Oni Hazarian
Οδυσσέας Ελύτης «Μυρίσαι το άριστον» [XV]
XV
Τα
παιδικά μου χρόνια είναι γεμάτα καλαμιές. Ξόδεψα πολύν άνεμο
για να μεγαλώσω. Μόνον έτσι όμως έμαθα να ξεχωρίζω τους πιο ανε-
παίσθητους συριγμούς, ν’ ακριβολογώ μες στα μυστήρια.
Μια γλώσσα όπως η ελληνική όπου άλλο πράγμα είναι η αγάπη και
άλλο πράγμα ο έρωτας· άλλο η επιθυμία και άλλο η λαχτάρα· άλλο η
πίκρα και άλλο το μαράζι· άλλο τα σπλάχνα κι άλλο τα σωθικά. Με
καθαρούς τόνους, θέλω να πω, που -αλίμονο- τους αντιλαμβάνον-
ται ολοένα λιγότερο αυτοί που ολοένα περισσότερο απομακρύνον-
ται από το νόημα ενός ουράνιου σώματος που το φως του είναι ο αφο-
μοιωμένος μας μόχθος, έτσι καθώς δεν παύει να επαναστρέφεται κά-
θε μέρα όλος θάμβος για να μας ανταμείψει.
Θέλουμε
δε θέλουμε, αποτελούμε το υλικό μαζί και το όργανο μιας
αέναης ανταλλαγής ανάμεσα σ’ αυτό που μας συντηρεί και σ’ αυτό
που του δίνουμε για να μας συντηρεί: το μαύρο που δίνουμε, για να
μας αποδοθεί λευκό· το θνησιμαίο, αείζωο.
Και
χρωστάμε στη διάρκεια μιας λάμψης την πιθανή ευτυχία μας.
Οδυσσέας
Ελύτης, Ο Μικρός Ναυτίλος, Ίκαρος
Με
αφορμή προσωπικά του βιώματα ο ποιητής οδηγείται σε γενικότερες διαπιστώσεις
τόσο σχετικά με τον νοηματικό πλούτο της ελληνικής γλώσσας όσο και ευρύτερα για
τη φύση του ανθρώπινου βίου. Οι συλλογισμοί του ποιητή, αν και ξεδιπλώνονται
συνειρμικά, θίγουν με εύστοχο τρόπο καίρια ζητήματα.
«Τα
παιδικά μου χρόνια είναι γεμάτα καλαμιές. Ξόδεψα πολύν άνεμο
για να μεγαλώσω. Μόνον έτσι όμως έμαθα να ξεχωρίζω τους πιο ανε-
παίσθητους συριγμούς, ν’ ακριβολογώ μες στα μυστήρια.»
Η
επαφή του ποιητή με τη φύση υπήρξε κυρίαρχη ήδη από την παιδική του ηλικία, στο
πλαίσιο της οποίας πέρασε πολύ χρόνο κοντά σε περιοχές με καλαμιές, ακούγοντας τις
πλείστες παραλλαγές του ήχου που προκαλούσε το πέρασμα του ανέμου μέσα από
αυτές. Χρειάστηκε, όπως επισημαίνει με τη χρήση μιας μεταφοράς («ξόδεψα πολύν
άνεμο»), να δαπανήσει πολύ χρόνο στην ύπαιθρο, αισθανόμενος και ακούγοντας τον
άνεμο, προκειμένου να κάνει τη μετάβασή του από την παιδική ηλικία στην ενήλικη
ζωή και σκέψη. Η μαθητεία του στους ήχους της φύσης, ωστόσο, διαδραμάτισε
κρίσιμο ρόλο στη διαμόρφωση της αντίληψής του και της ικανότητάς του να μπορεί
να διακρίνει ακόμη και τον πλέον ανεπαίσθητο ήχο που προκαλεί η κίνηση του
ανέμου. Η μαθητεία του αυτή συνιστά σε κυριολεκτικό επίπεδο μια πολύχρονη επαφή
με την ελληνική φύση και τους ήχους της, παραπέμπει, όμως, συνειρμικά, στη
γενικότερη επαφή του ποιητή με τους ήχους της ελληνικής γλώσσας σε όλες της τις
εκφάνσεις είτε αυτές βρίσκονταν σε επαρχιακά είτε σε αστικά περιβάλλοντα.
Κατόρθωσε, έτσι, ο ποιητής να μπορεί να διατυπώνει με ακρίβεια τα όσα ένιωθε,
αισθανόταν και σκεφτόταν σε κάθε εμπειρία «μυστηρίου». Με τα «μυστήρια» να
αποτελούν τα επιμέρους κομβικά βιώματα που επέφεραν σημαντικές αλλαγές στην
ψυχοσύνθεση του ποιητή ή λειτούργησαν ως φορείς βαθιάς ευδαιμονίας και γοργής
συναισθηματικής ωρίμασης.
«Μια
γλώσσα όπως η ελληνική όπου άλλο πράγμα είναι η αγάπη και
άλλο πράγμα ο έρωτας· άλλο η επιθυμία και άλλο η λαχτάρα· άλλο η
πίκρα και άλλο το μαράζι· άλλο τα σπλάχνα κι άλλο τα σωθικά.»
Η
πολυετής μοναχική εξάσκηση αναγνώρισης των ηχητικών διαβαθμίσεων του ανέμου
επέτρεψε στον ποιητή να μυηθεί τόσο στη λυρική διάσταση της ελληνικής γλώσσας
όσο και στη νοηματική πολυμορφία της. Τα χρόνια που αφιέρωσε ακούγοντας τον
άνεμο και εκφράζοντας με ακρίβεια τον εσωτερικό του κόσμο αποτέλεσαν ιδανική
προετοιμασία για την ενασχόληση με μια γλώσσα τέτοιου ηχητικού και νοηματικού
πλούτου, όπως είναι η ελληνική. Πώς θα μπορούσε κάποιος, άλλωστε, να ασχοληθεί
με τις λεπτές νοηματικές διακρίσεις μεταξύ λέξεων που θεωρητικά αναφέρονται σε
κάτι που μοιάζει ίδιο ή παρόμοιο, αν δεν είχε προηγουμένως αφιερωθεί με τόση
μεθοδικότητα και υπομονή στις παραλλαγές του ήχου;
Η ελληνική γλώσσα απαιτεί χρόνο, ενδιαφέρον και μεράκι, προκειμένου να μπορέσει κάποιος να κατανοήσει -και κυρίως να αισθανθεί- τις κάποτε μικρές, αλλά ωστόσο ιδιαίτερα ουσιώδεις διαφορές μεταξύ φαινομενικά συνώνυμων λέξεων. Στην ελληνική γλώσσα η «αγάπη», το ανιδιοτελές ενδιαφέρον και το αίσθημα βαθιάς στοργής, διαφοροποιείται νοηματικά από τον «έρωτα», ο οποίος αποδίδει μια άλλη έκφανση συναισθηματικού ενδιαφέροντος, αφού σε αυτόν εμπεριέχεται η σωματική έλξη και η επιθυμία για ερωτική επαφή. Αντιστοίχως, στην ελληνική γλώσσα η «επιθυμία», το να θέλει, δηλαδή, κάποιος κάτι, τοποθετείται σε χαμηλότερο επίπεδο συναισθηματικής έντασης από αυτό που εκφράζει η «λαχτάρα», η οποία αποδίδει την πολύ έντονη επιθυμία· τον πόθο για κάτι. Παρομοίως, στην ελληνική γλώσσα υπάρχει μια δυσδιάκριτη, αλλά ουσιώδης διαφορά ανάμεσα στην «πίκρα», η οποία δηλώνει τη μεγάλη στεναχώρια κάποιου για ένα γεγονός, από το «μαράζι», το οποίο αποδίδει μια πολύ βαθύτερη αίσθηση ψυχικού πόνου· ενός πόνου εξαιρετικά δύσκολα αντιμετωπίσιμου που έχει μακρά διάρκεια. Διαφορά υπάρχει, επίσης, ανάμεσα στις λέξεις «σπλάχνα» και «σωθικά» παρ’ όλο που και οι δύο υποδηλώνουν τόσο τα εσωτερικά όργανα του σώματος όσο και την πηγή των συναισθημάτων ενός ανθρώπου. Η διαφορά εδώ έγκειται στο γεγονός πως οι Έλληνες χρησιμοποιούν συνηθέστερα τη λέξη «σωθικά» για να δηλώσουν πως κάτι πληγώνει ή ευφραίνει βαθιά την ψυχή τους.
«Με
καθαρούς τόνους, θέλω να πω, που -αλίμονο- τους αντιλαμβάνον-
ται ολοένα λιγότερο αυτοί που ολοένα περισσότερο απομακρύνον-
ται από το νόημα ενός ουράνιου σώματος που το φως του είναι ο αφο-
μοιωμένος μας μόχθος, έτσι καθώς δεν παύει να επαναστρέφεται κά-
θε μέρα όλος θάμβος για να μας ανταμείψει.»
Ο
λεξιλογικός αυτός πλούτος, ωστόσο, παρά την ιδιαίτερη αξία του, αφού επιτρέπει
τη χρήση διαφορετικής λέξης για κάθε επιμέρους αναβαθμό συναισθήματος, μοιάζει
να μένει όλο και περισσότερο αχρησιμοποίητος, με αποτέλεσμα να φθίνει, αφού οι
φυσικοί ομιλητές της ελληνικής γλώσσας τείνουν να αφιερώνουν όλο και λιγότερο
χρόνο στην επικοινωνία με την ίδια τους τη γλώσσα. Η αφθονία λέξεων πλασμένων
για να αποδώσουν πλείστες συναισθηματικές καταστάσεις δεν μπορεί να διασφαλίσει
από μόνη της τον πραγματικό πλούτο μιας γλώσσας, αν οι ομιλητές της δεν
εξοικειώνονται επαρκώς με τις λέξεις αυτές και με το νόημά τους. Ο ποιητής,
μάλιστα, προκειμένου να αποδώσει με έμφαση το τίμημα αυτής της απομάκρυνσης
παραλληλίζει τη γλώσσα με τον ήλιο· με το ουράνιο εκείνο σώμα που μας προσφέρει
ζωή. Υπ’ αυτό το πρίσμα, η αδιαφορία απέναντι στο πολύσημο των ελληνικών λέξεων
μοιάζει με την αδιαφορία απέναντι στον κύριο φορέα ζωής, τον ήλιο, το φως του
οποίου «δημιουργήθηκε» από τον κοινό μόχθο των ανθρώπων και, συνάμα, ως
αντάλλαγμα για τον μόχθο αυτό. Όπως αυτό επιβεβαιώνεται από την επίμονη
καθημερινή επιστροφή του, με όλο το θάμβος του φωτός του, για να μας ανταμείψει
για τον κόπο και την αφοσίωση που του έχουμε προσφέρει.
Κατά παρόμοιο τρόπο, άρα, η απομάκρυνση από την ελληνική γλώσσα συνιστά, για τον ποιητή, ασυγχώρητο λάθος, εφόσον φανερώνει έλλειψη ενδιαφέροντος απέναντι σε έναν κώδικα επικοινωνίας που χρειάστηκε χιλιάδες χρόνια για να διαμορφωθεί και το συνεχή μόχθο αλλεπάλληλων γενεών. Ένας γλωσσικός κώδικας ικανός να εκφράσει κάθε συναίσθημα και κάθε σκέψη, προσφέροντας, συνάμα, το υλικό για να «φωτίσει» και να καλλιεργήσει τη σκέψη κάθε ομιλητή του, εγκαταλείπεται σταδιακά από τους ανθρώπους εκείνους που δεν είναι σε θέση να εκτιμήσουν την υπέρμετρη λυρική και νοηματική του αξία και ποιότητα.
«Θέλουμε
δε θέλουμε, αποτελούμε το υλικό μαζί και το όργανο μιας
αέναης ανταλλαγής ανάμεσα σ’ αυτό που μας συντηρεί και σ’ αυτό
που του δίνουμε για να μας συντηρεί: το μαύρο που δίνουμε, για να
μας αποδοθεί λευκό· το θνησιμαίο, αείζωο.»
Η
γλώσσα, το μέσο για την επικοινωνία, την έκφραση και τη σκέψη, έχει εξίσου
ζωτική σημασία με τον ήλιο ή με ό,τι άλλο μας κρατά στη ζωή, καθώς λειτουργεί
ταυτόχρονα ως το μέσο για να εκφράσουμε τη σκέψη μας και ως το μέσο για να
ενισχύσουμε και να διευρύνουμε την ικανότητά μας να σκεφτόμαστε. Υπάρχει μια
αλληλένδετη σχέση ανάμεσα στη γλώσσα και την ικανότητα επιβίωσής μας, η οποία
θα έπρεπε να μας κινητοποιεί αυτόματα για την προάσπισή της. Όπως, άλλωστε,
επισημαίνει ο Ελύτης «θέλουμε δε θέλουμε» είμαστε την ίδια στιγμή εκείνοι που
υλοποιούμε τα αναγκαία για την επιβίωσή μας, αλλά και το ίδιο το υλικό που
απαιτείται να προσφέρουμε -ως κόπο, ως μέσο- για να επιτευχθεί η επιβίωση αυτή.
Δίνουμε πολλή προσπάθεια, ψυχική αγωνία, ακόμη και πόνο, για να αναδυθεί κάπου
στον ορίζοντα η ζητούμενη λευκότητα που θα απαλείψει το σκότος της ζωής μας·
δίνουμε το πολυτιμότερο στοιχείο του θνητού μας βίου, τον χρόνο μας ή ακόμη και
την ίδια μας τη ζωή, για να προκύψει κάτι σπουδαιότερο και κάτι το διαχρονικό
που δεν θα κάμπτεται πια από το πέρασμα του χρόνου.
«Και
χρωστάμε στη διάρκεια μιας λάμψης την πιθανή ευτυχία μας.»
Η
ζωή είναι ένας συνεχής αγώνας στο επίκεντρο του οποίου τίθεται ο ίδιος ο
άνθρωπος ως βασικός συντελεστής, μα και ως το αξιοποιούμενο μέσο για την
επιτυχή έκβασή του. Καίρια συνειδητοποίηση, άρα, για κάθε άνθρωπο είναι το
γεγονός πως δεν μπορεί να επιτύχει ή να διασφαλίσει αυτό που επιθυμεί, αν δεν
το επιδιώξει ο ίδιος· αν δεν αγωνιστεί ο ίδιος, εκμεταλλευόμενος όλο του το
είναι και κάθε του προτέρημα στην προσπάθειά του αυτή. Πρόκειται για μια
συνειδητοποίηση που δεν επέρχεται εύκολα και για την οποία δεν υπάρχει ευρύ
περιθώριο χρόνου. Σε κάθε άνθρωπο προσφέρεται ένα στιγμιαίο περιθώριο, όσο
διαρκεί μια λάμψη, για να αντιληφθεί που βασίζεται η πιθανότητα να ευτυχήσει,
και οφείλει σε αυτή την πρόσκαιρη στιγμή να είναι δεκτικός στη σχετική
αποκάλυψη, αν όντως επιθυμεί να γευτεί την ευτυχία που του αναλογεί.
Οδυσσέας Ελύτης «Μυρίσαι το άριστον» [XV]
για να μεγαλώσω. Μόνον έτσι όμως έμαθα να ξεχωρίζω τους πιο ανε-
παίσθητους συριγμούς, ν’ ακριβολογώ μες στα μυστήρια.
Μια γλώσσα όπως η ελληνική όπου άλλο πράγμα είναι η αγάπη και
άλλο πράγμα ο έρωτας· άλλο η επιθυμία και άλλο η λαχτάρα· άλλο η
πίκρα και άλλο το μαράζι· άλλο τα σπλάχνα κι άλλο τα σωθικά. Με
καθαρούς τόνους, θέλω να πω, που -αλίμονο- τους αντιλαμβάνον-
ται ολοένα λιγότερο αυτοί που ολοένα περισσότερο απομακρύνον-
ται από το νόημα ενός ουράνιου σώματος που το φως του είναι ο αφο-
μοιωμένος μας μόχθος, έτσι καθώς δεν παύει να επαναστρέφεται κά-
θε μέρα όλος θάμβος για να μας ανταμείψει.
αέναης ανταλλαγής ανάμεσα σ’ αυτό που μας συντηρεί και σ’ αυτό
που του δίνουμε για να μας συντηρεί: το μαύρο που δίνουμε, για να
μας αποδοθεί λευκό· το θνησιμαίο, αείζωο.
για να μεγαλώσω. Μόνον έτσι όμως έμαθα να ξεχωρίζω τους πιο ανε-
παίσθητους συριγμούς, ν’ ακριβολογώ μες στα μυστήρια.»
άλλο πράγμα ο έρωτας· άλλο η επιθυμία και άλλο η λαχτάρα· άλλο η
πίκρα και άλλο το μαράζι· άλλο τα σπλάχνα κι άλλο τα σωθικά.»
Η ελληνική γλώσσα απαιτεί χρόνο, ενδιαφέρον και μεράκι, προκειμένου να μπορέσει κάποιος να κατανοήσει -και κυρίως να αισθανθεί- τις κάποτε μικρές, αλλά ωστόσο ιδιαίτερα ουσιώδεις διαφορές μεταξύ φαινομενικά συνώνυμων λέξεων. Στην ελληνική γλώσσα η «αγάπη», το ανιδιοτελές ενδιαφέρον και το αίσθημα βαθιάς στοργής, διαφοροποιείται νοηματικά από τον «έρωτα», ο οποίος αποδίδει μια άλλη έκφανση συναισθηματικού ενδιαφέροντος, αφού σε αυτόν εμπεριέχεται η σωματική έλξη και η επιθυμία για ερωτική επαφή. Αντιστοίχως, στην ελληνική γλώσσα η «επιθυμία», το να θέλει, δηλαδή, κάποιος κάτι, τοποθετείται σε χαμηλότερο επίπεδο συναισθηματικής έντασης από αυτό που εκφράζει η «λαχτάρα», η οποία αποδίδει την πολύ έντονη επιθυμία· τον πόθο για κάτι. Παρομοίως, στην ελληνική γλώσσα υπάρχει μια δυσδιάκριτη, αλλά ουσιώδης διαφορά ανάμεσα στην «πίκρα», η οποία δηλώνει τη μεγάλη στεναχώρια κάποιου για ένα γεγονός, από το «μαράζι», το οποίο αποδίδει μια πολύ βαθύτερη αίσθηση ψυχικού πόνου· ενός πόνου εξαιρετικά δύσκολα αντιμετωπίσιμου που έχει μακρά διάρκεια. Διαφορά υπάρχει, επίσης, ανάμεσα στις λέξεις «σπλάχνα» και «σωθικά» παρ’ όλο που και οι δύο υποδηλώνουν τόσο τα εσωτερικά όργανα του σώματος όσο και την πηγή των συναισθημάτων ενός ανθρώπου. Η διαφορά εδώ έγκειται στο γεγονός πως οι Έλληνες χρησιμοποιούν συνηθέστερα τη λέξη «σωθικά» για να δηλώσουν πως κάτι πληγώνει ή ευφραίνει βαθιά την ψυχή τους.
ται ολοένα λιγότερο αυτοί που ολοένα περισσότερο απομακρύνον-
ται από το νόημα ενός ουράνιου σώματος που το φως του είναι ο αφο-
μοιωμένος μας μόχθος, έτσι καθώς δεν παύει να επαναστρέφεται κά-
θε μέρα όλος θάμβος για να μας ανταμείψει.»
Κατά παρόμοιο τρόπο, άρα, η απομάκρυνση από την ελληνική γλώσσα συνιστά, για τον ποιητή, ασυγχώρητο λάθος, εφόσον φανερώνει έλλειψη ενδιαφέροντος απέναντι σε έναν κώδικα επικοινωνίας που χρειάστηκε χιλιάδες χρόνια για να διαμορφωθεί και το συνεχή μόχθο αλλεπάλληλων γενεών. Ένας γλωσσικός κώδικας ικανός να εκφράσει κάθε συναίσθημα και κάθε σκέψη, προσφέροντας, συνάμα, το υλικό για να «φωτίσει» και να καλλιεργήσει τη σκέψη κάθε ομιλητή του, εγκαταλείπεται σταδιακά από τους ανθρώπους εκείνους που δεν είναι σε θέση να εκτιμήσουν την υπέρμετρη λυρική και νοηματική του αξία και ποιότητα.
αέναης ανταλλαγής ανάμεσα σ’ αυτό που μας συντηρεί και σ’ αυτό
που του δίνουμε για να μας συντηρεί: το μαύρο που δίνουμε, για να
μας αποδοθεί λευκό· το θνησιμαίο, αείζωο.»
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου