Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Κωνσταντίνος Καβάφης «Η αρρώστια του Κλείτου»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Mark Ashkenazi

Κωνσταντίνος Καβάφης «Η αρρώστια του Κλείτου»

Ο Κλείτος, ένα συμπαθητικό
παιδί, περίπου είκοσι τριώ ετών —
με αρίστην αγωγή, με σπάνια ελληνομάθεια —
είν’ άρρωστος βαρειά. Τον ηύρε ο πυρετός
που φέτος θέρισε στην Aλεξάνδρεια.

Τον ηύρε ο πυρετός εξαντλημένο κιόλας ηθικώς
απ’ τον καϋμό που ο εταίρος του, ένας νέος ηθοποιός,
έπαυσε να τον αγαπά και να τον θέλει.

Είν’ άρρωστος βαρειά, και τρέμουν οι γονείς του.

Και μια γρηά υπηρέτρια που τον μεγάλωσε,
τρέμει κι’ αυτή για την ζωή του Κλείτου.
Μες στην δεινήν ανησυχία της
στον νου της έρχεται ένα είδωλο
που λάτρευε μικρή, πριν μπει αυτού, υπηρέτρια,
σε σπίτι Χριστιανών επιφανών, και χριστιανέψει.
Παίρνει κρυφά κάτι πλακούντια, και κρασί, και μέλι.
Τα πάει στο είδωλο μπροστά. Όσα θυμάται μέλη
της ικεσίας ψάλλει· άκρες, μέσες. Η κουτή
δεν νοιώθει που τον μαύρον δαίμονα λίγο τον μέλει
αν γιάνει ή αν δεν γιάνει ένας Χριστιανός.

Ιστορικοφανές ποίημα. Πρόσωπα και περιστατικά πιθανότατα φανταστικά, τοποθετείται ίσως στα μέσα του 4ου αιώνα μ.Χ. [Γ. Π. Σαββίδης]

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης παρουσιάζει ένα ακόμη στιγμιότυπο από την προσφιλή σε αυτόν περίοδο της μετάβασης από την παλαιότερη θρησκεία στο χριστιανισμό, επιχειρώντας να αναδείξει πως ό,τι έχει πραγματική σημασία για τους ανθρώπους δεν είναι το όνομα της θρησκείας αλλά η έννοια της αγάπης. Η ειδωλολάτρισσα γριά υπηρέτρια υποφέρει κι ανησυχεί για τον άρρωστο νέο όσο και οι χριστιανοί γονείς του. Η διαφορά στις θρησκευτικές πεποιθήσεις δεν αλλάζει ούτε διαφοροποιεί την ουσία της ανθρώπινης φύσης∙ όπως κι αν ονομάζουν οι άνθρωποι τον θεό στον οποίο εναποθέτουν τις ελπίδες και την πίστη τους, επί της ουσίας αποζητούν πάντοτε τα ίδια ακριβώς πράγματα∙ μιαν αίσθηση ασφάλειας για τους ίδιους και για εκείνους που αγαπούν.
Στο πλαίσιο, άλλωστε, της ιδιαίτερης αξίας που έχει η αγάπη στη ζωή των ανθρώπων -ανεξάρτητα από τη θρησκεία τους-, ο ποιητής καταγράφει και τον έντονο πόνο που βιώνει ο νεαρός Κλείτος από το γεγονός ότι ο αγαπημένος του έπαψε πια να τον θέλει. Ο ομοφυλοφιλικός έρωτας του Κλείτου αναφέρεται εδώ χωρίς καμία υπόνοια μομφής ή απόρριψης∙ δίνεται ως ένα ακόμη στοιχείο της προσωπικότητας του νεαρού, αφού για τον ποιητή η ομόφυλη έκφανση του έρωτα συνιστά μια δεδομένη πραγματικότητα για την ανθρώπινη φύση, που οφείλει να γίνεται αντιληπτή χωρίς προκαταλήψεις και αρνητικούς συσχετισμούς.

Ο Κλείτος, ένα συμπαθητικό
παιδί, περίπου είκοσι τριώ ετών —
με αρίστην αγωγή, με σπάνια ελληνομάθεια —
είν’ άρρωστος βαρειά. Τον ηύρε ο πυρετός
που φέτος θέρισε στην Aλεξάνδρεια.

Ο ποιητής συνθέτει το προφίλ του νεαρού ήρωα, του Κλείτου, ο οποίος χαρακτηρίζεται συμπαθητικός -αξιολογικός χαρακτηρισμός για την ποιότητα της προσωπικότητάς του, εφόσον συγκεντρώνει μια σειρά χαρακτηριστικών που συγκινούν ιδιαίτερα τον ποιητή. Ο Κλείτος είναι περίπου 23 ετών, γεγονός που σημαίνει ότι βρίσκεται στην ακμή της νεότητάς του κι αυτό αποτελεί από μόνο του ένα στοιχείο ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς βρίσκεται σ’ εκείνη την περίοδο της ηλικίας του κατά την οποία μπορεί να βιώνει τη ζωή σε όλη της την πληρότητα. Έχει, επίσης, άριστην αγωγή, είναι, δηλαδή, εξαιρετικά καλλιεργημένος, κάτι που προϋπέθετε εκείνη την εποχή την ελληνομάθεια, στην οποία και ο νεαρός διακρίνεται. Ο Καβάφης σπεύδει να τονίσει πως ο Κλείτος γνωρίζει σε εξαίρετο βαθμό την ελληνική γλώσσα, υπενθυμίζοντας έτσι πως ακόμη κι εκείνους τους πρώτους αιώνες του χριστιανισμού, οι άνθρωποι των κάποτε σημαντικών ελληνιστικών κέντρων, όπως ήταν η Αλεξάνδρεια, θεωρούσαν τη γνώση της ελληνικής γλώσσας αναγκαίο στοιχείο για την απόκτηση μιας ολοκληρωμένης παιδείας.
Ο νεαρός αυτός, λοιπόν, με την άριστη αγωγή και τη σπάνια ελληνομάθεια, είναι βαριά άρρωστος, καθώς έχει προσβληθεί από τον πυρετό, απ’ την ασθένεια, που έχει «θερίσει» εκείνη τη χρονιά πολλές ζωές στην Αλεξάνδρεια. Ο ποιητής επιλέγει να μην δώσει κάποιον ακριβέστερο χρονικό προσδιορισμό για τα διαδραματιζόμενα, θέλοντας έτσι να προσδώσει μια πιο διαχρονική διάσταση στο ποίημα, που καλύπτει επί της ουσίας μια σχετικά εκτενή μεταβατική περίοδο κατά την οποία συνυπάρχουν ο χριστιανισμός με τη θρησκεία των Εθνικών.

Τον ηύρε ο πυρετός εξαντλημένο κιόλας ηθικώς
απ’ τον καϋμό που ο εταίρος του, ένας νέος ηθοποιός,
έπαυσε να τον αγαπά και να τον θέλει.

Η σωματική ασθένεια βρίσκει τον νεαρό, κατά ατυχή σύμπτωση, ήδη εξαντλημένο σε επίπεδο ηθικού, διότι ο ερωτικός του σύντροφος, ένας νέος ηθοποιός, έπαψε να τον αγαπά και να τον θέλει. Προσέχουμε πως ο ποιητής παρουσιάζει την ερωτική απογοήτευση του Κλείτου απ’ τον χωρισμό του με τον νέο ηθοποιό, με την απλότητα και τη φυσικότητα που θα παρουσιαζόταν ένας οποιοσδήποτε άλλος -ετερόφυλος- χωρισμός. Ο Καβάφης δεν θεωρεί πως μια ομοφυλοφιλική σχέση αποτελεί κάτι που θα πρέπει να εκπλήσσει ή να προκαλεί αρνητικούς χαρακτηρισμούς, αφού η ομοφυλοφιλία ενυπάρχει στην ανθρώπινη φύση -πιθανώς- απ’ την αρχή του ανθρώπινου είδους∙ σίγουρα, πάντως, αποτελούσε εύλογη επιλογή κατά τα χρόνια της αρχαιότητας. Έτσι, παρά το γεγονός ότι η έλευση του χριστιανισμού συνοδεύτηκε από έναν αδικαιολόγητο στιγματισμό αυτής της ερωτικής έκφρασης, ο ποιητής επιλέγει να αντιμετωπίζει τους ομοφυλοφιλικούς έρωτες με τη φυσικότητα και την αποδοχή που τους αρμόζει.

Είν’ άρρωστος βαρειά, και τρέμουν οι γονείς του.

Με τον μεμονωμένο αυτό στίχο ο ποιητής επαναφέρει την προσοχή του αναγνώστη σε ό,τι προέχει και σε ό,τι έχει τη μεγαλύτερη σημασία, στο γεγονός, δηλαδή, ότι η ζωή του Κλείτου βρίσκεται σε μεγάλο κίνδυνο. Οι γονείς του νεαρού τρέμουν από φόβο, καθώς θεωρούν πως δύσκολα ο γιος τους θα κατορθώσει να ξεπεράσει αυτή την επικίνδυνη και φονική αρρώστια.

Και μια γρηά υπηρέτρια που τον μεγάλωσε,
τρέμει κι’ αυτή για την ζωή του Κλείτου.
Μες στην δεινήν ανησυχία της
στον νου της έρχεται ένα είδωλο
που λάτρευε μικρή, πριν μπει αυτού, υπηρέτρια,
σε σπίτι Χριστιανών επιφανών, και χριστιανέψει.

Την ανησυχία τους, άλλωστε, συμμερίζεται και μια γριά υπηρέτρια, η οποία έχει μεγαλώσει τον Κλείτο και τρέμει κι εκείνη για τη ζωή του. Η αγάπη κι ο φόβος για τη ζωή του νεαρού είναι κοινός παρονομαστής για τα προσφιλή του πρόσωπα, έστω κι αν οι θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, κατά βάθος, διαφέρουν. Η γριά υπηρέτρια, όπως αποκαλύπτεται, προτού μπει για εργασία στο χριστιανικό αυτό σπίτι και υιοθετήσει τη θρησκεία των αφεντικών της, ήταν ειδωλολάτρισσα, κι είχε μάλιστα ένα συγκεκριμένο είδωλο που κυρίως λάτρευε. Η ανάγκη, όμως, να προσαρμοστεί στα δεδομένα του νέου τους περιβάλλοντος κι η ανάγκη να γίνει αποδεχτή από τους ανθρώπους για τους οποίους θα εργαζόταν στο υπόλοιπο της ζωής της, την ώθησαν να γίνει κι εκείνη χριστιανή ή τουλάχιστον να δηλώσει πως ασπάζεται τη θρησκεία αυτή.
Κι όμως, όταν ο φόβος της για τον αγαπημένο νέο, για τον νέο που η ίδια μεγάλωσε, φτάνει στο αποκορύφωμά του, η σκέψη της τρέχει πίσω σ’ εκείνο το είδωλο που λάτρευε όταν ήταν μικρή. Η πίστη της στη νέα θρησκεία φανερώνεται επιφανειακή και δίχως πραγματικές βάσεις∙ ιδίως τη στιγμή που η ίδια θεωρεί πως ο θεός των χριστιανών δεν επεμβαίνει έγκαιρα για να σώσει τη ζωή του άρρωστου νέου.

Παίρνει κρυφά κάτι πλακούντια, και κρασί, και μέλι.
Τα πάει στο είδωλο μπροστά. Όσα θυμάται μέλη
της ικεσίας ψάλλει∙ άκρες, μέσες. Η κουτή
δεν νοιώθει που τον μαύρον δαίμονα λίγο τον μέλει
αν γιάνει ή αν δεν γιάνει ένας Χριστιανός.

Κρυφά, λοιπόν, από τους γονείς του Κλείτου, παίρνει πίττες (πρόσφορα), κρασί και μέλι, και τα πηγαίνει μπροστά στο είδωλο της πατρογονικής της θρησκείας, που προφανώς έχει φυλάξει, παρά την υποτιθέμενη προσχώρησή της στον χριστιανισμό. Ωστόσο, επειδή για πολλά χρόνια δεν είχε τη δυνατότητα να ασκεί τη δική της λατρεία, θυμάται ελάχιστα από τα μέλη (τις μουσικές φράσεις) της ικεσίας (της παρακλητικής προσευχής). Αρκείται, πάντως, σε αυτά και τα ψάλλει, έστω και άκρες, μέσες, ελπίζοντας πως ο δικός της θεός, το είδωλο, θα μεριμνήσει για τη θεραπεία του αγαπημένου νέου.
Το κλείσιμο του ποιήματος είναι ένα ειρωνικό σχόλιο του ποιητή, ο οποίος επισημαίνει το προφανές, που διαφεύγει από τη σκέψη της «κουτής» υπηρέτριας∙ τι τον νοιάζει τον «μαύρον δαίμονα», αν θα σωθεί ή όχι ένας Χριστιανός∙ ποιο το όφελος για έναν θεό -η λατρεία του οποίου έχει καταδικαστεί στην αφάνεια από τους Χριστιανούς-, αν ένας από αυτούς, έστω κι αν είναι νέος και αγαπητός, σωθεί;

Το ειρωνικό σχόλιο, βέβαια, του ποιητή δεν έχει στόχο την αγαθότητα της γριάς υπηρέτριας, που σπεύδει να θυμηθεί τις πατρογονικές της θεότητες μόνο και μόνο από αγάπη για τον άρρωστο νέο. Το σχόλιο απευθύνεται εν γένει απέναντι σ’ εκείνους που δίνοντας διαφορετικό όνομα στον θεό, στον όποιο θεό, θεωρούν αίφνης πως βρίσκονται σε αντίπαλα στρατόπεδα∙ πως είναι αντίθετοι μεταξύ τους και πως πρέπει να επιβάλλουν ο ένας στον άλλον τη δική του θρησκεία, αγνοώντας το προφανές: όποια κι αν είναι η θρησκεία, όπως κι αν αποκαλείται ο θεός, στο κέντρο όλων βρίσκεται ο άνθρωπος κι η αγάπη γι’ αυτόν. Όλες οι θρησκείες, άλλωστε, έρχονται να καλύψουν τους δικούς του φόβους και τις δικές του ανάγκες. Διαφορετική θρησκεία δεν σημαίνει διαφορετική ανθρωπιά∙ διαφορετική θρησκεία δεν σημαίνει αναγκαία μισαλλοδοξία. Θρησκεία -κάθε θρησκεία- σημαίνει αγάπη για τον άνθρωπο και αναζήτηση μιας ελπίδας απέναντι στο τόσο ευάλωτο της ύπαρξής του. 

Έκθεση Γ΄ Λυκείου: Μαζοποίηση

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Francisco de Zurbarán

Έκθεση Γ΄ Λυκείου: Μαζοποίηση

Μαζοποίηση: Η κατάσταση κατά την οποία μια ομάδα ανθρώπων αποκτά τα χαρακτηριστικά άβουλης μάζας και τρέπεται σε παθητικό δέκτη ιδεών και εντολών.

Κομφορμισμός: Η τάση του ατόμου να προσαρμόζει τη συμπεριφορά του στις αντιλήψεις, τις συνήθειες, στα έθιμα κ.λπ. της κοινωνίας στην οποία ανήκει, ακόμη κι αν δεν το εκφράζουν. Γενικότερα, το να κάνει κανείς ό,τι κάνουν κι οι άλλοι.

Ένα από τα ανησυχητικά, μα και ιδιαιτέρως ενδεικτικά, φαινόμενα της εποχής μας είναι η τάση των πολιτών να υιοθετούν και να ακολουθούν άκριτα τις απόψεις της πλειοψηφίας ή τις απόψεις που εκφράζουν προβεβλημένα πρόσωπα∙ όπως κι η τάση τους να υιοθετούν συνήθειες και τρόπους που δεν ανήκουν στη δική τους κουλτούρα, αλλά γνωρίζουν σημαντική διάδοση σε διεθνές επίπεδο. Πρόκειται για το φαινόμενο που αποκαλούμε μαζοποίηση και το οποίο αποδίδει την απουσία προσωπικού κριτηρίου και ατομικής αντίληψης στην πλειονότητα των σύγχρονων ανθρώπων, που τείνει να ζει και να αποφασίζει ως καθοδηγούμενη μάζα.
Το φαινόμενο αυτό συνιστά απόρροια συνδυαστικής επενέργειας ποικίλων αιτιών και έχει εξαιρετικά επιζήμιες επιπτώσεις, καθώς είτε πρόκειται για τις εθνικές εκλογές, στις οποίες οι πολίτες στηρίζουν σύσσωμα ένα κόμμα που δεν έχει τίποτε άλλο να προσφέρει πέρα από ουτοπικές υποσχέσεις είτε πρόκειται για την υιοθέτηση ξενόφερτων καταναλωτικών συνηθειών είτε για την υιοθέτηση πανομοιότυπων τρόπων διασκέδασης με αυτών που έχουν οι μεγάλες δυτικές κοινωνίες, το τίμημα βαρύνει τελικά τους πολίτες.

Τα αίτια της μαζοποίησης

- Κομφορμισμός. Οι περισσότεροι άνθρωποι παρά το γεγονός ότι διακηρύττουν τη μοναδικότητά τους και το ξεχωριστό της προσωπικότητάς τους, στην πραγματικότητα εκείνο που επιθυμούν είναι το να είναι αποδεκτοί από τους άλλους και να αισθάνονται την κοινωνική ασφάλεια που παρέχει η ένταξη σε μια ευρύτερη ιδεολογική ομάδα. Έτσι, πολύ συχνά καταλήγουν να θυσιάζουν τις δικές τους απόψεις μόνο και μόνο για να μη διαφοροποιηθούν από τον κύκλο φίλων τους ή από την κυρίαρχη τάση της κοινωνίας.
Ο κομφορμισμός αυτός έχει ως αποτέλεσμα να καθίσταται πιο εύκολη η χειραγώγηση των πολιτών, εφόσον από τη στιγμή που επιτευχθεί η προσέλκυση ορισμένου αριθμού ατόμων, που έχουν τη δυνατότητα να ασκούν επιρροή στο κοινό, κατόπιν είναι θέμα χρόνου η ευρύτατη διάδοση των επιθυμητών απόψεων, ιδεών ή τάσεων.

- Προπαγάνδα. Με τη συνδρομή των μέσων μαζικής ενημέρωσης και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης είναι εφικτός ο συνεχής προπαγανδισμός ιδεών και αντιλήψεων, και άρα η χειραγώγηση των πολιτών. Με δεδομένη την έλλειψη της αναγκαίας κριτικής ικανότητας, αλλά και του επαρκούς χρόνου για την προσεκτική εξέταση των δεδομένων της κοινωνικής πραγματικότητας, μεγάλο μέρος των πολιτών είναι ευάλωτο στην αποδοχή απόψεων που αποτελούν προϊόν προπαγανδισμού.

- Διαφήμιση, τηλεοπτικά προγράμματα, κινηματογράφος. Με την αξιοποίηση τόσο της άμεσης διαφήμισης μέσω των γνωστών διαφημιστικών μηνυμάτων όσο και της έμμεσης που μπορεί να προκύψει από τις τηλεοπτικές σειρές και τις κινηματογραφικές ταινίες, οι δυτικές κοινωνίες έχουν κατορθώσει την εδραίωση ενός καταναλωτικού προτύπου ζωής, το οποίο τείνει να εκπληρώνεται με παρόμοιες επιλογές στο ντύσιμο, στη διασκέδαση, στις καταναλωτικές συνήθειες, αλλά και σε ποικίλες άλλες αντιλήψεις, σε διεθνές πια επίπεδο. Πρόκειται για τη διαμόρφωση μιας ομογενούς αγοραστικής αντίληψης σε παγκόσμιο επίπεδο, που αφενός αποδίδει τεράστια οικονομικά οφέλη στις ισχυρές δυτικές χώρες και αφετέρου τους διασφαλίζει τη στήριξη σε ιδεολογικό επίπεδο στις πιθανές -μελλοντικές ή τωρινές- συγκρούσεις και αναμετρήσεις με ανταγωνιστικές χώρες και ιδεολογίες, κυρίως των Ανατολικών χωρών.

- Κοινωνικά στερεότυπα. Το γεγονός ότι στο πνευματικό υπόβαθρο μεγάλου μέρους των πολιτών υπάρχουν στερεότυπα, γενικευτικές και απλουστευτικές δηλαδή απόψεις, καθώς και προκαταλήψεις υποβοηθά τη διάδοση νέων παρόμοιας υφής αντιλήψεων, οι οποίες έχουν ως στόχο την καθοδήγηση της κοινής γνώμης προς συγκεκριμένη κάθε φορά κατεύθυνση. 

- Υποχώρηση ηθικών και πολιτισμικών αξιών. Οι άνθρωποι στις μέρες μας έχουν την τάση να αποζητούν κατά προτεραιότητα την προσωπική τους ευδαιμονία, χωρίς να θέλουν εντούτοις να καταβάλουν την προσπάθεια που απαιτεί, στην πραγματικότητα, η προσωπική και επαγγελματική επιτυχία. Κυριαρχεί, έτσι, ένα κλίμα φυγοπονίας, με πλείστες αρνητικές εκφάνσεις στη λειτουργία της πολιτείας (ρουσφέτια, αναποτελεσματικότητα υπαλλήλων, αεργία κ.λπ.). Αυτή ακριβώς η επιθυμία να αποκομίσουν οφέλη χωρίς καμία προσπάθεια εντοπίζεται και στον τρόπο που προσεγγίζουν την πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα. Απροθυμία εμβάθυνσης στα τρέχοντα ζητήματα, ελλιπής πνευματική καλλιέργεια, απλουστευτικές ερμηνείες, αδιαφορία και απροθυμία ανάληψης ευθυνών. Καθίσταται, έτσι, εύκολη η χειραγώγησή τους από επιτήδειους πολιτικούς ή άλλους φορείς, που προσφέρουν στους πολίτες ένα έτοιμο και ευκολονόητο αφήγημα της σύγχρονης πραγματικότητας.
Η απουσία προσωπικής θέλησης για την παραγωγή ουσιαστικού έργου κι η έμμονη επιδίωξη της διασκέδασης, της ευδαιμονίας και των εύκολων λύσεων, φανερώνει μια σημαντική πτώση στην ηθική ποιότητα των πολιτών σε σχέση με παλαιότερες περιόδους, κατά τις οποίες οι πολλαπλές εθνικές δοκιμασίες είχαν διαπλάσει γενιές με εργατικότητα, αξίες και πραγματικό ενδιαφέρον για το κοινωνικά και εθνικά επωφελές.

- Εκπαίδευση που αποτρέπει τη διαφοροποίηση. Το σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα και οι λειτουργοί του προσφέρουν σε όλους τους μαθητές μια πανομοιότυπη διδακτική ύλη -σταθερή για πολλά χρόνια, χωρίς ουσιαστική επαφή με τις αλλαγές στους επιμέρους επιστημονικούς τομείς, στην κοινωνική και εργασιακή πραγματικότητα. Ανεξάρτητα από τις προσωπικές κλίσεις, τα ενδιαφέροντα και τις δυνατότητες του κάθε μαθητή, καλούνται όλοι να ασχοληθούν με τα ίδια ακριβώς αντικείμενα, και πολύ περισσότερο να προσαρμόσουν τη συμπεριφορά, τις απόψεις και τις ιδέες τους σ’ ένα συγκεκριμένο πρότυπο∙ με τις παρεκκλίσεις από αυτό το πρότυπο να δημιουργούν προβλήματα και προβληματισμό στους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι σπεύδουν να επαναφέρουν στο προκαθορισμένο πλαίσιο τους μαθητές, αντί να τους προσφέρουν τη δυνατότητα να διερευνήσουν περαιτέρω τη διαφορετική τους οπτική.
Το εκπαιδευτικό μας σύστημα, άλλωστε, δεν έχει λάβει υπόψη το ενδεχόμενο της διαφορετικής άποψης ή των απρόσμενα χαρισματικών προσωπικοτήτων∙ το εκπαιδευτικό μας σύστημα επιδιώκει ένα προκαθορισμένο μέσο όρο επιδόσεων και απόψεων. Φροντίζει, μάλιστα, να ελαχιστοποιεί εξαρχής το ενδεχόμενο να εμφανιστούν δύσκολα διαχειρίσιμες διαφοροποιήσεις με την παροχή ενός στερεοτυπικού διδακτικού υλικού που δύσκολα ενθαρρύνει τη δημιουργικότητα και την πρωτοτυπία στη σκέψη.

