Daniel Eskridge
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Πατέρα στο
σπίτι» (ερωτήσεις σχολικού)
Το διήγημα γράφτηκε το 1894 και ανήκει
στα λεγόμενα «αθηναϊκά» διηγήματα του Παπαδιαμάντη, τα οποία όμως δεν
παρουσιάζουν ουσιαστικές διαφορές από τα «σκιαθίτικα». Απλώς η δράση τους
ξετυλίγεται στην Αθήνα, αλλά οι ήρωες είναι φτωχοί και απλοί άνθρωποι χωρίς
τίποτε αστικό στη συμπεριφορά τους. Σ’ αυτό το διήγημα είναι ιδιαίτερα εμφανής
ο κοινωνικός προβληματισμός του συγγραφέα.
1. Αφού μελετήσετε α) το κοινωνικό
περιβάλλον στο οποίο συμβαίνουν τα περιστατικά που αφηγείται ο συγγραφέας, β)
τα πρόσωπα που κινούνται στο διήγημα, τους τύπους που διαγράφονται και τη
συμπεριφορά τους, γ) τις καταστάσεις που διαμορφώνονται με την πορεία της
αφήγησης, να συζητήσετε: α) Για τον κοινωνικό προβληματισμό του διηγήματος, β)
Για το ρεαλισμό του Παπαδιαμάντη.
Το διήγημα γράφεται το 1894, ένα μόλις
χρόνο δηλαδή μετά την επίσημη κήρυξη χρεοκοπίας του ελληνικού κράτους, και
περιγράφει γεγονότα που εκτυλίσσονται σε μια φτωχογειτονιά της Αθήνας, στην
οποία διαμένει και ο αφηγητής.
Με βασικό σημείο παρατήρησης το
μπακάλικο, στο οποίο συχνάζει ο αφηγητής, ο συγγραφέας μας δίνει
στοιχεία για τη δεινή κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει οι άνθρωποι της
εποχής, εστιάζοντας μάλιστα την προσοχή του κυρίως σε μια πολυμελή
οικογένεια, που εγκαταλείφθηκε από τον μέθυσο πατέρα. Το γεγονός αυτό εγείρει
δύο βασικά ζητήματα, τα οποία και προσεγγίζονται κατά τη διάρκεια της αφήγησης.
Από τη μία πρόκειται για τις δυσμενείς οικονομικές συνθήκες και την εξαθλίωση
που βιώνει η οικογένεια της ιστορίας, και από την άλλη ο αρνητικός
τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται μια γυναίκα από τον κοινωνικό της περίγυρο,
ακόμη κι όταν αυτή έχει να θρέψει τέσσερα παιδιά και δεν έχει καθόλου πόρους.
Σε ό,τι αφορά την οικονομική κατάσταση
των ανθρώπων, ο
συγγραφέας, με δεδομένο κιόλας το γεγονός της προηγηθείσας χρεοκοπίας, δεν
επιχειρεί μια γενική αποτίμηση της κατάστασης ή μιαν απόδοση ευθυνών.
Περιορίζεται έτσι στον μικρόκοσμο της συγκεκριμένης οικογένειας που μαστίζεται
κυρίως εξαιτίας της προσωπικότητας του πατέρα και της απροθυμίας του να
εργαστεί περισσότερο, καθώς και να εγκαταλείψει τα επιζήμια μεθύσια του. Ο
συγγραφέας, μάλιστα, γνωρίζοντας πόσο επώδυνο ήταν εκείνη την εποχή το όλο θέμα
της οικονομικής ανέχειας, φροντίζει να διανθίσει το κείμενό του με
χιουμοριστικές αναφορές (λογοπαίγνια με τα ονόματα των ηρώων, όπως για
παράδειγμα η πολύτεκνη Γιαννούλα, που ονομάζεται Πολυκάρπου ή ο κουτσομπόλης
και κακεντρεχής γείτονας, που διασκεδάζει με το να βλέπει το ζευγάρι να
τσακώνεται, ο οποίος ονομάζεται Ξεφαντούλης).
Σε ό,τι αφορά τη θέση της γυναίκας, ο συγγραφέας παρακολουθεί με
συμπάθεια την ιστορία της Γιαννούλας, η οποία κατηγορήθηκε από τον άντρα της
και τους γείτονες για ανάρμοστη συμπεριφορά, επειδή δέχτηκε στο σπίτι της τον
ευκατάστατο κουμπάρο. Παρατηρούμε πως ο Παπαδιαμάντης, όχι μόνο δηλώνει τη
βεβαιότητά του πως η Γιαννούλα ήταν αθώα, αλλά παρουσιάζει κιόλας με πολλές
λεπτομέρειες την άθλια κατάσταση στην οποία είχε φτάσει το σπιτικό της,
αναγκάζοντάς τη να δει τον κουμπάρο ως, προσωρινή έστω, λύση στην επείγουσα
ανάγκη να διασφαλίσει φαγητό για τα παιδιά της. Συγκεκριμένα, βρίσκουμε το εξής
χαρακτηριστικό απόσπασμα για την εξαθλίωση στην οποία είχε φτάσει η οικογένεια:
«Τα παιδιά δεν είχον πάντοτε ψωμί. Η εστία σπανίως ήτο
αναμμένη. Η γυνή εγόγγυζεν. Ο Μανόλης, όταν ήρχετο, την έτρωγε από την
γρίνια. Τα παιδιά έκλαιαν. Η αχυροστρωμνή ήτο τρύπια.Η κουβέρτα
δεν ήρκει να σκεπάση τα τρία μεγαλύτερα παιδιά.
Η λάμπα ήτο ακαθάριστη και δεν είχε
πετρέλαιον. Η στάμνα
είχε σπάσει προ τριών ημερών, και έπιναν από ένα τσαγγλί, οσάκις είχε νερόν η
βρύσις της γειτονιάς. Η σκούπα, καταλερωμένη, είχε φαγωθή η
μισή, και ελίπαινε το πάτωμα αντί να το σκουπίση. Το τηγάνι είχε
τρυπήσει και ήτο άχρηστον. Η χύτρα ήτο ραγισμένη, και
έσβηνε την φωτιάν διαρρέουσα, όταν φωτιά υπήρχε. Η κατσαρόλα ήτο
παλαιά, φαγωμένη, αγάνωτη. Ο γανωτής είχε προτείνει ή να την αγοράση αντί
πενήντα λεπτών, ή να την γανώση αντί πενήντα, με κίνδυνον, είπε, να τρυπήση και
να γίνη άχρηστη. Η Γιαννούλα επροτίμησε να την κρατήση αγάνωτην.
Η ραπτική μηχανή είχε δοθή ενέχυρον δια δύο εικοσιπεντάρικα, τα οποία θα
εχρησίμευαν δια τα γεννητούρια του τελευταίου μωρού και δι’ άλλας χρείας. Τα
δύο εικοσιπεντάρικα δεν επεστράφησαν, και η μηχανή εκρατήθη.»
Τα κοινωνικά αυτά ζητήματα
προσεγγίζονται από τον συγγραφέα με τρόπο αμιγώς ρεαλιστικό, υπό την έννοια πως με τις περιγραφές
και μόνο των καταστάσεων, χωρίς ο ίδιος να χρειάζεται να σχολιάσει κάτι, τα
γεγονότα μιλούν από μόνα τους. Αρκεί η περιγραφή του σπιτικού της Γιαννούλας
για να γίνει σαφέστατη η εξαθλίωση των ανθρώπων της εποχής, αρκεί η εικόνα του
μικρού παιδιού που ζητιανεύει λίγο λάδι, για να φανεί σε ποιο σημείο φτώχειας,
πείνας και απελπισίας είχαν φτάσει τα χρόνια εκείνα πολλοί Έλληνες. Παρόλο που
ο συγγραφέας επιλέγει να μιλήσει για μια συγκεκριμένη οικογένεια, γνωρίζει καλά
πως το θέμα αυτό, η άθλια αυτή κατάσταση, είναι κοινή για πολλούς ανθρώπους,
είναι μια εμπειρία κι ένα βίωμα που το γνωρίζουν καλά οι συγκαιρινοί του.
Το ίδιο άλλωστε συμβαίνει και σε ό,τι
αφορά τη θέση της γυναίκας και το πόσο εύκολο ήταν εκείνη την εποχή να
αμφισβητηθεί η ηθική ακεραιότητα, ακόμη και μιας μητέρας που έχει
φτάσει στην έσχατη απελπισία και υποδέχεται στο σπίτι της έναν άνθρωπο που
φέρνει τρόφιμα για τα παιδιά της (Πλην οι γειτόνισσες δεν ήσαν επιεικείς, και
την εκακολόγησαν).
Στο πλαίσιο της αντικειμενικής και
ρεαλιστικής παρουσίασης των γεγονότων, ο συγγραφέας επιλέγει πρόσωπα οικεία για
την ελληνική τότε κοινωνία, με στοιχεία χαρακτήρα και συμπεριφορές, που τα
έφερναν πολύ κοντά στον μέσο τύπο των ανθρώπων της εποχής.
Ο πατέρας: Είναι ο χαρακτηριστικός τύπος
ανθρώπου, ο οποίος ενώ παντρεύεται και αποκτά παιδιά -ίσως ακολουθώντας το
κοινωνικό πρότυπο- δεν έχει επί της ουσίας κανένα σεβασμό για την έννοια της
πατρότητας. Αδιαφορεί για τα παιδιά του, αδιαφορεί για τη βασανιζόμενη γυναίκα
του, και συνεχίζει τα μεθύσια και τις κραιπάλες, σαν να μην έχει υποχρεώσεις.
Είναι τεμπέλης και το μόνο που τον απασχολεί είναι η καλοπέρασή του, κάτι που
γίνεται ιδιαιτέρως σαφές, όταν αφού έχει αφήσει το σπιτικό του να εξαθλιωθεί
πλήρως, τελικά εγκαταλείπει τα παιδιά του και πηγαίνει να ζήσει με μια παλιά
φιλενάδα του. Αν και πατέρας τεσσάρων παιδιών, μοιάζει να μην αντιλαμβάνεται
τις ευθύνες του. Προτιμά να ξοδεύει τα χρήματά του για να πίνει, και όχι για να
εξασφαλίσει φαγητό για τα παιδιά του.
Η Γιαννούλα: Είναι το πρότυπο της μητέρας που
εργάζεται όσο πιο σκληρά μπορεί για τα παιδιά της και θυσιάζει κάθε τι στη ζωή
της για χάρη τους. Αντιμέτωπη, ωστόσο, με την αδιαφορία και την αχρειότητα του
συζύγου της, κάνει το λάθος να υποκύψει, όχι με ερωτικές διαθέσεις βέβαια, στην
πολιορκία του πλούσιου κουμπάρου. Η Γιαννούλα, που ως γυναίκα «ήξευρεν από
ψευτοπολιτικήν», επιτρέπει στον κουμπάρο να έρχεται στο σπίτι της και δέχεται
τα πολύτιμα γι’ αυτήν ψώνια που της φέρνει, όχι γιατί τον βλέπει ερωτικά, αλλά
γιατί δεν έχει άλλη επιλογή. Δεν έχει κανέναν οικονομικό πόρο, τα παιδιά της
πεινούν κι η ίδια είναι απελπισμένη. Έτσι, η ψευτοπολιτική της συνίσταται στο
ότι ενθαρρύνει τις επισκέψεις του πλούσιου διεκδικητή της, για όσο καιρό
μπορεί, μόνο και μόνο για να παίρνει από αυτόν ό,τι της προσφέρει ως δώρο.
Βέβαια, ενώ ο κουμπάρος δεν είχε τίποτα να χάσει, αφού είτε κατάφερνε να
δελεάσει τη Γιαννούλα είτε όχι, θα μπορούσε εύκολα να βρει μια άλλη γυναίκα, η
Γιαννούλα διακινδύνευσε την τιμή και την αξιοπρέπειά της, χάνοντας τελικά το
σύζυγό της.
Ο κυρ-Ζάχος ο Ξεφαντούλης: Ο γείτονας του ζευγαριού που σπεύδει
να ενημερώσει τον σύζυγο της Γιαννούλας, για την υποτιθέμενη σχέση της με τον
κουμπάρο, είναι ο χαρακτηριστικά μικροπρεπής και κακεντρεχής τύπος του
ανθρώπου, που βρίσκει ευχαρίστηση μέσα από τα προβλήματα και τη δυστυχία των
άλλων.
Ο παντοπώλης: Ο φίλος του αφηγητή αποτελεί ένα
θετικό πρόσωπο στην ιστορία, καθώς παραμένει ένας τίμιος άνθρωπος, τόσο στις
επαγγελματικές του συναλλαγές, όσο και στην προσωπική του ζωή, παρά τις
δύσκολες συνθήκες που επικρατούν. Μαθαίνει κι αυτός τα γεγονότα των προσώπων
της γειτονιάς, αλλά δεν εμπλέκεται με αρνητικό τρόπο, όπως ο κακεντρεχής
γείτονας, φροντίζει μόνο να αποδώσει την ιστορία στον αφηγητή με όλα τα
αναγκαία στοιχεία, ώστε να καταστεί εμφανής η αθωότητα της Γιαννούλας. Μέσα από
τη δική του διήγηση γίνεται σαφές σε τι σημείο απελπισίας είχε φτάσει η μητέρα
των τεσσάρων παιδιών, ώστε να δεχτεί στο σπίτι της τον πλούσιο κουμπάρο, παρόλο
που γνώριζε ποιες ήταν οι πραγματικές του επιδιώξεις.
2. Ορισμένοι κριτικοί κατηγόρησαν τον
Παπαδιαμάντη για χαλαρή σύνδεση και για έλλειψη σχεδίου στα διηγήματά του. Να
παρακολουθήσετε την τεχνική της αφήγησης στο συγκεκριμένο διήγημα και να
διατυπώσετε τις δικές σας απόψεις σχετικά με τη σύνδεση και με το σχέδιο.
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης δεν
ακολουθεί πάντοτε στα διηγήματά την κλασική δομή που ζητά την ύπαρξη μιας
ιστορίας με πλοκή, κορύφωση και λύση. Συχνά εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι να
παρουσιάσει μια κατάσταση -κυρίως σχετική με τις άσχημες οικονομικές συνθήκες ή
τα εγγενή ελαττώματα της ανθρώπινης φύσης- κι αυτό τον ωθεί σε παρεκβάσεις ή σε
παράθεση στοιχείων σχετικών με την υπό εξέταση κατάσταση, εις βάρος όμως της
εκτυλισσόμενης υπόθεσης.
Συνάμα, αρκετές φορές, όπως γίνεται και
στο διήγημα αυτό, ο αφηγητής γίνεται πρόσωπο της ιστορίας, έστω και δευτερεύον,
δίνοντας πληροφορίες για τον εαυτό του, εκφράζοντας τη δική του άποψη, και
παρεκκλίνοντας έτσι από τη συνηθισμένη αφηγηματική νόρμα.
Ωστόσο, παρά την έμφαση που δίνει ο
συγγραφέας στα στοιχεία εκείνα που φανερώνουν ουσιώδη κοινωνικά προβλήματα,
φροντίζει κιόλας για την αφηγηματική δομή του κειμένου του. Ειδικότερα, σε ό,τι
αφορά το «Πατέρα στο σπίτι», μπορούμε να διακρίνουμε τα εξής, ως προς τις
αφηγηματικές τεχνικές του διηγήματος:
- Η αφήγηση δίνεται εν μέρει
από τον εξωδιηγητικό αφηγητή πρώτου βαθμού, που έχει την αφηγηματική ευθύνη
όλης της ιστορίας, κι εν μέρει από έναν ενδοδιηγητικό αφηγητή, τον παντοπώλη, ο
οποίος διηγείται στον κύριο αφηγητή τα σημεία εκείνα της ιστορίας που ο ίδιος
αγνοεί, και που δεν θα μπορούσε να τα ξέρει αφού δεν είναι παντογνώστης
αφηγητής.
- Η ένταξη στο διήγημα της
εγκιβωτισμένης αφήγησης του παντοπώλη, για το παρελθόν της οικογένειας και
για τις σχέσεις και τις συγκρούσεις του ανδρόγυνου, έρχεται να καλύψει τα κενά
που έχει ο κύριος αφηγητής, ο οποίος διατηρεί την εσωτερική εστίαση στην
αφήγησή του.
- Έτσι, ο κύριος αφηγητής
είναι μεν δραματοποιημένος, υπό την έννοια πως συναντά ο ίδιος προσωπικά το
μικρό παιδί της οικογένειας και συνομιλεί μαζί του, αλλά δεν μετέχει
στα κύρια γεγονότα της ιστορίας, τα οποία φτάνουν σε αυτόν ως μεταδιδόμενες
πληροφορίες από τον παντοπώλη. Ο παντοπώλης λειτουργεί, επομένως, ως
ενδοδιηγητικός αφηγητής, με τέτοια όμως γνώση των γεγονότων, ώστε θα μπορούσε
να χαρακτηριστεί παντογνώστης, και διαφυλάττει την εσωτερική εστίαση του
πρωτοπρόσωπου και δραματοποιημένου, αλλά μόνο ως ένα βαθμό ομοδιηγητικού (μέρος
μόνο της αφήγησης αποτελεί προσωπική του εμπειρία) κύριου αφηγητή.
- Η αφήγηση ξεκινά με τρόπο πρωτότυπο
καθώς μας δίνει από την αρχή το τέλος της ιστορίας -θα δημιουργηθεί έτσι σχήμα
κύκλου στο κλείσιμο του διηγήματος-, δημιουργώντας έτσι ένα βασικό έναυσμα για
μια αναδρομή στα γεγονότα που οδήγησαν στο σημείο αυτό. Έτσι, όταν το μικρό
παιδί της οικογένειας πηγαίνει στο παντοπωλείο για να ζητήσει λίγο λάδι, χωρίς
να έχει χρήματα για να το πληρώσει, ο πατέρας έχει ήδη εγκαταλείψει την
οικογένειά του για να βρει άλλη γυναίκα. Αυτό το πρώτο περιστατικό, με την
εμφάνιση του μικρού παιδιού, συνιστά προσωπική εμπειρία του αφηγητή, και
καθιστά εμφανή τη συμμετοχή του στα διηγούμενα γεγονότα.
- Η πορεία που ακολουθεί το
διήγημα βασίζεται σε αναδρομικές αφηγήσεις, που παρουσιάζουν την ιστορία
της οικογένειας στα βασικά της σημεία, μέχρι το παρόν του αφηγητή, όπου η
μητέρα έχει μείνει πια μόνη με τα παιδιά της. Συνάμα, υπάρχουν και παρεκβάσεις,
όπου ο αφηγητής μας δίνει πληροφορίες για τον εαυτό του, όπως είναι αυτή που
συναντάμε στην αρχή κιόλας της ιστορίας, και στην οποία ο αφηγητής μας εξηγεί
πόσο γρήγορα ξοδεύει τα χρήματά που με κόπο εισπράττει.
- Αμέσως μετά την αναφορά στο μικρό
παιδί, που έχει εγκαταλειφθεί από τον πατέρα του, έχουμε μια πρώτη
αναδρομική αφήγηση, η οποία ωστόσο αποτελεί παρέκβαση από την κύρια
ιστορία, και αναφέρεται στο πόσο συνηθισμένο ήταν σ’ εκείνη την περιοχή να
στέλνουν «οι προκομμένες μανάδες» πολύ μικρά παιδιά, για να ψωνίσουν από το
μπακάλικο. [Δεν ήτο το μόνον παιδίον, το οποίον ήρχετο εις το μικρόν εκείνο
παντοπωλείον... - Και πάλιν ο μπακάλης έπταιεν.]
- Στη συνέχεια έχουμε τη βασική
και εκτενέστερη αναδρομή του διηγήματος που μας δίνει τα σχετικά με
την ιστορία της οικογένειας, την οποία τη διηγείται ο παντοπώλης στον κύριο
αφηγητή. Ο συγγραφέας, πάντως, δεν δίνει άλλες ενδείξεις πως πρόκειται για
αφήγηση του παντοπώλη, πέρα από την αναφορά του αφηγητή: αυθόρμητος ήρχισε να
μου διηγήται την ιστορίαν.
Εδώ, λοιπόν, μαθαίνουμε πως το ζευγάρι
είχε παντρευτεί πριν από εννιά χρόνια, πως ο άντρας, αν και ξυλουργός, ήταν
τεμπέλης και του άρεσε να πίνει, ενώ η γυναίκα, αν και εργατική, σύντομα έπαψε
να δουλεύει καθώς απέκτησε σε σύντομο διάστημα πολλά παιδιά (πέντε, από τα
οποία το ένα πέθανε νωρίς), και δεν είχε πια τον απαιτούμενο χρόνο. Γρήγορα,
ωστόσο, καθώς οι οικονομικές υποχρεώσεις αυξάνονταν, φάνηκε πως ο σύζυγος της
Γιαννούλας δεν είχε πρόθεση να εργαστεί περισσότερο. Συνέχισε να μεθά τακτικά,
αφήνοντας την οικογένειά του να περιέλθει σε άθλια κατάσταση. Τότε ήταν που
εμφανίστηκε ο πλούσιος κουμπάρος του ζευγαριού, ο οποίος άρχισε να τους
επισκέπτεται συχνά, φέρνοντας ως δώρο ψώνια για το σπίτι. Η παρουσία του όμως
ερέθισε τη ζήλεια του Μανόλη, έφερε συνεχείς τσακωμούς, και σύντομα τον εξώθησε
να αναζητήσει παρηγοριά σε μια παλιά φιλενάδα του, εγκαταλείποντας την
οικογένειά του. Έτσι, η Γιαννούλα απέμεινε μόνη της -χωρίς καν τη στήριξη του
κουμπάρου, ο οποίος εν τω μεταξύ αρραβωνιάστηκε- να μεγαλώσει τα παιδιά της και
να υπομείνει την κακία των γειτόνων που την κατηγορούσαν πως σκοπίμως και με
ανήθικες βλέψεις είχε ενθαρρύνει τις επισκέψεις του κουμπάρου.
[Προ εννέα ετών ο Μανόλης ο
Φλοεράκης... - και χωρίς στάμναν και χωρίς ραπτικήν μηχανήν!]
- Η αφήγηση κλείνει με σχήμα
κύκλου, καθώς επιστρέφουμε στο παρόν του αφηγητή, που βλέπει το μικρό παιδί
να έρχεται και να παρακαλάει για λίγο λάδι. [Και το τρίτον παιδίον, ο Μήτσος,
εκείνο το οποίον έβλεπα, ήρχετο εις το παντοπωλείον - Δεν έχουμε πατέρα στο
σπίτι!]
3. Να βρείτε στο κείμενο χωρία που
μπορούν να θεωρηθούν αυτοβιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα.
«Δεν ήτο η πρώτη φορά οπού το έβλεπα.
Κατ’ εκείνην την ημέραν συνέβη να είμαι πλούσιος, διότι είχα κατορθώσει μετά
πέντε εκλιπαρήσεις, και μετά τέσσαρας αποπομπάς, να λάβω δεκαπέντε δραχμάς,
απέναντι ογδοήκοντα οφειλομένων μοι δι’ αμοιβήν φιλολογικής εργασίας πέντε
εβδομάδων. Κατά τας τοιαύτας δε ημέρας, ισαρίθμους με τας σελήνας του ενιαυτού,
μοι συμβαίνει, χωρίς να φροντίσω να πληρώσω μέρος των χρεών μου, να εξοδεύω
μονοημερίς τα δυο τρίτα του ούτω πως εκβιασθέντος ποσού, φυλάττων φρονίμως το
τρίτον δια τας επομένας τρεις εβδομάδας.»
Για να γίνουν αντιληπτές οι πληροφορίες
που μας παρέχει για τον εαυτό του ο Παπαδιαμάντης σε αυτό το απόσπασμα θα
πρέπει να έχουμε υπόψη μας πως ο μεγάλος αυτός συγγραφέας αδυνατούσε να
διαχειριστεί σωστά τα χρήματά του με αποτέλεσμα να παραμένει διαρκώς σε δεινή
οικονομική κατάσταση. Η φτωχική διαβίωση του Παπαδιαμάντη ήταν, βέβαια,
δικαιολογημένη στα πρώτα χρόνια της επαγγελματικής του δραστηριότητας, όπου οι
διάφορες μεταφράσεις που έκανε του απέδιδαν ελάχιστα χρήματα. Στην πορεία,
ωστόσο, και καθώς οι συνεργασίες του με εφημερίδες της εποχής του απέδιδαν
ολοένα και περισσότερα χρήματα, έγινε εμφανές ότι το βασικότερο πρόβλημά του
ήταν πως δεν μπορούσε να αποταμιεύσει, αλλά και να διαχειριστεί σωστά τις
απολαβές του. Συνήθιζε να ξοδεύει το σύνολο του μισθού του μέσα σε λίγες μόλις
μέρες, μη σκεπτόμενος ουσιαστικά πώς θα αντεπεξέλθει στις λοιπές του
υποχρεώσεις.
Σύμφωνα με το απόσπασμα, τη μέρα εκείνη
έτυχε να είναι πλούσιος, να έχει δηλαδή στη διάθεσή του 15 δραχμές, που έλαβε
ως έναντι ενός μεγαλύτερου ποσού, 80 δραχμών, που του όφειλαν για φιλολογική
εργασία 5 εβδομάδων. Για να λάβει μάλιστα τα χρήματα αυτά χρειάστηκε να
παρακαλέσει πέντε φορές και να τον διώξουν τέσσερις -εμφανής εδώ ο
αυτοσαρκασμός, καθώς και το χιούμορ του συγγραφέα, που διακωμωδεί τις δυσκολίες
που συναντούσε ακόμη και για να εισπράξει χρήματα για τα οποία είχε εργαστεί.
Όταν, λοιπόν, τύχαινε να παίρνει χρήματα, πράγμα που συνέβαινε μια φορά το
μήνα, ξόδευε σε μια μέρα τα δύο τρίτα αυτών των χρημάτων, χωρίς καν να εξοφλεί
όλα του τα χρέη, κι ύστερα με τα ελάχιστα που απέμεναν προσπαθούσε να περάσει
το υπόλοιπο του μήνα.
Ενδιαφέρον έχει ο τρόπος με τον οποίο
παρουσιάζει τις σπάνιες αυτές μέρες που εισέπραττε χρήματα. Ήταν, σχολιάζει,
όσες και οι πανσέληνοι κάθε χρόνου, δηλαδή περίπου 12∙ οπότε μια φορά το μήνα
έφταναν χρήματα στα χέρια του.
«Έκραξα το παιδίον και του έδωκα μίαν
πεντάραν. Εκείνο την έλαβεν, έβγαλεν έξω από τα χείλη την γλώσσαν, με μειδίαμα
ευδαιμονίας, και ατένίζον με είπε:
— Δο μ’ κι άλλη, μπάρμπα!»
Μία από τις συνήθειες του συγγραφέα,
όταν εισέπραττε χρήματα, ήταν να προσφέρει μέρος αυτών σε ανθρώπους που είχαν
ανάγκη. Εν προκειμένω στο
μικρό παιδί, την ιστορία της οικογένειας του οποίου μας παρουσιάζει σε αυτό το
διήγημα.
«Συνέβαινε καθ’ εσπέραν να κάθημαι επί
ημίσειαν ώραν και πλέον, συνομιλών με δυο ή τρεις φίλους, πίνοντας το ορεκτικόν
των, εις το μικρόν μαγαζίον, ενίοτε δε να λαμβάνω εκεί το λιτόν δείπνον μου.»
Ο συγγραφές μας πληροφορεί εδώ πως κάθε
απόγευμα καθόταν για μισή ώρα ή και παραπάνω στο μικρό αυτό μαγαζί, για να φάει
το λιτό βραδινό του και να συνομιλήσει με μερικούς φίλους του. Σύμφωνα,
μάλιστα, με την αναφορά του πως το μαγαζί αυτό βρισκόταν στην οδό Σ..., θα
μπορούσαμε να εικάσουμε πως επρόκειτο για το μπακάλικο – παντοπωλείο στην οδό
Σαρρή, όπου ο συγγραφέας συνήθιζε να τρώει και να συχνάζει για πάρα πολλά
χρόνια.
«Και δύναμαι να μαρτυρήσω ότι ο
μπακάλης ήτο, ως εμπορευόμενος και ως άτομον, τίμιος άνθρωπος.»
Η βεβαιότητα του συγγραφέα πως ο
μπακάλης ήταν τίμιος και ως έμπορος, αλλά και ως άνθρωπος, υποδηλώνουν μια
στενή γνωριμία, και ενισχύουν την εντύπωση πως τα γεγονότα του
διηγήματος εκτυλίσσονται σ’ ένα χώρο που ο Παπαδιαμάντης γνώριζε πολύ καλά,
και για χρόνια.
«Αλλ’ ας επανέλθω εις το παιδίον περί
ου ο λόγος εν αρχή. Δεν είμαι ποτέ πολυπράγμων, αλλ’ ο φίλος μου ο
μικρός παντοπώλης ήξευρεν, ως εικός, όλα τα μυστικά της γειτονιάς. Ήτο γενικός
θεματοφύλαξ των αλλότριων υποθέσεων. Δεν ηξεύρω αν το βλέμμα μου του εφάνη
ερωτηματικόν, αλλ’ όταν ευκαίρησεν, αυθόρμητος ήρχισε να μου διηγήται
την ιστορίαν.»
Ο συγγραφέας μας διαβεβαιώνει πως δεν
του άρεσε ποτέ να ασχολείται με ξένες υποθέσεις, δεν είχε δηλαδή τη μικροπρεπή
εκείνη τάση να μαθαίνει πράγματα για τους άλλους ανθρώπους, μόνο και μόνο για
να ικανοποιεί την περιέργειά του. Ωστόσο, το πλήθος των ιστοριών που
περιλαμβάνονται στα έργα του φανερώνουν πως ο συγγραφέας γινόταν αποδέκτης
πολλών διηγήσεων, από τις οποίες επέλεγε προφανώς εκείνες που είχαν να
προσφέρουν κάποιο καίριο μήνυμα στους αναγνώστες.
«—και όλοι οι φρονιμότεροι άνθρωποι της
γειτονιάς έτρεφον την πεποίθησιν, την οποίαν συμμερίζεται και ο γράφων, ότι η
Γιαννούλα ήτον αθώα—»
Η διαβεβαίωση του συγγραφέα πως
θεωρούσε ότι η Γιαννούλα, η ηρωίδα του διηγήματος, ήταν αθώα, και πως δεν είχε
καμία κακή πρόθεση, όταν δεχόταν στο σπίτι της τον ευκατάστατο κουμπάρο,
υποδεικνύει πιθανώς το κίνητρο που τον ώθησε να καταγράψει την ιστορία αυτή. Ο
Παπαδιαμάντης, βλέποντας τις δυσκολίες της οικογένειας αυτής και αισθανόμενος
συμπόνια για το μικρό παιδί που αναγκαζόταν να ζητιανεύει για λογαριασμό της
οικογένειάς του, θέλησε προφανώς να υπερασπιστεί την τιμή της μητέρας του
παιδιού και να στηλιτεύσει τις ακραίες αυτές δυσκολίες που βίωναν οι άνθρωποι
της εποχής του.Προκύπτει έτσι η ευαισθησία που διέκρινε τον συγγραφέα κι
η διάθεσή του να συμμεριστεί τον πόνο και τις δυσκολίες των συνανθρώπων
του.