Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Έκθεση Β΄ Λυκείου: Κριτική έργων τέχνης

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Charles Martin Hardie

Έκθεση Β΄ Λυκείου: Κριτική έργων τέχνης

Κριτική: Η τεκμηριωμένη αξιολόγηση ενός έργου και των συντελεστών του, η θετική ή αρνητική αποτίμησή του με βάση συγκεκριμένα κριτήρια.
Κριτικός: Πρόσωπο που σχολιάζει και αξιολογεί καλλιτεχνικά έργα.

Τα έργα τέχνης -όπως και κάθε άλλη ανθρώπινη πράξη και δημιουργία- τίθενται υπό κριτικό και αξιολογικό έλεγχο, προκειμένου να διαγνωστεί η ιδιαίτερη αξία τους, αλλά και να επισημανθούν τυχόν ελλείψεις ή μειονεκτήματα. Η κριτική των έργων τέχνης πραγματοποιείται από άτομα που έχουν εξειδικευμένες γνώσεις, μεγάλη εμπειρία στο χώρο που δραστηριοποιούνται και αυξημένη ευαισθησία, καθώς η τέχνη δεν μπορεί να προσεγγίζεται μόνο με τεχνικά κριτήρια.
Τα έργα τέχνης, βέβαια, κρίνονται υπό μία έννοια και από το κοινό στο οποίο απευθύνονται, αλλά η κρίση αυτή περιορίζεται συνήθως στο επίπεδο της αρέσκειας και της απαρέσκειας. Η κριτική ανταπόκριση του κοινού είναι ενδεικτική της απήχησης που έχει τη δεδομένη στιγμή το έργο τέχνης, αδυνατεί όμως να εντοπίσει και να αξιολογήσει την ιδιαίτερη εκείνη ποιότητα του έργου, που ενδεχομένως να το καθιστά μη δημοφιλές κατά το χρόνο εμφάνισής του, αλλά να του διασφαλίζει μια θετικότερη αποτίμηση στο μέλλον. Έργο του ειδικευμένου κριτικού, λοιπόν, είναι να αποδεσμεύεται, ως ένα βαθμό, από τις τρέχουσες τάσεις και να αποζητά τα στοιχεία εκείνα του έργου που τείνουν προς τη διαχρονικότητα, και μπορούν ίσως να εγγυηθούν μια μεταγενέστερη αναγνώριση της πραγματικής αξίας του.

Προϋποθέσεις για την ορθή κριτική έργων τέχνης
Ο ρόλος που αναλαμβάνει ο κριτικός τέχνης έχει ιδιαίτερη βαρύτητα καθώς η γνώμη του επηρεάζει σημαντικά τόσο το κοινό, και άρα το βαθμό αποδοχής του κρινόμενου έργου, όσο και τον καλλιτέχνη που δέχεται την κριτική. Θα πρέπει, άλλωστε, να λαμβάνεται υπόψη πως ο δημιουργός είναι ένα μεμονωμένο άτομο με τις προσωπικές του ανησυχίες και ανασφάλειες, που επιλέγει μεν να δημοσιοποιήσει την ατομική του καλλιτεχνική δημιουργία, αλλά δεν παύει να είναι ευάλωτος απέναντι στην αρνητική κριτική, που μπορεί ακόμη και να τον αποτρέψει από την περαιτέρω ενασχόληση με την τέχνη του. Πρέπει, επομένως, να γίνεται πάντοτε σεβαστή εκείνη η λεπτή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην αυστηρή, αλλά εποικοδομητική κριτική και την απορριπτικά αυστηρή κριτική, που μπορεί να ζημιώσει αντί να ωφελήσει τον δημιουργό.
Ο κριτικός έργων τέχνης θα πρέπει, λοιπόν, να έχει ορισμένα χαρακτηριστικά και ατομικές ποιότητες, που θα διασφαλίζουν την ορθή άσκηση του ιδιαίτερου έργου του. Ειδικότερα:

- Υψηλή κατάρτιση και άρτια γνώση του αντικειμένου
Η άσκηση καλλιτεχνικής κριτικής απαιτεί βαθιά γνώση της κρινόμενης καλλιτεχνικής έκφανσης, αλλά και των γενικότερων ζητημάτων της τέχνης, ώστε το άτομο που ασκεί την κριτική να έχει υπόψη του το ιστορικό σύνολο της αντίστοιχης καλλιτεχνικής δημιουργίας, όπως και γνώση των σύγχρονων τάσεων στον χώρο. Ένα έργο τέχνης, άλλωστε, θα πρέπει να εξετάζεται τόσο σε σχέση με τα αντίστοιχα του παρελθόντος όσο και σε σχέση με τις αντίστοιχες σύγχρονες δημιουργίες, για να είναι εφικτή και η αναγνώριση της πιθανής συνομιλίας με το παρελθόν, αλλά και η ενδεχόμενη πρωτοπορία του.
Συνάμα, ο κριτικός θα πρέπει να έχει πολύχρονη εμπειρία στο χώρο της τέχνης, διότι πρόκειται για μια μορφή της ανθρώπινης δημιουργίας που δεν μπορεί να εκτιμηθεί σε όλο της το εύρος και δεν αποκαλύπτει πλήρως την αξία και τις σημασιολογικές τις προεκτάσεις, αν δεν υπάρξει ικανός χρόνος ωρίμανσης στη σκέψη και στα συναισθήματα του δέκτη. Σαφές παράδειγμα ως προς αυτό αποτελούν οι ποικίλες αναγνώσεις ενός έργου που μπορούν να γίνουν ανάλογα με την ηλικία του δέκτη, καθώς και το βάθος κατανόησης στο οποίο φτάνει σταδιακά το άτομο όσο ωριμάζει και συνειδητοποιεί πτυχές του ίδιου έργου που δεν τις είχε αντιληφθεί σε νεότερη ηλικία.

- Αυξημένη ευαισθησία του κριτικού
Παρά το γεγονός ότι κάθε μορφή τέχνης έχει τους δικούς της τεχνικούς κανόνες και τα δικά της κριτήρια ποιότητας, που ο κριτικός τέχνης τα μαθαίνει κατά τη διάρκεια των σπουδών και της ενασχόλησής του με την τέχνη, δεν παύει να υπάρχει κι εκείνη η καίρια πτυχή της τέχνης που δεν μπορεί να κριθεί με τέτοιου είδους συγκεκριμένα ή τυποποιημένα κριτήρια. Πρόκειται, βέβαια, για την ανθρώπινη διάσταση της τέχνης, για το βαθμό στον οποίο μεταφέρεται στο έργο και μέσω του έργου μέρος της αλήθειας του δημιουργού. Ας μην παραγνωρίζουμε, άλλωστε, πως ένα έργο τέχνης μπορεί να συγκινεί βαθύτατα τους αποδέκτες του, ακόμη κι αν δεν είναι τεχνικώς άρτιο, ακριβώς διότι κατορθώνει να μεταφέρει συναισθηματικά βιώματα και ψυχικές διεργασίες του δημιουργού, που βρίσκουν το ανάλογό τους στην ψυχή και στον εσωτερικό κόσμο των αποδεκτών.
Η ευαισθησία του κριτικού χρειάζεται, λοιπόν, για να μπορεί να αναγνωρίζει τη συγκινησιακή αξία και τα στοιχεία εκείνα του έργου που λειτουργούν πέρα από τους κανόνες και τα τεχνικώς αναμενόμενα. Ενώ, κρίνεται εξίσου αναγκαία και για τη διασφάλιση του ζητούμενου σεβασμού απέναντι στον καλλιτέχνη και το έργο του.

- Ηθική αρτιότητα και πνευματική αυτονομία
Ο κριτικός έργων τέχνης οφείλει να στοχεύει πάντοτε στην αντικειμενικότητα και όχι στην εξυπηρέτηση προσωπικών συμφερόντων μέσα από τη στήριξη προσώπων ή εταιρειών που μπορούν να του προσφέρουν οικονομικά ή άλλα ανταλλάγματα. Ζητούμενο για τον κριτικό είναι να αναδείξει και να ενισχύσει τις πραγματικά αξιόλογες προσπάθειες, μένοντας μακριά από προσωπικές συμπάθειες ή εμπάθειες. Έργο του, άλλωστε, είναι η αντικειμενική αποτίμηση της αξίας ενός καλλιτεχνήματος και όχι η προώθηση εκείνων που έχουν τη στήριξη ή την έγκριση εμπορικών παραγόντων.
Είναι, βέβαια, προφανές πως ο κριτικός θα έρθει συχνά αντιμέτωπος μ’ εκείνους τους δημιουργούς που βρίσκουν σημαντική εμπορική απήχηση, χωρίς να έχουν απαραίτητα την καλλιτεχνική εκείνη ποιότητα που προσφέρει σ’ ένα έργο διαχρονική διάρκεια και καθολική εκτίμηση. Θα είναι τότε εξαιρετικά σημαντικό να μπορέσει ο κριτικός να αντισταθεί τόσο στα τυχόν οικονομικά ανταλλάγματα που ίσως του προσφερθούν για μια δική του θετική κριτική, όσο και στην τρέχουσα αισθητική που επηρεασμένη από τη δημοτικότητα του δημιουργού αδυνατεί να αναγνωρίσει τις καλλιτεχνικές αδυναμίες του έργου.
Θα πρέπει, επομένως, ο κριτικός να μπορεί να αντικρίσει κάθε έργο ανεπηρέαστος από τις τρέχουσες αρέσκειες του κοινού, καθώς και να έχει το σθένος να εκφράσει την άποψή του, ακόμη κι αν αυτή είναι αντίθετη ή διαφορετική από την κρίση της πλειονότητας.

- Διαλλακτικότητα και σεβασμός απέναντι στον καλλιτέχνη
Ο κριτικός έργων τέχνης, παρά τις γνώσεις και την εμπειρία του, θα πρέπει πάντοτε να έχει υπόψη του πως υπάρχει το ενδεχόμενο η άποψή του να μην είναι απολύτως ορθή ή δίκαιη σε σχέση με την αξία του έργου. Μια τέτοια επίγνωση θα τον προφυλάξει από τη διατύπωση απόλυτων κρίσεων, που πιθανώς να διαψευσθούν στην πορεία ή ακόμη και να αναθεωρηθούν από τον ίδιο, ύστερα από μια πιο ψύχραιμη θεώρηση του κρινόμενου έργου.
Η κριτική έργων τέχνης δεν μπορεί να γίνεται με δογματικούς ή απόλυτους όρους, μιας και η τέχνη έχει συχνά την ικανότητα να δημιουργεί νέου είδους ευαισθησίες ή να διαφοροποιεί εκ βάθρων την έννοια της καλαισθησίας και του καλλιτεχνικώς άρτιου. Είναι εκείνη η τέχνη που θέτει σε δοκιμασία τα μέχρι τότε δεδομένα και σταδιακά με την πρωτοτυπία και την τολμηρή πρόσληψη της πραγματικότητας που επιτυγχάνει ανανεώνει πλήρως τις επικρατούσες καλλιτεχνικές απόψεις και τάσεις.
Υπό αυτή την έννοια, κι έχοντας συνάμα κατά νου τον αντίκτυπο που έχει η κριτική στην ψυχοσύνθεση του δημιουργού, ο κριτικός τέχνης θα πρέπει να αντιμετωπίζει πάντοτε με σεβασμό τον καλλιτέχνη που κρίνει. Είναι, δίχως άλλο, ανεπιθύμητη η πρόκληση βαθιάς απογοήτευσης σ’ έναν νέο δημιουργό, που, αν λάμβανε τη σωστή στήριξη, θα μπορούσε να προσφέρει κάτι το ουσιαστικά καινοτόμο στην τέχνη του. Η κριτική, άρα, θα πρέπει να γίνεται χωρίς ακρότητες και υπερβολική αυστηρότητα, αλλά με τεκμηρίωση και σεβασμό απέναντι στον δημιουργό.
Αντιστοίχως, βέβαια, προκειμένου η κριτική να είναι εποικοδομητική, δεν θα πρέπει να είναι υπερβολικά επιεικής, διότι ο δημιουργός ενδέχεται να μην αντιληφθεί εγκαίρως τις τυχόν ελλείψεις ή αδυναμίες του έργου του.

Η αξία και η προσφορά της κριτικής έργων τέχνης
Ο κριτικός έργων τέχνης λειτουργεί ως προνομιακός δέκτης του καλλιτεχνικού δημιουργήματος χάρη στην κατάρτιση και την εμπειρία του∙ είναι σε θέση δηλαδή να κατανοήσει σε βάθος τις νοηματικές προεκτάσεις του εξεταζόμενου έργου και με την κριτική του τοποθέτηση να ωφελήσει τόσο τον καλλιτέχνη όσο και το κοινό. Ο κριτικός, άλλωστε, μπορεί να αντιληφθεί την αξία του δημιουργήματος και των μηνυμάτων που αυτό επιχειρεί να περάσει προς τους δέκτες του, κατά τρόπο πολλαπλώς πληρέστερο απ’ ό,τι το ευρύ κοινό που έρχεται σ’ επαφή με το έργο.    
Μέσα, λοιπόν, από την κριτική του έργου τέχνης, προκύπτουν οφέλη και για τον ίδιο τον δημιουργό, αλλά και για το κοινό. Ειδικότερα:

- Ο δημιουργός έχει την ευκαιρία να γνωρίσει πώς γίνεται αντιληπτό το έργο του από έναν έμπειρο και με υψηλή κατάρτιση δέκτη. Μια πρόσληψη που του φανερώνει σε ποιο βαθμό εκπληρώνονται οι επιδιώξεις που είχε θέσει ο ίδιος, αλλά και σε ποιο βαθμό παραμένουν αφανείς πτυχές του έργου που είχε θεωρήσει πως θα γίνουν αντιληπτές από το κοινό.
Αντιστοίχως, βέβαια, μέσα από την κριτική προσέγγιση του έργου έρχονται στην επιφάνεια στοιχεία του έργου και επιδράσεις που ασκεί αυτό, οι οποίες μπορεί να μην ήταν καν στις προθέσεις του δημιουργού, αλλά επικυρώνουν την ικανότητα της τέχνης να λαμβάνει μια νέα μορφή στα μάτια κάθε δέκτη, και να του μεταδίδει μηνύματα ανάλογα με τις ευαισθησίες και τις προσλαμβάνουσες του. Είναι προφανές, άλλωστε, πως η ανάγνωση και η πρόσληψη των έργων τέχνης επηρεάζεται από την καλλιέργεια, τα βιώματα και τις προσδοκίες του εκάστοτε δέκτη, ξεπερνώντας συχνά τις επιδιώξεις του ίδιου του δημιουργού τους.

- Ο δημιουργός, επίσης, έχει την ευκαιρία να γνωρίσει πώς αποτιμάται το έργο του και ποια θέση λαμβάνει δίπλα στα έργα των ομοτέχνων του. Μαθαίνει, δηλαδή, αν η δημιουργία του αποτιμάται θετικά ή όχι, κι αναλόγως μαθαίνει ποια στοιχεία κρίνονται ως αδύναμα και ποια ως ποιοτικώς άρτια. Πρόκειται για μια πολύ σημαντική διαδικασία που επιτρέπει στον καλλιτέχνη να βελτιώσει την τεχνική του, να αποφύγει πιθανά σφάλματα και να δώσει στην πορεία έργα ανώτερης ποιότητας και αξίας.

- Σε ό,τι αφορά το κοινό, η κριτική έργων τέχνης αποτελεί έναν καίριο φορέα καλλιτεχνικής αγωγής, καθώς μέσα από την οπτική ενός έμπειρου γνώστη, αντλούνται σημαντικές πληροφορίες και διαπιστώσεις σχετικά με το ποια έργα πληρούν τα αναγκαία κριτήρια ποιότητας και ποια καταφεύγουν σε εμπορικές κοινοτοπίες προκειμένου να ικανοποιούν ευρύτερα αισθητικά κριτήρια.
Το κοινό έχει την ευκαιρία να διακρίνει μέσα στην πληθωρική καλλιτεχνική δημιουργία της εποχής μας ποιοι είναι εκείνοι οι καλλιτέχνες που σέβονται την τέχνη τους και προσφέρουν αυθεντικά και πρωτότυπα δημιουργήματα, χωρίς να συμβιβάζονται με τις εμπορικές αξιώσεις, και ποιοι όχι. Έχει, συνάμα, την ευκαιρία να μάθει πώς γίνεται η αξιολογική αποτίμηση ενός έργου και ποιοι είναι οι δείκτες ποιότητας που θα πρέπει να ελέγχει στο μέλλον, ώστε να ξεχωρίσει εγκαίρως τη γνήσια καλλιτεχνική δημιουργία από την στοχεύουσα στο εμπορικό όφελος παραγωγή.

- Το κοινό αποκτά, έτσι, όχι μόνο αισθητική παιδεία, αλλά αρχίζει να αντιλαμβάνεται το πλήθος των στοιχείων που λαμβάνονται υπόψη σ’ ένα έργο τέχνης, καθώς και τις ποικίλες προεκτάσεις που λαμβάνει αυτό σε επίπεδο νοητικής και συναισθηματικής συγκίνησης. Ευαισθητοποιείται, άρα, απέναντι στα έργα τέχνης και παρακολουθεί πλέον με πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον τις νέες καλλιτεχνικές δημιουργίες, χωρίς να παρασύρεται -εύκολα- από τα εμπορικώς δημοφιλή έργα, που δεν έχουν να προσφέρουν πραγματική καλλιτεχνική συγκίνηση.

- Η αγωγή που προσφέρει ο έμπειρος κριτικός τέχνης αφορά, βέβαια, όχι μόνο το κοινό, αλλά και τους δημιουργούς, οι οποίοι δεν έχουν κατ’ ανάγκη την ευρύτητα παιδείας και τις γνώσεις που έχει τη δεδομένη στιγμή ένας καταξιωμένος κριτικός έργων τέχνης.

Η στάση του δημιουργού απέναντι στην κριτική
Ο δημιουργός, παρά τη δεδομένη και εύλογη συναισθηματική εμπλοκή του με το κρινόμενο έργο τέχνης, θα πρέπει να αντικρίζει την κριτική ως μια πολύτιμη ευκαιρία για τη βελτιστοποίηση των καλλιτεχνικών του δεξιοτήτων. Ακόμη κι αν η κριτική που δέχεται είναι κυρίως αρνητική, δεν θα πρέπει να απογοητεύεται ή να τη δέχεται ως προσωπική επίθεση∙ αντιθέτως, θα πρέπει να διερευνά με προσοχή τις υποδείξεις του κριτικού και να τις λαμβάνει υπόψη του.
Ο δημιουργός εννοείται πως δεν καλείται να ακολουθήσει κατά γράμμα τις υποδείξεις του κριτικού, ούτε και να θεωρήσει πως ο κριτικός είναι αλάνθαστος∙ καλείται, ωστόσο, να δεχτεί πως το έργο του δεν κατόρθωσε να συγκινήσει ή να ικανοποιήσει αισθητικά τους αποδέκτες του. Μια συνειδητοποίηση που μπορεί και πρέπει να λειτουργήσει ως κινητήριο ερέθισμα για μια ανώτερη επόμενη δημιουργία.

Ο κριτικός, άλλωστε, μέσα από τη δική του προσέγγιση λειτουργεί ως ένας αντικειμενικός και αποστασιοποιημένος δέκτης που μπορεί πιο ψύχραιμα να εντοπίσει τις αδυναμίες του έργου, αλλά και να αναγνωρίσει εκείνες τις πτυχές του έργου που ενέχουν υψηλή αισθητική και συγκινησιακή αξία. Είναι, υπό μία έννοια, ένας «νέος» δημιουργός, που μέσα από τη δική του ματιά ανασυνθέτει το εξεταζόμενο έργο και προσφέρει μια διαφορετική -κάποτε απροσδόκητη- θέασή του, που υποδεικνύει και φανερώνει τις κορυφώσεις, αλλά και τις ελλείψεις.    

Έκθεση Β΄ Λυκείου: Κοινωνική και Πολιτική Κριτική

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Mario Sanchez Nevado

Έκθεση Β΄ Λυκείου: Κοινωνική και Πολιτική Κριτική

Κριτική: Η τεκμηριωμένη αξιολόγηση ενός έργου, μιας πράξης, μιας κατάστασης ή ενός προσώπου, κι η θετική ή αρνητική αποτίμησή του με βάση συγκεκριμένα κριτήρια.
Η κριτική με την έννοια της έκφρασης γνώμης για κάτι και του εντοπισμού θετικών και αρνητικών στοιχείων, διατρέχει το σύνολο της ανθρώπινης δράσης, καθώς επί της ουσίας κάθε πράξη και κάθε άτομο βρίσκονται υπό διαρκή έλεγχο από τους άλλους ανθρώπους. Πρόκειται για μια διαδικασία ιδιαίτερης αξίας τόσο για την προώθηση των συλλογικών επιτευγμάτων όσο και για τη βελτίωση της δράσης μεμονωμένων ατόμων.
Κοινωνική κριτική: Η κοινωνική κριτική αφορά την αξιολόγηση και την αποτίμηση κοινωνικών καταστάσεων, φαινομένων και συμπεριφορών, και διαδραματίζει σημαντικό ρόλο εφόσον επικεντρώνεται σε ζητήματα που επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό το σύνολο σχεδόν των πολιτών.
Πολιτική κριτική: Η πολιτική κριτική στοχεύει κατά κύριο λόγο στις ενέργειες των πολιτικών προσώπων και στις αποφάσεις των πολιτικών παρατάξεων, με ιδιαίτερη βέβαια έμφαση στο έργο του κυβερνώντος κόμματος. Αποτελεί καίριο στοιχείο κάθε δημοκρατικής κοινωνίας, καθώς αφενός ελέγχει την πολιτική εξουσία και αφετέρου υποδεικνύει επιτυχέστερες επιλογές εκεί όπου οι παρούσες αποτυγχάνουν ή δεν αποδίδουν τα αναμενόμενα.
Η κριτική ασκείται από πρόσωπα της πολιτικής, από δημοσιογράφους, αλλά και από κάθε ενεργό πολίτη που παρακολουθεί τα κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα. 

Η σημασία της κριτικής
Η κριτική σε κάθε της έκφανση ενέχει ιδιαίτερη αξία, καθώς αποτελεί στοιχείο ώθησης προς τη βελτιστοποίηση. Ιδίως, όμως, στον κοινωνικό και πολιτικό τομέα θεωρείται όχι απλώς σημαντική, μα και απολύτως αναγκαία, εφόσον κατορθώνει να προφυλάσσει τους πολίτες από αποφάσεις και από φαινόμενα τα οποία πλήττουν το συλλογικά ωφέλιμο και την αρμονική συνύπαρξη.
Ειδικότερα, στα οφέλη της κριτικής -κοινωνικής και πολιτικής- καταγράφονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

- Διασφάλιση της ορθής δημοκρατικής λειτουργίας
Μέσω της πολιτικής κριτικής τα άτομα που ασκούν εξουσία ελέγχονται κατά τρόπο αποτελεσματικό, ώστε να αποφεύγουν πράξεις που παρεκκλίνουν προς την πολιτική αυθαιρεσία και τη διαφθορά. Εξαναγκάζονται, έτσι, -αν δεν έχουν οι ίδιοι αυστηρό πλαίσιο ηθικών αρχών- να τηρούν τους νόμους και να σέβονται το σημαντικό ρόλο που τους έχει ανατεθεί.
Αντιστοίχως, ελέγχεται συνεχώς η αποτελεσματικότητα και η ορθότητα των αποφάσεών τους, προκειμένου το κυβερνητικό έργο να είναι αποδοτικό και συμβατό με τα συμφέροντα του συνόλου των πολιτών. Είναι, άλλωστε, σύνηθες φαινόμενο στην πολιτική ζωή του τόπου, οι πολιτικοί να λαμβάνουν αποφάσεις που εξυπηρετούν τα συμφέροντα των ισχυρών ή τις επιδιώξεις εκείνων που τους στήριξαν προεκλογικά.
Η άσκηση κριτικής συνιστά, συνάμα, καίρια έκφανση της δημοκρατικότητας, αφού φέρνει τους πολιτικούς σ’ έναν διαρκή διάλογο, όπου καλούνται να παρουσιάσουν αναλυτικά το σκεπτικό των αποφάσεών τους, να τεκμηριώσουν την ορθότητα αυτών των αποφάσεων, αλλά και να λάβουν υπόψη τους τις αντίθετες ή τις εναλλακτικές προτάσεις, που υποστηρίζονται από τους συνομιλητές τους.   

- Ωθεί στην αντιμετώπιση αρνητικών κοινωνικών φαινομένων
Η άσκηση κοινωνικής κριτικής δίνει το έναυσμα για μια ουσιαστική ευαισθητοποίηση απέναντι στα κακώς κείμενα της κοινωνικής πραγματικότητας και, συχνά, αποκαλύπτει στοιχεία και καταστάσεις, των οποίων η έκταση δεν ήταν πλήρως γνωστή σε όλους τους πολίτες. Ωθεί κατ’ αυτό τον τρόπο τους πολίτες και την πολιτεία σε εγρήγορση για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των αρνητικών φαινομένων και των συνεπειών τους.
Αν, μάλιστα, η κριτική ασκείται με ψύχραιμο και αναλυτικό τρόπο, παρέχεται η ευκαιρία μιας σε βάθος διερεύνησης των αιτιών και των παραγόντων εν γένει που συντείνουν στην εμφάνιση αρνητικών κοινωνικών φαινομένων. Η συζήτηση, επομένως, που προκύπτει μέσω μιας τέτοιας κριτικής επιτρέπει την πραγματική κατανόηση των υπό έλεγχο καταστάσεων και απομακρύνει τις παρανοήσεις και τις εύκολες προσεγγίσεις που δυσκολεύουν τον εντοπισμό των αληθινών γενεσιουργών αιτιών.
Κατ’ επέκταση η κοινωνική κριτική καθιστά εφικτή τη βελτίωση του κοινωνικού γίγνεσθαι και τη διαρκή ανανέωση της κοινωνικής πραγματικότητας, ώστε να βρίσκεται σε ανταπόκριση προς τις γοργές αλλαγές που φέρνει η παγκοσμιοποίηση, η τεχνολογία και η ρήξη με τις παθογένειες του παρελθόντος.

- Συνιστά παράγοντα ωρίμανσης της πολιτικής συνείδησης και σκέψης
Μέσα από την τεκμηριωμένη πολιτική και κοινωνική κριτική οι πολίτες αντιλαμβάνονται το πλήθος των παραγόντων και το βάθος των αιτιών που επηρεάζουν την εκάστοτε πολιτική και κοινωνική κατάσταση. Προκύπτει, άρα, η εύλογη συνειδητοποίηση πως για την κατανόηση της παρούσας πολιτικής πραγματικότητας δεν αρκούν οι επιφανειακές και πρόχειρες αναγνώσεις, αλλά είναι αναγκαία η ουσιαστική εμβάθυνση.
Συντελεί, επομένως, η κριτική στην αφύπνιση των πολιτών και στη μύησή τους στην άρτια επεξεργασία των δεδομένων της πραγματικότητας. Οι πολίτες κατανοούν πλέον πως οφείλουν να εξετάζουν με μεγάλη προσοχή όσα τους παρουσιάζονται ως ακέραιες αλήθειες ή ως δεδομένα και ακριβή στοιχεία. Η πολιτική τους σκέψη λαμβάνει, άρα, ένα σημαντικό ερέθισμα, ώστε να προχωρά σε προσεκτική και τεκμηριωμένη κάθε φορά ανάλυση των καταστάσεων, και όχι στην αποδοχή όποιας έτοιμης άποψης τους προσφέρεται από τα ΜΜΕ και τους πολιτικούς αναλυτές.
Οι πολίτες αντιλαμβάνονται πως οφείλουν να διαμορφώνουν τη δική τους άποψη, αποφεύγοντας τις συχνά προκατειλημμένες και σκόπιμα παραποιημένες ερμηνείες που διατυπώνονται από πολιτικούς ή δημοσιογράφους, που έχουν δικά τους συμφέροντα να εξυπηρετήσουν. Κατανοούν πως με μόνο ασφαλές κριτήριο της δική τους αντικειμενικότητα οφείλουν να αναζητούν ποικίλες πηγές ενημέρωσης και να παραμένουν πάντοτε σε επιφυλακή απέναντι σ’ εκείνους που επιχειρούν να κατευθύνουν τη γνώμη και την άποψή τους. Η παραπληροφόρηση, ο δογματισμός, ο φανατισμός και η υποκρισία, αποκτούν πλέον ορατά ίχνη στις μεροληπτικά παρουσιασμένες ειδήσεις και στις ομιλίες των πολιτικών, και ο πολίτης αποκτά μια πραγματικά κριτική στάση απέναντι στους φορείς διαμόρφωσης της κοινής γνώμης.  

- Η κοινωνική κριτική συμβάλλει στην ηθικοποίηση των πολιτών. Με δεδομένο το γεγονός ότι σκοπός της κοινωνικής κριτικής είναι η αντιμετώπιση αρνητικών κοινωνικών φαινομένων, και άρα η διασφάλιση των συνθηκών εκείνων που θα επιτρέπουν την αρμονική συνύπαρξη των μελών της κοινωνίας, καθίσταται σαφές πως προβάλλει με συνέπεια θετικά πρότυπα κοινωνικής συμπεριφοράς. Το δίκαιο, ο σεβασμός του άλλου ανθρώπου, η διάθεση αποδοχής, η καλοσύνη, η αίσθηση ευθύνης και η τιμιότητα, αναδεικνύονται μέσω της κοινωνικής κριτικής ως ζητούμενες αρετές για τους πολίτες προκειμένου η κοινή πορεία στο πλαίσιο της πολιτείας να βρει το ιδανικό της πλαίσιο.

Προϋποθέσεις για την άσκηση ορθής κριτικής
Η άσκηση κριτικής, αν και αποτελεί δικαίωμα κάθε πολίτη, δεν μπορεί να προσφέρει ουσιαστικά αποτελέσματα αν δεν γίνεται υπό ορισμένες πολύ σημαντικές προϋποθέσεις που διασφαλίζουν τον εποικοδομητικό της χαρακτήρα.

- Το άτομο που ασκεί κριτική οφείλει να έχει ουσιαστική γνώση του αντικειμένου και του θέματος επί του οποίου σκοπεύει να εκφέρει άποψη. Απαιτείται, δηλαδή, πραγματική και εκτεταμένη μελέτη του ζητήματος, ώστε τα συμπεράσματα στα οποία θα φτάσει να αντικατοπτρίζουν μια σε βάθος κατανόηση, και όχι μια εσφαλμένη και βιαστική παρανόηση.  

- Η κριτική θα πρέπει να είναι απολύτως τεκμηριωμένη και με αναλυτική παρουσίαση, ώστε να είναι σαφές πως το άτομο που την ασκεί έχει αφενός γνώση του θέματος και αφετέρου τη δυνατότητα να επιχειρηματολογεί με επάρκεια και σαφήνεια, συνεισφέροντας έτσι ουσιαστικά στη συνολική συζήτηση του θέματος, κι όχι μηρυκάζοντας κοινότοπες και επιφανειακές θέσεις.

- Το άτομο που ασκεί κριτική οφείλει να είναι απόλυτα αντικειμενικό και όχι φανατικά προσηλωμένο στις δικές του απόψεις. Η κριτική δεν είναι επωφελής αν αποτελεί την προσπάθεια ενός δογματικού να παρουσιάσει τα πράγματα από τη δική του οπτική, θέλοντας μόνο και μόνο να επηρεάσει την κοινή γνώμη κατά τρόπο που να εξυπηρετεί τις δικές του αντιλήψεις.
Αντιστοίχως, εκείνος που ασκεί πολιτική κριτική δεν θα πρέπει να εμπλέκεται ο ίδιος ή κάποιος οικείος του στο υπό εξέταση ζήτημα, καθώς θα υπάρχει εύλογα η σκέψη πως επιχειρεί απλώς να στηρίξει ατομικά συμφέροντα.

-  Είναι αναγκαία η παρουσίαση κάποιας αντιπρότασης ή εναλλακτικής λύσης, όταν το περιεχόμενο της κριτικής είναι απορριπτικό. Σε περίπτωση, λοιπόν, που κάποιος ασκεί κριτική σ’ ένα πολιτικό ζήτημα, δεν μπορεί να ακολουθεί μια μηδενιστική προσέγγιση, απορρίπτοντας κάθε υπάρχουσα πρόταση, χωρίς να παρουσιάζει μια εναλλακτική λύση. Το ζητούμενο της άσκησης κριτικής δεν είναι να οδηγούνται τα πράγματα σε αδιέξοδο, ούτε η έκφραση αντιρρήσεων και αρνητικής διάθεσης απέναντι στα πολιτικά πρόσωπα. Το ζητούμενο είναι να προσφέρεται σε κάθε πιθανή άρνηση και μια διαφορετική πρόταση, ώστε να καθίσταται εφικτή η λύση του προβλήματος.

- Κρίνεται αναγκαία η συναισθηματική αποστασιοποίηση του κρίνοντος, ώστε η άσκηση κριτικής να μην τρέπεται σε μια διαδικασία επίθεσης ή σε μια συναισθηματικά φορτισμένη παρουσίαση από την οποία θα απουσιάζει η αντικειμενικότητα και άρα η καθαρή σκέψη και θέαση των πραγμάτων.
Το άτομο που κρίνει, επομένως, δεν θα πρέπει να αφήνει τα συναισθήματά του ή την κρισιμότητα των καταστάσεων να επηρεάζουν την κρίση του, διότι το αποτέλεσμα δεν πρόκειται να είναι ούτε επωφελές, μα ούτε και εποικοδομητικό. Αντιστοίχως, θα πρέπει να αποφεύγει στη στάση του τόσο την υπερβολική αυστηρότητα όσο και την υπερβολική επιείκεια, καθώς και στις δύο περιπτώσεις δεν θα μπορέσει να ασκήσει κριτική κατά τρόπο αμερόληπτο.  

- Σημαντική, επίσης, προϋπόθεση είναι η εν γένει αγαθή προαίρεση του κρίνοντος, υπό την έννοια πως, αν είναι σαφές ότι αυτός που ασκεί κριτική το κάνει χωρίς να έχει ιδιοτελείς επιδιώξεις ή συμφέροντα, τότε η γνώμη του θα ακουστεί με μεγαλύτερη προσοχή και με λιγότερες επιφυλάξεις.
Αν, λοιπόν, αυτός που κρίνει δεν έχει ως κίνητρο την επιθυμία να λάβει κάποιου είδους προσωπική αναγνώριση ή αντιστοίχως να βλάψει κάποιον προσωπικό του αντίπαλο∙ αν στόχος της κριτικής δεν είναι ούτε η από εμπάθεια προσπάθεια υπονόμευσης κάποιου άλλου, ούτε η από φιλία προσπάθεια ενίσχυσης κάποιου άλλου, αλλά καταφεύγει στην άσκηση κριτικής από ανάγκη να αντικρίσει, ως πολίτης, μια ουσιαστική βελτίωση στην πολιτική κατάσταση του τόπου του, τότε το περιεχόμενο της κριτικής θα είναι σαφώς αντικειμενικό και άξιο προσοχής.

Γενικότερες προϋποθέσεις:
Προκειμένου να είναι εφικτή η άσκηση πολιτικής και κοινωνικής κριτικής θα πρέπει να υπάρχουν και ορισμένες προϋποθέσεις που δεν σχετίζονται με το άτομο που επιχειρεί να ασκήσει κριτική.

- Δημοκρατικό πολίτευμα. Η άσκηση πραγματικής κριτικής μπορεί να υπάρξει μόνο σε μια δημοκρατική κοινωνία, καθώς μόνο υπό τη σκέπη της δημοκρατίας έχει το άτομο τη δυνατότητα να εκφράσει ελεύθερα την άποψή του, δίχως να έχει το φόβο πως η πράξη του αυτή θα επιφέρει κάποια τιμωρία ή δίωξη.
Σε μια δημοκρατική κοινωνία οι πολίτες έχουν από νωρίς εξοικειωθεί με τη βασική αρχή του αντίλογου και της αντίθετης άποψης, κι έχουν υιοθετήσει την αναγκαία διάθεση ανεκτικότητας και αποδοχής, ώστε είναι πάντοτε διατεθειμένοι να ακούσουν και να αποδεχτούν μια διαφορετική από τη δική τους τοποθέτηση.
Είναι εύλογο, ωστόσο, πως παρά το γεγονός ότι το δημοκρατικό ήθος των ανθρώπων θεωρείται αναμενόμενο, δεν μπορεί να εκληφθεί ως δεδομένο, διότι ακόμη και σε μια δημοκρατική κοινωνία υπάρχουν τα άτομα εκείνα που δεν είναι δεκτικά στην άσκηση κριτικής.
Προκειμένου, επομένως, να μπορεί να ασκηθεί πραγματική και εποικοδομητική κριτική, θα πρέπει οι αποδέκτες της κριτικής να έχουν την αναγκαία πνευματική ωριμότητα, ώστε να μπορούν να αποδεχτούν τη διαφορετική θέαση, και φυσικά να μπορούν να αποδεχτούν ότι έχουν ενδεχομένως σφάλλει στην αρχική τους προσέγγιση.


Έκθεση Γ΄ Λυκείου: Παιδεία – Εκπαίδευση

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Carol Leigh

Έκθεση Γ΄ Λυκείου: Παιδεία – Εκπαίδευση

Η καλλιέργεια των νοητικών, των ψυχικών και των σωματικών δυνάμεων των νέων μέσα από ένα γενικό και προκαθορισμένο από κάθε χώρα σύστημα αποτελεί το εκπαιδευτικό (σχολικό) σύστημα μιας χώρας. Σκοπός ενός τέτοιου συστήματος είναι να παράσχει παιδεία. Η λέξη παιδεία στην αρχαία ελληνική σήμαινε ό,τι περίπου και η σημερινή λέξη κουλτούρα, δηλαδή τη γενικότερη πνευματική και ψυχική καλλιέργεια του ανθρώπου και μαζί τον πολιτισμό. Σήμερα με τη σημασιολογική αντίθεση τεχνικού / υλικού πολιτισμού (civilisation) και καλλιέργειας / κουλτούρας (culture), το «παιδεία» δηλώνει μόνο την καλλιέργεια, κυρίως μέσα από τη σχολική εκπαίδευση, αλλά και εκτός αυτής με γενικότερη έννοια.
Η λέξη εκπαίδευση αναφέρεται κυρίως στην παιδεία που παρέχει το σχολικό σύστημα (προσχολική – πρωτοβάθμια / στοιχειώδης – δευτεροβάθμια / μέση – τριτοβάθμια / ανώτατη εκπαίδευση), στο ίδιο το σύστημα (εκπαιδευτικό σύστημα) και στους λειτουργούς του (εκπαιδευτικούς). Ωστόσο, το σχολείο και η εκπαίδευση γενικότερα αποβλέπουν όχι μόνο στην παροχή γνώσεων και στην καλλιέργεια της νόησης των μαθητών, αλλά και στη μόρφωση, τη διαμόρφωση της προσωπικότητας, στη διάπλαση του χαρακτήρα τους και στην εν γένει διαπαιδαγώγησή τους. Η ανάπτυξη του ψυχικού κόσμου του μαθητή, του ήθους, των μορφών συμπεριφοράς του και γενικότερα η ανάπτυξη και άσκηση όλων των πλευρών της προσωπικότητας του μαθητή που δεν έχουν σχέση με τη γνώση, συνιστούν ό,τι αποκαλούμε αγωγή.

Η σημασία της παιδείας
Η παροχή παιδείας και αγωγής στους νέους ανθρώπους δεν αποτελεί αποκλειστικό έργο του σχολείου, καθώς στη διαδικασία αυτή συμμετέχουν κι άλλοι φορείς αγωγής, όπως είναι πρωτίστως η οικογένεια, το ευρύτερο οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, η θρησκευτική πίστη, οι νόμοι και οι κανόνες του κράτους, και αργότερα ο χώρος εργασίας και οι αρχές του επαγγέλματος.
Είναι, επομένως, ιδιαίτερα σημαντικό για κάθε φορέα αγωγής να αντιλαμβάνεται την ευθύνη που του αναλογεί στη διαμόρφωση και στον επηρεασμό της νέας γενιάς, προκειμένου η κοινή προσπάθεια ορθής διαπαιδαγώγησης των νέων να είναι αποτελεσματική.
Τα οφέλη και άρα η αξία της άρτιας παιδείας είναι πολλαπλά:

- Ενισχύει την πνευματική ανάπτυξη του ατόμου και το οδηγεί στην αναγκαία ωρίμανση. Μέσω της παιδείας το άτομο αποκτά πλήθος γνώσεων που του επιτρέπουν να αντιληφθεί και να κατανοήσει το κοινωνικό, πολιτικό και ιστορικό γίγνεσθαι. Το άτομο αποκτά, έτσι, τη δυνατότητα να σκέφτεται έχοντας μια πιο ολοκληρωμένη αντίληψη των ποικίλων παραγόντων που επηρεάζουν και εν τέλει κατευθύνουν τις εξελίξεις στους διάφορους τομείς. Ενώ, συνάμα, αρχίζει να έχει επίγνωση της δικής του παρουσίας και του δικού του ρόλου στο πολυσύνθετο κοινωνικό πλέγμα.
Οι πολιτικές αποφάσεις, η στάση των άλλων κρατών, η οικονομική δραστηριότητα, οι αντιδράσεις των πολιτών παύουν πλέον να συνιστούν τυχαία και ασύνδετα μεταξύ τους γεγονότα και γίνονται πια αντιληπτά ως ένα ενιαίο και αλληλένδετο σύνολο που καθορίζεται -ως ένα βαθμό- ακόμη κι από τη δράση του κάθε μεμονωμένου πολίτη. Ο νέος συνειδητοποιεί σταδιακά πως δεν μπορεί να πράττει και να ζει χωρίς να αντιλαμβάνεται τον αντίκτυπο των δικών του ενεργειών. Η παιδεία επιτρέπει, άρα, στον νέο να αντιληφθεί πως και οι δικές του πράξεις είναι σημαντικές και υπολογίσιμες.

- Οδηγεί στην ανάπτυξη πολιτικής συνείδησης. Ο νέος μέσω της παιδείας μαθαίνει και κατανοεί τους τρόπους λειτουργίας και οργάνωσης της πολιτείας∙ διαπιστώνει τις ελλείψεις και τις παραλείψεις των πολιτικών εκπροσώπων∙ αντιλαμβάνεται και διαχωρίζει την ειλικρινή από την ανειλικρινή στάση των κομμάτων, και οδηγείται στη διαμόρφωση της δικής του πολιτικής αντίληψης.
Προκύπτει, μάλιστα, για τον νέο η καίριας σημασίας επίγνωση πως πολλές φορές οι πολιτικοί επιχειρούν να χειραγωγήσουν τους πολίτες αξιοποιώντας ποικίλους τρόπους προπαγανδισμού. Διαπίστωση που ωθεί τον νέο στη συνειδητοποίηση πως η πρόσκτηση κριτικής άποψης απέναντι στα πολιτικά δρώμενα είναι απολύτως σημαντική, ώστε να μην καθίσταται υποχείριο των πολιτικών παρατάξεων.
Μέσα από τη μελέτη, άλλωστε, της πολιτικής ιστορίας του τόπου ο νέος αναγνωρίζει τις συχνές αντινομίες μεταξύ θεωρητικής τοποθέτησης και τελικής δράσης των πολιτικών, και αντιλαμβάνεται τόσο την έννοια του λαϊκισμού όσο και τη συχνή αδυναμία πραγμάτωσης ουσιαστικών αλλαγών, ακόμη κι αν υπάρχει η θετική προαίρεση. Στοιχεία που συμβάλλουν στην απόρριψη αναποτελεσματικών τάσεων όπως είναι ο μεσσιανισμός, ο δογματισμός και ο φανατισμός.
Το άτομο κατανοεί, παράλληλα, την αξία του διαλόγου και της συστηματικής διερεύνησης των διαφόρων πολιτικών θέσεων και απόψεων, προκρίνοντας τη διαλλακτικότητα έναντι της μονόπλευρης κομματικής και πολιτικής θεώρησης των πραγμάτων. Ενώ, συνάμα, η δημοκρατικότητα καθίσταται πλέον σταθερός τρόπος ζωής για το άτομο, καθώς εξοικειώνεται με την αξία της ισότιμης αντιμετώπισης, της αποδοχής προς το διαφορετικό και το σεβασμό στην κυρίαρχη θέληση των πολιτών. 

- Σταθεροποιεί το ηθικό υπόβαθρο του ατόμου. Οι επιλογές και οι πράξεις του νέου περνούν χάρη στην παιδεία από αυστηρότερα κριτήρια, καθώς σταδιακά γίνεται όλο και πιο σαφές πως το δίκαιο και το ηθικά αποδεκτό ενέχουν ιδιαίτερη βαρύτητα για την επίτευξη μιας ουσιαστικής και αρμονικής συνύπαρξης με τους άλλους ανθρώπους. Το άτομο παύει να αντικρίζει τα πάντα γύρω του εγωκεντρικά και αρχίζει να λαμβάνει υπόψη του τα συναισθήματα και την κατάσταση των συνανθρώπων του. Δεν διεκδικεί, έτσι, την εσωτερική αίσθηση ικανοποίησης μόνο μέσα από την εκπλήρωση προσωπικών επιδιώξεων, αλλά την αποζητά και μέσα από τη συνδρομή βοήθειας στους άλλους ανθρώπους, οι οποίοι αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερη αξία.
Ο νέος κινείται πλέον προς την κατεύθυνση της αυτοκριτικής και της βελτιστοποίησης της ηθικής του ποιότητας επιθυμώντας να λειτουργεί κι ο ίδιος με γνώμονα το κοινωνικά και συλλογικά επωφελές, και όχι το ατομικά σημαντικό. Διαπιστώνει την εξαιρετική σημασία του αλληλοσεβασμού και της αλληλοκατανόησης κι επιχειρεί να δημιουργήσει για τον εαυτό του ένα ισχυρό πλέγμα ηθικών αξιών που θα του επιτρέψουν να συνεχίσει την πορεία του προσφέροντας στο κοινωνικό σύνολο τόσο με τις επιμέρους πράξεις του όσο και γενικότερα με το προσωπικό του παράδειγμα.

- Υποστηρίζει την ορθή κοινωνικοποίηση του ατόμου. Ήδη από το οικογενειακό πλαίσιο, αλλά και πολύ περισσότερο μέσα από τη σχολική ζωή, το άτομο μαθαίνει τόσο την αξία της κοινωνικότητας όσο και την ανάγκη σεβασμού των άλλων προκειμένου η συνύπαρξη αυτή να λειτουργεί ομαλά και εξίσου επωφελώς για όλους. Το άτομο εξοικειώνεται με την ανάγκη τήρησης μιας υπεύθυνης στάσης, κατανοεί πως κάθε του πράξη έχει αντίκτυπο στους άλλους και αντιλαμβάνεται το συσχετισμό μεταξύ -θετικής ή αρνητικής- δράσης και της ανάλογης αντίδρασης.
Προετοιμάζεται, λοιπόν, για την ακόλουθη ένταξή του στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, έχοντας γνωρίσει επαρκώς πως οφείλει να αναλαμβάνει ευθύνη και για τις πράξεις του, αλλά και για τις παραλείψεις του, και συνάμα πως οφείλει να επιδεικνύει τον αρμόζοντα σεβασμό στους συνανθρώπους του.

- Καλλιεργεί την αισθητική και ψυχική ευαισθησία του ατόμου. Μέσω της παιδείας ο νέος μαθαίνει να εκτιμά και στην πορεία να αποζητά το αισθητικά ωραίο, το υψηλό και το καλλιτεχνικά άρτιο. Η τέχνη από αφηρημένη και ασαφής έννοια τρέπεται σε ανάγκη της καθημερινότητας, καθώς το άτομο αρχίζει να εκτιμά την αξία της αισθητικής απόλαυσης, αλλά και των πνευματικών ερεθισμάτων που προκύπτουν μέσα από την επαφή με τα έργα των καλλιτεχνών και των πνευματικών δημιουργών.
Οι ατέλειες, οι δυσμορφίες και η ακαλαισθησία του αστικού περιβάλλοντος, που κάποτε γίνονταν δεκτά ως μη βελτιώσιμα δεδομένα, αποκτούν τώρα την αρνητική όψη μιας ανθρώπινης δράσης που μπορεί -και πρέπει- να λειτουργεί με γνώμονα το καλαίσθητο και το συμβατό προς το φυσικό περιβάλλον.
Συνάμα, το άτομο αποκτά μέσω της παιδείας την ευαισθησία εκείνη που του επιτρέπει να κατανοεί τη σημασία της ψυχικής του ισορροπίας, και το ωθεί έτσι να έχει περισσότερο σεβασμό και μεγαλύτερη κατανόηση απέναντι στα συναισθήματα και στις πράξεις των άλλων ανθρώπων. Ο άλλος άνθρωπος παύει να είναι ο συναισθηματικά ουδέτερος αποδέκτης κάθε αψυχολόγητου λεκτικού ή άλλου ξεσπάσματος, όπως συνέβαινε κατά την παιδική ηλικία. Πλέον γίνεται αντιληπτό ότι ο άλλος άνθρωπος έχει έναν άξιο σεβασμού δικό του ψυχικό κόσμο, και αντιμετωπίζεται έτσι με την αρμόζουσα μέριμνα και ωριμότητα.

- Συμβάλλει στη διερεύνηση των δεξιοτήτων του ατόμου και στην επιλογή επαγγελματικού προσανατολισμού. Στο πλαίσιο της σχολικής εκπαίδευσης ο νέος έχει την ευκαιρία να γνωρίσει σταδιακά τις κλίσεις και τις δεξιότητές του, αλλά και να αντλήσει πληροφορίες σχετικά με τις επαγγελματικές προοπτικές που του διασφαλίζουν οι δεξιότητες αυτές. Ενώ, παράλληλα, μέσω του σχολικού προγράμματος αποκτά γνώσεις που θα αποτελέσουν μέρος της κατάρτισής του, καθώς και τη δυνατότητα να αποτελεί υπεύθυνο μέλος ενός κοινωνικού συνόλου.

- Εξοικειώνει το άτομο με τα πολιτιστικά επιτεύγματα της Ελλάδας και του κόσμου. Ο νέος έχει την ευκαιρία να γνωρίσει τον ελληνικό πνευματικό πολιτισμό, ώστε να αποκτά έγκαιρα γνώση και εκτίμηση των εθνικών αυτών επιτεύξεων, ενώ, συνάμα, έρχεται σε επαφή με δημιουργήματα απ’ όλο τον κόσμο κατανοώντας τη διαρκή σε πολιτιστικό επίπεδο επικοινωνία όλων των ανθρώπων. Μέσα από αυτή τη διττή διαδρομή στο εθνικό και στο οικουμενικό ο νέος αποκτά τον αναγκαίο σεβασμό τόσο για την εθνική του ταυτότητα και παράδοση όσο και για τις κορυφαίες δημιουργίες των άλλων λαών. 
Ζητούμενο εδώ είναι ο νέος να μην απορρίπτει την εθνική του ταυτότητα θεωρώντας πως οι άλλοι λαοί βρίσκονται σε υψηλότερο επίπεδο, μα ούτε και να αποκτά εθνικιστική θέαση των πραγμάτων αρνούμενος την αξία των άλλων εθνών. Το επιδιωκόμενο είναι μια ισόρροπη και υγιής εκτίμηση τόσο του τοπικού όσο και των άλλων πολιτισμών.

Προβλήματα στη σύγχρονη εκπαίδευση
Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα αντιμετωπίζει ορισμένες χρόνιες παθογένειες που έχουν οδηγήσει στη σε μεγάλο βαθμό απαξίωσή του, αλλά και στην αδυναμία του να προσφέρει την ουσιαστική εκείνη παιδεία που κρίνεται αναγκαία σε μια τόσο ανταγωνιστική και γοργά εξελισσόμενη κοινωνία.

- Ελλιπής χρηματοδότηση και απουσία μακροπρόθεσμου σχεδιασμού. Λόγω των γενικευμένων οικονομικών προβλημάτων της χώρας (ή με πρόφαση τα προβλήματα αυτά), τα χρήματα που δαπανώνται για την παιδεία μειώνονται διαρκώς, με αποτέλεσμα τα ελληνικά σχολεία και εκπαιδευτικά ιδρύματα να υστερούν σε υλικοτεχνική υποδομή και να αδυνατούν να αξιοποιήσουν επαρκώς τις νέες τεχνολογίες. Παρατηρούνται, επίσης, ελλείψεις σε εκπαιδευτικό προσωπικό, καθώς και απροθυμία αξιολόγησης και μετεκπαίδευσης του ήδη υπάρχοντος.
Τη στιγμή που οι απαιτήσεις της αγοράς εργασίας αλλάζουν δραματικά και τα εφόδια που κρίνονται αναγκαία στρέφονται προς νέες δεξιότητες, το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα ακολουθεί, όχι μόνο παρωχημένες και αναποτελεσματικές μεθόδους διδασκαλίας, αλλά και ένα πρόγραμμα σπουδών που ελάχιστα ανταποκρίνεται στα ζητούμενα της νέας εποχής. Προκύπτει, έτσι, η διαπίστωση πως το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα δεν έχει τα αναγκαία αντανακλαστικά -ίσως ούτε και την πρόθεση- να ανταποκριθεί στις σύγχρονες απαιτήσεις μεταλλάσσοντας και αναπροσαρμόζοντας το ακολουθούμενο εκπαιδευτικό πρόγραμμα.   
Ενώ, προκαλεί εντύπωση και η ελλιπής στήριξη της επαγγελματικής εκπαίδευσης, που θα μπορούσε να επιφέρει μια ταχύτερη επαγγελματική αποκατάσταση στους μαθητές εκείνους που δεν επιθυμούν ή δεν επιδιώκουν μια θέση στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Το μειωμένο ενδιαφέρον, βέβαια, για την επαγγελματική εκπαίδευση στην Ελλάδα, οφείλεται σε πολλούς και διαφορετικούς παράγοντες κοινωνικούς, οικονομικούς, ιστορικούς. Γεγονός είναι ότι έως σήμερα έχει αφεθεί να κρίνεται ως μια εκπαιδευτική διαδρομή υποδεέστερης αξίας από τη γενική εκπαίδευση και μια επιλογή για μαθητές οι οποίοι έχουν μέτριες έως κακές επιδόσεις στο σχολείο (γυμνάσιο), δεν τους ενδιαφέρουν ιδιαίτερα τα «γράμματα» και μπροστά στον κίνδυνο να εγκαταλείψουν το σχολείο «μαθαίνουν μια τέχνη».

- Απουσία ορθού επαγγελματικού προσανατολισμού. Το σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα αντιμετωπίζει τον επαγγελματικό προσανατολισμό των μαθητών ως πάρεργο και αποτυγχάνει έτσι να διαγνώσει έγκαιρα τις πραγματικές δεξιότητές τους και να τους προσανατολίσει προς την κατάλληλη επαγγελματική επιλογή. Αντιστοίχως, δεν κατορθώνει να παρουσιάσει όλο το εύρος των επαγγελματικών επιλογών στους νέους, δημιουργώντας τους τη λανθασμένη εντύπωση πως δεν υπάρχουν παρά ελάχιστες επαγγελματικές διέξοδοι. Μοιάζει να κρίνεται η πορεία προς το πανεπιστήμιο ως μονόδρομος για τους περισσότερους μαθητές, και μάλιστα με τους περισσότερους από αυτούς να διεκδικούν μια θέση στις κατά παράδοση περιζήτητες σχολές. Αποτέλεσμα αυτής της στρέβλωσης είναι να υπονομεύεται δραστικά η αξία των πανεπιστημιακών πτυχίων, εφόσον ο αριθμός των αποφοίτων είναι ήδη τέτοιος, ώστε η αγορά εργασίας αδυνατεί να τους απορροφήσει.
Εύλογες και προσοδοφόρες επιλογές που σχετίζονται με τεχνικά επαγγέλματα και χειρωνακτικές εργασίες, παραγνωρίζονται πλήρως, δημιουργώντας μια προφανή ανισορροπία στην αγορά εργασίας, με έναν υπερβολικά μεγάλο αριθμό άνεργων πτυχιούχων, τη στιγμή που υπάρχουν ποικίλες δυνατότητες αποκατάστασης σε τομείς που το σχολείο δεν φρόντισε να παρουσιάσει επαρκώς στους μαθητές.

- Προσήλωση στις εξετάσεις και όχι στην ουσία των μαθημάτων. Με δεδομένη την ιδιαίτερη βαρύτητα που έχουν αποκτήσει οι πανελλήνιες εξετάσεις στη ζωή των εφήβων, το Λύκειο αντιμετωπίζεται πλέον ως το «αναγκαίο κακό» προκειμένου να κατορθώσουν οι μαθητές να εισαχθούν στο Πανεπιστήμιο. Για πολλούς μαθητές, μάλιστα, το Λύκειο -και ιδίως η τελευταία του τάξη- συνιστά εμπόδιο στην προσπάθειά τους, αφού το κύριο βάρος μετατίθεται στις φροντιστηριακές τάξεις.
Το γεγονός αυτό εξωθεί τους περισσότερους μαθητές στο να αδιαφορούν πλήρως για τα μαθήματα γενικής παιδείας και να αφοσιώνονται μόνο σε εκείνα τα μαθήματα που θα τους διασφαλίσουν την είσοδό τους στο Πανεπιστήμιο. Ενώ, η κατάσταση είναι ακόμη πιο δυσάρεστη, αν αναλογιστεί κανείς πως ακόμη και τα πανελληνίως εξεταζόμενα μαθήματα προσεγγίζονται με καθαρά χρησιμοθηρικό και βαθμοθηρικό χαρακτήρα, και όχι στην ουσία τους.
Οι μαθητές συνεχίζουν και πλέον επιτείνουν την ίδια αναποτελεσματική προσέγγιση της αποστήθισης, χωρίς να αποκτούν τη ζητούμενη κριτική σκέψη, που θα τους βοηθούσε να αντλήσουν πραγματική παιδεία και όχι απομνημονευμένες γνώσεις, τις οποίες δεν κατανοούν καν στην πραγματικότητα, ούτε γνωρίζουν πώς θα μπορούσαν να τις αξιοποιήσουν στην καθημερινότητά τους.
Το σχολείο αποτυγχάνει επομένως στην προσπάθειά του να μεταλαμπαδεύσει ουσιαστικές γνώσεις, αρχές και αξίες, και τρέπεται σ’ ένα χώρο όπου επιβραβεύεται εκείνος ο μαθητής που κατορθώνει να απομνημονεύσει καλύτερα τα σχολικά εγχειρίδια.   

Τρόποι βελτίωσης της παρεχόμενης από τα σχολεία εκπαίδευσης
Καίριο ζητούμενο για κάθε εκπαιδευτικό σύστημα είναι να προσφέρει στους νέους ικανές δεξιότητες προκειμένου να είναι σε θέση να αντεπεξέλθουν στις αυξημένες απαιτήσεις της σύγχρονης τεχνολογικής εποχής. Ουσιαστικές γνώσεις, ικανότητα σκέψης και προβληματισμού, αλλά και δυνατότητα διαχείρισης του τεράστιου όγκου πληροφόρησης που κατακλύζει τους νέους πολίτες, είναι μερικά ακόμη από τα αιτήματα που καλείται να εκπληρώσει το εκπαιδευτικό μας σύστημα.

- Αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών. Με δεδομένη την απόλυτη διάδοση των νέων τεχνολογιών σε κάθε πιθανή έκφανση της καθημερινότητας του σύγχρονου πολίτη, κρίνεται απολύτως σημαντική η πλήρης αξιοποίησή τους και στο χώρο της εκπαίδευσης. Είναι ουσιώδες να μπορέσουν εγκαίρως οι μαθητές να εκμεταλλευτούν τις ποικίλες δυνατότητες μάθησης που προσφέρουν οι νέες αυτές τεχνολογίες, αλλά και να αποκτήσουν την κριτική εκείνη ικανότητα, ώστε να μπορούν να αξιολογούν ορθά και να αξιοποιούν προς όφελός τους τη συνεχή ροή πληροφόρησης που προκύπτει από αυτές.
Οι νέες τεχνολογίες, άλλωστε, διαδραματίζουν πλέον κυρίαρχο ρόλο και σε κάθε επαγγελματικό τομέα, με αποτέλεσμα να είναι σχεδόν ανέφικτη η επαγγελματική αποκατάσταση και ανέλιξη για όποιον δεν έχει εξοικειωθεί με τη χρήση και το πλήθος δυνατοτήτων που προσφέρουν.

- Αύξηση της χρηματοδότησης. Προκειμένου να καταστεί εφικτή η άρτια υλικοτεχνική υποδομή των σχολείων, η κατάρτιση των εκπαιδευτικών στην αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών, η -αναγκαία- αξιολόγηση του εκπαιδευτικού προσωπικού, η μείωση του αριθμού μαθητών ανά τμήμα και η πλήρης στελέχωση των εκπαιδευτικών δομών, θεωρείται αυτονόητη η αύξηση των ετήσιων δαπανών της πολιτείας για την παιδεία. 

- Ανταπόκριση της εκπαιδευτικής διαδικασίας στις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Είναι σημαντικό ήδη οι απόφοιτοι της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης να αποκτούν γνώσεις και δεξιότητες που θα μπορούν να τους διασφαλίσουν δυνατότητα επαγγελματικής αποκατάστασης. Το σχολείο θα πρέπει, επομένως, να προσφέρει στους νέους, όχι μόνο αξιόλογη γενική και ανθρωπιστική παιδεία, αλλά και περισσότερο τεχνικές γνώσεις που να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της σύγχρονης αγοράς εργασίας.
Συνάμα, κρίνεται σημαντικό να υπάρξει μέριμνα ώστε οι ανώτερες βαθμίδες εκπαίδευσης να προσφέρουν εξειδίκευση και σ’ εκείνες τις ειδικότητες και σ’ εκείνες τις επαγγελματικές επιλογές που έχουν ζήτηση, χωρίς να υπάρχει ακόμη το ανάλογα εκπαιδευμένο προσωπικό. Θα πρέπει, λοιπόν, το εκπαιδευτικό σύστημα να παρακολουθεί και να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του συνεχώς εξελισσόμενου εργασιακού χώρου. Όπως, παράλληλα, θα πρέπει να παρέχει ουσιαστική καθοδήγηση επαγγελματικού προσανατολισμού στους νέους, ώστε οι επιλογές τους να οδηγούν σε έγκαιρη επαγγελματική αποκατάσταση.

- Εκσυγχρονισμός των εκπαιδευτικών μεθόδων. Με δεδομένο ότι πλέον η πρόσβαση στις πληροφορίες είναι τάχιστη και προσιτή σε όλους, μοιάζει τελείως αναποτελεσματική η προσήλωση σε εκπαιδευτικές μεθόδους του παρελθόντος, όπου δινόταν έμφαση στην αποστήθιση και τη συγκράτηση έτοιμων γνώσεων. Πλέον εκείνο που ζητείται είναι να μπορούν οι νέοι να διατρέχουν και να αξιολογούν τον όγκο των πληροφοριών που είναι διαθέσιμος, ώστε να αξιοποιούν τα αναγκαία κάθε φορά στοιχεία. Προέχει τώρα πια η ενίσχυση της κριτικής σκέψης, η ενθάρρυνση της πρωτοβουλίας, η στήριξη της δημιουργικότητας και η ώθηση προς την καινοτομία.
Αντιστοίχως, λοιπόν, ο ρόλος του εκπαιδευτικού θα πρέπει να επαναπροσδιοριστεί, ώστε από κύρια πηγή γνώσεων που ήταν στο παρελθόν και από μεταδότης πληροφοριών, να μετεξελιχθεί σε καθοδηγητή και σύμβουλο στην νέα εκπαιδευτική διαδικασία που θα βασίζεται στην ενίσχυση της πρωτοβουλίας των μαθητών και στην έμπρακτη εφαρμογή γνώσεων και δεξιοτήτων.

- Αποδέσμευση από την αμιγώς εξεταστική διάσταση του σχολείου. Είναι σαφές πως η κυριαρχία των εξετάσεων στη μαθητική ζωή καθιστά επί της ουσίας ανέφικτη την όποια διάθεση αναδιαμόρφωσης του εκπαιδευτικού συστήματος, εφόσον οι μαθητές συνεχίζουν να κρίνονται με βάση τις αποδόσεις τους στην απομνημόνευση έτοιμου υλικού. Θα πρέπει, επομένως, η αξιολόγηση των μαθητών να προσανατολιστεί στη διερεύνηση των νέων ζητούμενων δεξιοτήτων.

- Ανταπόκριση του σχολείου στην πολυπολιτισμική διάσταση του σύγχρονου κόσμου. Καίριος ρόλος του σχολείου θα πρέπει να είναι η κατάλληλη προεργασία, ώστε οι νέοι πολίτες να είναι δεκτικοί απέναντι στις αλλαγές που φέρνει η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας. Η διαρκής επικοινωνία μεταξύ των λαών δεν επιτρέπει εθνικιστικές αγκυλώσεις ούτε απορριπτική διάθεση απέναντι στη διαφορετικότητα. Ο σύγχρονος κόσμος είναι πλέον ανοιχτός στη συνύπαρξη και την αδιάκοπη συνεργασία μεταξύ κρατών, και άρα εθνοτήτων, στοιχείο που καθιστά αναποτελεσματική και ιδιαίτερα περιοριστική την έμμονη προσήλωση στο εθνικό και στο τοπικιστικό. Οι νέοι καλούνται σαφώς να γνωρίσουν την ξεχωριστή αξία του δικού τους πολιτισμού, μα καλούνται συνάμα και να εκτιμήσουν τις πολιτιστικές ιδιαιτερότητες των άλλων λαών. Ζητούμενο, άρα, είναι να δοθεί έμφαση σε πανανθρώπινες έννοιες, όπως είναι ο ανθρωπισμός, ο αλληλοσεβασμός, τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά και η αξία της ανεμπόδιστης πνευματικής ή όποιας άλλης επικοινωνίας μεταξύ των διαφόρων λαών και εθνοτήτων.

Έκθεση Γ΄ Λυκείου: Λαϊκισμός

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Αρκάς 

Έκθεση Γ΄ Λυκείου: Λαϊκισμός

Λαϊκισμός: Η ιδέα σύμφωνα με την οποία οι επιθυμίες και οι πεποιθήσεις των λαϊκών μαζών αποτελούν βάσιμο οδηγό πολιτικής δράσης.
Ο έπαινος και η κολακεία των αδυναμιών και των ελαττωμάτων του λαού, καθώς και η υιοθέτηση επιχειρημάτων ή θέσεων που ευχαριστούν τον λαό (και γενικότερα τους πολλούς), χωρίς όμως και να τον ωφελούν, με σκοπό την εξασφάλιση της εύνοιάς του.

Λαϊκισμός – Λαϊκότητα: Οι δύο λέξεις αποτελούν τις δύο όψεις της έννοιας «λαϊκός»: την εύσημη, που είναι η λαϊκότητα, δηλαδή το γνήσιο λαϊκό στοιχείο με χαρακτηριστικά την απλότητα και τη λιτότητα, και την κακόσημη πλευρά, που είναι ο λαϊκισμός, δηλαδή το ψεύτικο, φτιαχτό λαϊκό στοιχείο, που μιμείται τη συμπεριφορά του λαού, για να την εκμεταλλευθεί (πολιτικά, κοινωνικά, καλλιτεχνικά κ.λπ.). Μιλούμε με θετικό πνεύμα για τη λαϊκότητα της σκέψης και της συμπεριφοράς των απλών ανθρώπων του λαού, αλλά με αρνητική χροιά για τον λαϊκισμό στην πολιτική, στα συνθήματα, στη σκέψη, στη συμπεριφορά ανθρώπων, που, χωρίς να προέρχονται από τον απλό λαό, επιζητούν να τον κολακεύουν, για να αποκομίζουν προσωπικά, πολιτικά ή άλλα οφέλη.  

Ο λαϊκισμός στην πολιτική
Αρκετά συχνά στη χώρα μας, οι πολιτικοί στην προσπάθειά τους να διασφαλίσουν την ψήφο και τη στήριξη των πολιτών καταφεύγουν σε μια σειρά τακτικών που έχουν ως στόχο να πείσουν για την «αγνή» και «άδολη» φιλολαϊκή τους διάθεση. Πρόκειται, φυσικά, για μια καλά οργανωμένη επικοινωνιακή χειραγώγηση της κοινής γνώμης, που ωθεί τους παραπλανημένους πολίτες σε λανθασμένες πολιτικές επιλογές.

-  Ένα πρώτο ζητούμενο για τον λαϊκιστή πολιτικό είναι να δημιουργήσει στους πολίτες την εντύπωση πως είναι κι ο ίδιος μέρος του απλού λαού, με λιτό τρόπο ζωής και λαϊκή καταγωγή∙ ένας απλός άνθρωπος, με τα ίδια προβλήματα και τις ίδιες ανησυχίες, όπως κι εκείνοι. Προκειμένου να το επιτύχει αυτό υιοθετεί λαϊκούς εκφραστικούς τρόπους και απλούστερες ενδυματολογικές επιλογές, ενώ για τις δημόσιες εμφανίσεις του διαλέγει χώρους που δημιουργούν ευνοϊκές συσχετίσεις στη σκέψη του πολίτη.
Εκείνο, βέβαια, που αποκρύπτει επιμελώς είναι πως στην πραγματικότητα ο ίδιος έχει πολύ μεγάλη περιουσία και, φυσικά, βλέψεις και φιλοδοξίες που θα του αποδώσουν ακόμη σημαντικότερα οικονομικά οφέλη, αλλά και ακόμη μεγαλύτερη πολιτική δύναμη.

- Επόμενο και ιδιαίτερα σημαντικό βήμα για τον λαϊκιστή πολιτικό είναι η εκμετάλλευση προς όφελός του των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η πλειονότητα των πολιτών. Ξεκινά, έτσι, μια σειρά εξαγγελιών για μιαν υποτιθέμενη μελλοντική αποκατάσταση όλων των αδικιών με γενναιόδωρες παροχές -που προφανώς δεν μπορούν να υλοποιηθούν- και με νέα σωτήρια μέτρα, τα οποία -υποτίθεται- πως θα αποκαταστήσουν χρόνιες κοινωνικές και οικονομικές ανισορροπίες.
Οι υποσχέσεις αυτές, μάλιστα, εντείνονται και γίνονται ολοένα και πιο πληθωρικές, όσο πλησιάζει η εκλογική περίοδος. Χαρακτηριστικό, άλλωστε, αυτών των υποσχέσεων είναι πως παρουσιάζουν στους πολίτες την ύπαρξη μιας «εύκολης λύσης» για ποικίλα προβλήματα, την οποία οι άλλοι, οι αντίπαλοι πολιτικοί, επιχειρούν -δολίως υποτίθεται- να την αποκρύψουν.

- Συνήθης τακτική των λαϊκιστών προκειμένου να διασφαλίσουν την ψήφο ορισμένων πολιτών και των οικογενειών τους είναι να προσφέρουν ως αντάλλαγμα θέσεις εργασίας στο δημόσιο ή άλλου είδους οικονομικές εξυπηρετήσεις. Όταν, μάλιστα, διεκδικούν τη στήριξη ισχυρών παραγόντων (ΜΜΕ, εφοπλιστών, βιομηχάνων κ.λπ.) τα προσφερόμενα ανταλλάγματα αφορούν σημαντικές οικονομικές παραχωρήσεις (συμβάσεις εκτέλεσης δημόσιου έργου, διατήρηση και επαύξηση προνομίων, κάλυψη οικονομικών ατασθαλιών κ.λπ.). Δημιουργείται, έτσι, μια επονείδιστη κατάσταση που ευνοεί την αναξιοκρατία και ζημιώνει ποικιλοτρόπως το δημόσιο και την οποία ονομάζουμε πελατειακό κράτος. 

- Οι λαϊκιστές πολιτικοί συνηθίζουν, επίσης, να εκμεταλλεύονται την εύλογη αγάπη και προσήλωση των πολιτών σε έννοιες όπως είναι η πατρίδα και το έθνος. Φροντίζουν, έτσι, να παρουσιάζονται οι ίδιοι ως οι μόνοι υπερασπιστές των συμφερόντων της πατρίδας, ενώ τείνουν να κατηγορούν τους αντιπάλους τους ως όργανα ξένων συμφερόντων που επιδιώκουν την υποδούλωση ή την υποταγή της χώρας σε ξένες -οικονομικές πλέον- δυνάμεις.
Βασικό εργαλείο σε αυτή την προσπάθεια των λαϊκιστών είναι η έμμεση ή άμεση διακίνηση υποτιθέμενων πληροφοριών περί συνωμοσιών ανάμεσα στους πολιτικούς τους ανταγωνιστές και στις ξένες εκείνες δυνάμεις που επιδιώκουν τον εκμηδενισμό του ελληνικού έθνους.
Θα πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί πως η συνεχής αυτή προσπάθεια σπίλωσης των πολιτικών αντιπάλων ενέχει ένα πολύ σημαντικό κίνδυνο∙ τη συνολική απώλεια της εμπιστοσύνης απέναντι στους πολιτικούς. Εκείνο, δηλαδή, που δεν αντιλαμβάνονται οι λαϊκιστές είναι πως με το να κατηγορούν και να υπονομεύουν διαρκώς τους αντιπάλους τους, δημιουργούν τελικά μια εντελώς αρνητική εικόνα για το σύνολο του πολιτικού κόσμου.