Συνέπειες της μαζοποίησης
Το φαινόμενο της μαζοποίησης έχει αρνητικές συνέπειες τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο, καθώς σηματοδοτεί την απώλεια της προσωπικής βούλησης και την υιοθέτηση μιας ενιαίας καθοδηγούμενης αντίληψης. Ειδικότερα:

- Μία από τις σοβαρότερες συνέπειες αυτού του φαινομένου είναι η δραστική αλλοίωση της πολιτικής βούλησης των πολιτών και η συνεπαγόμενη υπονόμευση των δημοκρατικών λειτουργιών. Τα αποτελέσματα των εθνικών εκλογών παύουν να αντικατοπτρίζουν την με ωριμότητα και πλήρη συνείδηση εκφρασμένη θέληση του λαού, κι αρχίζουν να δηλώνουν ποια παράταξη κατόρθωσε να αξιοποιήσει καλύτερα τους μηχανισμούς της προπαγάνδας και του λαϊκισμού. Οι πολίτες πηγαίνουν στις κάλπες, όχι με καθαρή σκέψη και πραγματική γνώση των δεδομένων, αλλά υπό την έντονη επίδραση ενός διχαστικού κλίματος και παρασυρμένοι από πλήθος ανεδαφικών υποσχέσεων∙ αγνοώντας επί της ουσίας ποια είναι η πραγματική κατάσταση της χώρας και ποιες οι ρεαλιστικές προοπτικές της.

- Οι πολίτες των μικρότερων χωρών τείνουν να υιοθετούν συνήθειες -ακόμη και σε γλωσσικό επίπεδο- των ισχυρότερων κρατών, προσαρμόζουν τις καταναλωτικές τους προτιμήσεις σ’ εκείνες που εντέχνως προωθούνται από τα μεγάλα οικονομικά και παραγωγικά κέντρα, και τείνουν να περιφρονούν ακόμη και την πολιτισμική παραγωγή της χώρας τους, προτιμώντας τα προϊόντα μαζικής κουλτούρας των δυτικών κοινωνιών. Προκύπτει, έτσι, μια οικειοθελής παραίτηση από εκείνα τα στοιχεία που συναποτελούν και διαμορφώνουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της κουλτούρας και της πολιτισμικής τους ταυτότητας.

- Σε προσωπικό επίπεδο, άλλωστε, οι άνθρωποι θυσιάζουν την ατομική τους ιδιαίτερη οπτική προς όφελος μιας λανθασμένης προσδοκίας αποδοχής απ’ τους άλλους. Καθίστανται κατ’ αυτό τον τρόπο άβουλα υποχείρια εκείνων των πολιτικών και οικονομικών φορέων που φροντίζουν να τους καθοδηγούν τόσο ως προς τις πολιτικές και κοινωνικές αντιλήψεις τους όσο και ως προς τις καταναλωτικές τους συνήθειες.
Η ομοιογένεια, ωστόσο, στον τρόπο σκέψης και οι κοινές επιλογές σε κάθε πιθανό επίπεδο, έχουν ως αποτέλεσμα να τρέπεται κάθε πολίτης σ’ ένα ακόμη κακέκτυπο ενός προτύπου που προβάλλεται και προωθείται συστηματικά από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Το άτομο, άρα, χάνει τη δυνατότητα καθαρά προσωπικής πορείας και σκέψης, εφόσον αισθάνεται δέσμιο των επιλογών της πλειοψηφίας και των προβεβλημένων προσώπων.

Τρόποι αντιμετώπισης του φαινομένου της μαζοποίησης
Η ανάγκη να προφυλαχθούν οι πολίτες από τη συστηματική προσπάθεια καθοδήγησής τους και τη μετατροπή τους σε μια δίχως προσωπική αντίληψη μάζα είναι εύλογη, μα απαιτεί συντονισμένη προσπάθεια -και θέληση αντίστοιχης προσπάθειας- από τους φορείς εκπαίδευσης και ενημέρωσης, καθώς και από την πολιτεία. Ειδικότερα:

- Οι πολίτες έχουν δικαίωμα αντικειμενικής και πλήρους ενημέρωσης για όλα όσα αφορούν τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις στη χώρα τους, αλλά και σαφή ενημέρωση από την πλευρά της κυβέρνησης για τις αποφάσεις που λαμβάνει, καθώς και για τους μακρόχρονους σχεδιασμούς της.
Μόνο μέσα από τη διαρκή και αντικειμενική ενημέρωση θα μπορούν οι πολίτες να διαμορφώνουν μια ολοκληρωμένη άποψη για τη δράση και τις δυνατότητες κάθε πολιτικής παράταξης, όπως και για τις επιπτώσεις που έχουν οι ακολουθούμενες πολιτικές. Θα μπορούν, έτσι, να προβαίνουν στις πολιτικές τους επιλογές με καθαρότητα, εφόσον οι τακτικές του λαϊκισμού δεν θα είναι σε θέση να τους παραπλανήσουν σε ό,τι αφορά τα πραγματικά δεδομένα της πολιτικής ζωής.

- Οι πολίτες έχουν δικαίωμα άρτιας εκπαίδευσης, η οποία θα στοχεύει στη διαμόρφωση ολοκληρωμένων προσωπικοτήτων με την ικανότητα προσωπικής και αδέσμευτης σκέψης. Προκειμένου, ωστόσο, να επιτευχθεί αυτός ο αναγκαίος στόχος, η εκπαίδευση θα πρέπει να προσαρμοστεί στα σύγχρονα δεδομένα, εγκαταλείποντας μεθόδους του παρελθόντος που αδρανοποιούν τη σκέψη των μαθητών και τους καθιστούν άβουλους δέκτες έτοιμων και προκαθορισμένων απόψεων και αντιλήψεων. Ζητούμενο, πλέον, είναι η εκπαίδευση εκείνη που θα στηρίζει τη δημιουργικότητα των μαθητών, θα ενισχύει τη λήψη μαθησιακών πρωτοβουλιών και θα ενθαρρύνει την ενεργή συμμετοχή στα δρώμενα της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας.  

- Οι πολίτες οφείλουν να αντιληφθούν τις παγίδες, αλλά και το ανώφελο, του καταναλωτικού προτύπου ζωής, θέτοντας, συνάμα, πιο ουσιαστικές επιδιώξεις στη ζωή τους. Ζητούμενο θα πρέπει να είναι η καλλιέργεια των πνευματικών ενδιαφερόντων και των ανθρωπιστικών αξιών, προκειμένου κάθε πολίτης να διαμορφώνει τη δική του αυτόνομη προσωπικότητα, με βαθιά ριζωμένη την αγάπη και το σεβασμό για τον συνάνθρωπό του.

- Οι πολίτες καλούνται να συνειδητοποιήσουν την ιδιαίτερη σημασία που έχει η προσωπική τους ενεργή συμμετοχή στα πολιτικά ζητήματα του τόπου. Η αδιαφορία και η αδράνεια απέναντι στα κρίσιμα κοινωνικά και πολιτικά θέματα οδηγούν αναπόφευκτα στη δημιουργία πολιτών χωρίς πραγματική γνώση όσων συμβαίνουν στην κοινωνία τους, και, άρα, πολιτών ευάλωτων στη χειραγώγηση και την προπαγάνδα.
Αν οι πολίτες επιθυμούν να δουν ουσιαστικές και επωφελείς αλλαγές στην πολιτική και οικονομική ζωή του τόπου, δεν μπορούν να συνεχίζουν να αδιαφορούν και να επαναπαύονται, αναμένοντας από τους πολιτικούς να ενδιαφερθούν πραγματικά για τις ανάγκες και τα προβλήματά τους. Οι αλλαγές μπορούν να έρθουν μόνο αν οι πολίτες βρίσκονται σε διαρκή επαγρύπνηση, παρακολουθώντας και ελέγχοντας με αυστηρότητα το έργο της εκάστοτε κυβερνητικής παράταξης.

Έκθεση Α΄ Λυκείου: Χάσμα γενεών

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Kirillos Samarits Photography

Έκθεση Α΄ Λυκείου: Χάσμα γενεών

Χάσμα γενεών: κοινωνικό φαινόμενο που συνίσταται στην αδυναμία προσέγγισης και επικοινωνίας ανάμεσα σε άτομα που ανήκουν σε διαφορετικές γενεές , λ.χ. γονείς και παιδιά, και οφείλονται στις διαφορές που τα χωρίζουν στους τομείς της συμπεριφοράς, των αξιών, των συνηθειών, των επιλογών στην εξωτερική εμφάνιση κ.λπ.

Τα αίτια του χάσματος γενεών
Η διαφοροποίηση ανάμεσα στις γενιές είναι μια διαχρονική και εύλογη κατάσταση, εφόσον η ηλικιακή απόσταση σημαίνει διαφορά στις αντιλήψεις, στα βιώματα, στις στοχεύσεις, στη συμπεριφορά κ.λπ.. Παρατηρείται, ωστόσο, μια επίταση του φαινομένου αυτού σε περιόδους κατά τις οποίες σημειώνονται σημαντικές αλλαγές στον τρόπο ζωής των ανθρώπων, όπως είναι, για παράδειγμα, τα τελευταία χρόνια η ταχύτατη εξέλιξη και εξάπλωση των τεχνολογικών επιτευγμάτων, καθώς οι νεότερες γενιές υιοθετούν ταχύτερα τις αλλαγές αυτές και αποκτούν άρα μια διαφορετική προσέγγιση απέναντι στα πράγματα σε σχέση με τους μεγαλύτερους σε ηλικία.
Στα αίτια του χάσματος των γενεών, λοιπόν, μπορούμε να καταγράψουμε μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:

- Οι νέοι διακρίνονται για τη διάθεσή τους για αλλαγή. Οι νέοι ερχόμενοι σ’ επαφή με την κοινωνική πραγματικότητα αντικρίζουν τα τρωτά της σημεία, τις ελλείψεις και τις αρνητικές της πτυχές, κι επιδιώκουν την αλλαγή και την ανανέωση∙ επιδιώκουν τη βελτίωση. Αυτή, όμως, η διάθεσή τους, τούς φέρνει σε σύγκρουση με τους μεγαλύτερους, οι οποίοι αντιμετωπίζουν αρνητικά αυτή τη διάθεση αλλαγής, εφόσον τη θεωρούν ως απόπειρα ανατροπής, όσων οι ίδιοι γνωρίζουν μια ζωή κι εκλαμβάνουν ως δεδομένα. Πολύ περισσότερο, οι μεγαλύτεροι εκλαμβάνουν τις ανανεωτικές διαθέσεις των νέων ως επίκριση απέναντι σε όσα οι ίδιοι δημιούργησαν τα προηγούμενα χρόνια.

- Οι νέοι προσαρμόζονται ευκολότερα στα καινούρια δεδομένα. Κάθε νέα εποχή συνοδεύεται με ορισμένες αλλαγές που τη διαφοροποιούν από την προηγούμενη. Τέτοιου είδους αλλαγές είναι ευπρόσδεκτες από τους νέους ανθρώπους, οι οποίοι είναι συχνά κι οι κύριοι φορείς τους. Η συντηρητική φύση, απ’ την άλλη, των μεγαλύτερων ανθρώπων τους καθιστά καχύποπτους απέναντι στο καινούριο και διστακτικούς στο να το αποδεχτούν και να το υιοθετήσουν.
Μια τέτοια σημαντική αλλαγή της σύγχρονης εποχής αποτέλεσε η γοργή εξέλιξη της τεχνολογίας, όπως και η έλευση του διαδικτύου, που ανέτρεψε τα πάντα σε ό,τι αφορά την πρόσβαση στη γνώση, την προσωπική έκφραση, αλλά και τις σχέσεις των ανθρώπων. Στο σύγχρονο αυτό πλαίσιο οι νέοι διαμόρφωσαν έναν καινούριο τρόπο αντίληψης που απέχει πάρα πολύ απ’ τις παλαιότερες μορφές επικοινωνίας, έκφρασης και εκπαίδευσης. Ενώ οι μεγαλύτεροι εξέλαβαν τις αλλαγές αυτές ως έκπτωση των παραδεδομένων αξιών και ως εν δυνάμει ιδιαίτερα επικίνδυνες για την ποιότητα των ανθρώπινων σχέσεων.
Οι μεγαλύτεροι, άλλωστε, δυσκολεύονται να παρακολουθήσουν τις τεχνολογικές εξελίξεις με αποτέλεσμα να αισθάνονται αποκλεισμένοι από ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής των νεότερων γενιών. Κάποιοι, μάλιστα, μη μπορώντας να υιοθετήσουν τα νέα στοιχεία του τεχνολογικού πολιτισμού, τείνουν να τηρούν μια απορριπτική στάση απέναντί τους.

