Robert Farkas
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πορίζω»
(πορίζω
= ανοίγω δρόμο, οδηγώ, προμηθεύω)
Το -ι του ρήματος είναι βραχύχρονο.
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
πορίζω, πορίζεις, πορίζει, πορίζομεν, πορίζετε, πορίζουσι(ν)
Υποτακτική
πορίζω, πορίζῃς, πορίζῃ, πορίζωμεν, πορίζητε, πορίζωσι(ν)
Ευκτική
πορίζοιμι, πορίζοις, πορίζοι, πορίζοιμεν, πορίζοιτε, πορίζοιεν
Προστακτική
---, πόριζε, ποριζέτω, ---, πορίζετε, ποριζόντων (ή ποριζέτωσαν)
Απαρέμφατο
πορίζειν
Μετοχή
πορίζων, πορίζουσα, πορίζον
Παρατατικός
Οριστική
ἐπόριζον, ἐπόριζες, ἐπόριζε, ἐπορίζομεν, ἐπορίζετε, ἐπόριζον
Μέλλοντας
Οριστική
ποριῶ, ποριεῖς, ποριεῖ, ποριοῦμεν, ποριεῖτε, ποριοῦσι(ν)
Ευκτική
ποριοῖμι, ποριοῖς, ποριοῖ, ή ποριοίην, ποριοίης, ποριοίη, ποριοῖμεν, ποριοῖτε, ποριοῖεν
Απαρέμφατο
ποριεῖν
Μετοχή
ποριῶν, ποριοῦσα, ποριοῦν
Αόριστος
Οριστική
ἐπόρισα, ἐπόρισας, ἐπόρισε(ν), ἐπορίσαμεν, ἐπορίσατε, ἐπόρισαν
Υποτακτική
πορίσω, πορίσῃς, πορίσῃ, πορίσωμεν, πορίσητε, πορίσωσι(ν)
Ευκτική
πορίσαιμι, πορίσαις ή πορίσειας, πορίσαι ή πορίσειε(ν), πορίσαιμεν, πορίσαιτε, πορίσαιεν ή πορίσειαν
Προστακτική
---, πόρισον, πορισάτω, ---, πορίσατε, πορισάντων (ή πορισάτωσαν)
Απαρέμφατο
πορίσαι
Μετοχή
πορίσας, πορίσασα, πορίσαν
Παρακείμενος
Οριστική
πεπόρικα, πεπόρικας, πεπόρικε, πεπορίκαμεν, πεπορίκατε, πεπορίκασι(ν)
Υποτακτική
πεπορικώς- πεπορικυῖα- πεπορικός ὦ
πεπορικώς- πεπορικυῖα- πεπορικός ᾖς
πεπορικώς-
πεπορικυῖα-
πεπορικός ᾖ
πεπορικότες- πεπορικυῖαι- πεπορικότα ὦμεν
πεπορικότες-
πεπορικυῖαι-
πεπορικότα ἦτε
πεπορικότες-
πεπορικυῖαι-
πεπορικότα ὦσι
Ευκτική
πεπορικώς- πεπορικυῖα- πεπορικός εἴην
πεπορικώς-
πεπορικυῖα-
πεπορικός εἴης
πεπορικώς-
πεπορικυῖα-
πεπορικός εἴη
πεπορικότες-
πεπορικυῖαι-
πεπορικότα εἴημεν
(εἶμεν)
πεπορικότες-
πεπορικυῖαι-
πεπορικότα εἴητε
(εἶτε)
πεπορικότες-
πεπορικυῖαι-
πεπορικότα εἴησαν
(εἶεν)
Προστακτική
---
πεπορικώς- πεπορικυῖα- πεπορικός ἴσθι
πεπορικώς-
πεπορικυῖα-
πεπορικός ἔστω
---
πεπορικότες- πεπορικυῖαι- πεπορικότα ἔστε
πεπορικότες-
πεπορικυῖαι-
πεπορικότα ἔστων
Απαρέμφατο
πεπορικέναι
Μετοχή
πεπορικώς- πεπορικυῖα- πεπορικός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐπεπορίκειν, ἐπεπορίκεις, ἐπεπορίκει, ἐπεπορίκεμεν, ἐπεπορίκετε, ἐπεπορίκεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
πορίζομαι, πορίζῃ/πορίζει, πορίζεται, ποριζόμεθα, πορίζεσθε, πορίζονται
Υποτακτική
πορίζωμαι, πορίζῃ, πορίζηται, ποριζώμεθα, πορίζησθε, πορίζωνται
Ευκτική
ποριζοίμην, πορίζοιο, πορίζοιτο, ποριζοίμεθα, πορίζοισθε, πορίζοιντο
Προστακτική
---, πορίζου, ποριζέσθω, ---, πορίζεσθε, ποριζέσθων ή ποριζέσθωσαν
Απαρέμφατο
πορίζεσθαι
Μετοχή
ποριζόμενος
ποριζομένη
ποριζόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐποριζόμην, ἐπορίζου, ἐπορίζετο, ἐποριζόμεθα, ἐπορίζεσθε, ἐπορίζοντο
Μέλλοντας
Οριστική
ποριοῦμαι, ποριῇ/ποριεῖ, ποριεῖται, ποριοῦμεθα, ποριεῖσθε, ποριοῦνται
Ευκτική
ποριοίμην, ποριοῖο, ποριοῖτο, ποριοίμεθα, ποριοῖσθε, ποριοῖντο
Απαρέμφατο
ποριεῖσθαι
Μετοχή
ποριούμενος
ποριουμένη
ποριούμενον
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
πορισθήσομαι, πορισθήσῃ/πορισθήσει, πορισθήσεται, πορισθησόμεθα, πορισθήσεσθε, πορισθήσονται
Ευκτική
πορισθησοίμην, πορισθήσοιο, πορισθήσοιτο, πορισθησοίμεθα, πορισθήσοισθε, πορισθήσοιντο
Απαρέμφατο
πορισθήσεσθαι
Μετοχή
πορισθησόμενος
πορισθησομένη
πορισθησόμενον
Αόριστος
Οριστική
ἐπορισάμην, ἐπορίσω, ἐπορίσατο, ἐπορισάμεθα, ἐπορίσασθε, ἐπορίσαντο
Υποτακτική
πορίσωμαι, πορίσῃ, πορίσηται, πορισώμεθα, πορίσησθε, πορίσωνται
Ευκτική
πορισαίμην, πορίσαιο, πορίσαιτο, πορισαίμεθα, πορίσαισθε, πορίσαιντο
Προστακτική
---, πόρισαι, πορισάσθω, ---, πορίσασθε, πορισάσθων ή πορισάσθωσαν
Απαρέμφατο
πορίσασθαι
Μετοχή
πορισάμενος
πορισαμένη
πορισάμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐπορίσθην, ἐπορίσθης, ἐπορίσθη, ἐπορίσθημεν, ἐπορίσθητε, ἐπορίσθησαν
Υποτακτική
πορισθῶ, πορισθῇς, πορισθῇ, πορισθῶμεν, πορισθῆτε, πορισθῶσι(ν)
Ευκτική
πορισθείην, πορισθείης, πορισθείη, πορισθείημεν ή πορισθεῖμεν, πορισθείητε ή πορισθεῖτε, πορισθείησαν ή πορισθεῖεν
Προστακτική
---, πορίσθητι, πορισθήτω, ---, πορίσθητε, πορισθέντων ή πορισθήτωσαν
Απαρέμφατο
πορισθῆναι
Μετοχή
πορισθείς
πορισθεῖσα
πορισθέν
Παρακείμενος
Οριστική
πεπόρισμαι, πεπόρισαι, πεπόρισται, πεπορίσμεθα, πεπόρισθε, πεπορισμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
πεπορισμένος- πεπορισμένη- πεπορισμένον ὦ
πεπορισμένος- πεπορισμένη- πεπορισμένον ᾖς
πεπορισμένος- πεπορισμένη- πεπορισμένον ᾖ
πεπορισμένοι- πεπορισμέναι- πεπορισμένα ὦμεν
πεπορισμένοι-
πεπορισμέναι- πεπορισμένα ἦτε
πεπορισμένοι-
πεπορισμέναι- πεπορισμένα ὦσι
Ευκτική
πεπορισμένος- πεπορισμένη- πεπορισμένον εἴην
πεπορισμένος-
πεπορισμένη- πεπορισμένον εἴης
πεπορισμένος-
πεπορισμένη- πεπορισμένον εἴη
πεπορισμένοι-
πεπορισμέναι- πεπορισμένα εἴημεν
(εἶμεν)
πεπορισμένοι-
πεπορισμέναι- πεπορισμένα εἴητε
(εἶτε)
πεπορισμένοι-
πεπορισμέναι- πεπορισμένα εἴησαν
(εἶεν)
Προστακτική
---, πεπόρισο, πεπορίσθω, --- πεπόρισθε, πεπορίσθων ή πεπορίσθωσαν
Απαρέμφατο
πεπορίσθαι
Μετοχή
πεπορισμένος,
πεπορισμένη,
πεπορισμένον
Υπερσυντέλικος
ἐπεπορίσμην, ἐπεπόρισο, ἐπεπόριστο, ἐπεπορίσμεθα, ἐπεπόρισθε, πεπορισμένοι ἦσαν
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πορίζω»
Το -ι του ρήματος είναι βραχύχρονο.
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
πορίζω, πορίζεις, πορίζει, πορίζομεν, πορίζετε, πορίζουσι(ν)
πορίζω, πορίζῃς, πορίζῃ, πορίζωμεν, πορίζητε, πορίζωσι(ν)
πορίζοιμι, πορίζοις, πορίζοι, πορίζοιμεν, πορίζοιτε, πορίζοιεν
Προστακτική
---, πόριζε, ποριζέτω, ---, πορίζετε, ποριζόντων (ή ποριζέτωσαν)
Απαρέμφατο
πορίζειν
Μετοχή
πορίζων, πορίζουσα, πορίζον
Παρατατικός
Οριστική
ἐπόριζον, ἐπόριζες, ἐπόριζε, ἐπορίζομεν, ἐπορίζετε, ἐπόριζον
Μέλλοντας
Οριστική
ποριῶ, ποριεῖς, ποριεῖ, ποριοῦμεν, ποριεῖτε, ποριοῦσι(ν)
ποριοῖμι, ποριοῖς, ποριοῖ, ή ποριοίην, ποριοίης, ποριοίη, ποριοῖμεν, ποριοῖτε, ποριοῖεν
ποριεῖν
ποριῶν, ποριοῦσα, ποριοῦν
Αόριστος
Οριστική
ἐπόρισα, ἐπόρισας, ἐπόρισε(ν), ἐπορίσαμεν, ἐπορίσατε, ἐπόρισαν
πορίσω, πορίσῃς, πορίσῃ, πορίσωμεν, πορίσητε, πορίσωσι(ν)
πορίσαιμι, πορίσαις ή πορίσειας, πορίσαι ή πορίσειε(ν), πορίσαιμεν, πορίσαιτε, πορίσαιεν ή πορίσειαν
Προστακτική
---, πόρισον, πορισάτω, ---, πορίσατε, πορισάντων (ή πορισάτωσαν)
Απαρέμφατο
πορίσαι
Μετοχή
πορίσας, πορίσασα, πορίσαν
Παρακείμενος
Οριστική
πεπόρικα, πεπόρικας, πεπόρικε, πεπορίκαμεν, πεπορίκατε, πεπορίκασι(ν)
Υποτακτική
πεπορικώς- πεπορικυῖα- πεπορικός ὦ
πεπορικώς- πεπορικυῖα- πεπορικός ᾖς
πεπορικότες- πεπορικυῖαι- πεπορικότα ὦμεν
Ευκτική
πεπορικώς- πεπορικυῖα- πεπορικός εἴην
Προστακτική
---
πεπορικώς- πεπορικυῖα- πεπορικός ἴσθι
πεπορικότες- πεπορικυῖαι- πεπορικότα ἔστε
Απαρέμφατο
πεπορικέναι
Μετοχή
πεπορικώς- πεπορικυῖα- πεπορικός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐπεπορίκειν, ἐπεπορίκεις, ἐπεπορίκει, ἐπεπορίκεμεν, ἐπεπορίκετε, ἐπεπορίκεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
πορίζομαι, πορίζῃ/πορίζει, πορίζεται, ποριζόμεθα, πορίζεσθε, πορίζονται
πορίζωμαι, πορίζῃ, πορίζηται, ποριζώμεθα, πορίζησθε, πορίζωνται
ποριζοίμην, πορίζοιο, πορίζοιτο, ποριζοίμεθα, πορίζοισθε, πορίζοιντο
Προστακτική
---, πορίζου, ποριζέσθω, ---, πορίζεσθε, ποριζέσθων ή ποριζέσθωσαν
Απαρέμφατο
πορίζεσθαι
Μετοχή
ποριζόμενος
ποριζομένη
ποριζόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐποριζόμην, ἐπορίζου, ἐπορίζετο, ἐποριζόμεθα, ἐπορίζεσθε, ἐπορίζοντο
Μέλλοντας
Οριστική
ποριοῦμαι, ποριῇ/ποριεῖ, ποριεῖται, ποριοῦμεθα, ποριεῖσθε, ποριοῦνται
ποριοίμην, ποριοῖο, ποριοῖτο, ποριοίμεθα, ποριοῖσθε, ποριοῖντο
ποριεῖσθαι
ποριούμενος
ποριουμένη
ποριούμενον
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
πορισθήσομαι, πορισθήσῃ/πορισθήσει, πορισθήσεται, πορισθησόμεθα, πορισθήσεσθε, πορισθήσονται
πορισθησοίμην, πορισθήσοιο, πορισθήσοιτο, πορισθησοίμεθα, πορισθήσοισθε, πορισθήσοιντο
Απαρέμφατο
πορισθήσεσθαι
Μετοχή
πορισθησόμενος
πορισθησομένη
πορισθησόμενον
Οριστική
ἐπορισάμην, ἐπορίσω, ἐπορίσατο, ἐπορισάμεθα, ἐπορίσασθε, ἐπορίσαντο
πορίσωμαι, πορίσῃ, πορίσηται, πορισώμεθα, πορίσησθε, πορίσωνται
πορισαίμην, πορίσαιο, πορίσαιτο, πορισαίμεθα, πορίσαισθε, πορίσαιντο
Προστακτική
---, πόρισαι, πορισάσθω, ---, πορίσασθε, πορισάσθων ή πορισάσθωσαν
Απαρέμφατο
πορίσασθαι
Μετοχή
πορισάμενος
πορισαμένη
πορισάμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐπορίσθην, ἐπορίσθης, ἐπορίσθη, ἐπορίσθημεν, ἐπορίσθητε, ἐπορίσθησαν
πορισθῶ, πορισθῇς, πορισθῇ, πορισθῶμεν, πορισθῆτε, πορισθῶσι(ν)
πορισθείην, πορισθείης, πορισθείη, πορισθείημεν ή πορισθεῖμεν, πορισθείητε ή πορισθεῖτε, πορισθείησαν ή πορισθεῖεν
---, πορίσθητι, πορισθήτω, ---, πορίσθητε, πορισθέντων ή πορισθήτωσαν
Απαρέμφατο
πορισθῆναι
πορισθείς
πορισθεῖσα
Παρακείμενος
Οριστική
πεπόρισμαι, πεπόρισαι, πεπόρισται, πεπορίσμεθα, πεπόρισθε, πεπορισμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
πεπορισμένος- πεπορισμένη- πεπορισμένον ὦ
πεπορισμένος- πεπορισμένη- πεπορισμένον ᾖς
πεπορισμένοι- πεπορισμέναι- πεπορισμένα ὦμεν
Ευκτική
πεπορισμένος- πεπορισμένη- πεπορισμένον εἴην
Προστακτική
---, πεπόρισο, πεπορίσθω, --- πεπόρισθε, πεπορίσθων ή πεπορίσθωσαν
Απαρέμφατο
πεπορίσθαι
Μετοχή
πεπορισμένος,
πεπορισμένη,
πεπορισμένον
Υπερσυντέλικος
ἐπεπορίσμην, ἐπεπόρισο, ἐπεπόριστο, ἐπεπορίσμεθα, ἐπεπόρισθε, πεπορισμένοι ἦσαν
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου