Κυριάκος Ευθυμίου «Στο καφενείο» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Κυριάκος Ευθυμίου «Στο καφενείο»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Carol Leigh 
 
Κυριάκος Ευθυμίου «Στο καφενείο»
 
Κοιτάζοντας τον γκρίζο ουρανό
ρώτησε τον γεωργό αν θα βρέξει.
 
Νοιαζότανε για τη σπορά
μα καρτερούσε ν’ αρχίσ’ η βροχή
για να γίνουν τα χώματα λάσπη.
Να λερωθούμε πιο πολύ
να σιχαθούμε τη βρομιά
να πούμε επιτέλους φτάνει.
 
Ήξερε βέβαια πως η λάσπη δεν αρκεί·
πως θέλει και νου που ν’ αστράφτει.
 
Κυριάκος Ευθυμίου, Προτελευταία αλήθεια, Εκδόσεις Σαιξπηρικόν, 2023
 
Το ποίημα «Στο καφενείο» αποτελεί ένα αλληγορικής διάστασης σχόλιο για την ολοένα και εντονότερη παρουσία φαινομένων παθογένειας τόσο στην κοινωνία όσο και στον χώρο της πολιτικής. Αν και ο τίτλος του παραπέμπει σε μια συζήτηση του καφενείου και κατ’ επέκταση σε κάποια κουβέντα επιφανειακή ή υπερφίαλη, το μήνυμά του είναι στην πραγματικότητα ιδιαιτέρως βαθύ και ουσιαστικό.
 
«Κοιτάζοντας τον γκρίζο ουρανό
ρώτησε τον γεωργό αν θα βρέξει.»
 
Με τους εισαγωγικούς στίχους παρουσιάζεται το προσχηματικό πλαίσιο ενός διαλόγου, μέσω του οποίου επιτυγχάνεται η ένταξη του ποιητικού «ήρωα» στο σύνολο -ή σε άμεση επαφή με αυτό- των ανθρώπων του καθημερινού μόχθου, εφόσον συνομιλητής του είναι ένας γεωργός. Η εικόνα του γκρίζου ουρανού και το ερώτημα για το αν επίκειται βροχή δημιουργούν την εντύπωση πως η συζήτηση και ό,τι ακολουθεί αφορούν στοιχεία της καθημερινότητας· προσδοκία που μόνο έμμεσα επιβεβαιώνεται, καθώς ό,τι θα αναμέναμε ως μέρος της «καθημερινότητας» δεν σχετίζεται με τις εργασίες του γεωργού ή τα της σοδειάς του, σχετίζεται με μια διαφορετική καθημερινή πραγματικότητα.
 
«Νοιαζότανε για τη σπορά
μα καρτερούσε ν’ αρχίσ’ η βροχή
για να γίνουν τα χώματα λάσπη.»
 
Ο ήρωας του ποιήματος, όπως μας αποκαλύπτει το ποιητικό υποκείμενο, αν και νοιαζότανε για τη σπορά του γεωργού και για την καλή της πορεία, δεν αποζητά τη βροχή για να ποτιστεί απλώς το χωράφι. Η δική του ενδόμυχη επιθυμία είναι να δει μια μεγαλύτερη σε όγκο βροχή, ικανή να μετατρέψει τα χώματα σε λάσπη και αρκετή για να επηρεάσει το σύνολο των ανθρώπων της κοινωνίας του. Κινείται, βέβαια, η επιθυμία του σε ένα αλληγορικό επίπεδο θέασης των πραγμάτων, εφόσον η λάσπη δεν έχει, όπως θα φανεί στη συνέχεια, την κυριολεκτική της μορφή και έννοια.
 
«Να λερωθούμε πιο πολύ
να σιχαθούμε τη βρομιά
να πούμε επιτέλους φτάνει.»
 
Η επιθυμία του ήρωα για περισσότερη «λάσπη» αποτελεί μια σαφή ένδειξη αντίδρασης απέναντι στα φαινόμενα διαφθοράς, ανηθικότητας και αμοραλισμού που διακρίνει παντού γύρω του. Ζητά, υπ’ αυτή την έννοια, μια αιφνίδια κορύφωση της ανηθικότητας, ώστε να βιώσουν όλοι τις συνέπειές της στο έπακρο, να αισθανθούν βαθιά μέσα τους αηδία για τη βρομιά της ανηθικότητας και να εξαναγκαστούν, έτσι, να απαιτήσουν τον τερματισμό αυτής της κατάστασης. Θεωρεί, δηλαδή, πως αν η ανηθικότητα ξεπεράσει τα όρια, θα υπάρξει, εκ των πραγμάτων, μια δυναμική αντίδραση των συγκαιρινών του, εφόσον δεν θα είναι πια σε θέση μήτε να παραβλέπουν, αλλά και μήτε να ανέχονται τις αθλιότητες που διαδραματίζονται στην κοινωνία τους.
 
«Ήξερε βέβαια πως η λάσπη δεν αρκεί·
πως θέλει και νου που ν’ αστράφτει.»
 
Το καταληκτικό σχόλιο του ποιητικού υποκειμένου, ωστόσο, φανερώνει πως ο ήρωας είχε πλήρη επίγνωση ότι η «λάσπη» -η περαιτέρω διάχυση της ανηθικότητας και της διαφθοράς- δεν θα επαρκούσε για να αφυπνιστούν οι συνάνθρωποί του. Ό,τι, άλλωστε, συνιστά ξεκάθαρη ένδειξη εξαχρείωσης για τον έναν, ενδέχεται να ερμηνεύεται διαφορετικά από τον άλλον, ανάλογα με τα δικά του συμφέροντα, την ιδεολογία ή και την ιδεοληψία του. Υπ’ αυτό το πρίσμα, εκείνο που περισσότερο απαιτείται για να γίνουν αντιληπτές οι αρνητικές όψεις της κοινωνίας είναι «νους που ν’ αστράφτει». Χρειάζεται, δηλαδή, καθαρότητα σκέψης, απουσία ιδιοτελών συμφερόντων, πλήρης αποδέσμευση από ιδεολογικό φανατισμό και, κατ’ επέκταση, δυνατότητα αντικειμενικής αποτίμησης της πραγματικότητας.
Η προϋπόθεση, όμως, ενός «νου που να αστράφτει» είναι εξαιρετικά δύσκολη, όπως συνεχώς επιβεβαιώνεται από τα γεγονότα, καθώς σημαντικός αριθμός πολιτών τείνει να υιοθετεί τη δική του μονόπλευρη θέαση των πραγμάτων και να ερμηνεύει, έτσι, καθετί γύρω του με βάση τις δικές του ιδεολογικές προκαταλήψεις. Κατ’ αυτό τον τρόπο, ακόμη και πράξεις εμφανώς ιδιοτελείς και ανήθικες βρίσκουν δικαίωση από μια μερίδα πολιτών, εφόσον «καθαγιάζονται» από την ιδεοληπτική οπτική τους. Παρατηρείται, άρα, μια ενίσχυση του υποκειμενισμού στις ηθικές κρίσεις, με οδυνηρά αποτελέσματα, εφόσον ακόμη και εκφάνσεις ωμού πολιτικού αμοραλισμού τείνουν να εκλαμβάνονται ως «υγιείς» εκδηλώσεις ιδεολογικών τοποθετήσεων.
Ως εκ τούτου, η βασική προϋπόθεση του «καθαρού νου» και της αντικειμενικής αξιολόγησης των γεγονότων μοιάζει ολωσδιόλου δυσχερής, ιδίως σε μια εποχή κατά την οποία οι άνθρωποι, αντί να βλέπουν τα πράγματα ως έχουν, επιδιώκουν να τα ερμηνεύουν με τρόπο που να εξυπηρετεί τις δικές τους απόψεις και τα προσωπικά τους κριτήρια «ηθικής».

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...