Ronen Goldman
Τα
«Ηθικά Νικομάχεια» του Αριστοτέλη στις Πανελλήνιες [2009, 2010]
Πανελλήνιες
Εξετάσεις 2009
Αριστοτέλους
Ηθικά Νικομάχεια Β 1, 1-4
∆ιττῆς δὴ τῆς ἀρετῆς οὔσης, τῆς μὲν διανοητικῆς τῆς δὲ ἠθικῆς, ἡ μὲν διανοητικὴ τὸ πλεῖον ἐκ διδασκαλίας ἔχει καὶ τὴν γένεσιν καὶ τὴν αὔξησιν, διόπερ ἐμπειρίας δεῖται καὶ χρόνου, ἡ δ’ ἠθικὴ ἐξ ἔθους περιγίνεται, ὅθεν καὶ τοὔνομα ἔσχηκε μικρὸν παρεκκλῖνον ἀπὸ τοῦ ἔθους. Ἐξ οὗ καὶ δῆλον ὅτι οὐδεμία τῶν ἠθικῶν ἀρετῶν φύσει ἡμῖν ἐγγίνεται· οὐθὲν γὰρ τῶν φύσει ὄντων ἄλλως ἐθίζεται, οἷον ὁ λίθος φύσει κάτω φερόμενος οὐκ ἂν ἐθισθείη ἄνω φέρεσθαι, οὐδ’ ἂν μυριάκις αὐτὸν ἐθίζῃ τις ἄνω ῥιπτῶν, οὐδὲ τὸ πῦρ κάτω, οὐδ’ ἄλλο οὐδὲν τῶν ἄλλως πεφυκότων ἄλλως ἂν ἐθισθείη. Οὔτ’ ἄρα φύσει οὔτε παρὰ φύσιν ἐγγίνονται αἱ ἀρεταί, ἀλλὰ πεφυκόσι μὲν ἡμῖν δέξασθαι αὐτάς, τελειουμένοις δὲ διὰ τοῦ ἔθους.
Ἔτι ὅσα μὲν φύσει ἡμῖν παραγίνεται, τὰς δυνάμεις τούτων πρότερον κομιζόμεθα, ὕστερον δὲ τὰς ἐνεργείας ἀποδίδομεν (ὅπερ ἐπὶ τῶν αἰσθήσεων δῆλον· οὐ γὰρ ἐκ τοῦ πολλάκις ἰδεῖν ἢ πολλάκις ἀκοῦσαι τὰς αἰσθήσεις ἐλάβομεν, ἀλλ’ ἀνάπαλιν ἔχοντες ἐχρησάμεθα, οὐ χρησάμενοι ἔσχομεν)· τὰς δ’ ἀρετὰς λαμβάνομεν ἐνεργήσαντες πρότερον, ὥσπερ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων τεχνῶν· ἃ γὰρ δεῖ μαθόντας ποιεῖν, ταῦτα ποιοῦντες μανθάνομεν, οἷον οἰκοδομοῦντες οἰκοδόμοι γίνονται καὶ κιθαρίζοντες κιθαρισταί· οὕτω δὴ καὶ τὰ μὲν δίκαια πράττοντες δίκαιοι γινόμεθα, τὰ δὲ σώφρονα σώφρονες, τὰ δ’ ἀνδρεῖα ἀνδρεῖοι.
Α. Από το κείμενο
που σας δίνεται
να γράψετε στο τετράδιό σας τη μετάφραση του αποσπάσματος: «∆ιττῆς δὴ τῆς ἀρετῆς οὔσης…
τελειουμένοις δὲ διὰ τοῦ ἔθους.»
Επειδή, λοιπόν, η αρετή είναι δύο
ειδών, διανοητική και ηθική, από τη μια η διανοητική χρωστάει κατά κύριο λόγο
και τη γένεση και την ανάπτυξή της στη διδασκαλία, γι’ αυτό ακριβώς χρειάζεται
πείρα και χρόνο, από την άλλη η ηθική είναι αποτέλεσμα εθισμού, απ’ όπου έχει
πάρει και το όνομα, το οποίο παρουσιάζει μικρή διαφορά από τη λέξη έθος. Από
αυτό ακριβώς γίνεται φανερό ότι καμία από τις ηθικές αρετές δεν υπάρχει μέσα
μας εκ φύσεως˙ όντως, κανένα πράγμα που έχει από τη φύση μια ορισμένη ιδιότητα
δεν μπορεί να αποκτήσει με εθισμό μια άλλη ιδιότητα, όπως για παράδειγμα η
πέτρα, που από τη φύση της πηγαίνει προς τα κάτω, δεν είναι δυνατόν να
συνηθίσει να πηγαίνει προς τα πάνω, ακόμα κι αν κάποιος προσπαθήσει να τη
συνηθίσει (σ’ αυτό), ρίχνοντάς την προς τα πάνω χιλιάδες φορές, ούτε η φωτιά
(είναι δυνατόν να συνηθίσει να πηγαίνει) προς τα κάτω, ούτε τίποτα άλλο από τα
πράγματα που από τη φύση τους γεννιούνται με μια συγκεκριμένη ιδιότητα είναι
δυνατόν να συνηθίσει σε κάτι διαφορετικό. Επομένως, ούτε εκ φύσεως, αλλά ούτε
και αντίθετα προς τη φύση μας υπάρχουν οι αρετές μέσα μας, που όμως έχουμε από
τη φύση την ιδιότητα να τις δεχτούμε, αλλά γινόμαστε τέλειοι με τον εθισμό.
Β1. Με
βάση το ακόλουθο τμήμα του κειμένου «Οὔτ’ ἄρα
φύσει... τελειουμένοις δὲ διὰ τοῦ ἔθους.», ποια είναι η άποψη
του Αριστοτέλη για τη γένεση της ηθικής αρετής και σε τι διαφοροποιείται από την
αριστοκρατική αντίληψη, όπως αυτή εκφράζεται και από τον Σοφοκλή στο εξής απόσπασμα
από την Αντιγόνη, στίχοι 37-38 (η Αντιγόνη απευθύνεται στην αδελφή της Ισμήνη):
«έτσι
έχουν τα πράγματα για σένα τώρα, και γρήγορα θα αποδείξεις αν είσαι από τη φύση
σου γενναία ή δειλή, παρόλο που κατάγεσαι από λαμπρή γενιά.»
Το γενικό συμπέρασμα του Αριστοτέλη
μοιάζει, αλλά δεν είναι, αντιφατικό∙ οι ηθικές αρετές δεν υπάρχουν μέσα μας εκ
φύσεως, αλλά ούτε και αντίθετα προς αυτή. Ο Αριστοτέλης εννοεί ότι οι ηθικές
αρετές δεν είναι έμφυτες, ούτε όμως και αντίθετες με τη φύση, αλλά ο άνθρωπος
έχει «δυνάμει», από τη φύση του (πεφυκόσι), την προδιάθεση να δεχτεί την αρετή,
ωστόσο γίνεται τέλειος (τελειουμένοις) με τον εθισμό του σε αυτή.
Κατά τον φιλόσοφο, η άσκηση της αρετής
είναι δυνατότητα (πεφυκόσι) και όχι χαρακτηριστικό, δοσμένη στον άνθρωπο από τη
φύση. Επομένως, ο ίδιος είναι ο μόνος υπεύθυνος για το αν θα φτάσει στην αρετή
βελτιώνοντας αδιάλειπτα τη συμπεριφορά του, διαμορφώνοντας τον χαρακτήρα του,
το ήθος του. Η δυνατότητα που του δίνει η φύση μπορεί να γίνει πραγματικότητα,
μόνο αν ο άνθρωπος το επιλέξει και το επιδιώξει με προσωπικό αγώνα και άσκηση.
Έτσι ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι η κατάκτηση της ηθικής αρετής από τον άνθρωπο
εξαρτάται από την προαίρεση, την προσωπική επιλογή του. Ακόμη, με τη λέξη «τελειουμένοις»
ο Αριστοτέλης μας παραπέμπει σ’ έναν χαρακτηριστικό όρο της φιλοσοφίας του, το
«τέλος», που σημαίνει την ολοκλήρωση, την επίτευξη του ύψιστου σκοπού. Θεωρεί,
δηλαδή, τις ηθικές αρετές το μέσο, με το οποίο ο άνθρωπος θα φτάσει στην
ολοκλήρωσή του, στο ξεπέρασμα της ζωώδους φύσης του και στην κατάκτηση της
ευδαιμονίας. Επιπλέον, η παρατακτική, αντιθετική σύνδεση των μετοχών «πεφυκόσι
μὲν ἡμῖν δέξασθαι αὐτάς, τελειουμένοις δὲ διὰ τοῦ ἔθους» προετοιμάζει την αναφορά στο
χαρακτηριστικό ζεύγος των αριστοτελικών εννοιών «δυνάμει και ἐνεργείᾳ» οι οποίες αναφέρονται στην επόμενη
ενότητα (2η ενότητα). Ο άνθρωπος έχει τη φυσική προδιάθεση να δεχθεί τις ηθικές
αρετές (πεφυκόσι μὲν
ἡμῖν δέξασθαι αὐτάς = δυνάμει κατάσταση), αλλά η
τελειοποίησή του σε αυτές θα γίνει με τον εθισμό (τελειουμένοις δὲ διὰ τοῦ ἔθους = ἐνεργείᾳ κατάσταση) και εφόσον βέβαια το έχει
επιλέξει.
Η θέση του Αριστοτέλη ότι η αρετή δεν
είναι έμφυτη, αλλά είναι αποτέλεσμα συνήθειας, έρχεται σε αντίθεση με την παλιά
αριστοκρατική αντίληψη. Σύμφωνα μ’ αυτή, η αρετή είναι δώρο της φύσης ή των
θεών, το οποίο τελεσίδικα δίνεται ή δεν δίνεται στον άνθρωπο τη στιγμή της
γέννησής του και είναι προνόμιο των ευγενών («τῶν ἀρίστων»). Φυσικά, κληροδοτείται και
στους απογόνους τους, αλλά δεν δίνεται στους πολλούς.
Την άποψη αυτή τη συναντάμε σε πολλούς
ποιητές (στον Όμηρο, τον Τυρταίο, τον Θέογνη, τον Πίνδαρο). Χαρακτηριστικά
είναι τα λόγια της Αντιγόνης προς την Ισμήνη στο έργο Αντιγόνη του Σοφοκλή:
«δείξεις τάχα εἴτε
εὐγενὴς πέφυκας, εἴτ’ ἐσθλῶν κακή», στα οποία γίνεται εμφανής η αρχαϊκή
πεποίθηση πως η αρετή και η ποιότητα του ήθους κληροδοτούνταν στο άτομο από την
οικογένειά τους, και πως, άρα, ένας γόνος αριστοκρατικής καταγωγής όφειλε να
έχει και ανάλογα υψηλό ήθος, επιχειρείται από την Αντιγόνη η συναισθηματική
δέσμευση της Ισμήνης. Η νεαρή κοπέλα καλείται από την αδερφή της να αποδείξει
πως είναι αντάξιο μέλος της βασιλικής τους οικογένειας.
Επίσης, ο Ξενοφώντας στο έργο του Ἀγησίλαος αποδίδει την αρετή του Αγησιλάου
στην ευγενική του καταγωγή.
Β2. Ποιο
είναι το περιεχόμενο των εννοιών «δύναμις» και «ἐνέργεια»
στην αριστοτελική φιλοσοφία και πώς ο Αριστοτέλης τις χρησιμοποιεί στα δύο εμπειρικά
παραδείγματα της δεύτερης παραγράφου του κειμένου για τις αισθήσεις και τις
τέχνες, προκειμένου να ορίσει τις ηθικές αρετές;
Ο Αριστοτέλης αρχίζει το νέο επιχείρημα
με αναφορά σε όσα ο άνθρωπος έχει από τη φύση και όχι από εθισμό. Αυτά, λοιπόν,
που δόθηκαν από τη φύση, δόθηκαν αρχικά ως δυνατότητες και, όταν αναπτύχθηκαν
πλήρως τα γνωρίσματά τους, έγιναν ικανότητες, περιήλθαν δηλαδή στην ἐνεργείᾳ κατάσταση. Στην κατηγορία αυτή
κατατάσσει τις αισθήσεις, οι οποίες δόθηκαν ως a priori στοιχεία της ύπαρξης
του ανθρώπου. Έτσι ο άνθρωπος διαθέτει εκ των προτέρων τα αισθητήρια όργανα, τα
οποία του δίνουν τη δυνατότητα να αισθάνεται, όταν ολοκληρωθεί η ανάπτυξή τους.
Για περαιτέρω διευκρίνιση ο Αριστοτέλης αναφέρει την ακοή και την όραση ως
παραδείγματα, με τα οποία δείχνει ότι ο άνθρωπος διαθέτει πρώτα τη δυνατότητα
να ακούει και να βλέπει και στη συνέχεια ακούει και βλέπει.
Η διάκριση δύναμης και ενέργειας
απασχολεί τον Αριστοτέλη κυρίως στα Μετά τα Φυσικά, στο Θ βιβλίο. Δύναμις είναι
η δυνατότητα ενός όντος να περνά από μια κατάσταση σε μια άλλη, ενώ ἐνέργεια είναι η πραγμάτωση αυτής της
δυνατότητας. Για τον Αριστοτέλη, η «ἐνέργεια» έχει μεγαλύτερη σημασία από τη
«δύναμιν», αφού η πρώτη εξαρτάται από την προσπάθεια που καταβάλλει κάθε
άνθρωπος, την προσωπική ευθύνη και προαίρεση, ενώ η δεύτερη σχετίζεται με τη
φύση και υπάρχει ανεξάρτητα από τον άνθρωπο. Στο κείμενο συνδέει «τὰς δυνάμεις» με το «πρότερον» και «τὰς ἐνεργείας» με το «ὕστερον» εννοώντας ότι οι «δυνάμεις»
έχουν χρονική προτεραιότητα – και όχι λογική και οντολογική – έναντι των «ἐνεργειῶν». Ο Αριστοτέλης αποδεικνύει τη λογική
και οντολογική προτεραιότητα της «ενέργειας» έναντι της «δύναμης» με τρία
επιχειρήματα: 1. Η «ενέργεια» αποδίδει μια συνθετότερη έννοια από ό,τι η
«δύναμη», γιατί συνδέεται με την ύπαρξη ενός πράγματος, δηλαδή με την πλήρη
ανάπτυξη των στοιχείων που το συνιστούν. 2. Για να οδηγηθεί το δυνάμει ον στην
ενεργεία κατάστασή του χρειάζεται την επίδραση μιας ενέργειας, γιατί η δύναμη
και προϋποθέτει την ενέργεια και προκύπτει από αυτή. Άλλωστε η ενέργεια είναι ο
σκοπός (οὗ ἕνεκα) του όντος και όχι η δύναμη.
