Steve Henderson
Γιάννης
Ρίτσος «Εαρινή Συμφωνία» XVI-XVII
XVI
Χαρά χαρά.
Δε μας νοιάζει
τι θ’ αφήσει το φιλί μας
μέσα στο χρόνο και στο τραγούδι.
Αγγίξαμε
το μέγα άσκοπο
που δε ζητά το σκοπό του.
Ο Θεός
πραγματοποιεί τον εαυτό του
στο φιλί μας.
Περήφανοι εκτελούμε
την εντολή του απείρου.
Ένα μικρό παράθυρο
βλέπει τον κόσμο.
Ένα σπουργίτι λέει
τον ουρανό.
Σώπα.
Στην κόγχη των χειλιών μας
εδρεύει το απόλυτο.
Σωπαίνουμε κι ακούμε
μες στο γαλάζιο βράδυ
την ανάσα της θάλασσας
καθώς το στήθος κοριτσιού ευτυχισμένου
που δε μπορεί να χωρέσει
την ευτυχία του.
Ένα άστρο έπεσε.
Είδες;
Σιωπή.
Κλείσε τα μάτια.
XVII
Δε φοβούμαι.
Ντυμένος το φέγγος
της θωπείας σου
περνώ τολμηρός
μέσ’ απ’ το δάσος της νύχτας.
Κανείς δεν μπορεί
να ρυπάνει
το κράσπεδο της κλίνης μας.
Ας έλθουν οι θύελλες
να συντρίψουν τους καθρέφτες των κήπων.
Ας κλείσει το χιόνι τη θύρα μου.
Ας καλύψει
με την παλάμη της η νύχτα
τον τελευταίο φεγγίτη μου.
Εγώ θα δείχνω στη βροχή
αυτό το εαρινό τριαντάφυλλο
που απόθεσε στα χέρια μου η θωπεία σου
και θα χαμογελώ ιλαρός
μέσα στη μόνωσή μου.
Ποια τιμωρία θ’ απαλείψει
τα πάμφωτα ίχνη των ματιών σου
απ’ τα μάτια μου;
Η «Εαρινή Συμφωνία» (1937-1938) είναι
μια εκτενής ποιητική σύνθεση του Γιάννη Ρίτσου για τη λυτρωτική δύναμη του
έρωτα που φανερώνει στον άνθρωπο τ’ αληθινά θέλγητρα της ζωής. Ο ποιητής
συμφιλιώνεται με τις δυσκολίες του ανθρώπινου βίου και αποδέχεται τις σκοτεινές
πτυχές της ζωής, αφού τώρα γνωρίζει πως υπάρχει ως αντίβαρο μια δίχως όρια πηγή
ευδαιμονίας. Απευθύνεται, μάλιστα, ακόμη και στον Θεό, την ασύγκριτη ισχύ και
σοφία του οποίου μόνο τώρα κατανοεί: «Θεέ μου / η αγάπη μου ‘χε λείψει / για να
χαρώ και να νοήσω / το μεγαλείο σου» (VIII).
XVI
Χαρά χαρά.
Δε μας νοιάζει
τι θ’ αφήσει το φιλί μας
μέσα στο χρόνο και στο τραγούδι.
Ο έρωτας προσφέρει στο ποιητικό
υποκείμενο και στην αγαπημένη του μια τόσο έντονη αίσθηση χαράς, ώστε να
νιώθουν πλέον πως η ζωή τους έχει δικαιωθεί και πως δεν έχουν πια κανένα λόγο
να επιζητούν κάποιου είδους επίτευξη που θα διαφυλάξει στη μνήμη των ανθρώπων
το πέρασμά τους απ’ αυτό τον κόσμο. Το φιλί τους έχει τη δική του αυτόνομη αξία
και δεν τους απασχολεί αν θα μείνει κάτι από αυτό μέσα στο χρόνο και μέσα στο
τραγούδι, μιας και ο έρωτας τους έχει οδηγήσει σε μια συναισθηματική αυτάρκεια
ικανή να άρει κάθε ματαιοδοξία, αλλά και κάθε ενδιαφέρον για οτιδήποτε δεν
αφορά την αγάπη και το ερωτικό τους σμίξιμο.
Αγγίξαμε
το μέγα άσκοπο
που δε ζητά το σκοπό του.
Ο έρωτας αποτελεί το ιδανικό και έξοχο
εκείνο «μέγα άσκοπο» που δεν αναζητά να βρει κάποιο σκοπό για να δικαιολογήσει
την ύπαρξή του, αφού είναι ένα συναίσθημα που φέρνει τον άνθρωπο πιο κοντά απ’
οτιδήποτε στην αίσθηση ολοκλήρωσης. Οι ερωτευμένοι δεν νιώθουν καμία ανάγκη να
αναζητήσουν κάτι πέρα από τον έρωτά τους, ούτε αισθάνονται πως πρέπει ο χρόνος
που περνούν μαζί να οδηγεί κάπου∙ τι θα μπορούσε, άλλωστε, να θεωρηθεί πιο άξιο
και πιο μεστό από το χρόνο που περνά κανείς μαζί μ’ εκείνη που αγαπά και ποθεί
περισσότερο στον κόσμο.
Ο Θεός
πραγματοποιεί τον εαυτό του
στο φιλί μας.
Περήφανοι εκτελούμε
την εντολή του απείρου.
Το φιλί των ερωτευμένων αποτελεί την
πραγμάτωση του θεϊκού στοιχείου που ενυπάρχει στους ανθρώπους, αφού τίποτε δεν
εκπληρώνει περισσότερο τη θεϊκή βούληση απ’ αυτό το πλήρες χάσιμο του ενός
ανθρώπου μέσα στα μάτια και στην ψυχή του άλλου. Δυο ψυχές που ενώνονται τόσο
απόλυτα και συνυπάρχουν με τόση αρμονία, είναι επί της ουσίας η πλέρια εκτέλεση
της εντολής του απείρου που θέλει τους ανθρώπους να ξεπερνούν τα όρια του
πεπερασμένου βίου τους ζώντας κάτι που τους φέρνει σε μια κατάσταση θεϊκής και
βαθιάς ευτυχίας πάνω και πέρα από τα όρια και τους περιορισμούς του χρόνου.
Ακόμη και το ελάχιστο άγγιγμα των χειλιών της αγαπημένης γυναίκας επαρκεί για
να προσφέρει στον ερωτευμένο την αίσθηση πως έχει βιώσει κάτι το απόλυτο που
υπερβαίνει τα στενά όρια της θνητής καρδιάς του.
Ένα μικρό παράθυρο
βλέπει τον κόσμο.
Ένα σπουργίτι λέει
τον ουρανό.
Σώπα.
Η συναισθηματική αυτάρκεια του έρωτα
είναι τέτοια, ώστε και τα πλέον απλά πράγματα αρκούν για να προσφέρουν στους
ερωτευμένους την πιο πλήρη αίσθηση χαράς. Ένα μικρό παράθυρο που να βλέπει έξω
στον κόσμο και το κελάηδισμα ενός σπουργιτιού που να φανερώνει την ομορφιά του
ουρανού, είναι αρκετά για να συνθέσουν ένα ολόκληρο σύμπαν για τους
ερωτευμένους.
Ο ποιητής ζητά από την αγαπημένη του,
αλλά και από την ίδια του την ψυχή, να σωπάσει, ώστε να απολαύσουν τη μυστική
μελωδία∙ την εαρινή εκείνη συμφωνία του έρωτα και της χαράς τους.
Στην κόγχη των χειλιών μας
εδρεύει το απόλυτο.
Ό,τι πιο σημαντικό, ό,τι πιο αγαπημένο,
ό,τι μπορεί να προσφέρει στους ερωτευμένους την πιο δυνατή χαρά βρίσκεται κι
εδρεύει στην κοιλότητα των χειλιών τους, και κάθε που θέλουν να γευτούν ξανά
την ένταση του έρωτά τους αρκεί ένα και μόνο φιλί.
Σωπαίνουμε κι ακούμε
μες στο γαλάζιο βράδυ
την ανάσα της θάλασσας
καθώς το στήθος κοριτσιού ευτυχισμένου
που δε μπορεί να χωρέσει
την ευτυχία του.
Αν μείνουν σιωπηλοί οι δύο ερωτευμένοι
μπορούν ν’ ακούσουν μέσα στην ησυχία της γαλάζιας νύχτας την ανάσα της θάλασσας,
που θυμίζει εκείνη τη βαθιά αναστάτωση ενός κοριτσιού τόσο ευτυχισμένου που
αισθάνεται πως η καρδιά του δεν μπορεί να αντέξει την ευτυχία του. Ένα τέτοιο
πλεόνασμα ευτυχίας βιώνουν κι οι ίδιοι που δύσκολα θα μπορούσαν υπό άλλες
συνθήκες να πιστέψουν πως μια τόσο απόλυτη και αδιατάραχτη αίσθηση χαράς είναι κάτι
που αναλογεί στους ανθρώπους.
Ένα άστρο έπεσε.
Είδες;
Σιωπή.
Κλείσε τα μάτια.
Η ευτυχία των ερωτευμένων είναι τόσο
απόλυτα πλήρης, ώστε δεν έχουν πια την ανάγκη να ευχηθούν για τίποτε άλλο, αφού
ό,τι ζουν ήδη ξεπερνά κάθε προσδοκία που θα μπορούσαν να έχουν. Έτσι, όταν
βλέπουν ένα αστέρι να πέφτει, δεν έχουν καμία ευχή να κάνουν παρά μόνο να
κλείσουν τα μάτια τους κι έτσι σιωπηλοί, ο ένας πλάι στον άλλον, ν’ αφήσουν την
ευτυχία να καλύψει πλήρως την υπόστασή τους.
XVII
Δε φοβούμαι.
Ντυμένος το φέγγος
της θωπείας σου
περνώ τολμηρός
μέσ’ απ’ το δάσος της νύχτας.
Το ποιητικό υποκείμενο, έχοντας δεχτεί
τον έρωτα της αγαπημένης γυναίκας, αισθάνεται πως πια δεν έχει τίποτε να
φοβηθεί. Είναι έτοιμος να διαβεί το δάσος της νύχτας -τις πλείστες παγίδες των
αυθαίρετα ανακλημένων τραυμάτων του παρελθόντος-, χωρίς ν’ ανησυχεί για το αν
θ’ αντέξει μια τέτοια δοκιμασία. Τώρα πια νιώθει τολμηρός, αφού έχει το φως από
το χάδι εκείνης να υπερνικά ακόμη και τις πιο σκοτεινές στιγμές της νύχτας.
Κανείς δεν μπορεί
να ρυπάνει
το κράσπεδο της κλίνης μας.
Ο ποιητής αντλεί μια απίστευτη αίσθηση
δύναμης από την επίγνωση πως ο έρωτάς τους είναι τόσο ισχυρός, ώστε τίποτε δεν
μπορεί να τον βλάψει. Κανείς και τίποτε δεν μπορεί να μολύνει την άκρη του
κρεβατιού τους, αφού η αγάπη τους είναι καθαγιασμένη από την ίδια της την
απολυτότητα.
Ας έλθουν οι θύελλες
να συντρίψουν τους καθρέφτες των κήπων.
Ας κλείσει το χιόνι τη θύρα μου.
Ας καλύψει
με την παλάμη της η νύχτα
τον τελευταίο φεγγίτη μου.
Πλέον ό,τι κι αν συμβεί, ο ποιητής
νιώθει απόλυτα ασφαλής και προφυλαγμένος, αφού έχει μέσα στην ψυχή του τη
βεβαιότητα του έρωτά τους. Ας έρθουν, λοιπόν, θύελλες κι ας συντρίψουν το
καθρέφτισμα της ομορφιάς στους κήπους∙ ας κλείσει το χιόνι την πόρτα του
σπιτιού του∙ ας καλύψει η νύχτα με την ίδια της την παλάμη ακόμη και τον
τελευταίο φεγγίτη, κρύβοντας κάθε ίχνος φωτός από τον ποιητή. Τίποτε δεν θα
μπορέσει να τον πτοήσει.
Εγώ θα δείχνω στη βροχή
αυτό το εαρινό τριαντάφυλλο
που απόθεσε στα χέρια μου η θωπεία σου
και θα χαμογελώ ιλαρός
μέσα στη μόνωσή μου.
Μπροστά σε κάθε και σε όποια δυσκολία ή
αναποδιά∙ μπροστά στην απρόσμενη βροχή, ο ποιητής θα δείχνει το ανοιξιάτικο
τριαντάφυλλο που άφησε στα χέρια του το χάδι της αγαπημένης του και θα χαμογελά
απροσμέτρητα ευτυχισμένος μέσα στην απομόνωσή του.
Ποια τιμωρία θ’ απαλείψει
τα πάμφωτα ίχνη των ματιών σου
απ’ τα μάτια μου;
Ο ποιητής νιώθει μέσα του τόσο ισχυρή
την ευλογία της αγάπης της, ώστε θεωρεί πως τίποτε δεν θα μπορέσει ποτέ να του
στερήσει αυτή τη βαθιά αίσθηση ευδαιμονίας. Ακόμη κι αν η ζηλόφθονη μοίρα
αποφάσιζε να τον τιμωρήσει, που ξεπέρασε τα όρια της ανθρώπινης ευτυχίας,
εκείνος θεωρεί πως δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει τιμωρία ικανή να απαλείψει
από τα μάτια, απ’ τη μνήμη κι απ’ την ψυχή του τα γεμάτα φως ίχνη των ματιών
της.