Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος
«κολάζω»
(κολάζω = τιμωρώ)
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κολάζω, κολάζεις, κολάζει, κολάζομεν, κολάζετε, κολάζουσι(ν)
Υποτακτική
κολάζω, κολάζῃς, κολάζῃ, κολάζωμεν, κολάζητε, κολάζωσι(ν)
Ευκτική
κολάζοιμι, κολάζοις, κολάζοι, κολάζοιμεν, κολάζοιτε, κολάζοιεν
Προστακτική
---, κόλαζε, κολαζέτω, ---, κολάζετε, κολαζόντων (ή κολαζέτωσαν)
Απαρέμφατο
κολάζειν
Μετοχή
κολάζων, κολάζουσα, κολάζον
Παρατατικός
Οριστική
ἐκόλαζον, ἐκόλαζες, ἐκόλαζε, ἐκολάζομεν, ἐκολάζετε, ἐκόλαζον
Μέλλοντας
Οριστική
κολάσω, κολάσεις, κολάσει, κολάσομεν, κολάσετε, κολάσουσι(ν)
Ευκτική
κολάσοιμι, κολάσοις, κολάσοι, κολάσοιμεν, κολάσοιτε, κολάσοιεν
Απαρέμφατο
κολάσειν
Μετοχή
κολάσων, κολάσουσα, κολάσον
Αόριστος
Οριστική
ἐκόλασα, ἐκόλασας, ἐκόλασε(ν), ἐκολάσαμεν, ἐκολάσατε, ἐκόλασαν
Υποτακτική
κολάσω, κολάσῃς, κολάσῃ, κολάσωμεν, κολάσητε, κολάσωσι(ν)
Ευκτική
κολάσαιμι, κολάσαις - κολάσειας, κολάσαι - κολάσειε(ν), κολάσαιμεν, κολάσαιτε, κολάσαιεν - κολάσειαν
Προστακτική
---, κόλασον, κολασάτω, ---, κολάσατε, κολασάντων (ή κολασάτωσαν)
Απαρέμφατο
κολάσαι
Μετοχή
κολάσας, κολάσασα, κολάσαν
Παρακείμενος
Οριστική
κεκόλακα, κεκόλακας, κεκόλακε, κεκολάκαμεν, κεκολάκατε, κεκολάκασι(ν)
Υποτακτική
κεκολακώς- κεκολακυῖα- κεκολακός ὦ
κεκολακώς- κεκολακυῖα- κεκολακός ᾖς
κεκολακώς- κεκολακυῖα- κεκολακός ᾖ
κεκολακότες- κεκολακυῖαι- κεκολακότα ὦμεν
κεκολακότες- κεκολακυῖαι- κεκολακότα ἦτε
κεκολακότες- κεκολακυῖαι- κεκολακότα ὦσι
Ευκτική
κεκολακώς- κεκολακυῖα- κεκολακός εἴην
κεκολακώς- κεκολακυῖα- κεκολακός εἴης
κεκολακώς- κεκολακυῖα- κεκολακός εἴη
κεκολακότες- κεκολακυῖαι- κεκολακότα εἴημεν (εἶμεν)
κεκολακότες- κεκολακυῖαι- κεκολακότα εἴητε (εἶτε)
κεκολακότες- κεκολακυῖαι- κεκολακότα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---
κεκολακώς- κεκολακυῖα- κεκολακός ἴσθι
κεκολακώς- κεκολακυῖα- κεκολακός ἔστω
---
κεκολακότες- κεκολακυῖαι- κεκολακότα ἔστε
κεκολακότες- κεκολακυῖαι- κεκολακότα ἔστων
Απαρέμφατο
κεκολακέναι
Μετοχή
κεκολακώς- κεκολακυῖα- κεκολακός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐκεκολάκειν, ἐκεκολάκεις, ἐκεκολάκει, ἐκεκολάκεμεν, ἐκεκολάκετε, ἐκεκολάκεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κολάζομαι, κολάζῃ/κολάζει, κολάζεται, κολαζόμεθα, κολάζεσθε, κολάζονται
Υποτακτική
κολάζωμαι, κολάζῃ, κολάζηται, κολαζώμεθα, κολάζησθε, κολάζωνται
Ευκτική
κολαζοίμην, κολάζοιο, κολάζοιτο, κολαζοίμεθα, κολάζοισθε, κολάζοιντο
Προστακτική
---, κολάζου, κολαζέσθω, ---, κολάζεσθε, κολαζέσθων ή κολαζέσθωσαν
Απαρέμφατο
κολάζεσθαι
Μετοχή
κολαζόμενος
κολαζομένη
κολαζόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐκολαζόμην, ἐκολάζου, ἐκολάζετο, ἐκολαζόμεθα, ἐκολάζεσθε, ἐκολάζοντο
Μέλλοντας
Οριστική
κολάσομαι, κολάσῃ/κολάσει, κολάσεται, κολασόμεθα, κολάσεσθε, κολάσονται
Ευκτική
κολασοίμην, κολάσοιο, κολάσοιτο, κολασοίμεθα, κολάσοισθε, κολάσοιντο
Απαρέμφατο
κολάσεσθαι
Μετοχή
κολασόμενος
κολασομένη
κολασόμενον
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
κολασθήσομαι, κολασθήσῃ/κολασθήσει, κολασθήσεται, κολασθησόμεθα, κολασθήσεσθε, κολασθήσονται
Ευκτική
κολασθησοίμην, κολασθήσοιο, κολασθήσοιτο, κολασθησοίμεθα, κολασθήσοισθε, κολασθήσοιντο
Απαρέμφατο
κολασθήσεσθαι
Μετοχή
κολασθησόμενος
κολασθησομένη
κολασθησόμενον
Αόριστος
Οριστική
ἐκολασάμην, ἐκολάσω, ἐκολάσατο, ἐκολασάμεθα, ἐκολάσασθε, ἐκολάσαντο
Υποτακτική
κολάσωμαι, κολάσῃ, κολάσηται, κολασώμεθα, κολάσησθε, κολάσωνται
Ευκτική
κολασαίμην, κολάσαιο, κολάσαιτο, κολασαίμεθα, κολάσαισθε, κολάσαιντο
Προστακτική
---, κόλασαι, κολασάσθω, ---, κολάσασθε, κολασάσθων ή κολασάσθωσαν
Απαρέμφατο
κολάσασθαι
Μετοχή
κολασάμενος
κολασαμένη
κολασάμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐκολάσθην, ἐκολάσθης, ἐκολάσθη, ἐκολάσθημεν, ἐκολάσθητε, ἐκολάσθησαν
Υποτακτική
κολασθῶ, κολασθῇς, κολασθῇ, κολασθῶμεν, κολασθῆτε, κολασθῶσι(ν)
Ευκτική
κολασθείην, κολασθείης, κολασθείη, κολασθείημεν ή κολασθεῖμεν, κολασθείητε ή κολασθεῖτε, κολασθείησαν ή κολασθεῖεν
Προστακτική
---, κολάσθητι, κολασθήτω, ---, κολάσθητε, κολασθέντων ή κολασθήτωσαν
Απαρέμφατο
κολασθῆναι
Μετοχή
κολασθείς
κολασθεῖσα
κολασθέν
Παρακείμενος
Οριστική
κεκόλασμαι, κεκόλασαι, κεκόλασται, κεκολάσμεθα, κεκόλασθε, κεκολασμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
κεκολασμένος- κεκολασμένη-κεκολασμένον ὦ
κεκολασμένος- κεκολασμένη-κεκολασμένον ᾖς
κεκολασμένος- κεκολασμένη-κεκολασμένον ᾖ
κεκολασμένοι- κεκολασμέναι-κεκολασμένα ὦμεν
κεκολασμένοι- κεκολασμέναι-κεκολασμένα ἦτε
κεκολασμένοι- κεκολασμέναι-κεκολασμένα ὦσι
Ευκτική
κεκολασμένος- κεκολασμένη-κεκολασμένον εἴην
κεκολασμένος- κεκολασμένη-κεκολασμένον
εἴης
κεκολασμένος- κεκολασμένη-κεκολασμένον
εἴη
κεκολασμένοι- κεκολασμέναι-κεκολασμένα
εἴημεν (εἶμεν)
κεκολασμένοι- κεκολασμέναι-κεκολασμένα
εἴητε (εἶτε)
κεκολασμένοι- κεκολασμέναι-κεκολασμένα
εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---, κεκόλασο, κεκολάσθω, --- κεκόλασθε, κεκολάσθων ή κεκολάσθωσαν
Απαρέμφατο
κεκολάσθαι
Μετοχή
κεκολασμένος,
κεκολασμένη,
κεκολασμένον
Υπερσυντέλικος
ἐκεκολάσμην, ἐκεκόλασο, ἐκεκόλαστο, ἐκεκολάσμεθα, ἐκεκόλασθε, κεκολασμένοι ἦσαν
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κολάζω, κολάζεις, κολάζει, κολάζομεν, κολάζετε, κολάζουσι(ν)
κολάζω, κολάζῃς, κολάζῃ, κολάζωμεν, κολάζητε, κολάζωσι(ν)
κολάζοιμι, κολάζοις, κολάζοι, κολάζοιμεν, κολάζοιτε, κολάζοιεν
Προστακτική
---, κόλαζε, κολαζέτω, ---, κολάζετε, κολαζόντων (ή κολαζέτωσαν)
Απαρέμφατο
κολάζειν
Μετοχή
κολάζων, κολάζουσα, κολάζον
Παρατατικός
Οριστική
ἐκόλαζον, ἐκόλαζες, ἐκόλαζε, ἐκολάζομεν, ἐκολάζετε, ἐκόλαζον
Μέλλοντας
Οριστική
κολάσω, κολάσεις, κολάσει, κολάσομεν, κολάσετε, κολάσουσι(ν)
κολάσοιμι, κολάσοις, κολάσοι, κολάσοιμεν, κολάσοιτε, κολάσοιεν
Απαρέμφατο
κολάσειν
Μετοχή
κολάσων, κολάσουσα, κολάσον
Αόριστος
Οριστική
ἐκόλασα, ἐκόλασας, ἐκόλασε(ν), ἐκολάσαμεν, ἐκολάσατε, ἐκόλασαν
κολάσω, κολάσῃς, κολάσῃ, κολάσωμεν, κολάσητε, κολάσωσι(ν)
κολάσαιμι, κολάσαις - κολάσειας, κολάσαι - κολάσειε(ν), κολάσαιμεν, κολάσαιτε, κολάσαιεν - κολάσειαν
Προστακτική
---, κόλασον, κολασάτω, ---, κολάσατε, κολασάντων (ή κολασάτωσαν)
Απαρέμφατο
κολάσαι
Μετοχή
κολάσας, κολάσασα, κολάσαν
Παρακείμενος
Οριστική
κεκόλακα, κεκόλακας, κεκόλακε, κεκολάκαμεν, κεκολάκατε, κεκολάκασι(ν)
Υποτακτική
κεκολακώς- κεκολακυῖα- κεκολακός ὦ
κεκολακώς- κεκολακυῖα- κεκολακός ᾖς
κεκολακότες- κεκολακυῖαι- κεκολακότα ὦμεν
Ευκτική
κεκολακώς- κεκολακυῖα- κεκολακός εἴην
Προστακτική
---
κεκολακώς- κεκολακυῖα- κεκολακός ἴσθι
κεκολακότες- κεκολακυῖαι- κεκολακότα ἔστε
Απαρέμφατο
κεκολακέναι
Μετοχή
κεκολακώς- κεκολακυῖα- κεκολακός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐκεκολάκειν, ἐκεκολάκεις, ἐκεκολάκει, ἐκεκολάκεμεν, ἐκεκολάκετε, ἐκεκολάκεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κολάζομαι, κολάζῃ/κολάζει, κολάζεται, κολαζόμεθα, κολάζεσθε, κολάζονται
κολάζωμαι, κολάζῃ, κολάζηται, κολαζώμεθα, κολάζησθε, κολάζωνται
κολαζοίμην, κολάζοιο, κολάζοιτο, κολαζοίμεθα, κολάζοισθε, κολάζοιντο
Προστακτική
---, κολάζου, κολαζέσθω, ---, κολάζεσθε, κολαζέσθων ή κολαζέσθωσαν
Απαρέμφατο
κολάζεσθαι
Μετοχή
κολαζόμενος
κολαζομένη
κολαζόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐκολαζόμην, ἐκολάζου, ἐκολάζετο, ἐκολαζόμεθα, ἐκολάζεσθε, ἐκολάζοντο
Μέλλοντας
Οριστική
κολάσομαι, κολάσῃ/κολάσει, κολάσεται, κολασόμεθα, κολάσεσθε, κολάσονται
κολασοίμην, κολάσοιο, κολάσοιτο, κολασοίμεθα, κολάσοισθε, κολάσοιντο
Απαρέμφατο
κολάσεσθαι
Μετοχή
κολασόμενος
κολασομένη
κολασόμενον
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
κολασθήσομαι, κολασθήσῃ/κολασθήσει, κολασθήσεται, κολασθησόμεθα, κολασθήσεσθε, κολασθήσονται
κολασθησοίμην, κολασθήσοιο, κολασθήσοιτο, κολασθησοίμεθα, κολασθήσοισθε, κολασθήσοιντο
Απαρέμφατο
κολασθήσεσθαι
Μετοχή
κολασθησόμενος
κολασθησομένη
κολασθησόμενον
Αόριστος
Οριστική
ἐκολασάμην, ἐκολάσω, ἐκολάσατο, ἐκολασάμεθα, ἐκολάσασθε, ἐκολάσαντο
κολάσωμαι, κολάσῃ, κολάσηται, κολασώμεθα, κολάσησθε, κολάσωνται
κολασαίμην, κολάσαιο, κολάσαιτο, κολασαίμεθα, κολάσαισθε, κολάσαιντο
Προστακτική
---, κόλασαι, κολασάσθω, ---, κολάσασθε, κολασάσθων ή κολασάσθωσαν
Απαρέμφατο
κολάσασθαι
Μετοχή
κολασάμενος
κολασαμένη
κολασάμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐκολάσθην, ἐκολάσθης, ἐκολάσθη, ἐκολάσθημεν, ἐκολάσθητε, ἐκολάσθησαν
κολασθῶ, κολασθῇς, κολασθῇ, κολασθῶμεν, κολασθῆτε, κολασθῶσι(ν)
κολασθείην, κολασθείης, κολασθείη, κολασθείημεν ή κολασθεῖμεν, κολασθείητε ή κολασθεῖτε, κολασθείησαν ή κολασθεῖεν
---, κολάσθητι, κολασθήτω, ---, κολάσθητε, κολασθέντων ή κολασθήτωσαν
Απαρέμφατο
κολασθῆναι
κολασθείς
κολασθεῖσα
Παρακείμενος
Οριστική
κεκόλασμαι, κεκόλασαι, κεκόλασται, κεκολάσμεθα, κεκόλασθε, κεκολασμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
κεκολασμένος- κεκολασμένη-κεκολασμένον ὦ
κεκολασμένος- κεκολασμένη-κεκολασμένον ᾖς
κεκολασμένοι- κεκολασμέναι-κεκολασμένα ὦμεν
Ευκτική
κεκολασμένος- κεκολασμένη-κεκολασμένον εἴην
Προστακτική
---, κεκόλασο, κεκολάσθω, --- κεκόλασθε, κεκολάσθων ή κεκολάσθωσαν
Απαρέμφατο
κεκολάσθαι
Μετοχή
κεκολασμένος,
κεκολασμένη,
κεκολασμένον
Υπερσυντέλικος
ἐκεκολάσμην, ἐκεκόλασο, ἐκεκόλαστο, ἐκεκολάσμεθα, ἐκεκόλασθε, κεκολασμένοι ἦσαν
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου