Ellen Henneke
Γιώργος Σεφέρης «Ο βασιλιάς της Ασίνης»
Ασίνην τε…
ΙΛΙΑΔΑ
Κοιτάξαμε όλο το πρωί γύρω-γύρω το
κάστρο
αρχίζοντας από το μέρος του ίσκιου εκεί
που η θάλασσα
πράσινη και χωρίς αναλαμπή, το στήθος
σκοτωμένου
παγονιού
μας δέχτηκε όπως ο καιρός χωρίς κανένα
χάσμα.
Οι φλέβες του βράχου κατέβαιναν από ψηλά
στριμμένα κλήματα γυμνά πολύκλωνα
ζωντανεύοντας
στ’ άγγιγμα του νερού, καθώς το μάτι
ακολουθώντας τις
πάλευε να ξεφύγει το κουραστικό λίκνισμα
χάνοντας δύναμη ολοένα.
Από το μέρος του ήλιου ένας μακρύς
γιαλός ολάνοιχτος
και το φως τρίβοντας διαμαντικά στα
μεγάλη τείχη.
Κανένα πλάσμα ζωντανό τ’ αγριοπερίστερα
φευγάτα
κι ο βασιλιάς της Ασίνης που τον
γυρεύουμε δυο χρόνια
τώρα
άγνωστος λησμονημένος απ’ όλους κι από
τον Όμηρο
μόνο μια λέξη στην Ιλιάδα κι εκείνη
αβέβαιη
ριγμένη εδώ σαν την εντάφια χρυσή
προσωπίδα.
Την άγγιξες, θυμάσαι τον ήχο της;
κούφιο μέσα στο φως
σαν το στεγνό πιθάρι στο σκαμμένο χώμα∙
κι ο ίδιος ήχος μες στη θάλασσα με τα
κουπιά μας.
Ο βασιλιάς της Ασίνης ένα κενό κάτω απ’
την προσωπίδα
παντού μαζί μας παντού μαζί μας, κάτω
από ένα όνομα:
«Ασίνην τε… Ασίνην τε…»
και τα παιδιά του αγάλματα
κι οι πόθοι του φτερουγίσματα πουλιών
κι ο αγέρας
στα διαστήματα των στοχασμών του και τα
καράβια του
αραγμένα σ’ άφαντο λιμάνι∙
κάτω απ’ την προσωπίδα ένα κενό.
Πίσω από τα μεγάλα μάτια τα καμπύλα
χείλια τους βο-
στρύχους
ανάγλυφα στο μαλαματένιο σκέπασμα της
ύπαρξής μας
ένα σημείο σκοτεινό που ταξιδεύει σαν
το ψάρι
μέσα στην αυγινή γαλήνη του πελάγου και
το βλέπεις:
ένα κενό παντού μαζί μας.
Και το πουλί που πέταξε τον άλλο χειμώνα
με σπασμένη φτερούγα
σκήνωμα ζωής,
κι η νέα γυναίκα που έφυγε να παίξει
με τα σκυλόδοντα του καλοκαιριού
κι η ψυχή που γύρεψε τσιρίζοντας τον
κάτω κόσμο
κι ο τόπος σαν το μεγάλο πλατανόφυλλο
που παρασέρνει
ο χείμαρρος του ήλιου
με τ’ αρχαία μνημεία και τη σύγχρονη
θλίψη.
Κι ο ποιητής αργοπορεί κοιτάζοντας τις
πέτρες κι ανα-
ρωτιέται
υπάρχουν άραγε
ανάμεσα στις χαλασμένες τούτες γραμμές
τις ακμές τις
αιχμές τα κοίλα και τις καμπύλες
υπάρχουν άραγε
εδώ που συναντιέται το πέρασμα της
βροχής του αγέρα
και της φθοράς
υπάρχουν η κίνηση του προσώπου το σχήμα
της στοργής
εκείνων που λιγόστεψαν τόσο παράξενα
μες στη ζωή μας
αυτών που απόμειναν σκιές κυμάτων και
στοχασμοί με
την απεραντοσύνη του πελάγου
ή μήπως όχι δεν απομένει τίποτε παρά
μόνο το βάρος
η νοσταλγία του βάρους μιας ύπαρξης
ζωντανής
εκεί που μένουμε τώρα ανυπόστατοι
λυγίζοντας
σαν τα κλωνάρια της φριχτής ιτιάς
σωριασμένα μέσα στη
διάρκεια της απελπισίας
ενώ το ρέμα κίτρινο κατεβάζει αργά
βούρλα ξεριζωμένα
μες στο βούρκο
εικόνα μορφής που μαρμάρωσε με την
απόφαση μιας πί-
κρας παντοτινής.
Ο ποιητής ένα κενό.
Ασπιδοφόρος ο ήλιος ανέβαινε πολεμώντας
κι από το βάθος της σπηλιάς μια
νυχτερίδα ταραγμένη
χτύπησε πάνω στο φως σαν τη σαΐτα πάνω
στο σκουτάρι:
«Ασίνην τε Ασίνην τε…». Να ‘ταν αυτή ο
βασιλιάς της
Ασίνης
που τον γυρεύουμε τόσο προσεκτικά σε
τούτη την ακρό-
πολη
γγίζοντας κάποτε με τα δάχτυλά μας την
αφή του πάνω
στις πέτρες.
Ασίνη, καλοκαίρι ’38 – Αθήνα, Γεν. ’40
Ο Γιώργος Σεφέρης πραγματεύεται στο
εξαίρετο αυτό ποίημα, που ανήκει στη συλλογή Ημερολόγιο Καταστρώματος Α΄, το
εφήμερο της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο φόβος πως, μετά το πέρας της ζωής, δεν
απομένει τίποτε από τη δράση ενός ανθρώπου, τίποτε από τις σκέψεις, από τα
συναισθήματα και από τη με κόπο διαμορφωμένη προσωπικότητά του, διατρέχει τους
στίχους του ποιητή και υποβάλλει μια αίσθηση ματαιότητας. Το κενό κάτω από τη
χρυσή προσωπίδα του ξεχασμένου βασιλιά της Ασίνης λειτουργεί ως κυρίαρχο μοτίβο
του ποιήματος, καθώς ο ποιητής συνειδητοποιεί πως πέραν του παρόντος δεν
υφίσταται καμία άλλη διασφάλιση, καμία άλλη συνέχεια για ό,τι συνιστά τη ζωή
και την ύπαρξη ενός ανθρώπου.
Η Ασίνη βρίσκεται στην Αργολίδα, κοντά
στην Επίδαυρο και δίπλα στο χωριό Τολό. Η παραθαλάσσια μυκηναϊκή της ακρόπολη
ανασκάφηκε το 1922-26. Ο ποιητής αντλεί την αναφορά στην Ασίνη, την οποία θέτει
εισαγωγικά στο ποίημά του, από την Ιλιάδα του Ομήρου, όπου η περιοχή
μνημονεύεται, μαζί με την Ερμιόνη, ως λιμάνι του Άργους και της Τίρυνθας.
Ιλιάδα, Β, 559-560:
Οἳ δ᾽ Ἄργός τ᾽ εἶχον Τίρυνθά τε τειχιόεσσαν
Ἑρμιόνην Ἀσίνην τε, βαθὺν κατὰ κόλπον ἐχούσας
«Κοιτάξαμε όλο το πρωί γύρω-γύρω το
κάστρο
αρχίζοντας από το μέρος του ίσκιου εκεί
που η θάλασσα
πράσινη και χωρίς αναλαμπή, το στήθος
σκοτωμένου
παγονιού
μας δέχτηκε όπως ο καιρός χωρίς κανένα
χάσμα.»
Ο ποιητής χρησιμοποιεί το πρώτο
πληθυντικό πρόσωπο στην εισαγωγική λέξη του ποιήματος, αφήνοντας να εννοηθεί
πως η περιήγηση του κάστρου γίνεται μαζί με κάποιο άλλο άτομο. Έτσι, η εμπειρία
αυτή δεν αποτελεί ένα αποκλειστικά προσωπικό βίωμα του ποιητή, στοιχείο που
επιτρέπει την άμβλυνση της απαισιοδοξίας και των αρνητικών συναισθημάτων που
προκύπτουν, όσο προχωρά η αναζήτηση του ξεχασμένου πια βασιλιά.
Η περιήγηση του κάστρου, που βρίσκεται
παραλιακά, ξεκινά από νωρίς το πρωί και μάλιστα από τη δυτική του πλευρά, εκεί
όπου η σκιά είναι τόσο έντονη, ώστε η θάλασσα φαίνεται πράσινη, χωρίς να έχει
καμία αναλαμπή. Η έλλειψη, άλλωστε, του λαμπρού φωτός, κάνει τη θάλασσα να
μοιάζει σκοτεινή και χωρίς ζωή σαν το στήθος ενός σκοτωμένου παγονιού. Η
παρομοίωση αυτή είναι ιδιαίτερα παραστατική και μεταδίδει με ενάργεια την
αίσθηση που δημιουργεί το σκιερό αυτό σημείο της θάλασσας στον ποιητή.
Η θάλασσα δέχεται τους περιηγητές όπως
ο καιρός, χωρίς κανένα χάσμα. Το σχόλιο αυτό υποδηλώνει πως παρά το γεγονός ότι
έχουν μεσολαβήσει χιλιάδες χρόνια από τότε που φτιάχτηκε το κάστρο αυτό, οι
περιηγητές του νιώθουν σα να βρίσκονται κι αυτοί στην αρχαία εποχή της πρώτης
του δόξας. Ένδειξη της υποβλητικότητας του σκηνικού, αλλά και της προδιάθεσης
του ποιητή να αντικρίσει και να βιώσει την εκεί επίσκεψη ως γύρισμα στο χρόνο,
ως καταβύθιση στο παρελθόν του τόπου, έστω και με μόνη τη δύναμη της σκέψης και
της φαντασίας. Έτσι, ο ποιητής εμφανίζεται να προσλαμβάνει από το χώρο του
κάστρου μια αίσθηση αλώβητη από το πέρασμα των αιώνων.
«Οι φλέβες του βράχου κατέβαιναν από
ψηλά
στριμμένα κλήματα γυμνά πολύκλωνα
ζωντανεύοντας
στ’ άγγιγμα του νερού, καθώς το μάτι
ακολουθώντας τις
πάλευε να ξεφύγει το κουραστικό λίκνισμα
χάνοντας δύναμη ολοένα.»
Η παρατήρηση του χώρου γύρω από το
κάστρο δίνεται από τον ποιητή με αρκετή λεπτομέρεια, όπως φανερώνουν οι στίχοι
αυτοί. Ο ποιητής κοιτάζει με επιμονή τις φλέβες, τις εσωτερικές γραμμές του
βράχου, οι οποίες μοιάζουν με γεμάτα διακλαδώσεις κλήματα που κατεβαίνουν από
ψηλά προς τη θάλασσα. Είναι σαν κλήματα γυμνά από φύλλα, αλλά με πολλά
κλωνάρια, τα οποία δημιουργούν διάφορα σχήματα και τα οποία με το άγγιγμα του
νερού γίνονται πιο έντονα, σα να ζωντανεύουν. Κι είναι μάλιστα τόσο επίμονη η
παρατήρηση αυτών των γραμμών, ιδίως στο σημείο που αυτές έρχονταν σ’ επαφή με
το νερό της θάλασσας, ώστε ο ποιητής κουράζεται με το συνεχές λίκνισμα του
νερού που καλύπτει και φανερώνει αδιάκοπα το τελείωμά τους.
Ο ποιητής περνά από την αναφορά στην
απουσία ζωής, που δίνει η παρομοίωση με το στήθος του σκοτωμένου παγονιού, στο
ζωντάνεμα που προσφέρει το άγγιγμα του νερού στις φλέβες του βράχου. Μια
εναλλαγή ανάμεσα στο θάνατο και τη ζωή, στην ανυπαρξία και την ύπαρξη, η οποία
διατρέχει εν γένει το ποίημα. Με έμμεσο τρόπο ο ποιητής περνά στον αναγνώστη τη
συνεχή αυτή μεταβολή, η οποία, καθώς προχωρά η ποιητική αφήγηση, θα φανεί πως
συνιστά βασική θεματική του μεταδιδόμενου συλλογισμού.
«Από το μέρος του ήλιου ένας μακρύς
γιαλός ολάνοιχτος
και το φως τρίβοντας διαμαντικά στα
μεγάλη τείχη.
Κανένα πλάσμα ζωντανό τ’ αγριοπερίστερα
φευγάτα
κι ο βασιλιάς της Ασίνης που τον
γυρεύουμε δυο χρόνια
τώρα
άγνωστος λησμονημένος απ’ όλους κι από
τον Όμηρο
μόνο μια λέξη στην Ιλιάδα κι εκείνη
αβέβαιη
ριγμένη εδώ σαν την εντάφια χρυσή
προσωπίδα.»
Μιαν ακόμη αντίθεση δημιουργούν οι
στίχοι αυτοί καθώς από το σκιερό δυτικό μέρος της περιοχής η περιγραφή περνά
στο ολοφώτεινο ανατολικό μέρος. Τη σκοτεινή πράσινη θάλασσα, διαδέχεται ο
ολάνοιχτος γιαλός και τα μεγάλα τείχη, τα οποία λάμπουν κάτω απ’ τις ακτίνες
του ήλιου. Είναι σα να τρίβει το φως πάνω τους διαμαντικά, προσφέροντάς τους
την αίσθηση της αίγλης και της λάμψης που σαφώς τους αφαίρεσε η πάροδος του
χρόνου κι η φθορά που επήλθε σ’ αυτά.
Ωστόσο, στο κάστρο δεν υπάρχει κανένα ίχνος
ζωής, εγκαταλελειμμένο αιώνες τώρα απ’ τους αλλοτινούς κατοίκους του, δεν έχει
ούτε καν την τυχαία παρουσία των αγριοπερίστερων, τα οποία το έχουν
εγκαταλείψει κι αυτά με τη σειρά τους. Γυμνωμένο από ανθρώπινη ζωή, γυμνωμένο
ακόμη κι από τα περαστικά πουλιά, το κάστρο αφήνεται πλήρως εκτεθειμένο, καθώς
δεν υπάρχει τίποτε να του δίνει ένα λόγο ύπαρξης. Κι είναι ο λόγος ύπαρξής του
που συνειρμικά μας ωθεί στο βασιλιά του, στο βασιλιά της Ασίνης, για λογαριασμό
του οποίου υπήρχε και λειτουργούσε το κάστρο.
Ο ποιητής αφήνει σταδιακά την περιγραφή
του κάστρου και προσεγγίζει περισσότερο την ουσία του συλλογισμού του. Το έρημο
και κατεστραμμένο πια κάστρο είναι ό,τι απέμεινε από ένα ολόκληρο βασίλειο,
είναι ό,τι απέμεινε από την εξουσία και τη δόξα του βασιλιά του. Ενός βασιλιά
που έχει πια λησμονηθεί∙ ακόμη κι ο Όμηρος αναφέρει απλώς το όνομα της πόλης
του, αλλά όχι και το όνομα του ίδιου του βασιλιά. Μια αναφορά, ωστόσο, αβέβαιη,
αφενός γιατί δε γίνεται μνεία στο βασιλιά της Ασίνης κι αφετέρου γιατί προέρχεται
από τον κατάλογο των πλοίων (νεών κατάλογος) -όπου ο Όμηρος καταγράφει τα πλοία
των Αχαιών που εξέπλευσαν κατά της Τροίας- για τη γνησιότητα του οποίου, για το
κατά πόσο δηλαδή αποτελεί οργανικό κομμάτι της Ιλιάδας, έχουν κατά καιρούς
διατυπωθεί ενστάσεις.
Ο βασιλιάς της Ασίνης, το όνομα του
οποίου μας είναι άγνωστο, κι ο οποίος συνεισέφερε στο εκστρατευτικό σώμα των
Ελλήνων κατά τον Τρωϊκό πόλεμο, έχει πια ξεχαστεί ολότελα. Η ζωή του είτε ήταν
γεμάτη εμπειρίες και ευδαιμονία είτε όχι, παρήλθε χωρίς να μείνει τίποτε από
αυτή. Κι ο Όμηρος που θα μπορούσε να έχει διασώσει το όνομά του δεν το έκανε,
ίσως γιατί δεν τον θεώρησε αρκετά σημαντικό, ώστε να τον αναφέρει. Η σκέψη
αυτή, η σκέψη πως η ζωή ενός ανθρώπου περνά και ξεχνιέται πλήρως, εμπεριέχει
την ουσία του ποιήματος.
Ο Όμηρος δεν αναφέρει το όνομα του
βασιλιά της Ασίνης, ο ποιητής ωστόσο προκειμένου να τοποθετήσει με τρόπο απτό
την παρουσία του χαμένου βασιλιά στο κάστρο αναφέρεται σε μια χρυσή προσωπίδα
του, η οποία σαφώς δεν είναι υπαρκτή∙ εξυπηρετεί ωστόσο τη συνέχεια της
ποιητικής αφήγησης.
Η νεκρική προσωπίδα, χρυσή για τα
σημαίνοντα πρόσωπα, τοποθετούνταν στο πρόσωπο του νεκρού, κι ήταν φτιαγμένη
σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά του.
Ας σημειωθεί πως τα δύο χρόνια που
διαρκεί η αναζήτηση του βασιλιά της Ασίνης αναφέρονται στο διάστημα που έχει
μεσολαβήσει από την πρώτη απόπειρα γραφής του ποιήματος, μέχρι την ολοκλήρωσή
του (1938-1940).
«Την άγγιξες, θυμάσαι τον ήχο της;
κούφιο μέσα στο φως
σαν το στεγνό πιθάρι στο σκαμμένο χώμα∙
κι ο ίδιος ήχος μες στη θάλασσα με τα
κουπιά μας.
Ο βασιλιάς της Ασίνης ένα κενό κάτω απ’
την προσωπίδα
παντού μαζί μας παντού μαζί μας, κάτω
από ένα όνομα:
«Ασίνην τε… Ασίνην τε…»
και τα παιδιά του αγάλματα
κι οι πόθοι του φτερουγίσματα πουλιών
κι ο αγέρας
στα διαστήματα των στοχασμών του και τα
καράβια του
αραγμένα σ’ άφαντο λιμάνι∙
κάτω απ’ την προσωπίδα ένα κενό.»
Ο ποιητής στρέφεται προς το άτομο που
τον συνοδεύει και το ρωτά αν θυμάται τον ήχο που ακούστηκε μόλις άγγιξε την
προσωπίδα. Ένας ήχος κούφιος, όπως ακούγεται κι όταν αγγίζεις ένα στεγνό,
άδειο, πιθάρι που έχει βρεθεί στο σκαμμένο χώμα -όπως δηλαδή τα πιθάρια που
βρίσκονται κατά τις ανασκαφές. Ο ήχος είναι συνάμα ίδιος με τον υπόκωφο ήχο που
ακουγόταν όταν τα κουπιά της βάρκας τους έμπαιναν στη θάλασσα.
Ο εμφατικός τρόπος με τον οποίο ο
ποιητής επιχειρεί να προσδιορίσει τον ήχο, τον κούφιο ήχο, που προκύπτει απ’ το
άγγιγμα της νεκρικής προσωπίδας, αποσκοπεί στο να τονίσει πως κάτω απ’ αυτή δεν
υπάρχει τίποτε. Η προσωπίδα είναι άδεια, κενή. Απ’ το βασιλιά της Ασίνης δεν
έχει απομείνει απολύτως τίποτα. Κι αν αυτή τη στιγμή συνοδεύει τον ποιητή και
τη σύντροφό του, αυτό συμβαίνει γιατί η ύπαρξή του υπονοείται, χωρίς να
αναφέρεται με σαφήνεια, κάτω απ’ το όνομα της Ασίνης, της πόλης του, στο έργο
του Ομήρου.
Η ζωή του βασιλιά της Ασίνης πέρασε
χωρίς να απομείνει τίποτα από αυτή, παρόλο που επρόκειτο για έναν βασιλιά∙
σκέψη που οδηγεί σε μια υπολανθάνουσα σύγκριση με τους υπόλοιπους απλούς
ανθρώπους, αλλά και τον ίδιο τον ποιητή.
Τα παιδιά του, άγνωστα κι αυτά,
λησμονημένα∙ στατική η ύπαρξή τους, όπως των αγαλμάτων, χωρίς να έχουν κάνει
κάτι τόσο σημαντικό, ώστε να διασωθεί η ύπαρξή τους στο πέρασμα των χρόνων. Κι
οι επιθυμίες του βασιλιά, όλα όσα πόθησε και ήλπισε κατά τη διάρκεια της ζωής
του, χάθηκαν χωρίς ίχνος σαν το γοργό φτερούγισμα των πουλιών. Κι οι σκέψεις
του, οι συλλογισμοί του, χαμένοι κι αυτοί, σαρωμένοι τόσο γρήγορα, όσο και το
πέρασμα του αέρα. Και τα καράβια του, που κάποτε συνιστούσαν τη δύναμη του
βασιλείου του, αραγμένα σε κάποιο άφαντο, ανύπαρκτο λιμάνι.
Κάτω απ’ την προσωπίδα του λοιπόν ένα
κενό. Μια ολόκληρη ζωή ξεχασμένη, σα να μην υπήρξε ποτέ. Όλα όσα αποτελούσαν τη
μοναδική ύπαρξη του βασιλιά της Ασίνης, τα όνειρα, οι ελπίδες, οι πόθοι, οι
σκέψεις, οι πράξεις κι η ξεχωριστή προσωπικότητά του, όλα χάθηκαν, χωρίς να
αφήσουν κανένα απολύτως ίχνος. Κι αν αυτό συνέβη σ’ έναν βασιλιά, σ’ έναν άνθρωπο
που είχε εξουσία, δύναμη και δόξα, τότε σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό μπορεί να
συμβεί σε κάθε απλό άνθρωπο. Μάταιη, ωστόσο, η δόξα, μάταιη κι η εξουσία, καθώς
η λήθη του θανάτου εκμηδενίζει το ίδιο απόλυτα κάθε άνθρωπο, όποιος κι αν ήταν
όσο ζούσε.
«Πίσω από τα μεγάλα μάτια τα καμπύλα
χείλια τους βο-
στρύχους
ανάγλυφα στο μαλαματένιο σκέπασμα της
ύπαρξής μας
ένα σημείο σκοτεινό που ταξιδεύει σαν
το ψάρι
μέσα στην αυγινή γαλήνη του πελάγου και
το βλέπεις:
ένα κενό παντού μαζί μας.»
Ο ποιητής διευρύνει την έκταση του
συλλογισμού του κι από τη συγκεκριμένη περίπτωση του βασιλιά της Ασίνης περνά
σε όλους τους ανθρώπους, καθώς η νεκρική προσωπίδα γίνεται αίφνης, όχι η
προσωπίδα του βασιλιά, αλλά η προσωπίδα κάθε ανθρώπου. Πίσω από τα μεγάλα
μάτια, τα καμπυλωτά χείλη, και τους βοστρύχους (μπούκλες) των μαλλιών, που
είναι ανάγλυφα αποτυπωμένα στο χρυσό σκέπασμα της ύπαρξης των ανθρώπων, μπορεί
κανείς να διακρίνει ένα σκοτεινό σημείο. Το σκοτεινό αυτό σημείο είναι το κενό,
είναι η μέλλουσα ανυπαρξία που αντιστοιχεί σε κάθε άνθρωπο∙ κι είναι κάτι το
αναπόφευκτο, καθώς δεν υπάρχει τρόπος να διατηρηθεί η ζωή, κι ούτε έχει αξία εν
τέλει αν θα απομείνει κάτι που να θυμίζει το πέρασμα ενός ανθρώπου, αφού μόνο η
ίδια η ζωή έχει αυτούσια αξία.
Το σκοτεινό σημείο πίσω απ’ τη χρυσή
προσωπίδα κάθε ανθρώπου είναι σαν ένα ψάρι που ταξιδεύει κάτω απ’ το νερό, αλλά
μπορεί κανείς να το διακρίνει στα γαλήνια νερά του πελάγους καθώς ξημερώνει κι
η θάλασσα φωτίζεται. Και το σκοτεινό αυτό σημείο, το κενό, συνοδεύει κάθε άνθρωπο,
είναι παντού μαζί μας, καθώς είναι αυτό που εν τέλει θα υποκαταστήσει την
ύπαρξή μας με το πέρας της ζωής.
«Και το πουλί που πέταξε τον άλλο
χειμώνα
με σπασμένη φτερούγα
σκήνωμα ζωής,
κι η νέα γυναίκα που έφυγε να παίξει
με τα σκυλόδοντα του καλοκαιριού
κι η ψυχή που γύρεψε τσιρίζοντας τον
κάτω κόσμο
κι ο τόπος σαν το μεγάλο πλατανόφυλλο
που παρασέρνει
ο χείμαρρος του ήλιου
με τ’ αρχαία μνημεία και τη σύγχρονη
θλίψη.»
Κάθε άνθρωπος, όπως και κάθε ζωντανός
οργανισμός, είναι αντιμέτωπος με το κενό της ανυπαρξίας, καθώς το τέλος της
ζωής είναι όχι μόνο δεδομένο, αλλά κάποτε έρχεται κι εντελώς απρόσμενα και
πρόωρα.
Το πουλί που τον προηγούμενο χειμώνα
βρέθηκε να πετάει με τη σπασμένη φτερούγα, ήταν τόσο δεδομένα χαμένο, ώστε
έμοιαζε μ’ ένα σκήνωμα ζωής, μ’ ένα λείψανο. Στην ανυπαρξία, άλλωστε, θα
περάσει κι η νέα κοπέλα, η οποία έφυγε για να παίξει μέσα στην έντονη ζέστη του
καλοκαιριού, στα «κυνικά καύματα», στις μεγάλες δηλαδή ζέστες του Ιουλίου.
Χαμένη είναι κι η ψυχή που γύρεψε να
βρεθεί στον κάτω κόσμο τσιρίζοντας∙ η αναφορά αυτή μας παραπέμπει στην Οδύσσεια
του Ομήρου (ω, 5-10), όπου οι ψυχές των σκοτωμένων μνηστήρων ακολουθούν τον
Ερμή, τσιρίζοντας όπως οι νυχτερίδες όταν πετούν μέσα σε σπηλιά.
Το κενό όμως καλύπτει κι όλη την
περιοχή της Πελοποννήσου, όπου βρίσκεται η αρχαία πόλη της Ασίνης. Η
Πελοπόννησος, που μοιάζει μ’ ένα μεγάλο πλατανόφυλλο, κι είναι εκτεθειμένη στο
συνεχές κι έντονο φως του ελληνικού ήλιου, έχει να επιδείξει τα αρχαία της
μνημεία -δηλωτικά, υπό τη συγκεκριμένη οπτική, των πληθυσμών που παρήλθαν και
ξεχάστηκαν-, αλλά και τη θλίψη των σύγχρονων ανθρώπων.
Η σύγχρονη θλίψη αποδίδει εδώ τη
συναισθηματική κατάσταση του ποιητή, ο οποίος αντικρίζοντας τα χαλάσματα της
αρχαίας ακρόπολης φέρνει στη σκέψη του όλους εκείνους τους ανθρώπους που
χάθηκαν, αλλά και την ανυπόφορη μοίρα όλων εν γένει των ανθρώπων. Μια αίσθηση
ματαιότητας, επομένως, τον κυριεύει καθώς βλέπει γύρω του παντού σημάδια της
φθοράς και του θανάτου.
«Κι ο ποιητής αργοπορεί κοιτάζοντας τις
πέτρες κι ανα-
ρωτιέται
υπάρχουν άραγε
ανάμεσα στις χαλασμένες τούτες γραμμές
τις ακμές τις
αιχμές τα κοίλα και τις καμπύλες
υπάρχουν άραγε
εδώ που συναντιέται το πέρασμα της
βροχής του αγέρα
και της φθοράς
υπάρχουν η κίνηση του προσώπου το σχήμα
της στοργής
εκείνων που λιγόστεψαν τόσο παράξενα
μες στη ζωή μας
αυτών που απόμειναν σκιές κυμάτων και
στοχασμοί με
την απεραντοσύνη του πελάγου
ή μήπως όχι δεν απομένει τίποτε παρά
μόνο το βάρος
η νοσταλγία του βάρους μιας ύπαρξης
ζωντανής
εκεί που μένουμε τώρα ανυπόστατοι
λυγίζοντας
σαν τα κλωνάρια της φριχτής ιτιάς
σωριασμένα μέσα στη
διάρκεια της απελπισίας
ενώ το ρέμα κίτρινο κατεβάζει αργά
βούρλα ξεριζωμένα
μες στο βούρκο
εικόνα μορφής που μαρμάρωσε με την
απόφαση μιας πί-
κρας παντοτινής.
Ο ποιητής ένα κενό.»
Η ποιητική αφήγηση φεύγει από το εμείς
και περνά στις πιο προσωπικές σκέψεις του ποιητή, ο οποίος παρουσιάζεται να
αργοπορεί κοιτάζοντας τις πέτρες του κάστρου, σκεφτόμενος όχι πλέον τον
ξεχασμένο βασιλιά, αλλά όλους εκείνους τους αγαπημένους ανθρώπους που σταδιακά
χάνονται απ’ τη ζωή μας.
Απομένει άραγε κάτι από τη στοργή που
νιώσαμε και λάβαμε, απομένει κάτι από τις τόσο γνώριμες κινήσεις του προσώπου
εκείνων των ανθρώπων που υπήρξαν τόσο σημαντικοί στη ζωή μας; Απομένει κάτι απ’
την αγάπη και το ενδιαφέρον μέσα σε όλη αυτή τη φθορά του χρόνου, μέσα σ’ αυτή
τη φθορά που κατορθώνει ακόμη και ολόκληρα κάστρα να καταλύσει; Απομένει κάτι
απ’ αυτούς τους ανθρώπους, οι οποίοι με το πέρασμα του χρόνου λιγόστεψαν τόσο
απροσδόκητα και αναίτια, κι είναι πια στη σκέψη μας περαστικοί κι εφήμεροι σαν
τη σκιά ενός κύματος∙ και περνούν απ’ τη σκέψη μας, όχι πια με το στοχασμό μας
εστιασμένο σ’ αυτούς προσωπικά, αλλά σε συλλογισμούς τόσο διευρυμένους, που
μοιάζουν απέραντοι σαν το πέλαγος. Απομένει, λοιπόν, κάτι από τους αγαπημένους
αυτούς ανθρώπους που κάποτε κυριαρχούσαν επίμονα στη σκέψη μας;
Η απορία, ωστόσο, του ποιητή επιδέχεται
μάλλον αρνητική απάντηση, καθώς είναι σαφές πως καμία απ’ τις κοινές στιγμές,
κανένα απ’ τα ιδιαίτερα συναισθήματα που γεννιούνται κατά τη στιγμή της
συνύπαρξης, δεν μπορεί να αιχμαλωτιστεί και να διασωθεί. Όση κι αν είναι η
ένταση της αγάπης, όση κι αν είναι η ευδαιμονία που αντλούμε από τα αγαπημένα
μας πρόσωπα, όταν πια αυτά αποχωρούν απ’ τη ζωή μας, το μόνο που απομένει είναι
μια επώδυνη νοσταλγία. Η νοσταλγία του βάρους της ανθρώπινης ύπαρξης, η
νοσταλγία για την παρουσία τους που κάποτε γέμιζε τη ζωή μας και πλέον έχει
αφήσει ένα κενό, που αδυνατούμε να καλύψουμε.
Κι η έλλειψή τους∙ η απουσία εκείνων
που στήριζαν με την ύπαρξή τους την υπόστασή μας, μας αφήνει αδύναμους να
λυγίζουμε, όπως λυγίζουν τα κλωνάρια της κλαίουσας ιτιάς προς τα κάτω.
Λυγίζουμε και βυθιζόμαστε στην απελπισία, εκτεθειμένοι σε διαρκή αρνητικά
συναισθήματα, σα να βρισκόμαστε σ’ ένα ρέμα που φέρνει συνεχώς απόβλητα στοιχεία,
σα να είμαστε σ’ έναν ελεεινό βούρκο. Έχοντας χάσει τους αγαπημένους μας
ανθρώπους, βρισκόμαστε σε μια κατάσταση παραίτησης, όπου τίποτε δεν έχει και
δεν μπορεί να μας προσφέρει τη χαρά που αισθανόμασταν μαζί τους.
Κι ο πόνος της συνειδητοποίησης πως δε
θα βρίσκονται ποτέ ξανά κοντά μας, η συνειδητοποίηση πως το μόνο που απομένει
είναι μια διαρκής αίσθηση απουσίας και πικρίας, καθρεφτίζεται στο πρόσωπό μας,
φανερώνοντας με πλήρη σαφήνεια την ένταση της οδύνης μας.
Έτσι, ο πόνος του ανθρώπου δεν προκύπτει
μόνο από το θάνατο, δεν προκύπτει μόνο απ’ τις απώλειες που γεννά η θνητότητά
μας, αλλά κι από τους επώδυνους εκείνους αποχωρισμούς, που δεν επιβάλλονται απ’
το τέλος της ζωής, αλλά συνιστούν την επιλογή του άλλου ανθρώπου να
απομακρυνθεί από κοντά μας. Ο ποιητής, λοιπόν, αντιμέτωπος με τις πολλαπλές
αυτές απώλειες, αντιμέτωπος με την επίγνωση πως στη ζωή τους οι άνθρωποι έχουν
να βιώσουν συνεχείς ματαιώσεις και συνεχή πόνο, αισθάνεται κενός, αισθάνεται κι
ο ίδιος ανυπόστατος.
Οι σκέψεις για την ανθρώπινη ζωή, η
περιδιάβαση στα μονοπάτια του πόνου που είναι χαραγμένα για κάθε άνθρωπο,
φέρνει τον ποιητή σε μια κορύφωση της απόγνωσής του. Νιώθει να χάνει κάθε
πίστη, κάθε στήριγμα και αισιοδοξία για ό,τι αποκαλούμε ζωή.
Ασπιδοφόρος ο ήλιος ανέβαινε πολεμώντας
κι από το βάθος της σπηλιάς μια
νυχτερίδα ταραγμένη
χτύπησε πάνω στο φως σαν τη σαΐτα πάνω
στο σκουτάρι:
«Ασίνην τε Ασίνην τε…». Να ‘ταν αυτή ο
βασιλιάς της
Ασίνης
που τον γυρεύουμε τόσο προσεκτικά σε
τούτη την ακρό-
πολη
γγίζοντας κάποτε με τα δάχτυλά μας την
αφή του πάνω
στις πέτρες.
Καθώς το ποίημα οδηγείται στην
ολοκλήρωσή του ο ποιητής υποδηλώνει το πέρασμα της ώρας, καθώς από νωρίς το
πρωί που ξεκίνησε την περιδιάβαση της περιοχής τώρα έχει φτάσει το μεσημέρι κι ο
ήλιος έχει αρχίσει ν’ ανεβαίνει απειλητικός. Ο ήλιος φανερώνεται σε όλη του την
έκταση και ένταση, με το σχήμα του να παραπέμπει σε μιαν ασπίδα, και το
ανέβασμά του να φέρνει στη σκέψη του ποιητή μια διάθεση μαχητική.
Κι από το βάθος της σπηλιάς μια ταραγμένη
νυχτερίδα πετάγεται και μοιάζει σα να χτυπά πάνω στο εκθαμβωτικό φως του
μεσημεριού, όπως θα χτύπαγε μια σαΐτα πάνω σε μιαν ασπίδα. Εικόνα πολέμου που
φέρνει στη σκέψη του εκ νέου την απαρίθμηση της δύναμης των Αχαιών από τον
Όμηρο και φυσικά την αναφορά στην Ασίνη. Συνειρμικά, μάλιστα, και βασιζόμενος
στη λαϊκή πίστη πως οι ψυχές των νεκρών κάποτε εμφανίζονται με τη μορφή ενός
πουλιού ή εντόμου, ο ποιητής αναρωτιέται μήπως η νυχτερίδα αυτή δεν ήταν παρά η
ψυχή του βασιλιά της Ασίνης, τον οποίο με τόση προσοχή αναζητούν από το πρωί
στην ακρόπολή του.
Τον αναζητούν και καθώς αγγίζουν τις
πέτρες του κάστρου σκέφτονται πως ίσως χιλιάδες χρόνια πριν να είχε αγγίξει κι
ο ίδιος ο βασιλιάς τις πέτρες αυτές. Σκέφτονται πως ίσως αγγίζοντας τις πέτρες
που άγγιξε κι εκείνος να έρχονται λίγο πιο κοντά του, σα να αισθάνονται την αφή
του, σα να αισθάνονται το πέρασμα του δικού του χεριού πάνω στις ίδιες αυτές
πέτρες.