Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «δύω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «δύω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Larry Marshall

 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «δύω»
 
(δύω = βυθίζω, εισέρχομαι)
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
δύω, δύεις, δύει, δύομεν, δύετε, δύουσι(ν)
Υποτακτική
δύω, δύς, δύ, δύωμεν, δύητε, δύωσι(ν)
Ευκτική
δύοιμι, δύοις, δύοι, δύοιμεν, δύοιτε, δύοιεν
Προστακτική
---, δε, δυέτω, ---, δύετε, δυόντων (ή δυέτωσαν)
Απαρέμφατο
δύειν
Μετοχή
δύων, δύουσα, δον
 
Παρατατικός
Οριστική
δυον, δυες, δυε, δύομεν, δύετε, δυον
 
Μέλλοντας
Οριστική
δύσω, δύσεις, δύσει, δύσομεν, δύσετε, δύσουσι(ν)
(καταδύσω, καταδύσεις, καταδύσει, καταδύσομεν, καταδύσετε, καταδύσουσι(ν))
Ευκτική
δύσοιμι, δύσοις, δύσοι, δύσοιμεν, δύσοιτε, δύσοιεν
Απαρέμφατο
δύσειν
Μετοχή
δύσων, δύσουσα, δσον
 
Αόριστος
Οριστική
δυσα, δυσας, δυσε(ν), δύσαμεν, δύσατε, δυσαν
Υποτακτική
δύσω, δύσς, δύσ, δύσωμεν, δύσητε, δύσωσι(ν)
Ευκτική
δύσαιμι, δύσαις ή δύσειας, δύσαι ή δύσειε(ν), δύσαιμεν, δύσαιτε, δύσαιεν ή δύσειαν
Προστακτική
---, δσον, δυσάτω, ---, δύσατε, δυσάντων (ή δυσάτωσαν)
Απαρέμφατο
δσαι
Μετοχή
δύσας, δύσασα, δσαν
 
Αόριστος Β΄
Οριστική
δυν, δυς, δυ, δυμεν, δυτε, δυσαν
Υποτακτική
δύω, δύς, δύ, δύωμεν, δύητε, δύωσι(ν)
Ευκτική
---
Προστακτική
--, δ-θι, δύτω, -- δ-τε, δύ-ντων ή δύ-τωσαν
Απαρέμφατο
δ-ναι
Μετοχή
δύς
δσα
δύν
 
Παρακείμενος
Οριστική
δέδυκα, δέδυκας, δέδυκε, δεδύκαμεν, δεδύκατε, δεδύκασι(ν)
 
Υποτακτική
δεδυκώς- δεδυκυα- δεδυκός
δεδυκώς- δεδυκυα- δεδυκός ς
δεδυκώς- δεδυκυα- δεδυκός
δεδυκότες- δεδυκυαι- δεδυκότα μεν
δεδυκότες- δεδυκυαι- δεδυκότα τε
δεδυκότες- δεδυκυαι- δεδυκότα σι
 
Ευκτική
δεδυκώς- δεδυκυα- δεδυκός εην
δεδυκώς- δεδυκυα- δεδυκός εης
δεδυκώς- δεδυκυα- δεδυκός εη
δεδυκότες- δεδυκυαι- δεδυκότα εημεν (εμεν)
δεδυκότες- δεδυκυαι- δεδυκότα εητε (ετε)
δεδυκότες- δεδυκυαι- δεδυκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
δεδυκώς- δεδυκυα- δεδυκός σθι
δεδυκώς- δεδυκυα- δεδυκός στω
---
δεδυκότες- δεδυκυαι- δεδυκότα στε
δεδυκότες- δεδυκυαι- δεδυκότα στων
 
