Conni Togel
Εξετάσεις Ομογενών 2007 «Όνειρο στο κύμα»
Ενότητα 2η: «Ἡ τελευταία χρονιά πού ἤμην ἀκόμη φυσικός ἄνθρωπος ἦτον τό θέρος ἐκεῖνο τοῦ ἔτους 187... Ἦτον ὠχρά, ροδίνη, χρυσαυγίζουσα καί μοῦ ἐφαίνετο νά ὁμοιάζῃ μέ τήν μικρήν στέρφαν αἶγα, τήν μικρόσωμον καί λεπτοφυῇ, μέ κατάστιλπνον τρίχωμα, τήν ὁποίαν ἐγώ εἶχα ὀνομάσει Μοσχούλαν.»
Ερωτήσεις:
Α. Το «Ὄνειρο στό κῦμα» ανήκει γενικώς στα «αυτοβιογραφικά» διηγήματα του Αλ. Παπαδιαμάντη, τα οποία συνδέονται με τα εφηβικά του χρόνια στη Σκιάθο. Να επισημάνετε τρία αυτοβιογραφικά στοιχεία στο απόσπασμα που σας δίνεται.
Μονάδες 15
Ένα πρώτο αυτοβιογραφικό στοιχείο του διηγήματος προκύπτει από τη χρονολογία στην οποία τοποθετεί τα γεγονότα της ευδαιμονικής εφηβείας του ήρωα: «το θέρος εκείνο του έτους 187... Ήμην ωραίος έφηβος...». Ο Παπαδιαμάντης γεννήθηκε το 1851, οπότε το 1870 ήταν 19 ετών, ηλικία που συμπίπτει σχεδόν με αυτή του νεαρού ήρωα.
Ένα δεύτερο στοιχείο προκύπτει από τις αναφορές στα τοπωνύμια της Σκιάθου: «Η πετρώδης, απότομος ακτή του, η Πλατάνα, ο Μέγας Γιαλός, το Κλήμα...». Η ιστορία του νεαρού βοσκού εκτυλίσσεται στη Σκιάθο, στο νησί που γεννήθηκε και μεγάλωσε ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης.
Ένα ακόμη αυτοβιογραφικό στοιχείο εντοπίζουμε στις θρησκευτικές αναφορές του διηγήματος: «Εμιμούμην του πεινασμένους μαθητάς του Σωτήρος, κ’ έβαλλα εις εφαρμογήν τας διατάξεις του Δευτερονομίου χωρίς να τας γνωρίζω». Η αφοσίωση του συγγραφέα στη χριστιανική πίστη, που αποτέλεσε γνώρισμα της ζωής του από πολύ νωρίς, μιας και ήταν γιος ιερέα, αλλά και η γνώση των θρησκευτικών κειμένων διατρέχουν το διήγημα αυτό και αναδεικνύουν την αυτοβιογραφική του διάσταση.
Β1. Δύο από τα χαρακτηριστικά της αφηγηματικής τέχνης του Παπαδιαμάντη είναι η αναδρομική αφήγηση και η περιγραφή τόπου ή χώρου: α) να εντοπίσετε στο απόσπασμα δύο παραδείγματα για την κάθε περίπτωση (μονάδες 8), β) τι πετυχαίνει ο συγγραφέας με τη χρήση αυτών των αφηγηματικών χαρακτηριστικών; (μονάδες 12). Μονάδες 20
Η αναδρομική αφήγηση, που είναι κυρίαρχη στο διήγημα αυτό γίνεται εμφανής τόσο στη διήγηση της προσωπικής ιστορίας του νεαρού ήρωα: «Η τελευταία χρονιά που ήμην ακόμη φυσικός άνθρωπος ήτον το θέρος εκείνο του έτους 187...», όσο και στην ιστορία του κυρ Μόσχου: «Ο κυρ Μόσχος είχεν αποκτήσει περιουσίαν εις επιχειρήσεις και ταξίδια... ο κάτω τοίχος, με σφοδρόν βορράν πνέοντα, σχεδόν εβρέχετο από το κύμα.».
Σε ό,τι αφορά την κύρια αναδρομική αφήγηση του διηγήματος, την προσωπική ιστορία δηλαδή του νεαρού βοσκού, που δίνεται από τον ενήλικα αφηγητή, έχει ως κύριο στόχο να αναδείξει τη διαφορά ανάμεσα στην ευτυχία της φυσικής ζωής και τη δυστυχία της περιορισμένης αστικής ζωής. Ο ενήλικας αφηγητής, έχοντας πλέον εγκατασταθεί στην πόλη, αντικρίζει καθαρότερα τα γεγονότα της ζωής του και αντιλαμβάνεται πως η μόνη περίοδος που υπήρξε πραγματικά ευτυχισμένος ήταν όταν ζούσε στο νησί του. Η αναδρομική αφήγηση επομένως παρέχει τη δυνατότητα στον ενήλικα αφηγητή να προχωρήσει σε έναν απολογισμό της ζωής του και να κρίνει ουσιαστικότερα τις επιμέρους φάσεις της. Έτσι, ο ευδαιμονισμός της ζωής στη Σκιάθο δεν αποτελεί απλώς μια παράθεση ευτυχισμένων στιγμών στα πλαίσια της επαφής του ήρωα με τη φύση, αλλά μια επώδυνα επιβεβαιωμένη αλήθεια του αφηγητή. Η απομάκρυνση από την απλότητα της νησιώτικης ζωής έχει σημαντικές επιπτώσεις.
Σε ό,τι αφορά την αναδρομική αφήγηση που σχετίζεται με την ιστορία του κυρ Μόσχου, αυτή έρχεται να αιτιολογήσει το χαρακτηρισμό που του αποδίδει ο αφηγητής, ότι ήταν δηλαδή ένας ιδιότροπος μικρός άρχοντας. Με την αναδρομική αυτή αφήγηση, ο αναγνώστης ενημερώνεται για τη ζωή του κυρ Μόσχου, για την πηγή της μεγάλης του περιουσίας, αλλά και για την σκόπιμη και δαπανηρή του προσπάθεια να διαχωρίσει το σπίτι του και την περιουσία του από τους υπόλοιπους κατοίκους του νησιού. Τέτοιου είδους αναδρομικές αφηγήσεις που αναφέρονται σε επιμέρους πρόσωπα της ιστορίας, γίνονται παρεμπιπτόντως και παρέχουν τα αναγκαία κάθε φορά στοιχεία, ώστε ο αναγνώστης να κατανοήσει πληρέστερα τα πρόσωπα αυτά και τη συμμετοχή τους στην ιστορία του ήρωα.
Οι αναδρομικές αφηγήσεις, επομένως, πέρα από τη βασική λογοτεχνική τους λειτουργία που έγκειται στην αποφυγή μιας μονότονης αφήγησης των γεγονότων κατά απόλυτη χρονολογική σειρά, επιτελούν και άλλες σημαντικές λειτουργίες. Από τη μία προσδίδουν στις σκέψεις και στα βιώματα του αφηγητή το κύρος μιας εκ των υστέρων αξιολογημένης εμπειρίας και αφετέρου συμπληρώνουν την απαιτούμενη πληροφόρηση του αναγνώστη, ώστε να κατανοεί πληρέστερα τα πρόσωπα και τα γεγονότα της ιστορίας.
Ένα πρώτο παράδειγμα περιγραφής τόπου είναι το ακόλουθο: «Η πετρώδης, απότομη ακτή του.... με το αιώνιον της πνοής των φραγγέλιον». Η περιγραφή εδώ αφενός παρουσιάζει το σκηνικό χώρο στον οποίο ζει και κινείται ο ήρωας και αφετέρου αναδεικνύει την ιδιαίτερη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στο νεαρό ήρωα και στο φυσικό του περιβάλλον. Ο νεαρός βοσκός όχι μόνο απολαμβάνει το κάλλος και την αρμονία του νησιού του, αλλά πολύ περισσότερο αισθάνεται τον εαυτό του σε πλήρη ταύτιση και συσχέτιση με το χώρο γύρω του. Η επιδίωξη του συγγραφέα να αναδείξει την ευτυχία που μπορεί να αντλήσει ο άνθρωπος, όταν ζει κοντά στο φυσικό του περιβάλλον, επιτυγχάνεται με ιδιαίτερη παραστατικότητα χάρη σε αυτήν την περιγραφή.
Ένα δεύτερο παράδειγμα περιγραφής έχουμε στο εξής σημείο: «Έκτισεν εις την άκρην πυργοειδή υψηλόν οικίσκον... ο κάτω τοίχος, με σφοδρόν βορράν πνέοντα, σχεδόν εβρέχετο από το κύμα». Με την περιγραφή του σπιτιού και του μεγάλου τοιχισμένου κτήματος του κυρ Μόσχου, ο συγγραφέας καθιστά σαφέστερη την απόσταση ανάμεσα στο φτωχό βοσκό και τον πλούσιο θείο της ηρωίδας. Η αντίθεση που δημιουργείται ανάμεσα στο φτωχό, αλλά ευτυχισμένο νέο που αισθάνεται ελεύθερος να απολαμβάνει κάθε ομορφιά του νησιού του και τον πλούσιο κυρ Μόσχο που θέλει να κρατά αποκλεισμένους τους άλλους κατοίκους του νησιού από την εκτεταμένη του ιδιοκτησία, προβάλλει δύο διαφορετικές στάσεις ζωής, αλλά και δύο εντελώς διαφορετικές κοινωνικές τάξεις. Έτσι, η περιγραφή του κτήματος και του πυργοειδή οικίσκου τονίζει αφενός το κοινωνικό χάσμα ανάμεσα στο νεαρό βοσκό και τον πλούσιο κυρ Μόσχο, επομένως και ανάμεσα στο νεαρό ήρωα και την αγαπημένη του, και αφετέρου ανάμεσα στην απλοϊκή ευδαιμονία του φτωχού βοσκού και την ιδιότροπη αντικοινωνικότητα του πλούσιου κυρ Μόσχου, που επιθυμεί να ζει αποκομμένος από τους άλλους ανθρώπους.
Β2. α. Πώς περιγράφεται η ανεψιά του κυρ Μόσχου, Μοσχούλα, στις δύο τελευταίες παραγράφους του αποσπάσματος; (μονάδες 11).
β. Η ομορφιά της Μοσχούλας εκφράζεται με παρομοιώσεις, επίθετα και μεταφορές. Να δώσετε δύο παραδείγματα για το κάθε εκφραστικό μέσο (μονάδες 9). Μονάδες 20
α) Η νεαρή κοπέλα, που ήταν δύο χρόνια νεότερη από τον ήρωα της ιστορίας, άρα δεκαέξι μόλις ετών, ήταν ζωηρή και ανήσυχη. Όταν, μάλιστα, ήταν ακόμη μικρότερη της άρεσε να παίζει στα βράχια και στους κολπίσκους της ακρογιαλιάς, μαζεύοντας κοχύλια και κυνηγώντας καβούρια. Η ζωηρότητά της την έκανε να μοιάζει με τα πουλιά του αιγιαλού που βρίσκονται διαρκώς σε κίνηση, καθώς αναζητούν την τροφή τους.
Ήταν, επίσης, μελαχρινή και όμορφη, όπως η ηλιοκαμένη κόρη από το Άσμα των Ασμάτων, που την είχαν βάλει οι αδερφοί της να φυλά τα αμπέλια και χωρίς να το θέλει μαύρισε από την έκθεση στον ήλιο. Έτσι και η Μοσχούλα είχε μαυρίσει στο πρόσωπο από το συνεχές παιχνίδι κάτω απ’ το φως του ήλιου, αλλά ο λαιμός της, όπως διακρινόταν κάτω από τα ρούχα της, ήταν απείρως πιο λευκός από το χρώμα του προσώπου της.
Η Μοσχούλα ήταν χλομή, αλλά ρόδινη, κι εξέπεμπε μια χρυσή λάμψη σαν το χρώμα που αποκτά ο ουρανός όταν ανατέλλει ο ήλιος. Η αντίθεση που δημιουργείται εδώ ανάμεσα στο χλομό αλλά ρόδινο χώμα του δέρματος της κοπέλας, δεν είναι παρά μια μεταφορική έκφραση της νεανικής ομορφιάς που σιγοφαίνεται καθώς η κοπέλα περνά από την εφηβεία στη σωματική ωρίμανση της νεότητας.
Η περιγραφή της νεαρής κοπέλας ολοκληρώνεται με την παρομοίωσή της με τη μικροκαμωμένη, ντελικάτη και με γυαλιστερό τρίχωμα αίγα, του νεαρού βοσκού.
β) Παρομοιώσεις: «Ήτον ωραία μελαχροινή, κ’ ενθύμιζε την νύμφην του Άσματος την ηλιοκαυμένην...», «... και μου εφαίνετο να ομοιάζη με την μικρήν στέρφαν αίγα, την μικρόσωμον και λεπτοφυή, με κατάστιλπνον τρίχωμα...»
Επίθετα: «Ήτον ωραία μελαχροινή», «Ήτον ωχρά, ρόδινη, χρυσαυγίζουσα»
Μεταφορές: «οφθαλμοί σου περιστεραί...», «Ο λαιμός της, καθώς έφεγγε και υπέφωσκεν»
Γ. «Τῆς πτωχῆς χήρας ἦτον ἡ ἄμπελος ... Ἦσαν τρομεροί ἀνταγωνισταί δι’ ἐμέ».
Στο απόσπασμα αυτό ο συγγραφέας εκφράζει τον κοινωνικό του προβληματισμό. Να σχολιάσετε τον προβληματισμό αυτόν σε ένα κείμενο 130 - 150 λέξεων.
Μονάδες 25
Ο νεαρός ήρωας είναι εξαιρετικά φτωχός, χωρίς κανένα δικό του περιουσιακό στοιχείο, εντούτοις με την απλοϊκή του αντίληψη αισθάνεται πως καθετί γύρω του είναι δικό του. Εφόσον εργάζεται στα βουνά και τους κάμπους του νησιού του, θεωρεί πως μπορεί να παίρνει ό,τι χρειάζεται από τα κτήματα των άλλων κατοίκων, για να καλύψει τις περιορισμένες βιοτικές του ανάγκες,. Η αγαθή προαίρεση όμως των μικροκλοπών του νεαρού ήρωα έρχεται σε αντίθεση με τη στάση των αγροφυλάκων οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι τη δύναμη που τους παρείχε η θέση τους, έπαιρναν πάντοτε για τον εαυτό τους τα καλύτερα φρούτα. Για το φτωχό νέο, που δε θεωρούσε κακό να τρέφεται με τα ξένα φρούτα, οι αγροφύλακες ήταν επίφοβοι ανταγωνιστές, όχι μόνο γιατί εκείνοι μπορούσαν να διαλέγουν και να παίρνουν ό,τι ήθελαν, αλλά και γιατί, λόγω της εξουσίας τους, ήταν σε θέση να συλλάβουν το νεαρό για το ίδιο ακριβώς αδίκημα που εκείνοι διέπρατταν άφοβα.
[Λέξεις 148]
Δ. Αφού συγκρίνετε το απόσπασμα από το «Ὄνειρο στό κῦμα» του Αλ. Παπαδιαμάντη με το επόμενο απόσπασμα από την «Αιολική Γη» του Ηλ. Βενέζη, να επισημάνετε τις ομοιότητες ως προς τη σχέση του αφηγητή με τη φύση.
Μονάδες 20
Ηλίας Βενέζης, «Αιολική Γη» (Απόσπασμα)
Η θάλασσα ήταν μακριά από κεί, κι αυτό στην αρχή ήταν μεγάλη λύπη για μένα επειδή γεννήθηκα κοντά της. Στην ησυχία της γης θυμόμουν τα κύματα, τα κοχύλια και τις μέδουσες, τη μυρουδιά του σάπιου φυκιού και τα πανιά που ταξιδεύαν. Δεν ήξερα να τα πω αυτά, επειδή ήμουνα πολύ μικρός. Αλλά μια μέρα η μητέρα μου βρήκε το αγόρι της πεσμένο μπρούμυτα καταγής, σα να φιλούσε το χώμα. Το αγόρι δε σάλευε, κι όταν η μητέρα πλησίασε τρομαγμένη και το σήκωσε είδε το πρόσωπό του πλημμυρισμένο στα δάκρυα. Το ρώτησε ξαφνιασμένη τι έχει, κ’ εκείνο δεν ήξερε ν’ αποκριθεί και δεν είπε τίποτα. Όμως μια μητέρα είναι το πιο βαθύ πλάσμα του κόσμου, κ’ η δική μου, που κατάλαβε, με πήρε από τότε πολλές φορές και πήγαμε ψηλά στα Κιμιντένια, απ’ όπου μπορούσα να βλέπω τη θάλασσα. Κ’ ενώ εγώ αφαιριόμουνα στη μακρινή μαγεία του νερού, εκείνη δε μου μιλούσε, για να αισθάνομαι πως είμαστε μονάχοι, η θάλασσα κ’ εγώ. Περνούσε πολλή ώρα έτσι, τα μάτια μου κουράζονταν να κοιτάνε και γέρναν, έγερνα κ’ εγώ στη γη. Τότε τα δέντρα που με τριγύριζαν γίνονταν καράβια με ψηλά κατάρτια, τα φύλλα που θροούσαν πανιά, ο άνεμος ανατάραζε το χώμα, το σήκωνε σε ψηλά κύματα, τα μικρά τριζόνια και τα πουλιά ήταν χρυσόψαρα και πλέανε, κ’ εγώ ταξίδευα μαζί τους.
Ηλίας Βενέζης, «Αιολική Γη», Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1965, σσ. 24-25.
Στο απόσπασμα από την Αιολική Γη ο αφηγητής αναφερόμενος στα παιδικά του χρόνια παρουσιάζει την έντονη νοσταλγία που συγκλόνιζε την παιδική του ψυχή, όταν η οικογένειά του έφυγε από τον παράλιο τόπο όπου είχε περάσει τα πρώτα του χρόνια. Η απομάκρυνση του μικρού παιδιού από τη θάλασσα αποτέλεσε πηγή μεγάλης θλίψης, καθώς είχε μάθει να ζει κοντά της και επιθυμούσε να τη δει και να την αισθανθεί ξανά.
Αντιστοίχως, στο απόσπασμα από το Όνειρο στο κύμα, ο αφηγητής δηλώνει πως η τελευταία χρονιά που ήταν ακόμα φυσικός άνθρωπος, που έζησε δηλαδή κοντά στη φύση, όπως άλλωστε είναι και ο ιδανικός τρόπος διαβίωσης των ανθρώπων, υπήρξε η χρονιά του 187... που ήταν βοσκός στο αγαπημένο του νησί. Ο τρόπος με τον οποίο ο αφηγητής μιλά για εκείνη τη χρονιά, καθιστά σαφή τη νοσταλγική του διάθεση απέναντι στις ευδαιμονικές στιγμές εκείνης της περιόδου και υποδηλώνει πως τώρα πια δε ζει κοντά στη φύση, όπως το συνήθιζε και το επιθυμούσε.
Κυρίαρχη, επομένως, και στα δύο κείμενα είναι η διάθεση νοσταλγίας των ηρώων για την εποχή που ζούσαν κοντά στο αγαπημένο τους φυσικό τοπίο. Η αγάπη τους άλλωστε αυτή δεν αποτελεί μια επιφανειακή αίσθηση έλλειψης, αλλά μια ουσιαστική στέρηση, καθώς η επαφή τους με τη φύση προχωρούσε βαθύτερα από την απλή έννοια της διαβίωσης σ’ ένα συγκεκριμένο τόπο. Ο ήρωας από το Όνειρο στο κύμα, για παράδειγμα, παρουσιάζει τον εαυτό του να έχει μια σχέση ταύτισης με το φυσικό του περιβάλλον. Μιλώντας για τους δεσπόζοντες ανέμους του νησιού του, αποκαλύπτει πως αισθανόταν τον εαυτό του να έχει μεγάλη συγγένεια μαζί τους, μιας και ανέμιζαν τα μαλλιά του και τα έκαναν να είναι σγουρά σαν τους θάμνους και τα δέντρα του νησιού, που τα μαστίγωναν με την ασίγαστη πνοή τους. Ο νεαρός ήρωας παρουσιάζει έτσι τον εαυτό του ως αξεχώριστο κομμάτι του φυσικού περιβάλλοντος, που γίνεται αποδέκτης των φυσικών φαινομένων, όπως κάθε άλλο στοιχείο της γης.
Με παρόμοιο τρόπο ο αφηγητής του μυθιστορήματος αναφερόμενος στις φορές που η μητέρα του τον ανέβαζε στο βουνό για να μπορεί να βλέπει τη θάλασσα τονίζει εμφατικά τόσο τις ώρες που κοιτούσε αμίλητος τη θάλασσα, όσο και την ιδιαίτερη εμπειρία του κάθε φορά που τα μάτια του έκλειναν από την κούραση κι έγερνε στη γη. Ένιωθε τότε πως τα δέντρα γίνονταν καράβια και τα φύλλα τους πανιά, πως ο άνεμος σήκωνε μεγάλα κύματα και πως τα πουλιά και τα τριζόνια γίνονταν χρυσόψαρα κι έπλεαν στη φανταστική αυτή θάλασσα και πως ο ίδιος ταξίδευε μαζί τους. Η ανάγκη του μικρού παιδιού να αισθανθεί την επαφή με την αγαπημένη θάλασσα προβάλλει ισχυρή και μεταμορφώνει το γύρω του τοπίο, αποκαλύπτοντας πόσο δυνατός ήταν ο εσωτερικός του δεσμός με τη θάλασσα.
Η ταύτιση των δύο ηρώων με το φυσικό τους περιβάλλον και η βαθιά τους ανάγκη να ζουν και να κινούνται σε πλήρη ένωση με τα υπόλοιπα στοιχεία του φυσικού χώρου, αποτελούν την κοινή στάση των δύο συγγραφέων απέναντι στον ευδαιμονισμό της κατά φύση ζωής. Γεγονός που υποδηλώνει πως και οι δύο συγγραφείς γνώρισαν τον πόνο της απομάκρυνσης από το χώρο που ένιωθαν ως το μόνο μέρος που μπορούσαν να αισθανθούν πραγματικά ευτυχείς και που γίνεται σαφές, άλλωστε, από την αλήθεια των συναισθημάτων που αποτυπώνεται στα έργα τους.