Panoramic Images
Γιάννης Ρίτσος «Αρχαίο θέατρο»
Η
επίδραση της ελληνικής αρχαιότητας στη διαμόρφωση της νεοελληνικής ταυτότητας
είναι ένα θέμα που έχει απασχολήσει πολλούς λογοτέχνες και στοχαστές. O Γιάννης
Ρίτσος, σε μια συμβολική αναπαράσταση της ιστορικής συνέχειας ανάμεσα στον
αρχαίο και το νέο ελληνισμό, τοποθετεί ένα νέο Έλληνα στο κέντρο ενός αρχαίου
θεάτρου και συσχετίζει την κραυγή εκείνου με την αιώνια αντήχηση του
διθυράμβου. Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Μαρτυρίες Α΄ (1963).
Όταν,
κατά το μεσημέρι, βρέθηκε στο κέντρο του αρχαίου θεάτρου,
νέος Έλληνας αυτός, ανύποπτος, ωστόσο ωραίος όπως εκείνοι,
έβαλε μια κραυγή (όχι θαυμασμού· το θαυμασμό
δεν τον ένιωσε διόλου, κι αν τον ένιωθε
σίγουρα δε θα τον εκδήλωνε), μια απλή κραυγή
ίσως απ’ την αδάμαστη χαρά της νεότητάς του
ή για να δοκιμάσει την ηχητική τού χώρου. Απέναντι,
πάνω απ' τα κάθετα βουνά, η ηχώ αποκρίθηκε –
η ελληνική ηχώ που δε μιμείται ούτε επαναλαμβάνει
μα συνεχίζει απλώς σ’ ένα ύψος απροσμέτρητο
την αιώνια ιαχή* του διθυράμβου*.
Ανθολογία
Γιάννη Ρίτσου, επιλογή Χρύσα Προκοπάκη, Κέδρος
*ιαχή:
κραυγή
*διθύραμβος: είδος ενθουσιαστικού ποιήματος προς τιμή του Διονύσου, λυρικό-ορχηστρικό τραγούδι
Όταν,
κατά το μεσημέρι, βρέθηκε στο κέντρο του αρχαίου θεάτρου,
νέος Έλληνας αυτός, ανύποπτος, ωστόσο ωραίος όπως εκείνοι,
έβαλε μια κραυγή
Το ποίημα
του Γιάννη Ρίτσου έχει εμφανώς αφηγηματικό χαρακτήρα και επικεντρώνεται σε ένα
φαινομενικά απλό περιστατικό, μέσω του οποίου ωστόσο οδηγείται σε ουσιώδη συμπεράσματα
σχετικά με τη σύνδεση παρόντος παρελθόντος. Ένας νέος στην ηλικία Έλληνας -και
παραλλήλως νεοέλληνας- βρίσκεται στο κέντρο ενός αρχαίου θεάτρου, χωρίς να έχει
πλήρη επίγνωση της καλλιτεχνικής, θρησκευτικής, ιστορικής και πολιτισμικής
αξίας του χώρου. Ο νεαρός αυτός, αν και δεν γνωρίζει την αξία του χώρου, έχει όμως
ένα κοινό στοιχείο με τους αρχαίους προγόνους του‧ είναι κι εκείνος ωραίος όπως ήταν κι εκείνοι. Η αισθητική
παράμετρος, το κάλλος και η ευδαιμονική πτυχή της νεότητας λειτουργούν
διαχρονικά ως χαρακτηριστικά του ελληνικού πολιτισμού. Ο νέος ενστικτωδώς
βγάζει μια κραυγή, λειτουργώντας, από τη δική του οπτική, με αδιαφορία για τον
χώρο του θεάτρου.
(όχι
θαυμασμού· το θαυμασμό
δεν τον ένιωσε διόλου, κι αν τον ένιωθε
σίγουρα δε θα τον εκδήλωνε)
Ο
ποιητής με τους παρενθετικούς στίχους σχολιάζει πως η κραυγή που έβγαλε ο νέος δεν
ήταν αποτέλεσμα θαυμασμού, καθώς αυτό είναι ένα συναίσθημα που δεν ήταν σε θέση
να το αισθανθεί. Για να αισθανθεί θαυμασμό θα έπρεπε να κατανοεί βαθύτερα τη
σημασία του χώρου, στον οποίο βρισκόταν, κάτι που δεν συνέβαινε στην περίπτωσή
του. Ακόμη, άλλωστε, κι αν είχε νιώσει θαυμασμό δεν θα τον εκδήλωνε σε καμία
περίπτωση, διότι είτε λόγω της ηλικίας του είτε λόγω του φύλου του θα θεωρούσε
πως αυτό ήταν ένα συναίσθημα που δεν του άρμοζε. Η κραυγή του, επομένως, δεν είναι
εκδήλωση ή δηλωτική του θαυμασμού του για την ιστορική διαδρομή και το
πολιτισμικό άλμα του χώρου αυτού.
μια
απλή κραυγή
ίσως απ’ την αδάμαστη χαρά της νεότητάς του
ή για να δοκιμάσει την ηχητική τού χώρου.
Η
κραυγή του νεαρού, όπως πιθανολογεί ο ποιητής, αποτελούσε είτε ξέσπασμα της ανεξέλεγκτης
χαράς που συνοδεύει τη νεανική ηλικία είτε προσπάθεια του νεαρού να δοκιμάσει
την ηχητική του χώρου και το πώς θα ακουστεί γύρω του ο ήχος της κραυγής. Ο
νεαρός εντελώς ασύνειδα, ωστόσο, εκφράζει με τη κραυγή του ένα συναίσθημα που
βρισκόταν στο επίκεντρο της αρχαιοελληνικής δημιουργίας, δοθέντος πως το
ξεκίνημα της θεατρικής τέχνης αντλήθηκε από τις ευδαιμονικές τελετές προς τιμήν
του θεού Διόνυσου. Η διονυσιακή έκσταση, η εκτόνωση της περίσσιας δύναμης, η
αποτρεπτική λειτουργία των κραυγών, η ένθεη μανία αποτέλεσαν τότε το έναυσμα
μιας κορυφαίας μορφής τέχνης, μα δεν έπαψαν να επαναλαμβάνονται στην αυτοτελή τους
μορφή κατά τη διάρκεια των αιώνων. Ο δυναμισμός μιας νεανικής κραυγής
αποτελούσε τότε, όπως συμβαίνει και τώρα, την έκφραση μιας πηγαίας χαράς κι ενός
εσωτερικού ξεχειλίσματος ποικίλων συναισθημάτων.
Απέναντι,
πάνω απ' τα κάθετα βουνά, η ηχώ αποκρίθηκε –
η ελληνική ηχώ που δε μιμείται ούτε επαναλαμβάνει
μα συνεχίζει απλώς σ’ ένα ύψος απροσμέτρητο
την αιώνια ιαχή του διθυράμβου.
Η κραυγή
του νεαρού, όπως άλλοτε οι κραυγές αρχαίων Ελλήνων, βρήκε ανταπόκριση από τα
βουνά που στέκονται κάθετα απέναντι στο θέατρο κι ακούστηκε ο αντίλαλός της. Η
ηχώ αυτή, ωστόσο, έχει την ιδιάζουσα ελληνική ποιότητα, η οποία συνίσταται στο
γεγονός πως δεν μιμείται ούτε επαναλαμβάνει επακριβώς κάποιον ήχο. Η ελληνική
ηχώ διατηρεί, όπως καθετί γνήσια ελληνικό, το προνόμιο της πρωτότυπης
δημιουργίας και της ανανεωτικής δυναμικής. Η ελληνική ηχώ δεν επανέλαβε την
κραυγή του νέου, πήρε όμως από εκείνη τα στοιχεία που τη συνέδεαν με την
αρχαιοελληνική διονυσιακή λατρεία, όπως αυτή εκφραζόταν στα υμνητικά άσματα του
διθυράμβου, και της έδωσε τον χαρακτήρα μιας ευπρόσδεκτης συνέχειας. Μιας
συνέχειας, η οποία συνδέει την αρχή του διονυσιακού διθυράμβου με τη σύγχρονη,
διαχρονική και αέναα επαναλαμβανόμενη ιαχή της νεανικής ψυχής. Μια συνέχεια που
προσδίδει στην κραυγή του νέου το βάρος της αρχαιοελληνικής προγονικής της ταυτότητας,
μα και την ώθηση να προχωρήσει σε ένα νέο ύψος απροσμέτρητων προοπτικών, οι
οποίες βρίσκονται σε σύνδεση με το παρελθόν έχουν όμως τη δυνατότητα και την
ελευθερία να εξελίσσονται διαρκώς διασφαλίζοντας τη συνέχεια της ελληνικής
δημιουργίας και της ελληνικής ψυχής.
Γιάννης Ρίτσος «Αρχαίο θέατρο»
νέος Έλληνας αυτός, ανύποπτος, ωστόσο ωραίος όπως εκείνοι,
έβαλε μια κραυγή (όχι θαυμασμού· το θαυμασμό
δεν τον ένιωσε διόλου, κι αν τον ένιωθε
σίγουρα δε θα τον εκδήλωνε), μια απλή κραυγή
ίσως απ’ την αδάμαστη χαρά της νεότητάς του
ή για να δοκιμάσει την ηχητική τού χώρου. Απέναντι,
πάνω απ' τα κάθετα βουνά, η ηχώ αποκρίθηκε –
η ελληνική ηχώ που δε μιμείται ούτε επαναλαμβάνει
μα συνεχίζει απλώς σ’ ένα ύψος απροσμέτρητο
την αιώνια ιαχή* του διθυράμβου*.
*διθύραμβος: είδος ενθουσιαστικού ποιήματος προς τιμή του Διονύσου, λυρικό-ορχηστρικό τραγούδι
νέος Έλληνας αυτός, ανύποπτος, ωστόσο ωραίος όπως εκείνοι,
έβαλε μια κραυγή
δεν τον ένιωσε διόλου, κι αν τον ένιωθε
σίγουρα δε θα τον εκδήλωνε)
ίσως απ’ την αδάμαστη χαρά της νεότητάς του
ή για να δοκιμάσει την ηχητική τού χώρου.
πάνω απ' τα κάθετα βουνά, η ηχώ αποκρίθηκε –
η ελληνική ηχώ που δε μιμείται ούτε επαναλαμβάνει
μα συνεχίζει απλώς σ’ ένα ύψος απροσμέτρητο
την αιώνια ιαχή του διθυράμβου.