Debra and Dave Vanderlaan
Δήμητρα Χριστοδούλου «Ο Ξεναγός»
Πίσω του θύμωνε αδικημένος κήπος.
Σ’ ένα καρφί απ’ τις σανίδες της πορτούλας
Τη νύχτα έφεγγε ένας σκούφος.
Τη μέρα έμοιαζε καρπός.
Από του κηπουρού το όνομα, λένε,
Ξέφευγαν δυο κλωστές νερό.
Να το, γραμμένο εκεί, στην πέτρα.
Καθρεφτισμένο στα ματογυάλια σας,
Αν θυμηθείτε πόσες φορές σας αγνόησαν,
Πόσες φορές είχατε πλήρη βεβαιότητα
Ότι αστειεύεται μαζί σας η φύση
Όταν επαναφέρει την άνοιξη.
Έτσι απλά ενσαρκώνεται όποιος λείπει.
Φοράει την πέτσινη ποδιά, τις γαλότσες,
Τις αποσιωπήσεις, τη θλιμμένη οργή, τη θλίψη,
Κλωτσάει τα σαπισμένα ξύλα προς το μέρος μας,
Παραμερίζει τις τσουκνίδες και το βλέμμα του
Μας σημαδεύει ανάμεσα στα φρύδια».
Πίσω του θύμωνε αδικημένος κήπος.
Σ’ ένα καρφί απ’ τις σανίδες της πορτούλας
Τη νύχτα έφεγγε ένας σκούφος.
Τη μέρα έμοιαζε καρπός.
Από του κηπουρού το όνομα, λένε,
Ξέφευγαν δυο κλωστές νερό.
Να το, γραμμένο εκεί, στην πέτρα.
Ο ίδιος ο ήρωας δεν εμφανίζεται στην εικόνα που παρουσιάζει ο ξεναγός, μόνο το έργο του -ο κήπος- κι ένα δευτερεύον στοιχείο της παρουσίας του, ο σκούφος του. Ακόμη και το ουσιώδες στοιχείο της ταυτότητά τους, το όνομά του, έχει ξεχαστεί. Ό,τι απομένει από αυτόν είναι οι γραμμές που χαράχτηκαν στην πέτρα του κήπου από τον αδιάκοπο ιδρώτα -ή τα δάκρυα- μιας ζωής.
Μια αόρατη παρουσία ο άοκνα εργαζόμενος κηπουρός, που κανείς δεν του έδινε σημασία όσο ζούσε και κανείς δεν τον θυμάται απ’ τη στιγμή που πέθανε. Ένας από τους πολλούς ανώνυμους εργάτες ο ήρωας -μια ζωή που μοιάζει να είχε λιγότερη σημασία ή αξία από τις άλλες-, γι’ αυτό και ο ξεναγός έρχεται τώρα να στρέψει την προσοχή μας σε αυτόν ακριβώς τον εργάτη, την παρουσία του οποίου αγνοήσαμε, ώστε στο μέλλον να μην αφήνουμε να περνούν απαρατήρητοι και χωρίς αναγνώριση του κόπου τους οι συνάνθρωποί μας, όσο «άδοξοι» κι αν είναι.
Καθρεφτισμένο στα ματογυάλια σας,
Αν θυμηθείτε πόσες φορές σας αγνόησαν,
Πόσες φορές είχατε πλήρη βεβαιότητα
Ότι αστειεύεται μαζί σας η φύση
Όταν επαναφέρει την άνοιξη.
Έτσι απλά ενσαρκώνεται όποιος λείπει.
Φοράει την πέτσινη ποδιά, τις γαλότσες,
Τις αποσιωπήσεις, τη θλιμμένη οργή, τη θλίψη,
Κλωτσάει τα σαπισμένα ξύλα προς το μέρος μας,
Παραμερίζει τις τσουκνίδες και το βλέμμα του
Μας σημαδεύει ανάμεσα στα φρύδια».
Σε αυτή την περιοχή με την τόσο άγρια βλάστηση -που άλλοτε ενέτεινε τον μόχθο του κηπουρού-, δίνεται «έτσι απλά» η ευκαιρία στους ανθρώπους που χάθηκαν να επανέλθουν για μια ακόμη φορά. Ο χαμένος κηπουρός φοράει για μια τελευταία φορά τα ρούχα της δουλειάς, και φέρει μαζί του όλα εκείνα τα πικρά συναισθήματα που τον συνόδευαν στη ζωή του -οργή και θλίψη-, κλωτσάει τα σαπισμένα ξύλα του φράκτη προς το μέρος του ξεναγού και των επισκεπτών, παραμερίζει τις τσουκνίδες που καλύπτουν τον αφρόντιστο πια κήπο, και με το βλέμμα του τους σημαδεύει ανάμεσα στα φρύδια, όπως θα έκανε ένας εκτελεστής.
Ο αγνοημένος κηπουρός, που συμβολίζει όλους εκείνους τους ανώνυμους ανθρώπους του μόχθου, έρχεται να ζητήσει τον λόγο απ’ τους συνανθρώπους του που τόσο συστηματικά τον αγνόησαν και αδιαφόρησαν για την ύπαρξη και τον κόπο του. Ο κηπουρός που σιώπαινε υπομονετικά σε όλη του τη ζωή, κρατώντας ανέκφραστη τη θλίψη και την οργή του, επανέρχεται για να μάθει γιατί έδειξαν τόση αδιαφορία απέναντί του‧ γιατί η δική του ύπαρξη τόσο λίγο απασχόλησε τους άλλους, γιατί κανείς δεν ένιωσε την ανάγκη ή την επιθυμία να του μεταφέρει έναν λόγο εκτίμησης και αναγνώρισης.
Κύριο θέμα του ποιήματος είναι, κατά τη γνώμη μου, η θλίψη που σκεπάζει τη ζωή των «ανώνυμων» ανθρώπων του καθημερινού μόχθου, η δουλειά, ο κόπος και η ύπαρξη των οποίων περνούν απαρατήρητα και χωρίς αναγνώριση από τους άλλους ανθρώπους. Το θέμα αυτό αναδεικνύεται μέσα από την ξενάγηση σ’ έναν εγκαταλελειμμένο και ρημαγμένο πια κήπο, όπου εργαζόταν για χρόνια ένας κηπουρός. Με τη χρήση μιας προσωποποίησης ο ξεναγός, που επιχειρεί να φέρει στο φως την άδοξη ζωή του ανώνυμου ήρωα, αποδίδει στον «αδικημένο» κήπο το αίσθημα του θυμού, για το γεγονός ότι βρίσκεται κρυμμένος πίσω από τον φράχτη. Με τον τρόπο αυτό τονίζεται πως ο κόπος του κηπουρού δεν γίνεται αντιληπτός από τους άλλους, έστω κι αν ο ίδιος δούλευε συνεχώς σκληρά, όπως επισημαίνεται με τη μεταφορική εικόνα της καταγραφής του ονόματός του πάνω «στην πέτρα», χαραγμένο εκεί απ’ τον αδιάκοπο ιδρώτα («Ξέφευγαν δυο κλωστές νερό»). Ο ξεναγός, μάλιστα, καλεί τους περιηγούμενους στον τόπο που δούλευε ο κηπουρός, να αισθανθούν το πρόσωπο του ανώνυμου ήρωα να καθρεφτίζεται, κατά τρόπο μεταφορικό, στα γυαλιά τους, αναλογιζόμενοι κι εκείνοι πόσες φορές τους αγνόησαν. Ακολούθως, η απόπειρα του ξεναγού να μεταδώσει στους περιηγούμενους τη συναισθηματική κατάσταση του ήρωα κλιμακώνεται μέσα από την αιφνίδια «ενσάρκωση» του χαμένου κηπουρού, ο οποίος, μάλιστα, φορά στο πλαίσιο μιας μεταφοράς, «τη θλιμμένη οργή» και τη «θλίψη» του.
Η δραστική αυτή παρουσίαση του θλιμμένου κηπουρού που πέρασε τη ζωή του αγνοημένος, φέρνει στη σκέψη το πλήθος των ανώνυμων εργατών, οι οποίοι λησμονήθηκαν με το πέρασμα των χρόνων, έστω κι αν δούλεψαν πολύ σκληρά. Ζωές που μοιάζει να έφυγαν χωρίς αναγνώριση, άνθρωποι που έζησαν με την πίκρα της αδιαφορίας και τη αγνωμοσύνης.