Matthias Haker photography
Δημήτρης
Χατζής «Ο Κάσπαρ Χάουζερ στην έρημη χώρα»
[Το κείμενο που ακολουθεί είναι
απόσπασμα από το τρίτο κεφάλαιο του μυθιστορήματος Το διπλό βιβλίο (1976) του
Δημήτρη Χατζή. Το πρόσωπο που αφηγείται είναι ο Κώστας, ένας φτωχός Έλληνας
μετανάστης που ζει και εργάζεται ως βιομηχανικός εργάτης στη Γερμανία, στη
δεκαετία του 1960. Στο απόσπασμα διηγείται τι κάνει τα βράδια, όταν έχει
τελειώσει τη δουλειά του στο εργοστάσιο (το ΑΟΥΤΕΛ, ένα εργοστάσιο που
κατασκευάζει λάμπες αυτοκινήτων) και επιστρέφει στο φτωχικό δωμάτιό του, στο
σπίτι της Φράου Μπάουμ. Σε κάποια σημεία του αποσπάσματος ο Κώστας απευθύνεται
σ’ ένα άλλο πρόσωπο· το πρόσωπο αυτό είναι ένας συγγραφέας που θέλει να γράψει
την ιστορία της ζωής του Κώστα.]
Για να πάω το πρωί στο εργοστάσιο
παίρνω το μετρό, παίρνω και λεωφορείο, αλλιώς δεν προφταίνω. Το βράδυ όμως άμα
σκολάσω, πάω με τα πόδια, χειμώνα και καλοκαίρι. Για να φτάσω στο σπίτι πρέπει
να περάσω από το κέντρο της πόλης, τη μεγάλη τη λεωφόρο, με τις ρεκλάμες, τα
καταστήματα, τα μπαρ, τις βιτρίνες. Τα φώτα της έχουν ανάψει. Κι αν θέλεις να
ξέρεις, εγώ πολύ τ’ αγαπάω τα φώτα της πόλης. Περισσότερο από τον ήλιο της
μέρας. Είναι, λέω κάποτε με το μικρό το μυαλό μου, τα νέα μας μάτια, του δικού
μας του κόσμου του σημερινού. Τα ηλεκτρικά τα φώτα τα βλέπουν καλύτερα.
Η λεωφόρος έρχεται κάθετα στη Μύλλερ-στράσσε που βρίσκεται το κατάστημα
το δικό μας. Περνώντας αποκεί στέκομαι μια στιγμή και κοιτάζω πάλι τη βιτρίνα
του - κάθε βράδυ την κοιτάζω. ΑΟΥΤΕΛ απάνω με νέον και μέσα στη βιτρίνα του
όλες οι λάμπες που φκιάχνουμε, μικρές και μεγάλες, αναμμένες γύρω γύρω σαν να ‘ναι
κανένα χριστουγεννιάτικο δέντρο. Στέκομαι και τις κοιτάζω. Σκέφτομαι πως όλες
οι λάμπες αυτές, όλες όσες έρχονται σ’ αυτό το κατάστημα, μικρές και μεγάλες,
κόκκινες, άσπρες ή πράσινες, έχουν όλες περάσει από τις δικές μου τις πλάτες.
Κοιτάζω, λοιπόν, σαν να κοιτάζω, να ψάχνω μέσα τον εαυτό μου. Κάπου, λέω,
πρέπει να βρίσκεται μέσα κι αυτός. Κάνω πάλι λογαριασμούς. Δέκα δεκαπέντε
εργοστάσια μας δίνουν τα προϊόντα τους έτοιμα για να γίνει ένα λαμπάκι των δύο
κηρίων. Είμαστε δηλαδή διακόσιες χιλιάδες άνθρωποι. Βάλε και τις πρώτες ύλες -
είμαστε όλος ο κόσμος μέσα σ’ αυτό το λαμπιόνι των δύο κηρίων. Και μας χωράει.
Το ‘δα σ’ ένα φιλμ την περασμένη βδομάδα, που πήγαμε σινεμά με κάτι Ρωμιούς.
Μας έδειχναν μια στάλα νερό κι εκατομμύρια μικρόβια μέσα. Στέκομαι, λοιπόν, και
γω κάθε βράδυ μπροστά σ’ αυτή τη βιτρίνα. Από μέσα το δικό μου το μικροβιάκι
πρέπει να με βλέπει κολοσσό σε τεράστια μεγέθυνση. Απέξω βλέπω τον εαυτό μου
στην πραγματική του διάσταση μέσα σ’ αυτό το μίνι λαμπιόνι.
Αφήνω το κατάστημα, μπαίνω στη λεωφόρο.
Στην αρχή που πρωτόρθα -τα ίδια με το ΑΟΥΤΕΛ- νόμιζα τότε πως έχει πολλά
να χαζέψει κανένας στη λεωφόρο. Περίμενα δηλαδή κάθε βράδυ πως κάτι θα γίνει.
Τώρα το ξέρω βέβαια το λάθος μου. Εδώ ποτέ δε γίνεται τίποτα. Δεν έχει ποτέ
φασαρία, καβγάδες, να γίνει αναστάτωση, ταραχή. Σπάνια, σπανιότατα κανένα
δυστύχημα μόνο. Όλα πάνε με την ίδια τάξη που πήγαν και χτες - σαν να ‘ναι
κάπου μια αόρατη τροχαία που τα ‘χει βάλει στη ρέγουλα: Τάκα-τάκα στο
εργοστάσιο. Τίκι-τίκι, τίκι-τίκι το ρολογάκι στη λεωφόρο.
Βάζω τα χέρια μου και τα δυο στις τσέπες του παντελονιού μου, με το
σακάκι πίσω ανασηκωμένο -κακή συνήθεια μου λένε και δεν την κόβω- παίρνω τη
λεωφόρο, την περπατάω, με το κεφάλι σκυμμένο, σαν κάτι να ψάχνω να βρω.
Άνθρωποι, κόσμος πολύς, περνάνε δίπλα
μου, πάνε μαζί μου. Και πάω και γω - ο δρόμος μάς πάει, η λεωφόρος, κάτω απ’ τα
φώτα της. Τους κοιτάζω. Όλοι τους, λέω, πηγαίνουνε κάπου, έχουνε κάπου να πάνε.
Εγώ είμαι εδώ, στη λεωφόρο, στην άσφαλτο, περισσότερο απ’ όλους. Δε με
περιμένει κανένας εμένα, δεν έχω πουθενά που να θέλω να πάω, να γυρίσω κάπου.
Σαν να ‘ναι το σπίτι μου εδώ, εδώ κι η πατρίδα μου, το κανένα σπίτι μου, η
καμιά μου πατρίδα. Λένε στο καφενείο και για τους άλλους - πως ξένοι γινήκαμε
όλοι στις μεγάλες αυτές πολιτείες. Αν είναι έτσι, λέω τότες εγώ - εγώ, λοιπόν,
πρέπει να ‘μαι ο πιο γνήσιος πολίτης της πολιτείας των ξένων, ο ιθαγενής. Και
να φροντίσεις εσύ, κύριε συγγραφέα, να μου βάλουνε κάποτε και μια πλάκα στο
σπίτι της Φράου Μπάουμ, από την πίσω μεριά, της αυλής, πως εδώ κατοίκησε κάποτε
ο ξενότερος απ’ όλους τους ξένους της πολιτείας των ξένων.
Δ. Χατζής, Το διπλό βιβλίο, Το Ροδακιό
* ρεκλάμα:
φωτεινή διαφήμιση * νέον: (γαλλική
λέξη) χημικό στοιχείο της ομάδας των ευγενών αερίων που λειτουργεί ως μέσο
φωτισμού * κηρίο: μονάδα μέτρησης
της έντασης του ηλεκτρικού φωτός * ρέγουλα:
τάξη, ευταξία, μέτρο * πλάκα:
επιτύμβια πλάκα, η μαρμάρινη πλάκα που τοποθετείται σε τάφο
Ο
τίτλος του κειμένου σε συσχέτιση με τον ήρωα της ιστορίας
Ο Κάσπαρ Χάουζερ (1812-1833) ήταν ένας
νεαρός Γερμανός που εμφανίστηκε αιφνιδίως κάποια στιγμή το Μάη του 1828 στη
Νυρεμβέργη, ισχυριζόμενος πως είχε περάσει όλη τη μέχρι τότε ζωή του σε πλήρη
απομόνωση, σε κάποιο σκοτεινό κελί. Αγνοούσε την ταυτότητα των γονιών του και
το μόνο που είχε στην κατοχή του ήταν κάποιες επιστολές -η γνησιότητα των
οποίων αμφισβητείται- από το άγνωστο άτομο που μέχρι τότε τον είχε υπό την
«προστασία» του, καθώς κι από τη μητέρα του. Σύμφωνα με αυτές ήταν γιος κάποιου
στρατιωτικού, που είχε πεθάνει, και είχε δοθεί από τη μητέρα του, ενώ ήταν
ακόμη βρέφος, σε κάποιον για να τον μεγαλώσει. Ό,τι ζητούσε η μητέρα του, ήταν
να γίνει κι ο γιος της στρατιωτικός, όπως κι ο πατέρας του.
Το μυστήριο γύρω από την πραγματική
ταυτότητα του νεαρού περιπλέχτηκε ακόμη περισσότερο από διάφορες φήμες που τον
ήθελαν να είναι γιος κάποιου τοπικού αριστοκράτη, ο οποίος μη θέλοντας να
αποδεχτεί το νόθο αυτό παιδί, το είχε δώσει να το μεγαλώσουν κρυφά.
Ο Κάσπαρ Χάουζερ απασχόλησε για καιρό
την κοινή γνώμη της Γερμανίας, καθώς στάθηκε αδύνατο να εξακριβώσουν την
αλήθεια σχετικά με τους πραγματικούς γονείς του, αλλά και τις συνθήκες υπό τις
οποίες μεγάλωσε. Λίγα χρόνια μετά, κι ενώ ο νεαρός Κάσπαρ είχε αρχίσει να
εργάζεται ως υπάλληλος γραφείου, εμφανίστηκε το Δεκέμβρη του 1833 πληγωμένος
από μαχαίρι στο στήθος, ισχυριζόμενος πως είχε δεχτεί επίθεση από κάποιον
άγνωστο. Αν και αρχικά αμφισβητήθηκε το περιστατικό της επίθεσης, με τη σκέψη
πως ο νεαρός αυτοτραυματίστηκε προκειμένου να τραβήξει εκ νέου την προσοχή της
κοινής γνώμης, αργότερα βρέθηκαν μάρτυρες που επιβεβαίωσαν τη συνάντησή του με
κάποιον άγνωστο άντρα. Ο Κάσπαρ, πάντως, πέθανε λίγες μέρες μετά τον
τραυματισμό του· ήταν μόλις 21 ετών.
Το γεγονός ότι ο ήρωας της ιστορίας, ο
Κώστας, βρίσκεται σε μία ξένη πόλη, χωρίς δικούς του ανθρώπους και χωρίς
εμφανείς σχέσεις με τους ντόπιους, μας δημιουργεί την αίσθηση πως είναι κι
εκείνος ένας άγνωστος, όπως ο Κάσπαρ Χάουζερ. Η ψυχική και συναισθηματική
αποξένωση, μάλιστα, που βιώνει ο ήρωας κι η αδυναμία του να αναγνωρίσει τη θέση
του μέσα στην κοινωνία όπου ζει, μας επιτρέπουν να αντιληφθούμε ακόμη καλύτερα
τη συσχέτισή του με τον νεαρό Κάσπαρ που πέρασε τη σύντομη ζωή του χωρίς να
γνωρίζει την πραγματική του ταυτότητα και χωρίς να μπορεί να αισθανθεί πως
ανήκει πραγματικά στην πολιτεία όπου πέρασε τα τελευταία του χρόνια.
Σχολιασμός
χωρίων
1η
παράγραφος: Η δήλωση του ήρωα
πως τα βράδια του αρέσει να επιστρέφει στο σπίτι με τα πόδια, φανερώνει τη
μοναξιά του, εφόσον προφανώς δεν υπάρχει κανείς να τον περιμένει να γυρίσει
σπίτι. Του αρέσει, άρα, να περπατά στη μεγάλη λεωφόρο, καθώς θέλει να βρεθεί
ανάμεσα στους ανθρώπους και να θαυμάσει το φωτισμένο κέντρο της πόλης. Οι
άγνωστοι άνθρωποι, οι βιτρίνες των καταστημάτων και οι φωτεινές διαφημίσεις
λειτουργούν ως υποκατάστατα της κοινωνικής επαφής που απουσιάζει από τη ζωή
του. Ο ήρωας επιθυμεί, λοιπόν, να ξεχαστεί για λίγο ανάμεσα στους ανθρώπους,
ώστε να μην σκέφτεται πόσο μόνος του είναι.
Ο ήρωας σχολιάζει πως τα φώτα της πόλης
του αρέσουν περισσότερο κι από το φως του ήλιου, υποδηλώνοντας έτσι έμμεσα το
θαυμασμό του για τις τεχνολογικές εξελίξεις της εποχής του και για τη
δυνατότητα των ανθρώπων να επιτυγχάνουν ολοένα και πιο αξιοθαύμαστα
επιτεύγματα.
«Είναι, λέω κάποτε με το μικρό το μυαλό
μου, τα νέα μας μάτια, του δικού μας του κόσμου του σημερινού.» Ο Κώστας
κατανοεί πως η τεχνολογία αποτελεί το μέλλον των ανθρώπων και δεν διστάζει να
ομολογήσει το θαυμασμό του γι’ αυτή. Η φράση που χρησιμοποιεί «με το μικρό το
μυαλό μου» φανερώνει αφενός την απουσία συστηματικών σπουδών και αφετέρου τη
λαϊκή καταγωγή του ήρωα.
Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, η προτίμηση του
ήρωα για τα φώτα της πόλης συνδέεται και με την επαγγελματική του απασχόληση,
μιας και δουλεύει σ’ ένα εργοστάσιο που κατασκευάζει λάμπες αυτοκινήτων. Ενώ,
συνάμα, σε υποσυνείδητο επίπεδο ο ήρωας στρέφεται περισσότερο στο τεχνητό φως
της νύχτας μη θέλοντας να έχει στη σκέψη του το λαμπρό φως του ελληνικού ήλιου·
το φως της πατρίδας που έχει αφήσει πίσω του.
2η
παράγραφος: «Κοιτάζω, λοιπόν,
σαν να κοιτάζω, να ψάχνω μέσα τον εαυτό μου. Κάπου, λέω, πρέπει να βρίσκεται
μέσα κι αυτός.» Ο Κώστας συνηθίζει κάθε βράδυ να παρατηρεί τις λάμπες στη βιτρίνα
του καταστήματος της ΑΟΥΤΕΛ, αναζητώντας να βρει σε αυτές τον εαυτό του·
αναζητώντας να βρει ενδείξεις της δικής του συνεισφοράς. Πρόκειται, ωστόσο, για
μια μάταιη προσπάθεια, καθώς στη διαδικασία παραγωγής εργάζονται χιλιάδες
άνθρωποι που έχουν ο καθένας από ένα συγκεκριμένο μικρό ρόλο, με αποτέλεσμα
κανένας από αυτούς να μην μπορεί να αισθανθεί το τελικό προϊόν ως δικό του
δημιούργημα. Έτσι, ο ήρωας απογοητεύεται, εφόσον θεωρεί πως ο καθημερινός του
μόχθος εκμηδενίζεται και αφανίζεται κάπου μέσα στις μικρές αυτές λάμπες, χωρίς
να του προσφέρεται η αίσθηση της ουσιαστικής προσφοράς· η αίσθηση πως φτιάχνει
κάτι για το οποίο μπορεί να αισθάνεται υπερήφανος· κάτι το οποίο να έχει τη
δική του προσωπική σφραγίδα. Με αυτή, λοιπόν, τη σκέψη κατά νου, ο Κώστας
νιώθει εντελώς ασήμαντος και μηδαμινός.
Ο ήρωας που ζει σε μια ξένη χώρα, χωρίς
οικογένεια και χωρίς πραγματικούς φίλους, αδυνατεί να βρει κάποιου είδους
δικαίωση έστω στον εργασιακό του βίο, με αποτέλεσμα να νιώθει απολύτως
ασήμαντος, σαν ένα «μικροβιάκι».
«Το ‘δα σ’ ένα φιλμ την περασμένη
βδομάδα, που πήγαμε σινεμά με κάτι Ρωμιούς.» Στη φράση αυτή, που συνιστά
αναδρομική αφήγηση, δε θα πρέπει να μας διαφύγει ο γενικόλογος τρόπος με τον
οποίο αναφέρεται στους ανθρώπους που ήταν μαζί του «κάτι Ρωμιούς», ένδειξη πως
ο Κώστας δεν τους αισθάνεται ούτε τους θεωρεί φίλους του. Η μοναξιά του είναι
σχεδόν απόλυτη.
3η
παράγραφος: «Στην αρχή που πρωτόρθα -τα ίδια με το ΑΟΥΤΕΛ-
νόμιζα τότε πως έχει πολλά να χαζέψει κανένας στη λεωφόρο.» Με μια νέα
αναδρομική αφήγηση, ο ήρωας αποκαλύπτει πως όταν είχε έρθει για πρώτη φορά στη
Γερμανία κι είχε περπατήσει σ’ αυτή την κεντρική λεωφόρο, νόμιζε πως διαρκώς θα
συνέβαινε και κάτι το ενδιαφέρον εκεί, πως η ζωή στο μεγάλο αυτό δρόμο και στη
μεγάλη αυτή χώρα θα ήταν γεμάτη ένταση. Κατόπιν, ωστόσο, κατάλαβε πως στους
δρόμους της Γερμανίας δεν συμβαίνει απολύτως τίποτε, καθώς όλοι και όλα
λειτουργούν με υποδειγματική αυστηρότητα και συνέπεια. Σε αντίθεση με τη
ζωντάνια, την απειθαρχία και την αίσθηση ελευθερίας που επικρατεί στην Ελλάδα,
στη νέα αυτή πατρίδα όλα γίνονται με τάξη, χωρίς παρεκκλίσεις.
4η
παράγραφος: «Βάζω τα χέρια μου
και τα δυο στις τσέπες του παντελονιού μου, με το σακάκι πίσω ανασηκωμένο -κακή
συνήθεια μου λένε και δεν την κόβω- παίρνω τη λεωφόρο, την περπατάω, με το
κεφάλι σκυμμένο, σαν κάτι να ψάχνω να βρω.» Ο Κώστας συνηθίζει να περπατά με το
σακάκι ανασηκωμένο, σαν να κρύβει το πρόσωπό του, μια συνήθεια που του έχουν
επισημάνει πως δεν είναι καλή, εφόσον δημιουργεί στους άλλους την εντύπωση πως
είναι ύποπτος ή πως έχει κάτι να κρύψει. Εκείνος, όμως, αρνείται να συμμορφωθεί
στις σχετικές υποδείξεις, εκφράζοντας έτσι -με την ασήμαντη αυτή πράξη- την
αντίδρασή του απέναντι στο καταπιεστικά πειθαρχημένο περιβάλλον της νέας του
πατρίδας. Ξέρει πως οι γύρω του τον κοιτούν πιθανώς με καχυποψία για τον τρόπο
με τον οποίο κυκλοφορεί στην πόλη, έτσι όπως σκύβει το κεφάλι του και κρύβει το
πρόσωπό του με τον ανασηκωμένο γιακά του σακακιού, αλλά δεν τον απασχολεί·
θέλει να δείξει την απροθυμία του να συμμορφωθεί σε όλους τους κανόνες, όλες
τις συνήθειες και όλη την τυπικότητα των Γερμανών.
5η
παράγραφος: «Όλοι τους, λέω,
πηγαίνουνε κάπου, έχουνε κάπου να πάνε. Εγώ είμαι εδώ, στη λεωφόρο, στην
άσφαλτο, περισσότερο απ’ όλους.» Τη στιγμή που όλοι οι άνθρωποι περνούν από τη
λεωφόρο με κάποιο σαφή προορισμό, εφόσον έχουν δικούς τους ανθρώπους να τους
περιμένουν κάπου, ο Κώστας είναι ο μόνος που βρίσκεται στη λεωφόρο γιατί θέλει
να βρίσκεται εκεί· είναι ο μόνος που βρίσκεται εκεί, χωρίς να έχει κάπου να πάει
ή κάποιον να τον περιμένει.
«Δε με περιμένει κανένας εμένα, δεν έχω
πουθενά που να θέλω να πάω, να γυρίσω κάπου. Σαν να ‘ναι το σπίτι μου εδώ, εδώ
κι η πατρίδα μου, το κανένα σπίτι μου, η καμιά μου πατρίδα.» Με δεδομένη την
απουσία οικογένειας και φίλων από τη ζωή του ήρωα, η λεωφόρος λειτουργεί κατά
τρόπο παράδοξο σαν το σπίτι του, σαν τον μόνο χώρο όπου μπορεί να βρίσκεται
χωρίς να αισθάνεται με απόλυτο τρόπο τη μοναξιά του. Εκεί τουλάχιστον μπορεί να
βλέπει άλλους ανθρώπους γύρω του, έστω κι αν είναι όλοι άγνωστοι και αδιαφορούν
για εκείνον. Ο Κώστας, μη έχοντας κατορθώσει να δημιουργήσει φιλικούς δεσμούς στη
Γερμανία και μη έχοντας βρει κάτι που να του προσφέρει την αίσθηση πως έχει
εκεί έναν σκοπό, νιώθει πως είναι πλήρως αποξενωμένος, δίχως σπίτι ή πατρίδα,
αφού όπου κι αν βρεθεί ό,τι αντικρίζει είναι η μοναξιά του κι η αδυναμία του να
προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα της ζωής του.
Ερωτήσεις
1. Για
ποιους λόγους ο Κώστας αισθάνεται μεγάλη ψυχική και κοινωνική αποξένωση;
Ο Κώστας αισθάνεται μεγάλη ψυχική και
κοινωνική αποξένωση, διότι αφενός ζει εντελώς μόνος του, χωρίς οικογένεια ή
φίλους και αφετέρου διότι δεν κατορθώνει να αντλήσει ευχαρίστηση από το
επάγγελμά του. Η μετανάστευση σε μια ξένη χώρα αποτέλεσε για εκείνον προφανώς
μια επιλογή ανάγκης, γι’ αυτό και δεν εμφανίζεται ιδιαίτερα πρόθυμος να
ενταχθεί πλήρως στη νέα του «πατρίδα». Επιλέγει, έτσι, να τηρεί αποστάσεις τόσο
από τους ντόπιους, όσο και από τους εκεί Έλληνες, με τους οποίους θα μπορούσε
να δημιουργήσει πιο στενούς φιλικούς δεσμούς. Τον ακούμε, για παράδειγμα, όταν
αναφέρεται στην ταινία που είδε στο σινεμά, να λέει πως πήγε μαζί με «κάτι
Ρωμιούς»· ένδειξη πως δεν τους θεωρεί φίλους του, γι’ αυτό και δεν χρησιμοποιεί
τα ονόματά τους.
Ο Κώστας βιώνει την παραμονή του στη
Γερμανία ως μια περίοδο ψυχικής δοκιμασίας, εφόσον περνά το χρόνο του όχι
προσπαθώντας να συνάψει σχέσεις με τους ανθρώπους γύρω του, αλλά αναλογιζόμενος
με πικρία πόσο μόνος και πόσο ασήμαντος είναι. Παρατηρεί κάθε βράδυ τους περαστικούς
στη λεωφόρο και σκέφτεται πως όλοι τους έχουν κάπου να πάνε, πως όλοι έχουν
κάποιον να τους περιμένει στο σπίτι, ενώ εκείνος είναι εντελώς μόνος του, χωρίς
κάποιο σκοπό στη ζωή του και χωρίς δικούς του ανθρώπους. Πρόκειται για μια
βαθιά αίσθηση μοναξιάς και κοινωνικής αλλοτρίωσης, που πληγώνει βαθύτατα τον
ήρωα, καθώς τον ωθεί να πιστεύει πως η δική του ζωή είναι στερημένη νοήματος.
Παράλληλα, ο ήρωας δυσκολεύεται να αναγνωρίσει
στα προϊόντα που παράγει το εργοστάσιο, στο οποίο εργάζεται, τη δική του
συνεισφορά. Έχοντας έναν περιορισμένο και συγκεκριμένο ρόλο στη γραμμή
παραγωγής, όταν βλέπει τις λάμπες ολοκληρωμένες αναζητά μάταια να εντοπίσει την
προσωπική του συμβολή στη δημιουργία τους. Του είναι αδύνατο να θεωρήσει το
τελικό προϊόν ως καθαρά δικό του έργο κι αυτό του προκαλεί ακόμη εντονότερα
συναισθήματα απογοήτευσης, εφόσον θεωρεί πως οι ώρες που δαπανά καθημερινά στην
εργασία του περνούν χωρίς να είναι εμφανής κατόπιν ο κόπος του κι η δική του
δουλειά. Καταλήγει υπ’ αυτή την έννοια να αποξενώνεται από την εργασία του και
να αισθάνεται ακόμη πιο απομονωμένος, αφού ούτε η εργασία του ούτε η κοινωνική
του ζωή έχουν να του προσφέρουν κάποια αίσθηση επίτευξης και ευχαρίστησης.
2. Τι
είναι αυτό που κάνει τον Κώστα να παρομοιάζει τον εαυτό του, τώρα που ζει κι
εργάζεται στη Γερμανία, με ένα «μικρόβιο»;
Ο Κώστας αναλογιζόμενος πως στην
κατασκευή κάθε μικρής λάμπας που παράγει το εργοστάσιο επιμερίζεται η εργασία
διακοσίων χιλιάδων ανθρώπων, συνειδητοποιεί πως η συνεισφορά του κάθε
εργαζόμενου χωριστά στο τελικό προϊόν είναι απειροελάχιστη. Ο καθένας τους
φτιάχνει ή είναι υπεύθυνος για ένα συγκεκριμένο μόνο μέρος της κάθε λάμπας, με
αποτέλεσμα στο τέλος να μην υπάρχει κανείς που να θεωρεί πως η ολοκληρωμένη
λάμπα είναι δικό του αποκλειστικά έργο. Έτσι, ο καθημερινός εργασιακός μόχθος
του ήρωα, μοιάζει να χάνεται κάπου μέσα στις μικρές αυτές λάμπες και να μην
είναι πια ορατός.
Ακριβώς, λοιπόν, επειδή ο ήρωας δεν
φτιάχνει κάτι εξολοκλήρου μόνος του, ώστε να έχει την αναγκαία εκείνη αίσθηση επίτευξης,
για να συνεχίζει με ανανεωμένο ενδιαφέρον την προσπάθειά του, βιώνει έντονα
συναισθήματα αποξένωσης από την εργασία του. Νιώθει πως οι ώρες που αφιερώνει
στη δουλειά του ουσιαστικά εκμηδενίζονται, αφού τίποτε από το τελικό αποτέλεσμα
δεν έχει κάτι απ’ τη δική του προσωπική ταυτότητα. Όσο χρήσιμες ή εξελιγμένες
κι αν είναι οι λάμπες που κατασκευάζει το εργοστάσιο, δεν μπορούν εντούτοις να
προσφέρουν στον ήρωα την αίσθηση πως έχει κατορθώσει κάτι το σημαντικό, αφού η
δική του προσφορά είναι ουσιαστικά αφανής.
Πέρα, βέβαια, από την αδυναμία του ήρωα
να αντλήσει ικανοποίηση από την εργασία του, το γεγονός ότι βρίσκεται εντελώς
μόνος του σε μια ξένη χώρα, δίχως να έχει κοντά του ανθρώπους που να τον
νοιάζονται και να τον αγαπούν, καθιστά ακόμη πιο έντονη την αίσθησή του πως
είναι ασήμαντος. Εφόσον γνωρίζει πως κανείς δεν τον περιμένει να γυρίσει από τη
δουλειά και πως προφανώς κανείς δεν θα τον αναζητήσει σε περίπτωση που δεν
επιστρέψει, νιώθει πως η παρουσία του εκεί δεν έχει καμία ουσιαστική σημασία.
Σε μια μεγάλη χώρα μ’ ένα πλήθος ανθρώπων που έχουν οικογένειες, φίλους και
κάποιο σκοπό στη ζωή τους, εκείνος είναι μια «ανούσια» μονάδα για την οποία δεν
νοιάζεται και δεν ενδιαφέρεται κανείς.
3. Στο
τέλος του αποσπάσματος ο Κώστας συμπυκνώνει με ειρωνικό τρόπο το νόημα της ζωής
του στη φράση: «[...] εδώ κατοίκησε
κάποτε ο ξενότερος απ’ όλους τους ξένους της πολιτείας των ξένων». Τι πιστεύετε ότι προκάλεσε αυτή την πικρή
διαπίστωση του Κώστα;
Η ζωή του Κώστα στη μεταπολεμική
Γερμανία των χιλιάδων μεταναστών χαρακτηρίζεται από αισθήματα μοναξιάς και
αποξένωσης. Ο ήρωας, που δεν έχει κατορθώσει να ενσωματωθεί στην ξένη χώρα και
να δημιουργήσει στενούς φιλικούς δεσμούς, περιφέρεται άσκοπα σε μια απρόσωπη
πόλη ανάμεσα σε αγνώστους που αδιαφορούν για εκείνον, αισθανόμενος ολοένα και
πιο ασήμαντος. Τη στιγμή που οι άλλοι άνθρωποι γύρω του έχουν -ή τουλάχιστον
έτσι πιστεύει ο ήρωας- κάποιον προορισμό στις καθημερινές τους μετακινήσεις·
έχουν ανθρώπους που τους αγαπούν και κάποιον που τους περιμένει κάθε βράδυ,
εκείνος ζει εντελώς μόνος του, αδυνατώντας να δημιουργήσει μια δική του
οικογένεια ή έστω φιλικούς δεσμούς, ώστε να μην αισθάνεται τόσο απομονωμένος.
Το αίσθημα της αποξένωσής του, μάλιστα,
επιδεινώνεται από το γεγονός ότι βρίσκεται σε μια πολυπολιτισμική ξένη χώρα,
όπου ολόγυρά του κινούνται άνθρωποι που μιλούν διαφορετικές γλώσσες από τη δική
του, έχουν διαφορετικές συνήθειες και αντιλήψεις, κι είναι απρόθυμοι να
ενδιαφερθούν για εκείνον ή για οποιονδήποτε ξένο άνθρωπο, όπως είναι ο Κώστας.
Η αποξένωση διατρέχει εν γένει την εκεί κοινωνία, αφού το συνονθύλευμα
μεταναστών και ντόπιων δεν έχει κάποιο κοινό στοιχείο που να διασφαλίζει μια
κάποια συνοχή και ενότητα μεταξύ τους. Είναι όλοι άγνωστοι και ξένοι μεταξύ
τους σε μια πολιτεία που ενδιαφέρεται μόνο για την τήρηση της τάξης κι όχι για
τη δημιουργία ουσιαστικών δεσμών ανάμεσα στα ετερόκλητα μέλη της. Έτσι, σε
αντίθεση με την πατρίδα του Κώστα, όπου ακόμη κι αν βρισκόταν ανάμεσα σε
αγνώστους, θα είχε τουλάχιστον την επίγνωση πως είναι κι εκείνοι Έλληνες με τις
ίδιες αξίες και αρχές, στη Γερμανία βρίσκεται ανάμεσα σε ανθρώπους με τους
οποίους δεν έχει κανένα κοινό στοιχείο.
Αν και ως ένα βαθμό η μοναξιά του ήρωα
οφείλεται και στη δική του απροθυμία να προσεγγίσει τουλάχιστον τους άλλους
Έλληνες που ζουν εκεί, είναι πάντως προφανές πως για έναν μετανάστη που
καλείται να ζήσει ανάμεσα σε ανθρώπους μιας διαφορετικής εθνικότητας, με
εντελώς διαφορετικές αντιλήψεις, η αίσθηση της αποξένωσης δεν μπορεί παρά να
θεωρείται δεδομένη. Την οικειότητα και την ευκολία της επικοινωνίας που έχει
κάποιος όταν ζει στη χώρα του, δεν μπορεί να την αποκτήσει σε μια ξένη χώρα
ακόμη κι αν ζει καιρό εκεί.
4. Ο
Κώστας είναι ένα απλοϊκό πρόσωπο, με λαϊκή καταγωγή. Εντοπίστε λέξεις και φράσεις του κειμένου στις οποίες φαίνεται αυτό.