Σκοπός, τον οποίο εξυπηρετεί η δύναμη, είναι η ενέργεια και όχι αντίστροφα. Άρα
η ενέργεια έχει οντολογική προτεραιότητα έναντι της δύναμης. 3. Η δυνατότητα
μπορεί να εξελιχθεί σε ον αλλά και σε μη ον. Η ενέργεια όμως ταυτίζεται μόνο με
την ύπαρξη, το ον.
Στο έργο Μετὰ τὰ Φυσικὰ ο Αριστοτέλης διακρίνει τρία είδη
δυνάμεων:
α) αυτές που υπάρχουν στον άνθρωπο από
τη γέννησή του (π.χ. οι αισθήσεις) και συνδέονται με το άλογο μέρος της ψυχής,
β) αυτές που τις αποκτά ο άνθρωπος με
την άσκηση, τον εθισμό (π.χ. οι πρακτικές τέχνες, το παίξιμο ενός μουσικού
οργάνου) και συνδέονται με το άλογο και το λογικό μέρος της ψυχής και
γ) τις δυνάμεις που τις αποκτά ο
άνθρωπος με τη μάθηση (π.χ. οι επιστημονικές γνώσεις) και συνδέονται και αυτές
με το λογικό μέρος της ψυχής.
Οι ηθικές αρετές δεν υπάρχουν μέσα μας
εν σπέρματι, αλλά τις αποκτούμε με τις πράξεις μας. Ο Αριστοτέλης εννοεί
προφανώς ότι με τις αρετές συνδέονται δύο είδη πράξεων: α) οι πράξεις άσκησης
με σκοπό την απόκτηση των αρετών, και αυτό αντιστοιχεί στη δυνάμει κατάσταση
και β) οι πράξεις της αρετής, αφού έχει γίνει έξη, μόνιμο γνώρισμα του
χαρακτήρα και αυτό αντιστοιχεί στην ενεργείᾳ κατάσταση. Συνεπώς, στην ηθική αρετή
και η δύναμις εκδηλώνεται ως ενέργεια, ως πράξη προς απόκτησή της, ενώ η
ενέργεια ως πράξη εφαρμογής της κατακτημένης ήδη ιδιότητας. Οι ηθικές αρετές
είναι αποτέλεσμα έμπρακτης ενεργοποίησης του ανθρώπου και κατακτώνται με την
άσκησή του σε αυτές. Για να διευκρινίσει περισσότερο ο Αριστοτέλης ότι η
κατάκτηση των ηθικών αρετών είναι αποτέλεσμα προηγούμενης άσκησης και πράξης, αναφέρεται
στις τέχνες, για να δείξει ότι ο άνθρωπος αποκτά τεχνικές / πρακτικές
δεξιότητες, αφού προηγουμένως έχει εξασκηθεί σε αυτές. Τέλος, ενισχύει τη θέση
του με παραδείγματα για τις τεχνικές δεξιότητες και τις ηθικές αρετές, από τα
οποία φαίνεται ότι ούτε οι τεχνικές δεξιότητες ούτε οι ηθικές αρετές είναι
έμφυτες, αλλά προϊόντα εξάσκησης και προγύμνασης σε αυτές.
Στις ηθικές αρετές προηγείται η
ενέργεια, δηλαδή η εξάσκηση, η επανάληψη μιας ενέργειας, και ακολουθεί η
κατάκτηση της ηθικής αρετής. Αλλά για να γίνει η αρετή από προδιάθεση
αποκτημένη ιδιότητα, είναι ανάγκη ο άνθρωπος να ασκηθεί σε αυτή. Ο Αριστοτέλης
για τον τρόπο άσκησης αναφέρει «γιατί όσα πρέπει να κάνουμε αφού τα μάθουμε, τα
μαθαίνουμε κάνοντάς τα («ἃ
γὰρ δεῖ μαθόντας ποιεῖν, ταῦτα ποιοῦντες μανθάνομεν»). Δύο παραδείγματα από
την καθημερινή ζωή, που αφορούν τις πρακτικές τέχνες αποδεικνύουν την αλήθεια
της θέσης αυτής: για να αποκτήσει δηλαδή κανείς την ικανότητα του οικοδόμου ή
του κιθαριστή πρέπει πρώτα να εξασκηθεί στο χτίσιμο ή στο παίξιμο της κιθάρας
αντίστοιχα. Αναλογικά με τα δύο αυτά παραδείγματα αναφέρονται τρία παραδείγματα
από τον χώρο της ηθικής, από τα οποία φαίνεται ότι οι δίκαιοι, οι σώφρονες και
οι ανδρείοι αποκτούν τις συγκεκριμένες ιδιότητες έχοντας ασκηθεί σε αντίστοιχες
δίκαιες, συνετές και ανδρείες πράξεις. Αυτό, λοιπόν, που συμβαίνει στις
πρακτικές τέχνες, συμβαίνει και στις ηθικές αρετές (αναλογία με τρία
παραδείγματα ηθικών αρετών: της δικαιοσύνης, της σωφροσύνης και της ανδρείας):
με την επανάληψη και τον εθισμό σε ηθικές πράξεις αποκτούμε τις ηθικές αρετές.
Β3. Πώς
η παρουσία του Εύδοξου του Κνίδιου στην Ακαδημία επέδρασε στη διαμόρφωση της προσωπικότητας
του Αριστοτέλη;
Ένας λόγιος τον οποίο είχε την τύχη να
συναντήσει ο Αριστοτέλης στην Ακαδημία, όταν ήρθε να σπουδάσει σ’ αυτήν, ήταν ο
Εύδοξος από την Κνίδο. Ο νεαρός, τότε, αυτός επιστήμονας ήταν μια από τις πιο
προικισμένες προσωπικότητες της αρχαιότητας. Ήταν μαθηματικός, αστρονόμος και
γεωγράφος, και ο Πλάτωνας δεν δίστασε καθόλου να του εμπιστευθεί, κατά τη
διάρκεια της απουσίας του, τη διεύθυνση της σχολής του. Δεν ήταν λοιπόν μόνο
τυχερός ο νεαρός Σταγειρίτης που «βρέθηκε», όπως είπε ένας αριστοτελιστής των
ημερών μας, «την πιο κατάλληλη στιγμή στον πιο σωστό τόπο, εκεί δηλαδή όπου
υπήρχαν οι κατάλληλοι άνθρωποι που θα μπορούσαν να γονιμοποιήσουν με έναν
εντελώς ξεχωριστό τρόπο τη σκέψη του βοηθώντας την να απλώσει μέσα σε σύντομο
χρόνο τα δικά της φτερά»· πιο σημαντικό θα πρέπει να θεωρηθεί το γεγονός ότι με
την απουσία του Πλάτωνα ο Αριστοτέλης είχε, από την πρώτη στιγμή, την ευκαιρία
να δεχτεί εκείνην ακριβώς την επίδραση που πρέπει να ανταποκρινόταν πολύ
αμεσότερα στη δική του ψυχοσύνθεση, την απόλυτα σχεδόν θετική και επιστημονική,
την ελάχιστα οπωσδήποτε ποιητική (τέτοια ήταν κατά βάση η ψυχοσύνθεση του
Πλάτωνα).
Β4. Να
γράψετε δύο ομόρριζες λέξεις της αρχαίας ή της νέας ελληνικής γλώσσας, απλές ή
σύνθετες, για καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις του κειμένου:
φέρεσθαι, δέξασθαι, τελειουμένοις,
κομιζόμεθα, ἰδεῖν.
φέρεσθαι: διηνεκής, μεταφορικός
δέξασθαι: δεξιός, διαδοχή
τελειουμένοις: τέλειος, τελειωμένος
κομιζόμεθα: κόμιστρο, μετακόμιση
ἰδεῖν: είδωλο, επόπτης
Εξετάσεις
Ομογενών 2009
Αριστοτέλη
Ηθικά Νικομάχεια Β 6, 4-10
Ἐν παντὶ δὴ συνεχεῖ καὶ διαιρετῷ ἔστι λαβεῖν τὸ μὲν πλεῖον τὸ δ’ ἔλαττον τὸ δ’ ἴσον, καὶ ταῦτα ἤ κατ’ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα ἤ πρὸς ἡμᾶς... Λέγω δὲ τοῦ μὲν πράγματος μέσον τὸ ἴσον ἀπέχον ἀφ’ ἑκατέρου τῶν ἄκρων, ὅπερ ἐστὶν ἕν καὶ τὸ αὐτὸ πᾶσιν, πρὸς ἡμᾶς δὲ ὃ μήτε πλεονάζει μήτε ἐλλείπει· τοῦτο δ’ οὐχ ἕν, οὐδὲ ταὐτὸν πᾶσιν. Οἷον εἰ τὰ δέκα πολλὰ τὰ δὲ δύο ὀλίγα, τὰ ἕξ μέσα λαμβάνουσι κατὰ τὸ πρᾶγμα· ἴσῳ γὰρ ὑπερέχει τε καὶ ὑπερέχεται· τοῦτο δὲ μέσον ἐστὶ κατὰ τὴν ἀριθμητικὴν ἀναλογίαν. Τὸ δὲ πρὸς ἡμᾶς οὐχ οὕτω ληπτέον· οὐ γὰρ εἴ τῳ δέκα μναῖ φαγεῖν πολὺ δύο δὲ ὀλίγον, ὁ ἀλείπτης ἕξ μνᾶς προστάξει· ἔστι γὰρ ἴσως καὶ τοῦτο πολὺ τῷ ληψομένῳ ἤ ὀλίγον· Μίλωνι μὲν γὰρ ὀλίγον, τῷ δὲ ἀρχομένῳ τῶν γυμνασίων πολύ. Ὁμοίως ἐπὶ δρόμου καὶ πάλης. Οὕτω δὴ πᾶς ἐπιστήμων τὴν ὑπερβολὴν μὲν καὶ τὴν ἔλλειψιν φεύγει, τὸ δὲ μέσον ζητεῖ καὶ τοῦθ’ αἱρεῖται, μέσον δὲ οὐ τὸ τοῦ πράγματος ἀλλὰ τὸ πρὸς ἡμᾶς.
Εἰ δὴ πᾶσα ἐπιστήμη οὕτω τὸ ἔργον εὖ ἐπιτελεῖ, πρὸς τὸ μέσον βλέπουσα καὶ εἰς τοῦτο ἄγουσα τὰ ἔργα (ὅθεν εἰώθασιν ἐπιλέγειν τοῖς εὖ ἔχουσιν ἔργοις ὅτι οὔτ’ ἀφελεῖν ἔστιν οὔτε προσθεῖναι, ὡς τῆς μὲν ὑπερβολῆς καὶ τῆς ἐλλείψεως φθειρούσης τὸ εὖ, τῆς δὲ μεσότητος σῳζούσης, οἱ δ’ ἀγαθοὶ τεχνῖται, ὡς λέγομεν, πρὸς τοῦτο βλέποντες ἐργάζονται), ἡ δ’ ἀρετὴ πάσης τέχνης ἀκριβεστέρα καὶ ἀμείνων ἐστὶν ὥσπερ καὶ ἡ φύσις, τοῦ μέσου ἄν εἴη στοχαστική. Λέγω δὲ τὴν ἠθικήν· αὕτη γάρ ἐστι περὶ πάθη καὶ πράξεις, ἐν δὲ τούτοις ἔστιν ὑπερβολὴ καί ἔλλειψις καὶ τὸ μέσον.
Α) Από
το κείμενο, που σας δίνεται, να μεταφράσετε στη νέα ελληνική γλώσσα το
απόσπασμα: «Ἐν
παντί... καὶ
πάλης».
Σε καθετί βέβαια που παρουσιάζει
συνέχεια και μπορεί να διαιρεθεί είναι δυνατό να πάρουμε άλλοτε ένα κομμάτι
μεγαλύτερο, άλλοτε ένα κομμάτι μικρότερο και άλλοτε ένα κομμάτι ίσο, και αυτά
σε σχέση είτε με το ίδιο το πράγμα είτε σε σχέση με εμάς… Και ονομάζω μέσον σε
σχέση με το πράγμα, αυτό που απέχει εξίσου από καθένα από τα δύο άκρα (του), το
οποίο είναι ένα και το ίδιο για όλους, ενώ (μέσον) σε σχέση με εμάς, αυτό που
δεν είναι ούτε πάρα πολύ ούτε πολύ λίγο· και αυτό δεν είναι ένα, ούτε το ίδιο
για όλους. Για παράδειγμα, εάν τα δέκα είναι πολλά και τα δύο λίγα, μέσο σε
σχέση με το πράγμα παίρνουν (ή: θεωρούν) το έξι· γιατί αυτό υπερέχει και
υπερέχεται κατά τον ίδιο αριθμό μονάδων· και αυτό είναι μέσον σύμφωνα με τις
διδασκαλίες της αριθμητικής. Το μέσον όμως σε σχέση με εμάς δεν πρέπει να το
προσδιορίζουμε έτσι· γιατί, αν για κάποιον είναι πολύ το φαγητό των δέκα μνων
και λίγο των δύο, ο προπονητής δεν θα ορίσει έξι μερίδες· γιατί και αυτή η
ποσότητα ίσως είναι μεγάλη γι’ αυτόν που θα την πάρει ή μικρή· δηλαδή για ένα
Μίλωνα είναι μικρή, ενώ γι’ αυτόν που αρχίζει τις γυμναστικές ασκήσεις, μεγάλη.
Το ίδιο ισχύει και στο τρέξιμο και στην πάλη.
Β1) Ο
Αριστοτέλης για να προσδιορίσει την έννοια της μεσότητας στο κείμενο που σας
δίνεται χρησιμοποιεί παραδείγματα. Να
τα εντοπίσετε και να τα σχολιάσετε.
Ο Αριστοτέλης, προκειμένου να κάνει
κατανοητά τα κριτήρια προσδιορισμού της έννοιας της μεσότητας, θα δώσει δύο
παραδείγματα ακολουθώντας επαγωγικό συλλογισμό.
α) Το παράδειγμα που αναφέρεται στο
αντικειμενικό μέσο είναι αριθμητικό. Αν πάρουμε μια σειρά αριθμών από το 2 έως
το 10, το δύο είναι το λίγο, το 10 είναι το πολύ, ενώ μέσο είναι το 6, γιατί,
σύμφωνα με τις διδασκαλίες της αριθμητικής, απέχει ίση απόσταση, 4 δηλαδή
μονάδες, τόσο από το 2 όσο και από το 10, από τα δύο δηλαδή άκρα. Σ’ αυτή
δηλαδή την περίπτωση το κριτήριο προσδιορισμού του μέσου είναι ποσοτικό.
β) Το παράδειγμα που αναφέρεται στο
υποκειμενικό μέσο αντλείται από τον χώρο του αθλητισμού. Αν για κάποιον αθλητή
το φαγητό των δύο μνων είναι λίγο και το φαγητό των δέκα μνων είναι πολύ, τότε
ο προπονητής δεν θα επιλέξει αναγκαστικά το φαγητό των έξι μνων, που
αντικειμενικά είναι η μεσότητα, γιατί γι’ αυτόν τον αθλητή μπορεί να θεωρηθεί
μεγάλη μερίδα ή μικρή. Για τον Μίλωνα, που ήταν μεγαλόσωμος και έτρωγε μεγάλες
ποσότητες φαγητού, είναι λίγο, ενώ για κάποιον που τώρα ξεκινάει να γυμνάζεται, είναι
πολύ. Το ίδιο ισχύει και για τους αθλητές
του δρόμου, που έχουν ανάγκη μικρότερης ποσότητας φαγητού, ή της πάλης, που
χρειάζονται μεγαλύτερες ποσότητες ώστε να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του
αθλήματός τους. Παρατηρούμε, δηλαδή, ότι ο προσδιορισμός του μέσου σχετίζεται
με ποιοτικά κριτήρια και μεταβλητούς παράγοντες, όπως η σωματική διάπλαση του
αθλητή, ο χρόνος εκγύμνασης και το είδος του αθλήματος.
Β2) Να
σχολιάσετε ερμηνευτικά το απόσπασμα: «Λέγω
δὲ τὴν ἠθικὴν... τὸ
μέσον».
Σ’ αυτό το σημείο ο Αριστοτέλης συνδέει
τη μεσότητα με την ηθική αρετή και σαφώς τη διακρίνει από τις προηγούμενες
εφαρμογές της μεσότητας. Διαχωρίζει την ηθική αρετή ως προϊόν της έξεως και ως
προϋπόθεση πράξεως από τη διανοητική αρετή που σχετίζεται με τον νου και
παραπέμπει στη θεωρητική ζωή του ανθρώπου. Διευκρινίζει ότι η ηθική αρετή
αναφέρεται στα πάθη και στις πράξεις, δηλαδή στην εξωτερίκευση του ανθρώπου,
στη συμπεριφορά του εν γένει. Στην αριστοτελική έννοια «πάθη» αναφερθήκαμε και
στην 6η ενότητα των Ηθικών Νικομαχείων. Είδαμε λοιπόν ότι για τον Αριστοτέλη
πάθη είναι η επιθυμία, η οργή, ο φόβος, το θάρρος, ο φθόνος, η χαρά, η φιλία,
το μίσος, ο πόθος, η ζήλεια, η λύπη, δηλαδή αυτά που σήμερα θα λέγαμε συναισθήματα.
Μάλιστα, ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι τα «πάθη» είναι άλογες παρορμήσεις της ψυχής
και βιολογικές ιδιότητες του ανθρώπινου είδους. Στις ψυχικές καταστάσεις και
στη συμπεριφορά του ανθρώπου βρίσκουν εφαρμογή επίσης οι τρεις ποσοτικές
έννοιες (υπερβολή, έλλειψη, το μέσον). Ακόμη τα συναισθήματα και η δράση του
ανθρώπου επιδέχονται τον έλεγχο με βάση τις τρεις αυτές ποσοτικές
έννοιες-κριτήρια.
Από την άλλη γίνεται φανερό ότι η
μεσότητα αφορά τις ηθικές και όχι τις διανοητικές αρετές. Κι αυτό, γιατί οι
ηθικές αρετές σχετίζονται με τα συναισθήματα και τις πράξεις και σ’ αυτά
υπάρχει υπερβολή, έλλειψη και μεσότητα. Αντίθετα, οι διανοητικές αρετές δεν
είναι μεσότητες. Σχετικά με τη διανοητική αρετή της σοφίας ο Ασπάσιος γράφει:
«φανερὸν δὲ ποιεῖ διὰ τούτων ὅτι ἡ διανοητικὴ ἀρετὴ οὐκ ἔστι μεσότης· οὐ γὰρ δεῖ μέσως μὲν εἰδέναι, ὑπερβαλλόντως δὲ μή, ἀλλ’ ἐφ’ ὅσον οἷόν τε εἰδέναι ἄριστα ἂν ἔχοι» (= με αυτά (ο Αριστοτέλης) κάνει
φανερό ότι η διανοητική αρετή δεν είναι μεσότητα· γιατί δεν πρέπει να έχει
κανείς γνώσεις μεσαίας ποιότητας και όχι υπερβολικά πολλές, αλλά θα ήταν άριστο
να έχει όσο το δυνατόν πιο πολλές γνώσεις). Δηλαδή στην αρετή της σοφίας
θεωρείται πολύ καλό να έχει κανείς πάρα πολλές γνώσεις, να βρίσκεται δηλαδή
στην υπερβολή.
Β3) Ποια
ήταν η διδακτική δραστηριότητα του Αριστοτέλη στην αυλή του Φιλίππου της
Μακεδονίας;
Εγκαταστημένος στη Μακεδονία (343/2
π.Χ.) ο Αριστοτέλης ανέλαβε, με πρόσκληση του βασιλιά Φίλιππου, την αγωγή του
Αλέξανδρου, του νεαρού (δεκατριών, τότε, χρονών) διαδόχου του θρόνου. Η
εκπαίδευση γινόταν συνήθως στη Μίεζα, μια μικρή κωμόπολη κοντά στην Πέλλα. Για
την αγωγή του Αλέξανδρου ο Αριστοτέλης χρησιμοποίησε κατά κύριο λόγο τα ομηρικά
έπη (με την ευκαιρία μάλιστα αυτή ο φιλόσοφος επιμελήθηκε μια καινούργια έκδοση
των ομηρικών επών).
Β4) Να
γράψετε δύο ομόρριζες λέξεις της νέας ελληνικής γλώσσας, απλές ή σύνθετες, για
καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις του κειμένου: ἐλλείπει, λαμβάνουσι, προστάξει,
φθειρούσης, ἐργάζονται.
ἐλλείπει: εγκατάλειψη, έκλειψη
λαμβάνουσι: παραλήπτης, περίληψη
προστάξει: αταξία, διαταγή
φθειρούσης: αδιάφθορος, φθαρμένος
ἐργάζονται: εργάσιμος, εργαστήριο
Πανελλήνιες
Εξετάσεις 2010
Ἀριστοτέλους
Ἠθικά
Νικομάχεια Β 6, 12-16
Ἡ δ’ ἀρετὴ περὶ πάθη καὶ πράξεις ἐστίν, ἐν οἷς ἡ μὲν ὑπερβολὴ ἁμαρτάνεται καὶ ψέγεται καὶ ἡ ἔλλειψις, τὸ δὲ μέσον ἐπαινεῖται καὶ κατορθοῦται· ταῦτα δ’ ἄμφω τῆς ἀρετῆς. Μεσότης τις ἄρα ἐστὶν ἡ ἀρετή, στοχαστική γε οὖσα τοῦ μέσου.
Ἔτι τὸ μὲν ἁμαρτάνειν πολλαχῶς ἔστιν (τὸ γὰρ κακὸν τοῦ ἀπείρου, ὡς οἱ Πυθαγόρειοι εἴκαζον, τὸ δ’ ἀγαθὸν τοῦ πεπερασμένου), τὸ δὲ κατορθοῦν μοναχῶς (διὸ καὶ τὸ μὲν ῥᾴδιον τὸ δὲ χαλεπὸν, ῥᾴδιον μὲν τὸ ἀποτυχεῖν τοῦ σκοποῦ, χαλεπὸν δὲ τὸ ἐπιτυχεῖν)· καὶ διὰ ταῦτ’ οὖν τῆς μὲν κακίας ἡ ὑπερβολὴ καὶ ἡ ἔλλειψις, τῆς δ’ ἀρετῆς ἡ μεσότης· ἐσθλοὶ μὲν γὰρ ἁπλῶς, παντοδαπῶς δὲ κακοί.
Ἔστιν ἄρα ἡ ἀρετὴ ἕξις προαιρετική, ἐν μεσότητι οὖσα τῇ πρὸς ἡμᾶς, ὡρισμένῃ λόγῳ καὶ ᾧ ἂν ὁ φρόνιμος ὁρίσειεν. Μεσότης δὲ δύο κακιῶν, τῆς μὲν καθ’ ὑπερβολὴν τῆς δὲ κατ’ ἔλλειψιν· καὶ ἔτι τῷ τὰς μὲν ἐλλείπειν τὰς δ’ ὑπερβάλλειν τοῦ δέοντος ἔν τε τοῖς πάθεσι καὶ ἐν ταῖς πράξεσι, τὴν δ’ ἀρετὴν τὸ μέσον καὶ εὑρίσκειν καὶ αἱρεῖσθαι.
Α1. Από
το κείμενο
που σας δίνεται
να γράψετε στο τετράδιό σας τη μετάφραση του αποσπάσματος: «Ἡ δ’ ἀρετὴ...
παντοδαπῶς δὲ κακοὶ.»
Η αρετή λοιπόν αναφέρεται στα
συναισθήματα και στις πράξεις, στα οποία η υπερβολή αποτελεί σφάλμα και
κατακρίνεται, το ίδιο και η έλλειψη, ενώ το μέσον επαινείται και είναι το σωστό·
και τα δύο αυτά έχουν σχέση με την αρετή. Επομένως, η αρετή είναι ένα είδος
μεσότητας, αφού βέβαια έχει για στόχο της το μέσον.
Επιπλέον, το να κάνει κανείς λάθος (ή:
το λάθος) γίνεται με πολλούς τρόπους (γιατί το κακό και το άπειρο πάνε μαζί,
όπως δίδασκαν οι Πυθαγόρειοι, ενώ το καλό πάει μαζί με το πεπερασμένο), όμως το
να πράττει κανείς το σωστό (ή: το σωστό) γίνεται με έναν μόνο τρόπο (γι’ αυτό
και το ένα είναι εύκολο, ενώ το άλλο δύσκολο, εύκολο το να αποτύχει κανείς στον
στόχο του, δύσκολο όμως το να (τον) επιτύχει)· γι’ αυτούς λοιπόν τους λόγους
γνώρισμα της κακίας είναι η υπερβολή και η έλλειψη, ενώ της αρετής, (είναι) η
μεσότητα· γιατί καλοί (γινόμαστε) με ένα μόνο τρόπο, ενώ κακοί με πολλούς.
Β1. Να
εξηγήσετε πώς ο Αριστοτέλης αξιοποιώντας την άποψη των Πυθαγορείων και τον
άγνωστης προέλευσης στίχο, που βρίσκονται στο κείμενο που σας δίνεται, καταλήγει
στο συμπέρασμα «καὶ διὰ ταῦτ’ οὖν τῆς μὲν κακίας
ἡ ὑπερβολὴ καὶ ἡ ἔλλειψις, τῆς δ’ ἀρετῆς ἡ μεσότης·».
Ο Αριστοτέλης αναπτύσσει νέο
συλλογισμό, με τον οποίο θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η υπερβολή και η
έλλειψη συσχετίζονται με την κακία και τους κακούς, ενώ το μέσον με την αρετή
και τους καλούς. Μέσα από αυτόν προβάλλεται η αντίθεση ανάμεσα στο λάθος («ἁμαρτάνειν») και το σωστό («κατορθοῦν»), που ήδη από την προηγούμενη
ενότητα συνέδεσε με την υπερβολή και την έλλειψη, και το μέσον αντίστοιχα. Έτσι
λοιπόν διαπιστώνει ότι:
Η υπερβολή και η έλλειψη βρίσκονται σε
άπειρα σημεία και γι’ αυτό μπορούμε με πολλούς τρόπους («πολλαχῶς», «παντοδαπῶς») και εύκολα («ῥᾴδιον») να αποτύχουμε στον στόχο μας,
δηλαδή να κάνουμε το λάθος. Επομένως, η υπερβολή και η έλλειψη συνδέονται με το
λάθος και επομένως με την κακία και τους κακούς.
Το μέσον βρίσκεται σε ένα μόνο σημείο,
γι’ αυτό μπορούμε με έναν μόνο τρόπο («μοναχῶς», «ἁπλῶς») και δύσκολα («χαλεπὸν») να επιτύχουμε τον στόχο μας, δηλαδή
να κάνουμε το σωστό. Επομένως, το μέσον συνδέεται με την αρετή και τους καλούς.
Προκειμένου να τονιστεί η αντίθεση
ανάμεσα στην κακία και το λάθος από τη μια και την αρετή και το σωστό από την
άλλη, ο φιλόσοφος χρησιμοποιεί πληθώρα αντιθέσεων που συνδέονται με τους
αντιθετικούς συνδέσμους «μὲν – δέ».
Ο Αριστοτέλης προκειμένου να ενισχύσει
την άποψή του ότι το σφάλμα γίνεται με πολλούς τρόπους, το σωστό όμως με έναν,
επικαλείται τη διδασκαλία των Πυθαγορείων σχετικά με τη θεωρία των «ἐναντίων». Σύμφωνα με αυτή, οι αρχές των
όντων είναι δέκα ζεύγη αντιθετικών δυνάμεων:
πέρας ἄπειρον
περιττὸν ἄρτιον
ἓν πλῆθος
δεξιὸν ἀριστερὸν
ἄρρεν θῆλυ
ἠρεμοῦν κινούμενον
εὐθὺ καμπύλον
φῶς σκότος
ἀγαθὸν κακὸν
τετράγωνον ἑτερόμηκες
Στον κόσμο, δηλαδή, υπάρχει αρμονία όχι
μόνο ανάμεσα στα όμοια, αλλά και ανάμεσα στα αντίθετα. Οι αντιθετικές αυτές
δυνάμεις δεν αλληλοαναιρούνται, αλλά αλληλοσυμπληρώνονται, αλληλοκαθορίζονται.
Αν διαβαστούν οι αρχές αυτές κατά στήλη καθέτως, δείχνουν τη σταδιακή μετάβαση
προς το «ἀγαθὸν» που εκφράζεται με το «τετράγωνον»
και αντίστοιχα προς το «κακὸν» που εκφράζεται με το «ἑτερόμηκες». Επίσης, κατά τους
Πυθαγορείους, το «ἀγαθὸν» συνάπτεται με το «πέρας» και το «κακὸν» με το «ἄπειρον».
Ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί δύο από αυτά
τα ζεύγη, το «πέρας - ἄπειρον»
και το «ἀγαθὸν – κακόν». Συνδυάζοντάς τα συμπεραίνει
ότι το αγαθό, δηλαδή οι καλές πράξεις, έχουν καθορισμένα όρια, είναι σύμμετρες
και τέλειες, γιατί αυτό που έχει πέρας θεωρείται τελειότερο από το άπειρο και
άμορφο.
Τον ίδιο σκοπό εξυπηρετεί και ο
παροιμιακός στίχος που παρατίθεται («ἐσθλοὶ μὲν γὰρ ἁπλῶς, παντοδαπῶς δὲ κακοί»), του οποίου δεν γνωρίζουμε την
προέλευση.
Β2. Να
προσδιορίσετε και να σχολιάσετε νοηματικά τα χαρακτηριστικά της αρετής, όπως
προκύπτουν από το απόσπασμα του κειμένου «Ἔστιν
ἄρα...
ὁ
φρόνιμος ὁρίσειεν».
H αρετή είναι μόνιμο στοιχείο του
χαρακτήρα που επιλέγεται ελεύθερα από τον άνθρωπο. Βρίσκεται στη μεσότητα που
προσδιορίζεται με βάση τα υποκειμενικά κριτήρια και καθορίζεται από τη λογική
και μάλιστα τη λογική του φρόνιμου ανθρώπου.
Πριν δώσουμε αναλυτικά τα γνωρίσματά
της, ας θυμηθούμε τι περιεχόμενο της δίνει ο φιλόσοφος. Η αρετή, λοιπόν, είναι
μια ιδιότητα που αποδίδεται όχι μόνο στον άνθρωπο, αλλά και στα ζώα και στα
πράγματα. Δεν είναι, επομένως, αποκλειστικά και μόνο μια ηθική ιδιότητα που
απορρέει από την επανάληψη ηθικών ενεργειών, αλλά επίσης η ικανότητα, το
προτέρημα των έμψυχων ή των άψυχων, που τους δίνει τη δυνατότητα να βρίσκονται
στην τέλεια κατάστασή τους και να επιτελούν με σωστό τρόπο το έργο για το οποίο
είναι προορισμένα από τη φύση.
Ας περάσουμε, όμως, τώρα στην ανάλυση
των γνωρισμάτων της αρετής, όπως αυτά δίνονται μέσα από τον ορισμό της:
Οριστέα
έννοια: Αρετή
Έννοια
γένους:
α. «ἕξις»: ο όρος προέρχεται από το θέμα του
μέλλοντα («ἕξω»)
του ρήματος «ἔχω».
Ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι η «ἕξις» είναι το προσεχές γένος της αρετής και δίνει στον όρο
ηθικό περιεχόμενο: είναι το μόνιμο στοιχείο του χαρακτήρα που προκύπτει από
συνήθεια ή επαναλαμβανόμενη άσκηση. Η ποιότητα, λοιπόν, των έξεων εξαρτάται από
την ποιότητα των ενεργειών μας. Άρα, δεν αρκεί να χαρακτηρίζουμε τις αρετές
έξεις, αφού αυτές διακρίνονται σε καλές και κακές, αλλά να βρούμε το ιδιαίτερο
εκείνο γνώρισμα, την ειδοποιό διαφορά που τις διαφοροποιεί από τις άλλες έξεις.
β. «προαιρετική»: είναι η ελεύθερη και έλλογη εκλογή και βούληση (Ηθικά
Νικομάχεια, 1111b-1112a), που αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για να κάνει ο
άνθρωπος σωστή επιλογή ενεργειών και να κατακτήσει το μέτρο αποφεύγοντας τις
ακρότητες, δηλαδή την υπερβολή και την έλλειψη. Την ευθύνη, λοιπόν, για την
κατάκτηση της ηθικής αρετής την έχει ο ίδιος ο άνθρωπος. Αν ο δρόμος προς την
αρετή δεν ήταν αποτέλεσμα ελεύθερης βούλησης, αλλά καταναγκασμού, τότε η αρετή
δεν θα είχε καμία αξία για τον άνθρωπο. Η «προαίρεσις» αποτελεί, σύμφωνα με τον
Αριστοτέλη, τον έναν από τους τρεις αναγκαίους όρους για την ύπαρξη της αρετής.
Οι άλλοι δύο όροι είναι:
- ο άνθρωπος να έχει συνείδηση της
πράξης του («εἰδὼς») και
- να την πραγματοποιεί με σιγουριά και
σταθερότητα («βεβαίως καὶ
ἀμετακινήτως»).
Συγκεκριμένα, οι τρεις παραπάνω
προϋποθέσεις για την ύπαρξη της αρετής αναφέρονται από τον φιλόσοφο ως εξής:
«πρῶτον μὲν ἐὰν εἰδώς, ἔπειτ’ ἐὰν προαιρούμενος, καὶ προαιρούμενος δι’ αὐτά, τὸ δὲ τρίτον ἐὰν καὶ βεβαίως καὶ ἀμετακινήτως ἔχων πράττῃ» (Ηθικά Νικομάχεια, 1105 a 30-31).
Ειδοποιός
διαφορά:
γ. «ἐν
μεσότητι οὖσα»: η μετοχή συνάπτεται στον όρο «ἕξις» και προσθέτει την ειδοποιό διαφορά
στον ορισμό της αρετής. Δεν πρόκειται για οποιαδήποτε έξη, αλλά για έξη που την
χαρακτηρίζει η μεσότητα και μάλιστα η «πρὸς ἡμᾶς».
Τα υποκειμενικά κριτήρια («πρὸς ἡμᾶς»): το μέσον αυτό δεν είναι ούτε πάρα
πολύ ούτε πολύ λίγο ούτε είναι ένα για όλους. Είναι σχετικό και ο προσδιορισμός
του εξαρτάται από τον ίδιο τον άνθρωπο, ο οποίος με τη χρήση της λογικής μπορεί
να συνεκτιμά διάφορους αστάθμητους και μεταβλητούς παράγοντες, όπως τις
ιδιαίτερες ανάγκες του, τις περιστάσεις, την εποχή, τον τόπο, τα κοινωνικά
πρότυπα κ.τ.λ.
δ. «τῇ πρὸς ἡμᾶς»: η μεσότητα προσδιορίζεται με βάση τα υποκειμενικά
κριτήρια. Αυτό προκύπτει ως εξής: αφού η αρετή είναι έξη, δεν είναι μια
οποιαδήποτε έξη, αλλά έξη που την χαρακτηρίζει η μεσότητα και μάλιστα η «πρὸς ἡμᾶς», η οποία σχετίζεται με τον ίδιο τον
άνθρωπο και τις επιλογές του, οι οποίες ρυθμίζονται από εξωγενείς και
μεταβλητούς παράγοντες.
ε. «ὡρισμένῃ λόγῳ καὶ ᾧ ἂν ὁ
φρόνιμος ὁρίσειεν»: το μετοχικό αυτό σύνολο συνάπτεται
στον όρο «ἐν
μεσότητι» και δίνει τα κριτήρια προσδιορισμού της υποκειμενικής μεσότητας με τα
οποία περιορίζεται το υποκειμενικό στοιχείο και κερδίζει σε αντικειμενικότητα.
Γι’ αυτό ο Αριστοτέλης σπεύδει να διευκρινίσει ότι ο κοινός κανόνας, που θα
εξασφαλίσει το στοιχείο της αντικειμενικότητας στην ανθρώπινη αυτή ιδιότητα,
είναι η ανθρώπινη λογική, ο ορθός λόγος. Προχωρεί μάλιστα με ακόμη αυστηρότερο
τρόπο στον καθορισμό του αντικειμενικού αυτού κριτηρίου: δεν μετράει γι’ αυτόν
τόσο η κοινή ανθρώπινη λογική όσο η λογική του φρόνιμου ανθρώπου, του ανθρώπου
που «βουλεύεται εὖ»
(Ηθικά Νικομάχεια 1141 b 10). Συγκεκριμένα, οι έννοιες «λόγος» και «φρόνιμος»
έχουν το εξής περιεχόμενο:
«λόγος»:
ο λόγος - φρόνηση αποτελεί ένα από τα στάδια της πορείας προς την αρετή, αφού
με αυτόν ο άνθρωπος μπορεί να διακρίνει τις καλές από τις κακές πράξεις. Το
άλλο στάδιο είναι ο νόμος, που συνηθίζει τους ανθρώπους να ενεργούν ενάρετα ως
πολίτες. Άρα, ο λόγος βοηθά τον νόμο να τελειοποιεί το έργο του.
«φρόνιμος»:
η φρόνηση συνδέεται με τον λόγο και αν υπάρχει αυτή, υπάρχουν συγκεντρωμένες
στον άνθρωπο και όλες οι άλλες αρετές. Ο φρόνιμος άνθρωπος είναι αυτός που θα
καθορίσει με τη λογική του το «δέον», τις σωστές ενέργειες που πρέπει να
ακολουθούνται μέσα στην κοινωνία. Το περιεχόμενο, όμως, της έννοιας «φρόνιμος»
και «δέον» δεν μπορεί να καθοριστεί με σαφήνεια. Στον αντικειμενικό
προσδιορισμό τους παίζει ρόλο τόσο η ανθρώπινη λογική όσο και η εποχή, η
κοινωνία, τα πρότυπα των ανθρώπων, στοιχεία τα οποία συνεχώς μεταβάλλονται.
Β3. Ποιες
απόψεις εξέφρασε ο Αριστοτέλης για την πόλη της Αθήνας και τους Αθηναίους,
σύμφωνα με την παράδοση, λίγο πριν εγκαταλείψει την Αθήνα;
Η παράδοση λέει πως όταν έφευγε ο
Αριστοτέλης από την Αθήνα, τον ρώτησαν «Τίς ἐστιν ἡ τῶν Ἀθηναίων πόλις;». Εκείνος χαρακτήρισε
την πόλη που τον φιλοξένησε τριάντα τόσα χρόνια με ένα αληθινά εντυπωσιακό
επίθετο· την ονόμασε παγκάλη, πανέμορφη· παραπονέθηκε όμως πως πίσω από την
ασύγκριτη ομορφιά της κρύβει μιαν ασχήμια από τις πιο σιχαμερές και τις πιο
ανυπόφορες· χρησιμοποιώντας στίχους από την Οδύσσεια έκανε έναν δριμύ υπαινιγμό
στους συκοφάντες, που δεν ήταν μόνο πολλοί στην Αθήνα· ήταν και ένα είδος που
δεν έλειπε δυστυχώς ποτέ, αφού πάντα βρίσκονταν οι πρόθυμοι να διαδεχτούν τους
προηγούμενους! Σύμφωνα με μια δεύτερη διήγηση τον ρώτησαν επίσης τις κρίσιμες
εκείνες μέρες γιατί εγκατέλειπε την Αθήνα, κι εκείνος απάντησε ότι δεν ήθελε να
δώσει στους Αθηναίους την ευκαιρία να σφάλουν για δεύτερη φορά σε βάρος της
φιλοσοφίας, κάνοντας, βέβαια, τη φορά αυτή υπαινιγμό στη θανατική καταδίκη και
στο τέλος του Σωκράτη.
Β4. Να
βρείτε στο κείμενο που σας δίνεται μία ομόρριζη λέξη για καθεμιά από τις
παρακάτω λέξεις: σχέση, ανόρθωση, καθαίρεση, απάθεια, υπόλοιπο, διαβλητός, εικαστικός,
ουσία, πρακτική, ραστώνη.
σχέση: ἕξις
ανόρθωση: κατορθοῦν
καθαίρεση: προαιρετική
απάθεια: πάθεσι
υπόλοιπο: ἔλλειψιν
διαβλητός: ὑπερβολὴν
εικαστικός: εἴκαζον
ουσία: ἔστιν
πρακτική: πράξεσι
ραστώνη: ῥᾴδιον