John
Schwegel
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «σφάττω»
- Το α του ρήματος είναι βραχύχρονο.
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
σφάττω, σφάττεις, σφάττει, σφάττομεν, σφάττετε, σφάττουσι(ν)
σφάττω, σφάττῃς, σφάττῃ, σφάττωμεν, σφάττητε, σφάττωσι(ν)
σφάττοιμι, σφάττοις, σφάττοι, σφάττοιμεν, σφάττοιτε, σφάττοιεν
Προστακτική
---, σφάττε, σφαττέτω, ---, σφάττετε, σφαττόντων (ή σφαττέτωσαν)
Απαρέμφατο
σφάττειν
Μετοχή
σφάττων, σφάττουσα, σφάττον
Παρατατικός
Οριστική
ἔσφαττον, ἔσφαττες, ἔσφαττε, ἐσφάττομεν, ἐσφάττετε, ἔσφαττον
Μέλλοντας
Οριστική
σφάξω, σφάξεις, σφάξει, σφάξομεν, σφάξετε, σφάξουσι(ν)
σφάξοιμι, σφάξοις, σφάξοι, σφάξοιμεν, σφάξοιτε, σφάξοιεν
Απαρέμφατο
σφάξειν
Μετοχή
σφάξων, σφάξουσα, σφάξον
Οριστική
ἔσφαξα, ἔσφαξας, ἔσφαξε(ν), ἐσφάξαμεν, ἐσφάξατε, ἔσφαξαν
σφάξω, σφάξῃς, σφάξῃ, σφάξωμεν, σφάξητε, σφάξωσι(ν)
σφάξαιμι, σφάξαις ή σφάξειας, σφάξαι ή σφάξειε(ν), σφάξαιμεν, σφάξαιτε, σφάξαιεν ή σφάξειαν
Προστακτική
---, σφάξον, σφαξάτω, ---, σφάξατε, σφαξάντων (ή σφαξάτωσαν)
Απαρέμφατο
σφάξαι
Μετοχή
σφάξας, σφάξασα, σφάξαν
Παρακείμενος
Οριστική
ἔσφακα, ἔσφακας, ἔσφακε, ἐσφάκαμεν, ἐσφάκατε, ἐσφάκασι(ν)
Υποτακτική
ἐσφακώς- ἐσφακυῖα- ἐσφακός ὦ
ἐσφακώς- ἐσφακυῖα- ἐσφακός ᾖς
ἐσφακότες- ἐσφακυῖαι- ἐσφακότα ὦμεν
Ευκτική
ἐσφακώς- ἐσφακυῖα- ἐσφακός εἴην
Προστακτική
---
ἐσφακώς- ἐσφακυῖα- ἐσφακός ἴσθι
ἐσφακότες- ἐσφακυῖαι- ἐσφακότα ἔστε
Απαρέμφατο
ἐσφακέναι
ἐσφακώς- ἐσφακυῖα- ἐσφακός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐσφάκειν, ἐσφάκεις, ἐσφάκει, ἐσφάκεμεν, ἐσφάκετε, ἐσφάκεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
σφάττομαι, σφάττῃ ή σφάττει, σφάττεται, σφαττόμεθα, σφάττεσθε, σφάττονται
σφάττωμαι, σφάττῃ, σφάττηται, σφαττώμεθα, σφάττησθε, σφάττωνται
σφαττοίμην, σφάττοιο, σφάττοιτο, σφαττοίμεθα, σφάττοισθε, σφάττοιντο
Προστακτική
---, σφάττου, σφαττέσθω, ---, σφάττεσθε, σφαττέσθων ή σφαττέσθωσαν
Απαρέμφατο
σφάττεσθαι
