Γιάννης Ρίτσος «Αδίκως» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Γιάννης Ρίτσος «Αδίκως»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Rembrandt van Rijn

 
Γιάννης Ρίτσος «Αδίκως»
 
Κουρασμένα πρόσωπα, κουρασμένα χέρια.
Η κουρασμένη μνήμη. Κι αυτή
η ερημική βαρηκοΐα. Βράδιασε
Τα παιδιά μεγάλωσαν. Έφυγαν.
Απάντηση πια δεν περιμένεις. Κι άλλωστε
δεν έχεις να ρωτήσεις τίποτε. Αδίκως
τόσα και τόσα χρόνια παιδευόσουν να κολλήσεις
σ’ αυτή τη χαρτονένια προσωπίδα
ένα επιδοκιμαστικό χαμόγελο. Κλείσε τα μάτια.
 
                                                                        Αθήνα, 16. I. 88
 
Γιάννης Ρίτσος, «Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα», Κέδρος

Το ποίημα «Αδίκως», το οποίο έχει ως βασική του θεματική τη συναισθηματική κατάσταση ενός ηλικιωμένου ανθρώπου, γράφτηκε από τον Γιάννη Ρίτσο, όταν ο ίδιος ήταν εβδομήντα εννέα ετών, δύο χρόνια, δηλαδή, πριν από τον θάνατό του. Η αίσθηση απογοήτευσης που διατρέχει το ποίημα, αν και δεν είναι κατ’ ανάγκη δηλωτική της ζωής κάθε ηλικιωμένου ανθρώπου, εκφράζει, ωστόσο, την πικρία που αισθάνονται τα τελευταία χρόνια της ζωής τους αρκετοί άνθρωποι.  
 
«Κουρασμένα πρόσωπα, κουρασμένα χέρια.
Η κουρασμένη μνήμη. Κι αυτή
η ερημική βαρηκοΐα.»
 
Με την επανάληψη της μετοχής «κουρασμένος» το ποιητικό υποκείμενο προτάσσει και δίνει έμφαση στο κύριο χαρακτηριστικό της ηλικίας του∙ την αίσθηση της κούρασης. Ό,τι αντικρίζει κι ό,τι βιώνει μοιάζει να έχει καταβληθεί από την εξάντληση, η οποία οφείλεται αφενός στο πέρασμα των χρόνων κι αφετέρου στην εσωτερική αίσθηση εγκατάλειψης. Κούραση στο σώμα, μα κούραση και στο πνεύμα. Η προσωποποιημένη μνήμη -μέσω της οποίας επιτυγχάνεται η επαφή με το παρελθόν και τη νεότητα- έχει κι εκείνη κουραστεί από την προσπάθεια να ανακαλεί τα περασμένα. Η μνήμη, άλλωστε, καλείται να βρίσκεται σε συνεχή εγρήγορση, εφόσον μόνο εκείνη μπορεί να καλύπτει τη μοναξιά του ποιητικού υποκειμένου. Όπως με σαφήνεια δηλώνεται, η βαρηκοΐα του ποιητικού υποκειμένου είναι «ερημική», καθώς ό,τι δυσκολεύει την επικοινωνία του με τους άλλους δεν είναι η αδυναμία του να ακούσει, αλλά η απουσία τους. Το ποιητικό υποκείμενο έχει αφεθεί μόνο του με τις αναμνήσεις του, και κατ’ επέκταση με τον μηρυκασμό των όσων τον έχουν πληγώσει.  
 
«Βράδιασε
Τα παιδιά μεγάλωσαν. Έφυγαν.
Απάντηση πια δεν περιμένεις. Κι άλλωστε
δεν έχεις να ρωτήσεις τίποτε.»
 
Η αίσθηση της κούρασης δηλώνεται ήδη από τους αρχικούς στίχους και, συνάμα, υποδηλώνεται με τον μικροπερίοδο λόγο, μέσω του οποίου διαφαίνεται η αδυναμία του ποιητικού υποκειμένου να εκφράσει οτιδήποτε πέραν του απολύτως αναγκαίου.
Ο ερχομός της νύχτας επιτείνει σε κυριολεκτικό επίπεδο το αίσθημα μοναξιάς, ενώ σε συμβολικό επίπεδο προϊδεάζει για το επικείμενο τέλος της ζωής. Τα παιδιά που για χρόνια αποτέλεσαν το επίκεντρο της ζωής του ποιητικού υποκειμένου έχουν πια μεγαλώσει, κι έχουν φύγει. Η «φυγή» των παιδιών, αν και αποτελεί μια φυσιολογική εξέλιξη, συνιστά στοιχείο που πληγώνει το ποιητικό υποκείμενο, εφόσον θα επιθυμούσε την παρουσία και τη συντροφιά τους. Έχοντας απομείνει μόνος δεν περιμένει πια απάντηση από κανέναν, αλλά δεν έχει και κάτι να ρωτήσει, καθώς, επί της ουσίας, το ενδιαφέρον του ποιητικού υποκειμένου για τα όσα διαδραματίζονται γύρω του έχει ατονήσει δραματικά. Η μοναξιά, η αίσθηση της κούρασης, η απουσία συναναστροφών, όλα μαζί έχουν συμβάλει στο να μην ενδιαφέρεται πια το ποιητικό υποκείμενο για τα της ζωής.
 
«Αδίκως
τόσα και τόσα χρόνια παιδευόσουν να κολλήσεις
σ’ αυτή τη χαρτονένια προσωπίδα
ένα επιδοκιμαστικό χαμόγελο. Κλείσε τα μάτια.»
 
Υπό το βάρος της μοναξιάς το ποιητικό υποκείμενο αναλογίζεται τα χρόνια που πέρασαν και συνειδητοποιεί πως «αδίκως», όπως δηλώνεται και στον τίτλο του ποιήματος, βασάνισε μια ολόκληρη ζωή τον εαυτό του, για να μη δυσαρεστήσει τους άλλους και, κυρίως, τους οικείους του. «Τόσα και τόσα χρόνια» το ποιητικό υποκείμενο πάλευε να «κολλήσει», στο πλαίσιο μιας μεταφορικής εικόνας, ένα επιδοκιμαστικό χαμόγελο στη «χαρτονένια προσωπίδα» που υπήρξε το πρόσωπό του. Πάλεψε να αποδεχτεί με επιδοκιμασία τις ποικίλες αλλαγές που είδε να συμβαίνουν γύρω του, έστω κι αν του ήταν δυσάρεστες∙ πάλεψε να αποδεχτεί με επιδοκιμασία τις επιλογές των παιδιών του, έστω κι αν στο τέλος αισθάνθηκε εγκαταλελειμμένος από εκείνα∙ πάλεψε να αποδεχτεί με επιδοκιμασία τις απόψεις και τις αντιλήψεις των άλλων, για να μην τους ενοχλήσει και απομακρυνθούν, έστω κι αν στο τέλος απέμεινε μόνος του. Η ζωή του υπήρξε μια συνεχής και κοπιώδης προσπάθεια να μη φανεί δογματικός, ενοχλητικός ή καταπιεστικός στους άλλους, μα το μόνο που κέρδισε ήταν η μοναξιά και η εγκατάλειψη.
Η συνειδητοποίηση πως ό,τι έλαβε ως αντάλλαγμα για τις τόσες και τόσες υποχωρήσεις του ήταν η αδιαφορία των άλλων πικραίνει βαθιά το ποιητικό υποκείμενο. Εκείνος ανάγκαζε τον εαυτό του να «επιδοκιμάζει» τους άλλους, σβήνοντας καθ’ οδόν τις δικές του απόψεις, τις αντιρρήσεις, τα θέλω και, εν τέλει, τον εαυτό του, κι εκείνοι δεν σκέφτηκαν ποτέ πως ίσως θα έπρεπε να του σταθούν περισσότερο στα γηρατειά του, εκφράζοντας έτσι την ευγνωμοσύνη τους. Το μόνο που απομένει, επομένως, στο ποιητικό υποκείμενο είναι η προσμονή του τέλους∙ μια προσμονή που την εκφράζει εμφατικά με τη χρήση προστακτικής έγκλισης («Κλείσε τα μάτια»). Μια προσταγή στον εαυτό του, η οποία σε κυριολεκτικό επίπεδο σημαίνει πως είναι ώρα να σταματήσει να σκέφτεται και να αποκοιμηθεί, μα σε μεταφορικό επίπεδο συνιστά μια συνειδητή αποδοχή του τέλους∙ του θανάτου.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...