Γιώργος Σεφέρης
Εργοβιογραφικά στοιχεία
Ο Γιώργος Σεφέρης (φιλολογικό όνομα του Γεωργίου Σεφεριάδη), γεννήθηκε το 1900 στη Σμύρνη. Προερχόταν από λόγια οικογένεια. Ήταν ο πρωτότοκος γιος του διεθνολόγου Στυλιανού Σεφεριάδη και της Δέσπως (το γένος Τενεκίδη).
Το 1914 ήρθε με την οικογένειά του στην Αθήνα, όπου τελείωσε το γυμνάσιο, και σπούδασε νομικά στο Παρίσι (1918-24). Εκεί τον βρήκε και ο αντίκτυπος της Μικρασιατικής καταστροφής. Ιδιαίτερα η καταστροφή της γενέθλιας πόλης του, της Σμύρνης, όπως φαίνεται από το ποιητικό του έργο, θα μείνει για πάντα ριζωμένη μέσα του. Από τα 18 ως τα 25 του, κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Παρίσι, ήρθε σε άμεση επαφή με τα πνευματικά και ποιητικά ρεύματα που άλλαξαν την υφή της λογοτεχνίας στα χρόνια αμέσως μετά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Μετά την ολοκλήρωση των πανεπιστημιακών του σπουδών, ακολούθησε το διπλωματικό στάδιο και εργάστηκε ως Ακόλουθος της Ελληνικής Κυβέρνησης, Πρόξενος, Πρέσβης, Σύμβουλος πρεσβειών, Διευθυντής Τύπου κ.λπ. σε πολλές ελληνικές Πρεσβείες του εξωτερικού. έτσι πολλά χρόνια της ζωής του τα έζησε μακριά από την Ελλάδα.
Το 1963 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας και ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ Πανεπιστημίων του εξωτερικού. Το 1969 κυκλοφόρησε στην Ελλάδα και στο Εξωτερικό η Δήλωσή του εναντίον της δικτατορίας, που αποτέλεσε ένα ηχηρό ράπισμα κατά της χούντας των Συνταγματαρχών. Το τελευταίο του ποίημα «Επί Ασπαλάθων…», 31/03/1971, δείχνει για μια ακόμα φορά όχι μόνο το αδούλωτο πνεύμα του ποιητή, αλλά και το ποιητικό του μέγεθος. O θάνατός του, τον Σεπτέμβριο του 1971, συγκλόνισε την Ελλάδα και έδωσε την αφορμή να διαδηλώσει ο ελληνικός λαός εναντίον της δικτατορίας των Συνταγματαρχών.
Η πρώτη του συλλογή Στροφή, το 1931, είναι μίγμα Συμβολισμού και καθαρής ποίησης. Με μερικά ποιήματα της επόμενης Στέρνας (1932) διαφοροποιείται από την πρώτη συλλογή και απελευθερώνεται από τα παραδοσιακά πλαίσια. Με το ποιητικό του έργο, που είναι σφραγισμένο από τη Μικρασιατική καταστροφή αλλά και από άλλα ιστορικά γεγονότα, συνέβαλε στην ανανέωση της νεοελληνικής ποίησης.
Το έργο του αποτελούν: Οι ποιητικές συλλογές: Στροφή (1931), Η Στέρνα (1932), Μυθιστόρημα (1935), Γυμνοπαιδία (1936), Τετράδιο Γυμνασμάτων (1940), Ημερολόγιο καταστρώματος Α΄ (1940), Ημερολόγιο καταστρώματος Β΄ (1944- 1945), Κίχλη (1947), Ημερολόγιο καταστρώματος Γ΄ (1955), Τρία κρυφά Ποιήματα (1966), Τετράδιο Γυμνασμάτων Β΄ (1976). Δοκίμια: Διάλογος πάνω στην ποίηση (1939), Δοκιμές (1944), Ερωτόκριτος (1944), Οι ώρες της κυρίας Έρσης (για το ομώνυμο έργο του Ν. Γ. Πεντζίκη με το ψευδώνυμο Ιγνάτης Τρελός) (1973), Έξι νύχτες στην Ακρόπολη (1925-1927) (1973). Αλληλογραφίες: Γ. Θεοτοκά - Γ. Σεφέρη 1930-1966 (1975), Αδ. Διαμαντή - Γ. Σεφέρη 1953-1970 (1988), Γ. Σεφέρη - Α. Καραντώνη 1931-1960 (1989), Σεφέρης και Μαρώ 1936-1940 (1989), Γ. Σεφέρη-Λορεντζάτου 1948-1968 (1990). Ημερολόγια: Χειρόγραφο Σεπτ. 41 (1972), Μέρες του 1945-51 (1973), Μέρες Α΄ 16/2/1925-17/8/1931 (1975), Μέρες Β΄ 24/8/1931-12/2/1934 (1975), Μέρες Γ΄ 16/4/193 -14/12/1940) (1977), Μέρες Δ΄ (1977), Μέρες E΄ (1977), Μέρες ΣΤ΄ (1986), Μέρες Ζ΄ (1990), Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄ (1973), Πολιτικό Ημερολόγιο Β΄ (1973). Μεταφράσεις: Τ. Σ. Έλιοτ (1936), Η έρημη χώρα - Τ.Σ. Έλιοτ (1940), Φονικό στην Εκκλησιά (1963), Αντιγραφές - Yeats, Gide, Valery (1965), Άσμα Ασμάτων (1965), Η Αποκάλυψη του Ιωάννη (1966).
Η κριτική για το έργο του
Το μυθικό στοιχείο της σεφερικής ποίησης
«Με τα “Οι σύντροφοι στον Άδη” και “Πάνω σ’ ένα ξένο στίχο”, το μυθικό στοιχείο εμφανίζεται για πρώτη φορά στην ποίηση του Σεφέρη, και, μάλιστα, με μία λειτουργία ανάλογη μ’ εκείνη με την οποία το συναντάμε και στους μετέπειτα στίχους του. Έχουμε δηλαδή τις πρώτες απόπειρες εφαρμογής μιας μυθικής αντικειμενικής συστοιχίας. Τα ποιήματα αυτά είναι σημαντικά και για έναν άλλο λόγο. Για πρώτη φορά συναντάμε εδώ τη λέξη “σύντροφοι”, μια λέξη κεντρική στη μετέπειτα θεματική του Σεφέρη, και για πρώτη φορά το πρώτο πρόσωπο του πληθυντικού χρησιμοποιείται με την κυριολεκτική του σημασία. Ο Σεφέρης προσπαθεί με τα ποιήματα αυτά (περισσότερο με το πρώτο και λιγότερο με το δεύτερο) να εκφράσει ένα συλλογικό αίσθημα, και η παρουσία του μύθου δεν είναι άσχετη με το γεγονός ότι η εμπειρία του είναι εδώ αντικειμενικότερη. […] Στο “Πάνω σ’ έναν ξένο στίχο” τέτοιο πρόβλημα δεν υπάρχει. Απεναντίας θα έλεγε κανείς πως η αντιστοιχία ανάμεσα στο σύγχρονο και το μυθικό συναίσθημα είναι απόλυτη. Είναι όμως μια αντιστοιχία εξωτερική, όχι μια ταύτιση. Ο ήρωας του ποιήματος δεν είναι ο Οδυσσέας, αλλά ένας άνθρωπος που βλέπει στην ιστορία του τη μοίρα του Οδυσσέα. Δεν έχουμε την προβολή της μιας εικόνας πάνω στην άλλη, του ενός συναισθήματος πάνω στο άλλο, αλλά την παραβολή τους. Με αυτό δε θέλω να πω ότι τα δύο ποιήματα είναι μέτρια καλλιτεχνικά, αλλά ότι η χρήση του μύθου σαν μια μορφή αντικειμενικής συστοιχίας την εποχή αυτή βρίσκεται ακόμη στη διαμόρφωσή της.
Ταυτόχρονα με τη χρήση του μύθου, στα ποιήματα αυτά είναι φανερή η προσπάθεια του Σεφέρη για μια ρεαλιστική έκφραση. Τα λυρικά στοιχεία είναι ελάχιστα, ο τόνος έχει την προφορικότητα της καθημερινής ομιλίας, οι λέξεις είναι απλές και άμεσες».
(Ν. Βαγενάς, 1980, Ο ποιητής και ο Χορευτής, Αθήνα: Κέδρος, σελ.121-123)
Η στάση του Σεφέρη στα προβλήματα της τέχνης του
«Αναμφισβήτητα η Κύπρος προωθεί την εικόνα της ποίησης του Σεφέρη, τουλάχιστον στην “Ελένη”, στα “Μνήμη Α΄, Β΄”, στη “Σαλαμίνα της Κύπρου”, και το “Στα περίχωρα της Κερύνειας” δίνουν μια νότα ανάλαφρη και χαριτωμένη. Όλα τα αισθήματα, οι καταστάσεις της ψυχής δεν θα είχαν για μας καμιά σημασία, αν ο ποιητής δεν είχε κατορθώσει να τα αναδείξει. Παρακολουθώντας βήμα προς βήμα τον αγώνα του με τα εκφραστικά του μέσα, βλέπομε ότι ο Σεφέρης πλησίασε από την αρχή το πρόβλημα της αντιστοιχίας του αντικειμένου με την έκφρασή του. Οι αισθητικές του απόψεις άλλαξαν πολλές φορές, αλλά, κάθε μια τους, την υπηρέτησε με συνέπεια και γνώση. Οι μετακινήσεις του αυτές είχαν σαν βάση το αίτημα της ανασκαφής του υπεδάφους του, την αναζήτηση τρόπων για να τον εκφράσουν πληρέστερα. Κάθε φορά και πιο ανικανοποίητος, παιδευόταν από το ασχημάτιστο εσωτερικό του πεδίο που ζητούσε διέξοδο.
Μελετώντας την πριν από αυτόν ποίηση, ή και τη σύγχρονή του, θέλησε να διαχωρίσει την ποίηση από το ένδυμά της. Διείδε τους κινδύνους μιας έκφρασης με εκκρεμότητες και δεν εκβίασε το αίτιο για το αποτέλεσμα. Προβληματίστηκε μελετώντας και σκεφτόμενος για λογαριασμό του από την αρχή τα ποιητικά κείμενα των άλλων. Τα κριτικά δοκίμια δείχνουν ένα πνεύμα που βρίσκεται πάντα στον πυρήνα των πραγμάτων .[…]
Καθορίζοντας το ποιητικό του στίγμα, δούλεψε με σοφία και ακολούθησε με σωστή ταχτική την προσωπική του πορεία. Δεν ξέφυγε από την περιοχή του. Δεν κατέφυγε σε τεχνάσματα. Αν προτίμησε τον πλάγιο λόγο ήταν γιατί συμβάδιζε με την ιδιοσυγκρασία του που απεχθανόταν τη ρητορεία».
(Αλεξ. Αργυρίου, 1999, «Διάγραμμα εισαγωγής στην ποίηση του Σεφέρη», Εισαγωγή
στην Ποίηση του Σεφέρη, Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σελ. 108-109)
Ο συγκερασμός πραγματικότητας και Συμβολισμού στο «Ο Βασιλιάς της Ασίνης»
«Ας αντιπαραβάλουμε το σχετικά γενικευμένο τοπίο του Μυθιστορήματος με το ακόλουθο, από τον “Βασιλιά της Ασίνης”, στο Ημερολόγιο Καταστρώματος, Α΄: “Κοιτάξαμε όλο το πρωί γύρω-γύρω το κάστρο…/ Ασίνην τε … Ασίνην τε” Το τοπίο αυτό, πρώτ’ απ’ όλα, είναι συγκεκριμένο και κυριολεκτικό: μια ακριβής αναπαράσταση ενός πραγματικού χώρου, καθώς θα αναγνωρίσει αμέσως ο καθένας που έχει δει την ακρόπολη της Ασίνης, ιδίως όπως ήταν την εποχή που γράφτηκε το ποίημα. Οι συμβολικές και μυθικές αξίες του ποιήματος δεν επιβάλλονται πριν προχωρήσουμε στη δεύτερη στροφή: “Κανένα πλάσμα ζωντανό τ’ αγριοπερίστερα φευγάτα /κι ο βασιλιάς της Ασίνης που τον γυρεύουμε δυο χρόνια τώρα/ άγνωστος λησμονημένος απ’ όλους”. Σ’ αυτό το σημείο του ποιήματος, εμφανίζονται οι συμβολικές αξίες σχεδόν απαρατήρητες τόσο δυσδιάκριτες όσο οφείλουν να είναι το σύμβολο και ο μύθος, επειδή η απουσία ζωντανών όντων, συμπεριλαμβανομένου και του φάσματος του νεκρού βασιλιά, μοιάζει τόσο με φυσικό γεγονός του περιβάλλοντός του όσο κι εκείνες οι φλέβες του βράχου και τα ηλιόλουστα τείχη. Η κυριολεκτική απόδοση και η συγκεκριμένη υπόσταση αυτού του τοπίου όχι μόνο αποκλείουν τη συμμετοχή κοινών συμβόλων, αλλά, επί πλέον, προετοιμάζουν τον αναγνώστη να δεχθεί τη φιλολογική αναφορά στον Όμηρο ως κάτι ζωτικότερο από μιαν ακόμη άσκηση ενός δημοφιλούς τεχνάσματος: αυτό, στο κάτω-κάτω, είναι το πραγματικό σπίτι του βασιλιά της Ασίνης, δεν προσάγεται αυθαίρετα σ’ αυτό το σκηνικό για να του προσδώσει τη μυθολογική κομψότητα που του αρνείται η σοφία και η “λησμονημένη” φράση του Ομήρου Ασίνην τε, που γίνεται επωδός του ποιήματος, απλώς ενισχύει την αίσθηση της απώλειας, την αίσθηση του ηρωικού χώρου του εγκαταλελειμμένου “στη βροχή, στον αγέρα και στη φθορά”, όπως μας τον έχει ήδη δώσει η πρωινή αναζήτηση της persona γύρω στην “έρημη ακρόπολη”».
(Edmund Keeley, «Ο Σεφέρης και η μυθική μέθοδος», Εισαγωγή στην Ποίηση του Σεφέρη, Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σελ. 415-416)
Ο «Τελευταίος σταθμός» ως έργο συνειδησιακής εξέγερσης
«Ο “Τελευταίος Σταθμός” της Οδύσσειας, γράφτηκε σ’ ένα τυρρηνικό χωριό, πίσω από την θάλασσα του Σαλέρνο. Η αναμονή της επιστροφής μεταστοιχειώνεται σε αγωνία για την έκβαση. Γυρίζομε πίσω φορτωμένοι τις αμαρτίες μας. Οι νωπές πληγές μας την κρίσιμη αυτή ώρα κακοφορμίζουν. Τι πρόκειται ν’ αλλάξει; Διότι δεν μπορούμε (από όσα συνέβησαν) να πούμε πάλι τα ίδια και τα ίδια. Η σκέψη του πρόσφυγα, η σκέψη του αιχμάλωτου, η σκέψη του ανθρώπου, σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια, που θα προτιμούσε να μείνει βασιλιάς ανθρωποφάγων, ξοδεύοντας δυνάμεις που κανείς δεν λογαριάζει, μας κατατρέχει. Αλλιώς το πυρωμένο πλοίο θα βουλιάξει καθώς το δείχνουν οι στατιστικές. Το μυαλό μας είναι ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων. Τι να κάνομε τ’ αγαθά ξόρκια και τις ρητορείες; Μια κατηγορούσα αρχή που επιστρέφει τον έλεγχο στον εαυτό της, και τον περιλαμβάνει. Βλέπω τον “Τελευταίο Σταθμό” σαν μια διαμαρτυρία, μια εξέγερση της συνείδησης, που αρνιέται να δεχτεί τη φρίκη μιας ζωής που επαναλαμβάνεται, χωρίς να έχει συνετιστεί από τις ενοχές της. Έναν πίνακα φορτωμένο από το αίσθημα της ενοχής, από το βάρος της μνήμης, από το φόβο κι από τους εφιάλτες».
Εργοβιογραφικά στοιχεία
Ο Γιώργος Σεφέρης (φιλολογικό όνομα του Γεωργίου Σεφεριάδη), γεννήθηκε το 1900 στη Σμύρνη. Προερχόταν από λόγια οικογένεια. Ήταν ο πρωτότοκος γιος του διεθνολόγου Στυλιανού Σεφεριάδη και της Δέσπως (το γένος Τενεκίδη).
Το 1914 ήρθε με την οικογένειά του στην Αθήνα, όπου τελείωσε το γυμνάσιο, και σπούδασε νομικά στο Παρίσι (1918-24). Εκεί τον βρήκε και ο αντίκτυπος της Μικρασιατικής καταστροφής. Ιδιαίτερα η καταστροφή της γενέθλιας πόλης του, της Σμύρνης, όπως φαίνεται από το ποιητικό του έργο, θα μείνει για πάντα ριζωμένη μέσα του. Από τα 18 ως τα 25 του, κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Παρίσι, ήρθε σε άμεση επαφή με τα πνευματικά και ποιητικά ρεύματα που άλλαξαν την υφή της λογοτεχνίας στα χρόνια αμέσως μετά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Μετά την ολοκλήρωση των πανεπιστημιακών του σπουδών, ακολούθησε το διπλωματικό στάδιο και εργάστηκε ως Ακόλουθος της Ελληνικής Κυβέρνησης, Πρόξενος, Πρέσβης, Σύμβουλος πρεσβειών, Διευθυντής Τύπου κ.λπ. σε πολλές ελληνικές Πρεσβείες του εξωτερικού. έτσι πολλά χρόνια της ζωής του τα έζησε μακριά από την Ελλάδα.
Το 1963 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας και ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ Πανεπιστημίων του εξωτερικού. Το 1969 κυκλοφόρησε στην Ελλάδα και στο Εξωτερικό η Δήλωσή του εναντίον της δικτατορίας, που αποτέλεσε ένα ηχηρό ράπισμα κατά της χούντας των Συνταγματαρχών. Το τελευταίο του ποίημα «Επί Ασπαλάθων…», 31/03/1971, δείχνει για μια ακόμα φορά όχι μόνο το αδούλωτο πνεύμα του ποιητή, αλλά και το ποιητικό του μέγεθος. O θάνατός του, τον Σεπτέμβριο του 1971, συγκλόνισε την Ελλάδα και έδωσε την αφορμή να διαδηλώσει ο ελληνικός λαός εναντίον της δικτατορίας των Συνταγματαρχών.
Η πρώτη του συλλογή Στροφή, το 1931, είναι μίγμα Συμβολισμού και καθαρής ποίησης. Με μερικά ποιήματα της επόμενης Στέρνας (1932) διαφοροποιείται από την πρώτη συλλογή και απελευθερώνεται από τα παραδοσιακά πλαίσια. Με το ποιητικό του έργο, που είναι σφραγισμένο από τη Μικρασιατική καταστροφή αλλά και από άλλα ιστορικά γεγονότα, συνέβαλε στην ανανέωση της νεοελληνικής ποίησης.
Το έργο του αποτελούν: Οι ποιητικές συλλογές: Στροφή (1931), Η Στέρνα (1932), Μυθιστόρημα (1935), Γυμνοπαιδία (1936), Τετράδιο Γυμνασμάτων (1940), Ημερολόγιο καταστρώματος Α΄ (1940), Ημερολόγιο καταστρώματος Β΄ (1944- 1945), Κίχλη (1947), Ημερολόγιο καταστρώματος Γ΄ (1955), Τρία κρυφά Ποιήματα (1966), Τετράδιο Γυμνασμάτων Β΄ (1976). Δοκίμια: Διάλογος πάνω στην ποίηση (1939), Δοκιμές (1944), Ερωτόκριτος (1944), Οι ώρες της κυρίας Έρσης (για το ομώνυμο έργο του Ν. Γ. Πεντζίκη με το ψευδώνυμο Ιγνάτης Τρελός) (1973), Έξι νύχτες στην Ακρόπολη (1925-1927) (1973). Αλληλογραφίες: Γ. Θεοτοκά - Γ. Σεφέρη 1930-1966 (1975), Αδ. Διαμαντή - Γ. Σεφέρη 1953-1970 (1988), Γ. Σεφέρη - Α. Καραντώνη 1931-1960 (1989), Σεφέρης και Μαρώ 1936-1940 (1989), Γ. Σεφέρη-Λορεντζάτου 1948-1968 (1990). Ημερολόγια: Χειρόγραφο Σεπτ. 41 (1972), Μέρες του 1945-51 (1973), Μέρες Α΄ 16/2/1925-17/8/1931 (1975), Μέρες Β΄ 24/8/1931-12/2/1934 (1975), Μέρες Γ΄ 16/4/193 -14/12/1940) (1977), Μέρες Δ΄ (1977), Μέρες E΄ (1977), Μέρες ΣΤ΄ (1986), Μέρες Ζ΄ (1990), Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄ (1973), Πολιτικό Ημερολόγιο Β΄ (1973). Μεταφράσεις: Τ. Σ. Έλιοτ (1936), Η έρημη χώρα - Τ.Σ. Έλιοτ (1940), Φονικό στην Εκκλησιά (1963), Αντιγραφές - Yeats, Gide, Valery (1965), Άσμα Ασμάτων (1965), Η Αποκάλυψη του Ιωάννη (1966).
Η κριτική για το έργο του
Το μυθικό στοιχείο της σεφερικής ποίησης
«Με τα “Οι σύντροφοι στον Άδη” και “Πάνω σ’ ένα ξένο στίχο”, το μυθικό στοιχείο εμφανίζεται για πρώτη φορά στην ποίηση του Σεφέρη, και, μάλιστα, με μία λειτουργία ανάλογη μ’ εκείνη με την οποία το συναντάμε και στους μετέπειτα στίχους του. Έχουμε δηλαδή τις πρώτες απόπειρες εφαρμογής μιας μυθικής αντικειμενικής συστοιχίας. Τα ποιήματα αυτά είναι σημαντικά και για έναν άλλο λόγο. Για πρώτη φορά συναντάμε εδώ τη λέξη “σύντροφοι”, μια λέξη κεντρική στη μετέπειτα θεματική του Σεφέρη, και για πρώτη φορά το πρώτο πρόσωπο του πληθυντικού χρησιμοποιείται με την κυριολεκτική του σημασία. Ο Σεφέρης προσπαθεί με τα ποιήματα αυτά (περισσότερο με το πρώτο και λιγότερο με το δεύτερο) να εκφράσει ένα συλλογικό αίσθημα, και η παρουσία του μύθου δεν είναι άσχετη με το γεγονός ότι η εμπειρία του είναι εδώ αντικειμενικότερη. […] Στο “Πάνω σ’ έναν ξένο στίχο” τέτοιο πρόβλημα δεν υπάρχει. Απεναντίας θα έλεγε κανείς πως η αντιστοιχία ανάμεσα στο σύγχρονο και το μυθικό συναίσθημα είναι απόλυτη. Είναι όμως μια αντιστοιχία εξωτερική, όχι μια ταύτιση. Ο ήρωας του ποιήματος δεν είναι ο Οδυσσέας, αλλά ένας άνθρωπος που βλέπει στην ιστορία του τη μοίρα του Οδυσσέα. Δεν έχουμε την προβολή της μιας εικόνας πάνω στην άλλη, του ενός συναισθήματος πάνω στο άλλο, αλλά την παραβολή τους. Με αυτό δε θέλω να πω ότι τα δύο ποιήματα είναι μέτρια καλλιτεχνικά, αλλά ότι η χρήση του μύθου σαν μια μορφή αντικειμενικής συστοιχίας την εποχή αυτή βρίσκεται ακόμη στη διαμόρφωσή της.
Ταυτόχρονα με τη χρήση του μύθου, στα ποιήματα αυτά είναι φανερή η προσπάθεια του Σεφέρη για μια ρεαλιστική έκφραση. Τα λυρικά στοιχεία είναι ελάχιστα, ο τόνος έχει την προφορικότητα της καθημερινής ομιλίας, οι λέξεις είναι απλές και άμεσες».
(Ν. Βαγενάς, 1980, Ο ποιητής και ο Χορευτής, Αθήνα: Κέδρος, σελ.121-123)
Η στάση του Σεφέρη στα προβλήματα της τέχνης του
«Αναμφισβήτητα η Κύπρος προωθεί την εικόνα της ποίησης του Σεφέρη, τουλάχιστον στην “Ελένη”, στα “Μνήμη Α΄, Β΄”, στη “Σαλαμίνα της Κύπρου”, και το “Στα περίχωρα της Κερύνειας” δίνουν μια νότα ανάλαφρη και χαριτωμένη. Όλα τα αισθήματα, οι καταστάσεις της ψυχής δεν θα είχαν για μας καμιά σημασία, αν ο ποιητής δεν είχε κατορθώσει να τα αναδείξει. Παρακολουθώντας βήμα προς βήμα τον αγώνα του με τα εκφραστικά του μέσα, βλέπομε ότι ο Σεφέρης πλησίασε από την αρχή το πρόβλημα της αντιστοιχίας του αντικειμένου με την έκφρασή του. Οι αισθητικές του απόψεις άλλαξαν πολλές φορές, αλλά, κάθε μια τους, την υπηρέτησε με συνέπεια και γνώση. Οι μετακινήσεις του αυτές είχαν σαν βάση το αίτημα της ανασκαφής του υπεδάφους του, την αναζήτηση τρόπων για να τον εκφράσουν πληρέστερα. Κάθε φορά και πιο ανικανοποίητος, παιδευόταν από το ασχημάτιστο εσωτερικό του πεδίο που ζητούσε διέξοδο.
Μελετώντας την πριν από αυτόν ποίηση, ή και τη σύγχρονή του, θέλησε να διαχωρίσει την ποίηση από το ένδυμά της. Διείδε τους κινδύνους μιας έκφρασης με εκκρεμότητες και δεν εκβίασε το αίτιο για το αποτέλεσμα. Προβληματίστηκε μελετώντας και σκεφτόμενος για λογαριασμό του από την αρχή τα ποιητικά κείμενα των άλλων. Τα κριτικά δοκίμια δείχνουν ένα πνεύμα που βρίσκεται πάντα στον πυρήνα των πραγμάτων .[…]
Καθορίζοντας το ποιητικό του στίγμα, δούλεψε με σοφία και ακολούθησε με σωστή ταχτική την προσωπική του πορεία. Δεν ξέφυγε από την περιοχή του. Δεν κατέφυγε σε τεχνάσματα. Αν προτίμησε τον πλάγιο λόγο ήταν γιατί συμβάδιζε με την ιδιοσυγκρασία του που απεχθανόταν τη ρητορεία».
(Αλεξ. Αργυρίου, 1999, «Διάγραμμα εισαγωγής στην ποίηση του Σεφέρη», Εισαγωγή
στην Ποίηση του Σεφέρη, Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σελ. 108-109)
Ο συγκερασμός πραγματικότητας και Συμβολισμού στο «Ο Βασιλιάς της Ασίνης»
«Ας αντιπαραβάλουμε το σχετικά γενικευμένο τοπίο του Μυθιστορήματος με το ακόλουθο, από τον “Βασιλιά της Ασίνης”, στο Ημερολόγιο Καταστρώματος, Α΄: “Κοιτάξαμε όλο το πρωί γύρω-γύρω το κάστρο…/ Ασίνην τε … Ασίνην τε” Το τοπίο αυτό, πρώτ’ απ’ όλα, είναι συγκεκριμένο και κυριολεκτικό: μια ακριβής αναπαράσταση ενός πραγματικού χώρου, καθώς θα αναγνωρίσει αμέσως ο καθένας που έχει δει την ακρόπολη της Ασίνης, ιδίως όπως ήταν την εποχή που γράφτηκε το ποίημα. Οι συμβολικές και μυθικές αξίες του ποιήματος δεν επιβάλλονται πριν προχωρήσουμε στη δεύτερη στροφή: “Κανένα πλάσμα ζωντανό τ’ αγριοπερίστερα φευγάτα /κι ο βασιλιάς της Ασίνης που τον γυρεύουμε δυο χρόνια τώρα/ άγνωστος λησμονημένος απ’ όλους”. Σ’ αυτό το σημείο του ποιήματος, εμφανίζονται οι συμβολικές αξίες σχεδόν απαρατήρητες τόσο δυσδιάκριτες όσο οφείλουν να είναι το σύμβολο και ο μύθος, επειδή η απουσία ζωντανών όντων, συμπεριλαμβανομένου και του φάσματος του νεκρού βασιλιά, μοιάζει τόσο με φυσικό γεγονός του περιβάλλοντός του όσο κι εκείνες οι φλέβες του βράχου και τα ηλιόλουστα τείχη. Η κυριολεκτική απόδοση και η συγκεκριμένη υπόσταση αυτού του τοπίου όχι μόνο αποκλείουν τη συμμετοχή κοινών συμβόλων, αλλά, επί πλέον, προετοιμάζουν τον αναγνώστη να δεχθεί τη φιλολογική αναφορά στον Όμηρο ως κάτι ζωτικότερο από μιαν ακόμη άσκηση ενός δημοφιλούς τεχνάσματος: αυτό, στο κάτω-κάτω, είναι το πραγματικό σπίτι του βασιλιά της Ασίνης, δεν προσάγεται αυθαίρετα σ’ αυτό το σκηνικό για να του προσδώσει τη μυθολογική κομψότητα που του αρνείται η σοφία και η “λησμονημένη” φράση του Ομήρου Ασίνην τε, που γίνεται επωδός του ποιήματος, απλώς ενισχύει την αίσθηση της απώλειας, την αίσθηση του ηρωικού χώρου του εγκαταλελειμμένου “στη βροχή, στον αγέρα και στη φθορά”, όπως μας τον έχει ήδη δώσει η πρωινή αναζήτηση της persona γύρω στην “έρημη ακρόπολη”».
(Edmund Keeley, «Ο Σεφέρης και η μυθική μέθοδος», Εισαγωγή στην Ποίηση του Σεφέρη, Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σελ. 415-416)
Ο «Τελευταίος σταθμός» ως έργο συνειδησιακής εξέγερσης
«Ο “Τελευταίος Σταθμός” της Οδύσσειας, γράφτηκε σ’ ένα τυρρηνικό χωριό, πίσω από την θάλασσα του Σαλέρνο. Η αναμονή της επιστροφής μεταστοιχειώνεται σε αγωνία για την έκβαση. Γυρίζομε πίσω φορτωμένοι τις αμαρτίες μας. Οι νωπές πληγές μας την κρίσιμη αυτή ώρα κακοφορμίζουν. Τι πρόκειται ν’ αλλάξει; Διότι δεν μπορούμε (από όσα συνέβησαν) να πούμε πάλι τα ίδια και τα ίδια. Η σκέψη του πρόσφυγα, η σκέψη του αιχμάλωτου, η σκέψη του ανθρώπου, σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια, που θα προτιμούσε να μείνει βασιλιάς ανθρωποφάγων, ξοδεύοντας δυνάμεις που κανείς δεν λογαριάζει, μας κατατρέχει. Αλλιώς το πυρωμένο πλοίο θα βουλιάξει καθώς το δείχνουν οι στατιστικές. Το μυαλό μας είναι ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων. Τι να κάνομε τ’ αγαθά ξόρκια και τις ρητορείες; Μια κατηγορούσα αρχή που επιστρέφει τον έλεγχο στον εαυτό της, και τον περιλαμβάνει. Βλέπω τον “Τελευταίο Σταθμό” σαν μια διαμαρτυρία, μια εξέγερση της συνείδησης, που αρνιέται να δεχτεί τη φρίκη μιας ζωής που επαναλαμβάνεται, χωρίς να έχει συνετιστεί από τις ενοχές της. Έναν πίνακα φορτωμένο από το αίσθημα της ενοχής, από το βάρος της μνήμης, από το φόβο κι από τους εφιάλτες».