Diego Fernandez
Αριστέα Παπαλεξάνδρου «Σαν απάντηση»
Φθονώ την τύχη σας, προνομιούχα /
πλάσματα, κούκλες ιαπωνικές. //...//. Ω, να μπορούσε έτσι κανείς να θάλλει,
/... /ή να βυθομετρούσατε και σεις / με μία φουρκέτα τ’ άδειο σας κεφάλι! //...
// γλοιώδη στόματα υποκριτικά, ανυποψίαστα, μηδενικά / πλάσματα, και γι’ αυτό
προνομιούχα...
Κ.Γ. Καρυωτάκης Αποστροφή
Ερωτευμένα θηλυκά
με μοιρασμένα όνειρα
που όλο τα τρέφει στα κρυφά
κάποια χαμένη ελπίδα
Είναι πολλά, πιστέψτε με,
και ζουν απ’ την περίσσεια
των ονείρων τους
τ’ αγέραστα κορίτσια
απ’
τον πικρό σας λόγο
και
σας κοιτάζουν σιωπηλά
απ’
τ’ άνομα τα μυστικά κρεβάτια
όπου
θυσίασαν ζωές
για
την χαρά μιας ώρας
κι
είδαν το τρένο να περνά
οριστικά
να φεύγει
χωρίς στιγμή να φοβηθούν
χωρίς στιγμή να κλάψουν
τον αγαθό τους σύζυγο
τον αγαθό τους άντρα
της χαρισάμενης ζωής
τα νόμιμα βλαστάρια
του κανενός πιστού πατρός
του κανενός ονείρου
Κορίτσια τόσα αγέραστα
στο κουρασμένο σύμπαν
Γυναίκες που αγάπησαν
κι ας μην αγαπηθήκαν
μισή μοιράσαν μοιρασιά
κι ευθύς ολόκληρα μισά
για πάντα ξεχαστήκαν
Αριστέα Παπαλεξάνδρου, Υπογείως, Αθήνα:
Τυπωθήτω (2012)
Στο ποίημα «Αποστροφή» της συλλογής «Ελεγεία
και Σάτιρες» ο Κώστας Καρυωτάκης καταγράφει μια έντονα αρνητική εικόνα για τις νέες
γυναίκες της εποχής του. Κενές πνευματικού περιεχομένου και εσωτερικών
αναζητήσεων, οι γυναίκες, όπως τις παρουσιάζει ο Καρυωτάκης, ασχολούνται μόνο
με την εξωτερική τους εμφάνιση κι έχουν ως μοναδικό τους στόχο το να
παντρευτούν (Ένα έχετ’ όνειρο: τον αγαθόν / άντρα σας και τα νόμιμα κρεβάτια). Ο
ποιητής δηλώνει πως ζηλεύει την τύχη τους, αφού εκείνες δεν έχουν καμία
πραγματική έγνοια ή αγωνία. Παραμένουν ανυποψίαστες απέναντι στα όσα συμβαίνουν
στην κοινωνική και πολιτική ζωή. Εγκλωβισμένες στον δικό τους μικρόκοσμο και
αφοσιωμένες στη δική τους προσωπική αποστολή, είναι, κατά τον ποιητή, «μηδενικά
πλάσματα» που δεν μοιράζονται καμία από τις συλλογικές ανησυχίες της κοινωνίας
στην οποία ζουν. Κι είναι ακριβώς αυτή η άγνοια κι η αδιαφορία για τα αληθινά
προβλήματα της ζωής που τις καθιστά «προνομιούχα πλάσματα».
Από την οπτική του Καρυωτάκη, ενός ποιητή
που επηρεάστηκε βαθιά από τα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά προβλήματα της εποχής
του, οι νεαρές γυναίκες με τα «μεταξωτά, διαφανή ρούχα» και τα «ωραία μάτια»
μοιάζουν να κινούνται σ’ έναν δικό τους κόσμο, μακριά από τα ποικίλα ζητήματα των
ημερών τους. Μοιάζουν, έτσι, ευτυχισμένες και προνομιούχες, γιατί δεν έχουν
καμία αντίληψη του αληθινού προσώπου της ζωής.
Με βάση, λοιπόν, την αυστηρή -και
προφανώς άδικη- κριτική του Καρυωτάκη, οι γυναίκες είναι προνομιούχα κι
ευτυχισμένα πλάσματα, αφού έχουν μια μόλις έγνοια στη ζωή τους, τον γάμο.
Είναι, όμως, αλήθεια αυτό; Είναι οι γυναίκες μακάρια και προνομιούχα πλάσματα, όπως
τις παρουσιάζει ο Καρυωτάκης; Και κατορθώνουν, άραγε, τον ένα και μοναδικό τους
στόχο; Βρίσκουν όλες τον «αγαθό άντρα» και τα «νόμιμα κρεβάτια»; Απ’ όλα αυτά
τα ερωτήματα -κι ακόμη περισσότερα- που θα μπορούσαν να προκύψουν μετά την
ανάγνωση του ποιήματος του Καρυωτάκη, η Αριστέα Παπαλεξάνδρου δίνει τη δική της
απάντηση στο τελευταίο.
Σύμφωνα με την ποιήτρια, δεν βρίσκουν όλες
οι γυναίκες τον αγαθό σύζυγο, δεν γνωρίζουν όλες την «καταξίωση» ενός γάμου,
μήτε τη χαρά της μητρότητας. Για πολλές γυναίκες όλα αυτά παραμένουν μια χαμένη
ελπίδα, ένα «τρένο» που έχει οριστικά περάσει, χωρίς, ωστόσο, αυτό να τις πτοεί
ή να τις οδηγεί στην απελπισία. Μπορεί να μην παντρεύτηκαν, μπορεί να μη δημιούργησαν
τη δική τους οικογένεια, δεν επέτρεψαν όμως σ’ αυτό το γεγονός να τις οδηγήσει
στην απόγνωση, έστω κι αν πίστευε ο Καρυωτάκης πως για τις γυναίκες δεν υπάρχει
καμία άλλη επιδίωξη στη ζωή.
«Ερωτευμένα θηλυκά
με μοιρασμένα όνειρα
που όλο τα τρέφει στα κρυφά
κάποια χαμένη ελπίδα
Είναι πολλά, πιστέψτε με,
και ζουν απ’ την περίσσεια
των ονείρων τους
τ’ αγέραστα κορίτσια»
Όπως δηλώνεται με τον τίτλο του
ποιήματος (Σαν απάντηση), η Παπαλεξάνδρου δεν δίνει ακριβώς μια απάντηση στα
όσα καταλογίζει στις γυναίκες της εποχής του ο Καρυωτάκης, αλλά κάτι σαν
απάντηση, καθώς αφενός οι γυναίκες της δεκαετίας του 1920 στις οποίες
αναφέρεται ο Καρυωτάκης διαφέρουν σημαντικά από τις σύγχρονες γυναίκες, κι αφετέρου
διότι η ποιήτρια θέλει να δώσει έμφαση σ’ ένα διαφορετικό ζήτημα.
Πλάι, λοιπόν, στις γυναίκες εκείνες που
βρίσκουν έναν αγαθό άντρα και παντρεύονται, υπάρχουν πολλά «αγέραστα κορίτσια»,
των οποίων η ζωή δεν έχει ακολουθήσει ανάλογη πορεία. Πρόκειται, ίσως, για τις γυναίκες
που δεν έφτασαν ποτέ μέχρι τον γάμο, αλλά παρέμειναν οι κρυφές ερωμένες παντρεμένων
ανδρών ή πρόκειται για τις γυναίκες εκείνες που δεν απέκτησαν ποτέ μια δική τους
οικογένεια, αφού το επάγγελμά τους ήταν να ικανοποιούν επί πληρωμή τις ερωτικές
ανάγκες πλήθους ανδρών.
Ερωμένες ή ιερόδουλες, γυναίκες, σε
κάθε περίπτωση, που πέρασαν τη ζωή τους χωρίς ν’ αποκτήσουν κι εκείνες έναν
αγαθό σύζυγο⸱
γυναίκες που δεν ακολούθησαν -όχι χωρίς συναισθηματικό κόστος βέβαια- τη συνήθη
πορεία που οδηγεί στο γάμο και την οικογένεια.
Τα θηλυκά αυτά είναι ερωτευμένα, ζουν όμως
με «μοιρασμένα» όνειρα, αφού οι άνδρες με τους οποίους έχουν σχέση ή έρχονται σ’
επαφή δεν είναι δικοί τους. Μοιράζονται τους άνδρες με κάποια άλλη γυναίκα,
διατηρούν όμως μέσα τους κρυμμένη τη μάταιη ελπίδα πως ίσως αργότερα, ίσως στο
μέλλον η κατάσταση αυτή αλλάξει. Έχουν, προφανώς, συνείδηση του γεγονότος πως εκείνος
δεν πρόκειται να αφήσει για χάρη τους τη σύζυγό του ή πως δεν πρόκειται να θελήσει
για σύζυγό του μια κοινή γυναίκα, δεν παύουν εντούτοις να ονειρεύονται και να
ελπίζουν. Όπως κάθε άνθρωπος που βιώνει μια δύσκολη κατάσταση κρατά μέσα του τη
σωτήρια ελπίδα πως ό,τι ακολουθεί θα είναι καλύτερο, έτσι και μια ερωτευμένη
γυναίκα δεν σταματά να ελπίζει πως θα μπορέσει κι εκείνη κάποτε να γνωρίσει την
ευτυχία ενός γάμου, μιας τίμιας σχέσης. Στην περίπτωση, μάλιστα, των αγέραστων
κοριτσιών υπάρχει περίσσεια ονείρων και ελπίδων, αφού η πραγματικότητα που
βιώνουν δεν αντεπεξέρχεται στις πραγματικές τους προσδοκίες και ανάγκες.
Η ποιήτρια δεν χρησιμοποιεί στους πρώτους
αυτούς στίχους τον όρο «γυναίκες», αναφέρεται σε κορίτσια, τα οποία και
χαρακτηρίζει αγέραστα, θέλοντας, πιθανώς, να αποδώσει την απουσία ουσιαστικής
ωρίμανσης μιας γυναίκας που δεν γίνεται σύζυγος και μητέρα, όπως και τη διαρκή προσπάθεια
μιας γυναίκας που δεν έχει αποκτήσει σύζυγο να διατηρήσει τη νεότητά της, με
την ελπίδα πως ίσως μπορέσει η καλή της εμφάνιση να αποτελέσει ικανό θέλγητρο
για την προσέλκυση του επιθυμητού ενδιαφέροντος.
«Αιώνας ούτε πέρασε
απ’ τον πικρό σας λόγο
και σας κοιτάζουν σιωπηλά
απ’ τ’ άνομα τα μυστικά κρεβάτια
όπου θυσίασαν ζωές
για την χαρά μιας ώρας
κι είδαν το τρένο να περνά
οριστικά να φεύγει»
Η συλλογή της Αριστέας Παπαλεξάνδρου «Υπογείως»
δημοσιεύτηκε το 2012, 85 χρόνια μετά τη συλλογή «Ελεγεία και Σάτιρες» του
Καρυωτάκη, που είχε κυκλοφορήσει το 1927. Του επισημαίνει, λοιπόν, η ποιήτρια
πως δεν έχει περάσει καν ένας αιώνας από τότε που εκείνος διατύπωσε τα πικρά
του λόγια εις βάρος των γυναικών πως αποκλειστική και μόνη επιδίωξή τους είναι
ο γάμος, κι εκείνες τον κοιτάζουν σιωπηλά, όχι από τα νόμιμα, αλλά από τα άνομα
και μυστικά κρεβάτια τους, στα οποία θυσίασαν τη ζωή τους για να γνωρίσουν μόνο
τη στιγμιαία χαρά. Γυναίκες που δεν κατόρθωσαν να γίνουν οι νόμιμες σύζυγοι κι
αναγκάστηκαν έτσι να περάσουν τη ζωή τους σε μυστικά κρεβάτια ως ερωμένες, καταλήγοντας
να χάνουν οριστικά την ευκαιρία να δημιουργήσουν μια δική τους οικογένεια.
«χωρίς στιγμή να φοβηθούν
χωρίς στιγμή να κλάψουν
τον αγαθό τους σύζυγο
τον αγαθό τους άντρα
της χαρισάμενης ζωής
τα νόμιμα βλαστάρια
του κανενός πιστού πατρός
του κανενός ονείρου»
Οι γυναίκες αυτές βλέπουν «το τρένο να
περνά» (μεταφορά), χωρίς να φοβηθούν ή να κλάψουν γι’ αυτή την απώλεια, καθώς,
παρά τις απόψεις του Καρυωτάκη, οι γυναίκες μπορούν να υπάρξουν και να
συνεχίσουν τη ζωή τους έστω κι αν δεν αποκτήσουν σύζυγο, έστω κι αν δεν γίνουν
μητέρες.
Φροντίζει, μάλιστα, η ποιήτρια, με
συνεχείς επαναφορές (χωρίς στιγμή – χωρίς στιγμή, τον αγαθό – τον αγαθό, του
κανενός – του κανενός) να παρουσιάσει με ιδιαίτερη έμφαση το περιεχόμενο των
συγκεκριμένων στίχων, μιας και αυτό διαψεύδει επί της ουσίας μέρος των καυστικών
σχολίων του Καρυωτάκη. Πολλές γυναίκες, λοιπόν, έχουν φτάσει στο χρονικό εκείνο
σημείο κατά το οποίο συνειδητοποιούν πως δεν υπάρχει πια για εκείνες η
δυνατότητα ν’ αποκτήσουν σύζυγο ή να γίνουν μητέρες. Δεν τις έχει, όμως,
τρομάξει μήτε στο ελάχιστο αυτή η συνειδητοποίηση, ούτε τις έχει κάνει να
κλάψουν για το γεγονός πως δεν θα αποκτήσουν έναν αγαθό σύζυγο, δεν θα
γνωρίσουν την ευτυχισμένη ζωή και δεν θα γεννήσουν τα νόμιμα «βλαστάρια»
κάποιου πιστού πατέρα.
Για πολλές γυναίκες δεν έρχεται ποτέ η
στιγμή της υλοποίησης του «ονείρου» για την απόκτηση μιας οικογένειας. Αυτό, όμως,
δεν σημαίνει πως οι γυναίκες αυτές είναι αναγκασμένες να κλάψουν ή να
αισθανθούν φόβο, αφού είναι δεδομένο πια πως μια γυναίκα μπορεί κάλλιστα να
ζήσει, χωρίς να εκπληρώσει ποτέ τους πατροπαράδοτους ρόλους της συζύγου και της
μητέρας. Μια γυναίκα, άλλωστε, δεν είναι ποτέ μόνο σύζυγος ή μόνο μητέρα.
«Κορίτσια τόσα αγέραστα
στο κουρασμένο σύμπαν
Γυναίκες που αγάπησαν
κι ας μην αγαπηθήκαν
μισή μοιράσαν μοιρασιά
κι ευθύς ολόκληρα μισά
για πάντα ξεχαστήκαν»
Μέσα στο «κουρασμένο» από την πολύχρονη
ύπαρξη κι από τη διαρκή επανάληψη των ίδιων καταστάσεων σύμπαν, υπήρξαν και
υπάρχουν πολλά «αγέραστα» κορίτσια. Υπάρχουν πολλές γυναίκες που αγάπησαν τους εραστές
τους, έστω κι αν εκείνοι δεν ένιωσαν το ίδιο γι’ αυτές, έστω κι αν εκείνοι δεν
θέλησαν ποτέ να τους προσφέρουν τη χαρά ενός γάμου και μιας τίμιας ζωής. Υπάρχουν
πολλές γυναίκες που ό,τι είχαν να προσφέρουν ήταν «μισή μοιρασιά», αφού ποτέ
δεν έγιναν για τους εραστές τους σύζυγοι κι αφού ποτέ δεν γέννησαν τα παιδιά τους.
Η δική τους ολότητα ήταν πάντοτε λειψή, ήταν το μισό μόνο μέρος της γυναικείας
ταυτότητας, αφού έλειπε από αυτές το κομμάτι της μητρότητας, όπως το επιτάσσει
η φύση, αλλά και το κομμάτι της συζύγου, όπως το απαιτεί η κοινωνία.
Αυτές οι γυναίκες, με τη λειψή τους ταυτότητα
να συνιστά τη δική τους ολοκλήρωση, ξεχαστήκαν αμέσως και για πάντα, καθώς αυτό
που είχαν να προσφέρουν -την ερωτική ικανοποίηση- δεν αποτελεί επαρκή συνθήκη
για να διατηρηθεί μια γυναίκα στη μνήμη ενός άνδρα. Πολύ περισσότερο ξεχάστηκαν
αμέσως, αφού οι γυναίκες αυτές δεν απέκτησαν παιδιά, ώστε να διαφυλαχτεί μέσω
αυτών η μνήμη κι ανάμνηση της ύπαρξης και της πορείας τους.