- Οι μεγαλύτεροι είναι πιο συντηρητικοί στις απόψεις τους. Ανεξάρτητα από το πώς έζησαν οι μεγαλύτεροι τα χρόνια της εφηβείας και της νεότητάς τους, έχουν την τάση με την πάροδο των χρόνων να αποκτούν πιο συντηρητική στάση απέναντι στα πράγματα. Συνηθίζουν να εξιδανικεύουν τα δικά τους νεανικά χρόνια, αποδίδοντάς τους ηθικότητα, αθωότητα, περισσότερο σεβασμό απέναντι στους μεγαλύτερους κ.ά., και θεωρούν πως οι νέοι της σύγχρονης εποχής δεν έχουν αξίες, αρχές και ήθος σε ικανοποιητικό βαθμό.
Η αλλαγή, άλλωστε, στη θέση που λαμβάνουν πλέον οι γυναίκες στην κοινωνία, και άρα ο τρόπος με τον οποίο μια νέα γυναίκα μπορεί να ζήσει τη νεότητά της, δημιουργεί προβληματισμό σε ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας, που είχαν βιώσει μια διαφορετική πραγματικότητα.

- Οι νέοι θεωρούν υπερβολικές τις ανησυχίες των μεγαλύτερων. Η νέα γενιά έχει την τάση να αδιαφορεί για τις απόψεις των μεγαλύτερων ανθρώπων, θεωρώντας συχνά υπερβολικές ή αβάσιμες τις ανησυχίες και τις προειδοποιήσεις τους, εφόσον τις εκλαμβάνουν ως απόπειρες περιορισμού της ελευθερίας τους. Έτσι, δημιουργούνται συχνά εντάσεις στις μεταξύ τους σχέσεις αφού η διάθεση των μεν να βιώσουν την ελευθερία τους σε όλη της την έκταση έρχεται σε αντίθεση με τον προστατευτισμό των δε.

- Απουσία ουσιαστικού χρόνου επικοινωνίας. Οι πολλαπλές υποχρεώσεις τόσο των εφήβων όσο και των ενηλίκων, δεν αφήνουν ικανά περιθώρια χρόνου, ώστε να υπάρξει μια ουσιαστική επικοινωνία μεταξύ τους. Οι έφηβοι, άλλωστε, αποζητούν να περνούν τον ελεύθερο χρόνο με τους φίλους τους και θεωρούν καταπιεστικό το αίτημα των γονιών τους να περάσουν χρόνο μαζί συζητώντας. Κρίνεται, μάλιστα, από τους εφήβους μάταιη η όποια προσπάθεια προσέγγισης, εφόσον πιστεύουν πως οι γονείς τους δεν έχουν πραγματική θέληση να τους ακούσουν και πως αποσκοπούν απλώς στο να τους ελέγξουν.
Συχνά, η εντύπωση των νέων πως οι μεγαλύτεροι δεν είναι αρκετά προοδευτικοί, ούτε δεχτικοί απέναντι στις αλλαγές, υπονομεύει δραστικά τη μεταξύ τους επικοινωνία, εφόσον αποτρέπει τους νέους από το να εκφράσουν με ειλικρίνεια τις σκέψεις, τις επιθυμίες και τις επιδιώξεις τους.

- Οι μεγαλύτεροι θεωρούν ευνοημένη τη νεότερη γενιά. Αν και δεν είναι πάντοτε κάτι που οι μεγαλύτεροι ομολογούν ή παραδέχονται, είναι σύνηθες να αντιμετωπίζουν τους νεότερους κατά τρόπο ανταγωνιστικό, εφόσον θεωρούν πως σε σχέση με τις δυσκολίες που έζησαν οι ίδιοι στο παρελθόν, οι νέοι έχουν μια πιο «εύκολη» ζωή. Οι ελευθερίες που απολαμβάνουν οι νέοι, η προοδευτικότητα της εποχής και οι πολλαπλές διευκολύνσεις που τους παρέχει η τεχνολογία, συνθέτουν ένα πλαίσιο που θα έμοιαζε ουτοπικό μερικές δεκαετίες πριν. Έτσι, αρκετοί είναι εκείνοι οι ενήλικες που πιστεύουν πως δεν θα πρέπει να χαρίζονται όλα τόσο άκοπα στους νέους, καθώς κάτι τέτοιο θα τους οδηγήσει σε μια λανθασμένη εντύπωση για τη ζωή.

Πιθανές συνέπειες του χάσματος γενεών
Η διαφοροποίηση ανάμεσα στις γενιές είναι αφενός αναμενόμενη και αφετέρου επιθυμητή, εφόσον ωθεί τους νέους μέσα από την αναμέτρηση με τους μεγαλύτερους να αποκτούν την αναγκαία αυτοπεποίθηση και τα αναγκαία κίνητρα, ώστε να διεκδικούν τον έλεγχο της ζωής τους, σχεδιάζοντας, ως μελλοντικοί ενήλικες, έναν καλύτερο κόσμο. Υπ’ αυτή την έννοια το χάσμα των γενεών αποκτά θετική διάσταση, καθώς λειτουργεί ως μέσο για την πιο αποφασιστική ωρίμανση των νεότερων και για τον αυστηρότερο έλεγχο των μέχρι τότε πεπραγμένων της παλαιότερης γενιάς. Ωστόσο, αν η διαφοροποίηση και οι εντάσεις ανάμεσα στις γενιές λάβουν μεγαλύτερη έκταση, ενδέχεται να υπάρξουν αρνητικές συνέπειες. Ειδικότερα:

- Οι νέοι ενδέχεται να υιοθετήσουν μια εντελώς απορριπτική στάση απέναντι στις παλαιότερες γενιές με αποτέλεσμα ο πλούτος των εμπειριών τους, η γνώση και οι καλά δοκιμασμένες δομές του παρελθόντος να παραγνωριστούν για χάρη και μόνο του ανταγωνισμού. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, πως οτιδήποτε έχει δημιουργηθεί από τις προηγούμενες γενιές δεν είναι κατ’ ανάγκη ελλιπές ή ατελές. Υπάρχουν, άρα, σημαντικά στοιχεία του παρελθόντος που οι νέες γενιές μπορούν να αξιοποιήσουν προκειμένου να προχωρήσουν το δικό τους έργο.

- Η απορριπτική στάση των νέων απέναντι σε οτιδήποτε ανήκει στο παρελθόν μπορεί να σημάνει τη συλλήβδην απόρριψη και αγνόηση της πολιτισμικής κληρονομιάς, θέτοντας σε κίνδυνο σημαντικά στοιχεία της εθνικής μας ταυτότητας.

- Σε μεμονωμένες περιπτώσεις η διαφοροποίηση ανάμεσα στις γενιές μπορεί να δημιουργήσει σημαντικές εντάσεις στο πλαίσιο της οικογένειας, διαμορφώνοντας ένα συγκρουσιακό κλίμα. Κατάσταση που μπορεί να παρατηρηθεί ακόμη και στο πλαίσιο της εκπαίδευσης, δημιουργώντας δυσκολίες στην ομαλή διενέργεια της εκπαιδευτικής διαδικασίας.

- Αν, μάλιστα, η ένταση στις σχέσεις των γενεών λάβει μεγάλες διαστάσεις, είναι πιθανή η ύπαρξη βίαιων συγκρούσεων, που θα αποσκοπούν από τη μεριά των νέων στην αποδέσμευση από τον έλεγχο και την εξουσία των παλαιότερων γενιών, οι οποίες έχουν βέβαια τον πρώτο λόγο στη διακυβέρνηση της πολιτείας.

- Σε κάθε περίπτωση, πάντως, αν οι διαφοροποιήσεις που προκύπτουν λόγω του χάσματος δεν φτάνουν σε κάποιον συμβιβασμό, δυσχεραίνεται η συνεργασία και η συνύπαρξη των ατόμων σε κάθε πιθανό τομέα, ζημιώνοντας εξίσου όλες τις πλευρές. Οι νέοι από τη μεριά τους χάνουν την ευκαιρία να γνωρίσουν και να αξιοποιήσουν την εμπειρία των μεγαλύτερων, κι εκείνοι με τη σειρά τους χάνουν τη δυνατότητα να έρθουν σ’ επαφή με μια νέα οπτική του κόσμου, που θα μπορούσε να σημάνει μια ουσιαστική ανανέωση των τρόπων λειτουργίας και αντίληψης σε διάφορες εκφάνσεις της κοινωνικής πραγματικότητας.

Τρόποι για την αποτελεσματικότερη προσέγγιση των γενεών
Αν και είναι σαφές πως οι διαφοροποιήσεις -και άρα το χάσμα- ανάμεσα στις γενιές θα αποτελεί πάντοτε μια δεδομένη κατάσταση, αυτό δε σημαίνει πως οι μεταξύ τους διαφορές είναι τέτοιας έκτασης, ώστε να αποκλείουν κάθε δυνατότητα επικοινωνίας και συνεργασίας. Έτσι, αν υπάρχει η κατάλληλη διάθεση, τόσο οι μεγαλύτεροι όσο και νεότεροι μπορούν να ακολουθήσουν μια συμβιβαστική τακτική προσέγγισης. Ειδικότερα:

- Οι νέοι θα πρέπει να προσδίδουν στην κριτική τους στάση ένα χαρακτήρα εποικοδομητικού ελέγχου, επιδιώκοντας ουσιαστικές αλλαγές, και όχι ενός στείρου αρνητισμού, που δεν μπορεί παρά να εκληφθεί ως αντίδραση άνευ περιεχομένου. Κατ’ αυτό τον τρόπο οι μεγαλύτεροι θα είναι περισσότερο δεχτικοί στην κριτική που τους γίνεται, εφόσον θα μπορούν να διακρίνουν την επιδιωκόμενη αλλαγή και θα μπορούν να εκτιμήσουν την πιθανή αξία της.

- Οι νέοι θα πρέπει να αντιμετωπίζουν τους μεγαλύτερους με σεβασμό, αναγνωρίζοντας τις προσπάθειες και τους κόπους που έχουν καταβάλει στη ζωή τους. Είναι, δίχως άλλο, άδικο το να μην τους αποδίδουν καμία αναγνώριση για όσα έχουν προσφέρει, μόνο και μόνο γιατί ανήκουν σε μια παλαιότερη γενιά με διαφορετικές αντιλήψεις. Άλλωστε, δε θα πρέπει να λησμονούν οι νέοι πως κάθε γενιά βιώνει διαφορετικές καταστάσεις και διαμορφώνει, άρα, μια δική της θέαση του κόσμου.

- Οι νέοι θα πρέπει να έχουν υπόψη τους πως το δικαίωμα άσκησης κριτικής κατακτάται μέσα από την υπευθυνότητα και την εργατικότητα, διότι μόνον έτσι μπορεί η άποψή τους να ακουστεί με τον αρμόζοντα σεβασμό. Άσκηση κριτικής από ανθρώπους που δεν καταβάλουν οι ίδιοι καμία προσπάθεια, μοιάζει περισσότερο με αναποτελεσματική προσπάθεια να αποκρύψουν τη δική τους αδράνεια και αβουλία.

- Οι μεγαλύτεροι οφείλουν να αφιερώνουν χρόνο στους νέους, έχοντας ουσιαστική διάθεση να κατανοήσουν τον τρόπο με τον οποίο εκείνοι βλέπουν και αντιλαμβάνονται τον κόσμο. Χρειάζεται, δηλαδή, μια ουσιαστική διάθεση επικοινωνίας, η οποία θα πρέπει να συνοδεύεται με διαλλακτικότητα, σεβασμό και πνεύμα ανεκτικότητας. Είναι σαφές, άλλωστε, πως οι νέοι δεν είναι διατεθειμένοι να εμπιστευτούν εκείνους που τους προσεγγίζουν με επικριτικό τρόπο και ήδη διαμορφωμένες και άκαμπτες απόψεις.

- Οι μεγαλύτεροι οφείλουν να αποδέχονται την ανανεωτική διάθεση των νέων και να κατανοούν πως η δική τους υποχρέωση απέναντι στη νέα γενιά είναι η παροχή στήριξης σε κάθε πιθανό επίπεδο (ηθικό, οικονομικό, συναισθηματικό κ.λπ.). Οι νέοι, πάντως, εκείνο που αναμένουν περισσότερο από τους μεγαλύτερους είναι μια αίσθηση αποδοχής απέναντι στην προσωπικότητά τους και μια έκφραση πραγματικού ενδιαφέροντος για τις ανησυχίες και τους προβληματισμούς τους.  

- Οι μεγαλύτεροι οφείλουν να δίνουν προσοχή στις αντιρρήσεις, στις αμφισβητήσεις και στην κριτική που τους ασκούν οι νέοι, διατηρώντας πάντοτε μια διαλλακτική στάση. Είναι, άλλωστε, μέσα από αυτή τη διαδικασία αμφισβήτησης της κοινωνικής πραγματικότητας που επέρχονται οι αναγκαίες βελτιώσεις στην κοινωνία και διασφαλίζεται συνάμα η διαμόρφωση μιας ενεργητικής προσωπικότητας και συνείδησης στους νέους.
Αν οι μεγαλύτεροι δεν αφήνουν περιθώρια έκφρασης και αντίδρασης στους νέους, είναι σαν να τους στερούν τη δυνατότητα να αναπτύξουν πλήρως την προσωπικότητά τους∙ είναι σαν να τους καταδικάζουν στην αδράνεια και στην αδιαφορία απέναντι σε όσα συμβαίνουν γύρω τους. Έτσι, προκειμένου, η νέα γενιά να αποκτήσει ενεργό ενδιαφέρον για τα τεκταινόμενα στον πολιτικό και κοινωνικό χώρο, οι μεγαλύτεροι θα πρέπει όχι μόνο να επιτρέπουν αλλά και να ενθαρρύνουν τις όποιες διαθέσεις αμφισβήτησης εκφράζουν οι νέοι.

Άγγελος Σικελιανός «Ιερά οδός»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Άγγελος Σικελιανός «Ιερά οδός»

Το ποίημα γράφτηκε το 1935 και είναι από τα πιο σημαντικά του ποιητή. Δεν πρόκειται μόνο για ένα ανθρωπιστικό θέμα, για την απολύτρωση δηλαδή του ανθρώπου από την καταπίεση και τον πόνο. Στο υποβλητικό ακόμη τότε σκηνικό της Ιεράς Οδού, του δρόμου που οδηγούσε από την Αθήνα στην Ελευσίνα και που ακολουθούσαν οι αρχαίες πομπές των Ελευσίνιων μυστηρίων, ο ποιητής, μέσα από το «συμβολικό δρώμενο» που βλέπει και περιγράφει, αναπαρασταίνει καταστάσεις ανάλογες με αυτές που ζούσαν οι μυημένοι στα Ελευσίνια μυστήρια. Μας δίνει δηλαδή την εικόνα του ξεπεσμού και της υποδούλωσης που οδήγησε τον άνθρωπο η αφροσύνη του να αλυσοδέσει και να υποτάξει τη Μάνα-Γη, σύμβολο της μητρότητας και της αγάπης, για να οραματιστεί τελικά τη μέρα της σωτηρίας και της λύτρωσης, όταν η ψυχή του ανθρώπου θα συμφιλιωθεί απόλυτα και θα ταυτιστεί με τους αιώνιους νόμους της ζωής και με τη φύση. Παρήγορο μήνυμα ανάστασης και θριάμβου της ζωής.

Από τη νέα πληγή που μ’ άνοιξεν η μοίρα
έμπαιν’ ο ήλιος θαρρούσα στην καρδιά μου
με τόση ορμή, καθώς βασίλευε, όπως
από ραγισματιάν αιφνίδια μπαίνει
το κύμα σε καράβι π’ ολοένα
βουλιάζει... Γιατί εκείνο πια το δείλι,
σαν άρρωστος, καιρό, που πρωτοβγαίνει
ν’ αρμέξει ζωή απ’ τον έξω κόσμον,
ήμουν περπατητής μοναχικός στο δρόμο
που ξεκινά από την Αθήνα κι έχει
σημάδι του ιερό την Ελευσίνα.
Τι ήταν για μένα αυτός ο δρόμος πάντα
σα δρόμος της Ψυχής... Φανερωμένος
μεγάλος ποταμός, κυλούσε εδώθε
αργά συρμένα από τα βόδια αμάξια,
γεμάτα αθεμωνιές ή ξύλα, κι άλλα
αμάξια, γοργά που προσπερνούσαν,
με τους ανθρώπους μέσα τους σαν ίσκιους...
Μα παραπέρα, σα να χάθη ο κόσμος
κι έμειν’ η φύση μόνη, ώρα κι ώρα
μιαν ησυχία βασίλεψε... Κι η πέτρα,
π’ αντίκρισα σε μια άκρη ριζωμένη,
θρονί μού φάνη μοιραμένο μου ήταν
απ’ τους αιώνες. Κι έπλεξα τα χέρια,
σαν κάθισα, στα γόνατα, ξεχνώντας
αν κίνησα τη μέρα αυτή ή αν πήρα
αιώνες πίσω αυτό τον ίδιο δρόμο...

Μα να· στην ησυχία αυτή απ’ το γύρο
τον κοντινό προβάλανε τρεις ίσκιοι.
Ένας Ατσίγγανος αγνάντια ερχόνταν,
και πίσωθέ του ακλούθααν, μ’ αλυσίδες
συρμένες, δυο αργοβάδιστες αρκούδες.

Και να· ως σε λίγο ζύγωσαν μπροστά μου
και μ’ είδε ο Γύφτος, πριν καλά προφτάσω
να τον κοιτάξω, τράβηξε απ’ τον ώμο
το ντέφι και, χτυπώντας το με το ‘να
χέρι, με τ’ άλλον έσυρε με βία
τις αλυσίδες. Κι οι δυο αρκούδες τότε
στα δυο τους σκώθηκαν βαριά... Η μία,
(ήτανε η μάνα, φανερά), η μεγάλη,
με πλεχτές χάντρες όλο στολισμένο
το μέτωπο γαλάζιες, κι από πάνω
μιαν άσπρη αβασκαντήρα, ανασηκώθη
ξάφνου τρανή, σαν προαιώνιο να ‘ταν
ξόανο Μεγάλης Θεάς, της αιώνιας Μάνας,
αυτής της ίδιας που ιερά θλιμμένη,
με τον καιρόν ως πήρε ανθρώπινη όψη,
για τον καημό της κόρης της λεγόνταν
Δήμητρα εδώ, για τον καημό του γιου της
πιο πέρα ήταν Αλκμήνη ή Παναγία.
Και το μικρό στο πλάγι της αρκούδι,
σα μεγάλο παιχνίδι, σαν ανίδεο
μικρό παιδί, ανασκώθηκε κι εκείνο
υπάκοο, μη μαντεύοντας ακόμα
του πόνου του το μάκρος και την πίκρα
της σκλαβιάς που καθρέφτιζεν η μάνα
στα δυο πυρρά της που το κοίτααν μάτια!
Αλλ’ ως από τον κάματον εκείνη
οκνούσε να χορέψει, ο Γύφτος, μ’ ένα
πιδέξιο τράβηγμα της αλυσίδας
στου μικρού το ρουθούνι, ματωμένο
ακόμα απ’ το χαλκά που λίγες μέρες
φαίνονταν πως του τρύπησεν, αιφνίδια
την έκαμε, μουγκρίζοντας με πόνο,
να ορθώνεται ψηλά, προς το παιδί της
γυρνώντας το κεφάλι, και να ορχιέται
ζωηρά...
Κι εγώ, ως εκοίταζα, τραβούσα
έξω απ’ το χρόνο, μακριά απ’ το χρόνο,
ελεύτερος από μορφές κλεισμένες
στον καιρό, από αγάλματα κι εικόνες·
ήμουν έξω, ήμουν έξω από το χρόνο...
Μα μπροστά μου, ορθωμένη από τη βία
του χαλκά και της άμοιρης στοργής της,
δεν έβλεπα άλλο απ’ την τρανήν αρκούδα
με τις γαλάζιες χάντρες στο κεφάλι,
μαρτυρικό τεράστιο σύμβολο όλου
του κόσμου, τωρινού και περασμένου,
μαρτυρικό τεράστιο σύμβολο όλου
του πόνου του πανάρχαιου, οπ’ ακόμα
δεν του πληρώθη απ’ τους θνητούς αιώνες
ο φόρος της ψυχής... Τι ετούτη ακόμα
ήταν κι είναι στον Άδη...
      Και σκυμμένο
το κεφάλι μου κράτησα ολοένα,
καθώς στο ντέφι μέσα έριχνα, σκλάβος
κι εγώ του κόσμου, μια δραχμή...
Μα ως, τέλος,
ο Ατσίγγανος ξεμάκρυνε, τραβώντας
ξανά τις δυο αργοβάδιστες αρκούδες,
και χάθηκε στο μούχρωμα, η καρδιά μου
με σήκωσε να ξαναπάρω πάλι
το δρόμον οπού τέλειωνε στα ‘ρείπια
του Ιερού της Ψυχής, στην Ελευσίνα.
Κι η καρδιά μου, ως εβάδιζα, βογγούσε:
«Θά ‘ρτει τάχα ποτέ, θε νά ‘ρτει η ώρα
που η ψυχή της αρκούδας και του Γύφτου,
κι η ψυχή μου, που Μυημένη τήνε κράζω,
θα γιορτάσουν μαζί;»
      Κι ως προχωρούσα,
κι εβράδιαζε, ξανάνιωσα απ’ την ίδια
πληγή, που η μοίρα μ’ άνοιξε, το σκότος
να μπαίνει ορμητικά μες στην καρδιά μου,
καθώς από ραγισματιάν αιφνίδια μπαίνει
το κύμα σε καράβι που ολοένα
βουλιάζει... Κι όμως τέτοια ως να διψούσε
πλημμύραν η καρδιά μου, σα βυθίστη
ως να πνίγηκε ακέρια στα σκοτάδια,
σα βυθίστηκε ακέρια στα σκοτάδια,
ένα μούρμουρο απλώθη απάνωθέ μου,
ένα μούρμουρο,
        κι έμοιαζ’ έλεε:
        «Θά ‘ρτει...»

Ελευσίνα: παραλιακή πόλη της Αττικής, σπουδαίο θρησκευτικό κέντρο στην αρχαιότητα. Εκεί τελούνταν τα Ελευσίνια μυστήρια, μυστικές εορτές προς τιμήν της Δήμητρας που αρχικά απέβλεπαν στην καρποφορία του σιταριού. Η ιστορία όμως του σιταριού που κατά τη σπορά σκεπάζεται με χώμα για να βλαστήσει αργότερα πλούσιο στάχυ, έγινε το σύμβολο του θανάτου και της ζωής. Έτσι τα Ελευσίνια μυστήρια έγιναν μια παρήγορη αποκάλυψη σχετικά με τη μεταθανάτια μοίρα του ανθρώπου. Τις εορτές παρακολουθούσαν μόνο οι μυημένοι, οι οποίοι όμως δεν είχαν δικαίωμα να αποκαλύπτουν τίποτε.
δρόμος της Ψυχής: ο ποιητής εννοεί ότι αυτός ο δρόμος τον οδηγούσε στα άδυτα της ψυχής του, ήταν δηλαδή μια ώθηση για στοχασμό και περισυλλογή. 
αβασκαντήρα: φυλαχτό για το μάτιασμα (περίαπτο).
ξόανο: πανάρχαιο ξύλινο άγαλμα που παράσταινε ανθρώπινο σώμα στις γενικές μόνο γραμμές του. Οι αρχαίοι λάτρευαν με μεγάλη ευλάβεια τα ξόανα, γιατί πίστευαν πως είχαν πέσει από τον ουρανό (διιπετή).
Δήμητρα: Θεά της γεωργίας, αλλά και της οικογένειας, της πολιτείας, της γέννας. Η λατρεία της αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στην Ελευσίνα, όπου κατά την παράδοση είχε φιλοξενηθεί από το βασιλιά Κελεό, όταν περιπλανιόταν εκεί αναζητώντας την κόρη της Περσεφόνη που την είχε αρπάξει ο Πλούτων. 
Αλκμήνη: μυθ. μητέρα του Ηρακλή που υπέφερε κι αυτή από το τραγικό τέλος του παιδιού της. Όπως είναι γνωστό από τη Μυθολογία, ο Ηρακλής φορώντας το χιτώνα με το αίμα του κενταύρου Νέσσου καταλαμβάνεται από φριχτούς πόνους, ενώ στην προσπάθεια του να τον βγάλει ξεκολλάει μαζί και κομμάτια από το σώμα του. Μη μπορώντας να υποφέρει το μαρτύριο, ανάβει μια τεράστια φωτιά και ρίχνεται μέσα. 
ορχιέμαι: χορεύω.
Μυημένη: εννοεί στα μυστήρια. Σε αρχαία κείμενα μακαρίζονται όσοι ήταν μυημένοι στα Ελευσίνια μυστήρια και προδιαγράφεται ζοφερή η μοίρα εκείνων που πεθαίνουν αμύητοι. Ο ποιητής ονομάζοντας την ψυχή του «μυημένη» εννοεί ότι έχει συλλάβει τα μεγάλα νοήματα της ζωής, έχει ταυτιστεί με τη «συνολική ψυχή του κόσμου» σε μια καθολική ενότητα.

Το ποίημα

Από τη νέα πληγή που μ’ άνοιξεν η μοίρα
έμπαιν’ ο ήλιος θαρρούσα στην καρδιά μου
με τόση ορμή, καθώς βασίλευε, όπως
από ραγισματιάν αιφνίδια μπαίνει
το κύμα σε καράβι π’ ολοένα
βουλιάζει...

Οι εισαγωγικοί στίχοι του ποιήματος παρουσιάζουν τη συναισθηματική κατάσταση του ποιητή, ο οποίος βιώνει μια έντονη αίσθηση πόνου, αφού όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει η μοίρα του είχε ανοίξει μια νέα πληγή. Πληγή που επιτρέπει στον ήλιο να εισέρχεται ορμητικά μέσα του, όπως σ’ ένα καράβι μπαίνει αιφνίδια το νερό από μια ραγισματιά∙ μια παρομοίωση που μας επιτρέπει να αντιληφθούμε την ένταση με την οποία το ποιητικό υποκείμενο αισθάνεται το φως του ήλιου να μπαίνει μέσα στην καρδιά του και να τη φωτίζει, χαρίζοντάς του μιαν απρόσμενη διαύγεια.
Ο ποιητής, επομένως, χάρη στην πληγή που τον ταλανίζει κατορθώνει να αντικρίσει τα ίδια του τα συναισθήματα και την καρδιά του με μια καθαρότητα που δεν του ήταν εφικτή πρωτύτερα. Ο πόνος, άλλωστε, λειτουργεί συχνά ως μέσο επίσπευσης και διευκόλυνσης της αυτογνωσίας και της ουσιαστικότερης επικοινωνίας με τον εαυτό, αφού φέρνει στην επιφάνεια το ουσιώδες και εξαναγκάζει τη σκέψη του ατόμου να επικεντρωθεί σε ό,τι πραγματικά το απασχολεί και σε ό,τι έχει πραγματικά σημασία.
Ο χρόνος του σκηνικού τίθεται σκοπίμως την ώρα της δύσης του ηλίου, αφού ο ερχομός της νύχτας συνδέεται συχνότερα με τη διαδικασία της ενδοσκόπησης και του προβληματισμού. Καθώς οι περισπασμοί της ημέρας απομακρύνονται, το άτομο στρέφεται στον εαυτό του.

Σχήματα λόγου:
έμπαιν’ ο ήλιος... καρδιά μου: μεταφορά
έμπαιν’ ο ήλιος: συνεκδοχή (το φως του ήλιου)
όπως από ραγισματιάν αιφνίδια μπαίνει...: παρομοίωση
μπαίνει το κύμα σε καράβι: συνεκδοχή (το νερό της θάλασσας)

Γιατί εκείνο πια το δείλι,
σαν άρρωστος, καιρό, που πρωτοβγαίνει
ν’ αρμέξει ζωή απ’ τον έξω κόσμον,
ήμουν περπατητής μοναχικός στο δρόμο
που ξεκινά από την Αθήνα κι έχει
σημάδι του ιερό την Ελευσίνα.

Ο ποιητής εκείνο το απόγευμα έχει βρεθεί στην Ιερά οδό, με την ίδια διάθεση που έχει κάποιος που υπήρξε άρρωστος για καιρό και βγαίνει απ’ το σπίτι έτοιμος να «αρμέξει» ζωή, να αισθανθεί και πάλι υγιής και μέρος του κόσμου, αντλώντας με απληστία εικόνες και πρόσωπα του χώρου γύρω του. Βρίσκεται, λοιπόν, μόνος να περπατά στον δρόμο με την ξεχωριστή για τους αρχαίους Έλληνες, αλλά και για τον ίδιο σημασία, την Ιερά οδό.  
Πικραμένος απ’ τον πόνο που του είχε προκαλέσει η νέα πληγή της μοίρας, ο ποιητής είχε πιθανώς απομακρυνθεί από τους ανθρώπους, μα κι από τον εαυτό του, γι’ αυτό εκείνη τη μέρα επέλεξε να βρεθεί στο χώρο αυτό που κατείχε ξεχωριστή σημασία στη ζωή του, για να μπορέσει να εστιάσει εκ νέου στα της ψυχής και του εαυτού του. Ο μοναχικός περίπατος είναι ο τρόπος που επιλέγει. λοιπόν, ο ποιητής για να αξιοποιήσει τη διάθεσή του να επανέλθει στα τρέχοντα της ζωής, μη επιτρέποντας άλλο στον πόνο του να τον καθηλώνει στην αδράνεια.

Σχήματα λόγου:
σαν άρρωστος, καιρό, που πρωτοβγαίνει...: παρομοίωση
ν’ αρμέξει ζωή: μεταφορά

Τι ήταν για μένα αυτός ο δρόμος πάντα
σα δρόμος της Ψυχής... Φανερωμένος
μεγάλος ποταμός, κυλούσε εδώθε
αργά συρμένα από τα βόδια αμάξια,
γεμάτα αθεμωνιές ή ξύλα, κι άλλα
αμάξια, γοργά που προσπερνούσαν,
με τους ανθρώπους μέσα τους σαν ίσκιους...
Ο ποιητής πηγαίνει στην Ιερά οδό, καθώς υπήρξε για εκείνον πάντοτε σαν ένας δρόμος της Ψυχής (παρομοίωση)∙ ένας δρόμος που του επέτρεπε να στραφεί προς τον εαυτό του και να εμβαθύνει σε όσα τον απασχολούσαν. Ένας δρόμος αυτογνωσίας και περισυλλογής, που είχε ωστόσο τη δική του ζωή∙ γεμάτος με αμάξια, με κάρα δηλαδή που τα σέρνουν βόδια, είναι σαν ένας μεγάλος ποταμός (μεταφορική εικόνα) που χρησιμεύει για τη μεταφορά αγροτικών προϊόντων και ανθρώπων. Η εικόνα που παρουσιάζει ο ποιητής, μια εικόνα κίνησης και ζωντάνιας, δείχνει πως ο τόσο σημαντικός για την αρχαιότητα αυτός δρόμος συνεχίζει και στη δική του εποχή να διατηρεί ξεχωριστή αξία και να είναι χώρος καθημερινής δράσης.
Στην κίνηση ιδίως των ανθρώπων αποδίδεται το στοιχείο της ταχύτητας∙ τα αμάξια που μεταφέρουν τους ανθρώπους προσπερνούν γοργά, ώστε οι επιβαίνοντες σε αυτά μοιάζουν με ίσκιοι (παρομοίωση). Το ποιητικό υποκείμενο δεν επιθυμεί να δώσει έμφαση στην παρουσία των άλλων ανθρώπων, εφόσον αυτός είναι ο μοναχικός του περίπατος, που δεν πρέπει να ματαιωθεί απ’ τον περισπασμό που θα προκαλούσε μια ενδεχόμενη επικέντρωση στους ανθρώπους γύρω του. Όπως θα φανεί, άλλωστε, αμέσως μετά, ο ποιητής απορροφάται τόσο από το φυσικό χώρο, ώστε οι άνθρωποι είναι σαν να χάνονται.

Μα παραπέρα, σα να χάθη ο κόσμος
κι έμειν’ η φύση μόνη, ώρα κι ώρα
μιαν ησυχία βασίλεψε... Κι η πέτρα,
π’ αντίκρισα σε μια άκρη ριζωμένη,
θρονί μού φάνη μοιραμένο μου ήταν
απ’ τους αιώνες. Κι έπλεξα τα χέρια,
σαν κάθισα, στα γόνατα, ξεχνώντας
αν κίνησα τη μέρα αυτή ή αν πήρα
αιώνες πίσω αυτό τον ίδιο δρόμο...

Η διαδικασία εσωτερικής αναζήτησης του ποιητή τού δημιουργεί αίφνης την εντύπωση πως οι άνθρωποι έχουν πια χαθεί και πως ό,τι έχει απομείνει είναι η φύση. Έτσι, παντού μοιάζει να κυριαρχεί απόλυτη ησυχία, που ανταποκρίνεται περισσότερο στην αναγκαία για την ενδοσκόπηση διάθεση πνευματικής γαλήνης του ποιητή. Ενώ, την προσοχή του κεντρίζει μια πέτρα ριζωμένη στην άκρη του δρόμου, η οποία στα μάτια του ποιητή μοιάζει με θρόνο που ήταν προορισμένος από τη μοίρα για εκείνον εδώ και αιώνες. Η θέση και η σύνδεση του ποιητή με την Ιερά οδό τονίζεται για μια ακόμη φορά μέσα από αυτή την αναφορά. Ενώ, η παρουσίαση της πέτρας θρόνου προσδίδει στον ποιητή τον ιδιαίτερο ρόλο που θα είχε ένας από τους ιερείς στα Ελευσίνια μυστήρια.
Ο ποιητής γονατίζει, πλέκοντας συνάμα τα χέρια του μεταξύ τους, σε μια στάση ικεσίας ή προσευχής, υποδεικνύοντας πως ο περίπατός του τον έχει οδηγήσει σ’ ένα χωρικό σημείο που δρα τόσο καταλυτικά στην ψυχική του κατάσταση, ώστε του προκαλεί μιαν απρόσμενη σύγχυση ανάμεσα στο παρόν και στο παρελθόν. Το σήμερα διαπλέκεται αξεχώριστα με την εθνική συνείδηση και μνήμη του ποιητή, καθιστώντας αδύνατο να θυμηθεί αν ξεκίνησε σήμερα αυτή τη διαδρομή ή αν την είχε πραγματοποιήσει αιώνες πριν.     
Ο ποιητής τονίζει με αυτό τον τρόπο το αδιαίρετο της ιστορικής πορείας σε ό,τι αφορά τις πιο καίριες ανησυχίες των ανθρώπων, όπως είναι αυτές που σχετίζονται με τη ζωή και το θάνατο∙ ανησυχίες που άλλοτε κινούσαν τους αρχαίους Έλληνες ως την Ελευσίνα για να συμμετάσχουν στα εκεί Μυστήρια και που ωθούν τώρα εκείνον στον ίδιο δρόμο, σε μια παρόμοια αναζήτηση απαντήσεων.

Μα να· στην ησυχία αυτή απ’ το γύρο
τον κοντινό προβάλανε τρεις ίσκιοι.
Ένας Ατσίγγανος αγνάντια ερχόνταν,
και πίσωθέ του ακλούθααν, μ’ αλυσίδες
συρμένες, δυο αργοβάδιστες αρκούδες.

