Giuseppe Cristiano
Ανδρέας
Εμπειρίκος «Ο Κόρυμβος»
Επί ενός βράχου ισταμένη, σε φως
αιθρίας απολύτου, λύει τον κότσον της γυμνή και εμμελής, η Αμαρυλλίς.
Η κόμη της, λυομένη, παρέχει την
δυνατότητα να δεθή εκ νέου. Και η λύουσα την κόμην, γνωρίζουσα τούτο και
τερπομένη με την λύσιν, τέρπεται επί πλέον, προβλέπουσα και οραματιζόμενη
δέσεις και λύσεις μελλοντικάς.
Η λυσίκομος κατά την στιγμήν ταύτην
νεάνις περιτυλίσσει το σώμα της με τα μακριά μαλλιά της, ενώ το κύμα περιβρέχει
τον βράχον επί του οποίου ίσταται. Και οι τρίχες της κόμης της πίπτουν επί του
λευκού της σώματος ως μαύρος ποταμός και συνυφαίνονται περί την ηβικήν της
χώραν, με τον θάλλοντα εκεί στιλπνόν και θυσανώδη κόσυμβον, ενώ καθίσταται
υπεράνω, όπως εν ώρα βαθείας ηδονής, πολύ υψηλότερος και εντόνως γλαυκός ο
ουρανός – και οι βόστρυχοι, ελεύθεροι, πίπτουν και περιτυλίσσονται εις το
λευκόν της σώμα λείχοντες άπαντα τα μέλη του, υπό την εκθαμβωτικήν φωτοχυσίαν,
παρέχοντες εικόνα μεγίστου πάθους, όπως και τα μαινόμενα πέριξ του βράχου
κύματα.
Και ιδού που η χειρονομία της λύσεως
και ο παφλασμός των κυμάτων γίνονται αμάλγαμα, ταυτότης, ενότης μία. Και η
λελυμένη κόμη, περιχαρής και ελευθέρα, εξακολουθεί να λείχη το εν ηδονή
ασπαίρον σώμα και να τυλίσσεται πέριξ αυτού, οτέ μεν θωπεύουσα, οτέ δε
μαστίζουσα τα γυμνά μέλη, εις ένα πάθος αδιαίρετον, εις πράξιν μίαν, αφού,
τόσον τα κύματα, όσον και η τελέσασα επί του βράχου λύσιν της κόμης νεάνις,
υπακούουν εις την ίδιαν ώσιν, την ώσιν την παντάνασσα που συνυφαίνει την πράξιν
της λύσεως και τον παφλασμόν των κυμάτων με το καθολικόν σπαρτάρισμα των
κοσμικών στοιχείων, όπου το μέγα πάθος, ογκούμενον, σταθερώς αυξάνει,
κορυφώνεται και υπερυψούται ως δόρυ παλλόμενον και στιλπνόν, ή ως αίνος άσπιλος
εν υψίστοις.
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος πέρα από το
γεγονός ότι υπηρέτησε στον ποιητικό του λόγο με συνέπεια τις αρχές του
υπερρεαλιστικού κινήματος, υπήρξε ο πρώτος ψυχαναλυτής της χώρας. Κι είναι στο
πλαίσιο του ψυχαναλυτικού του έργου που διαπίστωσε πόσο βαθιά καταπιεσμένοι
ένιωθαν οι Έλληνες σε σχέση με τον ερωτισμό και την ηδονή. Θέλησε, έτσι, με το
έργο του να αποδεσμεύσει τη φυσική αυτή διάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης από την
καταπίεση του συντηρητισμού και του καθωσπρεπισμού. Ήταν, άλλωστε, σαφές πως το
όλο κλίμα αποσιώπησης και ενοχής προκαλούσε πλήθος συμπλεγμάτων στους ανθρώπους
και τους απέτρεπε από το να βιώσουν με πληρότητα την πραγματική ευδαιμονία της
ζωής. Ο Μέγας Ανατολικός, το εκτενέστατο αυτό πεζογράφημα, αποτέλεσε ένα
σημαντικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση.
Ο Εμπειρίκος, ωστόσο, ύμνησε την ηδονή
και σε πολύ συντομότερα κείμενα, όπως είναι για παράδειγμα το πεζό ποίημα «Ο
Κόρυμβος» που περιλαμβάνεται στη συλλογή «Οκτάνα». Κόρυμβος είναι η κορωνίδα,
το ανώτατο σημείο, λέξη που λαμβάνει εδώ μια ειδικότερη σημασία, αυτή της
κορύφωσης, και μάλιστα της ερωτικής κορύφωσης∙ του οργασμού.
«Επί ενός βράχου ισταμένη, σε φως
αιθρίας απολύτου, λύει τον κότσον της γυμνή και εμμελής, η Αμαρυλλίς.»
Το κεντρικό πρόσωπο του ποιήματος είναι
μια νεαρή κοπέλα, η Αμαρυλλίς, το όνομα της οποίας μας παραπέμπει στα ειδύλλια
του Θεόκριτου. Η Αμαρυλλίς στέκει γυμνή πάνω σ’ ένα βράχο και υπό το φως μιας
απόλυτα ηλιόλουστης μέρας λύνει τον κότσο των μαλλιών της. Το θέαμα της γυμνής
κοπέλας βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με το ανέφελο της ημέρας, που φανερώνει την
ομορφιά της φύσης σ’ όλο της το μεγαλείο.
«Η κόμη της, λυομένη, παρέχει την
δυνατότητα να δεθή εκ νέου. Και η λύουσα την κόμην, γνωρίζουσα τούτο και τερπομένη
με την λύσιν, τέρπεται επί πλέον, προβλέπουσα και οραματιζόμενη δέσεις και
λύσεις μελλοντικάς.»
Η κοπέλα γνωρίζει πως το λύσιμο των
μαλλιών της είναι μια πράξη αναστρέψιμη, εφόσον μπορεί να τα δέσει εκ νέου και
κατόπιν να τα λύσει ξανά, επαναλαμβάνοντας αέναα τις ίδιες αυτές κινήσεις.
Προοπτική που της προσφέρει μεγάλη ευχαρίστηση, καθώς προβλέπει και φαντάζεται
στο μέλλον να δένει και να λύνει ξανά και ξανά τα μαλλιά της.
Στόχος εδώ του ποιητή να τονιστεί ο
απόλυτος έλεγχος που έχει η κοπέλα πάνω στον εαυτό της κι η ευχαρίστηση που
αντλεί η ίδια από την επίγνωση αυτή. Κατ’ επέκταση όλη η στάση κι η συμπεριφορά
της κοπέλας, όπως αίφνης το γεγονός ότι στέκει γυμνή πάνω σ’ ένα βράχο,
προβάλλονται ως πράξεις αυτόβουλες.
«Η λυσίκομος κατά την στιγμήν ταύτην
νεάνις περιτυλίσσει το σώμα της με τα μακριά μαλλιά της, ενώ το κύμα περιβρέχει
τον βράχον επί του οποίου ίσταται. Και οι τρίχες της κόμης της πίπτουν επί του
λευκού της σώματος ως μαύρος ποταμός και συνυφαίνονται περί την ηβικήν της
χώραν, με τον θάλλοντα εκεί στιλπνόν και θυσανώδη κόσυμβον, ενώ καθίσταται
υπεράνω, όπως εν ώρα βαθείας ηδονής, πολύ υψηλότερος και εντόνως γλαυκός ο
ουρανός – και οι βόστρυχοι, ελεύθεροι, πίπτουν και περιτυλίσσονται εις το
λευκόν της σώμα λείχοντες άπαντα τα μέλη του, υπό την εκθαμβωτικήν φωτοχυσίαν,
παρέχοντες εικόνα μεγίστου πάθους, όπως και τα μαινόμενα πέριξ του βράχου
κύματα.»
Η νεαρή κοπέλα, έχοντας λύσει τα μαλλιά
της, τυλίγει μ’ αυτά το σώμα της, ενώ την ίδια στιγμή το κύμα βρέχει ολόγυρα το
βράχο πάνω στον οποίο στέκεται εκείνη. Τα μαύρα μαλλιά της πέφτουν πάνω στο
λευκό της σώμα, σαν μαύρος ποταμός, και στο ύψος του εφηβαίου ενώνονται με το
μαύρο πυκνό τρίχωμα που βρίσκεται λαμπερό και ακμαίο εκεί. Ενώ, πολύ υψηλότερα,
πάνω από την κοπέλα, στέκει, όπως τη στιγμή βαθιάς ηδονής, ο έντονα γαλανός
ουρανός. Συνάμα, οι μπούκλες από τα μαλλιά της πέφτουν πάνω στο λευκό σώμα της
κοπέλας και το τυλίγουν, γλείφοντας με το τρυφερό τους άγγιγμα όλα τα μέλη του.
Μια εικόνα εξαιρετικού πάθους που ξετυλίγεται κάτω από το εκθαμβωτικό φως του
ήλιου και η οποία βρίσκει το ανάλογό της στην εικόνα των κυμάτων που κινούνται
πλέον μανιασμένα γύρω από το βράχο.
Η ηδονική διάσταση της θερινής αυτής
εικόνας δεν προκύπτει από την παρουσία ερωτικού συντρόφου, αλλά από τη σταδιακή
συμμετοχή της φύσης στην αναστάτωση και τον ερεθισμό του γυμνού σώματος. Το
ανδρικό χάδι απουσιάζει, αλλά η απουσία του δεν γίνεται αισθητή, καθώς τα μαύρα
μαλλιά της κοπέλας αναλαμβάνουν να χαϊδέψουν κάθε σημείο του γυμνού της
σώματος. Η Αμαρυλλίς είναι μόνη, μα πλήρης, με το εκστατικό κάλλος του σώματός
της να επηρεάζει δραστικά το φυσικό περιβάλλον γύρω της. Θάλασσα κι ουρανός
μετέχουν στον αγνό αυτό ηδονισμό της απόλυτα όμορφης νεότητας.
«Και ιδού που η χειρονομία της λύσεως
και ο παφλασμός των κυμάτων γίνονται αμάλγαμα, ταυτότης, ενότης μία. Και η
λελυμένη κόμη, περιχαρής και ελευθέρα, εξακολουθεί να λείχη το εν ηδονή
ασπαίρον σώμα και να τυλίσσεται πέριξ αυτού, οτέ μεν θωπεύουσα, οτέ δε
μαστίζουσα τα γυμνά μέλη, εις ένα πάθος αδιαίρετον, εις πράξιν μίαν, αφού,
τόσον τα κύματα, όσον και η τελέσασα επί του βράχου λύσιν της κόμης νεάνις,
υπακούουν εις την ίδιαν ώσιν, την ώσιν την παντάνασσα που συνυφαίνει την πράξιν
της λύσεως και τον παφλασμόν των κυμάτων με το καθολικόν σπαρτάρισμα των
κοσμικών στοιχείων, όπου το μέγα πάθος, ογκούμενον, σταθερώς αυξάνει,
κορυφώνεται και υπερυψούται ως δόρυ παλλόμενον και στιλπνόν, ή ως αίνος άσπιλος
εν υψίστοις.»
Η επιθυμία του ποιητή να παρουσιάσει
τον ηδονισμό της κοπέλας ως κάτι το απολύτως φυσικό και αγνό γίνεται όλο και σαφέστερη
μέσα από την εντεινόμενη συμμετοχή της φύσης σε αυτόν. Έτσι, η κίνηση που
απελευθερώνει τα μαλλιά της κοπέλας και ο παφλασμός των κυμάτων έρχονται και
συνδέονται σε μια αξεδιάλυτη ενότητα∙ μια ανάμειξη δράσεων που αν και μοιάζουν
διαφορετικές -η μία συνειδητή, η άλλη ασύνειδη-, είναι στην πραγματικότητα κι
οι δυο εκφάνσεις και θελήσεις της φύσης.
Τα λυμένα μαλλιά, χαρούμενα και
ελεύθερα συνεχίζουν να γλείφουν το γυμνό σώμα που δονείται πλέον από ηδονή.
Τυλίγονται γύρω από αυτό κι άλλοτε χαϊδεύουν τα γυμνά του μέλη κι άλλοτε τα
ραπίζουν, ακολουθώντας πάντοτε όμως το ίδιο πάθος, αποτελώντας πάντοτε μια
ενιαία και αδιαίρετη κίνηση. Ενότητα αυτονόητη, εφόσον τόσο η κοπέλα που λύνει
τα μαλλιά της πάνω στο βράχο, όσο και ο παφλασμός των κυμάτων υπακούν στην ίδια
ώθηση, στην ίδια απόλυτης κυριαρχίας ώθηση που συνδέει τις δύο αυτές πράξεις με
το καθολικό σπαρτάρισμα, με τον καθολικό ηδονισμό των κοσμικών στοιχείων, στο
πλαίσιο των οποίων το μεγάλο πάθος της φύσης, διογκώνεται, αυξάνει σταθερά,
κορυφώνεται και ανασηκώνεται σαν ένα λαμπερό δόρυ που
πάλλεται ή σαν ένας αγνός και άσπιλος ύμνος που απευθύνεται στην αιώνια
θεότητα.
Κάθε κίνηση στη φύση, κάθε πράξη και
κάθε διάθεση, δεν είναι παρά φανερώματα της ίδιας κινητήριας ορμής που ωθεί στη
γέννηση και στη διατήρηση. Υπ’ αυτή ακριβώς την έννοια κάθε ηδονική διάθεση του
ανθρώπινου σώματος, και δη του νεανικού σώματος, θα πρέπει να γίνεται αντιληπτή
ως απολύτως φυσική και δεν θα πρέπει να μιαίνεται από τα συναισθήματα εκείνης
της ενοχικής συνείδησης που ταυτίζει τον έρωτα και την ηδονή με την
ανηθικότητα.
Με εξαίρετο τρόπο έχει προσεγγίσει
βασικά θέματα της ποιητικής δημιουργίας του Εμπειρίκου ο Οδυσσέας Ελύτης στο
δοκίμιό του «Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο». Από αυτό το δοκίμιο αντλούμε
ορισμένα πολύ ενδιαφέροντα αποσπάσματα:
«Όπως και να το κάνουμε, και παρά την
υποτιθέμενη πρόοδο, η κακομεταχείριση της ηδονής διαρκεί ως τις μέρες μας χωρίς
ανάπαυλα. Την ομιλία των σωμάτων οι κοινωνίες φρόντισαν ανέκαθεν, σαν
ευσυνείδητες τηλεφωνήτριες, να τη συνδέουν με τη χυδαιότητα. Κι όταν,
επαναστατώντας, ένας Μαρκήσιος ντε Σάντ τολμά μια μέρα ν’ αδράξει τα σύρματα,
είναι για να μας συνδέσει με κάτι εξίσου απαράδεκτο: τη βιαιότητα. Πάλι τα
ίδια. Ο νοσηρός ρασοφόρος και ο νοσηρός ελευθεριαστής δίνουν τα χέρια, ώστε όλα
εκείνα τα παθητικά κρυφοψιθυρίσματα, όλες εκείνες οι υπέροχες μικρές κραυγές,
αντί να ευφραίνουν τη συνείδησή μας, να την ταράξουν. Σίγουρα, και παρά τη
θέληση του Θεού, δεν είμαστε καμωμένοι για να εισπράττουμε προκαταβολές
Παραδείσου.»
«Η καθαρεύουσα -το καταλαβαίνει ο
καθένας αυτό- ειδικά για τον υπερρεαλιστή τον Έλληνα, προσφέρεται σαν ένα
επιπλέον «κλαβιέ», που τον διευκολύνει στην προσπάθειά του να παίζει, κυριότατα
να συμπαραθέτει -όπως ένας ζωγράφος τα φωναχτά ή αντιθετικά χρώματα- εκφραστικούς
τύπους διαφορετικών στρωμάτων και προελεύσεων, έτσι, σαν ένα είδος collage, που κατά την περίσταση, προσδίδει
πότε σοβαροφάνεια, πότε σπανιότητα, πότε χιούμορ στα κείμενά του. Χώρια το
γεγονός ότι, για έναν κατ’ εξοχήν οπαδό του αυθορμητισμού και της
γενναιοδωρίας, εθισμένον να θεωρεί από μια φούχτα μπριλάντια πολυτιμότερη τη
φούχτα που ανεβάζει βότσαλα και φύκια μέσ’ απ’ τη λάσπη του βυθού, θα ‘ταν
αδιανόητο ν’ αφήσει τα πλούσια κοιτάσματα του ελληνικού λεξιλογίου
ανεκμετάλλευτα ή να τα υποβάλει σ’ έναν απαράδεχτο για την αντίληψή του
μηχανισμό διαλογής.»
«Ένα σώμα γυμνό δεν παύει ποτέ να είναι
πεδίο ανεξάντλητο, και οι πρόγονοί μου οι Αιολείς, διόλου άδικα, το νοούσαν
όπως οι αμπελουργοί το σταφύλι∙ πιάνοντάς το από την καλλιέργεια και φτάνοντάς
το στο κρασί. Δηλαδή -και είναι η περίπτωση- στην ηδονή, που καμία θεωρία ίσαμε
σήμερα, καμιά πίστη, από το χριστιανισμό έως το μαρξισμό, δεν αξιώθηκαν να της
δώσουν μια θέση στο ύπαιθρο των αισθητηρίων μας.»
Βιβλιογραφία:
Ανδρέας Εμπειρίκος «Οκτάνα», Εκδόσεις
Ίκαρος
Οδυσσέας Ελύτης «Εν λευκώ», Εκδόσεις Ίκαρος