Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κολάζω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Victoria Ivanova
 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κολάζω»
 
(κολάζω = τιμωρώ)
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
κολάζω, κολάζεις, κολάζει, κολάζομεν, κολάζετε, κολάζουσι(ν)
Υποτακτική
κολάζω, κολάζς, κολάζ, κολάζωμεν, κολάζητε, κολάζωσι(ν)
Ευκτική
κολάζοιμι, κολάζοις, κολάζοι, κολάζοιμεν, κολάζοιτε, κολάζοιεν
Προστακτική
---, κόλαζε, κολαζέτω, ---, κολάζετε, κολαζόντων (ή κολαζέτωσαν)
Απαρέμφατο
κολάζειν
Μετοχή
κολάζων, κολάζουσα, κολάζον
 
Παρατατικός
Οριστική
κόλαζον, κόλαζες, κόλαζε, κολάζομεν, κολάζετε, κόλαζον
 
Μέλλοντας
Οριστική
κολάσω, κολάσεις, κολάσει, κολάσομεν, κολάσετε, κολάσουσι(ν)
Ευκτική
κολάσοιμι, κολάσοις, κολάσοι, κολάσοιμεν, κολάσοιτε, κολάσοιεν
Απαρέμφατο
κολάσειν
Μετοχή
κολάσων, κολάσουσα, κολάσον
 
Αόριστος
Οριστική
κόλασα, κόλασας, κόλασε(ν), κολάσαμεν, κολάσατε, κόλασαν
Υποτακτική
κολάσω, κολάσς, κολάσ, κολάσωμεν, κολάσητε, κολάσωσι(ν)
Ευκτική
κολάσαιμι, κολάσαις - κολάσειας, κολάσαι - κολάσειε(ν), κολάσαιμεν, κολάσαιτε, κολάσαιεν - κολάσειαν
Προστακτική
---, κόλασον, κολασάτω, ---, κολάσατε, κολασάντων (ή κολασάτωσαν)
Απαρέμφατο
κολάσαι
Μετοχή
κολάσας, κολάσασα, κολάσαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
κεκόλακα, κεκόλακας, κεκόλακε, κεκολάκαμεν, κεκολάκατε, κεκολάκασι(ν)
 
Υποτακτική
κεκολακώς- κεκολακυα- κεκολακός
κεκολακώς- κεκολακυα- κεκολακός ς
κεκολακώς- κεκολακυα- κεκολακός
κεκολακότες- κεκολακυαι- κεκολακότα μεν
κεκολακότες- κεκολακυαι- κεκολακότα τε
κεκολακότες- κεκολακυαι- κεκολακότα σι
 
Ευκτική
κεκολακώς- κεκολακυα- κεκολακός εην
κεκολακώς- κεκολακυα- κεκολακός εης
κεκολακώς- κεκολακυα- κεκολακός εη
κεκολακότες- κεκολακυαι- κεκολακότα εημεν (εμεν)
κεκολακότες- κεκολακυαι- κεκολακότα εητε (ετε)
κεκολακότες- κεκολακυαι- κεκολακότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
κεκολακώς- κεκολακυα- κεκολακός σθι
κεκολακώς- κεκολακυα- κεκολακός στω
---
κεκολακότες- κεκολακυαι- κεκολακότα στε
κεκολακότες- κεκολακυαι- κεκολακότα στων
 
Απαρέμφατο
κεκολακέναι
Μετοχή
κεκολακώς- κεκολακυα- κεκολακός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
κεκολάκειν, κεκολάκεις, κεκολάκει, κεκολάκεμεν, κεκολάκετε, κεκολάκεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
κολάζομαι, κολάζ/κολάζει, κολάζεται, κολαζόμεθα, κολάζεσθε, κολάζονται
Υποτακτική
κολάζωμαι, κολάζ, κολάζηται, κολαζώμεθα, κολάζησθε, κολάζωνται
Ευκτική
κολαζοίμην, κολάζοιο, κολάζοιτο, κολαζοίμεθα, κολάζοισθε, κολάζοιντο
Προστακτική
---, κολάζου, κολαζέσθω, ---, κολάζεσθε, κολαζέσθων ή κολαζέσθωσαν
Απαρέμφατο
κολάζεσθαι
Μετοχή
κολαζόμενος
κολαζομένη
κολαζόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
κολαζόμην, κολάζου, κολάζετο, κολαζόμεθα, κολάζεσθε, κολάζοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
κολάσομαι, κολάσ/κολάσει, κολάσεται, κολασόμεθα, κολάσεσθε, κολάσονται
Ευκτική
κολασοίμην, κολάσοιο, κολάσοιτο, κολασοίμεθα, κολάσοισθε, κολάσοιντο
Απαρέμφατο
κολάσεσθαι
Μετοχή
κολασόμενος
κολασομένη
κολασόμενον
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
κολασθήσομαι, κολασθήσ/κολασθήσει, κολασθήσεται, κολασθησόμεθα, κολασθήσεσθε, κολασθήσονται
Ευκτική
κολασθησοίμην, κολασθήσοιο, κολασθήσοιτο, κολασθησοίμεθα, κολασθήσοισθε, κολασθήσοιντο
Απαρέμφατο
κολασθήσεσθαι
Μετοχή
κολασθησόμενος
κολασθησομένη
κολασθησόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
κολασάμην, κολάσω, κολάσατο, κολασάμεθα, κολάσασθε, κολάσαντο
Υποτακτική
κολάσωμαι, κολάσ, κολάσηται, κολασώμεθα, κολάσησθε, κολάσωνται
Ευκτική
κολασαίμην, κολάσαιο, κολάσαιτο, κολασαίμεθα, κολάσαισθε, κολάσαιντο
Προστακτική
---, κόλασαι, κολασάσθω, ---, κολάσασθε, κολασάσθων ή κολασάσθωσαν
Απαρέμφατο
κολάσασθαι
Μετοχή
κολασάμενος
κολασαμένη
κολασάμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
κολάσθην, κολάσθης, κολάσθη, κολάσθημεν, κολάσθητε, κολάσθησαν
Υποτακτική
κολασθ, κολασθς, κολασθ, κολασθμεν, κολασθτε, κολασθσι(ν)
Ευκτική
κολασθείην, κολασθείης, κολασθείη, κολασθείημεν ή κολασθεμεν, κολασθείητε ή κολασθετε, κολασθείησαν ή κολασθεεν
Προστακτική
---, κολάσθητι, κολασθήτω, ---, κολάσθητε, κολασθέντων ή κολασθήτωσαν
Απαρέμφατο
κολασθναι
Μετοχή
κολασθείς
κολασθεσα
κολασθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
κεκόλασμαι, κεκόλασαι, κεκόλασται, κεκολάσμεθα, κεκόλασθε, κεκολασμένοι εσί(ν)
 
Υποτακτική
κεκολασμένος- κεκολασμένη-κεκολασμένον
κεκολασμένος- κεκολασμένη-κεκολασμένον ς
κεκολασμένος- κεκολασμένη-κεκολασμένον
κεκολασμένοι- κεκολασμέναι-κεκολασμένα μεν
κεκολασμένοι- κεκολασμέναι-κεκολασμένα τε
κεκολασμένοι- κεκολασμέναι-κεκολασμένα σι
 
Ευκτική
κεκολασμένος- κεκολασμένη-κεκολασμένον εην
κεκολασμένος- κεκολασμένη-κεκολασμένον εης
κεκολασμένος- κεκολασμένη-κεκολασμένον εη
κεκολασμένοι- κεκολασμέναι-κεκολασμένα εημεν (εμεν)
κεκολασμένοι- κεκολασμέναι-κεκολασμένα εητε (ετε)
κεκολασμένοι- κεκολασμέναι-κεκολασμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, κεκόλασο, κεκολάσθω, --- κεκόλασθε, κεκολάσθων ή κεκολάσθωσαν
 
Απαρέμφατο
κεκολάσθαι
Μετοχή
κεκολασμένος,
κεκολασμένη,
κεκολασμένον
 
Υπερσυντέλικος
κεκολάσμην, κεκόλασο, κεκόλαστο, κεκολάσμεθα, κεκόλασθε, κεκολασμένοι σαν

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἰσχύω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Stefan Mitterwallner
 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «σχύω»
 
Ενεστώτας
Οριστική
σχύω, σχύεις, σχύει, σχύομεν, σχύετε, σχύουσι(ν)
Υποτακτική
σχύω, σχύς, σχύ, σχύωμεν, σχύητε, σχύωσι(ν)
Ευκτική
σχύοιμι, σχύοις, σχύοι, σχύοιμεν, σχύοιτε, σχύοιεν
Προστακτική
---, σχυε, σχυέτω, ---, σχύετε, σχυόντων (ή σχυέτωσαν)
Απαρέμφατο
σχύειν
Μετοχή
σχύων, σχύουσα, σχον
 
Παρατατικός
Οριστική
σχυον, σχυες, σχυε, σχύομεν, σχύετε, σχυον
 
Μέλλοντας
Οριστική
σχύσω, σχύσεις, σχύσει, σχύσομεν, σχύσετε, σχύσουσι(ν)
Ευκτική
σχύσοιμι, σχύσοις, σχύσοι, σχύσοιμεν, σχύσοιτε, σχύσοιεν
Απαρέμφατο
σχύσειν
Μετοχή
σχύσων, σχύσουσα, σχσον
 
Αόριστος
Οριστική
σχυσα, σχυσας, σχυσε(ν), σχύσαμεν, σχύσατε, σχυσαν
Υποτακτική
σχύσω, σχύσς, σχύσ, σχύσωμεν, σχύσητε, σχύσωσι(ν)
Ευκτική
σχύσαιμι, σχύσαις / σχύσειας, σχύσαι / σχύσειε(ν), σχύσαιμεν, σχύσαιτε, σχύσαιεν / σχύσειαν
Προστακτική
---, σχυσον, σχυσάτω, ---, σχύσατε, σχυσάντων (ή σχυσάτωσαν)
Απαρέμφατο
σχσαι
Μετοχή
σχύσας, σχύσασα, σχσαν
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἰσχύθην, ἰσχύθης, ἰσχύθη, ἰσχύθημεν, ἰσχύθητε, ἰσχύθησαν
Υποτακτική
ἰσχυθ, ἰσχυθς, ἰσχυθ, ἰσχυθμεν, ἰσχυθτε, ἰσχυθσι(ν)
Ευκτική
ἰσχυθείην, ἰσχυθείης, ἰσχυθείη, ἰσχυθείημεν ή ἰσχυθεμεν, ἰσχυθείητε ή ἰσχυθετε, ἰσχυθείησαν ή ἰσχυθεεν
Προστακτική
---, ἰσχύθητι, ἰσχυθήτω, ---, ἰσχύθητε, ἰσχυθέντων ή ἰσχυθήτωσαν
Απαρέμφατο
ἰσχυθναι
Μετοχή
ἰσχυθείς
ἰσχυθεσα
ἰσχυθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
σχυκα, σχυκας, σχυκε, σχύκαμεν, σχύκατε, σχύκασι(ν)
 
Υποτακτική
σχυκώς- σχυκυα- σχυκός
σχυκώς- σχυκυα- σχυκός ς
σχυκώς- σχυκυα- σχυκός
σχυκότες- σχυκυαι- σχυκότα μεν
σχυκότες- σχυκυαι- σχυκότα τε
σχυκότες- σχυκυαι- σχυκότα σι
 
Ευκτική
σχυκώς- σχυκυα- σχυκός εην
σχυκώς- σχυκυα- σχυκός εης
σχυκώς- σχυκυα- σχυκός εη
σχυκότες- σχυκυαι- σχυκότα εημεν (εμεν)
σχυκότες- σχυκυαι- σχυκότα εητε (ετε)
σχυκότες- σχυκυαι- σχυκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
σχυκώς- σχυκυα- σχυκός σθι
σχυκώς- σχυκυα- σχυκός στω
---
σχυκότες- σχυκυαι- σχυκότα στε
σχυκότες- σχυκυαι- σχυκότα στων
 
Απαρέμφατο
σχυκέναι
Μετοχή
σχυκώς- σχυκυα- σχυκός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
σχύκειν, σχύκεις, σχύκει, σχύκεμεν, σχύκετε, σχύκεσαν
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...