Rachel Cruse
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ «Ποιητικό Υστερόγραφο», ως παράλληλο για το Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου
Τα ποιήματα δεν μπορούν πια
να ‘ναι ωραία
αφού η αλήθεια έχει ασχημύνει.
Η πείρα είναι τώρα
το μόνο σώμα των ποιημάτων
κι όσο η πείρα πλουταίνει
τόσο το ποίημα τρέφεται και ίσως δυναμώσει.
Πονάν τα γόνατά μου
και την Ποίηση δεν μπορώ πια να προσκυνήσω,
μόνο τις έμπειρες πληγές μου
μπορώ να της χαρίσω.
Τα επίθετα μαράθηκαν
μόνο με τις φαντασιώσεις μου
μπορώ τώρα την Ποίηση να διανθίσω.
Όμως πάντα θα την υπηρετώ
όσο βέβαια εκείνη με θέλει
γιατί μόνο αυτή με κάνει λίγο να ξεχνώ
τον κλειστό ορίζοντα του μέλλοντός μου.
Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ στο Ποιητικό Υστερόγραφο πραγματεύεται το φθοροποιό πέρασμα του χρόνου και την αναλγητική προσφορά της Ποίησης, όπως και ο Καβάφης στο ποίημα «Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου ποιητού εν Κομμαγηνή∙ 595 μ.Χ.», με τη διαφορά όμως ότι η ποιήτρια αντικρίζει το πέρασμα του χρόνου κυρίως ως δραστικό περιορισμό του μέλλοντός της, του χρόνου δηλαδή που της απομένει.
Αναλυτικότερα:
Τα ποιήματα δεν μπορούν πια
να ‘ναι ωραία
αφού η αλήθεια έχει ασχημύνει.
Η ποιήτρια βλέποντας το χρόνο να περνά και ζώντας την ασχήμια που συνοδεύει τα γηρατειά, αισθάνεται πως τα ποιήματά της δεν μπορεί παρά να επηρεαστούν από τα δύσκολα βιώματα του παρόντος της. Έτσι, καθώς η νεότητά της χάνεται, η ποιήτρια νιώθει πως χάνεται μαζί της η αβίαστη ομορφιά της νεανικής έκφρασης και η ανέφελη θέαση των πραγμάτων.
Η πείρα είναι τώρα
το μόνο σώμα των ποιημάτων
κι όσο η πείρα πλουταίνει
τόσο το ποίημα τρέφεται και ίσως δυναμώσει.
Κι ενώ η νεανική ομορφιά και η φρεσκάδα της ποιητικής διατύπωσης, έχει πια χαθεί, εκείνο που απομένει είναι η πείρα των χρόνων που πέρασαν, η οποία λειτουργεί εν μέρει αντισταθμιστικά, καθώς όσο περισσότερο βαθαίνουν οι εμπειρίες ζωής της ποιήτριας, τόσο περισσότερο τρέφεται και πιθανώς δυναμώνει η ποίησή της.
Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο δισταγμός της ποιήτριας που φανερώνεται με το «ίσως δυναμώσει», μιας και δε θέλει να θέσει ως δεδομένο ότι το πέρασμα του χρόνου και οι εμπειρίες πλουταίνουν και βαθαίνουν το λόγο των ανθρώπων. Διατηρεί σοφά μια επιφύλαξη, κι αφήνει τους αναγνώστες να κρίνουν την ύπαρξη ή μη μιας ουσιαστικότερης εμβάθυνσης στο λόγο της.
Πονάν τα γόνατά μου
και την Ποίηση δεν μπορώ πια να προσκυνήσω,
μόνο τις έμπειρες πληγές μου
μπορώ να της χαρίσω.
Η ποιήτρια, αντιλαμβανόμενη τον εαυτό της ως θεραπαινίδα της τέχνης της, παραδέχεται πως δεν μπορεί πια να προσκυνήσει την -έντονα καβαφική προσωποποιημένη- Ποίηση. Η εικόνα αυτή παρμένη από τη δύσκολη καθημερινότητα του γήρατος, λειτουργεί ως παραδοχή της ποιήτριας, πως δεν μπορεί πια να υπηρετεί με την ίδια ευκολία την πάντοτε απαιτητική ποίηση. Το μόνο που μπορεί να της χαρίσει είναι οι πληγές που της προσέφεραν τα χρόνια που έζησε, τις «έμπειρες πληγές» της, τα βιώματα, δηλαδή, τόσων χρόνων, που δεν έρχονται ποτέ χωρίς προσωπικό κόστος.
Το γήρασμα του σώματος, που τόσο πληγώνει τον Καβάφη «είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι», απασχολεί την ποιήτρια μόνο στο βαθμό που επηρεάζει τη ζωτικότητά της και τη δύναμή της να υπηρετεί την τέχνη της. Έτσι, ενώ ο Καβάφης αντικρίζει κυρίως την αλλοίωση της μορφής του και το βιώνει αυτό επώδυνα, σαν πληγή από μαχαίρι, η Αγγελάκη-Ρουκ αντλεί από το πέρασμα του χρόνου, ως αντιστάθμισμα για το γήρασμα του σώματος, τις «έμπειρες πληγές» που κέρδισε μέσα από τις εμπειρίες πολλών χρόνων και μπορεί πια να τις προσφέρει στην ποίησή της.
Η τάση, επομένως, του Καβάφη να συγκαταλέγει τη νεότητα και την ομορφιά του σώματος στις υψηλότερες αξίες της ζωής, μοιάζει να αφήνει ανεπηρέαστη την ποιήτρια.
Τα επίθετα μαράθηκαν
μόνο με τις φαντασιώσεις μου
μπορώ τώρα την Ποίηση να διανθίσω.
Τα επίθετα -το μέσο ωραιοποίησης της πραγματικότητας- έχουν πια μαραθεί, και το μόνο που απομένει στην ποιήτρια για να διανθίσει και να ομορφύνει την Ποίηση είναι οι φαντασιώσεις της. Πράξεις και όνειρα που δε στάθηκε δυνατό να βιωθούν, μπορούν τώρα να υλοποιηθούν με τη δύναμη της φαντασίας.
Στο σημείο αυτό βρίσκουμε την ταύτιση των δύο ποιητών που αναγνωρίζουν τη φαντασία ως βασικό εργαλείο της ποίησής τους, καθώς σε μια ηλικία που η απόκτηση νέων εμπειριών είναι επί της ουσίας ανέφικτη, υπάρχει η δύναμη της φαντασίας για να αναπληρώνει την απώλεια αυτή της απόκτησης νέων βιωμάτων.
Παράλληλα, η φαντασία λειτουργεί ως το μέσο διαφυγής από τη σκληρή αλήθεια της πραγματικότητας, μια αλήθεια όμως εκλαμβάνεται διαφορετικά από τους δύο ποιητές.
Όμως πάντα θα την υπηρετώ
όσο βέβαια εκείνη με θέλει
γιατί μόνο αυτή με κάνει λίγο να ξεχνώ
τον κλειστό ορίζοντα του μέλλοντός μου.
Παρά τους περιορισμούς που θέτουν τα γηρατειά στην ποιήτρια, παρά το γεγονός δηλαδή ότι δεν μπορεί να υπηρετεί την Ποίηση, με την άνεση και τη ζωτικότητα που το έκανε στα νιάτα της, είναι πρόθυμη να συνεχίσει να την υπηρετεί, για όσο τουλάχιστον αισθάνεται πως μπορεί να το κάνει αυτό αξιόλογο τρόπο, γιατί η Ποίηση είναι η μόνη ενασχόληση που τη βοηθά να ξεχνά, έστω και για λίγο, πόσο κλειστός είναι ο ορίζοντας του μέλλοντός της.
Στο κλείσιμο του ποιήματος καθίσταται πλέον εμφανέστατη η συνομιλία των δύο ποιημάτων, αλλά και η διαφοροποίησή τους σχετικά με το ποια θεωρούν, οι δύο ποιητές, ως τη μεγαλύτερη πληγή που επιφέρει το πέρασμα του χρόνου. Έτσι, ενώ ο Καβάφης προστρέχει στην Ποίηση και στα φάρμακά της για να ξεχάσει, έστω και για λίγο, την πληγή που του προκαλεί το γήρασμα του σώματος και της μορφής του, η Αγγελάκη-Ρουκ κατορθώνει, υπηρετώντας την ποίηση, να ξεχνά, έστω και για λίγο, το γεγονός ότι ο καιρός που της απομένει για να ζήσει, όλο και λιγοστεύει.
Ο κλειστός ορίζοντας του μέλλοντος, όπως τον βιώνει η Αγγελάκη-Ρουκ, μας παραπέμπει σ’ ένα άλλο ποίημα του Καβάφη, τα «Κεριά», όπου ο ποιητής στα 36 του χρόνια είχε ακόμη να προσμένει πολλές μέρες του μέλλοντος, όμορφες κι ελκυστικές σαν «χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.» Κι ενώ είχε πλήρη επίγνωση για το γοργό πέρασμα του χρόνου, συνέχιζε να κοιτάζει μπροστά: «Εμπρός κυττάζω τ’ αναμμένα μου κεριά. / Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω / τί γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει, /τί γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.»
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου