επιλογή σας.  (μονάδες 3)

Η λέξη χρησιμοποιείται κυριολεκτικά, καθώς αναφέρεται στη γέννηση ανθρώπων.

Γ2.β. Να γράψετε δύο προτάσεις με τη λέξη γεννιέται. Στην πρώτη περίπτωση να χρησιμοποιήσετε τη λέξη κυριολεκτικά/δηλωτικά και στη δεύτερη μεταφορικά - συνυποδηλωτικά. (μονάδες 2)

- Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο στις 18 Φεβρουαρίου 1883.


- Τα προβλήματα που γεννήθηκαν με την επανεμφάνιση του εθνικισμού είναι πολύ σημαντικά. 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...