Μετοχή
σφαττόμενος
σφαττομένη
σφαττόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐσφαττόμην, ἐσφάττου, ἐσφάττετο, ἐσφαττόμεθα, ἐσφάττεσθε, ἐσφάττοντο
Παθητικός Μέλλοντας Β΄
Οριστική
σφαγήσομαι, σφαγήσῃ ή σφαγήσει, σφαγήσεται, σφαγησόμεθα, σφαγήσεσθε, σφαγήσονται
σφαγησοίμην, σφαγήσοιο, σφαγήσοιτο, σφαγησοίμεθα, σφαγήσοισθε, σφαγήσοιντο
Απαρέμφατο
σφαγήσεσθαι
Μετοχή
σφαγησόμενος
σφαγησομένη
σφαγησόμενον
Οριστική
ἐσφαξάμην, ἐσφάξω, ἐσφάξατο, ἐσφαξάμεθα, ἐσφάξασθε, ἐσφάξαντο
σφάξωμαι, σφάξῃ, σφάξηται, σφαξώμεθα, σφάξησθε, σφάξωνται
σφαξαίμην, σφάξαιο, σφάξαιτο, σφαξαίμεθα, σφάξαισθε, σφάξαιντο
Προστακτική
---, σφάξαι, σφαξάσθω, ---, σφάξασθε, σφαξάσθων ή σφαξάσθωσαν
Απαρέμφατο
σφάξασθαι
Μετοχή
σφαξάμενος
σφαξαμένη
σφαξάμενον
Οριστική
ἐσφάχθην, ἐσφάχθης, ἐσφάχθη, ἐσφάχθημεν, ἐσφάχθητε, ἐσφάχθησαν
σφαγῶ, σφαγῇς, σφαγῇ, σφαγῶμεν, σφαγῆτε, σφαγῶσι(ν)
σφαχθείην, σφαχθείης, σφαχθείη, σφαχθείημεν ή σφαχθεῖμεν, σφαχθείητε ή σφαχθεῖτε, σφαχθείησαν ή σφαχθεῖεν
---, σφάχθητι, σφαχθήτω, ---, σφάχθητε, σφαχθέντων ή σφαχθήτωσαν
Απαρέμφατο
σφαχθῆναι
σφαχθείς
σφαχθεῖσα
Παθητικός Αόριστος Β΄
Οριστική
ἐσφάγην, ἐσφάγης, ἐσφάγη, ἐσφάγημεν, ἐσφάγητε, ἐσφάγησαν
σφαγῶ, σφαγῇς, σφαγῇ, σφαγῶμεν, σφαγῆτε, σφαγῶσι(ν)
σφαγείην, σφαγείης, σφαγείη, σφαγείημεν ή σφαγεῖμεν, σφαγείητε ή σφαγεῖτε, σφαγείησαν ή σφαγεῖεν
---, σφάγηθι, σφαγήτω, ---, σφάγητε, σφαγέντων ή σφαγήτωσαν
Απαρέμφατο
σφαγῆναι
σφαγείς
σφαγεῖσα
Παρακείμενος
Οριστική
ἔσφαγμαι, ἔσφαξαι, ἔσφαται, ἐσφάγμεθα, ἔσφαχθε, ἐσφαγμένοι εἰσί
Υποτακτική
ἐσφαγμένος- ἐσφαγμένη- ἐσφαγμένον ὦ
ἐσφαγμένος- ἐσφαγμένη- ἐσφαγμένον ᾖς
ἐσφαγμένοι- ἐσφαγμέναι- ἐσφαγμένα ὦμεν
Ευκτική
ἐσφαγμένος- ἐσφαγμένη- ἐσφαγμένον εἴην
Προστακτική
---, ἔσφαξο, ἐσφάχθω, --- ἔσφαχθε, ἐσφάχθων ή ἐσφάχθωσαν
Απαρέμφατο
ἐσφάχθαι
ἐσφαγμένος,
Υπερσυντέλικος
ἐσφάγμην, ἔσφαξο, ἔσφακτο, ἐσφάγμεθα, ἔσφαχθε, ἐσφαγμένοι ἦσαν
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου