Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Γιώργος Δερτιλής «Η εμφυλιοπολεμική νοοτροπία και η σημερινή κρίση»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Tom Mc Nemar

Γιώργος Δερτιλής «Η εμφυλιοπολεμική νοοτροπία και η σημερινή κρίση»

Από το βιβλίο του Γ. Β. Δερτιλή «Επτά πόλεμοι, τέσσερις εμφύλιοι, επτά πτωχεύσεις 1821-2016» των Εκδόσεων Πόλις.

     Πριν ξεκινήσω το τελευταίο αυτό κεφάλαιο, οφείλω να διευκρινίσω ότι από εδώ και πέρα γράφω αποκλειστικά ως πολίτης και διόλου ως ιστορικός. Και θερμά παρακαλώ τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες να μη βιαστούν να κλείσουν το βιβλίο. Γιατί άλλωστε να απορρίψουν χωρίς σκέψη και επιείκεια την επιλογή μου να φορέσω τον σκούφο του πολίτη; Τον ίδιο σκούφο φοράει η Δημοκρατία. Γιατί να οργιστούν πρόωρα αν οι απόψεις μου είναι αντίθετες με τις δικές τους; Με τον διάλογο προχωρεί η Δημοκρατία. Αν ζυγίσουν ήρεμα τις αντίθετες απόψεις με τις δικές τους, μπορεί να καταλήξουν σε μια τρίτη άποψη, διαφορετική και πιο ολοκληρωμένη. Ας έχουν σταθερά στον νου, όμως, το τι τράβηξαν οι γονείς, οι πάπποι και οι προπάπποι τους αυτά τα διακόσια χρόνια και πόσα βάσανα θα είχαν αποφύγει αν είχε επικρατήσει ο διάλογος αντί για τον φανατισμό που τους χώρισαν σε τόσους εμφύλιους σπαραγμούς.
     Ξεκινώ, λοιπόν, με μια τελευταία ιστορική αναδρομή. Μέσα σε δύο αιώνες, όπως έλεγα, οι Έλληνες εβίωσαν επτά οικονομικές καταστροφές, επτά πολέμους και, κυρίως, τέσσερις εμφυλίους. Τέτοια αλλεπάλληλα βιώματα μπορούν να χαράξουν βαθύτατα τον ψυχισμό και τη νοοτροπία μιας κοινωνίας ολόκληρης. Για να το καταλάβουμε, αρκεί μια απλή σκέψη. Στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας δεν υπήρξαν ποτέ Έλληνες ή Ελληνίδες που να μην εβίωσαν τουλάχιστον μια φορά στη ζωή τους τη φρίκη, ή έστω την απειλή και τον φόβο του πολέμου δεν υπήρξαν ποτέ Ελληνίδες ή Έλληνες που να μην αισθάνθηκαν τη βαθιά ανασφάλεια των οικονομικών κρίσεων.
     Ωστόσο, βιώνοντας και μελετώντας τη σημερινή κρίση, είμαι βέβαιος ότι το κυριότερο και αμεσότερο αίτιό της είναι το τραύμα του πιο πρόσφατου και αγριότερου εμφυλίου πολέμου της νεοελληνικής ιστορίας. Αυτός ο εμφύλιος, τόσο διαφορετικός από τους τρεις προηγούμενους, αυτό το τραύμα που δεν λέει να κλείσει, άφησε πάνω στο δέρμα μας τη φρικίαση του πολέμου σώμα με σώμα και στην ψυχή μας μιαν ανεξίτηλη εμφυλιοπολεμική νοοτροπία.
     Σε αυτό η σημερινή κρίση διαφέρει από τις προηγούμενες: έχει πρόσφατο τον τελευταίο εμφύλιο της νεοελληνικής Ιστορίας, αλλά συνδέεται και με τους προηγούμενους. Συνδετικός κρίκος ήταν ο εμφύλιος που ξορκίσαμε με το ψευδώνυμο «Διχασμός», αυτός που κατέληξε στη δικτατορία Μεταξά και έληξε με τον θάνατο του δικτάτορα. Ο «Διχασμός», όμως, έληξε τρία μόλις χρόνια προτού ξεκινήσει ο επόμενος εμφύλιος, ο δικός μας και ύστερα, οι δυο τους συνδέθηκαν και με όλους τους προηγούμενους μέσα από τα βιώματα και τις αφηγήσεις των γονέων μας και των δικών τους γονέων, σφραγίζοντας το ιστορικό μας υποσυνείδητο με τον τρόμο μιας προαιώνιας κληρονομικότητας, σαν μια κατάρα να κατατρέχει τους ανθρώπους που έζησαν σε αυτό τον τόπο και να τους καταδικάζει σε αιώνια και αιματηρή διχόνοια.
     Γιατί άραγε ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ο «εθνικός ιστορικός» της νεότερης Ελλάδας, έφθασε να διακρίνει αυτή τη διχόνοια στους Πελοποννησιακούς Πολέμους, στην αρχαιοελληνική τραγωδία, ακόμη και στις ομηρικές διχόνοιες των Αχαιών; Γιατί έφθασε να ξορκίζει τους αναγνώστες της μεγάλης Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους να μην αποδεχθούν αυτή την καταραμένη κληρονομιά;
     Ίσως επειδή, δεκαπεντάχρονος στο Ναύπλιο το 1832, είδε τη διχόνοια να δολοφονεί τον Καποδίστρια στον σύντομο αλλά φονικό δεύτερο εμφύλιο -μόλις έξι χρόνια μετά τον πρώτο, που λίγο έλειψε να καταστρέψει την Επανάσταση του ’21. Ίσως επειδή, έξι χρονών παιδί το 1821, είχε δει με τα ίδια του τα μάτια στην Κωνσταντινούπολη τον απαγχονισμό του πατέρα του, «πρωτομάρτυρα» της Φιλικής Εταιρείας.

     Το έργο του Κ.Θ. Δημαρά «Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος. Η εποχή του – Η ζωή του – Το έργο του» (ΜΙΕΤ, 1896) είναι ένα βιογραφικό και συγγραφικό αριστούργημα. Λαμπρό παράδειγμα είναι οι λιτές αναφορές στην απίστευτη δοκιμασία που υπέστη ο Παπαρρηγόπουλος στην παιδική του ηλικία, βλέποντας τον πατέρα του απαγχονισμένο.
     Κανείς δεν θα μάθει ποτέ όλα όσα άκουσε και σκέφτηκε στα υπόλοιπα παιδικά και εφηβικά του χρόνια αυτό το «βαρύθυμον και δυσμαθές παδίον», όπως τον περιέγραψε ο «πάντοτε κακολόγος» Αλέξανδρος Ρίζος-Ραγκαβής. Διαβάζοντας όμως τον Κωνσταντίνο Θ. Δημαρά, μπορούμε εύκολα να φανταστούμε τι ώθησε τον Παπαρρηγόπουλο, ώριμο άνδρα πλέον, να γράψει την «Ιστορία» όπως την έγραψε, ξορκίζοντας τη μεταξύ των Ελλήνων διχόνοια σαν ένα είδος κατάρας και χαρακτηρίζοντας τη σχέση των σύγχρονων Ελλήνων με την ελληνική αρχαιότητα «κληρονομικό χρέος».

     Όσο για τους σύγχρονους και σημερινούς Έλληνες, έχουμε όλοι πλήρη συνείδηση της διχόνοιας που μας διχάζει στα μικρά ζητήματα και στα μεγάλα, και ας αγνοούμε τον Παπαρρηγόπουλο. Και από την εποχή που ο τελευταίος μας εμφύλιος συνδέθηκε με τον προτελευταίο που ονομάσαμε «Διχασμό», από τότε η φρίκη, ο φόβος και η ανασφάλεια συνδέθηκαν μέσα μας με όλους τους προηγούμενους εμφυλίους και με την ιστορία αιώνων.
     Ωστόσο, είτε πολεμήσαμε εμείς οι ίδιοι στον τελευταίο εμφύλιο είτε μας τον αφηγήθηκαν οι δικοί μας και τον βλέπουμε στους εφιάλτες μας, αυτά δεν είναι τα μόνα συναισθήματα που μας πλημμυρίζουν μπροστά του. Η εξοικείωσή μας με τον πόλεμο μας εξοικειώνει και με τον κίνδυνο, με τις αγριότητες, με τον θάνατο. Κυρίως μιας εξοικειώνει με το μίσος για τον εχθρό -μίσος πολλαπλό αν ο εχθρός ήταν μέχρι χθες ο πλησίον, ένας αδελφός, πατέρας ή γιος που «πρόδωσε». Αυτά είναι, λοιπόν, τα συναισθήματα που έθρεψαν την εμφυλιοπολεμική νοοτροπία των σημερινών Ελλήνων.
     Ένας εμφύλιος, ένας πόλεμος ολοκληρωτικής εξόντωσης του πλησίον μας, προϋποθέτει αμοιβαία απέχθεια και τροφοδοτεί απέραντο μίσος. Η απέχθεια μεταμορφώνει τον πλησίον μας σε άψυχο και σιχαμερό αντικείμενο και το μίσος επιβάλλει την καταστροφή του.
     Αυτά κυριαρχούν στη σκέψη των μαχητών ενός εμφυλίου, και σε τέτοιο βαθμό, ώστε γίνονται τελικά τρόπος ζωής και νοοτροπία. Κι επειδή ένας εμφύλιος ξεσκίζει στα δύο τη χώρα ολόκληρη, ύπαιθρο, πόλεις και γειτονιές, οικογένειες και φιλίες, γι’ αυτό είναι πανδημία κληρονομική. Όποιος εβίωσε το μίσος, το μεταφέρει στους απογόνους του. Ο χρόνος θα σφυρηλατήσει αυτή τη νοοτροπία και από γενιά σε γενιά θα τη μεταλλάξει σε κουλτούρα.
     Το προοίμιο της σημερινής κρίσης το έγραψαν στις πόλεις και στα βουνά της Κατοχής και του Εμφυλίου οι προπάπποι, οι πάπποι και οι γονείς όλων μας. Θα μπορούσαμε άραγε, με εργαλεία δημογραφικά και με κοινωνιολογικές μεθόδους, να είχαμε χαρτογραφήσει αυτή την κληρονομικότητα; Θα μπορούσαμε, αν το μίσος είχε αφήσει αλώβητη την επιστημονική μας περιέργεια και νηφαλιότητα. Αλλά δεν την άφησε, τα χρόνια πέρασαν, άνθρωποι πέθαναν. Η μία από τις τρεις γενιές που πέρασαν από τότε έχει σβήσει σχεδόν ολοσχερώς, η δεύτερη σβήνει και η τρίτη δεν αναρωτιέται. Είναι, λοιπόν, αργά για τέτοιες έρευνες. Αυτό σημαίνει άραγε ότι αδυνατούμε έστω και μόνο να υποθέσουμε το πώς το μίσος αναμεταδόθηκε σαν πανδημία; Βεβαίως όχι.
     Είναι άλλωστε προφανές: πέρασε μέσα από τη δεξιά και την αριστερή οικογένεια μέσα στο σχολείο του δεξιού κράτους αλλά και στον ψιθυριστό αντίλογο αριστερών δασκάλων στις νεανικές παρέες που έψαχναν στο παρελθόν για ινδάλματα, ζώντα ή νεκρά και με το σφυροκόπημα της προπαγάνδας, δεξιάς ή αριστεράς.
     Πώς άραγε πέρασαν τα κηρύγματα αυτά και οι κατηχήσεις στην κάθε οικογένεια; Πώς έγιναν υποθήκες, πίστη και, τελικά, μια διχασμένη κουλτούρα; Στην πρώτη γενιά, σε όσους γεννήθηκαν πριν από το 1950, είτε με τη συμμετοχή των μεγαλυτέρων στις μάχες είτε μέσα από τον βιωμένο τρόμο όσων ήταν ακόμη παιδιά.
     Στη δεύτερη γενιά, σε όσους γεννήθηκαν μεταξύ 1950 και 1979, τη διχασμένη κουλτούρα την ανανέωση η προπαγάνδα του αριστερού ηρωισμού και του δεξιού πατριωτισμού και η επταετία της δικτατορίας αναζωπύρωσε το μίσος.
     Η τρίτη γενιά, γεννημένη μετά το 1980, παρέλαβε τη νέα κουλτούρα μέσα στην ακραία πολωμένη διαμάχη κομμάτων και μαζικών μέσων που διεκδικούσαν την εξουσία χωρίς αίσθηση της Ιστορίας, χωρίς πολλούς ηθικούς δισταγμούς και χωρίς κανένα σεβασμό για την αλήθεια.
     Στην εκπαίδευση όλων αυτών των γενεών, σε όλες τις αντίστοιχες ιστορικές φάσεις, συνετέλεσαν δραστικά οι δάσκαλοι σε όλες τις βαθμίδες του εκπαιδευτικού συστήματος. Από τη μία πλευρά, ήταν όσοι πίστευαν στη Δεξιά, ή την έτρεμαν, ή απλώς αδιαφορούσαν. Αυτοί μετέφεραν στους μαθητές και τους φοιτητές τις απόψεις των νικητών του Εμφυλίου. Άλλοι τις μετέφεραν με λόγο γεμάτη αυστηρή καθαρεύουσα και φλογερό στόμφο, άλλοι με απλούστερο αλλά πολιτικοποιημένο διδακτισμό, άλλη με άχρωμη βαριεστημάρα.
     Στα σχολεία και στα πανεπιστήμια, εξ άλλου, αυτοί ήταν η μεγαλύτερη πλειονότητα έως την πτώση της Χούντας: οι μετεμφυλιακές κυβερνήσεις, κεντροδεξιές και δεξιές, είχαν εκκαθαρίσει το εκπαιδευτικό σύστημα (κυρίως το δημόσιο) από τα αριστερά «μιάσματα» -όσα τουλάχιστον είχαν φάκελο στην Ασφάλεια. Σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, οι αριστεροί και κεντροαριστεροί δάσκαλοι και καθηγητές ήταν λίγοι και συνεχώς λιγόστευαν έως το 1974.
     Στην πρώτη και στη δεύτερη βαθμίδα, αυτοί οι άνθρωποι ελάχιστα μπορούσαν να αντιδράσουν στον ασφυκτικό έλεγχο του κράτους, των συναδέλφων, ακόμη και των παιδιών. Σε αυτές τις βαθμίδες, η κατάσταση δεν άλλαξε πολύ ούτε μετά την πτώση της δικτατορίας. Οι καθηγητές των Γυμνασίων και των Λυκείων πολύ δύσκολα μπορούσαν να μιλήσουν «εκτός ύλης», να υπονομεύσουν το εξίσου ασφυκτικό σύστημα των διδακτικών βιβλίων και των «αδιάβλητων» εξετάσεων που επέβαλλαν την αποστήθισή τους, να ξεπεράσουν την αντίδραση των ίδιων των μαθητών και των γονέων τους που απαιτούσαν απλώς και μόνο την προπαρασκευή για τις εισαγωγικές εξετάσεις στα πανεπιστήμια.
     Στην τρίτη βαθμίδα, εξ άλλου, η συντριπτική πλειονότητα των δεξιών πανεπιστημιακών εξασφάλισαν σχεδόν ανενόχλητη την αναπαραγωγή του συστήματος στο σύνολό του μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Από το 1950 έως τότε, οι παλιοί, δεξιοί καθηγητές των πανεπιστημίων έπλασαν νέες γενιές δασκάλων και καθηγητών, οι οποίοι στελέχωσαν με τη σειρά τους τόσο τα πανεπιστήμια όσο και τις άλλες βαθμίδες της εκπαίδευσης, διαδίδοντας τον διχαστικό λόγο της Δεξιάς και στην επόμενη γενιά.
     Μετά το 1974 η κατάσταση στα πανεπιστήμια άρχισε να αλλάζει. Ορισμένοι κεντρώοι και αριστεροί που είχαν καλές θέσεις ή σπουδές στο εξωτερικό μπόρεσαν να εκλεγούν παρά τη λυσσώδη αντίδραση της παλιάς φρουράς. Η ριζοσπαστική έκρηξη των φοιτητών στα πρώτα χρόνια μετά τη δικτατορία βοήθησε πολύ αυτές τις αλλαγές. Αλλά μόνο μετά το 1985 οι αριστεροί εκλέγονται πλέον μαζικά σε πολλές ανώτερες και ανώτατες σχολές, ιδίως στα νέα επαρχιακά πανεπιστήμια που ιδρύθηκαν τότε. Σε αυτή την ευρύτερη μεταβολή συνετέλεσε και ο τρόπος εκλογής των διδασκόντων τον οποίο επέβαλε η μεταρρύθμιση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης το 1982.
     Η μεταβολή ήταν θεωρητικώς σωστή αλλά και απαραίτητη για την πολυφωνία, την ελευθερία και την ποιότητα της πανεπιστημιακής διδασκαλίας στην πράξη, όμως, προκάλεσε δύο πολύ σοβαρά προβλήματα.
     Πρώτον, με το νέο σύστημα, οι φοιτητές και οι διοικητικοί υπάλληλοι διέθεταν πάνω από το ένα τρίτο των ψήφων και οι οργανώσεις τους μπορούσαν να επηρεάζουν ή και να ελέγχουν πολλές εκλογές καθηγητών και λεκτόρων. Αυτό επέτρεψε την εκλογή αρκετών λεκτόρων και καθηγητών με προσόντα σχετικά χαμηλού επιπέδου κυρίως, όμως, επέβαλε ένα κλίμα ευνοιοκρατίας και συναλλαγής μεταξύ διδασκόντων, υποψηφίων, κομματικών φοιτητικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων.
     Δεύτερον, το νέο σύστημα διαιώνισε τις διχαστικές συνέπειες του παλαιού. Από τους νεοεκλεγόμενους, αριστερούς πανεπιστημιακούς, πολλοί δεν είχαν εγκαταλείψει την Αριστερά παρά τις σταλινικές θηριωδίες και τις εξεγέρσεις στο Ανατολικό Βερολίνο, στη Βουδαπέστη, στην Πράγα, στην Πολωνία. Είτε από καλή προαίρεση είτε από κομματική φιλοδοξία, δικτυώθηκαν μεταξύ τους για να κατακτήσουν συστηματικά τα Πανεπιστήμια. Επιπλέον, έπλασαν και αυτοί μια νέα γενιά δασκάλων και καθηγητών που στελέχωσαν με τη σειρά τους και άλλες βαθμίδες της εκπαίδευσης, διαδίδοντας και στην επόμενη γενιά τον διχαστικό λόγο – της Αριστεράς.
     Εκπαίδευση, παιδεία, κουλτούρα, πολιτισμός: είναι λέξεις που αναδύονται συχνά και αναπάντεχα μέσα σε αυτό το βιβλίο. Αυτό δεν είναι περίεργο. Για να σταματήσει η φαύλη σπείρα και για να μην ξαναξεκινήσει ποτέ, η Ελλάδα χρειάζεται κάτι πολύ σημαντικότερο από οικονομικές μεταρρυθμίσεις: παιδεία. Πρέπει να ξαναδώσει στα παιδιά της την κριτική, σφαιρική και ανθρωπιστική παιδεία που χρειάζονται για να γίνουν καλοί πολίτες και δημιουργικοί άνθρωποι. Αυτό είναι δυνατό μόνο με μια συναινετική και μακρόπνοη εκπαιδευτική πολιτική μόνο με τη στήριξη των χιλιάδων δασκάλων που λειτουργούν σαν ιεραπόστολοι και μόνο με σκληρή προσπάθεια δύο γενεών. Έτσι μόνο ο Επιτάφιος του Θουκυδίδη θα γίνει επιτέλους το θεμέλιο της αγωγής του Έλληνα πολίτη.
     Καιρός για γενικό συμπέρασμα. Δεν είναι ευχάριστο. Κάπου εκεί μετά την πτώση της δικτατορίας η Ελλάδα έχασε την τελευταία ευκαιρία να κλείσει τον Εμφύλιο με μια πραγματικά, βαθιά συμφιλίωση. Γιατί αυτό δεν ήθελε δημαγωγούς στην πολιτική απαιτούσε ηγέτες δεν ήθελε ιεροκήρυκες στα σχολεία και στα Πανεπιστήμια ήθελε δασκάλους της κριτικής σκέψης και των ιδεών του Διαφωτισμού και του Ανθρωπισμού -ιδίως σήμερα, με τη μισή ανθρωπότητα να κυνηγά και να σκοτώνει τον Διαφωτισμό και τον Ανθρωπισμό όπου ακόμη αντιστέκονται.
---
     Το 2009 η κρίση μας βρήκε με τον νου θολωμένο από την εμφυλιοπολεμική κουλτούρα. Η αντιμετώπιση της κρίσης έως τα μέσα του 2016, άσκεπτη, σπασμωδική και εντελώς ανοργάνωτη, αποκάλυψε σε ένα έκπληκτο ευρωπαϊκό και διεθνές κοινό όλες τις παθογένειες του ελληνικού οικονομικού, πολιτικού και κοινωνικού συστήματος.
     Η κρίση, όμως, αποκάλυψε επιπλέον όλα τα προβλήματα της Ευρώπης, της ευρωπαϊκής ενοποίησης και την πολυπλοκότητα, αδράνεια και ανικανότητα της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας. Η γραφειοκρατία αντέδρασε με αμηχανία και αδιαφορία. Οι κυβερνήσεις των χωρών-μελών αντέδρασαν αμυντικά, και μόνο ορισμένα ανώτερα όργανα της Ένωσης αντέδρασαν με υπευθυνότητα. Η Ευρώπη σώθηκε, έστω προσωρινώς -η Ελλάδα, όχι.
     Στην Ελλάδα, εξ άλλου, στα δεκαπέντε τελευταία χρόνια η ανανέωση της στελέχωσης όλων των ελληνικών κομμάτων ήταν συνεχής, ευρύτατη και ποιοτικώς θλιβερή. Μισός αιώνας απαιδευσίας στα σχολεία και στα πανεπιστήμια είχε διαμορφώσει μια κρίσιμη μάζα ψηφοφόρων χωρίς παιδεία και χωρίς κριτική σκέψη. Αυτοί κυρίως έστειλαν στη Βουλή τους ασήμαντους που επέλεγαν οι αρχηγοί των κομμάτων.
     Η κατάπτωση της πολιτικής και η ελεύθερη πτώση της οικονομίας οφείλεται κυρίως στην ημιμάθεια σχεδόν όλων των κομματικών και κυβερνητικών στελεχών στην άρνηση όλων να προωθήσουν οποιαδήποτε μεταρρύθμιση στην αντίδραση σε όλα, με στομφώδεις γενικολογίες και ευχολόγια στην αδυναμία όλων να μελετήσουν εις βάθος και να προτείνουν ένα τεκμηριωμένο και κοστολογημένο αναπτυξιακό πρόγραμμα και βεβαίως, στην αδιάκοπη και βίαιη αντίδραση των ακραίων ομάδων του ενός ή του άλλου κόμματος και της μίας ή της άλλης συντεχνίας ή ομάδας συμφερόντων.
     Η ημιμάθεια και ακρισία των πολιτικών τάξεων, σε συνδυασμό με την ακραία δημαγωγία όλων των κομμάτων, διαιώνιζαν τα σύνδρομα της γενικότερης κοινωνικής απαιδευσίας: την ξενοφοβία, την ευρωφοβία, την έλλειψη διαλόγου και την κλιμάκωση της βιαιότητας. Οι συνθήκες αυτές ενίσχυαν συνεχώς την ακροδεξιά και αυτές κυρίως προεβίβασαν μια καρικατούρα του ναζισμού στη θέση του τρίτου κόμματος της χώρας, ευτελίζοντας τελείως ένα κοινοβούλιο ήδη ευτελές και πριν από το 2009.
---
     Πριν από 23 χρόνια, το 1993, τελείωνα ένα βιβλίο ως εξής:

     Το τίμημα που κατέβαλε η νεοελληνική δημοκρατία για τα 150 χρόνια της ζωής της ήταν βαρύ και πολυσύνθετο. Τίμημα πολιτικό: μια δημοκρατία που κατατρώγεται από τα καρκινώματα της δημαγωγίας και του λαϊκισμού. Τίμημα οικονομικό: φόροι ατελέσφοροι ένεκα ψηφοθηρίας, διοικητικές δαπάνες υπέρογκες λόγω πατρωνίας, στρατιωτικές δαπάνες αιματηρές, χάριν σωβινιστικής πλειοδοσίας. Τίμημα πολιτισμικό: μια κοινωνία εκμαυλισμένη από τη δημαγωγική κολακεία και τη μυθοποίηση της υλικής αντιπαροχής, που βλέπει τις αξίες της να ανατρέπονται, την ιστορική της ταυτότητα να διαστρεβλώνεται και τον παραδοσιακό της πολιτισμό να χάνεται χωρίς στη θέση του να δημιουργείται νέος. Η αναστροφή της πορείας αυτής, είτε με αφύπνιση αρχίσει, είτε με κοινωνική ρήξη ή με διεθνή επιπλοκή, θα είναι μακρά και επώδυνη.

     Σήμερα, το ελληνικό κράτος προετοιμάζεται να εορτάσει δύο αιώνες ζωής και ενώ βιώνει μια κρίση που ξεκίνησε με τον τέταρτο εμφύλιο της Ιστορίας της, τίποτε δεν αποκλείει έναν νέο, πέμπτο εμφύλιο. Όπως τίποτε δεν αποκλείει τον εξωτερικό πόλεμο -είτε εξωγενή και τοπικό που θα συμπαρασύρει κι εμάς, είτε πόλεμο που θα προκαλέσουν οι γείτονές μας ή εμείς οι ίδιοι, μέσα στην εθνική μας παράκρουση. Αυτή η συνδυασμένη δυναμική οικονομικής κατάρρευσης, εμφύλιας διαμάχης, αντιπαλότητας με την Τουρκία και γεωπολιτικής αστάθειας στην περιοχή είναι θανάσιμη απειλή -για τη δημοκρατία στην Ελλάδα, για το μέλλον της Ευρώπης και για την ειρήνη. Αυτή, όμως, δεν είναι η μόνη δυνατή εξέλιξη της κρίσης που βιώνουμε. Άλλο είναι το σενάριο που είχα στον νου τελειώνοντας ένα άλλο βιβλίο, το 2013:

     Και όμως, το ιστορικό αίνιγμα θα βρει τη λύση του. Οι εμφύλιες ρήξεις είναι επί θύραις, αλλά η αφύπνιση επιτέλους άρχισε. Μπροστά μας τα παγκόσμια κύματα και τα κουπιά, οι σειρήνες και οι στρόβιλοι της τύχης. Η αναστροφή της πορείας θα υπάρξει, κι ας είναι μακρά και επώδυνη -φθάνει να θυμηθούμε τον Οδυσσέα και τον Καβάφη, και να συντρέξει τύχη αγαθή.     

Ξενοφώντος Ελληνικά «Βιβλίο 2. Κεφάλαιο 4. §1-17» (Ασκήσεις σχολικού)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Joseph Oland

Ξενοφώντος Ελληνικά «Βιβλίο 2. Κεφάλαιο 4. §1-17» (Ασκήσεις σχολικού)

[1] Τέτοιος στάθηκε ο θάνατος του Θηραμένη. Τότε πια θεώρησαν οι Τριάντα πως ήταν ελεύθεροι να τυραννούν δίχως φόβο· όχι μόνο απαγόρευσαν σ’ όσους δεν ήταν γραμμένοι στον κατάλογο να μπαίνουν στην πόλη, αλλά τους άρπαζαν κι από μέσα απ’ τ’ αγροκτήματά τους για να τους πάρουν, αυτοί κ’ οι φίλοι τους, τη γη τους. Οι κατατρεγμένοι κατέφευγαν στον Πειραιά, μα κ’ εκεί συνεχιζόταν ο διωγμός· τα Μέγαρα κ’ η Θήβα γέμισαν πρόσφυγες.
[2] Τότε κίνησε από τη Θήβα ο Θρασύβουλος με μια εβδομηνταριά άντρες κ’ έπιασε τ’ οχυρό φρούριο της Φυλής. Μια μέρα πούκανε πολύ καλό καιρό βγήκαν οι Τριάντα από την πόλη να τους χτυπήσουν, έχοντας μαζί τους τους Τρεις Χιλιάδες και το ιππικό. Όταν έφτασαν στη Φυλή, μερικοί νέοι τόλμησαν να κάνουν αμέσως επίθεση στο φρούριο, αλλά πληγώθηκαν κ’ έφυγαν άπραχτοι. [3] Οι Τριάντα σχεδίαζαν να χτίσουν τείχος για να κόψουν τον ανεφοδιασμό των επαναστατών και να τους αναγκάσουν να παραδοθούν· τη νύχτα όμως και την άλλη μέρα χιόνισε τόσο πολύ που υποχρεώθηκαν να γυρίσουν πίσω στην πόλη, βουτηγμένοι στα χιόνια, αφού τους σκότωσαν οι άλλοι πολλούς βοηθητικούς. [4] Κατάλαβαν ωστόσο ότι οι επαναστάτες θα λεηλατούσαν και τις καλλιέργειες αν δεν υπήρχε φρουρά να τις προστατέψει· έστειλαν λοιπόν στα σύνορα —κάπου δεκαπέντε στάδια από τη Φυλή— όλη σχεδόν τη Λακωνική φρουρά και το ιππικό δύο φυλών, που στρατοπέδευσαν σ’ ένα πυκνοφυτεμένο τόπο και φύλαγαν την περιοχή.
[5] Στο μεταξύ είχαν συγκεντρωθεί στη Φυλή κάπου εφτακόσιοι άνδρες. Μια νύχτα, ο Θρασύβουλος τους πήρε και τους κατέβασε σ’ απόσταση τριών ή τεσσάρων σταδίων από τη φρουρά· εκεί απόθεσαν τα όπλα τους και περίμεναν. [6] Κατά τα ξημερώματα σηκώθηκαν οι φρουροί και τράβηξαν ο καθένας στη δουλειά του, ξεμακραίνοντας από τον οπλισμό τους. Εκείνη την ώρα —καθώς οι ιπποκόμοι έκαναν θόρυβο ξυστρίζοντας τ’ άλογα— οι άντρες του Θρασύβουλου άδραξαν τ’ άρματα, κι ορμώντας καταπάνω τους τρεχάτοι σκότωσαν μερικούς και κυνήγησαν τους άλλους, που τόβαλαν στα πόδια, ως έξη-εφτά στάδια δρόμο. Οι ολιγαρχικοί έχασαν πάνω από εκατόν είκοσι οπλίτες και τρεις ιππείς: το Νικόστρατο, το λεγόμενο «ωραίο», κι άλλους δυο που πιάστηκαν στα στρώματά τους. [7] Κατόπι οι επαναστάτες γύρισαν πίσω, έστησαν τρόπαιο, μάζεψαν τα όπλα και τα λάφυρα που είχαν πέσει στα χέρια τους και πήγαν πίσω στη Φυλή. Όταν ήρθε το ιππικό από την πόλη για ενίσχυση, δε βρήκε κανέναν εχθρό μπροστά του· έμεινε λοιπόν εκεί μόνο ώσπου να παραλάβουν τους νεκρούς οι συγγενείς τους και γύρισε ξανά στην πόλη.
[8] Έπειτα απ’ αυτό οι Τριάντα, κρίνοντας ότι η θέση τους είχε κλονιστεί, αποφάσισαν να κάνουν δική τους την Ελευσίνα για να την έχουν καταφύγιο σ’ ώρα ανάγκης. Πήγαν λοιπόν εκεί ο Κριτίας κ’ οι άλλοι συνάδελφοι του, έχοντας δώσει από πριν οδηγίες στο ιππικό, κ’ έκαναν επιθεώρηση στους Ελευσίνιους. Κατόπι, με το πρόσχημα ότι ήθελαν να ξέρουν πόσοι είναι και πόση πρόσθετη φρουρά θα χρειαστούν, πρόσταξαν να τους καταγράψουν όλους, κι ο καθένας που θα καταγραφόταν να βγαίνει από τη μικρή πύλη προς τη θάλασσα. Στο γιαλό όμως είχαν τοποθετήσει δεξιά κι αριστερά τους ιππείς, κ’ έναν-έναν που έβγαινε τον άρπαζαν οι βοηθοί τους και τον έδεναν χεροπόδαρα.
Αφού τους έπιασαν όλους μ’ αυτό τον τρόπο, πρόσταξαν τον αρχηγό του ιππικού Λυσίμαχο να τους πάρει και να τους παραδώσει στους Έντεκα. [9] Την άλλη μέρα συγκέντρωσαν στο Ωδείο τους οπλίτες που ήταν γραμμένοι στον κατάλογο, καθώς και τους υπόλοιπους ιππείς, κι ο Κριτίας σηκώθηκε κ’ είπε:
«Το καθεστώς, άνδρες, δεν τ’ οργανώνουμε μόνο για καλό δικό μας, μα άλλο τόσο και για δικό σας. Μια και θάχετε λοιπόν μερίδιο στις τιμές, πρέπει νάχετε μερίδιο και στους κινδύνους. Για τούτο είν’ ανάγκη να καταδικάσετε τους Ελευσίνιους που πιάσαμε, ώστε νάχετε τις ίδιες ελπίδες και τους ίδιους φόβους με μας.»
[10] Και τους έδειξε ένα σημείο, λέγοντας να παν εκεί να ψηφίσουν ένας-ένας, φανερά. Το μισό Ωδείο ήταν γεμάτο οπλισμένους Λάκωνες φρουρούς· άλλωστε όσοι πολίτες δε σκοτίζονταν παρά μόνο για το συμφέρον τους τάβλεπαν αυτά με καλό μάτι...
Μετά απ’ αυτά ο Θρασύβουλος πήρε τους ανθρώπους του από τη Φυλή —είχαν κιόλας μαζευτεί περίπου χίλιοι— κ’ έφτασε νύχτα στον Πειραιά. Μόλις τόμαθαν οι Τριάντα έτρεξαν να τους χτυπήσουν με τους Λάκωνες, τους οπλίτες και το ιππικό, και προχώρησαν από τον αμαξωτό δρόμο που ανεβαίνει στον Πειραιά. [11] Οι επαναστάτες δοκίμασαν στην αρχή να τους εμποδίσουν, αλλά βλέποντας ότι ο περίγυρος του Πειραιά, μεγάλος καθώς ήταν, χρειαζόταν πολυάνθρωπη φρουρά για την επάνδρωσή του ενώ αυτοί ήταν λίγοι, συσπειρώθηκαν στη Μουνιχία. Τότε οι ολιγαρχικοί πήγαν στην Ιπποδάμειο Αγορά· πρώτα παρατάχτηκαν έτσι ώστε να πιάνουν όλο το φάρδος του δρόμου που οδηγεί στο ιερό της Άρτεμης της Μουνιχίας και στο Βενδίδειο, και το βάθος τους έφτασε τις πενήντα σειρές. Κατόπι, μ’ αυτό το σχηματισμό, άρχισαν ν’ ανηφορίζουν.
[12] Αντίκρυ τους, οι επαναστάτες έπιασαν κ’ εκείνοι όλο το πλάτος του δρόμου, οι οπλίτες τους όμως είχαν μόνο δέκα σειρές βάθος· πίσω τους ωστόσο πήραν θέση ασπιδοφόροι κ’ ελαφρό πεζικό οπλισμένο μ’ ακόντια, και πιο πίσω ακόμα άλλοι, οπλισμένοι με πέτρες. (Απ’ αυτούς ήταν πολλοί, γιατί είχαν προστεθεί και ντόπιοι). Καθώς προχωρούσαν οι αντίπαλοι, ο Θρασύβουλος πρόσταξε τους άνδρες του ν’ αποθέσουν τις ασπίδες τους· κάνοντας κι αυτός το ίδιο, αλλά κρατώντας τ’ άλλα όπλα του, στάθηκε στη μέση κ’ είπε:
[13] «Θυμηθείτε, πολίτες —κι όσοι δεν το ξέρετε, μάθετέ το— ότι στο δεξιό εκείνων που πλησιάζουν βρίσκονται αυτοί που εδώ και τέσσερεις μέρες νικήσατε και πήρατε στο κυνήγι. Στο άκρο αριστερό τους πάλι είναι οι ίδιοι οι Τριάντα —αυτοί που δίχως σε τίποτα νάχουμε φταίξει μας εξόριζαν από την πόλη, μας έδιωχναν από τα σπίτια μας κ’ έκαναν προγραφές των αγαπημένων μας. Να όμως που τώρα τους έλαχε κάτι που αυτοί ποτέ δεν περίμεναν, ενώ εμείς πάντα το ευχόμασταν— τους αντικρύζουμε με τα όπλα στα χέρια! [14] Κάποτε μας έπιαναν την ώρα που τρώγαμε, την ώρα που κοιμόμασταν, την ώρα που ήμασταν στην Αγορά· άλλοι εξοριστήκαμε όχι μόνο αναίτια, αλλά δίχως να βρισκόμαστε καν στην πόλη. Γι’ αυτό κ’ οι θεοί παίρνουν τώρα φανερά το μέρος μας: μέσα στην καλοκαιρία προκαλούνε θύελλα την ώρα που μας συμφέρει· όταν κάνουμε επιχείρηση, λίγοι εμείς εναντίον πολλών εχθρών, θριαμβεύουμε χάρη στην εύνοιά τους· [15] και να τώρα που μας έφεραν σε τοποθεσία όπου οι εχθροί έχουν ν’ ανέβουν ανήφορο κ’ έτσι δεν μπορούν ούτε δόρατα, ούτε ακόντια να ρίξουν πάνω από τα κεφάλια των μπροστινών τους, ενώ εμείς από ψηλά θα τους φτάνουμε και με δόρατα και μ’ ακόντια και με πέτρες και θα χτυπήσουμε πολλούς. [16] Θα νόμιζε κανένας ότι με τις πρώτες σειρές τους τουλάχιστον θα χρειαστεί να πολεμήσουμε σαν ίσοι προς ίσους· αν όμως εσείς ρίχνετε τα βέλη σας πυκνά-πυκνά, όπως πρέπει, κανένας σας δε θ’ αστοχήσει — γεμάτος καθώς είν’ ο δρόμος από δαύτους. Αυτοί πάλι θα κρύβονται όλη την ώρα κάτω από τις ασπίδες τους για να προφυλαχτούν— έτσι θα μπορούμε να τους χτυπάμε όπου θέλουμε, σα νάναι τυφλοί, αλλά και να ορμάμε καταπάνω τους και να τους γκρεμίζουμε. [17] Εμπρός λοιπόν, άνδρες, αγωνιστείτε με τέτοιο τρόπο, που ο καθένας σας να νιώσει ότι σ’ αυτόν χρωστάμε το πιο πολύ τη νίκη! Γιατί αυτή, αν θέλει ο θεός, θα μας δώσει πίσω πατρίδα, σπίτια, ελευθερία, τιμές, παιδιά —σ’ όσους έχουν— και γυναίκες. Τρισευτυχισμένοι θάναι στ’ αλήθεια όσοι από μας, νικητές, ζήσουν για να δουν τη γλυκύτατη εκείνη μέρα! Ευτυχισμένος όμως κι όποιος σκοτωθεί, γιατί σε κανένα —και πλούσιος νάναι— δε θα στηθεί μνημείο λαμπρό σαν το δικό του! Όταν λοιπόν έρθει η στιγμή θ’ αρχίσω εγώ να τραγουδάω τον παιάνα- και μόλις επικαλεστούμε τον Ενυάλιο ας ορμήσουμε όλοι με μια καρδιά, να ξεπληρώσουμε σ' αυτούς τους ανθρώπους τις προσβολές που μας έκαναν!»
[Μετάφραση: Ρόδης Ρούφος]

Ερμηνευτικά σχόλια
§1-7
Η ομάδα των «σκληρών» του καθεστώτος των τριάκοντα επικράτησε. Η σκληρότητα του καθεστώτος έφτασε σε ακραίες μορφές· διώξεις πολιτών, καταπάτηση περιουσιών από τους οπαδούς της τυραννίας, εκτελέσεις. Άρχισε να οργανώνεται η αντίσταση· οι διωκόμενοι κατέφευγαν πρώτα στον Πειραιά και από εκεί έξω από τα σύνορα, στα Μέγαρα και κυρίως στη Θήβα.
§1
Όσοι είχαν υποστεί διώξεις στην ύπαιθρο της Αττικής, δεν επιτρεπόταν άλλωστε να μπούνε στο κέντρο της πόλης («... μ εσιέναι ες τ στυ»), κατέφευγαν στον Πειραιά. Στην περιοχή του Πειραιά από δεκαετίες είχε διαμορφωθεί παράδοση δημοκρατικής πλειοψηφίας την οποία συγκροτούσαν τα πληρώματα του στόλου, οι έμποροι, οι ναυτικοί και οι μέτοικοι.

Τα Μέγαρα και η Θήβα γέμισαν πρόσφυγες
Ο Ξενοφών περιγράφει ειρωνικά την κατάσταση: οι τριάκοντα, με τις ακρότητές τους γέμισαν και τα Μέγαρα και τη Θήβα από αυτούς που απομακρύνονταν από την Αττική ή, με διαφορετική διατύπωση, «και τα Μέγαρα και η Θήβα πλημμύρισαν από πολιτικούς πρόσφυγες».
Όσο μεγάλωνε το κύμα των φυγάδων, άρχισε να διαφαίνεται ο κίνδυνος για το τυραννικό καθεστώς: να οργανωθούν ένοπλες ομάδες πολιτικών προσφύγων. Για να προλάβουν τέτοιο ενδεχόμενο οι Σπαρτιάτες εξέδωσαν αυστηρή διαταγή, όπως παραδίδεται από τον Πλούταρχο στον Βίο του Λυσάνδρου, κεφ. 27: «Λακεδαιμόνιοι ψηφίσαντο... οι φυγάδες Αθηναίοι να οδηγούνται πίσω στην Αθήνα από κάθε κράτος και να θεωρούνται παραβάτες όσοι φέρουν εμπόδια σ’ αυτούς που προσπαθούν να τους φέρουν πίσω». Στο ίδιο κείμενο όμως φαίνεται η αντίδραση του κράτους των Θηβών.
Οι Θηβαίοι «ντεψηφίσαντο... ψηφίσματα πρέποντα κα δελφ (= σύμφωνα) τας ρακλέους κα Διονύσου πράξεσιν, οκίαν μν νεχθαι (να είναι ανοιχτή) πσαν κα πόλιν ν Βοιωτί τος δεομένοις θηναίων, [ ] ν δ τις θήναζε (= στην Αθήνα) δι τς Βοιωτίας π τος τυράννους πλα κομίζ, μήτε ρν τιν Θηβαον μήτε κούειν [ ]. Θρασύβουλος κα ο σν ατ Φυλν καταλαβόντες κ Θηβν ρμήθησαν, πλα κα χρήματα κα τ λαθεν τ ρξασθαι (να μην τους πάρουν είδηση, οι τύραννοι, προτού αρχίσουν) Θηβαίων ατος συμπαρασκευασάντων».

§5
Η αντίδραση κατά του τυραννικού καθεστώτος είναι τόσο έντονη, ώστε μέσα σε ελάχιστες μέρες η δύναμη του Θρασύβουλου στη Φυλή δεκαπλασιάζεται.
§8-10
Οι Τριάκοντα, μετά την πρώτη τους ήττα και βλέποντας τη συνεχή ενίσχυση των δημοκρατικών, προσπαθούν να εξασφαλίσουν καταφύγιο στην Ελευσίνα, σε περίπτωση οριστικής ήττας. Χρησιμοποιούν γι’ αυτό παράνομα και αθέμιτα μέσα, με δολιότητα και άσκηση πρωτοφανούς τρομοκρατίας.
§8
Για να πετύχει η συγκέντρωση των κατοίκων της Ελευσίνας (το «μπλόκο»), οι Τριάκοντα εξαπατούν τα θύματά τους· συγκεντρώνουν τους πολίτες, δήθεν, για απογραφή (για να τους στείλουν επιπλέον φρουρούς για προστασία) και ασκούν (αρχικά τουλάχιστον) ψυχολογική βία στον πληθυσμό με την παρουσία των ιππέων.
§9 να ψηφίσουν... φανερά
Ακόμη και στους συνεργάτες του καθεστώτος δεν έχει εμπιστοσύνη ο Κριτίας. Για να μην υπάρξουν «διαρροές ψήφων», εκτός από την (πρωτοφανή) πολυπληθή παρουσία Σπαρτιατών στρατιωτών μέσα στο χώρο του (δήθεν) δικαστηρίου, επιβάλλεται και η φανερή ψηφοφορία. Στο πλήθος των δικονομικών παραβάσεων, σ’ αυτή την παρωδία δίκης, πρέπει να προστεθεί κι αυτή την οποία τονίζει ο Λυσίας (Κατά Ερατοσθένους, 52): δικάστηκαν τριακόσιοι άνθρωποι με μια ψηφοφορία, ενώ βασική αρχή δικαίου για το αθηναϊκό κράτος ήταν ότι δεν εκδίδονται συνολικές αποφάσεις αλλά για τον κάθε κατηγορούμενο χωριστά. «... ρατοσθένης..., λθν μετ τν συναρχόντων ες Σαλαμνα κα λευσνά τε τριακοσίους τν πολιτν πήγαγεν ες τ δεσμωτήριον κα μι ψήφ ατν πάντων θάνατον κατέγνωσεν».
§10-12
Ο έμπειρος στρατιωτικός Ξενοφών περιγράφει με ακρίβεια και συντομία τις θέσεις και τις κινήσεις των αντιπάλων πριν από τη μάχη.
§11 Μουνιχία
Η περιοχή, ο λόφος (της σημερινής Καστέλας) και το κλειστό λιμάνι (σημερινό Τουρκολίμανο ή Μικρολίμανο) οφείλουν το όνομά τους στον μυθικό βασιλιά της Αττικής Μούνιχο, γιο του Παντοκλέους, οικιστή της περιοχής και ιδρυτή της λατρείας της Μουνιχίας Αρτέμιδος. Η σπουδαιότερη λατρευτική εκδήλωση ήταν τα Μουνίχια και ο μήνας ονομαζόταν Μουνιχιών.
- στην Ιπποδάμειο αγορά
Η Ιπποδάμειος αγορά ήταν το κέντρο της οικονομικής και κοινωνικής ζωής του Πειραιά, του σημαντικότερου εμπορικού κέντρου της Μεσογείου στα χρόνια της ακμής της αθηναϊκής δημοκρατίας. Τα σχέδια της αγοράς και της ευρύτερης περιοχής είχαν κατασκευαστεί στα μέσα του 5ου αι. από τον διάσημο πολεοδόμο Ιππόδαμο τον Μιλήσιο με παραγγελία του Περικλή.
§12-17
Μετά την περιγραφή της παράταξης των δημοκρατικών πριν από τη μάχη, ο Ξενοφών παραθέτει τον σύντομο λόγο του Θρασυβούλου προς τους αγωνιστές της δημοκρατίας. Ο Θρασύβουλος προσπαθεί να τους εγκαρδιώσει, ώστε να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν πολλαπλάσιους εχθρούς.
Ο λόγος, χαρακτηριστικό γνώρισμα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, εκφράστηκε με πολλούς τρόπους και κυρίως με τη ρητορεία. Ήδη στον ομηρικό κόσμο το ιδανικό ενός ευπατρίδη ήταν: μύθων τε ητρ’ μεναι πρηκτρά τε ργων (να είναι ικανός στον λόγο και στην πράξη) Ιλ. I 443. Η εξέλιξη του πολιτισμού ανέβασε τον λόγο σε τελειότητα ως «πειθος δημιουργν» τον 5ο και τον 4ο αι. π.Χ., κυρίως στην Αθήνα: η εκκλησία του δήμου, τα δικαστήρια, η αγορά, ο Κεραμεικός ήταν οι χώροι που ακουγόταν ο ελληνικός λόγος.
Από την άποψη της τεχνικής, ο Θρασύβουλος χρησιμοποιεί στον λόγο του καίριες αντιθέσεις· από την άποψη των ιδεών, προβάλλει βασικές έννοιες και αξίες της αρχαίας ελληνικής ζωής· ταυτόχρονα δίνει σαφείς οδηγίες για την τακτική της μάχης που θ’ ακολουθήσει.
§13-14
Το καθεστώς της βίας και τρόμου κατά την περίοδο της τυραννίας με τις κατασχέσεις περιουσιών, τις προγραφές, τις συλλήψεις, τις εξορίες περιγράφει εύγλωττα και ο Λυσίας κυρίως στα κεφάλαια 95-97 του λόγου «Κατά Ερατοσθένους»:
Σ’ εσάς, μολονότι πολλά υπάρχουν ακόμα να πω, μόνο αυτά αναφέρω.
Όσοι πάλι κατεβήκατε στον Πειραιά, θυμηθείτε πρώτα την υπόθεση των όπλων: ενώ είχατε πάρει μέρος σε πολλές μάχες σε ξένους τόπους, τα όπλα σας τα στέρησαν όχι εθνικοί σας εχθροί, αλλά αυτοί εδώ, και μάλιστα σε περίοδο ειρήνης· ύστερα σας κήρυξαν έκπτωτους από την πόλη που σας είχαν παραδώσει οι προγονοί σας, και όσο ζούσατε στην εξορία, αυτοί ζητούσαν την έκδοσή σας από διάφορες πόλεις. Για όλα αυτά πρέπει να αισθανθείτε τόση οργή, όση και τον καιρό της εξορίας σας, και να θυμηθείτε και όσα άλλα δεινά υποφέρατε από αυτούς: άλλους έσερναν από την αγορά και άλλους από τόπους λατρείας, και τους σκότωναν άλλους άρπαξαν βίαια από τα παιδιά, τους γονείς και τις γυναίκες τους, τους ανάγκαζαν να αυτοκτονήσουν και δεν έδιναν καν άδεια να θαφτούν με τα καθιερωμένα έθιμα, πιστεύοντας ότι η δική τους εξουσία θα ήταν μονιμότερη από την τιμωρία των θεών. Και όσοι ξεφύγατε το θάνατο, έχοντας περάσει πολλούς κινδύνους, έχοντας περιπλανηθεί σε πολλές πόλεις και αντιμετωπίζοντας από παντού την άρνηση, χωρίς να έχετε καν τα απαραίτητα για να ζήσετε, άλλοι από σας έχοντας αφήσει τα παιδιά σας σε πατρίδα τώρα εχθρική, άλλοι σε ξένους τόπους, έχοντας γύρω σας πολλούς αντιπάλους, ήρθατε τέλος στον Πειραιά. Ύστερα από πολλούς και μεγάλους κινδύνους, με τη γενναιότητά σας άλλους ελευθερώσατε και άλλους φέρατε πίσω στην πατρίδα.
(Μετάφραση Ν. Χουρμουζιάδη)
§16               
O Θρασύβουλος είναι βέβαιος ότι οι στρατιώτες του, μολονότι λιγότεροι, έχουν το πλεονέκτημα της θέσης και, αν πολεμήσουν με θάρρος, θα αναγκάσουν τους αντιπάλους να υποχωρήσουν, και καθώς θα τρέχουν στον κατήφορο, για να προστατευθούν από τα ακόντια, τα βέλη και τις πέτρες των δημοκρατικών, θα κρατάνε τις ασπίδες πάνω από τα κεφάλια τους και θα «δίνουν στόχο» με το υπόλοιπο σώμα τους που θα είναι εκτεθειμένο στις βολές των αντιπάλων.
§17 αυτή... θα μας δώσει... και γυναίκες
Η φράση ως προς την εκφραζόμενη ιδέα και τη διατύπωση θυμίζει τον περιώνυμο παιάνα των Αθηναίων, ενώ άρχιζαν την επίθεση στη ναυμαχία της Σαλαμίνας (480 π.Χ.):
παδες λλήνων τε,
λευθεροτε πατρίδ’, λευθεροτε δ
παδας γυνακας, θεν τε πατρων δη,
θήκας τε προγόνων· νν πέρ πάντων γών.
(Αισχύλου, Πέρσαι 402-405)

Ερωτήσεις - Ασκήσεις
1. Πώς κρίνετε την πολιτική ενέργεια των Μεγαρέων και των Θηβαίων να δέχονται Αθηναίους πολιτικούς φυγάδες στις χώρες τους; Σε τι οφείλεται αυτή η θεαματική μεταστροφή της πολιτικής τους; (πρβλ. λλ. 2.11.19 «... μ σπένδεσθαι θηναίοις λλ’ ξαιρεν.»).

Η δραστική επιδείνωση της πολιτικής κατάστασης στην Αθήνα, με τις συλλήψεις, τις εκτελέσεις και τη γενικότερη τρομοκράτηση των πολιτών, λειτούργησε αφυπνιστικά για τα ανθρωπιστικά συναισθήματα και ιδεώδη των γειτονικών πόλεων. Η επιλογή, επομένως, των Μεγαρέων και των Θηβαίων να δέχονται τους διωκόμενους Αθηναίους και να τους προσφέρουν άσυλο, μπορεί να ιδωθεί ως μια ανθρωπιστική απάντηση στην σκληρότητα των Τριάκοντα. Παράλληλα, βέβαια, αποτελούσε και μία πολιτική ενέργεια, εφόσον τους έφερνε σε ανοιχτή αντιπαράθεση με την Σπάρτη. Ως προς αυτό θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η απογοήτευση που είχε επικρατήσει στις ελληνικές πόλεις όταν έγινε αντιληπτό το πραγματικό πρόσωπο της Σπαρτιατικής «ηγεμονίας».
Μετά την κατάρρευση των Αθηνών οι Έλληνες διαπίστωσαν πολύ γρήγορα ότι η σπαρτιατική εξουσία δεν ήταν λιγότερο καταπιεστική απ’ όσο η αττική ηγεμονία. Το σύστημα των Λακεδαιμονίων, οι οποίοι υποστήριξαν παντού τις ολιγαρχικές μειονότητες και προσπάθησαν να διασφαλίσουν την κυριαρχία τους με στρατιωτικές φρουρές που διοικούνταν από Σπαρτιάτες αρμοστές, όπως ακριβώς έκαναν στην Αθήνα, έγινε αφορμή να χυθεί άδικα πολύ αίμα. Η αυτονομία, την οποία υποσχόταν η Σπάρτη και που όλοι προσδοκούσαν μετά την πτώση των Αθηνών, αποδείχτηκε πολύ σύντομα πως δεν αποτελούσε ποτέ ειλικρινή πρόθεση των Σπαρτιατών.
Έχοντας κατά νου την έκταση της απογοήτευσης που είχε προκαλέσει η ανειλικρίνεια κι ο αυταρχισμός της Σπάρτης, αντιλαμβανόμαστε πως η μεταστροφή της πολιτικής αυτών των πόλεων -και ιδίως των Θηβαίων- αποτελούσε απόπειρα αντίδρασης απέναντι στους μέχρι τότε συμμάχους τους. Έτσι, παρά το γεγονός ότι είχαν συμμαχήσει με τη Σπάρτη από την αρχή κιόλας του Πελοποννησιακού Πολέμου, κι οι Θηβαίοι είχαν επιδείξει μεγάλη σκληρότητα απέναντι στην Αθήνα, προτείνοντας την ολοκληρωτική της καταστροφή, άλλαξαν πλήρως τη στάση τους όταν η εξουσία πέρασε στα χέρια της Σπάρτης και συνειδητοποίησαν την απροθυμία της να εκπληρώσει τις αρχικές της υποσχέσεις.

2. Εκτός από το «πολιτικό άσυλο» που, σύμφωνα με τις παραδόσεις, προστάτευαν ο Διόνυσος και ο Ηρακλής (η λατρεία τους είχε βαθιές ρίζες στη Θήβα), ποια είναι η πιο εντυπωσιακή παροχή των Θηβαίων προς τους φυγάδες Αθηναίους;

Το κύμα φυγής Αθηναίων λόγω της ακραίας βιαιότητας των Τριάκοντα είχε οδηγήσει τη Σπάρτη στην έκδοση διατάγματος με το οποίο απαιτούσε την επιστροφή αυτών των «πολιτικών προσφύγων» στην Αθήνα από κάθε πόλη στην οποία είχαν καταφύγει. Ο φόβος της Σπάρτης ήταν πως θα δημιουργηθούν -όπως και τελικά συνέβη- ένοπλες ομάδες πολιτικών προσφύγων, οι οποίες θα απειλούσαν το καθεστώς των Τριάκοντα. Η Θήβα είχε αντιδράσει με άμεσο και σαφή τρόπο στη διαταγή αυτή των Σπαρτιατών, καλώντας τους πολίτες όλων των βοιωτικών πόλεων να δέχονται τους Αθηναίους που ζητούσαν τη βοήθειά τους. Προχωρούσε, μάλιστα, πολύ πέρα από την απλή παροχή πολιτικού ασύλου, εφόσον καλούσε τους πολίτες της να μην παρεμποδίζουν κανέναν Αθηναίο, αν αυτός προσπαθούσε να μεταφέρει στην Αθήνα, μέσω της Βοιωτίας, όπλα εναντίον των εκεί τυράννων. Κι ακόμη περισσότερο οι ίδιοι οι Θηβαίοι ήταν εκείνοι που προσέφεραν όπλα και χρήματα στον Θρασύβουλο και τους άντρες του, διασφαλίζοντάς τους παράλληλα τη δυνατότητα να προετοιμάσουν το κίνημά τους διακριτικά και με ασφάλεια, ώστε οι Τριάκοντα να μην καταλάβουν τίποτε μέχρι να είναι έτοιμος ο Θρασύβουλος να κάνει τις πρώτες του κινήσεις.

3. Πώς κρίνετε τα επιχειρήματα του Κριτία για να εξασφαλίσει την καταδίκη των κατοίκων της Ελευσίνας;

Ο Κριτίας, επιδιώκοντας να δεσμεύσει τους ολιγαρχικούς πολίτες του καταλόγου των Τριών Χιλιάδων και να τους καταστήσει συνένοχους στην εγκληματική δράση των Τριάκοντα, απαιτεί από αυτούς να συναινέσουν στην καταδίκη των κατοίκων της Ελευσίνας. Το επιχείρημά του φανερώνει ξεκάθαρα τον κυνισμό του και κινείται στο επίπεδο της αυστηρής λογικής: «εφόσον θα έχετε μερίδιο στις τιμές και τα κέρδη του καθεστώτος, οφείλετε να έχετε μερίδιο και στους κινδύνους». Όπως με σαφήνεια τους εξηγεί, η συναίνεσή τους στην καταδικαστική απόφαση θα σημαίνει πως πλέον θα έχουν όλοι τους «τις ίδιες ελπίδες και τους ίδιους φόβους» με τους Τριάκοντα.
Το αίτημα του Κριτία καταγράφεται συνοπτικά και με απρόσμενα ειλικρινή τρόπο, γεγονός που φανερώνει την αγωνία του σχετικά με την πορεία του καθεστώτος. Ανησυχεί πως το κίνημα εναντίον των Τριάκοντα ενδέχεται να κλονίσει την εμπιστοσύνη ακόμη και των ολιγαρχικών υποστηρικτών του, γι’ αυτό και θέλει να εκβιάσει την αφοσίωσή τους. Έτσι, χωρίς περιττά σοφίσματα, αλλά με ξεκάθαρο τρόπο τους ζητά ανοιχτά να αναλάβουν το μερίδιο της ευθύνης που τους αναλογεί. Αν θέλουν να έχουν μερίδιο στα κέρδη κι αν θέλουν να συνεχίσουν να έχουν τον έλεγχο της πόλης, οφείλουν τώρα να αποδείξουν πως είναι αποφασισμένοι να συνδέσουν τη μοίρα τους με αυτή των Τριάκοντα. Από τη στιγμή, άλλωστε, που θα συναινούσαν στην καταδίκη των κατοίκων της Ελευσίνας, θα φοβόντουσαν κι εκείνοι μια πιθανή κατάρρευση του τυραννικού καθεστώτος, εφόσον θα ήταν πια αντιμέτωποι με παρόμοιες ποινικές κατηγορίες για τη δράση τους.

4. Ποια ήταν η στάση της «κοινής γνώμης» απέναντι στις καταδικαστικές αποφάσεις του καθεστώτος; Ποια διαφοροποίηση επήλθε βαθμιαία; Να προσδιοριστούν οι παράγοντες που συνέβαλαν σ’ αυτή τη διαφοροποίηση.

Η «κοινή γνώμη» στην Αθήνα ακολούθησε βαθμιαία διαφορετική στάση απέναντι στις καταδικαστικές αποφάσεις του καθεστώτος, καθώς σταδιακά άρχισε να διαφαίνεται η απουσία λογικής και ανθρωπιάς πίσω από αυτές. Έτσι, το πρώτο διάστημα, όταν η Βουλή καλούταν να καταδικάσει τους συκοφάντες, οι περισσότεροι δεν αντιδρούσαν καθόλου, εφόσον θεωρούσαν πως αφενός δεν διατρέχουν κίνδυνο αφού δεν ανήκουν σ’ αυτή την κατηγορία κι αφετέρου πως ήταν δίκαιο να τιμωρηθούν όσοι υπήρξαν τόσο ανήθικοί. Στην πορεία όμως, καθώς αυξήθηκαν οι εκτελέσεις πολιτών, χωρίς πλέον να υπάρχει κάποιο πρόσχημα δίκαιης τιμωρίας, ενισχύθηκε το κλίμα ανησυχίας και πολλοί προσπάθησαν να αντιδράσουν, αφού αντιλήφθηκαν πως οι Τριάκοντα δεν κινούνται με κριτήριο το δίκαιο, αλλά την επιθυμία τους για αρπαγή περιουσιών και εκδίκηση. Στο τέλος, μάλιστα, όταν τέθηκε το θέμα της καταδίκης των κατοίκων της Ελευσίνας, μόνο εκείνοι οι ολιγαρχικοί που τους απασχολούσε αποκλειστικά το δικό τους συμφέρον δεν φάνηκαν να ενοχλούνται από τη συνέχιση του φονικού έργου των Τριάκοντα.
Η διαφοροποίηση, επομένως, στη στάση της κοινής γνώμης ακολούθησε το σταδιακό ξεδίπλωμα του αυταρχισμού και της βιαιότητας των Τριάκοντα. Όσο οι πολίτες της Αθήνας συνειδητοποιούσαν τις αρπακτικές διαθέσεις και την τυφλή βία που χαρακτήριζε τη δράση των τυράννων, τόσο περισσότερο ενισχυόταν η διάθεσή τους να αντιδράσουν. Το αποφασιστικό γεγονός, εντούτοις, για την πραγματική εκδήλωση της αντίθεσης των Αθηναίων στο καθεστώς των Τριάκοντα ήταν το κίνημα του Θρασύβουλου κι οι επιτυχίες που σημείωσε αυτό. Καθώς, λοιπόν, ο Θρασύβουλος κατόρθωνε να αντιμετωπίζει με αποτελεσματικότητα τους Τριάκοντα και τη λακωνική φρουρά, οι δυνάμεις του ενισχύονταν από Αθηναίους πολίτες που έπαυαν σταδιακά να φοβούνται κι ένιωθαν πως υπάρχει πλέον η δυνατότητα να ανατρέψουν τους Τριάκοντα.