Απαρέμφατο
δεδυκέναι
Μετοχή
δεδυκώς- δεδυκυα- δεδυκός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
δεδύκειν, δεδύκεις, δεδύκει, δεδύκεμεν, δεδύκετε, δεδύκεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
δύομαι, δύ ή δύει, δύεται, δυόμεθα, δύεσθε, δύονται
Υποτακτική
δύωμαι, δύ, δύηται, δυώμεθα, δύησθε, δύωνται
Ευκτική
δυοίμην, δύοιο, δύοιτο, δυοίμεθα, δύοισθε, δύοιντο
Προστακτική
---, δύου, δυέσθω, ---, δύεσθε, δυέσθων ή δυέσθωσαν
Απαρέμφατο
δύεσθαι
Μετοχή
δυόμενος
δυομένη
δυόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
δυόμην, δύου, δύετο, δυόμεθα, δύεσθε, δύοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
δύσομαι, δύσ ή δύσει, δύσεται, δυσόμεθα, δύσεσθε, δύσονται
Ευκτική
δυσοίμην, δύσοιο, δύσοιτο, δυσοίμεθα, δύσοισθε, δύσοιντο
Απαρέμφατο
δύσεσθαι
Μετοχή
δυσόμενος
δυσομένη
δυσόμενον
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
δυθήσομαι, δυθήσ ή δυθήσει, δυθήσεται, δυθησόμεθα, δυθήσεσθε, δυθήσονται
Ευκτική
δυθησοίμην, δυθήσοιο, δυθήσοιτο, δυθησοίμεθα, δυθήσοισθε, δυθήσοιντο
Απαρέμφατο
δυθήσεσθαι
Μετοχή
δυθησόμενος
δυθησομένη
δυθησόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
δυσάμην, δύσω, δύσατο, δυσάμεθα, δύσασθε, δύσαντο
Υποτακτική
δύσωμαι, δύσ, δύσηται, δυσώμεθα, δύσησθε, δύσωνται
Ευκτική
δυσαίμην, δύσαιο, δύσαιτο, δυσαίμεθα, δύσαισθε, δύσαιντο
Προστακτική
---, δσαι, δυσάσθω, ---, δύσασθε, δυσάσθων ή δυσάσθωσαν
Απαρέμφατο
δύσασθαι
Μετοχή
δυσάμενος
δυσαμένη
δυσάμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
δύθην, δύθης, δύθη, δύθημεν, δύθητε, δύθησαν
Υποτακτική
δυθ, δυθς, δυθ, δυθμεν, δυθτε, δυθσι(ν)
Ευκτική
δυθείην, δυθείης, δυθείη, δυθείημεν ή δυθεμεν, δυθείητε ή δυθετε, δυθείησαν ή δυθεεν
Προστακτική
---, δύθητι, δυθήτω, ---, δύθητε, δυθέντων ή δυθήτωσαν
Απαρέμφατο
δυθναι
Μετοχή
δυθείς
δυθεσα
δυθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
δέδυμαι, δέδυσαι, δέδυται, δεδύμεθα, δέδυσθε, δέδυνται
 
Υποτακτική
δεδυμένος- δεδυμένη- δεδυμένον
δεδυμένος- δεδυμένη- δεδυμένον ς
δεδυμένος- δεδυμένη- δεδυμένον
δεδυμένοι- δεδυμέναι- δεδυμένα μεν
δεδυμένοι- δεδυμέναι- δεδυμένα τε
δεδυμένοι- δεδυμέναι- δεδυμένα σι
 
Ευκτική
δεδυμένος- δεδυμένη- δεδυμένον εην
δεδυμένος- δεδυμένη- δεδυμένον εης
δεδυμένος- δεδυμένη- δεδυμένον εη
δεδυμένοι- δεδυμέναι- δεδυμένα εημεν (εμεν)
δεδυμένοι- δεδυμέναι- δεδυμένα εητε (ετε)
δεδυμένοι- δεδυμέναι- δεδυμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, δέδυσο, δεδύσθω, --- δέδυσθε, δεδύσθων ή δεδύσθωσαν
 
Απαρέμφατο
δεδύσθαι
Μετοχή
δεδυμένος,
δεδυμένη,
δεδυμένον
 
Υπερσυντέλικος
δεδύμην, δέδυσο, δέδυτο, δεδύμεθα, δέδυσθε, δέδυντο

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...