Κώστας Καρυωτάκης «Γραφιάς», παράλληλο για το «Όνειρο στο Κύμα»
Οἱ ὧρες μ’ ἐχλώμιαναν, γυρτός που βρέθηκα ξανά
στο ἀχάριστο τραπέζι.
(Ἀπ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο στον τοῖχο ἀντικρινά
ὁ ἥλιος γλιστράει και παίζει.)
Διπλώνοντας το στῆθος μου, γυρεύω ἀναπνοή
στη σκόνη τῶν χαρτιῶ μου.
(Σφύζει γλυκά και ἀκούγεται χιλιόφωνα ἡ ζωή
στα ἐλεύθερα τοῦ δρόμου.)
Ἀπόκαμα, θολώσανε τα μάτια μου και ὁ νοῦς,
ὅμως ἀκόμη γράφω.
(Στο βάζο ξέρω δίπλα μου δυο κρίνους φωτεινούς.
Σα να ‘χουν βγεῖ σε τάφο.)
Μία από τις βασικές θεματικές του διηγήματος «Όνειρο στο κύμα» είναι η απομάκρυνση του ήρωα από τη ζωή στη φύση κι ο εγκλωβισμός του σ’ ένα δικηγορικό γραφείο της Αθήνας. Ο νεαρός αφηγητής έχοντας μεγαλώσει στην όμορφη Σκιάθο, σε διαρκή επαφή με τη φύση, ελεύθερος να απολαμβάνει την ευτυχία που μπορεί να προσφέρει στον άνθρωπο η συνύπαρξη με τα στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος, αδυνατεί τώρα πια να νιώσει ευτυχισμένος, καθώς η ζωή του περιορίζεται στα στενά πλαίσια ενός γραφείου. Η αντίθεση ανάμεσα στην ευδαιμονία του παρελθόντος του αφηγητή και στην καταπίεση του παρόντος, οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αλλαγή περιβάλλοντος, καθώς ο αφηγητής έχασε κάθε αίσθηση ελευθερίας και κάθε πηγή ευτυχίας στη ζωή του, από τη στιγμή που εγκατέλειψε την ανέμελη ζωή του στα βουνά του νησιού του και βρέθηκε πρώτα σπουδαστής και ύστερα υπάλληλος σε κλειστούς χώρους, μακριά από τη φύση.
Οι άνθρωποι που είχαν την ευκαιρία να μεγαλώσουν κοντά στο φυσικό περιβάλλον βιώνουν πολύ αρνητικά τον περιορισμό τους στους αστικούς χώρους, όπου η δυνατότητα επαφής με τη φύση είναι ελάχιστη. Η κατάσταση που διαμορφώνεται στα αστικά κέντρα, όπου το μεγαλύτερο μέρος της ζωής των ανθρώπων δαπανάται σε κλειστούς χώρους, εναντιώνεται στην έμφυτη ανάγκη του ανθρώπου να βρίσκεται σ’ επαφή με το φυσικό του περιβάλλον.
Την αίσθηση που προκαλεί στους ανθρώπους των αστικών κέντρων, ο εγκλωβισμός τους σε κλειστούς χώρους -σε γραφεία-, μας παρουσιάζει πολύ παραστατικά ο Καρυωτάκης στο ποίημα «Γραφιάς».
Ο Καρυωτάκης θεωρεί τη ζωή στα στενά πλαίσια ενός γραφείου αφύσικη και συχνά τονίζει στην ποίησή του, πως οι άνθρωποι, και κυρίως οι υπάλληλοι, έχουν πια καταδικαστεί σε μια μίζερη ζωή σκυμμένη πάνω σε ατέλειωτους όγκους εγγράφων, αναλώνοντας πολύτιμες ώρες από τη ζωή τους σε κάτι επουσιώδες που δεν τους προσφέρει τίποτα σε αντάλλαγμα, και το κυριότερο, δεν τους προσφέρει την ευτυχία που θα μπορούσαν να βιώσουν αν βρίσκονταν ελεύθεροι κοντά στη φύση.
Στις τρεις στροφές του ποιήματος ο Καρυωτάκης εκφράζει εμφατικά την αντίθεση ανάμεσα στον κλειστό χώρο του γραφείου του και στον ανοιχτό χώρο που είναι γεμάτος ζωή και υποσχέσεις χαράς.
Η καταπιεστική και ανούσια ζωή του ποιητή δίνεται στους πρώτους στίχους κάθε στροφής κι αμέσως μετά, μέσα σε παρενθέσεις, δίνεται η αντίθετη εικόνα που επικρατεί στον ανοιχτό χώρο, μακριά από τον καταθλιπτικό χώρο του γραφείου του.
Οἱ ὧρες μ’ ἐχλώμιαναν, γυρτός που βρέθηκα ξανά
στο ἀχάριστο τραπέζι.
(Ἀπ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο στον τοῖχο ἀντικρινά
ὁ ἥλιος γλιστράει και παίζει.)
Ο ποιητής περνά τη ζωή του σκυμμένος στα χαρτιά του, απέχοντας από κάθε δραστηριότητα που θα τον έφερνε κοντά στη φύση και θα του προσέφερε χαρά. Περνά τις μέρες του κλεισμένος στο γραφείο του κι είναι πια χλωμός από το διαρκή εγκλεισμό του, τη στιγμή που έξω απ’ το γραφείο του το φως του ήλιου παιχνιδίζει με τις φωτοσκιάσεις καθώς οι ώρες κυλούν. Ο ποιητής βλέπει τον ήλιο, γνωρίζει πώς αν βρεθεί έξω θα έρθει σ’ επαφή με την ομορφιά της ζωής, αλλά παραμένει εγκλωβισμένος στο αχάριστο τραπέζι, όπου όσες ώρες κι αν του προσφέρει καθημερινά, εκείνο δεν έχει τίποτε να του δώσει σε αντάλλαγμα.
Διπλώνοντας το στῆθος μου, γυρεύω ἀναπνοή
στη σκόνη τῶν χαρτιῶ μου.
(Σφύζει γλυκά και ἀκούγεται χιλιόφωνα ἡ ζωή
στα ἐλεύθερα τοῦ δρόμου.)
Ο ποιητής ασφυκτιά στο γραφείο του, όπου είναι αναγκασμένος να αναπνέει τη σκόνη από τα χαρτιά του και δεν μπορεί να γευτεί ούτε μια βαθιά ανάσα καθαρού αέρα. Ενώ, την ίδια στιγμή, αν μπορούσε να αποδεσμευτεί από τις υποχρεώσεις που τον κρατούν δέσμιό τους, θα είχε την ευκαιρία να βρεθεί έξω, στα ελεύθερα του δρόμου, όπου η ζωή είναι πολύβουη και γεμάτη γλυκύτητα. Ο ποιητής γνωρίζει ότι η ζωή περνά ανεκμετάλλευτη δίπλα του, τη στιγμή που εκείνος είναι προσηλωμένος στα χαρτιά του, αλλά δεν μπορεί παρά να ζήσει με την επιλογή του, όπως κάθε λόγιος άνθρωπος που συνειδητά απομακρύνεται από την ομορφιά της ζωής για να παλέψει με τις λέξεις. Ο Καρυωτάκης, άλλωστε, πέρα από το γεγονός ότι ήταν υπάλληλος γραφείου και όφειλε να περνά το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας του γράφοντας και σφραγίζοντας έγγραφα, υπήρξε παράλληλα κι ένας ποιητής αφοσιωμένος στο έργο του, κάτι που σήμαινε ότι ακόμη κι όταν δεν εργαζόταν στη δουλειά του, παρέμενε κλεισμένος σ’ ένα γραφείο για χάρη της τέχνης του.
Ἀπόκαμα, θολώσανε τα μάτια μου και ὁ νοῦς,
ὅμως ἀκόμη γράφω.
(Στο βάζο ξέρω δίπλα μου δυο κρίνους φωτεινούς.
Σα να ‘χουν βγεῖ σε τάφο.)
Ο ποιητής έχει κουραστεί να γράφει, έχουν θολώσει τα μάτια και το μυαλό του από το συνεχές γράψιμο, αλλά δεν σταματά. Μένει εκεί, ένας συνεπής γραφιάς, ένας γραφιάς χωρίς όφελος, με σαφή επίγνωση πως η ζωή του όλη θα περάσει, χωρίς εκείνος να γνωρίσει την πραγματική ευτυχία που θα μπορούσε να βιώσει αν άφηνε το γραφείο του κι επέτρεπε στον εαυτό του να αφεθεί στην ομορφιά της φύσης.
Ο θάνατος, το τέλος της ύπαρξης του ποιητή, υποδηλώνεται στο κλείσιμο του ποιήματος, με την παρομοίωση των δύο κρίνων που έχουν τοποθετηθεί στο γραφείο του σα να έχουν τοποθετηθεί σε κάποιον τάφο.
Ο ποιητής γνωρίζει πως η ζωή του θα συνεχιστεί με την ίδια απουσία χαράς μέχρι το τέλος, κι όμως παραμένει συνεπής στον εγκλεισμό του, γι’ αυτό κι αντί να κοιτάξει τους κρίνους, αντί να αφήσει τα γραπτά του, έστω για μια στιγμή, και να δηλώσει πως βλέπει δυο κρίνους, μας λέει απλώς πως ξέρει ότι υπάρχουν δυο κρίνοι. Ούτε καν κοιτάζει τα όμορφα λουλούδια, ξέρει απλώς πως είναι εκεί δίπλα του, όπως ξέρει πως η φύση και η ελευθερία είναι εκεί κοντά του.
Οἱ ὧρες μ’ ἐχλώμιαναν, γυρτός που βρέθηκα ξανά
στο ἀχάριστο τραπέζι.
(Ἀπ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο στον τοῖχο ἀντικρινά
ὁ ἥλιος γλιστράει και παίζει.)
Διπλώνοντας το στῆθος μου, γυρεύω ἀναπνοή
στη σκόνη τῶν χαρτιῶ μου.
(Σφύζει γλυκά και ἀκούγεται χιλιόφωνα ἡ ζωή
στα ἐλεύθερα τοῦ δρόμου.)
Ἀπόκαμα, θολώσανε τα μάτια μου και ὁ νοῦς,
ὅμως ἀκόμη γράφω.
(Στο βάζο ξέρω δίπλα μου δυο κρίνους φωτεινούς.
Σα να ‘χουν βγεῖ σε τάφο.)
Μία από τις βασικές θεματικές του διηγήματος «Όνειρο στο κύμα» είναι η απομάκρυνση του ήρωα από τη ζωή στη φύση κι ο εγκλωβισμός του σ’ ένα δικηγορικό γραφείο της Αθήνας. Ο νεαρός αφηγητής έχοντας μεγαλώσει στην όμορφη Σκιάθο, σε διαρκή επαφή με τη φύση, ελεύθερος να απολαμβάνει την ευτυχία που μπορεί να προσφέρει στον άνθρωπο η συνύπαρξη με τα στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος, αδυνατεί τώρα πια να νιώσει ευτυχισμένος, καθώς η ζωή του περιορίζεται στα στενά πλαίσια ενός γραφείου. Η αντίθεση ανάμεσα στην ευδαιμονία του παρελθόντος του αφηγητή και στην καταπίεση του παρόντος, οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αλλαγή περιβάλλοντος, καθώς ο αφηγητής έχασε κάθε αίσθηση ελευθερίας και κάθε πηγή ευτυχίας στη ζωή του, από τη στιγμή που εγκατέλειψε την ανέμελη ζωή του στα βουνά του νησιού του και βρέθηκε πρώτα σπουδαστής και ύστερα υπάλληλος σε κλειστούς χώρους, μακριά από τη φύση.