Την περισυλλογή του ποιητή διακόπτει ένα δραματικό απρόοπτο που θα του επιτρέψει να διευρύνει ακόμη περισσότερο τις εξεταζόμενες θεματικές και να συνδέσει στενότερα την ποιητική του σύνθεση με κεντρικές έννοιες των Ελευσίνιων μυστηρίων. Ένας τσιγγάνος που σέρνει με αλυσίδες δύο αρκούδες πλησιάζει στο χώρο που βρίσκεται ο ποιητής, αλλάζοντας το συναισθηματικό κλίμα της εσωτερικής γαλήνης.

Και να· ως σε λίγο ζύγωσαν μπροστά μου
και μ’ είδε ο Γύφτος, πριν καλά προφτάσω
να τον κοιτάξω, τράβηξε απ’ τον ώμο
το ντέφι και, χτυπώντας το με το ‘να
χέρι, με τ’ άλλον έσυρε με βία
τις αλυσίδες. Κι οι δυο αρκούδες τότε
στα δυο τους σκώθηκαν βαριά... Η μία,
(ήτανε η μάνα, φανερά), η μεγάλη,
με πλεχτές χάντρες όλο στολισμένο
το μέτωπο γαλάζιες, κι από πάνω
μιαν άσπρη αβασκαντήρα, ανασηκώθη
ξάφνου τρανή, σαν προαιώνιο να ‘ταν
ξόανο Μεγάλης Θεάς, της αιώνιας Μάνας,
αυτής της ίδιας που ιερά θλιμμένη,
με τον καιρόν ως πήρε ανθρώπινη όψη,
για τον καημό της κόρης της λεγόνταν
Δήμητρα εδώ, για τον καημό του γιου της
πιο πέρα ήταν Αλκμήνη ή Παναγία.

Προτού προλάβει ο ποιητής να αντιδράσει, ο τσιγγάνος εκμεταλλεύεται το γεγονός ότι εντόπισε κοινό για τις αρκούδες του, αρχίζει να χτυπά το ντέφι του, και τραβά βίαια τις αλυσίδες προκειμένου αυτές ν’ ανασηκωθούν στα δυο τους πόδια και να δώσουν έτσι τη συνηθισμένη τους παράστασης.
Οι δύο αρκούδες υποτάσσονται στη βία του αφεντικού τους και ανασηκώνονται∙ κίνηση που αποκαλύπτει το επιβλητικό μέγεθος της μεγαλύτερης, που ήταν προφανώς η μητέρα. Ο τσιγγάνος είχε κοσμήσει το μέτωπό της με γαλάζιες χάντρες, που προφυλάσσουν το δυνατό ζώο από το μάτιασμα, καθώς και μια λευκή, που λειτουργεί ως το βασικό φυλαχτό για την αποτροπή του ματιάσματος.
Ο ποιητής εστιάζει με θαυμασμό στο εντυπωσιακό ανάστημα της μητέρας αρκούδας, η οποία λαμβάνει διαστάσεις συμβόλου μέσα από την παρομοίωσή της με «ξόανο», με λατρευτικό δηλαδή άγαλμα της Μεγάλης Θεάς, της αιώνας Μάνας. Ρόλος ιερός, που αποδίδεται σε διαφορετικό πρόσωπο κάθε φορά, υπάρχει όμως ως έννοια σε κάθε θρησκεία και σε κάθε στάδιο του πολιτισμού, κι είναι η θεά Δήμητρα ή η Αλκμήνη για τους αρχαίους Έλληνες κι είναι η Παναγία για τους Χριστιανούς. Στη θλίψη της αρκούδας, που είναι αναγκασμένη να υπηρετεί έναν σκληρό αφέντη, ο ποιητής διακρίνει τη θλίψη όλων των μανάδων, οι οποίες υποφέρουν για τη μοίρα των παιδιών τους. Έτσι, στην αλυσοδεμένη αρκούδα μπορεί κανείς να διακρίνει τον συμβολισμό των ταλαιπωρούμενων ανθρώπων, που αναγκάζονται να μοχθούν καθημερινά μόνο και μόνο για να εκμεταλλεύονται οι ισχυρότεροι τα κέρδη της σκληρής αυτής δουλειάς, αλλά και ειδικότερα το συμβολισμό της μητέρας, η οποία είναι διατεθειμένη να υποστεί οποιοδήποτε βάσανο για χάρη του παιδιού της.
Η Μητέρα εξιδανικεύεται και λατρεύεται σε όλες τις περιόδους της ιστορίας, διότι είναι η δική της διάθεση αυτοθυσίας που διασφαλίζει τη συνέχιση της ζωής κι είναι το δικό της πλεόνασμα αγάπης και αφοσίωσης που λειτουργεί ως διαρκές στήριγμα στις δυσκολίες που έχει κάθε άνθρωπος να αντιμετωπίσει. Τα μυθικά και ιερά πρόσωπα που επιλέγει ο ποιητής, βέβαια, συνδέονται με επιπλέον συμβολισμούς που έχουν τη δική τους ιδιαίτερη σημασία. Έχουμε, έτσι, τη θεά Δήμητρα, η αναζήτηση της οποίας για την κόρη της Περσεφόνη αποτέλεσε τη βάση των Ελευσίνιων μυστηρίων∙ η παραμονή της Περσεφόνης στον Άδη (στον θεό Πλούτωνα) συμβόλιζε το θάνατο της φύσης, κι η επιστροφή της κοντά στη μητέρα της συμβόλιζε την αναγέννησή της. Την Αλκμήνη, μητέρα του Ηρακλή, η οποία μη αντέχοντας να βλέπει το γιο της να φλέγεται και να λιώνει από το δηλητήριο του μανδύα που του είχε προσφέρει η γυναίκα του Δηιάνειρα, αυτοκτόνησε. Και τέλος, την Παναγία, ένα από τα ιερότερα πρόσωπα του χριστιανισμού, που αναγκάστηκε να δει το γιο της να σταυρώνεται.
Κάθε μία από τις μητέρες που αναφέρει ο ποιητής βίωσε μεγάλο πόνο για το παιδί της και δοκιμάστηκε με την απώλειά του∙ πόνο που βλέπει και διαβάζει ο ποιητής στο θλιμμένο πρόσωπο της μεγάλης αρκούδας, η οποία πονά, όχι τόσο για τη δική της σκλαβιά, όσο για τη σκλαβιά του παιδιού της και για όσα έχει αυτό ακόμη να υποστεί.  

Και το μικρό στο πλάγι της αρκούδι,
σα μεγάλο παιχνίδι, σαν ανίδεο
μικρό παιδί, ανασκώθηκε κι εκείνο
υπάκοο, μη μαντεύοντας ακόμα
του πόνου του το μάκρος και την πίκρα
της σκλαβιάς που καθρέφτιζεν η μάνα
στα δυο πυρρά της που το κοίτααν μάτια!

Πλάι στη μητέρα αρκούδα βρίσκεται το παιδί της, το οποίο μοιάζει σαν ένα μεγάλο παιχνίδι, σαν ένα ανίδεο μικρό παιδί, που υπακούει στο βίαιο κάλεσμα του τσιγγάνου, χωρίς ωστόσο να έχει πλήρη επίγνωση της σκλαβιάς του, και χωρίς φυσικά να μπορεί να αντιληφθεί πόσο πολύ καιρό θα κρατήσει αυτή η πικρή κατάσταση∙ όσα, δηλαδή, γνωρίζει πολύ καλά η μητέρα του, στα φλεγόμενα μάτια της οποίας καθρεφτίζεται απόλυτα ο πόνος κι η πίκρα της σκλαβιάς, καθώς κοιτάζει το παιδί της.  

Αλλ’ ως από τον κάματον εκείνη
οκνούσε να χορέψει, ο Γύφτος, μ’ ένα
πιδέξιο τράβηγμα της αλυσίδας
στου μικρού το ρουθούνι, ματωμένο
ακόμα απ’ το χαλκά που λίγες μέρες
φαίνονταν πως του τρύπησεν, αιφνίδια
την έκαμε, μουγκρίζοντας με πόνο,
να ορθώνεται ψηλά, προς το παιδί της
γυρνώντας το κεφάλι, και να ορχιέται
ζωηρά...

Η μητέρα αρκούδα από την κούραση των διαρκών εξαναγκαστικών «παραστάσεων» δεν έχει την αναγκαία διάθεση για χορό, γεγονός που δυσαρεστεί τον Γύφτο αφέντη της και τον ωθεί να την πιέσει να χορέψει∙ όχι, όμως, όπως θα περίμενε κανείς, με το να τραβήξει τη δική της αλυσίδα, αλλά με το να την πονέσει πολύ περισσότερο, τραβώντας την αλυσίδα του παιδιού της. Ο ματωμένος χαλκάς στο ρουθούνι του μικρού αρκουδιού, που είχε εμφανώς περαστεί εκεί μόλις λίγες μέρες πριν, λειτουργεί ως αφόρητο μέσο πίεσης για τη μητέρα αρκούδα, η οποία νιώθοντας τον πόνο του παιδιού της ορθώνεται ψηλά, και χορεύει ζωηρά, γυρίζοντας συνάμα το κεφάλι της προς το παιδί της. Μια κίνηση τρυφερότητας και ανησυχίας, που φανερώνει πως εκείνο που απασχολεί τη μητέρα αρκούδα είναι να διαπιστώσει αν έχει πάψει ο Γύφτος να πονά το παιδί της.
Η σκληρότητα του Γύφτου, που χρησιμοποιεί τον πόνο του παιδιού για να πιέσει τη μητέρα, αναδεικνύει το πόσο αδίστακτοι είναι οι έχοντες εξουσία, οι οποίοι εκμεταλλεύονται οποιοδήποτε μέσο πίεσης και καταφεύγουν σε κάθε πιθανή απανθρωπιά προκειμένου να επιτύχουν αυτό που θέλουν. Το όλο βίωμα της αρκούδας λειτουργεί, άρα, ως ένας συνεχής συμβολισμός των καταπιεσμένων και υπόδουλων ανθρώπων ανά τον κόσμο και ανά τους αιώνες, ανεξάρτητα από το αν η σκλαβιά τους είναι κυριολεκτική ή αποτελεί έμμεση υποδούλωση σ’ έναν εκμεταλλευτή εργοδότη ή σε μια ανελέητη άρχουσα τάξη.

Κι εγώ, ως εκοίταζα, τραβούσα
έξω απ’ το χρόνο, μακριά απ’ το χρόνο,
ελεύτερος από μορφές κλεισμένες
στον καιρό, από αγάλματα κι εικόνες·
ήμουν έξω, ήμουν έξω από το χρόνο...

Ο ποιητής αντικρίζοντας αυτό το θέαμα στυγνής καταπίεσης απομακρύνεται νοητά από το παρόν, απομακρύνεται τελείως από τα στενά όρια του χρόνου κι από τις συμβάσεις της εποχής του∙ απελευθερώνεται από τις έως τότε γνωστές καταγραφές της ανθρώπινης ύπαρξης, όπως αυτές έχουν αποτυπωθεί σε αγάλματα και σε εικόνες ή στα επικρατούντα στερεότυπα∙ απομακρύνεται από οτιδήποτε ήταν ως τότε αποδεκτό ή ανεχόμενο για τους ανθρώπους κι επιχειρεί μια εσωτερική αναζήτηση και ανασύνθεση μιας νέας μορφής, ενός νέου πλαισίου για την ανθρώπινη ύπαρξη, που δεν θα γνωρίζει σκλαβιά, καταπίεση και πόνο.
Ο ποιητής αποστασιοποιείται πλήρως από το παρόν του και από την έννοια του χρόνου, όπως αυτή είναι περασμένη στη συνείδησή του με τις εμπειρίες τις δικές του, αλλά και με τις γνώσεις του παρελθόντος, επιχειρώντας να αναζητήσει κάτι ολότελα νέο, κάτι που θα δικαιώνει την ανθρωπιά και θα σέβεται τον άνθρωπο. Ωστόσο, η αποστασιοποίηση αυτή δεν μπορεί να διαρκέσει πολύ.  

