Veronica Minozzi
Βασικά σημεία στο Αμάρτημα της μητρός μου
Κατά τη μελέτη του κειμένου, θα πρέπει να προσεχθούν ιδιαίτερα:
Το αυτοβιογραφικό και βιωματικό στοιχείο του κειμένου
Η αυτοβιογραφική υπόσταση του κειμένου καθίσταται σαφής με:
- την πρωτοπρόσωπη αφήγηση που δημιουργεί αμέσως την αίσθηση πως μας παρουσιάζεται η προσωπική ιστορία του αφηγητή
- την εσωτερική εστίαση με την οποία δίνεται η αφήγηση (μαθαίνουμε τα γεγονότα όπως τα είδε και τα αντιλήφθηκε ο αφηγητής)
- τον ομοδιηγητικό αφηγητή, ο οποίος μας αφηγείται τη δική του ιστορία
- της ύπαρξης ενός ενδοδιηγητικού αφηγητή (της μητέρας), που ενισχύει την αίσθηση πως η αφήγηση δίνεται από τα πρόσωπα που έζησαν πραγματικά τα γεγονότα της ιστορίας
- τον ελεύθερο πλάγιο λόγο, με τον οποίο ο αφηγητής εντάσσει τα λόγια των άλλων προσώπων στο δικό του αφηγηματικό λόγο, αποκαλύπτοντας έτσι πως ήταν παρών όταν αυτά ειπώθηκαν
- τις κτητικές αντωνυμίες (ήδη από τον τίτλο: της μητρός μου)
- τα ονόματα των ηρώων που ταυτίζονται με τα πραγματικά ονόματα των μελών της οικογένειας του αφηγητή και ιδίως το όνομα του ίδιου του αφηγητή
Το βιωματικό στοιχείο του κειμένου, η αίσθηση δηλαδή ότι ο αφηγητής μας παρουσιάζει γεγονότα που τα έχει ζήσει ο ίδιος, ενισχύεται αφενός από την αυτοβιογραφική υπόσταση του κειμένου κι αφετέρου από την ταύτιση των γεγονότων της αφήγησης με την πραγματική ιστορία του αφηγητή.
Ο θάνατος του πατέρα, ο θάνατος της Αννιώς, τα ταξίδια του αφηγητή στην Πόλη και στην Κύπρο, η πολύχρονη παραμονή του στο εξωτερικό, είναι γεγονότα που συμφωνούν με την πραγματική του ιστορία.
Τα ψυχογραφικά χαρακτηριστικά του διηγήματος και η διείσδυση στο ψυχικό βάθος των κειμενικών προσώπων
Η ψυχογραφική διάσταση του κειμένου εξυπηρετείται:
- με την προσεκτική παρακολούθηση των πράξεων των προσώπων και του αντίκτυπου που έχουν αυτές στα υπόλοιπα πρόσωπα. Οι πράξεις και οι διαθέσεις της μητέρας παρακολουθούνται με αγωνία από τον αφηγητή-παιδί που αποζητά απεγνωσμένα την αγάπη και την προσοχή της
- με τη χρήση σύντομων εσωτερικών μονολόγων, όπου οι ήρωες μας παρουσιάζουν τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους (π.χ. οι σκέψεις του μικρού παιδιού έχοντας ακούσει την προσευχή της μητέρας, οι σκέψεις της μητέρας, στα πλαίσια της δικής της αφήγησης, όταν αντιλαμβάνεται ότι η Αννιώ κινδυνεύει να πεθάνει παρά τις φροντίδες που της παρέχει)
- με την περιγραφή των αντιδράσεων των προσώπων στα πλαίσια των συγκρούσεών τους ή μπροστά σε σημαντικά γεγονότα (προσευχή της μητέρας, αμάρτημα της μητέρας, εξομολόγηση στον αφηγητή και στον πατριάρχη)
Η επιθυμία του αφηγητή να παρουσιάσει τη συναισθηματική κατάσταση των ηρώων, τις ιδιαίτερες ψυχολογικές τους διακυμάνσεις και φυσικά την επίδραση που ασκούν στην ψυχοσύνθεσή τους τα σημαντικά γεγονότα της ιστορίας, διατρέχει όλο το κείμενο και αποτελεί την πρωταρχική μέριμνά του.
Η κυριαρχία του μέτρου στην απόδοση του δράματος και η απουσία ακροτήτων και υπερβολών
Η συγκράτηση που χαρακτηρίζει την αφήγηση του Βιζυηνού και η απουσία συναισθηματικών εξάρσεων και υπερβολών, που προσφέρουν μια αίσθηση ωριμότητας και ελέγχου στο κείμενο, μπορούν να αποδοθούν σε δύο στοιχεία.
α) Το κείμενο γράφεται στα χρόνια που γίνεται η εμφάνιση του Ρεαλισμού στην ελληνική πεζογραφία. Η κόπωση που έχει προκαλέσει ο μελοδραματισμός και οι ακρότητες του Ρομαντισμού, οδηγούν σε μια πιο μετρημένη πεζογραφική απόδοση των δραματικών γεγονότων.
Ο Ρεαλισμός αποζητά την απελευθέρωση του αναγνώστη από την καθοδήγηση του συγγραφέα/αφηγητή. Τα γεγονότα παρουσιάζονται ως έχουν κι ο αναγνώστης αφήνεται ελεύθερος να αισθανθεί γι’ αυτά όπως ο ίδιος θέλει, χωρίς την προσπάθεια του αφηγητή να τον οδηγήσει στη συγκίνηση με έντονα φορτισμένες αφηγηματικές περιγραφές.
β) Η σημαντική παιδεία του συγγραφέα και η συστηματική μελέτη της ψυχολογίας τον αποτρέπουν ενστικτωδώς από τις συναισθηματικές ακρότητες. Ο Βιζυηνός επιθυμεί να επενδύσει στη βαθύτητα του κειμένου, μέσω της ψυχογραφικής του διάστασης, και όχι σε μια επιφανειακή επιδίωξη της συγκίνησης του αναγνώστη.
Ο λαογραφικός θησαυρός που καταγράφεται στο κείμενο
Το Αμάρτημα της μητρός μου περιέχει πληθώρα λαογραφικών στοιχείων, καθώς ο συγγραφέας φροντίζει να καταγράψει ήθη και έθιμα της γενέτειράς του, λαϊκές αντιλήψεις για την έναρξη και την έκβαση της ασθένειας, αλλά και λιγότερο γνωστές λαϊκές συνήθειες, όπως είναι η ιεροτελεστία για την επίκληση της ψυχής ενός πεθαμένου προσφιλούς προσώπου.
Αναλυτικότερα, στο κείμενο βρίσκουμε: πληροφορίες για τη θέση της γυναίκας, στοιχεία για τα λαϊκά και απλοϊκά μέσα αντιμετώπισης των ασθενειών, στα οποία συμπλέκεται η θρησκεία με τη δεισιδαιμονία, τις λαϊκές αντιλήψεις για το «εξωτικόν» και για το δαιμονισμό των ανθρώπων από τη δύναμη του κακού, αλλά και για τα θρησκευτικά δρώμενα που αποσκοπούσαν στην υπερνίκηση του κακού.
Επίσης, μας δίνονται βασικές πληροφορίες για το εθιμοτυπικό της υιοθεσίας, για το γλέντι του γάμου, για το θεσμό της προίκας, για το θρήνο των νεκρών.
Κατά την περιγραφή της μητέρας και του πατρικού σπιτιού αντλούμε πληροφορίες για την ενδυμασία της εποχής, αλλά και για την αρχιτεκτονική των σπιτιών.
Βρίσκουμε ακόμη αναφορές για τα μοιρολόγια, για τα συγχωροχάρτια, για τη συνήθεια της εξομολόγησης, και φυσικά ακούμε τη γνήσια δημοτική ομιλία των ανθρώπων, που εμπλουτίζεται με πληθώρα λαϊκών και στερεότυπων εκφράσεων.
Το ηθογραφικό στοιχείο
Με τον όρο ηθογραφία εννοούμε την αναπαράσταση, την περιγραφή και την απόδοση των ηθών, των εθίμων, της ιδεολογίας και της ψυχοσύνθεσης ενός λαού, όπως αυτά έχουν διαμορφωθεί υπό την επίδραση του φυσικού περιβάλλοντος και των ιστορικών και κοινωνικών συνθηκών σ’ ένα συγκεκριμένο τόπο και χρόνο.
Το κείμενο του Βιζυηνού είναι ηθογραφικό υπό την έννοια ότι παρουσιάζει τα ήθη (τα καθιερωμένα πρότυπα κοινωνικής συμπεριφοράς) και τα έθιμα του τόπου καταγωγής του: κοινωνική θέση γυναίκας, γάμος, υιοθεσία. Μας δίνει μια σαφή εικόνα για το πώς σκέφτονταν και πως αντιλαμβάνονταν βασικές πτυχές του ανθρώπινου βίου (λαϊκές αντιλήψεις, δοξασίες και προκαταλήψεις της εποχής). Αποτελεί γενικότερα μια ρεαλιστική αναπαράσταση της ζωής των απλών κατοίκων της γενέτειράς του. Από το διήγημα αυτό περνάει όλος ο κύκλος της θρακιώτικης ζωής: γέννηση, θάνατος, χαρές, πίκρες.
Ο λαογραφικός θησαυρός που καταγράφεται στο Αμάρτημα της μητρός αποτελεί επί της ουσίας έναν από τους τρόπους που εξυπηρετείται η ηθογραφική διάσταση του κειμένου. Ενώ, η παρουσίαση της καθημερινότητας των απλών ανθρώπων, η καταγραφή της γλώσσας του και των λαϊκών εκφράσεων, η αναφορά σε σημαντικά έθιμα καθώς και στα πρότυπα κοινωνικής συμπεριφοράς (τα ήθη), συμπληρώνουν την ηθογραφία του κειμένου.
Θα πρέπει πάντως να τονιστεί πως ο Βιζυηνός απέχει κατά πολύ από την απλή ηθογραφία, καθώς στα έργα του επιχειρεί κυρίως να διεισδύσει στο ψυχικό βάθος των ηρώων του. Έτσι, η ψυχογραφία του κειμένου αποτελεί το βασικό σημείο διάκρισης από τα καθαυτό ηθογραφικά έργα.
Στο Αμάρτημα της μητρός μου, συντελείται η αποκάλυψη ενός ολόκληρου μικρόκοσμου μέσα από τις πολλαπλές σχέσεις των ατόμων που το αποτελούν με το φυσικό και μεταφυσικό τους περιβάλλον και όχι απλώς η διερεύνηση ενός συγκεκριμένου και περιορισμένου ανθρώπινου τοπίου.
Η λειτουργία των περιγραφών στο σώμα της αφήγησης
«Ο ρόλος τους είναι πολλαπλός: να συμπληρώνουν τα κενά, να δημιουργούν αντιθέσεις, να εντείνουν τις δραματικές καταστάσεις, να στήνουν μυστικές γέφυρες ανάμεσα στους ανθρώπους και στα πράγματα.» (Παν. Μουλλάς)
Σε αντίθεση με τα ιστορικά μυθιστορήματα, που αποτελούσαν την πεζογραφική παράδοση για τους λογοτέχνες της εποχής, όπου οι περιγραφές ήταν εκτενέστατες και αποτελούσαν σε μεγάλο βαθμό παρέκβαση από τον αφηγηματικό κορμό, στο έργο του Βιζυηνού οι περιγραφές είναι σύντομες, αποδίδονται στον αφηγητή και δεν διακόπτουν τη ροή της αφήγησης, καθώς η διάρκειά τους συμπίπτει συνήθως με την πραγματική διάρκεια που απαιτείται για τη θέαση ενός προσώπου ή του χώρου.
Ιδωμένες μέσα από τα μάτια του αφηγητή οι περιγραφές λειτουργούν ενισχυτικά για τη συναισθηματική του κατάσταση ή δημιουργούν μια καίρια εσωτερική αντίθεση.
Για παράδειγμα, οι περιγραφές που δίνονται από το παιδί-αφηγητή κατά τη διάρκεια της πρώτης διανυκτέρευσης στην εκκλησία, όπου ο φόβος του δημιουργεί γύρω του ένα τρομακτικό σκηνικό παραισθήσεων και ψευδαισθήσεων, φωτίζουν με τον πλέον εναργή τρόπο τη συναισθηματική ένταση του παιδιού. Συνάμα αποκαλύπτουν πως η εσωτερική εστίαση, με την οποία ο Βιζυηνός επιχειρεί για πρώτη φορά στην ελληνική λογοτεχνία να δώσει την αφήγησή του, καθίσταται συγχρονική, παρουσιάζοντάς μας τα γεγονότα όπως ακριβώς τα βίωσε το μικρό παιδί.
Από την άλλη, η περιγραφή του προσώπου της Αννιώς που με την ασθενική και γλυκύτατη όψη του σχηματίζουν την εικόνα ενός αξιολάτρευτου παιδιού, δημιουργούν μια έντονη εσωτερική αντίθεση ανάμεσα στην ανομολόγητη ζήλια που αισθάνεται ο αφηγητής-παιδί και στην επίγνωση πως τα συναισθήματά του δεν μπορούν να στρέφονται ενάντια στην άρρωστη και από κάθε άποψη αξιαγάπητη αδερφή του.
Η περιγραφή του δωματίου, όπου η Αννιώ θα αφήσει την τελευταία της πνοή, με τα ρούχα του πατέρα να είναι τοποθετημένα στο κρεβάτι, τις λαμπάδες και το σκεύος με το νερό, δημιουργούν στον αναγνώστη την ιδανική εκείνη μυστηριακή αίσθηση που απαιτείται για την απόπειρα επικοινωνίας ανάμεσα στο φυσικό και το μεταφυσικό κόσμο. Ενώ, συγχρόνως, λειτουργεί αποτελεσματικά για την προετοιμασία του αναγνώστη να δεχτεί εντελώς φυσικά το χαμό του μικρού παιδιού.
Η δυαδική αφηγηματική δομή (οπτική γωνία του αφηγητή και οπτική γωνία της μητέρας)
Ο Βιζυηνός είναι ο εισηγητής της πρωτοπρόσωπης αφήγησης και της εσωτερικής εστίασης στην ελληνική πεζογραφία, γεγονός που τον φέρνει αντιμέτωπο με δυσκολίες και αφηγηματικές προκλήσεις, χωρίς να έχει στη διάθεσή του προηγούμενες απόπειρες από άλλους πεζογράφους.
Η δυαδική αφηγηματική δομή αποτέλεσε μια ευφυή επιλογή του συγγραφέα που του επέτρεψε να σεβαστεί αφενός τους περιορισμούς που απαιτεί η εσωτερική εστίαση κι αφετέρου να διατηρήσει την απορία του αναγνώστη σχετικά με το αμάρτημα της μητέρας.
Αν η αφήγηση ήταν δοσμένη τριτοπρόσωπα θα ήταν σαφώς ευκολότερο για τον αμέτοχο αφηγητή να σεβαστεί την άγνοια των ηρώων και να διατηρήσει την αγωνία και την απορία για το αμάρτημα της μητέρας. Εντούτοις, παρά τη δυσκολία που του δημιουργεί η πρωτοπρόσωπη αφήγηση και η εσωτερική εστίαση, ο Βιζυηνός κατορθώνει με τη διπλή οπτική γωνία (αφηγητής-μητέρα), αλλά και με τη διάσταση ανάμεσα στην παιδική και την ενήλικη συνείδηση του αφηγητή να εξυπηρετήσει τις ανάγκες του αινίγματος. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, πως τη στιγμή που ο αφηγητής καταγράφει την ιστορία του, έχει ήδη βιώσει όλα τα γεγονότα, γνωρίζει ποιο είναι το αμάρτημα της μητέρας και μπορεί έτσι να κρίνει τόσο τη δική του στάση όσο και τη στάση της μητέρας, έχοντας όλες τις αναγκαίες πληροφορίες. Έτσι, ο μόνος τρόπος για να μεταδώσει στον αναγνώστη την αίσθηση ότι αγνοεί το αμάρτημα, είναι να παρουσιάσει τα γεγονότα όπως τα βίωσε ως μικρό παιδί, καθιστώντας την εσωτερική εστίαση συγχρονική με τα περιγραφόμενα γεγονότα.
Στο πρώτο μέρος ο αφηγητής μας παρουσιάζει τα γεγονότα της παιδικής του ηλικίας, όπως τα βίωσε τότε που ήταν παιδί, προσπαθώντας να διατηρήσει ακέραια την αίσθηση του αναγνώστη ότι ακούει την ιστορία δοσμένη από την παιδική συνείδηση του αφηγητή. Ενώ, στην πορεία ο ενήλικας αφηγητής λαμβάνει το λόγο παρουσιάζοντας τα γεγονότα είτε όπως τα πληροφορήθηκε από την οικογένειά του -για το διάστημα της απουσίας του- είτε όπως τα έζησε ο ίδιος από τη στιγμή που επέστρεψε από το εξωτερικό.
Η αφήγηση της μητέρας, δοσμένη επίσης με εσωτερική εστίαση, αυτή τη φορά όμως ιδωμένη μέσα από την οπτική της μητέρας, έρχεται να αποκαλύψει το αμάρτημά της και να δώσει τη λύση του αινίγματος που τέθηκε με τον τίτλο του διηγήματος.
Η βαθιά γνώση της ψυχολογίας επιτρέπει στον συγγραφέα να παραστήσει με ιδιαίτερη πιστότητα τις αδυναμίες και τα ελαττώματα ενός ανθρώπου στον αφηγητή του. Έτσι, στην αφήγηση του μικρού παιδιού αποκρύπτεται η ένταση των συναισθημάτων ζήλιας κι επιχειρείται μια εξιδανίκευση της συμπεριφοράς του παιδιού, όπως ακριβώς θα γινόταν από κάθε άνθρωπο που επιστρέφει στα γεγονότα του παρελθόντος για να διηγηθεί την προσωπική του ιστορία.
Την αλήθεια θα μας τη δώσει η μητέρα, με τη δική της αφήγηση, που θα αποκαλύψει πόσο πολύ ζήλευε και πόσο στεναχωριόταν ο μικρός Γιωργής.
Προσέχουμε, πάντως, πως η εσωτερική εστίαση παραβιάζεται όταν το παιδί-αφηγητής μας παρουσιάζει ήθη, έθιμα, λαϊκές αντιλήψεις και λοιπές λαογραφικές πληροφορίες που ξεπερνούν φυσικά τις γνώσεις ενός δεκάχρονου παιδιού.
Επίσης, παραβίαση της εσωτερικής εστίασης έχουμε όταν ο ενήλικας-αφηγητής παρεμβαίνει με σχόλια ειρωνικής υφής, αλλά και με την έκκληση για συγχώρεση από τη μητέρα για την προσευχή αντεκδίκησης που κάνει ως μικρό παιδί.
Σχολιασμός αφήγησης: η ιστορία δίνεται μέσα από την περιορισμένη προοπτική του αφηγητή-πρωταγωνιστή. Η αφήγηση είναι μεταγενέστερη των γεγονότων και η εστίαση τείνει να γίνει συγχρονική, με αποτέλεσμα να συμμεριζόμαστε τις ανησυχίες τους φόβους και τις απορίες μιας παιδικής συνείδησης. Παράλληλα, είναι εμφανής η διάσταση ανάμεσα στον ώριμο αφηγητή και στην παιδική συνείδηση που προσλαμβάνει τα συμβάντα.
Επίσης, πιο περίπλοκη και εσωτερικότερη είναι η αφηγηματική προοπτική του Βιζυηνού∙ οριοθετεί τη μετάβαση από τη διήγηση στην αφήγηση, από την ιστορία στην πεζογραφία.
Η αφηγηματική προοπτική των διηγημάτων του Βιζυηνού, το ποιος βλέπει δηλαδή τα γεγονότα, με την υιοθέτηση της πρωτοπρόσωπης αφήγησης και με τη θέαση των γεγονότων από τον ήρωα-αφηγητή (και όχι από έναν απρόσωπο παντογνώστη αφηγητή), σηματοδότησε για την ελληνική λογοτεχνία το πέρασμα από τα ιστορικό μυθιστορήματα όπου κυριαρχεί η διήγηση, η απρόσωπη δηλαδή διήγηση της ιστορίας από έναν αμέτοχο αφηγητή, στην αφήγηση των προσωπικών εμπειριών και βιωμάτων του αφηγητή, που χαρακτήρισαν τελικά σε μεγάλο βαθμό τα ηθογραφικά και ψυχογραφικά διηγήματα.
Σχολιασμός πλοκής: έντονα είναι τα χαρακτηριστικά της έκπληξης, της αγωνίας και του αινίγματος. Το διήγημα εξυφαίνεται και παρουσιάζεται κατά τέτοιο τρόπο, που θα ταίριαζε σε αστυνομικές ιστορίες.