Οι άνθρωποι που είχαν την ευκαιρία να μεγαλώσουν κοντά στο φυσικό περιβάλλον βιώνουν πολύ αρνητικά τον περιορισμό τους στους αστικούς χώρους, όπου η δυνατότητα επαφής με τη φύση είναι ελάχιστη. Η κατάσταση που διαμορφώνεται στα αστικά κέντρα, όπου το μεγαλύτερο μέρος της ζωής των ανθρώπων δαπανάται σε κλειστούς χώρους, εναντιώνεται στην έμφυτη ανάγκη του ανθρώπου να βρίσκεται σ’ επαφή με το φυσικό του περιβάλλον.
Την αίσθηση που προκαλεί στους ανθρώπους των αστικών κέντρων, ο εγκλωβισμός τους σε κλειστούς χώρους -σε γραφεία-, μας παρουσιάζει πολύ παραστατικά ο Καρυωτάκης στο ποίημα «Γραφιάς».
Ο Καρυωτάκης θεωρεί τη ζωή στα στενά πλαίσια ενός γραφείου αφύσικη και συχνά τονίζει στην ποίησή του, πως οι άνθρωποι, και κυρίως οι υπάλληλοι, έχουν πια καταδικαστεί σε μια μίζερη ζωή σκυμμένη πάνω σε ατέλειωτους όγκους εγγράφων, αναλώνοντας πολύτιμες ώρες από τη ζωή τους σε κάτι επουσιώδες που δεν τους προσφέρει τίποτα σε αντάλλαγμα, και το κυριότερο, δεν τους προσφέρει την ευτυχία που θα μπορούσαν να βιώσουν αν βρίσκονταν ελεύθεροι κοντά στη φύση.
Στις τρεις στροφές του ποιήματος ο Καρυωτάκης εκφράζει εμφατικά την αντίθεση ανάμεσα στον κλειστό χώρο του γραφείου του και στον ανοιχτό χώρο που είναι γεμάτος ζωή και υποσχέσεις χαράς.
Η καταπιεστική και ανούσια ζωή του ποιητή δίνεται στους πρώτους στίχους κάθε στροφής κι αμέσως μετά, μέσα σε παρενθέσεις, δίνεται η αντίθετη εικόνα που επικρατεί στον ανοιχτό χώρο, μακριά από τον καταθλιπτικό χώρο του γραφείου του.
Οἱ ὧρες μ’ ἐχλώμιαναν, γυρτός που βρέθηκα ξανά
στο ἀχάριστο τραπέζι.
(Ἀπ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο στον τοῖχο ἀντικρινά
ὁ ἥλιος γλιστράει και παίζει.)
Ο ποιητής περνά τη ζωή του σκυμμένος στα χαρτιά του, απέχοντας από κάθε δραστηριότητα που θα τον έφερνε κοντά στη φύση και θα του προσέφερε χαρά. Περνά τις μέρες του κλεισμένος στο γραφείο του κι είναι πια χλωμός από το διαρκή εγκλεισμό του, τη στιγμή που έξω απ’ το γραφείο του το φως του ήλιου παιχνιδίζει με τις φωτοσκιάσεις καθώς οι ώρες κυλούν. Ο ποιητής βλέπει τον ήλιο, γνωρίζει πώς αν βρεθεί έξω θα έρθει σ’ επαφή με την ομορφιά της ζωής, αλλά παραμένει εγκλωβισμένος στο αχάριστο τραπέζι, όπου όσες ώρες κι αν του προσφέρει καθημερινά, εκείνο δεν έχει τίποτε να του δώσει σε αντάλλαγμα.
Διπλώνοντας το στῆθος μου, γυρεύω ἀναπνοή
στη σκόνη τῶν χαρτιῶ μου.
(Σφύζει γλυκά και ἀκούγεται χιλιόφωνα ἡ ζωή
στα ἐλεύθερα τοῦ δρόμου.)
Ο ποιητής ασφυκτιά στο γραφείο του, όπου είναι αναγκασμένος να αναπνέει τη σκόνη από τα χαρτιά του και δεν μπορεί να γευτεί ούτε μια βαθιά ανάσα καθαρού αέρα. Ενώ, την ίδια στιγμή, αν μπορούσε να αποδεσμευτεί από τις υποχρεώσεις που τον κρατούν δέσμιό τους, θα είχε την ευκαιρία να βρεθεί έξω, στα ελεύθερα του δρόμου, όπου η ζωή είναι πολύβουη και γεμάτη γλυκύτητα. Ο ποιητής γνωρίζει ότι η ζωή περνά ανεκμετάλλευτη δίπλα του, τη στιγμή που εκείνος είναι προσηλωμένος στα χαρτιά του, αλλά δεν μπορεί παρά να ζήσει με την επιλογή του, όπως κάθε λόγιος άνθρωπος που συνειδητά απομακρύνεται από την ομορφιά της ζωής για να παλέψει με τις λέξεις. Ο Καρυωτάκης, άλλωστε, πέρα από το γεγονός ότι ήταν υπάλληλος γραφείου και όφειλε να περνά το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας του γράφοντας και σφραγίζοντας έγγραφα, υπήρξε παράλληλα κι ένας ποιητής αφοσιωμένος στο έργο του, κάτι που σήμαινε ότι ακόμη κι όταν δεν εργαζόταν στη δουλειά του, παρέμενε κλεισμένος σ’ ένα γραφείο για χάρη της τέχνης του.
Ἀπόκαμα, θολώσανε τα μάτια μου και ὁ νοῦς,
ὅμως ἀκόμη γράφω.
(Στο βάζο ξέρω δίπλα μου δυο κρίνους φωτεινούς.
Σα να ‘χουν βγεῖ σε τάφο.)
Ο ποιητής έχει κουραστεί να γράφει, έχουν θολώσει τα μάτια και το μυαλό του από το συνεχές γράψιμο, αλλά δεν σταματά. Μένει εκεί, ένας συνεπής γραφιάς, ένας γραφιάς χωρίς όφελος, με σαφή επίγνωση πως η ζωή του όλη θα περάσει, χωρίς εκείνος να γνωρίσει την πραγματική ευτυχία που θα μπορούσε να βιώσει αν άφηνε το γραφείο του κι επέτρεπε στον εαυτό του να αφεθεί στην ομορφιά της φύσης.
Ο θάνατος, το τέλος της ύπαρξης του ποιητή, υποδηλώνεται στο κλείσιμο του ποιήματος, με την παρομοίωση των δύο κρίνων που έχουν τοποθετηθεί στο γραφείο του σα να έχουν τοποθετηθεί σε κάποιον τάφο.
Ο ποιητής γνωρίζει πως η ζωή του θα συνεχιστεί με την ίδια απουσία χαράς μέχρι το τέλος, κι όμως παραμένει συνεπής στον εγκλεισμό του, γι’ αυτό κι αντί να κοιτάξει τους κρίνους, αντί να αφήσει τα γραπτά του, έστω για μια στιγμή, και να δηλώσει πως βλέπει δυο κρίνους, μας λέει απλώς πως ξέρει ότι υπάρχουν δυο κρίνοι. Ούτε καν κοιτάζει τα όμορφα λουλούδια, ξέρει απλώς πως είναι εκεί δίπλα του, όπως ξέρει πως η φύση και η ελευθερία είναι εκεί κοντά του.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου