Steve Augulis
Αλέξανδρος
Παναγούλης «Ξέσπασμα»
Εσείς κινούμενοι τάφοι
ζωντανές προσβολές της ζωής
της ίδιας σας της σκέψης δολοφόνοι
ξόανα μ’ ανθρώπινες μορφές
Εσείς που ζηλέψατε τα ζώα
της Δημιουργίας που προσβάλλετε την
έννοια
στην άγνοια που ζητάτε καταφύγιο
το Φόβο που δεχόσταστ’ οδηγό
Εσείς που ξεχνάτε το Χθες
που τόσο θολά βλέπετε το Σήμερα
που αδιαφορείτε για το Αύριο
που αναπνέετε για να πεθάνετε
Εσείς που μόνο για χειροκροτήματα έχετε
χέρια
που κι αύριο θα χειροκροτάτε
απ’ όλους δυνατότερα όπως πάντα
όπως και χθες, όπως και σήμερα
Εσείς, ας ξέρετε λοιπόν
ζωντανά επιχειρήματα της κάθε τυραννίας
πως τους Τυράννους τους μισώ πολύ
τόσο πολύ, όσο συχαίνομαι εσάς
Τον Αύγουστο του 1968 ο Αλέκος
Παναγούλης αποπειράθηκε να φονεύσει τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο, μια
σημαντικότατη πράξη αντίστασης που την πλήρωσε με μακρά φυλάκιση και
βασανιστήρια.
«Γράφω τέλος για να φτάσει από την
απομόνωση μιας φυλακής της Χούντας σ’ ολόκληρο τον κόσμο, το ανάθεμα κάποιου
που υποφέρει για όλους όσους βοηθούν την ολοκλήρωση του εγκλήματος που γίνεται
εις βάρος του Λαού μας». [Αλέξανδρος Παναγούλης, Μάιος 1969]
Το ποίημα «Ξέσπασμα» του Αλέκου
Παναγούλη προέρχεται από τη συλλογή «Η μπογιά» που συνέθεσε ενώ βρισκόταν στην
απομόνωση της φυλακής. Ο τίτλος αυτής της συλλογής έχει ιδιαίτερη σημασία μιας
και αναφέρεται στο γεγονός ότι ο ποιητής αναγκαζόταν ορισμένες φορές να γράφει
τους στίχους του χρησιμοποιώντας το ίδιο του το αίμα:
«Μετά από μια απόπειρα απόδρασης που
έκανα στις 2 Ιουνίου. Μου είχανε αφαιρέσει τα πάντα. Δεν είχα ούτε ένα μολύβι
ούτε λίγο χαρτί. Ούτε ένα βιβλίο ή μια εφημερίδα. Η απομόνωση γινόντανε
σκληρότερη. Με αίμα ζωγράφιζα στους τοίχους του τάφου μου την αηδία μου για την
Χούντα, την οργή μου και την απόφαση για συνέχιση του αγώνα. Αυτές οι γραμμένες
με αίμα λέξεις, ήταν πραγματικά ζωγραφιές που «ομόρφαιναν» το κελί μου. Ήταν
μια συντροφιά που όταν την σκότωναν εγώ την ανάσταινα με καινούργιο αίμα.»
Εσείς κινούμενοι τάφοι
ζωντανές προσβολές της ζωής
της ίδιας σας της σκέψης δολοφόνοι
ξόανα μ’ ανθρώπινες μορφές
Ο ποιητής εκφράζει με οξύτατο τρόπο την
αγανάκτηση και την απέχθεια που αισθάνεται απέναντι σ’ εκείνους που είτε
στήριξαν ενεργά το δικτατορικό καθεστώς είτε το αποδέχτηκαν, επειδή το θεώρησαν
ίσως προτιμότερο από την πρότερη κατάσταση. Πρόκειται για ανθρώπους που
λειτουργούν σαν να έχουν ήδη πεθάνει -κινούμενοι τάφοι-, καθώς, για να τους αφήνει ανεπηρέαστους η κατάλυση της δημοκρατίας, σημαίνει πως η
ζωή τους είναι εντελώς στείρα, χωρίς καμία διάθεση προσωπικής έκφρασης και
δράσης. Πρόκειται για ανθρώπους που με την ύπαρξή τους και μόνο προσβάλλουν την
έννοια της ζωής, αφού αποδέχονται αδιαμαρτύρητα ή ακόμη χειρότερα υποστηρίζουν
ένα καθεστώς πλήρους ανελευθερίας∙ ένα καθεστώς που αντιμετωπίζει τους πολίτες
ως ψυχικά και πνευματικά ευνουχισμένους.
Οι άνθρωποι που στηρίζουν τη Χούντα
δολοφονούν επί της ουσίας την ίδια τους τη σκέψη, μιας κι επιτρέπουν σε άλλους
να λαμβάνουν όλες τις αποφάσεις για τη χώρα κι οι ίδιοι περιορίζονται στο ρόλο
των πειθήνιων ακολούθων, που πρόθυμα εκτελούν τις εντολές που τους δίνονται.
Άτομα τόσο υποταγμένα και τόσο δουλοπρεπή, δεν δικαιούνται καν τον τίτλο του
ανθρώπου∙ είναι αχυράνθρωποι, είναι ευτελή ξόανα με ανθρώπινη μορφή.
Εσείς που ζηλέψατε τα ζώα
της Δημιουργίας που προσβάλλετε την
έννοια
στην άγνοια που ζητάτε καταφύγιο
το Φόβο που δεχόσταστ’ οδηγό
Υποστηρικτές της δικτατορίας είναι όσοι
ζήλεψαν την τύχη των ζώων και θέλησαν να τεθούν κι εκείνοι υπό ζυγό, αφήνοντας
σε άλλους τον έλεγχο της ζωής τους. Είναι άνθρωποι, οι οποίοι με την
παθητικότητα και την αναξιότητά τους προσβάλλουν την έννοια της Δημιουργίας. Έτσι,
τη στιγμή που κάθε έλλογο ον έχει τη δυνατότητα να προσφέρει, χάρη στη δική του
διάνοια και τις δικές του ενέργειες, κάτι το μοναδικό και πρωτόφαντο στον
κόσμο, οι πνευματικά αδρανείς και ψυχικά υποταγμένοι αυτοί άνθρωποι υπάρχουν
μόνο για να λειτουργούν ως άβουλα φερέφωνα άλλων.
Είναι εκείνοι που μη αντέχοντας την
«ανασφάλεια» που συνοδεύει ένα ζωντανό πολίτευμα, όπως είναι αυτό της
Δημοκρατίας, το οποίο οδηγεί τους πολίτες κάποτε σε αχαρτογράφητα νερά, μιας
και δεν βαδίζει υπό τα κελεύσματα μιας έξωθεν επιβεβλημένης πειθαρχίας, αλλά
διερευνά διάφορες επιλογές, με βάση πάντα τις επιθυμίες της πλειοψηφίας,
προτίμησαν να ζητήσουν καταφύγιο στην υποτιθέμενη «ασφάλεια» που προσφέρει ο
αδιαφανής, μα άτεγκτος τρόπος διοίκησης μιας μικρής ομάδας ανθρώπων. Προτίμησαν
να μη γνωρίζουν τις διεργασίες που οδηγούν στις επιμέρους αποφάσεις της
εξουσίας, αρκεί να αισθάνονται πως το μόνο που ζητείται από αυτούς είναι να
εκτελούν εντολές.
Άνθρωποι ψυχικά ανώριμοι, που δεν έχουν
το σθένος να αναλάβουν την ευθύνη της συλλογικής διαχείρισης της Πολιτείας, προτίμησαν
να παραχωρήσουν τον έλεγχο στα χέρια εκείνων που γνωρίζουν να διοικούν μόνο με
το Φόβο και τις απειλές∙ εκείνων που μόνο με τη βία μπόρεσαν να βρεθούν σε θέση
ισχύος, αφού δεν θα ήταν ποτέ ικανοί να πείσουν με δημοκρατικά μέσα τους
πολίτες να τους εμπιστευτούν.
Εσείς που ξεχνάτε το Χθες
που τόσο θολά βλέπετε το Σήμερα
που αδιαφορείτε για το Αύριο
που αναπνέετε για να πεθάνετε
Εκείνοι που αποδέχτηκαν τη Δικτατορία
και προσέφεραν στους δικτάτορες -είτε με την αδράνειά
τους είτε με ενεργή συμμετοχή- το δικαίωμα να λάβουν και να διατηρήσουν την
εξουσία είναι όσοι δεν έχουν μνήμη, όσοι ξέχασαν το Χθες και τη δημοκρατική
πορεία της χώρας∙ όσοι λησμόνησαν τους πλείστους αγώνες που έδωσε αυτός ο λαός
για να διασφαλίσει την ανεξαρτησία του. Είναι, ακόμη, όσοι αδυνατούν να δουν με
καθαρότητα το Σήμερα και να αντιληφθούν σε ποιο σημείο ξεπεσμού οδήγησαν τη
χώρα τους. Είναι άνθρωποι που αδιαφορούν για το Αύριο -για την παρακαταθήκη που
αφήνουν στις νεότερες γενιές- και κοιτούν μόνο πώς θα βολευτούν οι ίδιοι σ’
αυτή την κατάσταση εξαναγκαστικής νάρκης, όπου δεν υπάρχουν περιθώρια
δημιουργικής δράσης και ελευθερίας, παρά μόνο η διασφάλιση της επιβίωσης μέχρι
τη λυτρωτική στιγμή του θανάτου.
Οι άνθρωποι αυτοί δεν θέλουν να
κατανοήσουν τις διαστάσεις του εγκλήματος που διαπράττουν με το να εκχωρούν
στους δικτάτορες την ελευθερία της χώρας∙ δεν θέλουν να κατανοήσουν το πόσο
ασύμβατη είναι με την ανθρώπινη φύση η εθελούσια αυτή δουλεία και πόσο βαθιά
πλήττει τη δημιουργικότητα των νεότερων, που δύσκολα θα αποκτήσουν την
πνευματική ανεξαρτησία και την επιζητούμενη ψυχική αυτονομία, ώστε να
αποτελέσουν τους ελεύθερους πολίτες της επόμενης ημέρας. Χαμένοι στο φόβο της
αυτοσυντήρησης και στον ιδρυματισμό με τον οποίο αποδέχονται τα δεινά του
παρόντος, ενδιαφέρονται μόνο για τη δική τους επιβίωση και δεν σκέφτονται τον
αντίκτυπο και τις συνέπειες που θα έχει στους νεότερους αυτή η παθητική τους
στάση.
Εσείς που μόνο για χειροκροτήματα έχετε
χέρια
που κι αύριο θα χειροκροτάτε
απ’ όλους δυνατότερα όπως πάντα
όπως και χθες, όπως και σήμερα
Πρόκειται για ανθρώπους που δεν έχουν
την ικανότητα να σκεφτούν αυτόνομα και να δράσουν, υπάρχουν μόνο για να
χειροκροτούν τους άλλους, χωρίς να ενδιαφέρονται για τον αν οι «άλλοι» ανήκουν
σε κάποια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση ή αν έχουν λάβει βιαίως την εξουσία. Είναι
πρόθυμοι να χειροκροτήσουν οποιονδήποτε και να επικροτήσουν οποιαδήποτε
ενέργεια -δημοκρατική ή μη-, αρκεί να έχουν τη βεβαιότητα πως θα διατηρήσουν τη
θέση τους και πως δε θα χάσουν τα όποια προνόμιά τους. Είναι τα συνήθη
ανθρωπάρια που προσαρμόζονται και επιβιώνουν παντού και πάντοτε, με το να
δέχονται αδιαμαρτύρητα οτιδήποτε δε θίγει τα αυστηρώς προσωπικά τους
συμφέροντα. Γι’ αυτούς δεν υπάρχει Δημοκρατία ή Δικτατορία, υπάρχει μόνο το
δικό τους βόλεμα, για χάρη του οποίου είναι πρόθυμοι να δεχτούν οτιδήποτε και
να σκύψουν το κεφάλι όσο πιο χαμηλά μπορούν. Χειροκροτούν τους σημερινούς, όπως
χειροκροτούσαν τους χθεσινούς κι όπως θα χειροκροτούν τους αυριανούς∙ με την
ίδια δουλοπρέπεια και την ίδια προθυμία να υποταχθούν σε οποιονδήποτε τους
βεβαιώνει πως δεν θα πειράξει τη θεσούλα τους.
Εύλογα, το είδος αυτών των ανθρώπων
επιβιώνει σταθερά ακόμη και στις μέρες μας. Μπορεί κανείς να τους δει να
επιχαίρουν για τα δεινά των άλλων, βέβαιοι οι ίδιοι πως δεν θα τους πειράξει
κανείς. Αδρανείς απέναντι σε οτιδήποτε δε θίγει τους ίδιους, τρέφονται με τη
χαιρεκακία τους και αντιδρούν σθεναρά μόνο αν υποψιαστούν πως κινδυνεύουν τα
δικά τους προνόμια.
Εσείς, ας ξέρετε λοιπόν
ζωντανά επιχειρήματα της κάθε τυραννίας
πως τους Τυράννους τους μισώ πολύ
τόσο πολύ, όσο συχαίνομαι εσάς
Σ’ αυτούς τους ανθρώπους απευθύνει τους
ματωμένους του στίχους ο Αλέξανδρος Παναγούλης∙ σ’ αυτούς που με τη
δουλοπρέπειά τους λειτουργούν ως ζωντανά επιχειρήματα γι’ αυτή και για κάθε
άλλη τυραννία, λέγοντάς τους πως όσο μισεί τους Τυράννους, άλλο τόσο σιχαίνεται
εκείνους. Είναι, άλλωστε, με τη δική τους συναίνεση και απραξία που οι επίδοξοι
δικτάτορες επιτυγχάνουν το σκοπό τους, διότι, αν όλοι οι πολίτες ομονοούσαν
στην αντίδρασή τους απέναντι στη δικτατορία τίποτα τέτοιο δεν θα είχε συμβεί ή
τουλάχιστον δεν θα είχε διαρκέσει τόσο πολύ.
Ο Παναγούλης θεωρεί εξαιρετικά μεγάλη
την ευθύνη που αναλογεί στα φερέφωνα και στους υποτελείς των δικτατόρων, γι’
αυτό και επανέρχεται σ’ αυτούς αρκετές φορές στα ποιήματά του. Χαρακτηριστικό
είναι το ποίημα «Τα γρανάζια», όπου στηλιτεύεται η απουσία πραγματικής σκέψης
από τη μεριά των ανθρώπων αυτών. Δέχονται για λόγους προσωπικού συμφέροντος ν’
ακολουθήσουν τις επιταγές ενός ανελεύθερου καθεστώτος κι από ένα σημείο και
μετά ταυτίζονται σε τέτοιο βαθμό με τα προπαγανδιστικά μηνύματα του καθεστώτος
αυτού, ώστε αρχίζουν να πιστεύουν πως πρόκειται για δικές τους θέσεις και
απόψεις:
Πόσο λυπάμαι αυτούς που δέχτηκαν
γρανάζια να γινούν μιας μηχανής
δική τους πια νομίζοντας φωνή
της μηχανής τους ήχους τους μονότονους