David Talley
Γιάννης Ρίτσος «Ρωμιοσύνη»
Η Ρωμιοσύνη (γραμμένη το 1945-47 και
τυπωμένη πρώτη φορά το 1954 μέσα στην ευρύτερη συλλογή Αγρύπνια που περιέχει το
έργο του ποιητή από το 1941 ως το 1953) είναι μια μεγάλη ποιητική σύνθεση
χωρισμένη σε επτά μέρη-ενότητες. Στη σύνθεση αυτή ο ποιητής, συνδέοντας με
τρόπο προσωπικό διάφορα στοιχεία της ιστορικής παράδοσης και ποικίλους
εκφραστικούς τρόπους, μας δίνει ανάγλυφη τη μορφή της Ελλάδας και των ανθρώπων
της στον αδιάκοπο αγώνα τους για ελευθερία, δικαιοσύνη και ανθρωπιά.
I
Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με
λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’
τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο
στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά
μόνο στο δίκιο.
Ετούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη
σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα
λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του
και τ’ αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό.
Μονάχα φως.
Ο δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος
της μάντρας είναι σίδερο.
Μαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια κι οι
φωνές μες στον ασβέστη
του ήλιου.
Η ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο. Τα
σκονισμένα σκοίνα.
Το μουλάρι κι ο βράχος. Λαχανιάζουν.
Δεν υπάρχει νερό.
Όλοι διψάνε. Χρόνια τώρα. Όλοι μασάνε
μια μπουκιά ουρανό
πάνου απ’ την πίκρα τους.
Τα μάτια τους είναι κόκκινα απ’ την
αγρύπνια,
μια βαθιά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα
φρύδια τους
σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά
στο λιόγερμα.
Το χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι
το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού
τους
το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής
τους –
έχουν στα χείλια τους απάνου το θυμό
κι έχουνε τον καημό βαθιά στα μάτια
τους
σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.
Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι
βέβαιος για τον κόσμο
όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι
φεύγει μέσ’ απ’ τα άγρια
γένια τους.
όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν
απ’ τις άδειες τσέπες τους
όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την
ανηφόρα με σημαίες και με
ταμπούρλα.
Τόσα χρόνια όλοι πεινάνε, όλοι διψάνε,
όλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα,
έφαγε η κάψα τα χωράφια τους κι η
αρμύρα πότισε τα σπίτια τους
ο αγέρας έριξε τις πόρτες τους και τις
λίγες πασχαλιές της πλατείας
από τις τρύπες του πανωφοριού τους
μπαινοβγαίνει ο θάνατος
η γλώσσα τους είναι στυφή σαν το
κυπαρισσόμηλο
πέθαναν τα σκυλιά τους τυλιγμένα στον
ίσκιο τους
η βροχή χτυπάει στα κόκαλά τους.
Πάνου στα καραούλια πετρωμένοι
καπνίζουν τη σβουνιά και τη νύχτα
βιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο που
βούλιαξε
το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού.
Το ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν,
γεμίζουν τώρα τα κανόνια τους μόνο με
την καρδιά τους.
Τόσα χρόνια πολιορκημένοι από στεριά
και θάλασσα
όλοι πεινάνε, όλοι σκοτώνονται και
κανένας δεν πέθανε –
πάνου στα καραούλια λάμπουνε τα μάτια
τους,
μια μεγάλη σημαία, μια μεγάλη φωτιά
κατακόκκινη
και κάθε αυγή χιλιάδες περιστέρια
φεύγουν απ’ τα χέρια τους
για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα.
Ο Γιάννης Ρίτσος συνθέτει το ποίημα
αυτό αμέσως μετά την τραγική εμπειρία της γερμανικής κατοχής και επιχειρεί να
αποδώσει τα στοιχεία εκείνα που συνθέτουν την ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση του
ελληνικού λαού.
Ο ασίγαστος πόθος των Ελλήνων για
ελευθερία, οι συνεχείς μόχθοι του ελληνικού λαού, ο πόνος που έχει γίνει πια
ένα με την ψυχή τους, αλλά και ο ακατάλυτος δεσμός τους με τον τόπο που
κατοικούν αδιάκοπα για χιλιάδες χρόνια, είναι μερικές από τις θεματικές του
ποιήματος.
Ο λόγος του ποιητή κινείται συχνά πέρα
από την κυριολεξία με διατυπώσεις υπερρεαλιστικές που αποσκοπούν στη
συγκινησιακή απόδοση στοιχείων της ελληνικής ψυχής και του ελληνικού τοπίου. Η
υπερρεαλιστική έκφραση επιτρέπει στον ποιητή τη δημιουργία εικόνων που φέρνουν
στο φως τα συναισθήματα εκείνα που προκαλούνται στην ψυχή του από τη βαθιά
αγάπη του για τον ελληνισμό. Η προσέγγιση του ποιητή αποδεσμεύεται από τους
περιορισμούς της ρεαλιστικής θέασης και στοχεύει στη βαθύτερη αλήθεια των
πραγμάτων, όπως αυτή διαμορφώνεται με όλη την ένταση της συναισθηματικής
φόρτισης. Τα πρόσωπα και τα πράγματα του ελληνικού χώρου βαρύνουν στη συνείδηση
του ποιητή όχι μόνο με την πραγματική και υλική τους υπόσταση, αλλά κυρίως με
τις άπειρες προεκτάσεις που τους προσδίδει η αγάπη, ο πόνος κι οι πόθοι του
ποιητή∙ αποκτούν άρα την ουσιαστική αξία που έχουν για κάθε Έλληνα, που
ακόμη και σε μια πέτρα του ελληνικού χώρου βλέπει κάτι που αντιπροσωπεύει το
σύνολο της πατρίδας του.
Η συναισθηματική φόρτιση του ποιητή που
είναι εμφανής σε όλο το ποίημα δικαιολογείται όχι μόνο λόγω της έκτασης που
έλαβαν οι απώλειες και οι κακουχίες των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της γερμανικής
κατοχής, αλλά κι από τη διαφαινόμενη ελπίδα του -κυρίως στις επόμενες ενότητες
του ποιήματος- πως η πραγματικότητα για τους ήδη καταπονημένους Έλληνες θα λάβει
μια νέα ευτυχέστερη μορφή. Καθώς ο ποιητής διατρέχει με τη σκέψη του το δύσκολο
παρελθόν της Ελλάδας, θέλει και προσδοκά μια ουσιώδη αλλαγή σε ό,τι μοιάζει να
αποτελεί μια συνεχή πορεία δυστυχίας και ψυχικής φθοράς.
Αν λάβουμε υπόψη μας τη συναισθηματική
ένταση του ποιητή, με τον πόνο, την αγανάκτηση, τη θλίψη μα και την ελπίδα να
κατέχουν την ψυχή του, μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα την ανάγκη του να
βρεθεί πέρα από τα δεδομένα όρια των λέξεων σε μια εκφραστική περιοχή όπου
εκείνο που προέχει είναι το συναίσθημα. Ό,τι θέλει περισσότερο να πει και να
παραστήσει ο ποιητής είναι το πλήθος όσων νιώθει μέσα του για κάθε τι που
αποτελεί μέρος και συνιστά εν τέλει την πατρίδα του. Άνθρωποι, δέντρα, τοπίο κι
αντικείμενα είναι όλα βαπτισμένα στην αγάπη εκείνη που ξεπερνά το εγώ και το
τώρα∙ είναι όλα ιδωμένα υπό το πρίσμα του εσώτατου πόθου για την ελευθερία
της πατρίδας, για την αποτίναξη κάθε ξενικού ζυγού και φυσικά για την από καιρό
ποθούμενη ευπορία του ελληνικού έθνους.
Ανάλυση ποιήματος
Ρωμιοσύνη
I
«Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με
λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’
τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο
στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά
μόνο στο δίκιο.»
Ο ποιητής επιλέγει να τιτλοφορήσει το
ποίημά του ρωμιοσύνη (ελληνισμός), χρησιμοποιώντας μια λέξη που βρίσκεται πιο
κοντά στη λαϊκή διατύπωση και στην ψυχή των Ελλήνων. Μια λέξη που εμπεριέχει
όλη την περηφάνια και τα υψηλά εκείνα αισθήματα που διαπνέουν κάθε Έλληνα για
τη σκληρά δοκιμαζόμενη φυλή του. Λέξη ενδεικτική, άλλωστε, για το κλίμα που θα
κινηθεί το ποίημα στο σύνολό του, καθώς ο ποιητής αποβλέπει σε μια έκφραση όσο
γίνεται πιο κοντά στο λόγο και στη σκέψη του ελληνικού λαού, αποφεύγοντας
οτιδήποτε θα αλλοίωνε την αλήθεια του συναισθήματος που διατρέχει την ποιητική
του σύνθεση.
Στην εισαγωγική στροφή του ποιήματος
δηλώνεται εμφατικά πόσο αδιανόητο είναι για τον ελληνικό λαό να ζήσει χωρίς την
ελευθερία του. Σ’ αυτή την ανάγκη μάλιστα συμμετέχουν εξίσου η ελληνική φύση κι
ο ίδιος ο τόπος, που ως προσωποποιημένες παρουσίες δεν μπορούν να αρκεστούν,
δεν μπορούν να υπάρξουν στα ασφυκτικά όρια της σκλαβιάς.
Τα δέντρα δε μπορούν να ζήσουν με
λιγότερο ουρανό, αναφορά που υποδηλώνει τον περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας,
την έλλειψη ελευθερίας, αλλά και το στένεμα της ελπίδας. Οι πέτρες δε
βολεύονται κάτω από τα ξένα βήματα του κατακτητή, κάτω από τον εχθρικό και
μισητό βηματισμό. Τα πρόσωπα των Ελλήνων δεν μπορούν να ζήσουν παρά μόνο στον
ήλιο, στο φως της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας, μακριά από τα σκοτάδια και
τη συννεφιά της σκλαβιάς, και οι καρδιές τους δεν μπορούν να υπάρξουν παρά μόνο
σ’ ένα κόσμο όπου επικρατεί δικαιοσύνη.
Η επαναφορά στους τέσσερις πρώτους
στίχους της δεικτικής αντωνυμίας (αυτά, αυτές) και του ίδιου ρήματος (δε
βολεύονται) δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στο μήνυμα των στίχων, ενώ μέσω της
επανάληψης ενισχύεται η μουσικότητα του ποιήματος. Η χρήση μάλιστα των
δεικτικών αντωνυμιών, που μας φέρνουν στη σκέψη των ποιητή να δείχνει τα
δέντρα, τις πέτρες και τους ανθρώπους γύρω του, προσδίδουν παραστατικότητα και
ζωντάνια στην έκφραση του λόγου. Παρατηρούμε επίσης πως τα υποκείμενα των
στίχων συνεκδοχικά αναφέρονται σε όλο το σύνολο του ελληνικού πληθυσμού και
χώρου.
Η αναφορά στις διαθέσεις, όχι μόνο των
ανθρώπων, αλλά και του τοπίου, του ελληνικού χώρου, καθιστά τον πόθο των
Ελλήνων για ανεξαρτησία εναργέστερο και μας παραπέμπει έμμεσα σε όλους τους
αγώνες που έχουν γίνει ανά τους αιώνες επί ελληνικού εδάφους με στόχο πάντοτε
την ελευθερία.
«Ετούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη
σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα
λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του
και τ’ αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό.
Μονάχα φως.
Ο δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος
της μάντρας είναι σίδερο.»
Στη δεύτερη στροφή του ποιήματος
τίθεται σε πρωταγωνιστική θέση ο ελληνικός τόπος, που με τις ιδιαιτερότητές του
έχει επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό την ψυχοσύνθεση των κατοίκων του. Ο ποιητής
μάλιστα επιλέγει να παρουσιάσει το ελληνικό τοπίο, όπως αυτό εμφανίζεται την
πιο θερμή ώρα του καλοκαιριού∙ εποχή που είναι η πιο χαρακτηριστική για
την Ελλάδα.
Ο παραδομένος στη ζέστη τόπος είναι
σκληρός και κάτω από το δεσπόζον φως του ήλιου μοιάζει αμετάβλητος, σχεδόν
ακινητοποιημένος. Η σκληρότητα του τοπίου αποδίδεται από τον ποιητή με μια
παρομοίωση στην οποία αντιπαρατίθεται με τη σκληρότητα της σιωπής,
παραπέμποντας έτσι στο πικρό συναίσθημα που προκαλεί η σιωπή ενός αγαπημένου
προσώπου ή εν γένει η σιωπή τη στιγμή που κάποιος περιμένει με αγωνία μιαν
απάντηση ή μιαν είδηση.
Το τοπίο σφίγγει στον κόρφο του τις
πέτρες, που καίνε απ’ την πολύωρη έκθεση στον αμείλικτο ήλιο, σφίγγει στο φως
του τις ορφανές ελιές (ορφανές υπό την έννοια πως είναι από τα ελάχιστα
καρποφόρα δέντρα που κυριαρχούν στον ελληνικό χώρο) και τα αμπέλια του. Οι
εικόνες που συνθέτει εδώ ο ποιητής περιλαμβάνουν ακριβώς τα πιο χαρακτηριστικά
στοιχεία του ελληνικού τοπίου, ιδωμένα στατικά υπό το εκτυφλωτικό φως του
ήλιου.
Το προσωποποιημένο τοπίο σφίγγει τα
δόντια, καθώς παντού υπάρχει ξηρασία -το νερό είναι τόσο λίγο που είναι σα να
μην υπάρχει καν- μόνο το φως κυριαρχεί και φλέγει όλο τον ελληνικό χώρο. Η
κατάσταση αυτή -τόσο οικεία στους Έλληνες- έρχεται να αναδείξει τις δυσκολίες
που προκύπτουν από έναν άνυδρο τόπο για τους κατοίκους, οι οποίοι πέρα από τα
πλείστα άλλα προβλήματα που τους παρουσιάζονται, οφείλουν να αντέξουν και τη
σκληρότητα του ίδιου του τόπου τους.
Είναι τέτοια η ένταση του ήλιου που ο
δρόμος μπροστά χάνεται μέσα στη λαμπρότητα του φωτός, ενώ η σκιά που ρίχνει η
μάντρα μοιάζει με σίδερο∙ εικόνα που αποδίδει παράλληλα την αλλοίωση του
χώρου από τη λαμπρότητα του φωτός και συνάμα την αίσθηση της απόλυτης ακινησίας
κάτω από την αβάσταχτη ζέστη του κυριάρχου ήλιου. Ο ίσκιος μοιάζει σκληρός σα
σίδερο, μοιάζει αμετακίνητος σαν να έχει υλική υπόσταση, σα να διεκδικεί κι
αυτός μερίδιο στο ανάγλυφο του ελληνικού τοπίου.
«Μαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια κι οι
φωνές μες στον ασβέστη
του ήλιου.
Η ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο. Τα
σκονισμένα σκοίνα.
Το μουλάρι κι ο βράχος. Λαχανιάζουν.
Δεν υπάρχει νερό.
Όλοι διψάνε. Χρόνια τώρα. Όλοι μασάνε
μια μπουκιά ουρανό
πάνου απ’ την πίκρα τους.
Τα μάτια τους είναι κόκκινα απ’ την
αγρύπνια,
μια βαθιά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα
φρύδια τους
σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά
στο λιόγερμα.»
Το μοτίβο της ακινησίας του τοπίου
δίνεται σ’ αυτή τη στροφή με μεγάλη σαφήνεια, καθώς όπως δηλώνει ο ποιητής τα
δέντρα, τα ποτάμια κι οι φωνές έχουν μαρμαρώσει μες στον ασβέστη του ήλιου, μες
στη λευκότητα του δεσπόζοντος φωτός. Η εικόνα της σκληρότητας του τοπίου, που
ξεκίνησε στην προηγούμενη στροφή με την αναφορά στην κυριαρχία του φωτός και
την πλήρη έλλειψη νερού, συνεχίζεται εδώ με επιτακτικό τρόπο. Τα πάντα μοιάζουν
μαρμαρωμένα κάτω απ’ το φως, ακόμη κι οι ρίζες των δέντρων σκοντάφτουν στο
μάρμαρο, στο σκληρό απ’ την ξηρασία έδαφος∙ το μάρμαρο βέβαια μπορεί να
γίνει αντιληπτό και μ’ άλλους τρόπους αφενός γιατί σε κυριολεκτικό επίπεδο
υπάρχει σε αφθονία στο ελληνικό υπέδαφος -σχηματίζεται έτσι μια σύνδεση ανάμεσα
στο μάρμαρο του υπεδάφους και το μαρμαρωμένο απ’ τη ζέστη και τον ήλιο τοπίο-
κι αφετέρου αποτελεί έμμεση αναφορά στα αρχαία αγάλματα και υπολείμματα
μνημείων που βρίσκονται ακόμη θαμμένα στην ελληνική γη.
Η έλλειψη νερού γίνεται αντιληπτή σε
κάθε στοιχείο της ελληνικής φύσης, τα φυτά (σκοίνα), τα ζώα (μουλάρι), ακόμη
και το έδαφος (βράχος) λαχανιάζουν, διψούν. Δεν υπάρχει πουθενά νερό κι αυτό
επηρεάζει ακόμη και τους ανθρώπους, που χρόνια τώρα αντιμετωπίζουν το πρόβλημα
αυτό. Προσέχουμε, βέβαια, πως καθώς η δίψα περνά από τα στοιχεία της φύσης στον
άνθρωπο, έχουμε συνάμα και μια μετατόπιση προς μια μεταφορική χρήση της δίψας,
για να δηλωθεί έτσι και η απουσία της ελπίδας, η απουσία μιας θετικής
προοπτικής που τόσο αναγκαία είναι σε κάθε άνθρωπο.
Οι Έλληνες που χρόνια τώρα βασανίζονται
και ταλαιπωρούνται «μασάνε μια μπουκιά ουρανό» πάνω από την πίκρα τους∙ μια
υπερρεαλιστική εικόνα που επιχειρεί να παραστήσει πως συχνά το ίδιο το τοπίο,
με τον καταγάλανο ουρανό, είναι κι η μόνη παρηγοριά για τους ανθρώπους. Η θέαση
του λαμπρού ουρανού, η θέαση αυτής της ομορφιάς που πλαισιώνει τον ελληνικό
χώρο, αποτελεί μια σταθερή διαβεβαίωση πως οι αγώνες και οι πόνοι τους δεν πάνε
χαμένοι, αφού αυτό για το οποίο πολεμούν αξίζει κάθε θυσία.
Οι συνεχείς αγώνες των ανθρώπων, οι
συνεχείς πίκρες τους, που αποτελούν μόνιμο στοιχείο της ζωής τους, είναι
εμφανείς στο πρόσωπό τους, τόσο στα κόκκινα απ’ την αγρύπνια μάτια όσο και στη
βαθιά ρυτίδα που έχει σχηματιστεί ανάμεσα στα φρύδια τους. Η μόνιμη έκφραση
αγωνίας έχει αφήσει ανεξίτηλα τα σημάδια της στο πρόσωπο των ανθρώπων, όπου η
χαραγματιά ανάμεσα στα φρύδια είναι τόσο έντονη και εμφανής, όπως η εικόνα ενός
κυπαρισσιού ανάμεσα σε δυο βουνά που καθώς ο ήλιος δύει φαίνεται όλο και πιο
σκοτεινό κι επιβλητικό.
«Το χέρι τους είναι κολλημένο στο
ντουφέκι
το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού
τους
το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής
τους –
έχουν στα χείλια τους απάνου το θυμό
κι έχουνε τον καημό βαθιά στα μάτια
τους
σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.»
Η αγρύπνια των Ελλήνων, που φαίνεται
στα κοκκινισμένα τους μάτια, είναι το στοιχείο εκείνο που αποκαλύπτει πως για
χρόνια βρίσκονται σε μια κατάσταση διαρκούς εγρήγορσης, σε μια κατάσταση
επιφυλακής, αφού διαρκώς πρέπει να πολεμούν για την ελευθερία τους. Οι Έλληνες
δεν ξεκουράζονται και δεν ησυχάζουν ποτέ, βρίσκονται διαρκώς με το ντουφέκι
κολλημένο στο χέρι τους, σε σημείο που μοιάζει πια σαν να είναι μια φυσική
προέκταση του χεριού τους.
Αντιστοίχως το χέρι τους -το χέρι που
είναι έτοιμο ανά πάσα στιγμή να πολεμήσει- είναι η προέκταση της ψυχής τους,
κάτι που σημαίνει πως η αποφασιστικότητά τους ν’ αγωνιστούν για όσα τους
ανήκουν αντλείται από το βάθος της ψυχή τους. Οι Έλληνες δεν πολεμούν γιατί
τους το επιβάλλει κάποιος ή γιατί έτσι πρέπει, αλλά γιατί ο αγώνας για την
ελευθερία είναι κάτι που επιθυμούν ολόψυχα. Οι Έλληνες δεν μπορούν να ζήσουν
χωρίς την ανεξαρτησία τους κι αυτό τους ωθεί σ’ έναν αγώνα μέχρι τέλους.
Το να ζουν υπό ξενική κατοχή, το να
ζουν χωρίς να είναι κύριοι της πατρίδας και της τύχης τους είναι κάτι που τους
πληγώνει βαθιά, γι’ αυτό και βλέπει κανείς το θυμό που τους φλέγει στα χείλη
τους. Ενώ στα μάτια τους μπορείς να δεις τον καημό τους, τον πόνο και την οδύνη
που τους προκαλεί η παρουσία των κατακτητών στην αγαπημένη τους πατρίδα. Κι
είναι τόσο έντονος ο καημός τους, τόσο βαθιά χαραγμένος στα μάτια τους, όπως
ένα αστέρι μέσα σε μια γούβα αλάτι.
Η παρομοίωση αυτή που κινείται σε
υπερρεαλιστικό πλαίσιο έρχεται να τονίσει την ένταση του ψυχικού πόνου των
Ελλήνων, τα μάτια των οποίων έχουν πια στεγνώσει από τα δάκρυα. Τα δάκρυα αυτά
που κύλησαν για καιρό άφησαν μόνο το αλάτι (ό,τι απομένει δηλαδή από τα δάκρυα
όταν στεγνώσουν) κι ένα αστέρι βαθιά ριζωμένο, ένα αστέρι που συμβολίζει την
ελπίδα πως ο πόνος τους δε θα μείνει ανεκδίκητος.
Τα δάκρυα στέγνωσαν και τη θέση τους
έλαβε η αποφασιστικότητα, η οργή και η υπόσχεση πως οι κατακτητές θα πληρώσουν
για τα δεινά που προκάλεσαν στην ελληνική γη. Ο καημός στα μάτια των Ελλήνων, ο
βαθύς αυτός πόνος, δεν είναι πια πηγή δακρύων, αλλά πηγή δύναμης και ψυχικού
σθένους.
«Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι
βέβαιος για τον κόσμο
όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι
φεύγει μέσ’ απ’ τα άγρια
γένια τους.
όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν
απ’ τις άδειες τσέπες τους
όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την
ανηφόρα με σημαίες και με
ταμπούρλα.
Τόσα χρόνια όλοι πεινάνε, όλοι διψάνε,
όλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα,
έφαγε η κάψα τα χωράφια τους κι η
αρμύρα πότισε τα σπίτια τους
ο αγέρας έριξε τις πόρτες τους και τις
λίγες πασχαλιές της πλατείας
από τις τρύπες του πανωφοριού τους
μπαινοβγαίνει ο θάνατος
η γλώσσα τους είναι στυφή σαν το
κυπαρισσόμηλο
πέθαναν τα σκυλιά τους τυλιγμένα στον
ίσκιο τους
η βροχή χτυπάει στα κόκαλά τους.»
Οι Έλληνες όταν σφίγγουν το χέρι ενός
ανθρώπου, όταν δίνουν δηλαδή το λόγο τους, όταν συμφωνούν σε κάτι, ο ήλιος
είναι βέβαιος για τον κόσμο, ο (προσωποποιημένος) ήλιος αισθάνεται απόλυτη
σιγουριά πως θα κρατήσουν το λόγο τους και θα πράξουν ό,τι συμφώνησαν.
Όταν οι Έλληνες χαμογελούν γεννιέται
στον κόσμο η ελπίδα∙ το μικρό χελιδόνι που φεύγει από τα άγρια γένια τους.
Τα άγρια γένια είναι εδώ μια ακόμη υπόμνηση των σκληρών συνθηκών που
χαρακτηρίζουν τη ζωή των Ελλήνων.
Όταν κοιμούνται από τις άδειες τους τσέπες
-αναφορά στην οικονομική εξαθλίωση της χώρας- πέφτουν δώδεκα αστέρια∙ ονειρεύονται
δηλαδή ένα καλύτερο αύριο, αισιοδοξούν κι αυτό τους δίνει δύναμη να συνεχίσουν
τον αγώνα τους. Η επιλογή του ποιητή να μιλήσει συγκεκριμένα για 12 αστέρια,
μας παραπέμπει στην ειδική σημασία που έχει αυτός ο αριθμός στα ιερά κείμενα
του χριστιανισμού, όπου τον βρίσκουμε πολύ συχνά (παράδειγμα οι 12 μαθητές του
Χριστού).
Όταν οι Έλληνες πεθαίνουν η ζωή
συνεχίζει με την ίδια κι ακόμη μεγαλύτερη ένταση την ανοδική και δύσκολη πορεία
της. Ο θάνατος κάθε Έλληνα τιμάται από τους συντρόφους του με ακόμη μεγαλύτερη
αποφασιστικότητα για τη συνέχιση του αγώνα, για τη διεκδίκηση της ελευθερίας.
Έτσι, αντί για θρήνους, ο θάνατος των Ελλήνων συνοδεύεται από μια διάθεση να
τιμηθεί ο χαμός τους, να τιμηθεί η θυσία τους.
Η εντιμότητα των Ελλήνων, η δύναμή τους
να χαμογελούν, να ελπίζουν και να ονειρεύονται μέσα στις κακουχίες, οι θυσίες
τους που βρίσκουν θερμή ανταπόκριση απ’ τους συντρόφους τους, είναι τα
χαρακτηριστικά του έθνους αυτού που για χρόνια βασανίζεται και υποφέρει.
Χρόνια τώρα οι Έλληνες μαστίζονται απ’
την πείνα και τη δίψα, χρόνια τώρα σκοτώνονται στους συνεχείς αγώνες που δίνουν
κι όλα αυτά σ’ έναν τόπο που περιστοιχίζεται όχι μόνο από στεριά, αλλά κι από
θάλασσα. Στεριά και θάλασσα βασανίζουν τους Έλληνες, σ’ έναν τόπο άνυδρο, άγονο
και δύσκολα ελέγξιμο στο σύνολό του αφού μεγάλο μέρος αυτού βρίσκεται υπό το
κράτος της θάλασσας.
Η ζέστη έχει κάψει τα χωράφια τους, η
αρμύρα της θάλασσας έχει ποτίσει τα σπίτια τους, ο άνεμος έχει γκρεμίσει τις
πόρτες των σπιτιών τους, αλλά και τις λίγες πασχαλιές που βρίσκονταν στις
πλατείες (οι πασχαλιές ως σύμβολα της ανάστασης, της ελπίδας για μια ουσιαστική
λύτρωση). Κι οι ίδιοι οι Έλληνες, φτωχοί κι ανυπεράσπιστοι απέναντι στη μανία της
φύσης, με τον παγωμένο αέρα να περνά από τα τρύπια πανωφόρια τους και να τους
οδηγεί στο θάνατο. Η γλώσσα τους δε από τη δίψα και την πείνα έχει πια γίνει
στυφή, ξερή σαν το κυπαρισσόμηλο.
Η πείνα των ανθρώπων γίνεται έντονα
εμφανής στα πιστά και αγαπημένα τους σκυλιά, που έμειναν πάντα στη σκιά των
αφεντικών τους και πέθαναν από τις στερήσεις, από την πλήρη απουσία τροφής.
Μακάβριο ενθύμιο των οποίων απέμειναν τα κόκαλά τους που μαστίζονται από τη
βροχή του δύσκολου χειμώνα.
Ο ποιητής έχοντας δει την τραγική
εξαθλίωση του λαού του στα χρόνια της γερμανικής κατοχής, όπου όλες οι υποδομές
του κράτους κατέρρευσαν κι οι άνθρωποι χάθηκαν κατά χιλιάδες από την πείνα και
τις κακουχίες, δείχνει εδώ πόσο δύσκολη είναι η διαβίωση στον φτωχό αυτό τόπο.
Τα θερμά καλοκαίρια και τα όμορφα νησιά που είναι παραδομένα στο έλεος της
θάλασσας, δημιουργούν ένα εχθρικό περιβάλλον, όταν δεν υπάρχουν τα χρήματα,
όταν δεν υπάρχει καμία υποδομή για να στηρίξει τους ανθρώπους.
Ό,τι φαινομενικά μοιάζει με ευλογία
αυτού του τόπου, στην πραγματικότητα αποτελεί φονική δυσκολία για έναν
εξαθλιωμένο λαό, που δεν έχει κανένα τρόπο να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που
προκύπτουν από τη λειψυδρία, την έλλειψη βασικών ειδών διατροφής και φυσικά τις
έντονες αλλαγές του καιρού. Κι όλα αυτά έγιναν με τραγικό τρόπο εμφανή στα
χρόνια της κατάρρευσης, στα χρόνια του μεγάλου πολέμου.
«Πάνου στα καραούλια πετρωμένοι
καπνίζουν τη σβουνιά και τη νύχτα
βιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο που
βούλιαξε
το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού.
Το ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν,
γεμίζουν τώρα τα κανόνια τους μόνο με
την καρδιά τους.»
Οι Έλληνες, όμως, δεν κάμπτονται από
τις πολλαπλές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν, έτσι παραμένουν στις σκοπιές έστω
κι αν είναι πετρωμένοι από το κρύο, έστω κι αν αναγκάζονται να καίνε για να
ζεσταθούν τη σβουνιά, την ξεραμένη δηλαδή κοπριά των ζώων. Ενώ το βλέμμα τους
παραμένει προσηλωμένο στη μανιασμένη θάλασσα που με έχει βουλιάξει «το σπασμένο
κατάρτι του φεγγαριού». Η υπέροχη αυτή εικόνα δίνει με ιδιαίτερη
παραστατικότητα το βαθμό της ταραχής που επικρατεί στη θάλασσα, καθώς επάνω της
δεν καθρεφτίζεται πια η γραμμή του φεγγαριού (το κατάρτι) που μπορεί κανείς να
δει τις νύχτες όταν η θάλασσα είναι τελείως γαλήνια.
Το ψωμί έχει τελειώσει, τα πολεμοφόδια
έχουν τελειώσει, αλλά οι Έλληνες συνεχίζουν τον αγώνα τους, γεμίζοντας τα
κανόνια μόνο με την καρδιά τους. Μια υπερρεαλιστική εικόνα που έρχεται να
δείξει το πόσο αποφασισμένοι είναι οι Έλληνες να πολεμήσουν∙ έστω και με
μόνη τη γενναιότητα της ψυχής τους, έστω και θυσιάζοντας τον ίδιο τους τον
εαυτό, είναι διατεθειμένοι να κρατήσουν τον αγώνα τους ζωντανό, με κάθε δυνατή
θυσία, με κάθε δυνατό τρόπο.
«Τόσα χρόνια πολιορκημένοι από στεριά
και θάλασσα
όλοι πεινάνε, όλοι σκοτώνονται και
κανένας δεν πέθανε –
πάνου στα καραούλια λάμπουνε τα μάτια
τους,
μια μεγάλη σημαία, μια μεγάλη φωτιά
κατακόκκινη
και κάθε αυγή χιλιάδες περιστέρια
φεύγουν απ’ τα χέρια τους
για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα.»
Οι δύο πρώτοι στίχοι της στροφής
αποτελούν μερική επανάληψη στίχων από προηγούμενη στροφή, με ένα βασικό οξύμωρο
σχήμα όμως, που δηλώνει πως ο θάνατος των Ελλήνων δεν είναι μάταιος, δεν
πηγαίνει χαμένος. Κάθε Έλληνας που σκοτώνεται παραμένει ζωντανός, συνεχίζει να
υπάρχει μέσα στις ψυχές των άλλων Ελλήνων, που μένουν πιστοί στον κοινό αγώνα.
Οι Έλληνες στέκουν αγέρωχοι στις
σκοπιές τους, με τα μάτια τους να λάμπουν από την αποφασιστικότητα, τη θέληση
και την προσδοκία πως ο αγώνας τους θα δικαιωθεί. Κοντά τους έχουν μια μεγάλη
σημαία, το σύμβολο ενός αγώνα που δεν αφορά μόνο τους Έλληνες αλλά κάθε άνθρωπο
και κάθε λαό που επιθυμεί την ειρήνευση και την εκδίωξη των κατακτητών.
Η μεγάλη κατακόκκινη φωτιά, που
λειτουργεί συνδυαστικά με τη μεγάλη σημαία, σηματοδοτεί την ένταση του αγώνα
των Ελλήνων, το πάθος και την πεποίθησή τους πως αυτός ο αγώνας θα φέρει την
πολυπόθητη ελευθερία. Οι Έλληνες, όχι μόνο δεν υπέκυψαν μπροστά στις δυσκολίες,
αλλά η θέλησή τους έγινε ακόμα πιο ισχυρή, καθώς όσο περισσότερο τους χτυπούν
οι κατακτητές, τόσο περισσότερο εκείνη δίνονται στον αγώνα τους.
Έτσι, κάθε νέα μέρα που ξημερώνει, κάθε
νέα μέρα του αγώνα τους, φεύγουν από τα χέρια τους χιλιάδες περιστέρια -σύμβολα
ειρήνης- προς τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα, προς κάθε δηλαδή κατεύθυνση,
στέλνοντας το μήνυμα πως ό,τι φρικτό συμβαίνει σε τούτη τη χώρα θα λάβει τέλος,
θα υποχωρήσει μπροστά στο σθένος των Ελλήνων. Κι από τούτη τη μικρή χώρα που
κάποτε ξεκίνησε το ταξίδι της η ιδέα της δημοκρατίας, θα ξεκινήσει το ταξίδι
της και η είδηση της ειρήνης και της εκδίωξης των κατακτητών. Η νίκη που θα
επιτύχουν οι Έλληνες θα είναι η αρχή για την ειρήνευση και την ευδαιμονία σε
όλο τον κόσμο.