Erik Johansson
Απόσπασμα από την ομιλία του Ανδρέα Εμπειρίκου Περί Σουρρεαλισμού
Όταν πρωτοδιαβάσει κάποιος μη
προειδοποιημένος, κάποιος που δε γνωρίζει καθόλου τι είναι Σουρρεαλισμός ένα
ποίημα αυτού του είδους, μπορεί να σκεφθεί πως ο ποιητής είναι τρελλός ή πως
θέλει να κοροϊδέψει τον κόσμο. Όταν όμως μυηθεί και κατανοήσει το περιεχόμενο
της θεωρίας, μόλις περάσει το πρώτο ξάφνιασμα και διαλυθεί το παχύ λίπος με το
οποίο καταντά να περισφίγγει την βαθύτερή μας ευαισθησία η συνεχής γαλούχησή
μας από τις εκάστοτε επιβαλλόμενες σε μας πειθαρχίες, ο αναγνώστης θα δει πως
είχε λάθος και θα του είναι πολύ δύσκολο να αρνηθεί πως τα ποιήματα αυτά
γενικώς, ασκούν επάνω μας μια παράξενη, μια πρωτοφανή γοητεία – την γοητεία που
μπορεί να ασκήσει μόνο το θαυμαστόν, το άγνωστο, ό,τι έρχεται από κάπου άλλου,
ό,τι ξεπερνά τα στενά όρια της λογικής, ό,τι δεν περιέχεται μέσα στο πλαίσιο
της συνείδησής μας.
Ιδού ποιος είναι ο πρώτος
αντίκτυπος της ενατένισης του νέου κόσμου που ανοίγει μπροστά μας η εφαρμογή
του Σουρρεαλισμού. Και όταν λέμε νέος κόσμος εννοούμε στο πνευματικό επίπεδο,
κάτι εντελώς ανάλογο με την ανακάλυψη του Κολόμβου, με τη διαφορά ότι ο
Σουρρεαλισμός με «τον ψυχικό αυτοματισμό του δια του οποίου εκφράζει την
αληθινή λειτουργία της σκέψης» είναι ένας τρόπος συνεχούς και κατά βούληση
προκαλούμενης ανακάλυψης. Με άλλα λόγια οι Αμερικές του δεν έχουν όρια. Είναι
ατελείωτες, άπατες και κυριολεκτικά αχανείς καθώς το ασυνείδητό μας, που
υπάρχει μέσα μας και του οποίου την ύπαρξη και το περιεχόμενο δεν γνωρίζουμε –
όπως υπήρχε και πριν από τον Κολόμβο η Αμερική χωρίς κανείς ωστόσο να την
ξέρει.
Μπορεί όμως να ερωτήσει κάποιος:
Μήπως και πριν από τον Σουρρεαλισμό δεν υπήρχε έμπνευσις, δεν υπήρχε το
θαυμαστό στην ποίηση, δεν υπήρχε υποβολή συναισθηματικών καταστάσεων από τον
ποιητή στον αναγνώστη; Μήπως και άλλοτε δεν υπήρχαν ποιητές αυθόρμητοι,
πηγαίοι, που γράφανε χωρίς λογικούς υπολογισμούς; Ποια λοιπόν είναι η διαφορά
και γιατί τόσος θόρυβος γι’ αυτήν την νέα ποίηση που δεν έχει κριτήριο
προσωδίας και κανενός άλλου είδους κριτήριο εχτός από το κριτήριο της
Σουρρεαλιστικής ορθοδοξίας;
Θα απαντήσουμε πως υπάρχει η εξής
μεγάλη διαφορά. Η μη σουρρεαλιστική ποίηση διαφέρει βασικά αφ’ ενός στο προτσές
της εξωτερίκευσης και αφ’ ετέρου στο γίγνεσθαι όχι μόνο του ποιήματος μα και
εκείνου που ονομάζουμε έμπνευση. Την διαφορά αυτή θα την καταστήσω χειροπιαστή
με το ακόλουθο παράδειγμα. Ας υποθέσουμε πως ένας μη σουρρεαλιστής ποιητής
οποιασδήποτε, είτε ελευθέρας είτε πειθαρχημένης σχολής γράφει ένα ποίημα.
Οποιαδήποτε και αν είναι η έμπνευσή του, το ποίημα θα εκφράζει κάτι που θέλει
να πει συνειδητά ο ποιητής. Και αυτό που θέλει να πει θα το διατυπώσει με τρόπο
που ν’ ανταποκρίνεται το συναίσθημά του, ή η ιδέα του, σε αντικειμενικούς όρους
και σε πράγματα καταληπτά δια της λογικής του, και δια της λογικής του
αναγνώστη. Όπως κι αν το κάμει, είτε με παρομοιώσεις, είτε με αλληγορίες, είτε
με αλληλουχίες συμβόλων ή με απλή και άμεσο περιγραφή, πάντως θα το κάμει με
τρόπο που τα λεκτικά σχήματα να εμποιήσουν την εντύπωση που θέλει ο ποιητής, ή
ως έγγιστα. Και εάν ακόμη έχει να πει κάτι αφηρημένο θα το πει συναρμολογώντας
γνωστές ή άγνωστες εικόνες μα πάντοτε καταληπτές και λίγο πολύ συνειδητές. Έτσι
λοιπόν θα έχωμε στο τέλος μια περιγραφή ενός ας το πούμε υποκειμενικού ιδεατού
τοπίου που θ’ αποτελεί και αυτή μια φιξαρισμένη αντικειμενικώς εικόνα καμωμένη
με όλους τους αρχιτεκτονικούς νόμους της συνειδητής εκφράσεως, δηλαδή με
σωστούς συντακτικώς και λογικώς συνειρμούς και όταν ακόμη περιγράφεται κάτι
φανταστικό, ονειρώδες ή παράλογο.
Ο Σουρρεαλιστής ποιητής δεν κάνει
τίποτε από όλ’ αυτά. Βάζοντας κατά μέρος τα εργαλεία και τις συνταγές των
διαφόρων σχολών καθώς και τα παραδείγματα των μεγάλων ή μικρών ποιητών, αντί να
περιγράψει ένα όνειρο όπως θα έκανε οποιοσδήποτε άλλος, το ζει από τη στιγμή
που περιέλθει σ’ αυτή την κατάσταση της αφαίρεσης που δικαιούμαστε σήμερα να
ονομάσουμε σουρρεαλιστική. Δηλαδή παραδέχεται πως είναι φορέας και σκηνή συνάμα
του ποιήματος όπως και του ονείρου, και γράφοντας ή λέγοντας χωρίς να γράφη το
ποίημά του, δεν μας περιγράφει τίποτε, μα μας το παρουσιάζει όπως υπάρχει μέσα
στο γίγνεσθαί του, όπως συμβαίνει όταν ονειρευόμαστε, ενώ ο μη σουρρεαλιστής
ποιητής γράφοντας ένα ποίημα κάνει το πολύ-πολύ ό,τι κάνουμε εμείς όταν
ξυπνήσουμε και θέλουμε να εκφράσουμε σε άλλους αυτό που είδαμε στον ύπνο μας.
Και τούτο πάλι με πολλές νοθείες ένεκα της επεμβάσεως της λογικής και του
μέρους εκείνου του ψυχισμού μας που ονομάζουμε στην ψυχοανάλυση Υπερεγώ, με
μέσα πάντα τεχνητά και όχι δια της γνησίας λειτουργίας του πνεύματος. Βλέπετε
λοιπόν τί τεράστια διαφορά υπάρχει μεταξύ μη σουρρεαλιστικής και
σουρρεαλιστικής ποίησης. Το Σουρρεαλιστικό ποίημα όπως οποιαδήποτε άλλη καθαυτό
σουρρεαλιστική ενέργεια είναι κατά βάθος το αντίστοιχο μέσα στην ξυπνητή ζωή
μας του περιεχομένου των ονείρων, και η σουρρεαλιστική μανιέρα δεν είναι
μανιέρα με την έννοια της τεχνοτροπίας μα μέσον αμέσου εξωτερίκευσης του
εσωτερικού μας γίγνεσθαι, μέσον που αντιστοιχεί, τί λέγω, που είναι ο ίδιος ο
μηχανισμός, ή ίδια η λειτουργία του ονείρου. Από την στιγμή που θα περιπέσει σε
αφαίρεση από την λογική και από τον συνειδητό κόσμο, ο σουρρεαλιστής είναι
ανεύθυνος με όλη την σημασία της λέξης για το ποίημά του, όπως είμαστε όλοι μας
ανεύθυνοι από συνειδητής απόψεως για τα όνειρά μας, όπως ήταν ανεύθυνες κατά
πάσα πιθανότητα και οι Πυθίες του Δελφικού μαντείου, όταν προήρχοντο σε
εκστατική κατάσταση και λέγαν τ’ ασυνάρτητα από λογικής απόψεως λόγια που
ονομάζουμε χρησμούς οι οποίοι αν ήταν αληθινή η κατάστασις των γυναικών θα
έμοιαζαν ίσως καταπληχτικά με τα σημερινά σουρρεαλιστικά ποιήματα ή κείμενα. Με
άλλα λόγια στο σουρρεαλιστικό ποίημα δεν υπάρχει τίποτε φκιαστό, καμιά
κατασκευή έντεχνη ή άτεχνη. Κάθε ποίημα αποτελεί μιαν αποκάλυψη πραγμάτων που
υπάρχουν και συμβαίνουν άθελά μας, αποτελεί το πνευματικό γίγνεσθαί μας στη
στιγμή που γράφουμε. Κάθε ποίημα είναι σαν ιδεατό τρέξιμο από ρουμπινέττο, του
ασυνείδητου συνειρμού που υπάρχει σε πάσα στιγμή όπως το νερό μέσα στους
σωλήνες των υδραγωγείων. Θα τρέχει δε ως τη στιγμή που κλείσουμε το
ρουμπινέττο, δηλαδή ως τη στιγμή που θα βγούμε από την σουρρεαλιστική αφαίρεση
και επιστρέψουμε στη συνειδητή μας κατάσταση.
Ίσως όμως ερωτήσουν μερικοί:
«Καλά όλ’ αυτά, μα τί μπορεί να μας αποδείξει ότι η ροή που λέτε είναι πράγματι
κάτι που υπάρχει έξω από τη συνειδητή μας προσωπικότητα ή ότι το σουρρεαλιστικό
ποίημα είναι στην ξυπνητή ζωή μας, το αντίστοιχον του περιεχομένου των
ονείρων».
Απαντούμε πως μας δίνει την
απόδειξη χειροπιαστά το μεγαλειώδες έργο του Freud στο οποίο ο Σουρρεαλισμός κατά την
γνώμη μας οφείλει πάρα πολλά – δηλαδή η κλινική και πειραματική εφαρμογή της
ψυχοανάλυσης – και μας την δίνει τόσο καλά και σαφώς που δεν μπορεί να μείνει
κανένας σε αμφιβολία. Όσοι από σας έχουν υποστεί ψυχοαναλυτική θεραπεία, όσοι
εφάρμοσαν επαγγελματικώς ή ερασιτεχνικώς την μέθοδο αυτή, ή όσοι από σας
μελέτησαν ή απλώς διάβασαν έργα ψυχοαναλυτικά, θα καταλάβουν αμέσως και
καλύτερα αυτό που εννοώ.
[Περί Σουρρεαλισμού, η Διάλεξη του 1935 του Ανδρέα Εμπειρίκου. Εκδόσεις ΑΓΡΑ]