- Οι λαϊκιστές πέρα από την προσπάθειά τους να παρουσιάσουν τους αντιπάλους τους ως υποκινούμενους από ξένα συμφέροντα και ως εχθρούς της πατρίδας, τείνουν να χρησιμοποιούν οποιαδήποτε κατηγορία και συκοφαντική πληροφορία μοιάζει να έχει ανταπόκριση στη συνείδηση του κόσμου τη δεδομένη χρονική στιγμή. Χρησιμοποιούν, κοινώς, κάθε τρόπο και κάθε μέσο για να σπιλώσουν την υπόληψη και να μειώσουν το κύρος των πολιτικών τους αντιπάλων, μη διστάζοντας να καταφύγουν ακόμη και στη γελοιοποίησή τους.
Σε ιδιαιτέρως αποδοτικό όπλο στα χέρια των λαϊκιστών έχουν αναδειχθεί τα τελευταία χρόνια τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μέσω των οποίων διενεργούν έναν ανηλεή πόλεμο εντυπώσεων εις βάρος των πολιτικών τους αντιπάλων. Ευφυολογήματα, λογοπαίγνια χαμηλής ποιότητας και καυστικά σχόλια στα οποία κυριαρχεί η απλούστευση και η εθνικιστική προσέγγιση, αξιοποιούνται κατά κόρον για τον επηρεασμό της κοινής γνώμης∙ κυρίως των νέων ανθρώπων που είναι περισσότερο ευεπηρέαστοι εξαιτίας της απειρίας τους και της άγνοιας των πραγματικών οικονομικών και πολιτικών συνθηκών.

- Δοθέντος ότι οι λαϊκιστές δεν έχουν στην πραγματικότητα τη δυνατότητα να υλοποιήσουν τις υπερβολικές υποσχέσεις τους, ούτε έχουν κάποιο ουσιαστικό πρόγραμμα, επιλέγουν στις ομιλίες τους απλουστευτικές προσεγγίσεις, όπου κυριαρχεί η μανιχαϊστική λογική -η θεώρηση των πραγμάτων που βασίζεται στο ζεύγος αντίθεσης καλού και κακού-, ώστε να πολώνουν και να δυναμιτίζουν το κλίμα, δημιουργώντας στους πολίτες την αίσθηση πως βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα βασικό δίλημμα∙ να επιλέξουν τους καλούς ή τους κακούς πολιτικούς.
Προκειμένου, λοιπόν, να απομακρύνουν την προσοχή των πολιτών από το ουσιαστικά ανύπαρκτο σχέδιο μελλοντικής τους δράσης κι από το γεγονός ότι δεν έχουν σαφείς απαντήσεις για το πώς θα υλοποιήσουν όσα αφειδώς υπόσχονται, οι λαϊκιστές τείνουν να δημιουργούν την αίσθηση ύπαρξης ενός κρίσιμου αδιεξόδου, στο οποίο δεν υπάρχουν άλλες επιλογές ή κινήσεις∙ υπάρχει μόνο η δική τους πρόταση και η πρόταση των κακών αντιπάλων τους.

- Οι λαϊκιστές επιδιώκουν να αποπροσανατολίζουν την κοινή γνώμη από το γεγονός ότι η οικονομική πραγματικότητα επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες και είναι ένα πολύπλοκο ζήτημα. Προτιμούν τη δημιουργία κλίματος έντασης, ώστε να εκμεταλλεύονται το θυμικό των πολιτών, και να αποφεύγουν έτσι την ανάγκη να πείσουν με λογικά και σαφή επιχειρήματα για τις θέσεις τους.
Συνήθεις επιλογές τους επομένως αποτελούν η συνεχής επίκληση στο συναίσθημα, με τη δημιουργία ενός σχεδόν διχαστικού κλίματος, ο μεσσιανισμός και ο πατερναλισμός. Στο πλαίσιο του μεσσιανισμού τείνουν να παρουσιάζουν τον πολιτικό αρχηγό τους ως ένα χαρισματικό πρόσωπο το οποίο είναι σε θέση να λυτρώσει τους πολίτες από τα προβλήματά τους, χωρίς να απαιτήσει από αυτούς επώδυνες ή δύσκολες επιλογές. Ενώ, παράλληλα, υιοθετούν και μια πατερναλιστική προσέγγιση απέναντι στους ψηφοφόρους τους, τους οποίους προθυμοποιούνται να προστατεύσουν από τα δήθεν δόλια σχέδια των άλλων «κακών» πολιτικών. Προκύπτει, έτσι, μια υποτιμητική για τους πολίτες-ψηφοφόρους κατάσταση, καθώς εμφανίζονται ως τα άβουλα προστατευόμενα μέλη ενός αγαθού πολιτικού ηγέτη, που με πλήρη ανιδιοτέλεια -υποτίθεται- πως δρα αποκλειστικά για το καλό εκείνων.

- Οι λαϊκιστές θέλοντας να προσεταιριστούν όσο περισσότερους μελλοντικούς ψηφοφόρους είναι δυνατόν, υιοθετούν αδιακρίτως τα λαϊκά αιτήματα, έστω κι αν κάποια από αυτά αντιβαίνουν στην ορθή λειτουργία της πολιτείας ή είναι μεταξύ τους αντικρουόμενα. Επικροτούν τη λαϊκή στάση και συμπεριφορά, έστω κι αν εντοπίζονται σε αυτή συχνά αρνητικές εκφάνσεις που υποδηλώνουν απρέπεια και εμφανή έλλειψη πνευματικής καλλιέργειας.

- Οι λαϊκιστές δεν διστάζουν, μάλιστα, να καταφύγουν και σε άκρως επικίνδυνες τακτικές, όπως είναι η ενθάρρυνση στερεοτυπικών προσεγγίσεων που υποθάλπουν τον ρατσισμό και το μίσος απέναντι στους μετανάστες, αλλά -κι ακόμη πιο πέρα- η εκμετάλλευση της φιλοπατρίας των πολιτών με εθνικιστικές κορώνες, που έχουν ως επιδίωξη τη δημιουργία εντυπώσεων για την ύπαρξη κάποιου εχθρού που επιβουλεύεται την εδαφική ακεραιότητα της πατρίδας.   

Επιπτώσεις του λαϊκισμού
- Ο λαϊκισμός συνιστά βασική πηγή της αναξιοκρατίας μέσω των κομματικών εξυπηρετήσεων, αλλά και της πολιτικής αναποτελεσματικότητας εφόσον εκείνοι που καλούνται να ασκήσουν την εξουσία δεν έχουν το σθένος ούτε τη διάθεση να εφαρμόσουν τις δύσκολες εκείνες πολιτικές επιλογές, που έρχονται σε αντίθεση με τις επιθυμίες του λαού. Οι λαϊκιστές πολιτικοί δεν θέλουν να δυσαρεστήσουν την κομματική τους βάση και επιλέγουν έτσι την μη αντιμετώπιση των κρίσιμων ζητημάτων.

- Ο λαϊκισμός αποτελεί πολύ σημαντικό πρόβλημα για τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, διότι αντί να προσέρχονται στις κάλπες σκεπτόμενοι και καλά πληροφορημένοι πολίτες, στην πραγματικότητα προσέρχονται πολίτες παραπλανημένοι από ποικίλες υποσχέσεις και πολίτες οι οποίοι έχουν υποστεί μιαν έντονα διχαστική προεκλογική περίοδο, όπου η έμφαση είχε δοθεί, όχι στη σαφή ενημέρωση και πολιτική ανάλυση, αλλά στη συνθηματολογία και στη διέγερση έντονων συναισθημάτων (φιλοπατρία, αντιπαλότητα για τους υποτιθέμενους εσωτερικούς «εχθρούς» της πατρίδας, προσδοκία «εύκολης» επίλυσης όλων των προβλημάτων κ.λπ.).  

- Το γεγονός ότι οι πολίτες χειραγωγούνται και παρασύρονται από τους δημαγωγούς, αν και οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο πόσο έχουν ταλαιπωρηθεί από τα χρόνια προβλήματα της ελληνικής πολιτείας, φανερώνει ωστόσο και μια υπαρκτή τάση μέρους των πολιτών να αποφύγουν την ανάληψη ευθυνών για τη μέχρι τώρα πορεία της χώρας. Οι πολίτες αναζητούν και επιθυμούν τις εύκολες λύσεις που τους υπόσχονται οι λαϊκιστές, ακριβώς επειδή γνωρίζουν πως το ελληνικό κράτος έχει για χρόνια υποπέσει σε σημαντικά ολισθήματα ευνοιοκρατίας και κακοδιαχείρισης με αποτέλεσμα να απαιτούνται πλέον σημαντικές και δύσκολες αποφάσεις για την επαναφορά του σ’ έναν ορθολογιστικό και αποτελεσματικό τρόπο λειτουργίας.

- Οι λαϊκιστές πολιτικοί, που προεκλογικά έχουν δώσει πλήθος υποσχέσεων, βρίσκονται μετεκλογικά αντιμέτωποι με τη συνειδητοποίηση πως δεν είναι σε θέση να τις εκπληρώσουν, προκαλώντας αντιδράσεις στους πολίτες και επιτείνοντας τελικά ακόμη περισσότερο τη δυσπιστία τους απέναντι στον πολιτικό κόσμο.
Άλλωστε, πολύ συχνά οι λαϊκιστές δίνουν παρόμοιες υποσχέσεις ακόμη και σε ομάδες πολιτών που έχουν αντικρουόμενες μεταξύ τους επιδιώξεις, με αποτέλεσμα να μην είναι εκ των πραγμάτων εφικτή η υλοποίηση ανάλογων υποσχέσεων.

- Ο λαϊκισμός δημιουργεί τελείως περιττές εντάσεις ανάμεσα στους πολίτες, χωρίζοντάς τους σε παρατάξεις και εξάπτοντας το φανατισμό, τη στιγμή που η πραγματικότητα της πολιτικής κατάστασης παρουσιάζει απλώς το χειρότερο πρόσωπό της. Ρουσφέτια, προσωπικές εξυπηρετήσεις, αναποτελεσματικότητα, ανεδαφικές υποσχέσεις, κενολογία, απουσία προγράμματος και εν τέλει αδιέξοδες πολιτικές που αφήνουν άλυτα τα καίρια προβλήματα της ελληνικής οικονομίας.

Λαϊκισμός στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης
Τα ΜΜΕ ως ιδιωτικές -στην πλειοψηφία τους- επιχειρήσεις αποσκοπούν στην προσέλκυση όσο γίνεται μεγαλύτερου κοινού προκειμένου να διασφαλίσουν τα αναγκαία διαφημιστικά έσοδα. Στην προσπάθειά τους αυτή έχουν διαπιστώσει πως ο μέσος τηλεθεατής -για τα τηλεοπτικά κανάλια- ή αναγνώστης -για τον περιοδικό τύπο- αρέσκεται σε θεάματα και θέματα εύκολης κατανάλωσης, ενώ αποφεύγει τις πιο ποιοτικές και άρα πιο απαιτητικές παραγωγές. Η τάση αυτή του κοινού έχει ως αποτέλεσμα να οδηγεί τα ΜΜΕ στην υιοθέτηση ανάλογου προγραμματισμού.

- Τα τηλεοπτικά ψυχαγωγικά προγράμματα απευθύνονται επομένως σ’ ένα ελάχιστα απαιτητικό κοινό και διακρίνονται για τη χαμηλή τους ποιότητα. Εύκολο χιούμορ και ανώδυνα θέματα ή επιλογές που εξάπτουν με διαφορετικό τρόπο το ενδιαφέρον του κοινού, όπως είναι η ωμή βία και ο ερωτισμός. Στην ίδια λαϊκιστική προσέγγιση κινούνται και εκπομπές που ασχολούνται με την ιδιωτική ζωή διάσημων ή εφήμερα δημοφιλών προσώπων.
Τα ΜΜΕ αδιαφορούν σαφώς για την ανάγκη διαπαιδαγώγησης του κοινού, αφού έχουν ήδη διαπιστώσει πως οι δύσκολες ποιοτικές εκπομπές δεν βρίσκουν την αναμενόμενη απήχηση. Επιλέγουν, έτσι, σταθερά να καλύπτουν τις κατώτερες επιθυμίες του κοινού (αδιακρισία, βία, ερωτισμός) με προγράμματα εύκολου εντυπωσιασμού.

- Αντίστοιχη είναι βέβαια η τακτική που ακολουθείται και στον ενημερωτικό τομέα, όπου είναι σαφές πως το κοινό δεν ενδιαφέρεται για εκτενείς και σε βάθος αναλύσεις των κοινωνικοπολιτικών καταστάσεων. Επιλέγεται, αντιθέτως, μια επιφανειακή παρουσίαση των βασικότερων γεγονότων, με ιδιαίτερη έμφαση σε οικονομικά ή ερωτικά σκάνδαλα, αλλά και σε εικόνες που τρέπουν τον ανθρώπινο πόνο (πρόσφυγες, θύματα πολέμου κ.λπ.) σε εμπορικά εκμεταλλεύσιμο προϊόν.

- Τα ΜΜΕ εκμεταλλεύονται, συνάμα, κάθε άλλη διαφαινόμενη τάση του κοινού. Προκύπτει, κατ’ αυτό τον τρόπο, μια αυξανόμενη τάση παρουσίασης με μειωτικό τρόπο των πολιτικών προσώπων, για να καλυφθεί η σχετική αγανάκτηση των πολιτών∙ μια έμμονη παρέκκλιση προς το χυδαίο και τη χαμηλή αισθητική, ώστε να αισθάνονται ακόμη και οι άνθρωποι μηδαμινής παιδείας πως τα ΜΜΕ βρίσκονται σε κοινό με αυτούς επίπεδο∙ μια έντονα φιλολαϊκή ρητορική από την πλευρά ορισμένων δημοσιογράφων, ώστε οι οικονομικά ασθενείς πολίτες να αισθάνονται πως οι δημοσιογράφοι αυτοί ταυτίζονται και συμπάσχουν με τα προβλήματά τους.

Λαϊκισμός στην Τέχνη
Η εμπορευματοποίηση της τέχνης σε όλες τις πιθανές της εκφάνσεις (λογοτεχνία, μουσική, κινηματογράφος, θέατρο κ.λπ.) έχει επιφέρει μια εμφανή έκπτωση στην ποιότητα των παραγόμενων έργων, προκειμένου αυτά να είναι αρεστά στο ευρύ κοινό. Όταν, επομένως, γίνεται λόγος περί λαϊκισμού στην τέχνη, ό,τι στηλιτεύεται είναι αυτή ακριβώς η διάθεση να προσαρμοστεί η τέχνη στα γούστα και στις αρέσκειες ενός πολυπληθούς κοινού∙ επιδίωξη που οδηγεί σε έργα πολύ χαμηλής ποιότητας και αισθητικής.
Η τέχνη που αποτελούσε πάντοτε τον χώρο έκφρασης των πλέον υψηλών ιδανικών∙ τον χώρο όπου το εύπεπτο και το κοινότοπο δεν είχαν καμία θέση, τρέπεται σταδιακά σ’ έναν αναμεταδότη των απλοϊκών συγκινήσεων που τέρπουν το ευρύ κοινό, αποβάλλοντας οτιδήποτε θα μπορούσε να δυσκολέψει ή να φανεί απαιτητικό. Με γνώμονα, λοιπόν, το κέρδος, η τέχνη κατεβαίνει στο επίπεδο του μέσου αγοραστή, γίνεται προσιτή και δεν εγείρει πια καμία αξίωση να δοκιμάσει, να ερεθίσει και να ανυψώσει τις πνευματικές ανησυχίες και τη σκέψη του κοινού.  

Λαϊκισμός στην εκπαίδευση
Το φαινόμενο του λαϊκισμού είναι ευρύτατο, καθώς εμφανίζεται σε πολλές πτυχές της κοινωνικής ζωής των πολιτών, επιφέροντας παντού ποικίλες αρνητικές συνέπειες. Ορατός είναι ο λαϊκισμός και στο χώρο της εκπαίδευσης, και «υπηρετείται» τόσο από τους σχεδιαστές του εκπαιδευτικού συστήματος όσο και από αρκετούς εκπαιδευτικούς.
Ο λαϊκισμός εδώ λαμβάνει τη μορφή μιας επιζήμιας προσπάθειας να κερδηθεί η εύνοια των μαθητών μέσω της εκμηδένισης των απαιτήσεων του εκπαιδευτικού έργου. Καθηγητές που δεν θέλουν να κουράζουν τους εαυτούς τους υιοθετούν την τακτική αυτή χαρίζοντας υψηλούς βαθμούς, μειώνοντας κατά πολύ την εξεταστέα ύλη και αποφεύγοντας την ανάθεση εργασιών στους μαθητές. Με τον τρόπο αυτό οι λαϊκιστές καθηγητές θεωρούν πως γίνονται αρεστοί στους μαθητές και πως γλιτώνουν έτσι οποιαδήποτε σύγκρουση θα μπορούσε να επιφέρει η αίσθηση πίεσης, αν απαιτούσαν, ως όφειλαν, συνέπεια και εργατικότητα από τη μεριά τους. Στην πραγματικότητα, βέβαια, η τακτική αυτή οδηγεί στην περαιτέρω υποβάθμιση της παρεχόμενης εκπαίδευσης στα δημόσια σχολεία, υπονομεύοντας κατά πολύ την παιδεία των νέων.
Αντιστοίχως, όταν η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας καταφεύγει σε εξαγγελίες για την κατάργηση των εξετάσεων, για τη μείωση της ύλης και για την εν γένει ελάφρυνση των μαθητικών υποχρεώσεων, εκείνο που επιδιώκει δεν είναι σαφώς η βελτίωση του εκπαιδευτικού έργου, αλλά η εύνοια των μαθητών και τον γονιών προς το κυβερνών κόμμα. Είναι, άλλωστε, προφανές πως οι ανισότητες του εκπαιδευτικού συστήματος (ακριβά ιδιωτικά σχολεία, φροντιστήρια, πολλαπλές ευκαιρίες στα αστικά κέντρα, δυσκολίες πρόσβασης στα ακριτικά μέρη κ.λπ.), που προκαλούν ανομοιογένεια στις μαθητικές επιδόσεις, το Υπουργείο αδυνατεί να τις αντιμετωπίσει. Επομένως, η όποια μείωση στην ύλη ή στις εξετάσεις, αποτελεί μια οικονομικά εύκολη υπόσχεση, που δεν μπορεί όμως να θεραπεύσει τα ουσιώδη προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι λιγότερο ευνοημένοι μαθητές.

Τρόποι αντιμετώπισης του λαϊκισμού

- Έλεγχος της πολιτικής εξουσίας. Ένα σημαντικό βήμα για την αντιμετώπιση του λαϊκισμού είναι η υιοθέτηση ενός αυστηρού συστήματος λογοδοσίας, με βάση το οποίο οι πολιτικοί θα ελέγχονται για κάθε τους πράξη ή παράλειψη κατά τη διάρκεια της πολιτικής τους δράσης. Αυτό σημαίνει πως θα πρέπει να υπάρχει συστηματικός έλεγχος της οικονομικής κατάστασης των ίδιων και των οικείων τους, και απόδοση ευθυνών σε περίπτωση αθέμιτου και αδικαιολόγητου πλουτισμού. Αντιστοίχως, θα πρέπει να ελέγχονται οι αποφάσεις που θέτουν σε εφαρμογή, προκειμένου να διαπιστώνεται αν μεταξύ αυτών υπάρχουν και φωτογραφικές διατάξεις για να ευνοηθούν ορισμένα πρόσωπα, εταιρείες ή ομάδες ανθρώπων.
Όσο οι πολιτικοί έχουν τη δυνατότητα να ευνοούν χωρίς έλεγχο πρόσωπα της επιλογής τους, τόσο θα παρατείνεται η αναξιοκρατία και το πελατειακό κράτος.

- Ενίσχυση της κριτικής σκέψης των πολιτών μέσω της παιδείας. Η ευθύνη για τη διαιώνιση του λαϊκισμού βαρύνει σαφώς και τους πολίτες, οι οποίοι σπεύδουν κάθε φορά να στηρίξουν με την ψήφο τους εκείνους τους πολιτικούς που δίνουν τις περισσότερες και πιο «ευχάριστες» υποσχέσεις. Πρόκειται για μια τάση που υποδηλώνει την έλλειψη ωριμότητας του εκλογικού σώματος, όπως και την γενικευμένη απροθυμία των πολιτών να αναλάβουν ευθύνες για τα κακώς κείμενα της πολιτείας.
Είναι σαφές, άλλωστε, πως οι πολίτες εκείνοι που εν γνώσει τους διεκδικούν με πλάγιους και αναξιοκρατικούς τρόπους την ανάδειξή τους ή την επαγγελματική και οικονομική τους διασφάλιση εις βάρος συμπολιτών τους που είναι μεν ικανότεροι, αλλά δεν έχουν αντίστοιχες πολιτικές γνωριμίες, δεν μπορούν να αξιώνουν βελτίωση της κατάστασης, από τη στιγμή που είναι και οι ίδιοι μέρος του προβλήματος.
Αποτελεί, άρα, καίριο έργο του εκπαιδευτικού συστήματος να προσφέρει στους νέους τη δυνατότητα να αντιλαμβάνονται και να κρίνουν την πραγματικότητα μένοντας ανεπηρέαστοι από τις συναισθηματικές εντάσεις και τις ανεδαφικές υποσχέσεις του λαϊκισμού. Η σε βάθος μελέτη των ιστορικών δεδομένων, η διερεύνηση οικονομικών ζητημάτων και φυσικά η ψύχραιμη αντιπαράθεση της πραγματικότητας με τις στο παρελθόν δοθείσες υποσχέσεις, μπορεί να αποκαλύψει στους νέους την απόσταση ανάμεσα στις ωραιοποιημένες ομιλίες των πολιτικών και στην μετεκλογική πραγματικότητα.
Συνάμα, βέβαια, οι νέοι θα πρέπει να αντιληφθούν την απολύτως σημαντική έννοια της αξιοκρατίας, ώστε να μην καταδέχονται ούτε για τους ίδιους, μα ούτε και για τους οικείους τους, λαϊκιστικές εξυπηρετήσεις, που έχουν ως μόνο στόχο τη χειραγώγησή τους, και οι οποίες καθίστανται εν τέλει επιζήμιες για το κοινωνικό σύνολο.

- Παροχή αξιόπιστης ενημέρωσης από τα ΜΜΕ. Ελεγκτικοί μηχανισμοί απαιτούνται και για τον έλεγχο των ΜΜΕ, ώστε να εκτελούν με ευσυνειδησία και πληρότητα το έργο που έχουν αναλάβει. Αν οι πολίτες αντιληφθούν πως τα ΜΜΕ παρέχουν σωστή και έγκυρη ενημέρωση, θα μπορέσει να αποκατασταθεί εκείνη η σχέση εμπιστοσύνης που έχει προ πολλού διαρραγεί.
Τα ΜΜΕ έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν δριμύτατο έλεγχο του λαϊκισμού, εφόσον πολύ εύκολα μπορεί να διαπιστωθεί η κενολογία των πολιτικών που καταφεύγουν σε αυτόν, όπως φυσικά και η αδυναμία τους να εκπληρώσουν όσα υποσχέθηκαν στους πολίτες. Ενώ, παράλληλα, η με πληρότητα ενημέρωση των πολιτών θα τους καταστήσει σαφώς πιο επιφυλακτικούς απέναντι στους πολιτικούς εκείνους που υπόσχονται βελτιώσεις και επιτεύξεις που έρχονται σε καταφανή αντίθεση με την οικονομική πραγματικότητα.

- Επιβράβευση εκείνων των πολιτικών που έχουν αρχές και σέβονται τους πολίτες. Η παρατεινόμενη παρουσία του λαϊκισμού στην πολιτική ζωή της χώρας οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι οι πολιτικοί διαπιστώνουν πως συνιστά μια αποδοτική για την ανέλιξή τους μέθοδο. Αν, ωστόσο, οι πολίτες έπαυαν να στηρίζουν με την ψήφο τους εκείνους τους πολιτικούς που ακολουθούν την αναχρονιστική και προσβλητική αυτή μέθοδο, τότε ο λαϊκισμός θα έχανε την τωρινή του κυριαρχία στα πολιτικά πράγματα.

Είναι σημαντικό, λοιπόν, να επιβραβεύονται μόνο οι πολιτικοί εκείνοι που διατηρούν μια ειλικρινή στάση απέναντι στους πολίτες, και το αποδεικνύουν αυτό όχι με τα λόγια τους, αλλά με τις πράξεις και την πολιτική τους δράση. 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...