5. Η ομιλία του Θρασυβούλου είναι ένας τυπικός ρητορικός λόγος. Να προσδιορίσετε: α) Τα μέρη από τα οποία αποτελείται, β) τον τρόπο με τον οποίο προσπαθεί να εγκαρδιώσει τους συναγωνιστές του, γ) τις βασικές αρχές/αξίες πάνω στις οποίες ο αρχαίος Αθηναίος/Έλληνας στήριζε τη ζωή του.

α) Η ομιλία του Θρασύβουλου αποτελείται από τρία μέρη. Το προοίμιο (Θυμηθείτε, πολίτες… τους αντικρύζουμε με τα όπλα στα χέρια!), με το οποίο επιδιώκει να εξασφαλίσει την προσοχή, αλλά και την εύνοια του ακροατηρίου του, τη διήγηση (Κάποτε μας έπιαναν την ώρα… να ορμάμε καταπάνω τους και να τους γκρεμίζουμε), στο οποίο καταγράφονται τα γεγονότα εκείνα που έχουν σχέση με το θέμα, όπως και οι οδηγίες για την τακτική της μάχης που θ’ ακολουθήσεις και τον επίλογο (Εμπρός λοιπόν… τις προσβολές που μας έκαναν!), στο πλαίσιο του οποίου ο Θρασύβουλος προτρέπει τους στρατιώτες να αγωνιστούν με θάρρος και επιχειρεί να τους επηρεάσει σε συναισθηματικό επίπεδο (παθοποιία).
β) Ο Θρασύβουλος στην προσπάθειά του να εμψυχώσει τους συναγωνιστές του απευθύνεται τόσο στη λογική, όσο και στο συναίσθημά τους. Ειδικότερα, τους υπενθυμίζει πως μέρος των αντιπάλων το έχουν ήδη νικήσει σε προηγούμενη αναμέτρηση, οπότε μπορούν να επιτύχουν εκ νέου το ίδιο. Τους επισημαίνει πως στο αριστερό μέρος της αντίπαλης παράταξης βρίσκονται οι Τριάκοντα, οι οποίοι εντελώς αναίτια τους εξόριζαν κι έκαναν προγραφές των οικείων τους. Οι Τριάκοντα που δεν δίσταζαν να συλλαμβάνουν εντελώς αυθαίρετα πολίτες την ώρα που έτρωγαν, κοιμόντουσαν ή βρίσκονταν στην Αγορά. Με τις επισημάνσεις αυτές επιδιώκει να τους επηρεάσει συναισθηματικά και να διεγείρει συναισθήματα οργής, ώστε να ενισχυθεί η επιθυμία τους για την επερχόμενη αναμέτρηση.
Ο Θρασύβουλος τονίζει, επίσης, το γεγονός πως έχουν εμφανώς με το μέρος τους τούς θεούς, οι οποίοι όχι απλώς τους οδηγούν σε νίκες παρά το γεγονός ότι είναι λιγότεροι από τους αντιπάλους τους, αλλά ακόμη και κατά τη διάρκεια της καλοκαιρίας προκαλούν θύελλες για να τους στηρίξουν. Αναφέρεται, επιπροσθέτως, διεξοδικά σε όλα τα πλεονεκτήματα που θα έχουν στο πλαίσιο αυτής της μάχης χάρη στο γεγονός ότι βρίσκονται σε υψηλότερη τοποθεσία συγκριτικά με τους αντιπάλους τους. Αυτό θα αναγκάσει τους άλλους να ανεβαίνουν ανήφορο και να κρύβονται κάτω από τις ασπίδες τους, ενώ εκείνοι θα τους χτυπούν με άνεση από ψηλά χρησιμοποιώντας ακόντια, δόρατα και πέτρες.
Πέρα, βέβαια, από την παρουσίαση της πλεονεκτικής τους θέσης, προχωρά και σε μια δραστική υπενθύμιση, με τη χρήση ασύνδετου σχήματος, όλων εκείνων για χάρη των οποίων πολεμούν. Ενώ, δεν παραλείπει να αναφερθεί και στην υστεροφημία που θα αποκτήσουν εκείνοι θα που θα πέσουν νεκροί στο πεδίο της μάχης, αφού κανένα μνημείο δεν πρόκειται να είναι τόσο λαμπρό, όσο αυτό που θα στηθεί για να τους τιμήσει.
γ) Οι βασικές αρχές και αξίες στις οποίες ο αρχαίος Αθηναίος, κι ευρύτερα ο αρχαίος Έλληνας, στήριζε τη ζωή του σχετίζονται κατ’ αρχάς με την ευσέβειά του και τη βαθιά πίστη του στους θεούς. Είναι με τη δική τους εύνοια που έχει αγαθή τύχη και στήριξη, όταν το χρειάζεται, κι είναι υπό τη δική τους προστασία που επιχειρεί καθετί στη ζωή του. Ακολούθως έρχεται η αγάπη για την πατρίδα, χωρίς την οποία ή έξω από την οποία γνωρίζει πως δεν μπορεί να ζήσει, εφόσον αυτή συνιστά και εμπεριέχει την κοινωνία της οποίας είναι μέλος. Απολύτως σημαντική είναι, επίσης, η έννοια της ελευθερίας, καθώς η απουσία της σηματοδοτεί τον μαρασμό όχι μόνο της πατρίδας, αλλά και της ατομικότητας. Καίριο, φυσικά, ρόλο διαδραματίζει κι η οικογένεια του κάθε πολίτη, η γυναίκα, τα παιδιά του, όπως και το σπίτι τους.
Σημαντικές, τέλος, είναι κι οι τιμές που μπορεί να αποκομίσει μέσα από την ενάρετη δράση, τη γενναιότητα και τη συμπαράσταση στους συμπολίτες του. Με σημαντικότερη από τις τιμές, εκείνη της υστεροφημίας που καταξιώνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την ύπαρξή του και επισφραγίζει τη γενναιότητα και τη φιλοπατρία του.

Θέματα για συζήτηση
1. Να διερευνήσετε τους λόγους για τους οποίους οι Τριάκοντα απαγόρευαν την είσοδο στο στυ στους εκτός καταλόγου πολίτες.

Μετά τη θανάτωση του Θηραμένη, οι Τριάκοντα θεώρησαν πως είναι πια ελεύθεροι να αποκτήσουν τον πλήρη έλεγχο της Αθήνας και να προβούν, κατά βούληση, σε αρπαγές περιουσιών, κλιμακώνοντας δραστικά την τρομοκράτηση των πολιτών. Προκειμένου, λοιπόν, να μην έχουν το φόβο εσωτερικών αντιδράσεων στην πόλη απαγόρευσαν την είσοδο σε όσους δεν ανήκαν στον κύκλο των υποστηρικτών τους, στον κατάλογο, δηλαδή, των Τριών Χιλιάδων. Γνώριζαν, άλλωστε, πως από τη στιγμή που θα άρχιζαν να συλλαμβάνουν όσους διέμεναν έξω από την πόλη, για να οικειοποιηθούν τα αγροκτήματά τους, θα ενισχύονταν σημαντικά η διάθεση αντίδρασης των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής. Διατηρώντας, επομένως, το κύριο μέρος της Αθήνας, το άστυ, υπό τον αποκλειστικό έλεγχο των ολιγαρχικών, πίστευαν πως θα απέτρεπαν την πιθανότητα δημιουργίας κάποιου κινήματος εναντίον τους.

2. Πώς εξηγείται το γεγονός ότι πολλοί καταδιωκόμενοι, αντίπαλοι του καθεστώτος, έβρισκαν καταφύγιο στον Πειραιά;

Στην περιοχή του Πειραιά από δεκαετίες είχε διαμορφωθεί παράδοση δημοκρατικής πλειοψηφίας την οποία συγκροτούσαν τα πληρώματα του στόλου, οι έμποροι, οι ναυτικοί και οι μέτοικοι. Η επιλογή, άρα, των αντιπάλων του καθεστώτος να αναζητήσουν καταφύγιο στον Πειραιά ήταν απολύτως λογική, εφόσον οι Τριάκοντα δεν είχαν επαρκείς δυνάμεις για να θέσουν και τον Πειραιά υπό τον πλήρη έλεγχό τους. Ήταν σαφές πως λόγω της εκεί δημοκρατικής πλειοψηφίας, η όποια εξουσία των Τριάκοντα ήταν επισφαλής και σίγουρα όχι τέτοια, ώστε να είναι σε θέση να προχωρήσουν σε συλλήψεις, χωρίς να υπάρξει σημαντική αντίδραση από τη μεριά των κατοίκων της περιοχής.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...