Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πορίζω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πορίζω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Robert Farkas
 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πορίζω»
 
(πορίζω = ανοίγω δρόμο, οδηγώ, προμηθεύω)
Το -ι του ρήματος είναι βραχύχρονο.
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
πορίζω, πορίζεις, πορίζει, πορίζομεν, πορίζετε, πορίζουσι(ν)
Υποτακτική
πορίζω, πορίζς, πορίζ, πορίζωμεν, πορίζητε, πορίζωσι(ν)
Ευκτική
πορίζοιμι, πορίζοις, πορίζοι, πορίζοιμεν, πορίζοιτε, πορίζοιεν
Προστακτική
---, πόριζε, ποριζέτω, ---, πορίζετε, ποριζόντων (ή ποριζέτωσαν)
Απαρέμφατο
πορίζειν
Μετοχή
πορίζων, πορίζουσα, πορίζον
 
Παρατατικός
Οριστική
πόριζον, πόριζες, πόριζε, πορίζομεν, πορίζετε, πόριζον
 
Μέλλοντας
Οριστική
πορι, ποριες, ποριε, ποριομεν, ποριετε, ποριοσι(ν)
Ευκτική
ποριομι, ποριος, ποριο, ή ποριοίην, ποριοίης, ποριοίη, ποριομεν, ποριοτε, ποριοεν
Απαρέμφατο
ποριεν
Μετοχή
ποριν, ποριοσα, ποριον
 
Αόριστος
Οριστική
πόρισα, πόρισας, πόρισε(ν), πορίσαμεν, πορίσατε, πόρισαν
Υποτακτική
πορίσω, πορίσς, πορίσ, πορίσωμεν, πορίσητε, πορίσωσι(ν)
Ευκτική
πορίσαιμι, πορίσαις ή πορίσειας, πορίσαι ή πορίσειε(ν), πορίσαιμεν, πορίσαιτε, πορίσαιεν ή πορίσειαν
Προστακτική
---, πόρισον, πορισάτω, ---, πορίσατε, πορισάντων (ή πορισάτωσαν)
Απαρέμφατο
πορίσαι
Μετοχή
πορίσας, πορίσασα, πορίσαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
πεπόρικα, πεπόρικας, πεπόρικε, πεπορίκαμεν, πεπορίκατε, πεπορίκασι(ν)
 
Υποτακτική
πεπορικώς- πεπορικυα- πεπορικός
πεπορικώς- πεπορικυα- πεπορικός ς
πεπορικώς- πεπορικυα- πεπορικός
πεπορικότες- πεπορικυαι- πεπορικότα μεν
πεπορικότες- πεπορικυαι- πεπορικότα τε
πεπορικότες- πεπορικυαι- πεπορικότα σι
 
Ευκτική
πεπορικώς- πεπορικυα- πεπορικός εην
πεπορικώς- πεπορικυα- πεπορικός εης
πεπορικώς- πεπορικυα- πεπορικός εη
πεπορικότες- πεπορικυαι- πεπορικότα εημεν (εμεν)
πεπορικότες- πεπορικυαι- πεπορικότα εητε (ετε)
πεπορικότες- πεπορικυαι- πεπορικότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
πεπορικώς- πεπορικυα- πεπορικός σθι
πεπορικώς- πεπορικυα- πεπορικός στω
---
πεπορικότες- πεπορικυαι- πεπορικότα στε
πεπορικότες- πεπορικυαι- πεπορικότα στων
 
Απαρέμφατο
πεπορικέναι
Μετοχή
πεπορικώς- πεπορικυα- πεπορικός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
πεπορίκειν, πεπορίκεις, πεπορίκει, πεπορίκεμεν, πεπορίκετε, πεπορίκεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
πορίζομαι, πορίζ/πορίζει, πορίζεται, ποριζόμεθα, πορίζεσθε, πορίζονται
Υποτακτική
πορίζωμαι, πορίζ, πορίζηται, ποριζώμεθα, πορίζησθε, πορίζωνται
Ευκτική
ποριζοίμην, πορίζοιο, πορίζοιτο, ποριζοίμεθα, πορίζοισθε, πορίζοιντο
Προστακτική
---, πορίζου, ποριζέσθω, ---, πορίζεσθε, ποριζέσθων ή ποριζέσθωσαν
Απαρέμφατο
πορίζεσθαι
Μετοχή
ποριζόμενος
ποριζομένη
ποριζόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
ποριζόμην, πορίζου, πορίζετο, ποριζόμεθα, πορίζεσθε, πορίζοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
ποριομαι, πορι/ποριε, ποριεται, ποριομεθα, ποριεσθε, ποριονται
Ευκτική
ποριοίμην, ποριοο, ποριοτο, ποριοίμεθα, ποριοσθε, ποριοντο
Απαρέμφατο
ποριεσθαι
Μετοχή
ποριούμενος
ποριουμένη
ποριούμενον
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
πορισθήσομαι, πορισθήσ/πορισθήσει, πορισθήσεται, πορισθησόμεθα, πορισθήσεσθε, πορισθήσονται
Ευκτική
πορισθησοίμην, πορισθήσοιο, πορισθήσοιτο, πορισθησοίμεθα, πορισθήσοισθε, πορισθήσοιντο
Απαρέμφατο
πορισθήσεσθαι
Μετοχή
πορισθησόμενος
πορισθησομένη
πορισθησόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
πορισάμην, πορίσω, πορίσατο, πορισάμεθα, πορίσασθε, πορίσαντο
Υποτακτική
πορίσωμαι, πορίσ, πορίσηται, πορισώμεθα, πορίσησθε, πορίσωνται
Ευκτική
πορισαίμην, πορίσαιο, πορίσαιτο, πορισαίμεθα, πορίσαισθε, πορίσαιντο
Προστακτική
---, πόρισαι, πορισάσθω, ---, πορίσασθε, πορισάσθων ή πορισάσθωσαν
Απαρέμφατο
πορίσασθαι
Μετοχή
πορισάμενος
πορισαμένη
πορισάμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
πορίσθην, πορίσθης, πορίσθη, πορίσθημεν, πορίσθητε, πορίσθησαν
Υποτακτική
πορισθ, πορισθς, πορισθ, πορισθμεν, πορισθτε, πορισθσι(ν)
Ευκτική
πορισθείην, πορισθείης, πορισθείη, πορισθείημεν ή πορισθεμεν, πορισθείητε ή πορισθετε, πορισθείησαν ή πορισθεεν
Προστακτική
---, πορίσθητι, πορισθήτω, ---, πορίσθητε, πορισθέντων ή πορισθήτωσαν
Απαρέμφατο
πορισθναι
Μετοχή
πορισθείς
πορισθεσα
πορισθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
πεπόρισμαι, πεπόρισαι, πεπόρισται, πεπορίσμεθα, πεπόρισθε, πεπορισμένοι εσί(ν)
 
Υποτακτική
πεπορισμένος- πεπορισμένη- πεπορισμένον
πεπορισμένος- πεπορισμένη- πεπορισμένον ς
πεπορισμένος- πεπορισμένη- πεπορισμένον
πεπορισμένοι- πεπορισμέναι- πεπορισμένα μεν
πεπορισμένοι- πεπορισμέναι- πεπορισμένα τε
πεπορισμένοι- πεπορισμέναι- πεπορισμένα σι
 
Ευκτική
πεπορισμένος- πεπορισμένη- πεπορισμένον εην
πεπορισμένος- πεπορισμένη- πεπορισμένον εης
πεπορισμένος- πεπορισμένη- πεπορισμένον εη
πεπορισμένοι- πεπορισμέναι- πεπορισμένα εημεν (εμεν)
πεπορισμένοι- πεπορισμέναι- πεπορισμένα εητε (ετε)
πεπορισμένοι- πεπορισμέναι- πεπορισμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, πεπόρισο, πεπορίσθω, --- πεπόρισθε, πεπορίσθων ή πεπορίσθωσαν
 
Απαρέμφατο
πεπορίσθαι
Μετοχή
πεπορισμένος,
πεπορισμένη,
πεπορισμένον
 
Υπερσυντέλικος
πεπορίσμην, πεπόρισο, πεπόριστο, πεπορίσμεθα, πεπόρισθε, πεπορισμένοι σαν

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...