Andrew Soundarajan
… Ήτανε ωστόσο μεγάλος πειρασμός το
ποτάμι. Τ’ ακούγανε που κυλούσε τα νερά του και το λαχταρούσανε. Αυτά τα
δυόμισι χρόνια, τους είχε φάει η βρώμα. Είχανε ξεσυνηθίσει ένα σωρό χαρές. Και
να, τώρα, που είχε βρεθεί στο δρόμο τους αυτό το ποτάμι. Αλλά η διαταγή της
Μεραρχίας...
- Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας!
είπε μέσ’ από τα δόντια του κείνη τη νύχτα.
Γύριζε και ξαναγύριζε και ησυχία δεν
είχε. Το ποτάμι ακουγότανε πέρα και δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Θα πήγαινε την
άλλη μέρα, θα πήγαινε οπωσδήποτε. Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας!
Οι άλλοι φαντάροι κοιμόντουσαν. Τέλος
τον πήρε κι αυτόν ο ύπνος. Είδε ένα όνειρο, έναν εφιάλτη. Στην αρχή, το είδε
όπως είτανε: ποτάµι. Είτανε µπροστά του αυτό το ποτάµι και τον περίµενε. Κι’
αυτός, γυµνός στην όχθη, δεν έπεφτε µέσα. Σα να τον βάσταγε ένα αόρατο χέρι.
Ύστερα το ποτάµι µεταµορφώθηκε σε γυναίκα. Μια νέα γυναίκα, µελαχρινή, µε
σφιχτοδεµένο κορµί. Γυµνή, ξαπλωµένη στο γρασίδι, τον περίµενε. Κι’ αυτός,
γυµνός µπροστά της, δεν έπεφτε πάνω της. Ξύπνησε βαλαντωμένος δεν είχε ακόμα
φέξει...
Φτάνοντας στην όχθη, στάθηκε και το
κοίταζε. Το ποτάμι! Ώστε υπήρχε λοιπόν αυτό το ποτάμι; Ώρες ώρες, συλλογιζότανε
μήπως δεν υπήρχε στ’ αλήθεια. Μήπως ήτανε μια φαντασία τους, μια ομαδική
ψευδαίσθηση.
Είχε βρει μια ευκαιρία και τράβηξε κατά
το ποτάμι. Το πρωινό ήτανε θαύμα! Αν ήτανε τυχερός και δεν τον παίρνανε
μυρουδιά... Να πρόφταινε μονάχα να βουτήξει στο ποτάμι, να μπει στα νερά του,
τα παρακάτω δεν τον νοιάζανε.
Σ’ ένα δέντρο, στην όχθη, άφησε τα
ρούχα του, και όρθιο πάνω στον κορμό, το τουφέκι του. Έριξε δυο τελευταίες
ματιές, μια πίσω του, μην ήτανε κανένας από τους δικούς του, και μια στην
αντίπερα όχθη, μην ήτανε κανένας από τους Άλλους. Και μπήκε στο νερό.
Από τη στιγμή που το σώμα του,
ολόγυμνο, μπήκε στο νερό, τούτο το σώμα που δυόμισι χρόνια βασανιζότανε, που
δυο τραύματα το είχανε ως τώρα σημαδέψει, από τη στιγμή αυτή ένιωσε άλλος
άνθρωπος. Σα να πέρασε ένα χέρι μ’ ένα σφουγγάρι μέσα του και να τα ‘σβησε αυτά
τα δυόμισι χρόνια.
Κολυμπούσε πότε μπρούμυτα, πότε
ανάσκελα. Αφηνότανε να τον πηγαίνει το ρεύμα. Έκανε και μακροβούτια... Ήταν ένα
παιδί τώρα αυτός ο φαντάρος, που δεν ήταν παρά εικοσιτριώ χρονώ κι όμως τα
δυόμισι τελευταία χρόνια είχαν αφήσει βαθιά ίχνη μέσα του.
Δεξιά κι αριστερά, και στις δυο όχθες,
φτερουγίζανε πουλιά, τον χαιρετούσανε περνώντας πότε πότε από πάνω του. Μπροστά
του, πήγαινε τώρα ένα κλαδί που το έσερνε το ρεύμα. Βάλθηκε να το φτάσει μ’ ένα
μονάχα μακροβούτι. Και το κατάφερε. Βγήκε από το νερό ακριβώς δίπλα στο κλαδί.
Ένιωσε μια χαρά! Αλλά την ίδια στιγμή είδε ένα κεφάλι μπροστά του, κάπου
τριάντα μέτρα μακριά. Σταμάτησε και προσπάθησε να δει καλύτερα.
Και κείνος που κολυμπούσε εκεί τον είχε
δει, είχε σταματήσει κι αυτός. Κοιτάζονταν.
Ξανάγινε αμέσως αυτός που ήτανε και
πρωτύτερα: ένας φαντάρος που είχε κιόλας δυόμισι χρόνια πόλεμο, που είχε έναν
πολεμικό σταυρό, που είχε αφήσει το τουφέκι του στο δέντρο.
Δεν μπορούσε να καταλάβει αν αυτός
αντίκρυ του ήτανε από τους δικούς του ή από τους Άλλους. Πώς να το καταλάβει;
Ένα κεφάλι έβλεπε μονάχα. Μπορούσε να ‘ναι ένας από τους δικούς του. Μπορούσε
να ‘ναι ένας από τους Άλλους.
Για μερικά λεπτά, και οι δυο τους
στέκονταν ακίνητοι στα νερά. Τη σιωπή διέκοψε ένα φτάρνισμα. Ήταν αυτός που
φταρνίστηκε, και κατά τη συνήθειά του βλαστήμησε δυνατά. Τότε εκείνος αντίκρυ
του άρχισε να κολυμπάει γρήγορα προς την αντίπερα όχθη. Κι αυτός όμως δεν έχασε
καιρό. Κολύμπησε προς την όχθη του μ’ όλη του τη δύναμη. Βγήκε πρώτος. Έτρεξε
στο δέντρο που είχε αφήσει το τουφέκι του, το άρπαξε. Ο Άλλος, ό,τι έβγαινε από
το νερό. Έτρεχε τώρα κι εκείνος να πάρει το τουφέκι του.
Σήκωσε το τουφέκι του αυτός, σημάδεψε.
Του ήτανε πάρα πολύ εύκολο να του φυτέψει μια σφαίρα στο κεφάλι. Ο Άλλος ήτανε
σπουδαίος στόχος έτσι καθώς έτρεχε ολόγυμνος, κάπου είκοσι μέτρα μονάχα μακριά.
Όχι, δεν τράβηξε τη σκανδάλη. Ο Άλλος
ήταν εκεί, γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο. Κι αυτός ήταν εδώ, γυμνός όπως
είχε έρθει στον κόσμο. Δεν μπορούσε να τραβήξει. Ήτανε και οι δυο γυμνοί. Δυο
άνθρωποι γυμνοί. Γυμνοί από ρούχα. Γυμνοί από ονόματα. Γυμνοί από εθνικότητα.
Γυμνοί από τον χακί εαυτό τους.
Δεν μπορούσε να τραβήξει. Το ποτάμι δεν
τους χώριζε τώρα, αντίθετα τους ένωνε.
Δεν μπορούσε να τραβήξει. Ο Άλλος είχε
γίνει ένας άλλος άνθρωπος τώρα, χωρίς άλφα κεφαλαίο, τίποτα λιγότερο, τίποτα
περισσότερο.
Χαμήλωσε το τουφέκι του. Χαμήλωσε το
κεφάλι του. Και δεν είδε τίποτα ως το τέλος, πρόφτασε να δει μονάχα κάτι πουλιά
που φτερoυγίσανε τρομαγμένα σαν έπεσε από την αντικρινή όχθη η τουφεκιά, κι
αυτός, γονάτισε πρώτα, ύστερα έπεσε με το πρόσωπο στο χώμα.
Ερωτήσεις:
Α. Ο Αντώνης Σαμαράκης ανήκει στη γενιά
των πεζογράφων που έζησαν τη φρίκη του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου. Κρίνοντας από το
διήγημα «Το ποτάμι», τι πιστεύετε ότι έχει βιώσει ο συγγραφέας από τον πόλεμο
αυτό;
[μονάδες 15]
Μέσα από την εμπειρία του νεαρού
φαντάρου και των συμπολεμιστών του, λαμβάνουμε μια γενική εικόνα της
ταλαιπωρίας και της ψυχολογικής φθοράς των ανθρώπων εκείνων που βιώνουν έναν
πόλεμο. Πρόκειται για μια απάνθρωπη κατάσταση συνεχούς φόβου, κατά την οποία οι
πολεμιστές βρίσκονται σε διαρκή κίνδυνο και ως εκ τούτου δεν έχουν τη
δυνατότητα να κάνουν οτιδήποτε θα τους απομακρύνει απ’ το υπόλοιπο στράτευμα.
Είναι αναγκασμένοι επομένως να στερηθούν και την παραμικρή «πολυτέλεια», όπως
είναι το να κολυμπήσουν στα νερά ενός ποταμού ή να πλυθούν εν γένει∙ δεν
μπορούν να παρεκκλίνουν απ’ την πορεία που σχεδιάζει η στρατιωτική τους ηγεσία,
και οφείλουν πάντοτε να υπακούν στις διαταγές που τους δίνονται.
Στερημένοι από τις μικρές χαρές της
ζωής, στερημένοι από τον έρωτα, γνωρίζουν μόνο το φόβο, την ανασφάλεια και τους
επικίνδυνους τραυματισμούς ή και την απώλεια της ζωής κατά τις συγκρούσεις με
τους εχθρούς. Παραμένουν για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα σ’ ένα ψυχοφθόρο
καθεστώς ανελευθερίας, το οποίο επιδρά καταλυτικά στην ψυχοσύνθεσή τους. Μη
γνωρίζοντας αν και πότε θα επανέλθουν στην πρότερη ειρηνική διαβίωσή τους,
χάνουν σταδιακά τα στοιχεία που συνέθεταν την προσωπικότητά τους και γίνονται
σκληρότεροι, κάποτε μάλιστα και αδίστακτοι, προκειμένου να διαφυλάξουν τη ζωή τους.
Β1. Πώς θα ερμηνεύατε το όνειρο του
φαντάρου; Πιστεύετε ότι λειτουργεί και σαν πειρασμός;
[μονάδες 20]
Το όνειρο του νεαρού στρατιώτη συνιστά
έναν εφιάλτη, όπως το προσδιορίζει ο αφηγητής. Αρχικά βλέπει το ποτάμι, όπως
είναι, κι ενώ θέλει πραγματικά να βουτήξει σε αυτό δεν μπορεί, σα να τον κρατά
ένα αόρατο χέρι. Στη συνέχεια, ωστόσο, η ένταση της επιθυμίας επιτείνεται καθώς
το ποτάμι μεταμορφώνεται σε μια όμορφη, μελαχρινή γυναίκα, η οποία βρίσκεται
γυμνή στο γρασίδι και τον προσμένει. Εντούτοις ο νεαρός φαντάρος, δεν
ανταποκρίνεται στο σαγηνευτικό κάλεσμα της γυμνής γυναίκας, παρόλο που στέκει
γυμνός απέναντί της και ποθεί να βρεθεί μαζί της.
Το όνειρο αυτό έχει διττή λειτουργία
υπό την έννοια πως σε πρώτο επίπεδο εκφράζει την επίγνωση του φαντάρου πως το
να πέσει στο ποτάμι αποτελεί μέγιστο κίνδυνο για τη ζωή του, ενώ σε δεύτερο
επίπεδο φανερώνει το βαθμό της επιθυμίας του. Έτσι, ενώ λίγο προτού κοιμηθεί
έχει αποφασίσει πως την επόμενη μέρα θα πάει στο ποτάμι, αδιαφορώντας για ό,τι
συμβεί, στον ύπνο του αδυνατεί να μπει σε αυτό, μιας και, ασύνειδα έστω,
γνωρίζει και αντιλαμβάνεται πως η επιθυμία του αυτή προφανώς θα του στοιχίσει
τη ζωή του. Το όνειρο, επομένως, αποκαλύπτει πως η εν θερμώ απόφαση να
αδιαφορήσει για τη διαταγή της Μεραρχίας, δεν είναι απαλλαγμένη από το φόβο,
αλλά και από τη γνώση του κινδύνου που ελλοχεύει.
Συνάμα, το όνειρο παρουσιάζει την
ένταση της επιθυμίας του νεαρού, εφόσον στη σκέψη του η ανάγκη να πέσει στο
ποτάμι είναι ισοδύναμη με μιαν άλλη απόλαυση που έχει στερηθεί, με την ερωτική
απόλαυση της γυναίκας. Υπ’ αυτό το πρίσμα το όνειρο ενέχει και το στοιχείο του
πειρασμού, καθώς ο νεαρός αντικρίζει το ποτάμι ως κάτι το εξόχως επιθυμητό, ως
κάτι το ανυπέρβλητα ελκυστικό. Η μορφή της μελαχρινής γυναίκας, με το
σφιχτοδεμένο κορμί, αποτελεί ένα ισχυρό ερωτικό κάλεσμα, που δείχνει με πλήρη
σαφήνεια πόσο θέλει και επιθυμεί ο φαντάρος να κολυμπήσει στα νερά του ποταμού.
Β2. Για ποιους λόγους πιστεύετε ότι ο
φαντάρος παραβαίνει τη διαταγή της Μεραρχίας; Γίνεται αυτό συνειδητά;
[μονάδες 20]
Στα δυόμισι χρόνια που διαρκεί ήδη ο
πόλεμος ο φαντάρος έχει στερηθεί μαζί με τους συμπολεμιστές του κάθε πιθανή
χαρά, όσο μικρή κι αν λογίζεται αυτή στην καθημερινότητα μιας ειρηνικής
διαβίωσης. Δεν έχει τη δυνατότητα να πλυθεί, δεν έχει την ευκαιρία να ζήσει
ούτε μια στιγμή χωρίς το φόβο και το αίσθημα πανικού με το οποίο περιβάλλει τα
πάντα ο πόλεμος. Βρίσκεται σε μια διαρκή κατάσταση καταπίεσης, και στη δική του
σκέψη δε μοιάζει να υπάρχει το ενδεχόμενο μιας άμεσης ή έστω σύντομης
επιστροφής στον πρότερο ειρηνικό βίο. Αισθάνεται, επομένως, παγιδευμένος σ’
αυτές τις απάνθρωπες συνθήκες που έχει δημιουργήσει η εμπλοκή τους στον πόλεμο.
Είναι μόλις 23 ετών κι έχει ήδη
σημαδευτεί ψυχικά και σωματικά απ’ την αδυσώπητη επενέργεια της συμμετοχής στη
φρικτή πράξη του πολέμου. Άρα, η επιθυμία του νεαρού να κολυμπήσει στο ποτάμι
δεν είναι απλώς η επιθυμία να πλυθεί (αυτά τα δυόμιση χρόνια του είχε φάει η
βρώμα), ή η επιθυμία να γευτεί μια απλή χαρά, είναι πολύ περισσότερο μια κραυγή
απόγνωσης μπροστά στην απελπισία που τον έχει φέρει ο πόλεμος. Είναι ένα
ξέσπασμα της εσωτερικής του ανάγκης για ελευθερία∙ είναι ένα ξέσπασμα της
νιότης του που επιθυμεί και απαιτεί να ζήσει μακριά απ’ τα δεσμά του πολέμου.
Η διαταγή της Μεραρχίας παρόλο που
δίνεται με σαφή πρόθεση να προφυλάξει τους στρατιώτες από τη δεδομένη θανάτωσή
τους απ’ τον εχθρό, στη σκέψη του νεαρού φαντάζει ως ένα ακόμη στοιχείο
καταπίεσης και ανελευθερίας. Η διαταγή συμβολίζει όλη την καταπίεση που άθελά
του βιώνει συμμετέχοντας σ’ αυτόν τον πόλεμο. Νιώθει πως επιχειρούν να του
στερήσουν τη μοναδική ευκαιρία να αισθανθεί και πάλι, έστω για λίγο, ελεύθερος
και ξέγνοιαστος. Για εκείνον, λοιπόν, η παραβίαση της διαταγής είναι ένας
τρόπος να αντιταχθεί σ’ όλον εκείνο τον ασφυκτικό κλοιό του πολέμου και την
παραβιάζει σε μεγάλο βαθμό συνειδητά. Ο ίδιος σχολιάζει πως το μόνο που τον
ενδιέφερε ήταν να προλάβει να βουτήξει στα νερά του ποταμού και τα παρακάτω δεν
τον ενδιέφεραν.
Γνωρίζει, επομένως, ο νεαρός πως με την
παραβίαση της διαταγής θέτει τον εαυτό του σε μεγάλο κίνδυνο, τον οποίο και
επιλέγει να αψηφήσει. Ωστόσο, οφείλουμε να λάβουμε υπόψη μας την ιδιάζουσα
ψυχολογική του κατάσταση και το σημείο απόγνωσης στο οποίο είχε περιέλθει μετά
από τόσο καιρό στερήσεων και φόβου. Κι είναι αυτό το αίσθημα απόγνωσης που
υπονομεύει την κρίση του νεαρού και καθιστά την απόφασή του περισσότερο ένα
τόλμημα υπό πίεση, παρά μια λογικά παρμένη απόφαση. Έτσι, ο νεαρός φαντάρος δεν
επιλέγει συνειδητά να βαδίσει προς το θάνατό του, επιλέγει κυρίως να
διεκδικήσει το ανθρώπινο δικαίωμα στην ελευθερία.
Γ. Να σχολιάσετε τη φράση: «Ο Άλλος ήταν
εκεί, γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο. Κι αυτός ήταν εδώ, γυμνός όπως είχε
έρθει στον κόσμο. Δεν μπορούσε να τραβήξει. Ήτανε και οι δύο γυμνοί. Δύο
άνθρωποι γυμνοί. Γυμνοί από ρούχα. Γυμνοί από ονόματα. Γυμνοί από Εθνικότητα.
Γυμνοί από τον χακί εαυτό τους».
[μονάδες 25]
Η στιγμή που οι δύο αντίπαλοι
στρατιώτες στέκουν γυμνοί ο ένας απέναντι στον άλλο αποτελεί την κορύφωση αυτού
του διηγήματος, καθώς το αντιπολεμικό μήνυμά του δίνεται με τον πλέον εναργή
τρόπο. Οι δύο στρατιώτες απαλλαγμένοι από τις στολές τους, εμφανίζονται συνάμα
απαλλαγμένοι κι από την εθνικότητά τους, κι είναι πλέον δύο απλοί άνθρωποι, οι
οποίοι δεν έχουν τίποτε να χωρίσουν μεταξύ τους. Δύο νέοι άνθρωποι που θέλουν
απλώς να κολυμπήσουν στο ποτάμι και να χαρούν λίγες στιγμές απόλαυσης και
ελευθερίας. Δύο νέοι άνθρωποι γυμνοί, με την ίδια αξία, με παρόμοια
όνειρα κι ελπίδες. Ο νεαρός στρατιώτης δεν αποφασίζει, λοιπόν, να σκοτώσει
τον εχθρό του, καθώς απέναντί του δε βλέπει παρά έναν ακόμη άνθρωπο, όπως
ακριβώς είναι κι αυτός∙ δε βλέπει έναν εχθρό, έναν μισητό αντίπαλο, αλλά έναν
ακόμη συνάνθρωπό του.
Η ανθρωπιά του νεαρού στρατιώτη,
ανθρωπιά που θα αποβεί μοιραία για τον ίδιο, τον οδηγεί να αναλογιστεί το
προφανές. Απέναντί του βρίσκεται ένας άνθρωπος, που έχει κάθε δικαίωμα στη
ζωή, ένας άνθρωπος που δε διαφέρει σε τίποτα απ’ τον ίδιο (στοιχείο που
ενισχύεται και τονίζεται απ’ τη γύμνια των δύο στρατιωτών). Πώς, επομένως, να
τραβήξει τη σκανδάλη; Πώς να σκοτώσει ένα συνάνθρωπό του, ιδίως τη στιγμή που
είναι τόσο ευάλωτος;
Με το ευφυές τέχνασμα της γύμνιας των
δύο αντιπάλων ο συγγραφέας θέτει το θέμα του πολέμου στην ουσία του. Οι
άνθρωποι είναι το δίχως άλλο ίδιοι και ίσοι μεταξύ τους, γιατί επομένως να
δημιουργούν και να θέτουν διαχωριστικά σύνορα ανάμεσά τους, γιατί να
αλληλοσκοτώνονται απ’ τη στιγμή που όλοι επιθυμούν τις ίδιες απλές απολαύσεις
απ’ τη ζωή τους. Γιατί να μην επιλέγεται η ειρηνική διευθέτηση των διαφορών και
η αρμονική συνύπαρξη, αντί του ολέθριου και κατά βάση μάταιου πολέμου.
«Φτάσαμε εντέλει στο χωριό και είδαμε
τη φάλαγγα του εχθρού να πέφτει στο ποτάμι για να περάσει απέναντι και να
επιβιβαστεί στα τραίνα που την περίμεναν εκεί και να αποφύγει την αιχμαλωσία.
Και εκεί όπου είχαμε σταματήσει, πέρασε ένας δεκανέας του ιππικού, που, κατά
τύχη, βρήκε ένα λαβωμένο Τούρκο. Σαν τον είδε χάμω, προσπαθούσε και επέμενε να
πατήσει με το άλογό του τον κατάκοιτο τραυματία. Ο ίππος του όμως δεν πατούσε
πάνω στον άνθρωπο, αλλά πηδούσε δίχως να τον πατάει. Αφού λοιπόν είδε ο
δεκανέας πως ο ίππος του σεβόταν τον άνθρωπο, ξεσπάθωσε και άρχισε να δίνει
αλύπητα χτυπήματα. Τον πρόσεξε ο λοχαγός μας και τον παρατήρησε: “Τι κάνεις
εκεί, δεκανέα; Σκοτώνεις τον σκοτωμένο. Φύγε αμέσως, αυτός ο άνθρωπος είναι
τραυματίας σε ώρα μάχης”. Ο δεκανέας δεν έδωσε σημασία στο λοχαγό παρά συνέχισε
το έργο του. Και όταν πρόσεξε πως ο λοχαγός είχε θυμώσει και είχε βγάλει το
πιστόλι του, κάρφωσε τη σπάθα του στο λαιμό του τραυματία και με μια σπιρουνιά
στον ίππο του χάθηκε καλπάζοντας. Και ακουγόταν η φωνή του: “Θα μου κλάσεις τα
αρχίδια, κυρ λοχαγέ, βάλε το πιστόλι στον κώλο σου”. Τέτοια γίνονται.»
Στο διήγημα «Το ποτάμι» του Αντώνη
Σαμαράκη ο νεαρός φαντάρος, παρόλο που έχει την ευκαιρία να πυροβολήσει και να
σκοτώσει τον αντίπαλο στρατιώτη, μιας κι έχει κατορθώσει πρώτος να ανακτήσει το
όπλο του, δεν το κάνει. Ο νεαρός φαντάρος, αντικρίζοντας
απέναντί του γυμνό τον αντίπαλό του, συνειδητοποιεί τον παραλογισμό του
πολέμου, την απόλυτη σκληρότητα και το αφύσικο του να δολοφονείς έναν
συνάνθρωπό σου, μόνο και μόνο γιατί ανήκει σε διαφορετικό έθνος. Αντιλαμβάνεται
πως όσα τους ενώνουν, αυτούς τους δυο γυμνούς ανθρώπους, είναι πολύ περισσότερα
απ’ όσα ενδεχομένως τους χωρίζουν. Η στάση του νεαρού φαντάρου είναι γεμάτη
ανθρωπιά, κατανόηση και συμπόνια για τον τραγικά εκτεθειμένο εχθρό του.
Στον αντίποδα αυτής της ευγενούς στάσης
βρίσκεται η συμπεριφορά του δεκανέα από την Ιστορία ενός στρατιώτη, του Χρήστου
Καραγιάννη. Ο δεκανέας, ο οποίος συμμετέχει στους επιθετικούς πολέμους της
μικρασιατικής εκστρατείας και δεν βρίσκεται αμυνόμενος απέναντι στους Τούρκους,
επιδεικνύει μια απάνθρωπη αγριότητα επιχειρώντας να σκοτώσει έναν ήδη
τραυματισμένο αντίπαλό του, πατώντας τον με το άλογό του. Κι ενώ το άλογο
αποφεύγει να πατήσει τον κατάκοιτο άνθρωπο, ο δεκανέας αντί να εγκαταλείψει την
προσπάθειά του, έβγαλε το σπαθί του κι άρχισε να τον χτυπά δίχως έλεος. Μόλις,
μάλιστα, έγινε αντιληπτός από έναν παριστάμενο λοχαγό, ο οποίος και ορθώς του
ζήτησε να σεβαστεί τον τραυματία, ο δεκανέας συνέχισε απτόητος το βέβηλο έργο
του. Μόνο όταν κατάλαβε πως ο λοχαγός είχε εκνευριστεί κι είχε βγάλει το
πιστόλι του αποφάσισε να φύγει, αφού όμως πρώτα κάρφωσε το σπαθί του στο λαιμό
του τραυματία.
Οι απαράδεκτες πράξεις του Έλληνα
δεκανέα προδίδουν εκδικητικότητα, μίσος και φυσικά τη διάθεση να εκμεταλλευτεί
την αδυναμία του αντιπάλου του, ώστε να ξεσπάσει πάνω του την προφανή οργή που
έχει μέσα του. Ο δεκανέας δε δείχνει κανένα σεβασμό απέναντι στον εχθρό του,
δεν του αναγνωρίζει την ανθρώπινη υπόστασή του, τον βλέπει απλώς ως έναν μισητό
αντίπαλο, τον οποίο και οφείλει να εκμηδενίσει. Η έλλειψη ανθρωπιάς που
χαρακτηρίζει το δεκανέα, συνοδεύεται άλλωστε κι από έλλειψη παιδείας και
καλλιέργειας. Ο υβριστικός τρόπος με τον οποίο μιλά στον στρατιωτικά ανώτερό
του λοχαγό, υποδηλώνει ακριβώς το χαμηλό του επίπεδο.
Ακόμη κι αν δεχτούμε πως ο δεκανέας
μισεί τους Τούρκους για την πολύχρονη καταπίεση των Ελλήνων, δεν μπορούμε να
δικαιολογήσουμε την αγριότητά του απέναντι σ’ έναν ήδη ετοιμοθάνατο άνθρωπο. Σε
αυτό μας κατευθύνει κι η συνετή στάση του λοχαγού, ο οποίος τον καλεί να
σεβαστεί τον άνθρωπο που τραυματίστηκε σε ώρα μάχης.
Ο έλεγχος, ωστόσο, της συμπεριφοράς του
δεκανέα με ηθικά κριτήρια διαμορφωμένα εκ του ασφαλούς και σε περίοδο ειρήνης,
δε λαμβάνει υπόψη τη σκληρότητα της πραγματικότητας που αντιμετωπίζει ο
πολεμιστής αυτός. Η στάση του είναι γέννημα ενός αδυσώπητου αγώνα, κατά τον
οποίο οι ευαισθησίες έχουν εξαλειφθεί, όχι αναγκαία λόγω ελλιπούς πνευματικής
και ηθικής καλλιέργειας, αλλά, το δίχως άλλο, ως βασική προϋπόθεση επιβίωσης. Ο
δεκανέας -όπως και χιλιάδες συμπολεμιστές του- έχει δεχτεί την καταλυτική
επίδραση εμπειριών τέτοιας έντασης, ώστε οι τρόποι σκέψης και δράσης του να
είναι ανοίκειοι σε ανθρώπους, οι οποίοι δεν έχουν βιώσει το απόλυτο ξεθεμελίωμα
οποιουδήποτε αισθήματος ασφάλειας που συντελείται σ’ ένα πεδίο μάχης.