Anton von Maron
Γιάννης
Ρίτσος «Ορέστης» [απόσπασμα]
...
Ωστόσο αυτή η γυναίκα δε λέει να
σωπάσει. Άκουσέ την.
Πώς δεν ακούει την ίδια τη φωνή της;
Πώς μπορεί να μένει
κλεισμένη ασφυκτικά σε μια στιγμή
παρωχημένου χρόνου,
παρωχημένων αισθημάτων; Πώς μπορεί, και
με τι,
ν’ ανανεώνει αυτό το πάθος της
εκδίκησης και τη φωνή του πάθους
όταν όλοι οι αντίλαλοι τη διαψεύδουν,
τη χλευάζουν μάλιστα∙ οι αντίλαλοι
απ’ τις στοές, απ’ τις κολώνες, απ’ τις
σκάλες, απ’ τα έπιπλα,
απ’ τα πιθάρια του κήπου, απ’ τις
σπηλιές της Ζάρας, απ’ το υδραγω-
γείο,
απ’ τους σταύλους των αλόγων χαμηλά,
απ’ τις σκοπιές των φρουρών
πάνω στους λόφους,
απ’ τις πτυχές των γυναικείων αγαλμάτων
στο προαύλιο
κι απ’ τους ευγενικούς φαλλούς των
πέτρινων δρομέων και δισκοβόλων;
Ακόμη και τ’ ανθοδοχεία του σπιτιού λες
κι αντιτάσσουν στους ολολυ-
γμούς της
μια κίνηση επιείκειας λίγων ευαίσθητων
τριανταφύλλων
με χάρη τοποθετημένων απ’ το χέρι της
μητέρας
εκεί, στη σκαλιστή κονσόλα, μπροστά στο
μεγάλο, πατρογονικό κα-
θρέφτη,
σ’ ένα φέγγος διπλό, από ανταύγεια, σ’
ανταύγεια, υδάτινο, -το αναθυ-
μάμαι
από τα παιδικά μου χρόνια -αυτό μου
μένει ασκίαστο-
υδάτινο φέγγος, λεπταίσθητο, ουδέτερο
-μια αοριστία-
το άχρονο, το αναμάρτητο, -κάτι απαλό
κ’ εξαίσιο
όπως το χνούδι στο λαιμό των κοριτσιών
είτε στα χείλη των εφήβων,
όπως η μυρωδιά ενός σώματος
φρεσκοπλυμένου στα σεντόνια
τα δροσερά θερμασμένα απ’ το χνώτο μιας
νύχτας θερινής, γεμάτης
άστρα.
Τίποτα εκείνη δεν καταλαβαίνει∙ μήτε
τους αντίλαλους
που μυκτηρίζουν την ανάρμοστη φωνή της.
Φοβούμαι∙ δε δύναμαι
ν’ αποκριθώ στο κάλεσμά της -τόσο
υπέρογκο και τόσο αστείο συ-
νάμα-
σ’ αυτά τα στομφώδη της λόγια,
παλιωμένα, σάμπως ξεθαμμένα
από σεντούκια «καλών εποχών» (έτσι που
λένε οι γέροντες),
σαν μεγάλες σημαίες, ασιδέρωτες, που
μέσα στις ραφές τους
έχει εισδύσει η ναφθαλίνη, η διάψευση,
η σιωπή, -τόσο πιο γερασμένες
όσο καθόλου δεν υποψιάζονται τα
γηρατειά τους, κ’ επιμένουν
να πλαταγίζουν μ’ αρχαιόπρεπες
χειρονομίες πάνω από ανύποπτους
διαβάτες
πολυάσχολους ή απαυδημένους, πάνω από
ασφαλτοστρωμένους δρόμους
σεμνούς, παρ’ όλο τους το πλάτος και το
μέγεθος, με τις κομψές βιτρί-
νες τους
όλο γραβάτες, κρύσταλλα, μαγιώ, καπέλα,
τσάντες βούρτσες,
που αντιστοιχούν καλύτερα στις ανάγκες
της ώρας μας
άρα και στην αιώνια ανάγκη της ζωής που
μας προστάζει.
Κι αυτή επιμένει να ετοιμάζει υδρομέλι
και τροφές για πεθαμένους
που πια δεν διψούν και δεν πεινούν κι
ούτε έχουν στόμα
κι ούτε ονειρεύονται αποκαταστάσεις ή
εκδικήσεις. Όλο επικαλείται
το αλάθητό τους (-ποιο αλάθητο τάχα;)
ίσως για να γλυτώσει
απ’ την ευθύνη μιας δικής της εκλογής
κι απόφασης –
όταν τα δόντια των νεκρών, ολόγυμνα
σκόρπια στο χώμα,
είναι η λευκή σπορά σε μιαν απέραντη
μαύρη κοιλάδα
βλασταίνοντας τα μόνα αλάθητα, αόρατα,
πάλλευκα δέντρα
που φωσφορίζουνε στο φεγγαρόφωτο, ως το
τέλος του χρόνου.
Α, πώς τ’ αντέχει το στόμα της τα λόγια
ετούτα,
ανασυρμένα, ναι, από σεντούκια παλιά
(όπως εκείνα
τα στολισμένα με μεγάλα καρφιά),
ανασυρμένα
ανάμεσα από τα παλιά καπέλα της
μητέρας, περασμένης μόδας,
που πια δεν τα φορεί η μητέρα –δεν τα
καταδέχεται. Την είδες
το απόγευμα στον κήπο; -τι όμορφη που
είναι ακόμη- δε γέρασε διόλου,
ίσως γιατί εποπτεύει το χρόνο και τον
πράττει
κάθε στιγμή, -θέλω να πω ανανεώνεται
γνωρίζοντας τη νεότητα που χάνει∙ -ίσως
γι’ αυτό την παίρνει πίσω.
...
[Γιάννης Ρίτσος «Ορέστης, Εκδόσεις
«Κέδρος»]
Ο Γιάννης Ρίτσος αξιοποιεί στον
θεατρικής υφής αυτό μονόλογο το μύθο του Ορέστη, που αναλαμβάνει να σκοτώσει τη
μητέρα του Κλυταιμνήστρα και τον εραστή της Αίγισθο, προκειμένου να λάβει
εκδίκηση για τη θανάτωση του πατέρα του από αυτούς. Ο ποιητής ακολουθεί εδώ
περισσότερο την εκδοχή του Σοφοκλή, ο οποίος είχε θέσει στο επίκεντρο της
τραγωδίας του την Ηλέκτρα και τη δική της παθιασμένη θέληση για την τέλεση της
μητροκτονίας∙ μητροκτονία που ήταν, μάλιστα, έτοιμη να κάνει η ίδια, όσο νόμιζε
πως ο αδερφός της ήταν νεκρός. Διαφοροποιείται, ωστόσο ο Ρίτσος, τόσο από τον
Σοφοκλή και τον Ευριπίδη, που αποδίδουν περισσότερη έμφαση στα συναισθήματα της
Ηλέκτρας, όσο και από τον Αισχύλο, που αποδίδει την πρόθεση εκδίκησης κυρίως
στον Ορέστη, καθώς επιλέγει να στρέψει την προσοχή του στα συναισθήματα του
Ορέστη και στη βαθιά απροθυμία του να ενδώσει στο κάλεσμα της αδερφής του για
εκδίκηση∙ έστω κι αν στο τέλος υποτάσσεται και εκπληρώνει το οδυνηρό χρέος που
του έχει ανατεθεί.
Ό,τι ενδιαφέρει περισσότερο τον ποιητή
είναι να εξετάσει την έννοια και την επιθυμία της εκδίκησης, και να καταδείξει
το μάταιο της χρόνιας διατήρησης του μίσους, αφού πρόκειται για ένα αμιγώς
αρνητικό συναίσθημα που καθηλώνει και κατατρώει την ψυχή του ατόμου. Πρόδηλη
πρόθεση του ποιητή είναι να δοθεί έμφαση στην αξία, αν όχι της συγχώρεσης,
τουλάχιστον της εγκατάλειψης του μίσους, προς όφελος νέων πιο δημιουργικών
στοχεύσεων. Η ζωή δεν εγκλωβίζεται σε στιγμές και συναισθήματα του παρελθόντος
κι αυτό βρίσκει εφαρμογή τόσο σε ό,τι αφορά την προσωπική ζωή μεμονωμένων ατόμων,
όσο και σε ευρύτερη κλίμακα στη στάση και συμπεριφορά ολόκληρων κοινωνικών
ομάδων. Ο Ρίτσος, άλλωστε, εμπλουτίζει τη σύνθεσή του με αναφορές που βαθαίνουν
απρόσμενα το μήνυμα του ποιήματος και του δίνουν πολιτική διάσταση. Τα μέλη της
αριστεράς, που βίωσαν τη διάψευση των προσδοκιών τους και θρήνησαν πολλαπλές
απώλειες κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, κι ήρθαν κατόπιν αντιμέτωποι με τις
πολιτικές διώξεις και την εξορία, οφείλουν, κατά τον ποιητή, να αφήσουν όσα
έγιναν στο παρελθόν και να αποδεχτούν τη νέα μορφή που έχει λάβει η κοινωνική
πραγματικότητα. Ποιος ο λόγος, αναρωτιέται έμμεσα ο ποιητής, να διαιωνίζεται η
διάθεση εκδίκησης, αφού όλα πια έχουν αλλάξει και τίποτε δεν μπορεί να γίνει
όπως ήταν ή όπως μπορούσε να γίνει πριν;
«Ωστόσο αυτή η γυναίκα δε λέει να
σωπάσει. Άκουσέ την.
Πώς δεν ακούει την ίδια τη φωνή της;
Πώς μπορεί να μένει
κλεισμένη ασφυκτικά σε μια στιγμή
παρωχημένου χρόνου,
παρωχημένων αισθημάτων; Πώς μπορεί, και
με τι,
ν’ ανανεώνει αυτό το πάθος της
εκδίκησης και τη φωνή του πάθους
όταν όλοι οι αντίλαλοι τη διαψεύδουν,
τη χλευάζουν μάλιστα∙ οι αντίλαλοι
απ’ τις στοές, απ’ τις κολώνες, απ’ τις
σκάλες, απ’ τα έπιπλα,
απ’ τα πιθάρια του κήπου, απ’ τις
σπηλιές της Ζάρας, απ’ το υδραγω-
γείο,
απ’ τους σταύλους των αλόγων χαμηλά,
απ’ τις σκοπιές των φρουρών
πάνω στους λόφους,
απ’ τις πτυχές των γυναικείων αγαλμάτων
στο προαύλιο
κι απ’ τους ευγενικούς φαλλούς των
πέτρινων δρομέων και δισκοβόλων;»
Προκειμένου ο ποιητής να δώσει στο
μήνυμα του ποιήματος ευρύτερη διάσταση, αν και αναφέρεται μέσω του Ορέστη στην
Ηλέκτρα και στα συναισθήματά της, δεν την κατονομάζει σε κανένα σημείο της
σύνθεσής του. Έτσι, ο συναισθηματικός αυτός εγκλωβισμός στη φθοροποιό διάθεση
για εκδίκηση, δεν περιορίζεται στην Ηλέκτρα.
Ο Ορέστης απευθυνόμενος στον πιστό
σύντροφό του που παραμένει βουβός καθ’ όλη τη διάρκεια του εκτενή αυτού
μονολόγου, στρέφει την προσοχή του στην αδιάκοπη ομιλία εκείνης∙ στην μετ’
επιμονής επανάληψη των ίδιων κατηγοριών και των ίδιων σχεδίων για εκδίκηση. Εκπλήσσεται
από την εμμονή με την οποία η αδερφή του έχει αγκιστρωθεί στα γεγονότα του
παρελθόντος κι από την αδυναμία της να αντιληφθεί πως έχει παγιδευτεί σε μια
και μόνο στιγμή παρωχημένου πια χρόνου, που ελάχιστη σημασία έχει για το παρόν
και για την τρέχουσα κατάσταση της ζωής της. Του είναι δύσκολο να καταλάβει πώς
μπορεί εκείνη να ανατροφοδοτεί το πάθος της για εκδίκηση, όταν καθετί γύρω της
φανερώνει πως όλα πια έχουν αλλάξει και πως η ζωή έχει προχωρήσει για τα καλά.
Η Ηλέκτρα παραμένει εγκλωβισμένη στο
παρελθόν και μηρυκάζει επίμονα τις ίδιες σκέψεις μίσους για τη μητέρα της,
χωρίς να συνειδητοποιεί πως το πέρασμα του χρόνου έχει πια καταστήσει τα
γεγονότα του παρελθόντος αδιάφορα. Ο αντίλαλος της φωνής της, όπως επιστρέφει
σ’ εκείνη κι όπως κατακλύζει όλο το χώρο γύρω της, φανερώνει πως ακόμη και τα
αντικείμενα, που από τη φύση τους είναι στατικά, έχουν κατορθώσει να ξεφύγουν
από το παρελθόν κι έχουν λησμονήσει όσα για εκείνη αποτελούν ακόμη το κέντρο
της ύπαρξής της. Οι στοές, οι κολώνες, οι σκάλες, τα έπιπλά, τα πιθάρια, οι
σπηλιές του όρου Σκίαθις (της Ζάρας), το υδραγωγείο, οι στάβλοι των αλόγων, οι
σκοπιές των φρουρών, οι πτυχές των γυναικείων αγαλμάτων, ακόμη κι οι ευγενικοί
φαλλοί των πέτρινων δρομέων, έχουν όλα αντιληφθεί το γεγονός πως εκείνη
αδυνατεί να ξεχάσει όσα συνέβησαν και τη χλευάζουν γι’ αυτή της την αδυναμία.
«Ακόμη και τ’ ανθοδοχεία του σπιτιού
λες κι αντιτάσσουν στους ολολυ-
γμούς της
μια κίνηση επιείκειας λίγων ευαίσθητων
τριανταφύλλων
με χάρη τοποθετημένων απ’ το χέρι της
μητέρας
εκεί, στη σκαλιστή κονσόλα, μπροστά στο
μεγάλο, πατρογονικό κα-
θρέφτη,
σ’ ένα φέγγος διπλό, από ανταύγεια, σ’
ανταύγεια, υδάτινο, -το αναθυ-
μάμαι
από τα παιδικά μου χρόνια -αυτό μου
μένει ασκίαστο-
υδάτινο φέγγος, λεπταίσθητο, ουδέτερο
-μια αοριστία-
το άχρονο, το αναμάρτητο, -κάτι απαλό
κ’ εξαίσιο
όπως το χνούδι στο λαιμό των κοριτσιών
είτε στα χείλη των εφήβων,
όπως η μυρωδιά ενός σώματος
φρεσκοπλυμένου στα σεντόνια
τα δροσερά θερμασμένα απ’ το χνώτο μιας
νύχτας θερινής, γεμάτης
άστρα.»
Τη στιγμή που εκείνη διατηρεί άσβεστο
το μίσος που νιώθει για τη μητέρα της και δεν της περνά καν η σκέψη να τη
συγχωρέσει, τα ίδια τα αντικείμενα του σπιτιού επιχειρούν να αντιτάξουν στον
αφύσικα διατηρούμενο θρήνο της μια αίσθηση επιείκειας∙ ένα ύστατο, ίσως,
κάλεσμα να αντικρίσει όσα έγιναν από τη μεριά της μητέρας και ν’ αφήσει
επιτέλους πίσω της το παρελθόν.
Μια κίνηση επιείκειας από τα
τριαντάφυλλα που με χάρη έχουν τοποθετηθεί από το χέρι της μητέρας στο ανθοδοχείο,
πάνω στο σκαλιστό τραπέζι που βρισκόταν μπροστά στον παλιό πατρογονικό
καθρέφτη. Ένας χώρος στολισμένος από την Κλυταιμνήστρα, που διατηρείται στη
μνήμη του Ορέστη σαν σύμβολο μιας αέναης αθωότητας, χάρη στο παιχνίδι του φωτός
που προκύπτει από το καθρέφτισμα των φρέσκων λουλουδιών στον καθρέφτη.
Καθρέφτισμα που συνθέτει μια υδάτινη ανταύγεια χρώματος∙ μια λεπταίσθητη και
σχεδόν άχρονη ανταύγεια, που φέρνει στη σκέψη απαλές, εξαίσιες και αθώες
αντίστοιχες εικόνες, όπως είναι το χνούδι στο λαιμό των κοριτσιών ή στα χείλη
εφήβων που λαμπυρίζει στο φως του ήλιου ή όπως η μυρωδιά ενός φρεσκοπλυμένου
σώματος πάνω στα σεντόνια που έχουν ζεσταθεί από τη γλυκιά θέρμη μιας ολόφωτης
θερινής νύχτας.
Ο Ορέστης επαναφέρει στη μνήμη του
εικόνες γαλήνιας ζεστασιάς και διαρκούς αθωότητας∙ εικόνες που τις έχει
συνδέσει άρρηκτα με τις καθημερινές φροντίδες της μητέρας του, φανερώνοντας
έτσι την αδυναμία του να την καταδικάσει τόσο απόλυτα και τόσο άτεγκτα, όπως το
κάνει η Ηλέκτρα. Εκείνος είναι πρόθυμος να αναγνωρίσει στην Κλυταιμνήστρα κάθε
πιθανό ελαφρυντικό, προκειμένου να μη χρειαστεί να προχωρήσει στην εκπλήρωση
του μιαρού χρέους που του έχει αναθέσει η αδερφή του.
«Τίποτα εκείνη δεν καταλαβαίνει∙ μήτε
τους αντίλαλους
που μυκτηρίζουν την ανάρμοστη φωνή της.
Φοβούμαι∙ δε δύναμαι
ν’ αποκριθώ στο κάλεσμά της -τόσο
υπέρογκο και τόσο αστείο συ-
νάμα-
σ’ αυτά τα στομφώδη της λόγια,
παλιωμένα, σάμπως ξεθαμμένα
από σεντούκια «καλών εποχών» (έτσι που
λένε οι γέροντες),
σαν μεγάλες σημαίες, ασιδέρωτες, που μέσα
στις ραφές τους
έχει εισδύσει η ναφθαλίνη, η διάψευση,
η σιωπή, -τόσο πιο γερασμένες
όσο καθόλου δεν υποψιάζονται τα
γηρατειά τους, κ’ επιμένουν
να πλαταγίζουν μ’ αρχαιόπρεπες
χειρονομίες πάνω από ανύποπτους
διαβάτες
πολυάσχολους ή απαυδημένους, πάνω από
ασφαλτοστρωμένους δρόμους
σεμνούς, παρ’ όλο τους το πλάτος και το
μέγεθος, με τις κομψές βιτρί-
νες τους
όλο γραβάτες, κρύσταλλα, μαγιώ, καπέλα,
τσάντες βούρτσες,
που αντιστοιχούν καλύτερα στις ανάγκες
της ώρας μας
άρα και στην αιώνια ανάγκη της ζωής που
μας προστάζει.»
Η Ηλέκτρα δεν καταλαβαίνει, εντούτοις,
τίποτε από αυτά που ωθούν τον Ορέστη στο να αναθεωρήσει ή ακόμη και να
απορρίψει τα φονικά σχέδια εις βάρος της μητέρας τους. Η Ηλέκτρα δεν
αντιλαμβάνεται μήτε τους αντίλαλους των αντικειμένων και του περιβάλλοντα χώρου
που φανερώνουν πόσο ανάρμοστο είναι το άσβεστο μίσος της, μήτε την αθωότητα που
εμπεριέχεται στις καθημερινές πράξεις της Κλυταιμνήστρας.
Ο Ορέστης νιώθει μέσα του πως δεν θα
μπορέσει τελικά να ανταποκριθεί στο φονικό κάλεσμα της αδερφής του που μοιάζει,
όχι μόνο υπέρογκο, αφού η μητροκτονία αποτελεί μια υπέρμετρη δοκιμασία για τη
βασανισμένη ψυχή του νέου, αλλά και συνάμα τραγικά αστείο, καθώς τίποτε δεν
πρόκειται να επιτευχθεί ακόμη κι αν ο Ορέστης διαπράξει το φόνο αυτό. Ο πατέρας
τους θα παραμείνει νεκρός και η ζωή θα συνεχίσει αδιάφορη την πορεία της. Ό,τι
συνέβη ανήκει πια αμετάκλητα στο παρελθόν και οι επιπτώσεις του δεν μπορούν να
αντιστραφούν.
Τα λόγια της ακούγονται πια στομφώδη
και παλιωμένα, σαν να έχουν ανασυρθεί από σεντούκια περασμένων καλών εποχών,
που δεν έχουν όμως πια καμία σχέση με την τωρινή πραγματικότητα. Η επίμονη
διατήρηση του μίσους και η ανώφελα παρατεταμένη διάθεση για εκδίκηση, μοιάζουν
με παλιές ασιδέρωτες σημαίες, που μέσα στις ραφές τους έχουν ήδη εισδύσει η
ναφθαλίνη, η διάψευση και η σιωπή∙ μοιάζουν με σημαίες που συμβολίζουν ιδέες
και ιδανικά τόσο ξεπερασμένα πια που μήτε τα ίδια δεν είναι σε θέση να
συνειδητοποιήσουν πόσο έξω από την τωρινή εποχή βρίσκονται∙ μοιάζουν με
παμπάλαιες σημαίες που επιμένουν να πλαταγίζουν πάνω από τους ανύποπτους και
αδιάφορους διαβάτες, χωρίς να κατανοούν πως ό,τι συμβολίζουν κι ό,τι
εκπροσωπούν είναι πια εντελώς ασύμβατο με την τρέχουσα πραγματικότητα.
Ο Ρίτσος προχωρά εδώ σταδιακά από την
εποχή του Ορέστη στη δική του εποχή και συνδέει το ανώφελα διατηρούμενο μίσος
της Ηλέκτρας με την επίμονη διατήρηση της εχθρότητας και του μίσους που
αισθάνονται οι αριστεροί απέναντι σ’ εκείνους που με τόση βιαιότητα έβαλαν
τέλος στις επιδιώξεις και στα ιδανικά τους. Ο ποιητής νιώθει πως είναι πια
μάταιο να διατηρείται ο διχασμός ανάμεσα στους πολίτες, έστω κι αν όσα
συνέβησαν μεταξύ τους σφραγίστηκαν με το αίμα αγνών στην ψυχή ανθρώπων και
αγωνιστών. Η ζωή έχει προχωρήσει κι η πραγματικότητα έχει πια αλλάξει τόσο δραστικά,
ώστε όσα επιζήτησαν κάποτε με τους αγώνες τους μοιάζουν τώρα ανεδαφικά και
ανεφάρμοστα. Οι πολίτες έχουν ενδώσει στο δέλεαρ της ευκολίας, της υλικής
ευδαιμονίας και των άφθονων καταναλωτικών αγαθών, και δεν έχουν πια καμία
απολύτως διάθεση να εγκαταλείψουν αυτές τους τις ανέσεις.
Οι βιτρίνες στους δρόμους είναι γεμάτες
με προϊόντα που εξυπηρετούν καλύτερα τις εφήμερες ανάγκες της ώρας, και, άρα,
ανταποκρίνονται καλύτερα στην αιώνια ανάγκη της ζωής που ό,τι επιθυμεί είναι η
κάλυψη των τρεχουσών επιθυμιών της, κι όχι τη στέρηση, την άγονη αναμονή ή ένα
στείρο ιδεαλισμό, που δεν έχουν να της προσφέρουν τίποτε το άμεσο και το
χειροπιαστό. Εμφανής εδώ η ειρωνική διάθεση του ποιητή απέναντι στην ευκολία με
την οποία οι άνθρωποι αφέθηκαν στις ανούσιες απολαύσεις του καταναλωτισμού, και
λησμόνησαν όλα εκείνα τα ιδανικά που θα μπορούσαν ίσως να οδηγήσουν στη
δημιουργία μιας πιο δίκαιης κοινωνίας. Ωστόσο, έστω κι έτσι, ο ποιητής είναι
έτοιμος να αποδεχτεί το γεγονός ότι τα πράγματα έχουν
αλλάξει πλήρως και πως δεν ωφελεί κανέναν το να παραμένουν ο ίδιος και οι
συναγωνιστές και ομοϊδεάτες του προσκολλημένοι στα επώδυνα γεγονότα του
παρελθόντος. Η διατήρηση του μίσους και της εχθρότητας για βιώματα που έχουν
περάσει ανεπιστρεπτί κατορθώνει μόνο να μολύνει και να υπονομεύει την υγεία του
παρόντος και τις νέες δυνατότητες που αυτό προσφέρει.
«Κι αυτή επιμένει να ετοιμάζει υδρομέλι
και τροφές για πεθαμένους
που πια δεν διψούν και δεν πεινούν κι
ούτε έχουν στόμα
κι ούτε ονειρεύονται αποκαταστάσεις ή
εκδικήσεις. Όλο επικαλείται
το αλάθητό τους (-ποιο αλάθητο τάχα;)
ίσως για να γλυτώσει
απ’ την ευθύνη μιας δικής της εκλογής
κι απόφασης –
όταν τα δόντια των νεκρών, ολόγυμνα
σκόρπια στο χώμα,
είναι η λευκή σπορά σε μιαν απέραντη
μαύρη κοιλάδα
βλασταίνοντας τα μόνα αλάθητα, αόρατα,
πάλλευκα δέντρα
που φωσφορίζουνε στο φεγγαρόφωτο, ως το
τέλος του χρόνου.»
Κι είναι αυτή η επίμονη προσκόλληση στο
παρελθόν που αναδεικνύεται με απόλυτη παραστατικότητα μέσα από τις πράξεις και
τη στάση της Ηλέκτρας, η οποία επιμένει να ετοιμάζει ακόμη προσφορές για τους
πεθαμένους, παραγνωρίζοντας το γεγονός πως οι πεθαμένοι δεν έχουν πια καμία
ανάγκη και δεν επιθυμούν μήτε την όποια αποκατάστασή τους, μα μήτε και την
εκδίκηση. Στην προσπάθειά της, μάλιστα, να αιτιολογήσει το έμμονο αίτημά της
για εκδίκηση, επικαλείται το υποτιθέμενο αλάθητο των νεκρών, μόνο και μόνο επί
της ουσίας για να αποφύγει την ευθύνη που ενέχει μια δική της επιλογή και
απόφαση. Το να ζητά όμως επίμονα εκδίκηση δεν είναι αίτημα των νεκρών, είναι
γέννημα της δικής της αδυναμίας να ξεπεράσει τα γεγονότα του παρελθόντος και να
δώσει ένα νέο νόημα στη ζωή της. Όπως, άλλωστε, σχολιάζει ο ποιητής, πώς μπορεί
κανείς να αναγνωρίζει στους νεκρούς το αλάθητο∙ ένα τέτοιο «προνόμιο» δεν
αναλογεί σε κανέναν, αφού κανενός οι πράξεις και οι επιλογές δεν μπορούν να ιδωθούν
ως απολύτως αλάνθαστες και ιδανικές∙ κανενός οι πράξεις δεν μπορούν να ξεφύγουν
από την υποκειμενικότητα και τη σχετικότητα που χαρακτηρίζει καθετί το
ανθρώπινο. Ό,τι μόνο μπορεί να θεωρηθεί αλάθητο είναι ακριβώς η τύχη που
επιφυλάσσει η ζωή σε ό,τι ανήκει στο παρελθόν, όπως συμβαίνει και με τα δόντια
των νεκρών που απομένουν ολόγυμνα και σκόρπια στο χώμα, σαν μια λευκή σπορά
πάνω στη μαύρη κοιλάδα της λήθης, και τα οποία δίνουν ζωή σε ολόλευκα δέντρα∙
σε ολόλευκα δέντρα που φωσφορίζουν στο φεγγαρόφωτο και μένουν εκεί να θυμίζουν
ως το τέλος του χρόνου πως ό,τι συνέβη στο παρελθόν δεν μπορεί να έχει άλλη
αξία ή άλλη σημασία παρά να απομένει σαν μια υπόμνηση του τι υπήρξε κάποτε.
«Α, πώς τ’ αντέχει το στόμα της τα
λόγια ετούτα,
ανασυρμένα, ναι, από σεντούκια παλιά
(όπως εκείνα
τα στολισμένα με μεγάλα καρφιά),
ανασυρμένα
ανάμεσα από τα παλιά καπέλα της
μητέρας, περασμένης μόδας,
που πια δεν τα φορεί η μητέρα –δεν τα
καταδέχεται. Την είδες
το απόγευμα στον κήπο; -τι όμορφη που
είναι ακόμη- δε γέρασε διόλου,
ίσως γιατί εποπτεύει το χρόνο και τον
πράττει
κάθε στιγμή, -θέλω να πω ανανεώνεται
γνωρίζοντας τη νεότητα που χάνει∙ -ίσως
γι’ αυτό την παίρνει πίσω.»
Ο Ορέστης αδυνατεί να κατανοήσει την
επιμονή της αδερφής του να αναμασά λόγια μίσους∙ αδυνατεί να κατανοήσει πως
εκείνη αντέχει να μιλά για πράγματα τόσο παρωχημένα που είναι σαν να έχουν
ανασυρθεί από παλιά σεντούκια, σαν κι αυτά στα οποία φυλάσσονται οι περασμένες
επιλογές της μητέρας, που πια η ίδια δεν τις καταδέχεται καν. Τη στιγμή που η
Κλυταιμνήστρα έχει αλλάξει κι έχει αποκτήσει νέους τρόπους και συνήθειες,
αφήνοντας αμετάκλητα πίσω της τις επιλογές του παρελθόντος, όπως ακριβώς τα
παλιά της καπέλα, που ανήκουν σε περασμένη μόδα, η Ηλέκτρα επιμένει να την
κρίνει ακόμη με βάση εκείνες ακριβώς τις ξεχασμένες επιλογές. Όσο η
Κλυταιμνήστρα ανανεώνεται και αναπροσαρμόζεται στις νέες συνθήκες, η Ηλέκτρα
παραμένει αρρωστημένα προσκολλημένη στο παρελθόν και αδυνατεί να παρακολουθήσει
την εποχή της.
Ο Ορέστης αναγνωρίζει με θαυμασμό πως η
μητέρα του παραμένει ακόμη όμορφη, χωρίς να επιτρέπει στο χρόνο να τη φθείρει
και να τη γερνά. Η Κλυταιμνήστρα κατορθώνει να εκμηδενίζει τη φθορά του χρόνου,
ίσως γιατί γνωρίζει πως να εποπτεύει πλήρως κάθε στιγμή που περνά και να τη
βιώνει στο έπακρό της. Έχει πλήρη συναίσθηση πως χάνει στιγμή προς στιγμή τη
νεότητά της, γι’ αυτό και φροντίζει να βρίσκεται σε μια διαρκή ανανέωση,
κατορθώνοντας έτσι να την επανακτά επιτυχώς.
(Προχώρησαν προς την πύλη. Οι φρουροί
παραμέρισαν σα να τους περίμεναν. Ο γερο-θυρωρός άνοιξε τη μεγάλη πόρτα,
κρατώντας πάντα ταπεινά σκυμμένο το κεφάλι του σα να τους καλωσόριζε. Σε λίγο
ακούστηκε το πηχτό βογγητό ενός άντρα, κ’ ύστερα μια ξαφνιασμένη, οδυνηρή
γυναικεία κραυγή. Μεγάλη ησυχία και πάλι. Μόνο, στον κάμπο κάτω, οι αραιές
ντουφεκιές των κυνηγών και τ’ αναρίθμητα τιτιβίσματα από αόρατα σπουργίτια,
σπίνους, κορυδαλλούς, μελισσουργούς, κοτσύφια. Τα χελιδόνια στριφογυρίζουν
επίμονα στη βορεινή γωνιά του ανακτόρου. Οι φρουροί έβγαλαν ατάραχοι τα πηλήκιά
τους και σκούπισαν τον από μέσα πέτσινο γύρο με το μανίκι τους. Τότε, καταμεσίς
στην πύλη των λεόντων, στάθηκε μια μεγάλη αγελάδα, κοιτώντας κατάματα τον
πρωϊνό ουρανό, με τα πελώρια, κατάμαυρα, ασάλευτα μάτια της).