Σχήματα λόγου:
τραβούσα έξω απ’ το χρόνο: μεταφορά
ήμουν έξω, ήμουν έξω από το χρόνο: αναδίπλωση
έξω από το χρόνο...: αποσιώπηση
έξω απ’ το χρόνο / έξω από το χρόνο: επανάληψη & σχήμα κύκλου

Μα μπροστά μου, ορθωμένη από τη βία
του χαλκά και της άμοιρης στοργής της,
δεν έβλεπα άλλο απ’ την τρανήν αρκούδα
με τις γαλάζιες χάντρες στο κεφάλι,
μαρτυρικό τεράστιο σύμβολο όλου
του κόσμου, τωρινού και περασμένου,
μαρτυρικό τεράστιο σύμβολο όλου
του πόνου του πανάρχαιου, οπ’ ακόμα
δεν του πληρώθη απ’ τους θνητούς αιώνες
ο φόρος της ψυχής... Τι ετούτη ακόμα
ήταν κι είναι στον Άδη...

Το θέαμα της αρκούδας που έχει ορθωθεί εξαναγκασμένη από τη βία που ασκεί σε αυτή και στο παιδί της ο Γύφτος κυριαρχεί στη σκέψη και στην αντίληψη του ποιητή. Η μεγάλη αυτή αρκούδα, με τις γαλάζιες χάντρες στο κεφάλι και την ασίγαστη στοργή για το παιδί της, τρέπεται στα μάτια του ποιητή σ’ ένα τεράστιο σύμβολο του πόνου όλων των ανθρώπων από τα πανάρχαια χρόνια μέχρι το σήμερα. Η ανθρώπινη ψυχή μοιάζει να οφείλει έναν υψηλό φόρο στον πόνο, μοιάζει να είναι καταδικασμένη να πονέσει πάρα πολύ∙ τόσο πολύ, ώστε όλοι αυτοί οι αιώνες που έχουν ήδη διαβεί, δεν έχουν επαρκέσει για να αποπληρωθεί το τίμημα που αναλογεί.
Άλλωστε, η ψυχή των ανθρώπων, σε αντίθεση με τη διαρκώς αναγεννώμενη Περσεφόνη που δραπέτευε από τον Πλούτωνα, βρισκόταν και βρίσκεται πάντοτε στον Άδη. Η θνητότητα των ανθρώπων, η επίγνωση του επερχόμενου θανάτου τους, ο πόνος της απώλειας, το πεπερασμένο της ανθρώπινης ζωής, η άγνοια για το τι συμβαίνει μετά τον θάνατο, αποτελούν διαρκή αίτια φόβου και πόνου για τους ανθρώπους, που δεν τους επιτρέπουν να βιώσουν μια αμιγή και συνεχή κατάσταση ευδαιμονίας. Ο πόνος είναι σύμφυτος με την ανθρώπινη ζωή, εφόσον οι άνθρωποι συνυπάρχουν καθημερινά με την ιδέα του θανάτου τους και με το φόβο της απώλειας ή την απώλεια κάποιου ανθρώπου που αγαπούν.     

      Και σκυμμένο
το κεφάλι μου κράτησα ολοένα,
καθώς στο ντέφι μέσα έριχνα, σκλάβος
κι εγώ του κόσμου, μια δραχμή...

Ο ποιητής, αισθανόμενος ντροπή, υποκύπτει στην κυρίαρχη συνήθεια και ρίχνει μια δραχμή στο ντέφι του Γύφτου, για το θέαμα που του προσέφεραν οι δέσμιες αρκούδες. Γνωρίζει, βέβαια, πως με αυτή του την πράξη είναι σαν να συναινεί στην εκμετάλλευση και στον βασανισμό των ζώων∙ γνωρίζει πως είναι σαν να επιβραβεύει το βάρβαρο αυτό θέαμα, μα ξέρει συνάμα πως μόνον έτσι μπορεί να ολοκληρώσει αυτή την συνάντηση με τον Γύφτο χωρίς να προκαλέσει κάποια ανεπιθύμητη αντίδραση. Μια πιθανή άρνηση του ποιητή να δώσει χρήματα για το θέαμα που του προσφέρθηκε θα μπορούσε να σημάνει ένα ξέσπασμα του Τσιγγάνου στις δύστυχες αρκούδες.

Μα ως, τέλος,
ο Ατσίγγανος ξεμάκρυνε, τραβώντας
ξανά τις δυο αργοβάδιστες αρκούδες,
και χάθηκε στο μούχρωμα, η καρδιά μου
με σήκωσε να ξαναπάρω πάλι
το δρόμον οπού τέλειωνε στα ‘ρείπια
του Ιερού της Ψυχής, στην Ελευσίνα.

Η αποχώρηση του Τσιγγάνου με τις αλυσοδεμένες αρκούδες, που βαδίζουν αργά εξαντλημένες από τη συνεχή και αθέλητη αυτή εργασία, επαναφέρει τον ποιητή στον πρωταρχικό του σκοπό, στο να συνεχίσει δηλαδή τη διαδρομή του μέχρι τα ερείπια του ναού στην Ελευσίνα. Ο εκεί ναός χαρακτηρίζεται από τον ποιητή ως Ιερό της Ψυχής, προκειμένου να αποδοθεί η ξέχωρη σύνδεση των μυστηρίων που τελούνταν στην περιοχή με την προσπάθεια κατανόησης της ανθρώπινης ψυχής και της διαδρομής που εκείνη ακολουθεί τόσο κατά τη διάρκεια της ζωής όσο και μετά την έλευση του θανάτου.
Ο ποιητής βρίσκεται σε μια διαδρομή προς την αυτογνωσία, η οποία διαπλέκεται τελικά με την ανάγκη κατανόησης του ανθρώπινου πόνου και της δυστυχίας των λαών που υπομένουν καρτερικά την απληστία και την σκληρότητα των ισχυρών. Η γνώση του εαυτού σημαίνει παράλληλα και γνώση των ορίων εν γένει της ανθρώπινης ψυχής∙ κι εκείνης του υπομένοντος φτωχού ανθρώπου, αλλά κι εκείνης του δυνάστη, που ευπορεί εκμεταλλευόμενος τους άλλους ανθρώπους.

Κι η καρδιά μου, ως εβάδιζα, βογγούσε:
«Θά ‘ρτει τάχα ποτέ, θε νά ‘ρτει η ώρα
που η ψυχή της αρκούδας και του Γύφτου,
κι η ψυχή μου, που Μυημένη τήνε κράζω,
θα γιορτάσουν μαζί;»

Το ερώτημα κι η προσδοκία που βασανίζει την καρδιά του ποιητή είναι αν θα έρθει κάποτε εκείνη η ώρα που όλοι οι άνθρωποι θα μπορέσουν να γιορτάσουν μαζί, που θα μπορέσουν, δηλαδή, να εξισορροπήσουν τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους συνθέτοντας μια αρμονική κοινωνία, στο πλαίσιο της οποίας θα μπορούν όλοι να ευδαιμονούν λαμβάνοντας εκείνο που επιθυμούν, χωρίς κανείς να αδικείται και χωρίς κανένας να πέφτει θύμα εκμετάλλευσης και βασανισμού. Προκειμένου, μάλιστα, να παρουσιάσει τις ενδεικτικές καταστάσεις ύπαρξης, αναφέρει την ψυχή της αρκούδας, που συμβολίζει τους φτωχούς και αδύναμους ανθρώπους και λαούς, την ψυχή του Γύφτου, που συμβολίζει τους ισχυρούς της γης∙ τους εκμεταλλευτές, αλλά και τη δική του ψυχή, που την ονομάζει Μυημένη, θέλοντας να δηλώσει πως, όπως οι μυημένοι στα Ελευσίνια μυστήρια είχαν την ευκαιρία να φτάσουν σε μια βαθύτερη κατανόηση του κόσμου, έτσι κι εκείνος είχε φτάσει σε μια συνολικότερη κατανόηση και αντίληψη των νοημάτων της ζωής. Η Μυημένη ψυχή του ποιητή έχει συλλογική γνώση της ζωής και μπορεί να αισθανθεί και τον πόνο του αδύναμου και τη σκληρότητα του ισχυρού, αντικρίζοντας και τις δύο πλευρές με την ψύχραιμη ματιά που χαρίζει η γνώση της ολοκληρωμένης εικόνας της ζωής και της πορείας των ανθρώπινων πραγμάτων.

Κι ως προχωρούσα,
κι εβράδιαζε, ξανάνιωσα απ’ την ίδια
πληγή, που η μοίρα μ’ άνοιξε, το σκότος
να μπαίνει ορμητικά μες στην καρδιά μου,
καθώς από ραγισματιάν αιφνίδια μπαίνει
το κύμα σε καράβι που ολοένα
βουλιάζει... Κι όμως τέτοια ως να διψούσε
πλημμύραν η καρδιά μου, σα βυθίστη
ως να πνίγηκε ακέρια στα σκοτάδια,
σα βυθίστηκε ακέρια στα σκοτάδια,
ένα μούρμουρο απλώθη απάνωθέ μου,
ένα μούρμουρο,
        κι έμοιαζ’ έλεε:
        «Θά ‘ρτει...»

Η απάντηση που προσδοκά ο ποιητής έρχεται κατά τρόπο απρόσμενο, καθώς συνεχίζει τη διαδρομή του. Η καρδιά του πλημμυρίζει αίφνης σκοτάδι, από την ίδια πληγή που προηγουμένως είχε εισέλθει άφθονο το φως της πνευματικής διαύγειας∙ σκοτάδι ορμητικό, που έρχεται και βυθίζει ολάκερη την καρδιά του, πνίγοντάς την σ’ εκείνο το βαθύ αίσθημα απελπισίας, που αντλήθηκε προφανώς από τον βαθύ πόνο της αρκούδας και του παιδιού της. Σκοτάδι, ωστόσο, για το οποίο φαίνεται πως η καρδιά του ποιητή διψά απόλυτα, θέλοντας να γνωρίσει τον πόνο στα μεγαλύτερά του βάθη. Κι ενώ θα περίμενε κανείς πως το σκοτάδι κι η αίσθηση του πόνου θα τον οδηγούσε σε μιαν απελπισία που θα τον καθήλωνε, εντελώς απρόσμενα προκύπτει ένα μήνυμα αισιοδοξίας, που φανερώνει τη δίχως όρια δύναμη της ανθρώπινης ψυχής. Ένα μουρμουρητό του μεταφέρει την απάντηση που ζητούσε∙ η μέρα που ο ποιητής προσδοκά, θα έρθει. Οι άνθρωποι θα καταφέρουν να διαρρήξουν τα σύνορα που έχει θέσει μεταξύ τους η δύναμη, ο πλούτος κι η απληστία∙ οι άνθρωποι θα καταφέρουν να ενωθούν σε μιαν αρμονική συνύπαρξη αμοιβαίου σεβασμού και ισότιμου μοιράσματος των αγαθών και της ευδαιμονίας.  
Ο ποιητής -θέλει να- πιστεύει πως οι άνθρωποι θα καταφέρουν να τοποθετήσουν την ανθρωπιά τους πάνω από οτιδήποτε άλλο τους χωρίζει, όπως κι ο ίδιος κατόρθωσε ψάχνοντας βαθιά στην ψυχή του να συλλάβει την πραγματική ουσία της ζωής. Δεν είναι η δύναμη, μήτε τα πλούτη που πρέπει να αποζητούν οι άνθρωποι, είναι η αγάπη κι η δυνατότητα να προσφέρει ευτυχία και σεβασμό ο ένας στον άλλον.
Ο ποιητής προκειμένου να παρουσιάσει το αιφνίδιο πλημμύρισμα της καρδιάς του με σκοτάδι χρησιμοποιεί την ίδια παρομοίωση με τη ραγισματιά του καραβιού που είχε χρησιμοποιήσει στους εισαγωγικούς στίχους. Με την επανάληψη αυτή επιτυγχάνει τη δημιουργία ενός σχήματος κύκλου, ώστε να δοθεί η αίσθηση ολοκλήρωσης του ποιήματος αλλά και της εσωτερικής του διαδρομής. Ενώ, επιπροσθέτως, αποδίδει την ισοτιμία φωτός και σκοταδιού στο ταξίδι της αυτογνωσίας∙ οι άνθρωποι δεν θα πρέπει να αποφεύγουν το σκοτάδι, τον πόνο, αν θέλουν πράγματι να γνωρίσουν τον εαυτό τους.


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...