Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «φθείρω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «φθείρω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Jorge Urbina Gaytan  
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «φθείρω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
φθείρω, φθείρεις, φθείρει, φθείρουμε, φθείρετε, φθείρουν (ή φθείρουνε)
Υποτακτική
να φθείρω, να φθείρεις, να φθείρει, να φθείρουμε, να φθείρετε, να φθείρουν (ή να φθείρουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: φθείρε – β΄ πληθυντικό: φθείρετε
Μετοχή
φθείροντας
 
Παρατατικός
Οριστική
έφθειρα, έφθειρες, έφθειρε, φθείραμε, φθείρατε, έφθειραν ή φθείρανε
Σημείωση: Η χρονική αύξηση του ρήματος διατηρείται, όταν τονίζεται.
 
Αόριστος
Οριστική
έφθειρα, έφθειρες, έφθειρε, φθείραμε, φθείρατε, έφθειραν ή φθείρανε
Υποτακτική
να φθείρω, να φθείρεις, να φθείρει, να φθείρουμε, να φθείρετε, να φθείρουν (ή να φθείρουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: φθείρε – β΄ πληθυντικό: φθείρετε  
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα φθείρω, θα φθείρεις, θα φθείρει, θα φθείρουμε, θα φθείρετε, θα φθείρουν (ή θα φθείρουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα φθείρω, θα φθείρεις, θα φθείρει, θα φθείρουμε, θα φθείρετε, θα φθείρουν (ή θα φθείρουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω φθείρει, θα έχεις φθείρει, θα έχει φθείρει, θα έχουμε φθείρει, θα έχετε φθείρει, θα έχουν φθείρει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω φθείρει, έχεις φθείρει, έχει φθείρει, έχουμε φθείρει, έχετε φθείρει, έχουν(ε) φθείρει
Υποτακτική
να έχω φθείρει, να έχεις φθείρει, να έχει φθείρει, να έχουμε φθείρει, να έχετε φθείρει, να έχουν φθείρει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα φθείρει, είχες φθείρει, είχε φθείρει, είχαμε φθείρει, είχατε φθείρει, είχαν(ε) φθείρει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
φθείρομαι, φθείρεσαι, φθείρεται, φθειρόμαστε, φθείρεστε, φθείρονται
Υποτακτική
να φθείρομαι, να φθείρεσαι, να φθείρεται, να φθειρόμαστε, να φθείρεστε, να φθείρονται
Προστακτική
---
Μετοχή
φθειρόμενος, φθειρόμενη, φθειρόμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
φθειρόμουν, φθειρόσουν, φθειρόταν, φθειρόμαστε, φθειρόσαστε, φθείρονταν
(& φθειρόμουνα, φθειρόσουνα, φθειρότανε, φθειρόμασταν, φθειρόσασταν, φθειρόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
φθάρηκα, φθάρηκες, φθάρηκε, φθαρήκαμε, φθαρήκατε, φθάρηκαν (ή φθαρήκανε)
& φθάρθηκα, φθάρθηκες, φθάρθηκε, φθαρθήκαμε, φθαρθήκατε, φθάρθηκαν
Υποτακτική
να φθαρώ, να φθαρείς, να φθαρεί, να φθαρούμε, να φθαρείτε, να φθαρούν (ή να φθαρούνε)
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: φθαρείτε  
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα φθείρομαι, θα φθείρεσαι, θα φθείρεται, θα φθειρόμαστε, θα φθείρεστε, θα φθείρονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα φθαρώ, θα φθαρείς, θα φθαρεί, θα φθαρούμε, θα φθαρείτε, θα φθαρούν (ή θα φθαρούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω φθαρεί, θα έχεις φθαρεί, θα έχει φθαρεί, θα έχουμε φθαρεί, θα έχετε φθαρεί, θα έχουν φθαρεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω φθαρεί, έχεις φθαρεί, έχει φθαρεί, έχουμε φθαρεί, έχετε φθαρεί, έχουν φθαρεί
Υποτακτική
να έχω φθαρεί, να έχεις φθαρεί, να έχει φθαρεί, να έχουμε φθαρεί, να έχετε φθαρεί, να έχουν φθαρεί
Μετοχή
φθαρμένος, φθαρμένη, φθαρμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα φθαρεί, είχες φθαρεί, είχε φθαρεί, είχαμε φθαρεί, είχατε φθαρεί, είχαν(ε) φθαρεί
 
Σημείωση: Το ρήμα φθείρω σχηματίζει τη μετοχή μεσοπαθητικού παρακειμένου με τον τύπο φθαρμένος, αλλά τα σύνθετά του σχηματίζουν τις μετοχές αυτές με συλλαβική αύξηση ε-, σύμφωνα με το πρότυπο της Αρχαίας Ελληνικής (φθαρμένος). Επομένως: διαφθείρω – διεφθαρμένος, παραφθείρω – παρεφθαρμένος.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...