Ylli Haruni
Αθανάσιος Χριστόπουλος «Τώρα»
Το
ποίημα ανήκει στη συλλογή Λυρικά, η οποία τυπώθηκε το 1811 στη Βιέννη και
γνώρισε μεγάλη διάδοση, όπως αποδεικνύουν οι έντεκα εκδόσεις της στο πρώτο μισό
του 19ου αι. Το ανάλαφρο θέμα, η υποκειμενική λυρική διάθεση, η απλή γλώσσα,
που έκαναν το ποίημα πολύ αγαπητό στην εποχή του, προκαλούν το ενδιαφέρον ακόμα
και στον αναγνώστη της σημερινής εποχής.
Δεν
θέλω να ελπίζω,
δεν θέλω να φροντίζω
το μέλλον στην ζωήν.
Το σήμερα προκρίνω,
το αύριο τ’ αφήνω
στης τύχης την ροήν.
Το
τ’ ύστερα θα γένει
και τι με αναμένει
ποσώς* δεν το φρονώ·
ποτέ δεν τ’ αναβάνω*,
γιατί τον νουν μου χάνω
και ματαιοπονώ.
Ας
γένει ό,τι θέλει,
τελείως δεν με μέλει·
ας πέσει ο ουρανός.
Η γη μας ας βουλήσει*
κι ο ήλιος ας σβήσει
κι ας μείνει σκοτεινός.
Εγώ
ζητώ το τώρα,
και τούτη μόν’ την ώρα
οπόσο ημπορώ,
τον Βάκχον* μου ρουφώντας,
τον Έρωτα φιλώντας,
πασχίζω να χαρώ.
Α.
Χριστόπουλος, Λυρικά, Ερμής
*ποσώς:
καθόλου *αναβάνω: αναφέρω *ας βουλήσει: ας βουλιάξει *Βάκχον: Διόνυσος, ο
αρχαίος θεός του κρασιού, το κρασί (συνεκδοχή)
Παρά
την ψυχική ένταση που επικρατούσε στα προεπαναστατικά χρόνια, ο Χριστόπουλος
επιλέγει να δώσει στο ποιητικό του έργο μια πιο ανάλαφρη διάθεση. Χρησιμοποιεί,
ωστόσο, τη δημοτική γλώσσα στέλνοντας ένα σαφές μήνυμα σχετικά με το πώς
όφειλαν να εκφράζονται οι λόγιοι της εποχής. Κατ’ αυτό τον τρόπο, αν και
φαινομενικά το περιεχόμενο του κειμένου είναι απλοϊκό, ο ποιητής παίρνει θέση
σε ένα κρίσιμο για τους Έλληνες της εποχής ζήτημα∙ το γλωσσικό.
«Δεν
θέλω να ελπίζω,
δεν θέλω να φροντίζω
το μέλλον στην ζωήν.
Το σήμερα προκρίνω,
το αύριο τ’ αφήνω
στης τύχης την ροήν.»
Με
σχήμα επαναφοράς («Δεν θέλω / δεν θέλω») το ποιητικό υποκείμενο εκφράζει
εμφατικά την απροθυμία του να αφεθεί στην αγωνία για το τι φέρνει το μέλλον.
Δεν θέλει ούτε να έχει ελπίδες για το μέλλον ούτε να μεριμνά για αυτό. Η δική
του επιλογή είναι το σήμερα, η διαχείριση του οποίου είναι πιο εύκολη. Το
αύριο, σε ό,τι αφορά το ποιητικό υποκείμενο, είναι προτιμότερο να το έχει υπό
τον έλεγχό της η τύχη, ό,τι κι αν αυτό συνεπάγεται.
Με τη χρήση του α΄ ρηματικού προσώπου γίνεται αισθητή η υποκειμενικότητα των απόψεων που εκφράζονται, καθώς ο ποιητής δεν θεωρεί κατ’ ανάγκη πως η δική του στάση απέναντι στη ζωή είναι η ορθότερη. Η συχνή χρήση ρημάτων, άλλωστε, που δηλώνουν ενέργεια προσδίδει στο κείμενο μια αίσθηση συνεχούς δράσης, η οποία έρχεται σε αντίθεση με την επιθυμία αδράνειας που εκφράζει το ποιητικό υποκείμενο. Η «απουσία μέριμνας» για το αύριο δεν είναι πάντοτε εφικτή, γι’ αυτό τα όσα αναφέρει το ποιητικό υποκείμενο λειτουργούν σε μεγάλο βαθμό ως επιθυμία, κι όχι ως μια πραγματική κατάσταση.
«Το
τ’ ύστερα θα γένει
και τι με αναμένει
ποσώς δεν το φρονώ·
ποτέ δεν τ’ αναβάνω,
γιατί τον νουν μου χάνω
και ματαιοπονώ.»
Το
γεγονός ότι το ποιητικό υποκείμενο έχει φτάσει στο σημείο να μη σκέφτεται
καθόλου το τι θα γίνει αργότερα και το τι τον περιμένει στη ζωή έχει προκύψει,
διότι κάθε φορά που έκανε την προσπάθεια να σκεφτεί για το μέλλον ένιωθε πως
χάνει το μυαλό του και πως επιδίδεται σε μια εντελώς μάταιη διαδικασία.
Αιτιολογεί, δηλαδή, ο ποιητής της στάση του απέναντι στη ζωή, επισημαίνοντας
πως η αγωνία για το μέλλον δεν τον οδηγεί κάπου, μιας και δεν μπορεί επί της ουσίας
να διαβλέψει το τι επίκειται. Επιλέγει, έτσι, να μην αναφέρεται στο τι
ενδέχεται να έρθει και επικεντρώνεται στο σήμερα και το τώρα.
«Ας
γένει ό,τι θέλει,
τελείως δεν με μέλει·
ας πέσει ο ουρανός.
Η γη μας ας βουλήσει
κι ο ήλιος ας σβήσει
κι ας μείνει σκοτεινός.»
Το
ποιητικό υποκείμενο αδιαφορεί τελείως για το μέλλον -κυρίως για το απώτερο, κι
όχι για το άμεσο-, εκφράζοντας τη θέση πως του είναι αδιάφορο το τι θα γίνει.
Με τη χρήση, μάλιστα, μεταφορικών εικόνων παρουσιάζει μια κατάσταση απόλυτης
καταστροφής, για να τονίσει ακριβώς την πλήρη αδιαφορία του για το τι
επίκειται. «Ας πέσει ο ουρανός», «ας βουλιάξει η γη», «ας σβήσει ο ήλιος»∙
καμία πιθανή μελλοντική συμφορά δεν τον απασχολεί, διότι καθετί μελλοντικό, όπως
ο ίδιος θεωρεί, βρίσκεται πέρα από τον έλεγχό του. Με την υπερβολή, βέβαια, των
καταστροφών αυτών ο ποιητής επιχειρεί περισσότερο να φανερώσει πόσο απρόβλεπτο
είναι το μέλλον, παρά να αναφερθεί σε καταστάσεις που ενδέχεται όντως να
προκύψουν κατά τη διάρκεια της ζωής του.
«Εγώ
ζητώ το τώρα,
και τούτη μόν’ την ώρα
οπόσο ημπορώ,
τον Βάκχον μου ρουφώντας,
τον Έρωτα φιλώντας,
πασχίζω να χαρώ.»
Με
την πρόταξη της προσωπικής αντωνυμίας ο ποιητής τονίζει για μία ακόμη φορά πως
η στάση αυτή είναι εντελώς προσωπική. Εκείνος, λοιπόν, ενδιαφέρεται -στον βαθμό
που αυτό είναι εφικτό- για το τώρα και για το πώς θα μπορέσει να το χαρεί όσο
περισσότερο μπορεί. Πασχίζει, έτσι, να χαρεί το παρόν, πίνοντας το κρασί του
και απολαμβάνοντας τις στιγμές ευδαιμονίες που προσφέρει το ερωτικό συναίσθημα.
Προσωποποιεί, μάλιστα, τις δύο πηγές χαράς στη ζωή του, το κρασί («Βάκχον») και
τον «Έρωτα», για να τονίσει την αξία που έχουν στο πλαίσιο μιας ανέμελης
διαβίωσης.
Η στάση αυτή, βέβαια, του ποιητικού υποκειμένου είναι ιδιαιτέρως ανεύθυνη και επιζήμια τόσο για το ίδιο το άτομο όσο και για το κοινωνικό σύνολο στο οποίο ανήκει, εφόσον η απουσία μέριμνας για το μέλλον και ο εγωκεντρικός ευδαιμονισμός το αποτρέπουν από το να αφοσιωθεί σε έναν απώτερο ουσιαστικό στόχο. Σε αντίθεση, για παράδειγμα, με τον Χριστόπουλο, ο Ρήγας Βελεστινλής προβάλλει το καθήκον των Ελλήνων απέναντι στην πατρίδα τους και τούς καλεί να εξεγερθούν, για να διεκδικήσουν την ελευθερία τους. Ο Ρήγας δεν θεωρεί την προσωπική του ευχαρίστηση προτεραιότητα, αντιθέτως είναι πρόθυμος να θυσιαστεί για τους συμπατριώτες του και για την ελευθερία των μεταγενέστερων. Είναι, άρα, σαφές πως μια ζωή ευδαιμονισμού είναι σχεδόν «μάταιη», εφόσον δεν βοηθά την εξέλιξη της κοινωνίας και δεν επιφέρει τις αναγκαίες αλλαγές για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης. Το μήνυμα του Χριστόπουλου, αν και ακούγεται ευχάριστο και αμέριμνο, δεν συνιστά μια πραγματικά επωφελή πρόταση για τους ανθρώπους, αφού δεν μπορεί να τους οδηγήσει μήτε στην προσωπική επιτυχία μήτε στην προσφορά σημαντικού έργου στους συνανθρώπους τους.
Στο ποίημα αυτό ο Αθανάσιος Χριστόπουλος αξιοποιεί ζευγαροπλεχτή ομοιοκαταληξία, στο πλαίσιο της οποίας οι δύο πρώτοι στίχοι κάθε στροφής ομοιοκαταληκτούν μεταξύ τους, ενώ ακολούθως ο τρίτος ομοιοκαταληκτεί με τον έκτο στίχο, και ο τέταρτος ομοιοκαταληκτεί με τον πέμπτο.
1ος
Εγώ ζητώ το τώρα,
2ος και τούτη μόν’ την ώρα
3ος οπόσο ημπορώ,
4ος τον Βάκχον μου ρουφώντας,
5ος τον Έρωτα φιλώντας,
6ος πασχίζω να χαρώ.
Το
μέτρο του ποιήματος είναι ιαμβικό∙ τονίζεται, δηλαδή, κάθε δεύτερη συλλαβή
(εναλλαγή μιας άτονης με μια τονισμένη συλλαβή):
Ε
/ γώ ζη / τώ /το / τώ / ρα
Αθανάσιος Χριστόπουλος «Τώρα»
δεν θέλω να φροντίζω
το μέλλον στην ζωήν.
Το σήμερα προκρίνω,
το αύριο τ’ αφήνω
στης τύχης την ροήν.
και τι με αναμένει
ποσώς* δεν το φρονώ·
ποτέ δεν τ’ αναβάνω*,
γιατί τον νουν μου χάνω
και ματαιοπονώ.
τελείως δεν με μέλει·
ας πέσει ο ουρανός.
Η γη μας ας βουλήσει*
κι ο ήλιος ας σβήσει
κι ας μείνει σκοτεινός.
και τούτη μόν’ την ώρα
οπόσο ημπορώ,
τον Βάκχον* μου ρουφώντας,
τον Έρωτα φιλώντας,
πασχίζω να χαρώ.
δεν θέλω να φροντίζω
το μέλλον στην ζωήν.
Το σήμερα προκρίνω,
το αύριο τ’ αφήνω
στης τύχης την ροήν.»
Με τη χρήση του α΄ ρηματικού προσώπου γίνεται αισθητή η υποκειμενικότητα των απόψεων που εκφράζονται, καθώς ο ποιητής δεν θεωρεί κατ’ ανάγκη πως η δική του στάση απέναντι στη ζωή είναι η ορθότερη. Η συχνή χρήση ρημάτων, άλλωστε, που δηλώνουν ενέργεια προσδίδει στο κείμενο μια αίσθηση συνεχούς δράσης, η οποία έρχεται σε αντίθεση με την επιθυμία αδράνειας που εκφράζει το ποιητικό υποκείμενο. Η «απουσία μέριμνας» για το αύριο δεν είναι πάντοτε εφικτή, γι’ αυτό τα όσα αναφέρει το ποιητικό υποκείμενο λειτουργούν σε μεγάλο βαθμό ως επιθυμία, κι όχι ως μια πραγματική κατάσταση.
και τι με αναμένει
ποσώς δεν το φρονώ·
ποτέ δεν τ’ αναβάνω,
γιατί τον νουν μου χάνω
και ματαιοπονώ.»
τελείως δεν με μέλει·
ας πέσει ο ουρανός.
Η γη μας ας βουλήσει
κι ο ήλιος ας σβήσει
κι ας μείνει σκοτεινός.»
και τούτη μόν’ την ώρα
οπόσο ημπορώ,
τον Βάκχον μου ρουφώντας,
τον Έρωτα φιλώντας,
πασχίζω να χαρώ.»
Η στάση αυτή, βέβαια, του ποιητικού υποκειμένου είναι ιδιαιτέρως ανεύθυνη και επιζήμια τόσο για το ίδιο το άτομο όσο και για το κοινωνικό σύνολο στο οποίο ανήκει, εφόσον η απουσία μέριμνας για το μέλλον και ο εγωκεντρικός ευδαιμονισμός το αποτρέπουν από το να αφοσιωθεί σε έναν απώτερο ουσιαστικό στόχο. Σε αντίθεση, για παράδειγμα, με τον Χριστόπουλο, ο Ρήγας Βελεστινλής προβάλλει το καθήκον των Ελλήνων απέναντι στην πατρίδα τους και τούς καλεί να εξεγερθούν, για να διεκδικήσουν την ελευθερία τους. Ο Ρήγας δεν θεωρεί την προσωπική του ευχαρίστηση προτεραιότητα, αντιθέτως είναι πρόθυμος να θυσιαστεί για τους συμπατριώτες του και για την ελευθερία των μεταγενέστερων. Είναι, άρα, σαφές πως μια ζωή ευδαιμονισμού είναι σχεδόν «μάταιη», εφόσον δεν βοηθά την εξέλιξη της κοινωνίας και δεν επιφέρει τις αναγκαίες αλλαγές για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης. Το μήνυμα του Χριστόπουλου, αν και ακούγεται ευχάριστο και αμέριμνο, δεν συνιστά μια πραγματικά επωφελή πρόταση για τους ανθρώπους, αφού δεν μπορεί να τους οδηγήσει μήτε στην προσωπική επιτυχία μήτε στην προσφορά σημαντικού έργου στους συνανθρώπους τους.
Στο ποίημα αυτό ο Αθανάσιος Χριστόπουλος αξιοποιεί ζευγαροπλεχτή ομοιοκαταληξία, στο πλαίσιο της οποίας οι δύο πρώτοι στίχοι κάθε στροφής ομοιοκαταληκτούν μεταξύ τους, ενώ ακολούθως ο τρίτος ομοιοκαταληκτεί με τον έκτο στίχο, και ο τέταρτος ομοιοκαταληκτεί με τον πέμπτο.
2ος και τούτη μόν’ την ώρα
3ος οπόσο ημπορώ,
4ος τον Βάκχον μου ρουφώντας,
5ος τον Έρωτα φιλώντας,
6ος πασχίζω να χαρώ.